Εν' απόγιομα σκοτεινό κι απόβροχο θλιμμένο,
η σκέψη αναρίγησε στου δρόμου τη χλωμάδα
σκυφτός καθώς επήγαινα μπροστά στ' αρχοντικό σου,
κοιτώ και βλέπω σκοτεινό κλειστό το παραθύρι
και χόρτα που φυτρώσανε μπροστά στο κατωθύρι
στην πόρτα πάνω αραχνιές πλέκαν το μυστικό σου,
κι οι όμορφες τριανταφυλιές στου κήπου την θαμπάδα
σκυμμένες αλλόκοτες γριές με βλέμμα μαραμένο.
~
Θυμήθηκα τις όμορφες γαρδένιες της αυλής σου,
τα μπλε σου τα παράθυρα τα γαμπροστολισμένα
τους ήχους του γραμμόφωνου το κλάμα της φωνής σου,
θυμήθηκα τα χείλη σου που ήταν σαν κεράσια
τα στήθια σου τ' αθήλαστα χορός από κοράσια
που τρέμανε στην αντιλιά λυγμός της ηδονής σου,
θυμήθηκα τ' ακρόκλωνα τα μάτια τα μελένια
που παίζανε ανέμελα επάνω στη θηλή σου.
~
Τα μάτια μου θολώσανε κι αρχίσαν να χορεύουν
όλα τριγύρω ξαφνικά σαν να 'ταν πανηγύρι,
οι έρημες τριανταφυλιές βαστούσανε το χάρο,
μπροστά να σέρνει το χορό σαν ήρθε να σε πάρει
και πίσω η δόλια μάνα χλωμή σαν το φεγγάρι,
να σκούζει μες τη καταχνιά να σου φωνάζει Μάρω
που πας Μαριώ μου δεν μ' ακούς μονάκριβο ζαφείρι,
στάσου ψυχή μου 'δω σιμά λεβέντες σε γυρεύουν.
~
Αλάργεψες στη σκοτεινιά έφυγες σ' άλλα μέρη
κι η δόλια μάνα έμεινε με απλωμένο χέρι,
στον ουρανό να χαιρετά τ' άσπρο της το αστέρι
τις νύχτες να μοιριολογά στο μαύρο της τσεμπέρι…
Θανάσης Καραθύμιος Σεκλιζιώτης
15σύλλαβος απλωτός
απ' το βιβλίο μου “Της μικρής Μαρίας”
Αφιερωμένο στη μνήμη της μικρής Μαρίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου