Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Ιάσων Δεπούντης (7 Αυγούστου 1919 - 21 Ιουνίου 2008)

Ο Ιάσων Δεπούντης (7 Αυγούστου 1919 - 21 Ιουνίου 2008) ήταν Έλληνας πεζογράφος και ποιητής.
Γεννήθηκε το 1919 στην Κέρκυρα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Προσαλέντη, στην Κέρκυρα. Επίσης, έκανε σπουδές Συνταγματικού Δικαίου (1941-42), Παιδαγωγικών (1941-43), Κοινωνιολογίας (1954-55) στην Αθήνα, Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας (1954-56) στην Αθήνα και το Παρίσι και Μοντέρνων Μαθηματικών (1970-72) στη Ζυρίχη.

Αυτοεξόριστος
Λόγω της Απριλιανής Χούντας (την 21/4/1967 ήταν υπάλληλος του ΙΚΑ από το οποίο παραιτήθηκε) αυτοεξορίστηκε το 1969 στην Ελβετία, όπου έζησε μέχρι το 1985. Έκτοτε μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα, την Ζυρίχη και την Κέρκυρα. 
Υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας των περιοδικών «Θεμέλιο» (1945-46) και «Πρόσπερος» που έβγαινε στην Κέρκυρα. Συνεργάστηκε με το κερκυραϊκό περιοδικό "Πόρφυρας" από το πρώτο τεύχος (1980). Από το 1994 συνεργαζόταν με το περιοδικό "Μανδραγόρας». Ακόμη είχε συνεργασία με τα περιοδικά «Συντέλεια» και «Νέα Συντέλεια».
Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία έγινε με δύο ποιήματα που δημοσίευσε στο περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» (τεύχος 44) τα Χριστούγεννα του 1946. 
Αυτοπροσδιοριζόταν ως «Οδυσσέας Ωκεανός, πρώην Ιάσων Αργοναύτης με την Αργώ σε Αδρία και Ιόνιο. Και πριν Ιάσων Δεπούντης και πολύ πριν στο χθες, στο αύριο. Και πάντα το ερώτημα: ποιητής ή πειρατής;».
Το 1992 τιμήθηκε από την Ομοσπονδία Συλλόγων και Κοινοτήτων Ελλήνων Μεταναστών της Ελβετίας. Ήταν μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ποιητικός λόγος
Με τα πρώτα του ποιήματα δηλώνει μοντερνιστής, αργότερα εντούτοις η ποίησή του έγινε αφηρημένη. Εστιάζεται στην παντοδυναμία της φύσης, ενώ τον φοβίζει η χωρίς φραγμούς χρήση της τεχνολογίας. Στην ποίησή του, εκτός από τον λόγο, ενσωματώνει κολάζ, φωτογραφίες, ακόμη και αποκόμματα εφημερίδων. Τα ποιήματά του, ποιήματα-συνθέσεις, παραπέμπουν κάποιες φορές στην οπτική ποίηση και στη συγκεκριμένη ποίηση, επιδέχονται δε πολλών ειδών αναγνώσεις. Ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά και στα γερμανικά. Ο ίδιος είχε μεταφράσει Edgar Lee Masters και B. Fondane.
Πέθανε στη Ζυρίχη το 2008.

Έργα

Ποίηση
Από τη θάλασσα (1948)
Η εξορία των αθανάτων (1946)
Μητέρα (1944)
Ακατοίκητη νύχτα (1948 και συγκεντρωτική έκδοση το 1962)
Το ναυάγιο της ομίχλης (1952)
Ο λόφος (1953)
Systema naturae (το 1969, επί Χούντας, κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου χωρίς να περάσει από λογοκρισία, ενώ το 1984 κυκλοφόρησε αναθεωρημένη έκδοση)
Κεφάλι από ρολόι. Οι χαιρετισμοί και οι ταύροι του Pablo Picasso (1971)
Η ορατή (οριακή) υπέρβαση (1997)
Systema avium. Σύστημα (δρομικών) πουλιών (2001)
Η θάλασσα μέσα στην TV (2003, υπέγραψε ως Οδυσσέας Ωκεανός)
Η ζωολογία της Systema naturae (2004)
Μετά τη ζωολογία (2005)

Πεζά
Μεσκαλίν (1960)
X. A. Donnet, ο βομβαρδισμός μιας άμαχης πολιτείας (1963)
Θάλασσα 2. Βυθός (1963)
Ο ύπνος των σκίουρων (1964)
X. A. Donnet σε κβαντικό ρυθμό (2002)

Μελέτες
Λογοτεχνία και Ψυχολογία (1965)



ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Τι βλέπει ο ήλιος

Ο ήλιος βλέπει καθημερινά
το δρόμο με τον τυφλοπόντικα

Μαζί χωμένους στα στενά τους δρόμους
του σκληρού ασπάλακα και του τερμίτη

Ο ήλιος βλέπει όλους τους δρόμους
που τρέχει ανυπόμονη η καταστροφή
κ’ εκεί π’ ακούγεται οργισμένη η έκρηξη
όλοι ή κανένας όλοι ή κανένας όλοι

Ο ήλιος βλέπει από πολύ κοντά πολύ
τεράστιες πολιτείες κι άγρια δάση
τα παραμορφωμένα πρόσωπα της αγωνίας τους
ένοχο τον αέρα που φυσάει σε πόλεμο
και διεφθαρμένα τα μεγάλα όνειρα

Ο ήλιος βλέπει με κάτι άγρια μάτια πάλι
τα μάτια εκείνων που ακόμη δε χορταίνουν

που δε χορτάσαν την ελπίδα την ειρήνη…

Βλέπει ο ήλιος πριν βουτηχτεί στη δύση του
τα μαύρα φτερωτά ποντίκια των συνοικιών-
όλα σ’ ετοιμασία όλα σ’ ετοιμασία όλα…

Αμέτρητες οργές μες στην ψυχή θα βλέπει
Ο ήλιος που κι αυτή τη νύχτα ακόμη βλέπει!


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Ανοιξιάτικο επεισόδιο Γ'

Από Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.


(Εἶναι μεσονύχτι — Σαββατόβραδο τοῦ Πάσχα)

Ποτέ πριν δεν ἀκούστηκαν οἱ θεῖες καμπάνες να χτυποῦν
γι' αυτούς πού λείπουν
Ποτέ πριν δεν ἄναψαν οἱ γιορτινές λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
γι' αυτούς που για πάντα λείπουν
Ποτέ πριν σαν ἀπόψε δεν κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νεῖκος
γι' αυτούς πού λείπουν αποδημητές στη χώρα τοῦ πολέμου
Ποτέ πριν
Αυτοί την ἁρμονία δίνουν στις καμπάνες
Ἀνάβουν τις λαμπάδες τῆς Λαμπρῆς
Νικοῦν το θάνατο με την αἰωνιότητά τους.

Τούς μένει ἀκόμα αυτό το πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας
Γυρίζουν πολύν καιρό σ' αυτή την πολιτεία
Ζητοῦν ἀπόψε μια θέση στο τραπέζι τοῦ σπιτιοῦ μας
Χωρίς ὕπνο για να τούς πεῖς νεκρούς
τυλίγοντας την κλωστή τοῦ κεριοῦ στα δάχτυλά τους
ψάχνουν να βροῦν την πόρτα μας
ψάχνουν να βροῦν αγνή τη θύμησή τους
σ' ὅλων μας τη μνήμη
Κάθονται στο τραπέζι τοῦ δείπνου μας θλιμμένοι
σαν ἀνάμνηση από τόσα χώματα πλημμυρισμένα
Ὡραῖοι σαν το θαῦμα τοῦ Εὐαγγελίου
Σα μία κραυγή χαρᾶς:
Χριστός Ἀνέστη!

Κι αυτές οἱ θεῖες καμπάνες
εἶναι τα λόγια τους
Κι αυτές οἱ κόκκινες λαμπάδες
εἶναι το βλέμμα τους
Κι αυτή ἡ λεπτή κλωστή στα δάχτυλά τους
εἶναι ἡ ζωή μας —Ὅλοι —νεκροί και ζωντανοί
γύρω στο γιορτινό τραπέζι τῆς Λαμπρῆς — Στην κεφαλή
τοῦ τραπεζιοῦ ὁ Ἀναστάς Χριστός.

Μᾶς μένει ἀκόμα αυτό το πρόβλημα τῆς ὕπαρξής μας

Το δεῖπνο μας πῆρε ἄλλο νόημα καθώς ἔμπαινε
στα πληγωμένα βλέφαρα το φῶς τοῦ θείου του λόγου
Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε ἕνα στρωμένο τραπέζι για τη δικαιοσύνη
Ἕνα ἥσυχο σπίτι σ' αυτή την πολιτεία καμωμένο από ἀγάπη.

Κ' ἡ μέρα προμηνοῦσε χίλια διαμάντια στις καρδιές
να θυμίζουν την εἰρήνη και την ἐλπίδα τοῦ κόσμου. 


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Στα γκρεμισμένα σπίτια του χειμώνα
Τώρα βρίσκομαι μʼ όλα τʼ άρρωστα κι αδύναμα πουλιά μαζί
πάλε τη στέγη ράγισε η σιωπή για τη θλιμμένη ανάμνησή μου.
Τʼ άλλα που θα διηγηθώ είναι οράματα-
Τις νύχτες ενώ δεν ταράζει τον ύπνο μας η συννεφιά ή τʼ όνειρο
ξυπνούμε πολλές φορές – τα πουλιά στη φωλιά τους
κι εγώ στο κρεβάτι μου και κλαίμε.
Μένουν μονάχα τους κι αυτά – και ξέρουν
πόσο κρυώνει ένα πουλί έξω από τη φωλιά του.


✦✦✦✦✦✦✦✦✦✦

Η μαθηματική διάσταση στην ποίηση

Το χάος (χώρος της ψηφιολέξης υπαρκτός) κοπάζει.
Όλα γίνονται τάξη ροής, όπως το γρήγορο νερό εκεί.
Ωστόσο κάποια είδη συστημάτων ανήκουν στην επικράτειά της.

Τότε ήταν στην επιστροφή που πρόσεξα τα χέρια της
χρυσοπράσινα κλωνάρια της τριανταφυλλιάς.

Τότε ήταν στο γύρισμα της νύχτας που άκουσα
θρόισμα φύλλων τις κουβέντες της.

Τότε στην επικράτεια του κυκλάμινου στον κήπο της
επήρα έδωσα συνέχεια στα ερωτήματά μου
«πώς έτσι εκεί μπορεί να βγαίνει
σύμβολο ζωής από το θάνατο
ένα ευαίσθητο κυκλάμινο;»

Το ονομάζω : Άνθισμα γραφής.

Πώς τούτη η εντροπία
ξεσηκώνει – για μια θέση σε ένα μετα-κείμενο –
σχέδια, σχήματα, μορφές· τρέχοντας ήχους, δείχνοντας
θεαματικά την ευκλείδεια επανάδραση· ό,τι στη φύση.
Όπως την κληρονόμησαν, έτσι την έχουν τ’άνθη μέσα τους·
όπως την έκλεισαν οι λέξεις οι αριθμοί οι στίχοι μου:

Πώς από την τάξη και τη συμμετρία στο κομμάτιασμα;
Γιατί με τη χαοτική και φράκταλ γεωμετρία της;
Σε παραλλακτικούς συρμούς, σε εικόνες χάους;

Τότε ήταν που φάνηκαν τ’αέρινα ίχνη του πουλιού στην άμμο.
Τότε που γίναν τα πατήματά του όρθια τρίγωνα· σχεδόν γραφής.
Τότε βαθύτερα στο χώμα χάραξαν τα νύχια τους μορφές γραμμάτων.
Οδήγησαν τη σκέψη μου : τύποι & σύμβολα· τα μαθηματικά της φύσης.
«Ακούς;» μου λες «εσέ καλούν: ¨λευτέρωσέ μας¨».
«Να τα πάρεις» μου είπες «είναι οι στίχοι σου.»
Όλα τα άλλα πουλιά πετούσαν στο στερέωμα·
προσομοιώματα άστρων.

Χάος πάλι εσύ;

ΑΠΟ ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΣΥΜΠΑΝ (κείμενα αχρονικής συνέχειας), εκδόσεις Μανδραγόρας, 2000










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου