Σάββατο 29 Ιουνίου 2019

ΕΥΤΥΧΙΑ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ "ΑΦΟΡΕΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ" - Ποιητική Συλλογή





Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου : Αφόρετα θαύματα

Εκδόσεις : Κέδρος

Έτος έκδοσης : 2017

Είδος : ποιητική Συλλογή 
Σελίδες : 112
Σχήμα : 14 Χ 20,6
Βάρος : 218.00 γραμ.
Μαλακό εξώφυλλο
ISBN : 978-960-04-4776-7

Περιγραφή 

Θαύματα καλοραμμένα και λευκά, παραγγελία τελειωμένη στα μέτρα της ψυχής, αιωρούμενα και ερχόμενα, ανέγγιχτα ωστόσο και αφόρετα προς το παρόν, σε μια περίεργη αντιστροφή, αφού αυτά αφίχθησαν μα λείπουμε εμείς. Τα θαύματα που ευχόμασταν -ω του θαύματος- κατέφθασαν και εν αναμονή τελούν του σώματος που θα τα αναδείξει. Μόνο που το σώμα αυτό άλλοτε είμαστε εμείς κι η ακαθόριστη ύλη μας, άλλοτε το σώμα του κειμένου, κάποτε όμως και το σώμα μιας πατρίδας κυριολεκτικής και μεταφορικής, γενέτειρα και καταγωγή, απ’ την οποία αδικαιολόγητα ακόμα απουσιάζουμε.
Η παιδική ηλικία ανεβασμένη σε σκαμνάκι παίζει εξ αποστάσεως, ο Πόε συμπονά εκείνους που αγνοούν το Ελντοράντο, ένα σκιάχτρο χάνει το φωτοστέφανό του, ένας κλέφτης εξομολογείται πως κλέβει μόνο την αφή, ο Ιησούς απολύει τον άγγελο, η Σελανίκ υποδέχεται κι η Σαλονίκη καίγεται, ένας καπνοδοχοκαθαριστής, μια αρχαιολογία ιδιωτική και ένα γραφείο «Αγοράς Χρυσού» μας πληροφορούν ότι «εκβάλλει η τυφλότητα από βαθύ πηγάδι», οι δεύτερες σκέψεις πως «ό,τι δεν μας συναντά / αυτό στο τέλος / μας διασχίζει» και ο υαλικός δεκαπεντασύλλαβος μαζί με τον Παπαδιαμάντη πως «βεβαιότητα καμιά / σκοπό δεν το ’χει να μας χαριστεί / ολισθηρότητα καμιά / σκοπό δεν το ’χει να μας παρακάμψει». Αλλά και ποιήματα ποιητικής, γιατί νοσεί και νοσηλεύεται ο ποιητής μα παίρνει κάποτε εξιτήριο. Και τέλος μια μετά θάνατον αρχή σαν σχέδιο διάσωσης ή όπως λέμε:
«Χτυπώ τον χρόνο για να μπω / τη γυάλινή του συγκατάθεση γυρεύω».


Ποιήματα Συλλογής 


i. ΤO ΣΚΙΑΧΤΡΟ
ή
ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΩΣ ΕΔΩ


Είχαν βλαστήσει από καιρό
οι καλοήθεις όγκοι της ευτέλειας...
Μια ιχνηλασία άκαρπη
πάνω από τέλματα αχανή
υπαίθρια κηρύγματα
και φρούτα που τ’ ανάθρεψαν
αυξητικές ορμόνες.

Τώρα
μας κυνηγούν οι μεσολαβητές
με τα κρυμμένα μάγια στο μανίκι...
Για μια στιγμή κάνουν ότι μας συμπονούν
για μια μοναδική στιγμή
τη σωτηρία των σωμάτων διακηρύσσουν
μα η συνέχεια άγνωστη
κι ανεξιχνίαστο προς το παρόν
μένει το πεπρωμένο
αφού ό,τι μετριέται
πάντα φαίνεται λειψό
κι ό,τι ονοματίζεται
ως απουσία υπάρχει...

– Τι μου ζητήσατε να κάνω, αγαπητέ;
Να γράψουμε στον πίνακα ένα παράδειγμα;
Να γράψουμε!
Να χρησιμοποιήσω και παραβολές;
Να αναφέρω και τις εξαιρέσεις;

Γράψτε λοιπόν:
Δασύνεται η αρπαγή
και οξύνεται το μίσος.

Παρακάτω:
Χειμωνιάζει.
Να μη βασίζεστε σ’ αυτούς
μονάχα στη συγκίνηση.
Και με την οικειότητα
λίγα τα πάρε δώσε
ούτε στα ελαφρυντικά
να προσμετράτε τις προθέσεις.

Και, τέλος, να προσθέσετε κι αυτό:
Αρκεί μια τόση δα παρέκκλιση
απ’ ό,τι λες προορισμό
μια ασυναίσθητη, ούτως ειπείν, αφηρημάδα
και καταρρέει σαν τράπουλα
το σκιάχτρο που προστάτευε
τους κήπους και τα όνειρα.

Ναι, ναι, το σκιάχτρο, αγαπητοί...
Σκόρπια τα ρούχα, τα καπέλα, τα άχυρα
μια συντριβή θριαμβευτική
αριστοκράτη θυρωρού
που έλαμπε σαν επαίτης...

Γεμίζει ο ουρανός μαύρα πουλιά
εκλείπει παντελώς η απειλή
χάνονται οριστικά και διά παντός
το φωτοστέφανο
κι η αντανάκλασή του.


❀❀❀❀

ii.ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

Αυλές καθαρίζω, υπόγεια καθαρίζω
αποθήκες και ακάλυπτους
σε δύο ώρες συγυρίζω.
Όλα τα παλιά σίδερα μαζεύω…
Εικονοστάσια αδειανά
κάγκελα σκουριασμένα
κλουβιά που απελευθέρωσαν πουλιά
ρόπτρα, σπασμένες πόρτες
σίδερα ατμού και γραφομηχανές
δάχτυλα παγωμένα…
Με μια επιβάρυνση μικρή
σηκώνω και πετάω στο λεπτό
ό,τι παλιό σάς ξέμεινε
στις «μουσικές καρέκλες»
κοκαλωμένο κι άφωνο
με ένδυμα επίσημο, εορταστικό
μα σκοροφαγωμένο
να βλέπει
προς την πλευρά του αφανισμού
και να μην το πιστεύει.
Σκεύη παλιά, ποδήλατα
φουγάρα, καλαπόδια
πούδρες περλέ, μαλλιά μπουκλέ
μονόκλ και περουκίνια
καλειδοσκόπια, παπιγιόν
μουστάκια, φαβορίτες.

Παλιά με φόβιζε πολύ
η εισβολή στα υπόγεια της υγρής ακινησίας
η επικείμενη έξωση διά των μεγαφώνων
η εκκαθάριση του αχρηστευμένου χρόνου.

Τώρα όλο και πιο σπάνια
κάποιος διαλαλεί
ένα παρόν ακέραιο, στιλπνό.
Λιγόστεψαν οι παλιατζήδες.
Όσο για τους ελάχιστους που απέμειναν
απροσδιόριστο πότε ακριβώς περνούν.
Αμφίβολη η ώρα τους.

Σαν την αμφίβολη ώρα
των εκτελέσεων.

❀❀❀❀

iii.ΔΕΥΤΕΡΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις
που αποδειχτήκατε δειλές
και σπεύδατε να μας σώσετε
σαν θαύμα αναπάντεχο
πριν καν να γίνει η δέηση.

Με το ένα πόδι τεντωμένο στο αύριο
– τέλεια να μιμείται καλπασμό –
να μας κρατάτε ακίνητους και βαρετούς
στη σύνεση καθηλωμένους

ή πιο συχνά
με μια πειθώ δημαγωγού
και ασφαλιστή συγχρόνως
ν’ απλώνετε ρίζες μέσα μας
ρίζες χοντρές και στέρεες
που εγγυώνται βλάστηση
ανθούς, καρποφορία...
Μα, εντέλει, τίποτε απ’ αυτά.
Μονάχα ρίζες
που εγγυώνται ρίζες.

Κι είναι για άλλους
η ζωή και η αποστασία
του δρόμου η σκόνη η άγια
κι οι αγρυπνίες στη χάρη της.

Για εσάς
είν’ τα προσχήματα και τα μεθοδευμένα
η αρτιμελής ζωή και οι φαντασιώσεις
για να μπορεί επ’ άπειρον
του φόβου το βατράχι να κοάζει
για να ανθίζει επιτυχώς
η ομοιομορφία·

σαν κάτι νύχτες νοσηρές
που από πλήξη αφόρητη
τις λάμπες απ’ τους δρόμους
ξεβιδώνουν
και τις βιδώνουνε μετά
μέχρι να ’ρθει τ’ άλλο πρωί.
Μια εναλλαγή μηχανική
με βλέμμα άδειο, σταθερό
λες και μιμούνται θάνατο.

Οι νύχτες...

Ως το πρωί.
Βιδώνουν
ξεβιδώνουν...
Με βλέμμα άδειο
σταθερό.

Α, ελεεινές δεύτερες σκέψεις
που αποδειχτήκατε σοφές
διδάσκοντάς μας άρνηση και υποταγή
κι αθώα οπισθοχώρηση...
Μας μάθατε για τα καλά
πως ό,τι δεν μας συναντά
αυτό στο τέλος

μας διασχίζει.

❀❀❀❀

iv.Η ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Του αρκούν λίγα χιόνια
τουλίπες αργοκίνητες
βαμβακερής ανίας
όλα να τα αγνίσουν!

Του αρκεί ένας έρωτας
ονόματι μπαρμπα-Γιαννιός
μια καρδιά ρημαγμένη
κι ένα σπίτι ερείπιο
σε δρομάκι μακρόστενο
σοκάκι όμοιο μ’ αυτόν
– το ζωντανό σοκάκι –

Του αρκούν κάποιες γραίες
βασανισμένες και άτυχες
με ήθος ανδρικόν
– εξηκονταετείς σχεδόν –

Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα
κι άλλη μια, η θεια-Σκεύω
βαρδιανός μες στα Σπόρκα
να ’ναι σιμά στον γιο της
στο Λοιμοκαθαρτήριο.

Και τέλος
του αρκεί ένας ύπνος αιώνιος
όπως αυτός μες στα ποιήματα
– ενίοτε κατοπτρικός
και πάντα λασπωμένος –
λες και στοιβάζεται αργά
πάνω στο χιόνι χιόνι
σινδόνα και σάβανο μαζί
γ
ια να παραδοθούν
αγιασμένες και λευκές
στη νέα μέρα οι ψυχές
στεφανωμένες οι άμοιρες
την πιο πικρή τους γνώση
πως βεβαιότητα καμιά
σκοπό δεν το ’χει να μας χαριστεί
ολισθηρότητα καμιά
σκοπό δεν το ’χει να μας παρακάμψει.

Ένας βάλτος πριν κι ένα έλος μετά
θα ’ναι όλη κι όλη η σκηνογραφία·
ένας θάνατος εκ γενετής
και ένα πένθος αέναο
κάτω απ’ τα μάτια του Κριτού
του Παλαιού των Ημερών
του Τρισαγίου.

❀❀❀❀

v.ΣΕΛΑΝΙΚ Ι

Μητέρα ανύμφευτη
Εκείνοι που ήρθαν έφερναν
κι από έναν αριθμό...
Για την ακρίβεια
τον κουβαλούσαν πάνω τους
τον είχανε συνέχεια μαζί τους
όχι όμως όπως ένα φυλαχτό
αλλά όπως ένας ανάπηρος
το κομμένο του πόδι.

Εμείς το ’64
που φτάσαμε σ’ αυτό απ’ το ’55
με τη γαλάζια σκόνη του διωγμού
να κάθεται στα ρούχα μας
να ασπρίζει την ψυχή μας.

Εμείς
δεν ήμασταν ποτέ
ό,τι κοιτούσε ο καθρέφτης
μα μία Πόλη που έψαχνε
πόλη να κατοικήσει
με Εγνατία, με Ντεπό
με Βασιλίσσης Όλγας
με Υπερώο θαλασσινό
για να σταθούν επάνω του
Καρέλλη και Πεντζίκης.

– Όμως
εγώ δεν έχω τόπο να σταθώ...

– Σας είπαμε
εδώ είναι πια ο τόπος.

– Δεν έχω...
Βυθιζόμαστε
μπαίνουν νερά
στ’ αμπάρια του μυαλού μου
κι η μπάντα του Παπάφειου
πότε το «Μέγαν εύρατο...»
πότε το «Υπερμάχω...»

Νερά, πολλά νερά...

Τα πρόσωπά μας άδειασαν
κάτω απ’ την πάχνη
που μας στεφανώνει
η αρμονία των ίσκιων μας
σκυφτή μες στην ομίχλη
κι ο έρως προς το έσχατον
κοινή καταγωγή μας

αλλά και οι κήποι...
μια αλληγορία ορίζοντα
που δεν γεωμετρείται
λιμάνι εν πλήρη κινήσει και σιωπή
Βαρδάρης που ιερουργεί
πόρνη που δεν μεταμελείται.

Τώρα
στην προκυμαία με τους γερανούς
πυροτεχνήματα συλλέγει και υγρασία
δίσκους 78 στροφών
παλαιά πορτρέτα ένδοξα
που χάσαν την κορνίζα
μοιράζει σε άγνωστους φιλιά
πολλά φιλιά

μα πιο συχνά στα σκοτεινά
βαμβάκι και ιώδιο

για τ’ ανοιγμένο τραύμα.

❀❀❀❀

vi.ΣΕΛΑΝΙΚ ΙΙ
Η πυρκαγιά

Η πόλη υπήρχε απλώς για να χαθεί
να αντικατασταθεί από την έννοιά της
όταν θα αποφάσιζαν
κάποιοι να την αφηγηθούν
και να την καταγράψουν.

Μια ομορφιά ατάραχη
που απογυμνώνει και εκπορθεί
πράξη ερωτική κι απονενοημένη
σαγήνη που τρομοκρατεί
όπως η λέξη «λάμπα» στο σκοτάδι.

Ήμουν κι εγώ ένα απ’ αυτά
ήταν πολλά, ήμουν μικρή
κι όλα ήταν ξένα.
Κορίτσια με γαλάζιο νυχτικό
στις μύτες σηκωμένα
τις κάτω φράσεις του χρησμού
να προσπαθούν να φτάσουν.

Να γίνεσαι η επιστροφή
όταν η πυρκαγιά
θα σ’ απελευθερώνει
κι άλλοτε ευτέλεια μαγική
για ν’ αποσυντονίζεις.
Συνέργεια στην αιώρηση
και επίκληση σε πρώτο ενικό.

Άντε να ερμηνεύσεις!
Και να ’τανε μόνον αυτό;

Άχνιζε από μακριά κάποια παλιά πατρίδα
κι ας έμοιαζε αυτή εδώ
αγίασμα στα μάτια
– τρεις γουλιές νηστικός κάθε πρωί
να καταποντιστεί στα σωθικά
η κάψα του άλλου τόπου –

Και πώς αλλιώς;

Όταν η μυρωδιά σιμιγδαλιού
και η οσμή λεβάντας
χάνονται απ’ τα ρούχα σου
όταν πια δ ε ν υπάρχεις
επινοείς την κόχη σου
– αρχιτεκτονική εξοντωτική –
μισός μέσα στα όρια
μισός στην έξοδο κινδύνου.

– Και πώς ευθύνεστε εσείς
για το κακό;
– Ήτανε Αύγουστος
την προηγουμένη του Σωτήρος
κόντευε τρεις το μεσημέρι...
Μέναμε τότε σε ένα σπίτι από μπαγδατί
κάπου στο Μεβλεβί Χανέ
πάνω από την Κολόμβου
κι εγώ απλώς λιμπίστηκα
τηγανητές μελιτζάνες.
Παραμονές μεγάλης εορτής.
Πού να το φανταστώ...
Κάηκαν όλα!
Μέχρι κι ο Αϊ-Δημήτρης!

Έκτοτε
στην παραλία οι περιπατητές
βράδυ πρωί λυπούνται
μικραίνουν και συστρέφονται
σαν να διαβάζουν μια πληγή
κάπου πιο πάνω απ’ το στομάχι
και ύστερα
σε στάση προσευχής
στραμμένοι προς τα Κάστρα
ερήμους απαγγέλλουν δυνατά
για τους τροφίμους του Γεντί Κουλέ
και τους εκτελεστές τους.

Πράγματα ασήμαντα, φωσφορικά
που ξελογιάζουνε – όσο να πεις –
τους ξένους.

Η πολιτεία αυτή των ποιητών
με υαλικά στρωμένη
μπερδεύει επετείους και εορτές
δέντρα χριστουγεννιάτικα
στολίζει μες στο θέρος
και σημαιούλες χάρτινες
μοιράζει μες στο Πάσχα.

Είν’ η ρυμοτομία των ψυχών
εκείνο που την καθορίζει.

❀❀❀❀

vii.Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ

Εγώ είμαι αυτός που κρύβεται
πίσω απ’ την απουσία
τα βράδια ωστόσο κατοικώ
σ’ ένα χρυσωρυχείο.

Φοβάμαι το αιφνίδιο
τρέμω τα καλοκαίρια
μα πιότερο απ’ την ερημιά
η ασθένεια με πονά
των συμπτωμάτων.

Κλέβω χαρτονομίσματα
βιβλία διαβασμένα
κι από τα ρούχα ειδικά
αυτά που έχουν τσέπες.

Η απελπισία των χεριών
συχνά μ’ εξαναγκάζει
να μετατρέπομαι σε ηχώ
των άηχων βημάτων.

Των μεγαφώνων η σιγή
και η μελαγχολία
είναι απλώς η αφορμή
για τη λαθροχειρία.

Κυρίως νομίζω ευθύνεται
η σκοτεινή αγκαλιά μου.

Σας κλέβω μόνο την αφή
το άγγιγμα που αφήσατε
πάνω στις πορσελάνες
γιατί είν’ απόκρημνη η ζωή
δίχως το άλλο σώμα
και τελευταία πετάγομαι
κλαίω μέσα στον ύπνο.

Φιλάργυρος της αφαίρεσης
δανείζομαι το παρελθόν
γυρεύω οικογένεια
συλλέγω από απόγνωση
μεταξωτές αισθήσεις.

Κι όσο εγώ σώζομαι κρυφά
στις αμυχές της σάρκας
γίνεστε εσείς η υπογραφή
της άγραφης ζωής μου.
Γι’ αυτό σας λέω, πιστέψτε με:

Δεν είμαι κλέφτης, μα τυφλός
που βλέπει με τα χέρια...
Φάντασμα που ψαχουλεύει αμίλητο
να βρει δικαιολογίες
ν’ ακούσει γύρισμα κλειδιών
το άνοιγμα της πόρτας
ή μια προστακτική φωνή
να του φωνάζει

μείνε.

❀❀❀❀

viii.ΕΜΕΙΣ ΑΥΤΟΙ

Εκδοχή Α΄

Άλλοι χορεύουν με τα μάτια τους κλειστά
πάνω από μία πρόταση
– κύριας ή δευτερεύουσας κραυγής
δεν έχει σημασία –
αρκεί να υπαινίσσεται αποχαιρετισμό
ή να δηλώνει ήττα.

Εκδοχή Β΄

Άλλοι εγκαταλείπουν τις μεταφορές
και σκύβουν με αφοσίωση
πάνω από την αλήθεια.

(Εδώ αντηχεί σαρκαστικό
το γέλιο απ’ την πλατεία).

Αγωνιούν να φέρουν στο προσκήνιο
κάθε φορά μια πιο ολισθηρή εκδοχή της
να αναγγείλουν το άλλο φτεροκόπημα
που κατοικεί παμπάλαιο στη ραχοκοκαλιά
– εκ φύσεως αποδημητικό κι ανέκαθεν φοβισμένο –
να μιλήσουν χωρίς καμία συστολή
για ό,τι κωπηλατεί στο σύμπαν τους
νωχελικό αλλά κι ακαριαίο...

Ξέρουν
ότι μια κίνηση
ή μια ασήμαντη στιγμή αρκεί
να μαραζώσει η άνοιξη
τα τεθλασμένα είδωλα να συνθλιβούν
να ταραχτεί της φύσης τους η κλίση.

Καμιά φορά με νόημα χαμογελούν
όταν τους αναφέρουν για το αταίριαστο.

Θυμούνται...
λίγο το ρούχο που άνοιγε
λίγο ο γιακάς που στένευε
λίγο και το μανίκι που τραβούσε
τους έβαλε τότε σε υπόνοιες
μα πιο πολύ τους τάραζαν εκείνες οι καρφίτσες
που άλλαζαν θέση μόνες τους
λίγα λεπτά αφού τελείωνε η πρόβα.

Και τώρα πια
τι τους προτείνει το ένστικτο;

Χωρίς αγάπη
χωρίς μια τρικυμία ιδιωτική
όλα τα αχειροποίητα που τους αναλογούν
θα καταλήξουν σύμβαση και συνενοχή
μες στον αδιάφορο συνωστισμό
και στην ορθοστασία.

Πώς να το αγνοήσουν;

Άσε που τράβηξε πολύ η ανούσια καρτερία
για τις αόρατες κλωστές
που δήθεν θα έραβαν γι’ αυτούς
μια φορεσιά στα μέτρα τους
να μην τους παίρνουν για σαλούς
στα μπαρ, στις εκδρομές, στις διαλέξεις...

Το μόνο που απομένει τελικά
να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους.

Θα συλλαβίζουν δυνατά κι όλοι μαζί
την ίδια την απόδρασή τους.
Όλοι μαζί και δυνατά
α, όπως ανθός σε απόγνωση
νε, σαν ανορθόγραφη αποδοχή
μο, όπως μόλις και μετά βίας
σκα, όπως σκαρώνω επιτήδεια φυγή
και τέλος λα
έτσι για μια παραλλαγή
να μη φανεί ότι συνωμοτούν
αλλά πως τραγουδάνε.

Άντε, παιδιά...
Όλοι μαζί και δυνατά...
Να υφάνουμε την απόδραση
να την εγκαταστήσουμε
να γίνουμε για μια φορά κι εμείς
το σπίτι κι η γωνία του
κι η αράχνη που υφαίνει τον ιστό της
και που τον ανεβαίνει
να τον ανέβουμε
να ανεβούμε.

Όλοι μαζί και δυνατά...
Να ανεβεί κι ο τελευταίος...

Να τους ξεφύγουμε.

❀❀❀❀

ix.ΠΟΙΗΤΕΣ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ
ή
ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Και βέβαια
δεν διέπλευσαν τους ωκεανούς
ούτε συνέλεξαν ποτέ ιζήματα πυθμένα
μέχρι την ώρα που άκουσαν
για τις φθορίζουσες σκιές
που τις διεγείρει εύκολα η ακτινοβολία
για τη ναυτία των παλιρροιών
και των φυκιών τις επικίνδυνες ανθήσεις
για συσκευές που θύμιζαν
παλιό ρολόι κούκο
και που κατέγραφαν μ’ αυτές
τη στάθμη της αλήθειας

(χαλάνε τελευταία συνεχώς
κι άπατα μες στα ποιήματα
πηγαίνουνε τα λόγια)

και έκτοτε προσάραξαν
στο σπίτι τα ναυάγια
ένας σταθμός παρακολούθησης πλωτός
κατέλαβε τους χώρους εργασίας
κι οι δειγματοληψίες του αιωρούμενου κενού
μπήκαν στο μικροσκόπιο.

Τι είν’ αυτό
που επαίρεται και κλαίγεται συγχρόνως;
Τι σπινθηροβολεί κι αμφισβητεί
και στη βροχή τρομάζει;
Τι φλέγεται;
Τι ψεύδεται;
Τι διάτρητο κρυώνει
κι εμπρός μας συνωμοτικά
ρίχνει τα αντικλείδια
τα θαυμαστά να μας φανερωθούν
τα τρομερά να λάμψουν;

❀❀❀❀

x.Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΡΧΟΜΕΝΗΣ

Ανήκω στα φυτά
της οικογένειας των εβενοειδών...
Ουδέποτε εξαγνίζομαι
μονάχα αποξεχνιέμαι
σκοντάφτω πριν φανερωθώ
και στη σκηνή
διά θαλάσσης ανεβαίνω.

Ανέγγιχτη και τρυφερή
ανεξιλέωτη και παγωμένη
σκορπάω ίχνη με γραφές
που δεν μιλιούνται πια
κυλώ μέσα στις φλέβες μου
τη βραδινή πομπή των διαμελισμένων
κι αφήνω αδικαίωτη τη σάρκα
να ραγίζει.

Απ’ τον καιρό που ειπώθηκε η έρημος
ακέραιη εκπλήρωσα
την καθ’ ημέραν θλίψη
τη μεταμφίεσα σε μουσική
τραύλισμα που μ’ αγρίευε
και μ’ έσωζε συγχρόνως...

Α, η άχαρη δωρεά της ομορφιάς
κι η άνιση πληρωμή της
εικονοστάσι αδειανό
απ’ τ’ αναθήματά του
τρομαχτικό εξαπτέρυγο
που αυτοπυρπολείται...

Ωστόσο αντιστάθηκα.
Με χίλιους τρόπους άντεξα
την όποια εκπαίδευσή μου
ως και λευκή σημαία κούνησα
για να πειστούν ότι εγκαταλείπω.

– Μη μ’ αγκαλιάζεις
άφησέ με χιονισμένη
άσε με να συντηρηθώ
μέσα στην τέλεια ψύξη
να συνεχίσω αγόγγυστα να ζω
με ακίδες μες στο αίμα...

Μα τώρα που κάτι άστραψε
μέσα στη μαύρη οθόνη
πώς θα διέλθω διάφανη
τέτοιον αποκλεισμό;
Πώς θα επιστρέψω τελικά
το ακριβές σκοτάδι;

Έχω διαγραφεί
– να φανταστείς –
κι απ’ τους αγνοημένους...

Επείγει η επάνοδος!

Το έργο που δεν έπαιξα
αιφνίδια κατεβαίνει...

❀❀❀❀

xi.ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ

Πλέουν τα σώματα
ματαιωμένα κι ακριβά
μες στην ανάμνηση του σχήματος
που πια δεν είναι.
Ανεξημέρωτες φωνές φωταγωγούν
με πυρκαγιές αγιάτρευτες
του τόπου το αδιαπέραστο
που δεν ιχνηλατείται.

Την ίδια στιγμή
στων σκοτεινών μουσείων τις αίθουσες
ανάβουνε ταυτόχρονα όλα τα γιασεμιά
τα πορτρέτα των περασμένων γυναικών
σπάζουν κατά σειρά τα κάδρα τους
μια δίκη αναβάλλεται
και νήματα ομίχλης
τυλίγουν στη νεφέλη τους
επίγειες και ουράνιες γραφές.

Η θάλασσα τότε ακινητεί
να αναγνωρίσει στις σχισμές
τον άλλο εαυτό της·
μια αναγνώριση άγνωστη
στα ως τώρα δάκρυά μας
μια αντοχή ευάλωτη
και μισοτελειωμένη

σαν βλέμμα εκ γενετής τυφλού
πάνω σε βάζο αδειανό
από την άνοιξή του

σαν αθωότητα
που το μυστήριο των πληγών
βέβαιη παρακάμπτει
και εισέρχεται ανίδεη
στον βουλιαγμένο κήπο
εισέρχεται
διεκδικεί
κι αρνείται να πενθήσει.

Μη φοβηθείς...

Η γενναιότητα του ίλιγγου
ουδόλως απελπίζεται.
Έχει και η πληρότητα

τη διαβάθμισή της.

❀❀❀❀

xii.ΤΟ ΠΡΟΣΧΗΜΑ

Ένα κορίτσι που σκύβει και αφαιρεί
το πετραδάκι απ’ το σανδάλι του
δεν είναι παρά ένα πρόσχημα

για να ανθήσουν οι σιωπές του φράχτη
να μεταμεληθεί ο θάνατος
για τη συγκομιδή του
μενεξεδένιες λέξεις να απλωθούν
να σκεπαστεί η άβυσσος.

Όπως και να ’χει
τα στάχυα θα είναι πάντα κίτρινα
το κόκκινο ποδήλατο θα διασχίζει αμέριμνο
τη λύπη του απογεύματος
κι η άνοιξη με το σημαδεμένο γόνατο
θα παίρνει τις κατηφοριές
να σκίσει τα χρεόγραφα
να φέξει με το αίμα της
το άναυδο της στάχτης των σωμάτων.

Κάπως έτσι προχωρημένα μεσάνυχτα
κυλάει ο υδράργυρος
ενώνονται τα θραύσματα ανίατων εποχών
ψιχαλίζει το νόημα της άλλης γραφής
πάνω από τα σεντόνια

που δεν κατατείνει ούτε προέρχεται
μα αέναα προεκτείνεται και διαγράφει
που δεν οικτίρει ούτε χλευάζει
μονάχα σβήνει και ακυρώνει
και διαγράφει και πετά
και τσαλακώνει και πετά
και σκίζει...

Για ν’ απομείνει μόνο αυτή.
Σαν δόξα ξημερώματος.
Η άχραντη
βελούδινη γυμνότητα.

❀❀❀❀

xiii .ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΣΩΣΗΣ

Χτυπώ τον χρόνο για να μπω
τη γυάλινή του συγκατάθεση γυρεύω
μήπως στεριώσει τούτη τη φορά
η επιστροφή στην ξενιτιά
μα δεν αναγνωρίζω τ’ όνομά μου
ο αρχαίος τρόμος διέρχεται από τις αμυχές
κι αρνούμαι, αντιστέκομαι
το ρίγος να κατανοήσω
τυφλή κι αποχρωματισμένη
με την ηχώ γαμήλιων αποχαιρετισμών
κύκλους να κάνει γύρω μου
λες και το χάος ορίζεται
αν παρατηρηθεί.
Να ξεγλιστράς
αυτό μονάχα σώζει
φύλλα ευκαλύπτου να εισπνέεις
και σε υδάτινους ναούς
τις ρίζες σου ν’ απλώνεις
«τον νυμφώνα σου βλέπω...»
κι αν δεις να κλαίει το παιδί
κράτησε την ανάσα σου
τραγούδησέ του ημερομηνίες παλιές
βοήθα το απ’ την κορνίζα να κατέβει
βάλ’ το λέξεις αποδημητικές να συλλαβίσει
μην το ακούς
«και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ...»
οι πιθανότητες είναι αρκετές
– να του εξηγήσεις –
κάποιος να σε προλάβει και
πού θα πας νυχτιάτικα, μείνε εδώ, να πει
κι άλλωστε πόσο κρατάει η ζωή
αύριο χωριζόμαστε.



Bιογραφικά στοιχεία 

Η Ευτυχία - Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο, κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη και ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ. Διδάσκει δημιουργική γραφή στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο.
Παράλληλα με την ποίηση ασχολείται με το δοκίμιο, με δημοσιεύσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους.
Έχει εκδώσει εφτά ποιητικές συλλογές:
Λυπημένες μαργαρίτες (εκδ. Εγνατία, 1986)
Το τρίπτυχο του φέγγους (1993)
Εν τη ρύμη του νόστου (εκδ. Αρμός, 1999)
Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (εκδ. Καστανιώτη, 2004)
Όροφος μείον ένα (εκδ. Καστανιώτη, 2008, β΄ έκδ. 2009)
Το επιδόρπιο (εκδ. Κέδρος, 2012, γ΄ έκδ. 2013). Το επιδόρπιο ήταν υποψήφιο για το
Κρατικό Βραβείο
Αφόρετα θαύματα (εκδ. Κέδρος, 2017)
Έχει εκδώσει τα μελετήματα:
Εν αναμονή (Συμμετοχή στον συλλογικό τόμο «Ακροατής Οριζόντων Προσεγγίσεις
στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη»), (εκδ. Γαβριηλίδης 2004)
Συρραπτική του Προσώπου - Επίσκεψη στην ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη (εκδ. Νέος
Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012)
Πέραν της γραφής - Δοκίμια για την ποίηση (εκδ. Κέδρος, 2015)
Υπό έκδοση:
Πέραν της γραφής II, δοκίμια κριτικής (εκδ. Κέδρος)
Στους πίσω κήπους μίας λέξης, δοκίμια κριτικής, (εκδ. Ρώμη)
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά,
ισπανικά, αλβανικά, βουλγαρικά και περιέχονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης,
όπου διετέλεσε Γεν. Γραμματέας, και του Κύκλου Ποιητών


Κριτική 


Στέλλα ΒοσκαρίδουΕισαγωγή σ’ έναν «ιδιότυπο μοντελισμό»: «Να συγχαρούμε τους νεκρούς;», Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Γιώργος ΔελιόπουλοςΕν αναμονή του θαύματος, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Διώνη ΔημητριάδουΤο «πριν» και το «μετά» της ποίησης. Σκέψεις πάνω στην ποιητική της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Καλλιόπη ΕξάρχουΑφόρετα θαύματα, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Σωτηρία Καλασαρίδου«Σε τόνο μινόρε ο έρωτας», Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Βαλεντίνη ΚαμπατζάΗ μαγευτική κατάδυση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου στα άδυτα της ποίησης και του έρωτα ως μια πράξη αντίστασης και ανατροπής, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Ηλίας ΚεφάλαςΣύντομες νύξεις για την ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Νένα ΚοκκινάκηΣκέψεις για την ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου με αφορμή την ποιητική της συλλογή Αφόρετα θαύματα, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Θωμάς ΚοροβίνηςΟι πόλεις μου με κατατρέχουν, «Σελανίκ Ι» και «Σελανίκ ΙΙ». Σημειώσεις πάνω σε δυο ποιήματα από τη συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου Αφόρετα θαύματα, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Ζέτα ΚουντούρηΤο παράδοξο στην ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Μαρία ΛιτσαρδάκηΑπό τη ρυμοτομία της ψυχής στη ρυμοτομία της γραφής, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Στέλιος ΜαφρέδαςΝα μεταμεληθεί ο θάνατος για την συγκομιδή του. Εσχατολογικές ανιχνεύσεις στην ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Αλεξάνδρα ΜπακονίκαΑφόρετα θαύματα, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Στυλιανή ΠαντελιάΠολλαπλή προοπτική του θαύματος, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Δήμος ΧλωπτσιούδηςΗ σκηνική πολυεδρικότητα στην ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, Περιοδικό "Ο Σίσυφος", τχ. 15, Νοέμβριος 2018

Κλαίτη ΣωτηριάδουΟ μίτος του θήτα, Περιοδικό "Ποιητική", τχ. 20, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2017


Κώστας ΠαπαγεωργίουΑφόρετα θαύματα, Περιοδικό "Τα Ποιητικά", τχ. 28, Δεκέμβριος 2017

Βικτωρία ΚαπλάνηΑφόρετα θαύματα, Περιοδικό "Θευθ", τχ. 6, Δεκέμβριος 2017

Κλεοπάτρα ΛυμπέρηΑφόρετα θαύματα, Περιοδικό "Κοράλλι", τχ. 14, Δεκέμβριος 2017














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου