Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Μιχαήλ Μπακούνιν ( 14 Μαΐου 1814 – 1 Ιουλίου 1876 )


«Το πρόβλημα δεν έγκειται σε κάποια συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης, αλλά στην ίδια την ύπαρξη της ίδιας της κυβέρνησης».


Από τη ζωή και το έργο του Μιχαήλ Μπακούνιν

Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς*

α΄. Βιογραφικά

Ὁ Μιχαήλ Ἀλεξάντροβιτς Μπακούνιν γεννήθηκε πρίν ἀπό διακόσια χρόνια, τό 1814, στό χωριό Πριαμούκινο, σέ μία παλαιά ἀριστοκρατική οἰκογένεια[1]. Ὁ πατέρας τοῦ Μιχαήλ ἦταν διπλωμάτης, θαυμαστής μέν τοῦ Ρουσσώ, ἀλλά καί συντηρητικῶν πολιτικῶν ἀπόψεων[2]. Στήν σύντομη αὐτοβιογραφική του ἀναφορά γιά τά χρόνια 1815-1840, ὁ Μπακούνιν σημειώνει ὅτι ὁ ἴδιος καί τά ἀδέλφια του «λάτρευαν περισσότερο τόν πατέρα τους πού ἦταν γεμᾶτος καλωσύνη»[3]. Ἰσχυρίζεται δέ ὁ ἴδιος ὁ Μιχαήλ ὅτι κατά τά χρόνια αὐτά δέν ἔλαβε κάποια ἰδιαίτερη θρησκευτική ἐκπαίδευση, ἐνῶ ὡς πρός τόν χαρακτῆρα του ἦταν «σκεπτικιστής παρά πιστός, ἤ μᾶλλον ἀδιάφορος»[4].

Ὕστερα ἀπό τήν σύντομη στρατιωτική του καριέρα (1828-1832), μεταβαίνει ὁ Μπακούνιν στήν Μόσχα ὅπου ἐντάσσεται στόν λεγόμενο «κύκλο τοῦ Στάνκιεβιτς», μέ τήν βοήθεια τοῦ ὁποίου ἀνακαλύπτει τήν γερμανική φιλοσοφία.

Τό πρῶτο κείμενο τοῦ Μπακούνιν εἶναι ἡ μετάφραση (1836) τῆς πραγματείας Einige Vorlesungen über dieBestimmung des Gelehrten (1794) τοῦ Γ. Φίχτε (1726-1814)[5]. Ἀκολουθεῖ ἡ μετάφραση τῶν Γυμνασιακῶν Λόγων τοῦ Γκ. Χέγκελ (1770-1831), ἡ ὁποία δημοσιεύθηκε τό 1838 στήν περιοδική ἔκδοση «Ὁ παρατηρητής» τοῦ Β. Μπελίνσκι (1811-1848)[6].

Τό 1840 ἐγγράφεται στό πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου ὅπου παρακολουθεῖ μαθήματα φιλοσοφίας. Τήν ἴδια χρονιά δημοσιεύει τό ἄρθρο «Περί τῆς φιλοσοφίας», ὅπου ἐπιχειρεῖ νά ὁρίσει τό ἀκριβές περιεχόμενο τοῦ ὅρου. Γράφει, χαρακτηριστικά, ὁ Ρῶσσος φιλόσοφος ὅτι «ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει τήν ἱκανότητα νά σκέπτεται πράγματι καί πού ἀσχολεῖται οὐσιαστικῶς μέ τήν φιλοσοφία, δέν μπορεῖ νά ἔχει ἐπιφανειακή σκέψη καί ποτέ δέν θά εἶναι ἄθεος καί ἀερολόγος φιλελεύθερος. Τό πρῶτο πραγματικό βῆμα στήν σφαῖρα τῆς ἀληθινῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς ὁποιασδήποτε ἐπιφανειακῆς σκέψεως: μέσα ἀπό τήν σταδιακή ἐξέλιξή της ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νά πέσει σέ μονομερή σκέψη, στήν ἀφαίρεση, ὅμως ὁ σκοπός της εἶναι πάντοτε σημαντικός, εἶναι πάντοτε διαποτισμένος ἀπό ἀγάπη γιά τήν ἀλήθεια: μία τέτοια φιλοσοφία δέν θά εἶναι ποτέ ἄθεη καί ἀναρχική, διότι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς καί τῆς κινήσεώς της συνίσταται στήν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ αἰωνίου»[7]. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ τοποθέτηση αὐτή ἀνήκει στήν ἐποχή τῆς λεγομένης «δεξιᾶς ἑγελιανῆς φάσης του»[8]. Μάλιστα σ' ἕνα ἄλλο ἄρθρο αὐτῆς τῆς περιόδου ὁ Μπακούνιν παρουσιάζει τήν «Φαινομενολογία τοῦ Πνεύματος» τοῦ Χέγκελ[9].

Ἀκολουθεῖ ἡ περίοδος τῆς ἐντάξεως τοῦ Μπακούνιν στήν λεγόμενη «ἑγελιανή ἀριστερά», ἡ ὁποία «ἀπορρίπτει κάθε τάση συμβιβασμοῦ τῆς φιλοσοφίας μέ τό πρωσσικό κράτος»[10]. Τό ἄρθρο πού δείχνει ἀκριβῶς τήν ἐξέλιξη τοῦ Μπακούνιν, εἶναι «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» (1842). Ὁ Μπακούνιν ὑπογράφει τό κείμενο μέ τό ψευδώνυμο JulesÉlyzard[11], ἐνέργεια μέ τήν ὁποία, κατά μία ἄποψη, «ὑπογράμμιζε μᾶλλον μιά ἐσωτερική στροφή πρός τούς Γάλλους, τή στιγμή πού σάν χεγκελιανός τῆς ἀριστερᾶς προσπαθοῦσε νά συμπληρώσει τή φιλοσοσφική ἐλευθερία, κατάκτηση τῆς γερμανικῆς σκέψης, μέ τήν πολιτική καί κοινωνική ἐλευθερία, προσφιλή στόν γαλλικό σοσιαλισμό»[12].

Ἐάν γίνει δεκτό ὅτι ἡ ἑγελιανή ἀριστερά «ἔδωσε τήν σαφῶς ἐπαναστατική στροφή στή χεγκελιανή διαλεκτική»[13], τότε μπορεῖ νά κατανοηθεῖ τό γεγονός ὅτι μεταξύ τῶν ἐτῶν 1848-1874 ἡ ζωή τοῦ Μπακούνιν πλαισιώνεται ἀπό τήν συμμετοχή του σέ ἐξεγέρσεις (στήν Δρέσδη, στήν Λυών καί στήν Μπολώνια), ἀπό φυλακίσεις (στό φρούριο Πετροπαυλόφσκ) καί ἐξορίες (στήν Σιβηρία κ.ἄ.). Μέ ἄλλα λόγια, πρόκειται γιά τήν περίοδο τῆς ἔντονης ἐπαναστατικῆς δράσεως τοῦ Μπακούνιν. Ἔχει γενικότερα σημειωθεῖ ὅτι στά χρόνια αὐτά «ὁ Μπακούνιν πέρασε ἀπό τήν θρησκεία στόν ἀθεϊσμό καί ἀπό τά σχέδια γιά μία πανσλαβική ὁμοσπονδία στήν ἀναρχία»[14].

Μεταξύ τῶν κειμένων πού παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, θά ἀναφερθεῖ ἡ Ἐξομολόγηση (1851)[15], ἕνα ἐνδιαφέρον κείμενο πού ἔγραψε ὁ φυλακισμένος Μπακούνιν κατόπιν ''προτάσεως'' τοῦ Τσάρου Νικολάου Α΄.

Ἀργότερα, τό 1871, γράφει τό Ἡ Κνουτο-Γερμανική αὐτοκρατορία καί ἡ κοινωνική ἐπανάσταση, τό ὁποῖο περιληφθεῖ στόν ΙΙΙ τόμο τῆς πρώτης γαλλικῆς ἐκδόσεως τῶν Ἔργων τοῦ Μπακούνιν (1908)[16].

Τό 1872 στό συνέδριο τῆς Α΄ Διεθνοῦς στήν Χάγη ὁ Μπακούνιν διαφωνεῖ μέ τόν Κ. Μάρξ (1818-1883). Ἄν καί ὁρισμένες ἐργατικές Ὁμοσπονδίες βρίσκονται ἰδεολογικά ἴσως κοντά στόν Μπακούνιν[17], ὁ Μάρξ κατορθώνει νά τόν ἀποπέμψει ἀπό τήν Α΄ Διεθνῆ, πρᾶγμα πού ἐπηρεάζει συνολικά τό παγκόσμιο ἐργατικό κίνημα. Ἐπί τοῦ προκειμένου εἶναι μᾶλλον ὀρθότερη ἡ ἄποψη ὅτι «στή διαμάχη αὐτή, πού ἀντικείμενό της εἶναι ὁ ἔλεγχος τῆς ὀργάνωσης, δηλαδή τοῦ διεθνοῦς ἐργατικοῦ κινήματος, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ δύο πρωταγωνιστές ἔπεσαν σέ σφάλματα»[18]. Ὡστόσο, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Μάρξ καί ὁ Φρ. Ἔνγκελς (1820-1895) ὀργάνωσαν μία συκοφαντική ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ Μπακούνιν, κατηγορώντας τον ἀκόμη καί ὡς «πράκτορα τῆς ρωσσικῆς κυβερνήσεως». Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Nettlau (1865-1944), ὁ Μάρξ καί ὁ Ἔνγκελς «ἐνήργησαν μέ αὐτήν τήν ἀσυνήθιστη ἔλλειψη ἐντιμότητας πού εἶναι χαρακτηριστικό γνώρισμα ὅλων τῶν πολεμικῶν τους βασιζόμενοι σέ ἀνεπαρκῆ στοιχεῖα, τά ὁποῖα, ὅπως συνήθιζαν, συμπλήρωσαν αὐθαίρετα γιά νά τά καταστήσουν ἀληθοφανῆ στούς ὀπαδούς τους, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἦταν ἐλεεινά παραμορφωμένα, λανθασμένα καί ἀνακριβῆ»[19].

Παρενθετικῶς θά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Μπακούνιν, παρά τήν διαφωνία του μέ τόν Μάρξ, ἀνεγνώριζε τήν «ἀνωτερότητά του σέ φιλοσοφικό καί ἐπιστημονικό ἐπίπεδο»[20]. Μάλιστα εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι παλαιότερα, πρό τῆς συγκρούσεως τους, ὁ Μπακούνιν εἶχε μεταφράσει τό «Κομμουνιστικό μανιφέστο» γιά τήν ἐφημερίδα τοῦ Ἀλεξ. Χέρτζεν (1812-1870), ἐνῶ εἶχε ἀρχίσει νά μεταφράζει καί τό «Κεφάλαιο», μετάφραση ἡ ὁποία πάντως δέν ὁλοκληρώθηκε ποτέ[21].

Τό 1873 ὁ Μπακούνιν γράφει τό Κρατισμός καί ἀναρχία, τό ὁποῖο εἶναι ἕνα συνθετικό ἔργο, μέ ἱστορικές ἀναφορές στίς διακυβερνήσεις τῆς Γερμανίας, τῆς Γαλλίας καί τῆς Ρωσσίας κατά τόν 19ο αἰ. καί σχετικές συγκρίσεις[22], ἀλλά καί μέ κριτικές τοποθετήσεις τοῦ Μπακούνιν ἀπέναντι στήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ καί τοῦ Μάρξ[23]. Σέ ὁρισμένα σημεῖα[24] τό ἔργο αὐτό περιέχει ἐπαναλήψεις τοῦ ἔργου Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, πού ἔχει δημοσιευτεῖ τό 1871. Καί στήν «Παρισινή κομμούνα» ὁ Μπακούνιν προσεγγίζει κριτικά τό ζήτημα τῆς Διεθνοῦς[25] καί τίς περί ἐπαναστάσεως καί κράτους ἀπόψεις τοῦ Μάρξ[26], ἐνῶ ὁριοθετεῖ τόν σκοπό τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τῶν ἀναρχικῶν, ὁ ὁποῖος συνοψίζεται στήν ἔκφραση «ὀργάνωση τῆς ἀλληλεγγύης στόν οἰκονομικό ἀγῶνα ἐνάντια στόν καπιταλισμό»[27]. Ἄς λεχθεῖ, παρενθετικά, ὅτι ἀρκετά νωρίς, στήν Ἐξομολόγηση, ὁ Μπακούνιν κάνει λόγο γιά τήν «ἀναγκαιότητα τῆς ἐπαναστάσεως στήν Ρωσσία»[28], ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος παραδέχεται ὅτι «γνωρίζει ἐλάχιστα τήν Ρωσσία»[29].

Εἶναι ἀξιοσημείωτη ἡ συγκριτική ἀναφορά στόν Μάρξ καί στόν ὁραματιστή τῆς ἑνωμένης Ἰταλίας Τζ. Ματσίνι (1805-1872) πού ἐπιχειρεῖ ὁ Μπακούνιν στήν «Παρισινή κομμούνα»: «Ἀνάμεσα στόν Μάρξ καί στόν Ματσίνι ὑπῆρχε πάντα μία τεράστια διαφορά κι αὐτό ὁπωσδήποτε εἶναι πρός τιμήν τοῦ Ματσίνι. Ὁ Ματσίνι ὑπῆρξε ἕνας φανερά εἰλικρινής καί φλογερός πιστός. Λάτρευε τόν Θεό του, στόν ὁποῖο ἀφιέρωσε ὅ,τι σκεπτόταν, αἰσθανόταν ἤ ἔκανε. Σέ σχέση μέ τόν προσωπικό του τρόπο ζωῆς, ἦταν ὁ πιό ἁπλός ἄνθρωπος, ὁ πιό μετριοπαθής, ὁ πιό ἀνιδιοτελής. Ἀλλά γινόταν ἄκαμπτος, ὀργισμένος, ὅταν κάποιος πρόσβαλε τό Θεό του. Ὁ κύριος Μάρξ δέν πιστεύει στό Θεό, ἀλλά πιστεύει βαθειά στόν ἑαυτό του. Ἡ καρδιά του εἶναι γεμάτη ὄχι μέ ἀγάπη ἀλλά μέ μνησικακία ... Ὁ Ματσίνι ἤθελε νά ἐπιβάλλει στήν ἀνθρωπότητα τόν θεϊκό παραλογισμό· ὁ κύριος Μάρξ προσπαθεῖ νά ἐπιβάλλει τόν ἑαυτό του. Προσωπικά δέν πιστεύω σέ κανένα, ἀλλά ἄν ἤμουν ἀναγκασμένος νά διαλέξω, θά προτιμοῦσα τό Θεό τοῦ Ματσίνι»[30]. Μέ ἀφορμή τήν προσωπικότητα τοῦ Ματσίνι ὁ Μπακούνιν, στό Θεός καί Κράτος, διατυπώνει τήν ἄποψη ὅτι «ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπίσης μεγάλους ἀνθρώπους, ἁγίους ἀνθρώπους, πού πραγματικά ἐφάρμοσαν ἤ πού τουλάχιστον προσπάθησαν μέ πάθος νά ἐφαρμόσουν αὐτά πού κήρυσσαν καί πού οἱ καρδιές τους, ξεχειλίζοντας ἀπό ἀγάπη, δέν ἔκρυβαν παρά μόνον περιφρόνηση γιά τίς ἡδονές καί τ' ἀγαθά τοῦ κόσμου»[31]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ Μπακούνιν εἶχε ἀσκήσει αὐστηρή κριτική στόν Ματσίνι, ὅταν εἶχε γράψει ὅτι «στό βάθος τοῦ ἐπαναστατικοῦ προγράμματος τοῦ Ἰταλοῦ πατριώτη ὑπάρχει μία ἀρχή κατ' οὐσίαν ἐσφαλμένη ... Εἶναι ἡ ἀρχή ἑνός ἰδεαλισμοῦ συγχρόνως μεταφυσικοῦ καί μυστικοῦ ... Εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἡ λατρεία τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ἐξουσίας, εἶναι ἡ πίστη στόν μεσσιανικό προορισμό τῆς Ἰταλίας ... Εἶναι τό πολιτικό πάθος τοῦ μεγαλείου καί τῆς δόξας τοῦ Κράτους, θεμελιωμένων πάνω στήν φτώχεια τῶν λαῶν»[32]. Εἶναι βέβαιο ὅτι στήν κριτική του ὁ Μπακούνιν εἶχε ὑπ' ὄψιν του τήν παλαιότερη τοποθέτηση τοῦ Μ. Στίρνερ (1806-1856) ὅτι «τό Κράτος παίζει τόν ἴδιο κυριαρχικό ρόλο μέ τήν Ἐκκλησία»[33]. Ἄς προστεθεῖ ἐπίσης ὅτι τίς ἴδιες κατηγορίες εἶχε ἀπευθύνει ὁ Μπακούνιν καί πρός τόν Γάλλο ἀναρχικό Προυντόν (1809-1865): «Ὁ Προυντόν, παρ' ὅλες τίς προσπάθειες πού ἔκανε νά πατήσει πάνω στό συγκεκριμένο, παρέμεινε ἰδεαλιστής καί μεταφυσικός»[34].

Ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν πεθαίνει τό 1876 στήν Βέρνη.

Λίγο ἀργότερα, τό 1882, ἐκδίδεται τό ἔργο τοῦ Μπακούνιν Θεός καί κράτος[35] ὅπου εἶναι ἐμφανής ὁ μαχόμενος ἀθεϊσμός[36] του. Στό σημεῖο αὐτό θά ὑπομνησθεῖ μία χαρακτηριστική προσέγγιση σχετικά μέ τήν θρησκεία τήν ὁποία εἶχε διατυπώσει παλαιότερα ὁ Μπακούνιν στήν «Ἀντίδραση στήν Γερμανία»: «Πρέπει νά δράσουμε ὄχι μόνο πολιτικά ἀλλά καί θρησκευτικά μέσα στήν πολιτική μας. Αὐτό σημαίνει νά ἔχουμε σάν θρησκεία μας τήν ἐλευθερία, πού ἡ μόνη αὐθεντική ἔκφρασή της εἶναι ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀγάπη. Ναί, γιά μᾶς –πού θεωρούμαστε ἐχθροί τῆς χριστιανικῆς θρησκείας- καί μόνο σέ μᾶς μένει αὐτό τό ἔργο πού τό θεωροῦμε ὕψιστο χρέος: νά ἀσκοῦμε οὐσιαστικά τήν ἀγάπη ἀκόμα καί στίς πιό λυσσαλέες μάχες μας, αὐτήν τήν ἀγάπη πού εἶναι ἡ ὕψιστη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀληθινή ἀρχή τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανισμοῦ»[37]. Εἶναι εὐνόητο ὅτι ὁ Μπακούνιν ἀνήκει στούς ἐχθρούς τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, καί βεβαίως τοῦ ἴδιου τοῦ χριστιανισμοῦ (ἰδιαιτέρως δέ ὑπό τήν ρωμαιοκαθολική καί τήν προτεσταντική ἐκδοχή του), πλήν ὅμως ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὑπάρχει καί ὁ ἀληθινός χριστιανισμός, ἐν ἀντιθέσει προφανῶς πρός τόν χριστιανισμό ὁ ὁποῖος ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τίς γνήσιες διαστάσεις του. Παλαιότερα ὁ σπουδαῖος Ἱστορικός τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας Β. Zenkovsky (1881-1962) εἶχε παρατηρήσει ὅτι στόν Μπακούνιν βρίσκουμε «μία λαϊκή θρησκευτική συνείδηση πού ἀναπτύσσεται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας»[38]. Πρός στήριξη αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας ὑπενθυμίζω ὅτι γιά τόν Μπακούνιν «ὁ ἄνθρωπος εἶναι θρῆσκος ἀπό τήν φύση του, εἶναι ὅπως ὅλα τά ἄλλα ζῶα- ἀλλ' αὐτός μόνο, πάνω σ' αὐτή τή Γῆ, ἔχει συνείδηση τῆς θρησκείας του»[39]. Ὀρθῶς προσθέτει ὁ Ρῶσσος ἀναρχικός ὅτι «ἡ εὐσέβεια, ὅσο κι ἄν δικαιολογεῖται, δέν θά πρέπει ποτέ νά μεταβληθεῖ σέ εἰδωλολατρεία»[40].

Ὡστόσο, καί γιά τήν ἀκρίβεια, ἡ πολεμική κατά τῆς θρησκείας ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν εἶχε ἀρχίσει νωρίτερα, κατά τό 1867, ὅταν εἶχε συντάξει (ἀλλά δέν ἐξέδωσε) τό ἔργο «Φεντεραλισμός–σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός». Ἐπί τοῦ προκειμένου θά σημειωθοῦν δύο γνωστοί συλλογισμοί τοῦ Μπακούνιν: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι δοῦλος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι εὐφυής, δίκαιος, ἐλεύθερος, ἄρα ὁ Θεός δέν ὑπάρχει»[41]. Καί ἐπίσης: «Ὁ Θεός ὑπάρχει, ἄρα δέν ὑπάρχουν φυσικοί νόμοι καί ὁ κόσμος παρουσιάζει ἕνα χάος. Ὁ κόσμος δέν εἶναι καθόλου χάος, εἶναι διατεταγμένος ἀπό μόνος του, ἄρα δέν ὑπάρχει Θεός»[42]. Εἶναι προφανές ὅτι καί τά δύο συμπεράσματα τοῦ Μπακούνιν εἶναι αὐθαίρετα, ἀφοῦ δέν προκύπτουν κατά λογική ἀκολουθία ἀπό τίς συγκεκριμένες προκείμενες.

Παράλληλα μέ τήν κριτική ἐναντίον τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου, ὁ Μπακούνιν ἀσκεῖ δριμύτατη κριτική καί κατά τοῦ κράτους καί τοῦ κρατισμοῦ. Γιά παράδειγμα, στήν «Παρισινή κομμούνα τοῦ 1871» ὁ Ρῶσσος ἐπαναστάτης διακηρύσσει ὅτι «εἴμαστε (ἐνν. οἱ ἀναρχικοί) ἐχθροί τοῦ Κράτους καί κάθε μορφῆς κρατισμοῦ ... Εἴμαστε ἐχθροί κάθε Κυβέρνησης καί κάθε Κρατικῆς ἐξουσίας καί Κυβερνητικῆς ὀργάνωσης γενικά. Νομίζουμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι θά μποροῦν νά ὀργανωθοῦν ἀπ' τή βάση πρός τά πάνω σ' ἐντελῶς ἐλεύθερες καί ἀνεξάρτητες ἑνώσεις χωρίς τόν Κυβερνητικό Πατερναλισμό, ἄν κι ὄχι χωρίς τήν ἐπίδραση μιᾶς ποικιλίας ἐλεύθερων ἀτόμων καί κομμάτων»[43]. Πάντως ὁ Μπακούνιν εἶχε ἐκφράσει πολύ νωρίς τίς ἐπιφυλάξεις του ἀπέναντι στήν λεγόμενη «κοινοβουλευτική δημοκρατία»[44]. Στό σημεῖο αὐτό μπορεῖ νά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ ὁ ὁποῖος διακηρύσσει ὅτι «κάθε κράτος εἶναι μία τυραννία, ἀκόμα κι ἄν εἶναι τυραννία τοῦ ἑνός ἤ τῶν περισσοτέρων»[45].

Θεωρεῖ δέ ὅτι οἱ μαρξιστές «ὅπως ταιριάζει σέ καλούς Γερμανούς, λατρεύουν τήν κρατική ἐξουσία καί εἶναι ἐπίσης ὑπερμαχοι τῆς κοινωνικῆς τάξης πού εἶναι θεμελιωμένη ἀπό πάνω πρός τά κάτω...»[46]. Ἀπό ἱστορικῆς πλευρᾶς, ἡ κριτική τῆς κρατικιστικῆς ἀντιλήψεως τῶν μαρξιστῶν ἐκ μέρους τοῦ Μπακούνιν ἀπεδείχθη προφητικά σωστή, ἐάν λάβει κανείς ὑπ' ὄψιν τόν συγκεντρωτικό καί αὐταρχικό χαρακτῆρα τοῦ σοβιετικοῦ κράτους μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917.

Σχετικά μέ τήν πολεμική γραφή τοῦ Μπακούνιν ὁ γνωστός διανοητής I. Berlin (1909-1997) εἶχε παρατηρήσει παλαιότερα ὅτι «τά ἐπιχειρήματά του ἐναντίον τῶν θεολογικῶν καί τῶν μεταφυσικῶν ἀντιλήψεων, οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον ὅλης τῆς δυτικῆς χριστιανικῆς παραδόσεως –τῆς κοινωνικῆς, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἠθικῆς- οἱ ἐπιθέσεις του ἐναντίον τῆς τυραννίας, τόσο τῶν Κρατῶν ὅσο καί τῶν τάξεων πού ἔχουν ἐξουσία, τῶν ἱερέων, τῶν στρατιωτῶν, τῶν γραφειοκρατῶν, τῶν δημοκρατικῶν ἀντιπροσώπων, τῶν τραπεζιτῶν, τῶν ἐπαναστατικῶν ἐλίτ, ἐκτίθενται μέ μία γλῶσσα πού παραμένει ἕνα πρότυπο εὔγλωττης πολεμικῆς πρόζας»[47].

Τό 1896 ἐκδίδεται ἡ Ἀλληλογραφία τοῦ Μπακούνιν. Ὁ ἐπιμελημένος τόμος περιλαμβάνει ἐπιστολές τῶν ἐτῶν 1860-1874 πρός τούς φίλους του Χέρτσεν καί Ὀγκάρεφ, μέ ἐκτενῆ εἰσαγωγή τοῦ Μ. Ντραγκομάνωφ[48].

β΄. Ἡ θέση τοῦ Μ. Μπακούνιν στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας

Ἔχουν κατά καιρούς διατυπωθεῖ ὁρισμένες ἀντιρρήσεις, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Μάρξ[49], ὅσον ἀφορᾶ τήν πρωτοτυπία τῆς φιλοσοφικῆς[50], ἀλλά καί τῆς κοινωνιολογικῆς[51], σκέψεως τοῦ Μπακούνιν. Εἶναι ἀκριβές ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν εἶναι ἕνα μεγάλο ὄνομα τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας -καί ποτέ δέν ζήτησε νά εἶναι»[52]. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν στό ἔργο του Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους διευκρινίζει χαρακτηριστικά: «Δέν εἶμαι οὔτε λόγιος, οὔτε φιλόσοφος, οὔτε κἄν ἐπαγγελματίας συγγραφέας»[53]. Ἡ ἀπόφανση αὐτή ἀποτελεῖ καί μία ἀπάντηση στήν διαπίστωση τοῦ Μ. Νettlau ὅτι «ὁ Μπακούνιν δέν γνώριζε τήν τέχνη τῆς σύνθεσης. Ἄν διαβάσει κανείς τά χειρόγραφά του, βλέπει πῶς ἀπό 'να γράμμα φτάνει νά βγάλει μιά μπροσούρα, ἀπό μιά μπροσούρα ἕνα τόμο»[54]. Θα ἔλεγα ὅτι ἀποτελεῖ μία ἀπάντηση καί στήν ἐπισήμανση τοῦ I. Berlin ὅτι «ἕνας προικισμένος δημοσιογράφος ... Τό λογοτεχνικό ταλέντο τοῦ Μπακούνιν ἦταν πολύ΄περιορισμένο»[55]

Παρά ταῦτα, ὁ Μιχαήλ Μπακούνιν κατέχει μία ἰδιαίτερη θέση στήν Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας καί εἰδικότερα τῆς ρωσσικῆς σκέψεως τοῦ 19ου αἰ[56].

Ἀρχικῶς θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι στό Πανεπιστήμιο τοῦ Βερολίνου[57] ὁ Μπακούνιν ἔλαβε μιά καλή, ἄν καί ὄχι ὁλοκληρωμένη, φιλοσοφική παιδεία, παρακολουθώντας μάλιστα τίς παραδόσεις τοῦ Σέλλινγκ (1775-1854) καί μελετώντας ἰδιαιτέρως τά «προβλήματα τῆς μεταφυσικῆς»[58]. Συναφῶς ἐπισημαίνεται ὅτι «ὅπως ὁ Χέρτζεν, ἀπό τόν Κάντ, τόν Φίχτε καί τόν Σέλλινγκ, ὁ Μπακούνιν περνᾶ στόν Χέγκελ καί ἀπό τόν Χέγκελ στόν Φόϋερμπαχ»[59]. Ἀναγνωρίζεται ἐπίσης ἡ ἐπίδραση πού ἄσκησε στό πνεῦμα καί στόν λόγο του ὁ Φίχτε[60].

Ἄν καί διαφωνεῖ μέ τήν γνωστή διατύπωση τοῦ Χέγκελ ὅτι «αὐτό πού εἶναι λογικό, εἶναι ἀληθινό καί αὐτό πού εἶναι ἀληθινό, εἶναι λογικό»[61], ἐντούτοις ὁ Ρῶσσος διανοητής καί ἐπαναστάτης στό ἄρθρο «Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία» θά γράψει ὅτι «ὁ Χέγκελ εἶναι ἀναντίρρητα ὁ μεγαλύτερος φιλόσοφος τῆς ἐποχῆς μας, τό ὑψηλότερο σημεῖο τῆς σύγχρονης κουλτούρας»[62]. Ἀλλά καί στό ἔργο Κρατισμός καί ἀναρχία (1873) ἀποτιμᾶ τήν φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ ὡς «ἕνα ἀξιοπαρατήρητο γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἐξέλιξης τῆς σκέψης. Ἦταν ἡ τελευταία λέξη τοῦ πανθεϊστικοῦ κι ἀφηρημένα ἀνθρωπιστικοῦ κινήματος τῆς γερμανικῆς σκέψης πού ἄρχισε μέ τά ἔργα τοῦ Λέσσινγκ κι ἀναπτύχθηκε ὁλοκληρωμένα ἀπ' τόν Γκαῖτε. Ἦταν ἕνα κίνημα πού δημιούργησε ἕναν κόσμο ἄπειρο, ἀπέραντο, πλούσιο, ἀνεβασμένο καί προικισμένο μέ ἀπόλυτη λογική, ἀλλά πού παρέμεινε ξένος πρός τήν πραγματικότητα, πρός τή ζωή καί πρός τή γῆ, σάν τόν οὐρανό τῶν χριστιανῶν καί τῶν θεολόγων»[63]. Ὁμοίως καί στήν πολεμική πραγματεία Θεός καί Κράτος ὁ Μπακούνιν χαρακτηρίζει τόν Χέγκελ ὡς τήν «μεγαλύτερη φιλοσοφική μεγαλοφυία πού ἐμφανίστηκε μετά ἀπ' τόν Ἀριστοτέλη καί τόν Πλάτωνα»[64].

Δέν εἶναι ἄνευ σημασίας ἡ παραδοχή τοῦ Φρ. Ἔνγκελς ὅτι ὁ Μπακούνιν κατανόησε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν διαλεκτική τοῦ Χέγκελ[65].

Ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπίδραση τοῦ Σέλλινγκ στόν Μπακούνιν, ἔχει παρατηρηθεῖ ὅτι ἦταν αὐτή μόνον ἕνας ἐνθουσιασμός, «πού δέν θά καθορίσει τόν ὁριστικό φιλοσοφικό προσανατολισμό τοῦ Μπακούνιν»[66]. Πάντως, γιά τήν ἀκρίβεια, ὁ ἴδιος ὁ Μπακούνιν θεωρεῖ τόν Σέλλινγκ ἕνα «ἀπό τούς σπουδαιότερους θεμελιωτές»[67] τῆς φιλοσοφίας.

Συμπέρασμα.

Σέ μία τελική ἀποτίμηση, εἶμαι τῆς γνώμης ὅτι ὁ Μπακούνιν ὑπῆρξε μία ἰδιαίτερη φυσιογνωμία, χαρακτηριζόμενη ἀπό ρομαντισμό[68], ρητορική εὐγλωττία καί πάθος[69], ἀγάπη γιά τήν ἀπόλυτη ἐλευθερία, προσπαθώντας νά συνδυάσει τήν Θεωρία μέ τήν Πράξη, ἀδιαφόρως ἄν τελικῶς τό κατάφερε. Διέθετε φιλοσοφική παιδεία, ἄν καί ὄχι συστηματική, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά διακρίνει κανείς σέ διάφορα, μεγαλύτερα ἤ μικρότερα, ἔργα του. Ὁπωσδήποτε στίς ἐπιθέσεις τοῦ Μπακούνιν κατά τοῦ κράτους καί τῆς θρησκείας θά ἀναγνωρίσει κανείς τήν ἐπίδραση τοῦ Μ. Στίρνερ.

Βιβλιογραφία
α΄ Πηγές
Bakounine Μ., Œuvres τ. Ι, εἰσ. Μ. Nettlau, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1895
Bakounine Μ., Œuvres τ. ΙΙ, πρόλ.-σημ. καί «notice biographique» J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1907
Bakounine Μ., Œuvres τ. III, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1908
Bakounine Μ., Œuvres τ. IV, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1910
Bakounine Μ., Œuvres τ. V, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1911
Bakounine Μ., Œuvres τ. VI, πρόλ.-σημ. J. Guillaume, P.-V. Stock Éditeur, Παρίσι 1913
Bakounine M., Correspondance. Lettres à Herzen et à Ogareff, πρόλ.-σημ. M. Dragomanov, μετ. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι 1896
Bakounine M., Confession, μετ. P. Brupbacher, εἰσ. F. Brupbacher καί σημ. M. Nettlau, Παρίσι 1932
Bakounine M., «Ηistoire de ma vie», La societé nouvelle, 1896, σσ. 309-324.
Βakounine M., Considérations philosophiques, εἰσ. J.-Chr. Angaut, Éditions Entremonde, Γενεύη 2010
Bakounine M., Confession, présentastion par J.-Chr. Angaut, Éditions Le passager cladestin, Neuvy-en-Champagne 2013
Feuerbach L., Ἡ οὐσία τοῦ χριστιανισμοῦ, μετ. Θ. Γκιούρας, Ἐκδόσεις ΚΨΜ, Ἀθήνα 2012
Μπακούνιν M., Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός ἀντιθεολογισμός, μετ. Γ. Νταλιάνη, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ.
Μπακούνιν M., Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, μετ. Ν. Κούρκουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1987
Μπακούνιν Μ., Κρατισμός καί ἀναρχία, μετ. Γ. Γαλανόπουλος, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1979
Μπακούνιν Μ., Θεός καί Κράτος, μετ. Ν. Ἀλεξίου-Ἀ. Γκίκας, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα 1986
Μπακούνιν Μ., Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους, μετ. T. Λουμάλα, Ἐλεύθερος τύπος, Ἀθήνα, ἄ.ἔ.
Μαπκούνιν Μ., Ἀπάντηση ἑνός διεθνιστῆ στόν Τζουζέπε Ματσίνι, μετ. Μ. Λογοθέτη, Π. Καλαμαράς, Ἐλευθεριακή Κουλτούρα, Ἀθήνα 1997 (Ἀντί τοῦ συγκεκριμένου κειμένου προτείνω τήν γαλλική ἔκδοση: Réponse d' unInternational à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-128)
Stirner M., L' Unique et sa proprieté, trad. H. Lasvignes, La Table Ronde, Paris 2000

Βοηθήματα
Arvon H., Ὁ ἀριστερισμός, μετ. Β. Βασιλείου, Ἐκδοτικός Οἶκος Ἰ.Ν. Ζαχαροπούλου, Ἀθῆναι 1975
Arvon H., Mπακούνιν, μετ. Π. Γκέκα, Ἐκδόσεις Πλέθρον, Άθήνα 2009
Berlin I., Les penseurs russes, trad. D. Olivier, Éditions Albin Michel, Paris 1984
Γκερέν Ντ., Ὁ ἀναρχισμός. Ἀπό τήν θεωρία στήν πράξη, μετ. Μπ. Λυκούδης, Ἀθήνα, 1973
Guérin D., Ni Dieu ni Maître. Anthologie de l' anarchisme, Éditions La Découverte, Παρίσι 2011
Lesourd Fr. (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe, L' Age d' Homme, Λωζάνη 2010
Μπαλτᾶς Β.Δ., Ρῶσσοι φιλόσοφοι. 19ος-20ός αἰ., Ἐκδόσεις Σαββάλας, Ἀθήνα 2002
Μπαλτᾶς Δ., Σταθμοί τῆς ρωσσικῆς φιλοσοφίας, Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2008
Masaryk Τh., The spirit of Russia, transl. E.& C. Paul, τ. I, Λονδίνο-Νέα Ὑόρκη 1919
Nettlau Μ., M. Bakounin. Eine biographische Skizze, Verlag von P. Pawlowitsch, Βερολίνο 1901
Nettlau M., Ἱστορία τῆς ἀναρχίας, μετ. Σ. καί Μ.Κ., Διεθνής Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα 1999
Ζenkovsky B., Histoire de la philosophie russe, trad. C. Andronikof, Gallimard, [Paris] 1992

Σημειώσεις
[1] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie..., σ. 310.
[2] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας..., σ. 116.
[3] Μ. Bakounine, Histoire de ma vie..., σ. 312.
[4] Βλ. καί Ι. Berlin, Les pesnseurs russes..., σ. 192.
[5] Μ. Nettlau, M. Bakounin..., σ. 4. Σημειωτέον ὅτι τό ἔργο τοῦ Φίχτε εἶχε μεταφρασθεῖ καί στήν ἑλληνική ὑπό τόντίτλο «Διδασκαλίαι περί τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ σπουδαίου» (μεταφρασθεῖσαι ὑπό Δρόσου Μανσόλα,Ἑρμούπολις 1829).
[6] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 434. Σχετικά μέ τούς «Γυμνασιακούς Λόγους» βλ. G.W.F. Hegel, Sämtliche Werke, B. 3, Philosophische Propädeutik, Frommann, Στουτγκάρδη, 1949. Ἐπίσης, βλ. τό κείμενο «Discours de Gymnase (2 Sept. 1811)» στόν τόμο G.W.F. Hegel, Textes pédagogiques, trad. B. Bourgeois, Éd. Vrin, Παρίσι, 1978.
[7] Δ.Β. Μπαλτᾶς, Ρῶσσοι φιλόσοφοι..., σσ. 29-30.
[8] Μ.Α. Gillespie, Ὁ μηδενισμός πρίν ἀπό τόν Νίτσε, μετ. Γ.Ν. Μερτίκας, Ἀθήνα 2004, σ. 282.
[9] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 279.
[10] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 42.
[11] M. Bakounine, Confession..., σ. 36.
[12] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 43.
[13] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 43.
[14] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 275.
[15] Ὁ γράφων ἑτοιμάζει τήν μετάφραση τοῦ ἔργου στήν ἑλληνική, μέ εἰσαγωγή καί σχόλια.
[16] M. Bakounine, Œuvres t. III.
[17] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 63.
[18] Ντ. Γκερέν, Ὁ ἀναρχισμός..., σ. 27.
[19] M. Nettlau, Ἱστορία τῆς ἀναρχίας..., σσ. 156-157.
[20] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 464.
[21] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 464.
[22] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σσ. 7-34, σσ. 40-52, σσ. 77-93, 128-134, σσ. 156-171.
[23] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σσ. 136-137 καί σσ. 147-148.
[24] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 35-36.
[25] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 66.
[26] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 42-43, σ. 46, σ. 51, σ. 64, σ. 84, σ. 89, σ. 105.
[27] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 71.
[28] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 101, σ. 102, σ. 114.
[29] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 103, σ. 109.
[30] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σσ. 74-75.
[31] Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος..., σ. 52.
[32] M. Bakounine, Réponse d' un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σσ. 109-110. Γιά τήν κριτική ἐναντίον τοῦ Ματσίνι βλ. ἐπίσης Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 34, σημ. 1.
[33] Μ. Stirner, L' Unique et sa proprieté..., σ. 241.
[34] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 148.
[35] Ἐδῶ εἶναι χρήσιμη καί μία διευκρίνιση τόσο γιά τόν εἰδικό μελετητή τοῦ Μπακούνιν, ὅσο καί γιά τόν ἁπλό ἀναγνώστη. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ πρῶτες ἐκδότες τοῦ ἔργου Θεός καί κράτος «δέν ὑποπτεύθηκαν- οὔτε ἔμαθαν ποτέ- ὅτι τό χειρόγραφο ἦταν στήν πραγματικότητα ἕνα κομμάτι τοῦ ἔργου Ἡ Κνουτογερμανική Αὐτοκρατορία καί ἡ Κοινωνική Ἐπανάσταση ... Τό Β΄ τῆς Κνουτογερμανικῆς Αὐτοκρατορίας καταλαμβάνει τίς σελ. 9-177 τοῦ τ. Γ΄, τοῦ ὁποίου οἱ σελ. 18-131 περιέχουν τό σωστό κείμενο πού ὁ Καφιέρο καί ὁ Ρεκλύ ἐκδώσανε μέ τίτλο Θεός καί Κράτος» (Π. Ἄβριτς, «Εἰσαγωγή», στό Θεός καί Κράτος..., σσ. 11-13).
[36] Βλ. ἐνδεικτικῶς Μ. Μπακούνιν, Θεός καί Κράτος..., σ. 32, σ. 39, σ. 40, σ. 42, σ. 113.
[37] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία..., σσ. 18-19.
[38] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[39] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 86.
[40] M. Bakounine, Réponse d' un International à Mazzini, στό Œuvres, τ. VI, σ. 112.
[41] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 64.
[42] Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός-ἀντιθεολογισμός..., σ. 74, σημ. 1.
[43] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 97.
[44] Βλ. ἀναλυτικῶς Bakounine, Confession..., σσ. 117-119.
[45] Μ. Stirner, L' Unique et sa proprieté..., σ. 210.
[46] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 41.
[47] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 147.
[48] Correspondance de M. Bakounine. Lettres à Herzen et à Ogareff, préf. et annot. M. Dragomanov, trad. M. Stromberg, Librairie Académique Didier Perrin et Cie Παρίσι.
[49] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 463.
[50] H. Arvon, Mπακούνιν..., σσ. 105-106.
[51] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 152.
[52] J.-Chr. Angaut, «Introduction», στό Considérations philosophiques..., σ. 9.
[53] Μ. Μπακούνιν, Ἡ παρισινή κομμούνα τοῦ 1871 καί ἡ ἰδέα τοῦ κράτους..., σ. 11. Ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά ἀνατρέξει καί στήν γνωστή ἀνθολογία τοῦ D. Guérin, Ni Dieu ni Maître..., σσ. 165-264.
[54] Μ. Νεττλώ, «Εἰσαγωγή», στό Μ. Μπακούνιν, Φεντεραλισμός-σοσιαλισμός- ἀντιθεολογισμός..., σ. 11.
[55] Les penseurs russes..., σ. 122.
[56] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 273. Fr. Lesourd (éd.), Dictionnaire de la philosophie russe..., σσ. 73-74.
[57] Μ. Bakounine, Confession..., σ. 137.
[58] M. Bakounine, Confession..., σ. 34.
[59] Th. Masaryk, The spirit of Russia..., σ. 432.
[60] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[61] Γκ. Χέγκελ, Βασικές κατευθύνσεις τῆς φιλοσοφίας τοῦ Δικαίου, εἰσ.-μετ. Στ. Γιακουμῆς, Ἐκδόσεις Δωδώνη, Ἀθήνα 2004, σ. 29.
[62] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία..., σ. 23.
[63] Μ. Μπακούνιν, Κρατισμός καί ἀναρχία..., σ. 136.
[64] Θεός καί Κράτος..., σ. 80.
[65] Ἡ ἀναφορά ἔχει ληφθεῖ ἀπό τόν H. Arvon (Μπακούνιν..., σ. 25).
[66] H. Arvon, Mπακούνιν..., σ. 28.
[67] Μ. Μπακούνιν, Ἡ ἀντίδραση στήν Γερμανία, ὅ.π., σ. 35.
[68] Β. Ζenkovsky, Histoire de la philosophie russe..., σ. 276.
[69] Ι. Berlin, Les Penseurs russes..., σ. 150.

Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι εκπαιδευτικός και διδάκτωρ φιλοσοφίας από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρώτη ανάρτηση Αντίφωνο

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://www.ideotopos.gr/




ΚΕΙΜΕΝΑ 

Θεός και Κράτος

…Ένας χριστιανός μπορεί να ‘ναι προφήτης, άγιος, παπάς, βασιλιάς, στρατηγός, υπουργός, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, εκπρόσωπος μιας οποιασδήποτε εξουσίας, χωροφύλακας, δήμιος, άρχοντας, εκμεταλλευτής αστός ή υποδουλωμένος προλετάριος, καταπιεστής ή καταπιεζόμενος, βασανιστής ή βασανιζόμενος, αφεντικό ή μισθωτός, δεν έχει όμως το δικαίωμα να πει τι είναι άνθρωπος.

Γιατί ο άνθρωπος δεν γίνεται πραγματικά άνθρωπος παρά μόνο στο μέτρο που σέβεται και αγαπά την ανθρωπότητα και την ελευθερία ολονών, και στο μέτρο που την ελευθερία του και την ανθρωπότητά του τις σέβονται, τις αγαπούν, τις αναδεικνύουν και τις δημιουργούν όλοι οι άλλοι…»

Κριτική της επιστήμης του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου 

Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση (σ.σ. 94-103) του έργου του Μιχαήλ Μπακούνιν «Η Παρισινή Κομμούνα και η ιδέα του Κράτους», σε μετάφραση Τζακ Λουμάλα και επιμέλεια Γ. Ξυλαγκρά (μέσα στη δικτατορία, μάλλον το 1972) Εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος». Η μετάφραση έγινε από την αγγλική γλώσσα και η επιλογή των κειμένων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο έγινε από την επίσης αγγλική έκδοση-συλλογή των έργων του Μπακούνιν με τίτλο «Bakunin on Anarchy», που επιμελήθηκε ο Σαμ Ντόλγκοφ και εκδόθηκε στις ΗΠΑ από τον οίκο Random House. 

Ο δρόμος που οδηγεί απ’ τη συγκεκριμένη πραγματικότητα στη θεωρία κι αντίστροφα, είναι η επιστημονική μέθοδος κι αποτελεί τον πραγματικό δρόμο. Στον πρακτικό κόσμο είναι η κίνηση της κοινωνίας προς οργανωτικές μορφές που θα καθρεφτίζουν την ίδια τη ζωή σ’ όλες τις πτυχές και την πολυπλοκότητά της, σ’ όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση.
Τέτοιος είναι ο δρόμος των ανθρώπων για την πλήρη απελευθέρωση, που θα είναι προσιτή σ’ όλους, ο δρόμος της αναρχικής κοινωνικής επανάστασης, που θα προέλθει από τους ίδιους τους ανθρώπους, μια στοιχειώδης δύναμη, που θα εξαλείψει όλα τα εμπόδια. Αργότερα, θα ξεπροβάλλουν αυθόρμητα απ’ τα βάθη της λαϊκής ψυχής οι νέες δημιουργικές μορφές της κοινωνικής ζωής. Ο δρόμος των κυρίων μεταφυσικών είναι εντελώς διαφορετικός.

Μεταφυσικός είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε για τους οπαδούς του Χέγκελ και τους θετικιστές και γενικά για όλους εκείνους που λατρεύουν την επιστήμη σα θεό, όλους εκείνους τους σύγχρονους θαυμαστές του Προκρούστη, οι οποίοι, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, έχουν δημιουργήσει ένα ιδανικό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης, ένα στενό κελί, μέσα στο οποίο επιθυμούν να σπρώξουν τις μελλοντικές γενιές, όλους εκείνους, που αντί να δουν την επιστήμη σαν μια μόνο από τις βασικές εκδηλώσεις της φυσικής και κοινωνικής ζωής, επιμένουν πως όλη η ζωή κλείνεται στις αναγκαστικά πειραματικές επιστημονικές θεωρίες τους. Οι μεταφυσικοί και οι θετικιστές, όλοι αυτοί οι κύριοι που θεωρούν σαν αποστολή τους να επιβάλλουν αυταρχικά τους νόμους της ζωής στ’ όνομα της επιστήμης, είναι συνειδητά ή ασυνείδητα αντιδραστικοί. Αυτό είναι πολύ εύκολο ν’ αποδειχθεί.

Η επιστήμη με την πραγματική έννοια αυτής της λέξης, η πραγματική επιστήμη, είναι σήμερα προσιτή σε μια ασήμαντη μόνο μειονότητα. Για παράδειγμα, ανάμεσά μας στη Ρωσία πόσοι διακεκριμένοι επιστήμονες υπάρχουν σ’ ένα πληθυσμό 8 εκατομμυρίων; Πιθανόν χίλιοι να απασχολούνται σε επιστημονικούς τομείς, άλλα όχι περισσότεροι από λίγες εκατοντάδες μπορούν να θεωρηθούν πρώτης κλάσεως σοβαροί επιστήμονες. Αν η επιστήμη έπρεπε να υπαγορεύει τους νόμους, η συντριπτική πλειοψηφία, πολλά εκατομμύρια ατόμων, θα κυβερνούνταν από 100 ή 200 ειδικούς. Στην πραγματικότητα, θα ήταν ακόμα λιγότεροι από τον υπολογισμό αυτό γιατί όλοι οι επιστημονικοί κλάδοι δεν ασχολούνται με την διοίκηση της κοινωνίας. Αυτό θα ήταν το καθήκον της κοινωνιολογίας — της επιστήμης των επιστημών — που προϋποθέτει, στην περίπτωση ενός καλά εκπαιδευμένου κοινωνιολόγου, ότι αυτός έχει επαρκή γνώση όλων των άλλων επιστημών. Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν στη Ρωσία ή σ’ ολόκληρη την Ευρώπη; Είκοσι ή τριάντα; Κι αυτοί οι είκοσι ή τριάντα θα κυβερνούσαν τον κόσμο; Μπορεί κανείς να φανταστεί έναν πιο παράλογο κι άθλιο δεσποτισμό;

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι είκοσι ή τριάντα αυτοί ειδικοί θα μάλωναν μεταξύ τους κι αν συμφωνούσαν πάνω σε μια γραμμή κοινής πολιτικής αυτό θα γινόταν σε βάρος του ανθρώπινου γένους.

Το βασικό μειονέκτημα του μέσου ειδικού είναι η τάση του να μεγαλοποιεί τη δική του γνώση και να υποτιμά τη γνώση οποιουδήποτε άλλου. Δώστε του την εξουσία ελέγχου και θα γίνει ένας αφόρητος τύραννος. Τι κρίμα θα ήταν να είναι η ανθρωπότητα σκλάβα τυποποιημένων ειδικών! Δώστε τους απόλυτη εξουσία και θ’ αρχίσουν να εφαρμόζουν πάνω σ’ ανθρώπινα όντα τα ίδια πειράματα, που οι επιστήμονες κάνουν σήμερα σε κουνέλια και σε σκύλους.

Πρέπει να σεβόμαστε τους επιστήμονες για τα χαρίσματα και τα επιτεύγματά τους, αλλά για να προλάβουμε να μη διαφθαρεί το υψηλό τους ηθικό και διανοητικό επίπεδο, δεν πρέπει να τους παραχωρηθούν ειδικά προνόμια και δικαιώματα διαφορετικά από κείνα που κατέχει ο καθένας — για παράδειγμα, η ελευθερία να εκφράζουν τις πεποιθήσεις, τη σκέψη και τη γνώση τους — ούτε σ’ αυτούς, ούτε σε καμιά άλλη ειδική ομάδα πρέπει να δοθεί εξουσία πάνω σ’ άλλους. Εκείνος που του έχει δοθεί η εξουσία θα γίνει αναπόφευκτα ένας καταπιεστής και εκμεταλλευτής της κοινωνίας.

Αλλά μας έχουν πει: «Η επιστήμη δεν θ’ αποτελεί για πάντα το προνόμιο λίγων, θα έρθει ο καιρός που θα είναι προσιτή σ’ όλους». Μια τέτοια εποχή είναι ακόμα πολύ μακρινή και θα υπάρξουν πολλές κοινωνικές αναταραχές προτού γίνει αληθινό αυτό τ’ όνειρο, αλλά και τότε ακόμα ποιος θα ήθελε να εμπιστευτεί τη μοίρα του στα χέρια των ιερέων της επιστήμης;

Νομίζουμε ότι όποιος πιστεύει, πως μετά από μια κοινωνική επανάσταση όλοι θα είναι εξίσου μορφωμένοι, κάνει μεγάλο λάθος. Τότε, όπως και τώρα, η επιστήμη θα παραμείνει ένας απ’ τους πολλούς ειδικευμένους τομείς, μόνο που θα πάψει να είναι προσιτή σε λίγα απλώς μέλη της προνομιούχας τάξης. Με την εξάλειψη των ταξικών διακρίσεων, η εκπαίδευση θα είναι προσιτή σ’ όλους εκείνους που θα έχουν την ικανότητα και την επιθυμία να την επιδιώξουν, αλλά όχι όμως σε βάρος της χειρωνακτικής εργασίας, πού θα είναι υποχρεωτική για όλους.

Στη διάθεση όλων θα υπάρχει μια γενική επιστημονική εκπαίδευση, ιδιαίτερα η εκμάθηση της επιστημονικής μεθόδου, η συνήθεια της σωστής σκέψης, η ικανότητα γενίκευσης από τ’ ατομικά δεδομένα και η ικανότητα να κάνει κανείς περισσότερο ή λιγότερο σωστές, λογικές αφαιρέσεις. Αλλά εγκυκλοπαιδικά πνεύματα και προχωρημένοι κοινωνιολόγοι θα υπάρχουν πολλοί λίγοι, θα ήταν λυπηρό για το ανθρώπινο γένος, αν σε κάθε στιγμή η θεωρητική σκέψη γινόταν η μοναδική πηγή καθοδήγησης της κοινωνίας, αν μόνη η επιστήμη διαχειριζόταν όλη τη κοινωνική διοίκηση. Η ζωή θα έσβηνε και η ανθρώπινη κοινωνία θα μετατρεπόταν σε μια βουβή και δουλική αγέλη. Η κυριαρχία της επιστήμης πάνω στη ζωή δεν μπορεί να έχει άλλο αποτέλεσμα παρά μόνο την αποκτήνωση του ανθρώπινου γένους.

Εμείς οι αναρχικοί επαναστάτες είμαστε οπαδοί της εκπαίδευσης για όλο το λαό, της απελευθέρωσης και της μεγαλύτερης δυνατής επέκτασης της κοινωνικής ζωής. Επομένως, είμαστε εχθροί του Κράτους και κάθε μορφής Κρατισμού. Σε αντίθεση με τους μεταφυσικούς, τους θετικιστές κι όλους εκείνους πού λατρεύουν την επιστήμη, διακηρύσσουμε ότι η φυσική και η κοινωνική ζωή προηγούνται πάντοτε απ’ τη θεωρία, η οποία είναι μόνο μια από τις εκδηλώσεις της ζωής άλλα ποτέ ο δημιουργός της. Έξω απ’ τα ανεξάντλητα βάθη της η κοινωνία αναπτύσσεται μέσα από μια σειρά γεγονότα, όχι όμως με μόνη τη σκέψη. Η θεωρία γεννιέται πάντοτε απ’ τη ζωή άλλα ποτέ δεν τη δημιουργεί⋅ σαν τους ανεμοδείχτες και τις πινακίδες των δρόμων δεν δείχνει παρά μόνο την κατεύθυνση και τα διάφορα στάδια της ανεξάρτητης και μοναδικής εξέλιξης της ζωής.

Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη, ούτε σκοπεύουμε ούτε επιθυμούμε να επιβάλλουμε πάνω μας ή πάνω σ’ άλλους ανθρώπους κανένα σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης που είναι παρμένο από βιβλία ή έχει κατασκευαστεί από μας. Έχουμε πειστεί ότι οι λαϊκές μάζες φέρνουν μέσα τους, μέσα στα ένστικτά τους (που έχουν αναπτυχθεί περισσότερα ή λιγότερο απ’ την ιστορική πορεία), στις καθημερινές τους ανάγκες και στις συνειδητές ή ασυνείδητες φιλοδοξίες τους, όλα τα στοιχεία της μελλοντικής κοινωνικής οργάνωσης. Αναζητούμε αυτό το ιδανικό μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους. Κάθε Κρατική εξουσία, κάθε Κυβέρνηση απ’ την ίδια της τη φύση, τοποθετείται έξω και πάνω απ’ τους ανθρώπους και τους υποτάσσει αναπόφευκτα σε μια οργάνωση και σε σκοπούς που είναι ξένοι και αντίθετοι στις πραγματικές ανάγκες και φιλοδοξίες των ανθρώπων. Διακηρύσσουμε ότι είμαστε εχθροί κάθε Κυβέρνησης και κάθε Κρατικής εξουσίας και Κυβερνητικής οργάνωσης γενικά. Νομίζουμε ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να είναι ελεύθεροι και ευτυχισμένοι μόνον όταν οργανωθούν απ’ τη βάση προς τα πάνω σ’ εντελώς ελεύθερες και ανεξάρτητες ενώσεις χωρίς τον Κυβερνητικό Πατερναλισμό, αν κι όχι χωρίς την επίδραση μιας ποικιλίας ελεύθερων ατόμων και κομμάτων.

Τέτοιες ιδέες έχουμε, σαν κοινωνικοί επαναστάτες, και γι’ αυτό κατά συνέπεια λεγόμαστε αναρχικοί. Δεν διαμαρτυρόμαστε γι’ αυτό το όνομα, γιατί πραγματικά είμαστε εχθροί κάθε Κυβερνητικής εξουσίας αφού γνωρίζουμε ότι μια τέτοια εξουσία διαφθείρει εξίσου εκείνους πού φοράνε το θώρακά της, κι αυτούς που εξαναγκάζονται να υποταχτούν σ’ αυτήν. Κάτω απ’ την καταστρεπτική της επίδραση, οι πρώτοι γίνονται φιλόδοξοι και φανατικοί δεσπότες κι εκμεταλλεύονται τη κοινωνία για χάρη των προσωπικών ή ταξικών τους συμφερόντων, ενώ οι άλλοι γίνονται δούλοι.

Οι κάθε είδους ιδεαλιστές, μεταφυσικοί, θετικιστές, εκείνοι που υποστηρίζουν την κυριαρχία της επιστήμης πάνω στη ζωή κι οι δογματικοί επαναστάτες, υπερασπίζουν όλοι την Κρατική ιδέα και την Κρατική εξουσία με εφάμιλλη αγωνιστικότητα, γιατί βλέπουν σ’ αυτή, σα συνέπεια των συστημάτων τους, τη μοναδική ελπίδα σωτηρίας για την κοινωνία. Εντελώς λογικά, αφού έχουν δεχθεί τη βασική πρόταση (την οποία θεωρούμε εντελώς λαθεμένη) ότι η σκέψη προηγείται της ζωής, ότι η θεωρία βρίσκεται μπροστά από την κοινωνική εμπειρία και, επομένως, ότι η κοινωνική επιστήμη πρέπει ν’ αποτελέσει την αφετηρία για όλες τις κοινωνικές εξεγέρσεις και αναδιαρθρώσεις, καταλήγουν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι επειδή η σκέψη, η θεωρία κι η επιστήμη βρίσκονται στη διάθεση λίγων, τουλάχιστον στη σημερινή εποχή, θα έπρεπε οι λίγοι αυτοί να είναι ηγέτες της κοινωνικής ζωής, όχι μόνο οι πρωτεργάτες άλλα κι οι ηγέτες όλων των λαϊκών κινημάτων. Αμέσως μετά την επανάσταση η νέα κοινωνική τάξη δεν θα οργανωθεί με την ελεύθερη σύνδεση των λαϊκών οργανώσεων ή ενώσεων, τοπικών και περιφερειακών, απ’ τη βάση προς τα πάνω, σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα ένστικτα των ανθρώπων, παρά μόνο με τη δικτατορική εξουσία, αυτής της μορφωμένης μειοψηφίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί τη λαϊκή θέληση.

Ο μύθος μιας ψευτοαντιπροσωπευτικής Κυβέρνησης χρησιμεύει για ν’ αποκρύψει την κυριαρχία των μαζών από μια προνομιούχα «ελίτ», μια μειοψηφία πού έχει εκλεγεί απ’ τις λαϊκές μάζες οι όποιες είναι παγιδευμένες και δεν ξέρουν για ποιόν ή γιατί ψηφίζουν. Πάνω σ’ αυτή την τεχνητή κι αφηρημένη έκφραση εκείνου που λαθεμένα φαντάζονται ότι αποτελεί τη λαϊκή θέληση και για την οποία οι πραγματικοί άνθρωποι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα, κατασκευάζουν τόσο τη θεωρία του Κρατισμού όσο και τη θεωρία της αποκαλούμενης επαναστατικής δικτατορίας.

Οι διαφορές μεταξύ επαναστατικής δικτατορίας και κρατισμού είναι μηδαμινές κι οι δυο βασικά εκπροσωπούν τον ίδιο κανόνα της κυριαρχίας της μειοψηφίας πάνω στην πλειοψηφία, στ’ όνομα της υποτιθέμενης «ηλιθιότητας» των δεύτερων και της υποτιθέμενης «ευφυΐας» των πρώτων επομένως, είναι κι οι δύο εξίσου αντιδραστικοί, αφού κι οι δύο άμεσα κι αναπόφευκτα πρέπει να διατηρήσουν και να διαιωνίσουν τα πολιτικά και οικονομικά προνόμια της άρχουσας μειοψηφίας και την πολιτική και οικονομική υποδούλωση των λαϊκών μαζών.

Τώρα φαίνεται καθαρά γιατί οι δικτατορικοί επαναστάτες που αποσκοπούν στην ανατροπή των υφιστάμενων δυνάμεων και κοινωνικών δομών, για να στήσουν πάω στα ερείπια τους τις δικές τους δικτατορίες, ποτέ δεν υπήρξαν ή θα γίνουν εχθροί της κυβέρνησης αλλά, αντίθετα, θα παραμείνουν πάντοτε φανατικοί προπαγανδιστές της κυβερνητικής ιδέας. Είναι εχθροί μόνο των σύγχρονων κυβερνήσεων γιατί θέλουν να τις αντικαταστήσουν. Είναι εχθροί της σημερινής κυβερνητικής δομής γιατί αποκλείει τη δυνατότητα για μια δικτατορία τους. Ταυτόχρονα είναι οι πιο αφοσιωμένοι φίλοι της κυβερνητικής εξουσίας γιατί, αν η επανάσταση κατάστρεφε αυτή την εξουσία, απελευθερώνοντας πραγματικά τις μάζες, θ’ αποστερούσε αυτή τη ψευτοεπαναστατική μειονότητα από κάθε ελπίδα χειραγώγησης των μαζών που θα τις έκανε κληρονόμους της δικής τους κυβερνητικής πολιτικής. Έχουμε ήδη εκφράσει αρκετές φορές τη βαθιά μας αποστροφή για τις θεωρίες του Λασσάλ και του Μαρξ, που συνιστούν στους εργάτες, αν όχι σαν τελικό ιδανικό, τουλάχιστον σαν επόμενο άμεσο στόχο την ίδρυση ενός Λαϊκού Κράτους, το οποίο, σύμφωνα με τη δική τους ερμηνεία, δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά «το προλεταριάτο ανεβασμένο στη θέση της κυβερνητικής τάξης».

Αλλά ας μας επιτραπεί να ρωτήσουμε: αν το προλεταριάτο πρόκειται να είναι η άρχουσα τάξη, ποιόν θα εξουσιάζει; Εν ολίγοις θα διατηρηθεί κάποιο άλλο προλεταριάτο πού θα υποταχθεί σ’ αυτή τη νέα αρχή, σ’ αυτό το νέο κράτος. Για παράδειγμα, οι χωρικοί, πού όπως είναι γνωστό, δεν απολαμβάνουν τη συμπάθεια των Μαρξιστών, οι όποιοι τους θεωρούν ότι αντιπροσωπεύουν ένα χαμηλότερο επίπεδο κουλτούρας, θα κυβερνούνται πιθανόν από το βιομηχανικό προλεταριάτο των πόλεων. Ή αν πρέπει να προσεγγίσουμε αυτό το πρά6λημα από εθνικιστική σκοπιά, οι Σλάβοι θα βρεθούν στην ίδια θέση υποταγής απέναντι στο νικηφόρο Γερμανικό προλεταριάτο, στην οποία το τελευταίο βρίσκεται τώρα, σε σχέση με τη Γερμανική αστική τάξη.

Όσο υπάρχει το Κράτος θα υπάρχει η κυριαρχία μιας τάξης από μια άλλη και σαν αποτέλεσμα ή υποδούλωση. Κράτος χωρίς υποδούλωση δεν είναι νοητό και γι’ αυτό το λόγο είμαστε εχθροί του Κράτους.

Τι σημαίνει ότι το προλεταριάτο θα μεταβληθεί σε άρχουσα τάξη; Είναι δυνατόν ολόκληρο το προλεταριάτο να τεθεί επικεφαλής της Κυβέρνησης; Υπάρχουν σχεδόν σαράντα εκατομμύρια Γερμανοί. Μπορούν και τα σαράντα αυτά εκατομμύρια να γίνουν μέλη της Κυβέρνησης; Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπάρχει ούτε Κυβέρνηση ούτε Κράτος, άλλα αν πρέπει να υπάρχει Κράτος θα υπάρχουν αυτοί που κυβερνούν κι εκείνοι που είναι δούλοι.

Η Μαρξιστική θεωρία λύνει πολύ άπλα αυτό το δίλημμα. Λέγοντας Λαϊκή Κυριαρχία εννοούν την κυριαρχία ενός μικρού αριθμού αντιπροσώπων που έχουν εκλεγεί απ’ το λαό. Το γενικό και το ατομικό δικαίωμα να εκλέγει κανείς τους λαϊκούς αντιπροσώπους και τους κυβερνήτες του Κράτους είναι η τελευταία λέξη των μαρξιστών, όπως επίσης και των δημοκρατών. Αυτό αποτελεί ένα ψέμα πίσω απ’ το όποιο κρύβεται ο δεσποτισμός της άρχουσας μειοψηφίας, ένα ψέμα πού γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο γιατί εμφανίζεται ότι εκφράζει την αποκαλούμενη λαϊκή θέληση.

Τελικά απ’ οποία άποψη κι αν εξετάσουμε αυτό το θέμαμκαταλήγουμε πάντοτε στο ίδιο λυπηρό συμπέρασμα, την κυριαρχία των μεγάλων λαϊκών μαζών από μια προνομιούχα μειοψηφία. Οι μαρξιστές λένε ότι ή μειοψηφία αυτή θ’ αποτελείται από εργάτες.

Ναι, πιθανόν από πρώην εργάτες, οι οποίοι μόλις γίνουν κυρίαρχοι πάνω στους λαϊκούς αντιπρόσωπους θα πάψουν να είναι εργάτες και θα κοιτούν τις απλές εργατικές μάζες απ’ τα ύψη του κυβερνητικού βάθρου, δεν θα εκπροσωπούν πια το λαό παρά μόνο τον εαυτό τους και τις απαιτήσεις πού έχουν για την άσκηση της εξουσίας πάνω στο λαό. Εκείνοι πού αμφιβάλλουν γι’ αυτό γνωρίζουν πολύ λίγο την Ανθρώπινη φύση.

Οι Μαρξιστές λένε ότι αυτοί οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θα είναι αφοσιωμένοι και καλλιεργημένοι Σοσιαλιστές. Οι εκφράσεις «καλλιεργημένος Σοσιαλιστής», «Επιστημονικός Σοσιαλισμός» κλπ. που εμφανίζονται συνεχώς στους λόγους και στα κείμενα των οπαδών του Λασσάλ και του Μαρξ, αποδεικνύουν ότι το ψευτο-λαϊκό Κράτος δεν θα είναι τίποτ’ άλλο παρά ο δεσποτικός έλεγχος του πληθυσμού από μια νέα και καθόλου μεγάλη αριθμητικά, αριστοκρατία πραγματικών και ψευτο-επιστημόνων. Οι «αμόρφωτοι» άνθρωποι θ’ απαλλαγούν εντελώς από τη φροντίδα της διοίκησης και θα τύχουν τη μεταχείριση μιας πειθαρχημένης αγέλης. Τι θαυμάσια απελευθέρωση πραγματικά!.

Οι Μαρξιστές γνωρίζουν καλά αυτή την αντίφαση και αντιλαμβάνονται ότι μια Κυβέρνηση από επιστήμονες θα είναι μια πραγματική δικτατορία ανεξάρτητα απ’ τη δημοκρατική της μορφή. Παρηγορούνται όμως με την ιδέα ότι αυτή η κυριαρχία θα είναι προσωρινή. Λένε ότι η μόνη φροντίδα και σκοπός θα είναι η μόρφωση και το ανέβασμα του λαού οικονομικά και πολιτικά σ’ ένα τέτοιο επίπεδο, ώστε μια κυβέρνηση αυτής της μορφής να γίνει σύντομα άχρηστη και το Κράτος, αφού χάσει τον πολιτικό ή καταπιεστικό του χαρακτήρα, να εξελιχθεί σε μια εντελώς ελεύθερη οργάνωση οικονομικών συμφερόντων και κομμούνων.

Υπάρχει μια σοβαρή αντίφαση μέσα σ’ αυτή τη θεωρία. Αν το Κράτος τους είναι πραγματικά λαϊκό, γιατί να το καταργήσουν; Κι αφού το Κράτος χρειάζεται για ν’ απελευθερώσει τους εργάτες, τότε οι εργάτες δεν είναι ακόμα ελεύθεροι. Επομένως γιατί να ονομάζεται Λαϊκό Κράτος; Με την πολεμική μας ενάντια σ’ αυτούς, τους αναγκάσαμε ν’ αντιληφθούν ότι ή ελευθερία ή η αναρχία, που έχει το νόημα μιας ελεύθερης οργάνωσης των εργατικών μαζών, απ’ τη βάση προς τα πάνω, αποτελεί τον τελικό σκοπό της κοινωνικής ανάπτυξης κι ότι κάθε Κράτος, χωρίς να εξαιρέσουμε το Λαϊκό Κράτος τους, αποτελεί ζυγό που οδηγεί στη δημιουργία του δεσποτισμού απ’ τη μια μεριά και της υποδούλωσης απ’ την άλλη. Λένε ότι μια τέτοια καταπιεστική δικτατορία είναι ένα μεταδοτικό στάδιο στο δρόμο για την κατάκτηση της απόλυτης ελευθερίας για τους ανθρώπους, η αναρχία κι η ελευθερία αποτελούν το σκοπό, ενώ το Κράτος κι η δικτατορία το μέσο κι έτσι για ν’ απελευθερωθούν οι λαϊκές μάζες πρέπει πρώτα να υποδουλωθούν!

Η πολεμική μας πάνω σ’ αυτή την αντίφαση σταματάει εδώ. Οι Μαρξιστές επιμένουν ότι μόνο μια δικτατορία (φυσικά η δική τους) μπορεί να δώσει την ελευθερία στο λαό. Απαντούμε ότι κάθε δικτατορία δεν έχει κανένα άλλο σκοπό παρά μόνο την αυτοσυντήρηση της κι ότι το μόνο που μπορεί να γεννήσει και να διαποτίσει μ’ αυτό τους ανθρώπους που την υπομένουν είναι η υποδούλωση. Η ελευθερία μπορεί να γεννηθεί μόνο από την ελευθερία, με μια ομαδική λαϊκή εξέγερση και με μια εθελοντική οργάνωση των ανθρώπων απ’ τη βάση προς τα πάνω.

Η κοινωνική θεωρία των αντικρατικών Σοσιαλιστών ή Αναρχικών τους οδηγεί άμεσα κι αναπόφευκτα σε ρήξη μ’ όλες τις μορφές Κράτους, μ’ όλα τα διάφορα ρεύματα της αστικής πολιτικής και δεν αφήνει καμιά εκλογή παρά μόνο την Κοινωνική Επανάσταση. Η αντίθετη θεωρία, ο Κρατικός Κομμουνισμός κι η εξουσία των επιστημόνων, προσελκύει και προκαλεί σύγχυση στους οπαδούς της και κάτω απ’ το πρόσχημα της πολιτικής τακτικής δημιουργεί συνεχώς δοσοληψίες με τις κυβερνήσεις και τα διάφορα αστικά πολιτικά κόμματα και βαδίζει μοιραία στην κατεύθυνση της αντίδρασης.

Το θεμελιακό σημείο αυτού του προγράμματος είναι ότι μόνο το Κράτος πρόκειται ν’ απελευθερώσει το (ψευτο) προλεταριάτο. Για να το επιτύχει αυτό, το Κράτος πρέπει να είναι σύμφωνο με την απελευθέρωση του προλεταριάτου απ’ την καταπίεση του αστικού καπιταλισμού. Πώς είναι δυνατό να μεταδοθεί μια τέτοια θέληση στο Κράτος; Το προλεταριάτο πρέπει να πάρει στην κατοχή του το Κράτος με μια επανάσταση — μια ηρωική επιχείρηση. Αλλά μόλις το προλεταριάτο καταλάβει το Κράτος πρέπει αμέσως να κινηθεί για να κατάργηση αυτόματα την αιώνια αυτή φυλακή των ανθρώπων. Αλλά σύμφωνα με τον κύριο Μαρξ, οι άνθρωποι, όχι μόνο δεν πρέπει να καταργήσουν το Κράτος, αλλ’ αντίθετα πρέπει να το δυναμώσουν και να το επεκτείνουν και τελικά να το αφήσουν στην πλήρη διάθεση των ευεργετών, κηδεμόνων και δασκάλων τους — των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος, δηλαδή στον κύριο Μαρξ και τους φίλους του — που θα τους απελευθερώσουν τότε με το δικό τους τρόπο. Θα συγκεντρώσουν όλη τη διοικητική εξουσία στα στιβαρά χέρια τους, γιατί ο αμαθής λαός χρειάζεται μια ισχυρή κηδεμονία και θα δημιουργήσουν μια κεντρική Κρατική Τράπεζα, που θα ελέγχει επίσης όλο το εμπόριο, τη Βιομηχανία, τη γεωργία ακόμη και την επιστήμη. Οι Λαϊκές μάζες θα χωριστούν σε δυο στρατιές, τη γεωργική και τη βιομηχανική, κάτω απ’ την άμεση διοίκηση των Κρατικών μηχανικών πού θ’ αποτελέσουν τη νέα προνομιούχα πολιτικοοεπιστημονική τάξη. 
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου