Φωτογραφία - Αγγελος Μαρίνος
Βράδυ…
Δωμάτιο στα Εξάρχεια…
Μόνος…
Άρπυια, πανίσχυρε αετέ του κόσμου...
η παρουσία σου προσδίδει αγωνία,
δίνοντάς την σε μορφή τραγωδίας.
Εσείς, ω λήκυθοι! ω στήλες!
και σας τους τύμβους, σας προσκαλώ μάρτυρες...
σε τούτη τη βουβή στιγμή...
της γνώσης του αιώνιου χαμού!...
Απορία
Αφήστε τον να κοιμηθεί τους άκουσα να λένε…
είν’ ίσως από κούραση και της ζωής τον φόρτο.
Δεν πρόφτασα να κουνηθώ, να γνέψω ίσως κάτι…
γυρίσανε και φύγανε κι απόμεινα μονάχος…
Είν’ τάχατες η πληρωμή για όσα έχω κάνει
ή μήπως τώρα προσπαθώ να σύρω εντυπώσεις;
Σίγουρα κάτι γένηκε και χάθηκε η μνήμη
και το σκοτάδι το βαθύ, με τύλιξε για πάντα…
Μη μου μιλάτε για το χθες, για τ’ αύριο και τ’ άλλα…
Είν’ όλα τόσο μακρινά, χάνονται στην θαμπάδα,
που το μυαλό μου συγκρατεί με μια φροντίδα τέτοια
που θα τη ζήλευαν πολλοί, θα τη ζητούσαν άλλοι…
αλλά κανείς δεν θα ‘ξερε τον τρόπο να το κάνει,
μιας που γι’ αυτό χρειάζεται ασέβεια μεγάλη.
Μια τέτοια είχα κάποτε να τρέφει την πληγή μου
και φρόντιζα να κρατηθεί γερά μες στην ψυχή μου
κειο το αιμάτινο καρφί, του χάρου το δρεπάνι
για να σκοτώνομαι αργά, να σέρνομαι σα κάτω
και να κυλιέμαι στα σκατά, στο βούρκο της ζωής μου.
Πικρό με λεν’ με σιγουριά και ‘γω τους ρίχνω δίκιο…
Το φταίξιμο μόν’ να μου πουν σε ποια ‘ναι να το ρίξω,
μιας και γυναίκα σίγουρα, στη φύση και στη ζήση,
μόνη είν’ αυτή ο αυτουργός κι ο πρόστυχος ο θύτης…
Συμβαίνουν τέτοια θα μου πεις, μες στη ζωή χιλιάδες…
Μα έλα που παλάβωσα με τα δικά μου μόνο;
Και απορώ και δεν μπορώ να γίνομαι κομμάτια
να ξανεμίζομαι χαζά, να ζω έτσι τα χαμένα…
να παντρευτώ τη μοναξιά και του στραβού το δίκιο…
Λαιμητόμος
Μονοπάτι τραχύ και δύσβατο θα πάρω
το βέβαιο δρόμο του τίποτα, του πουθενά
στη μαύρη τρύπα του Άδη θα χωθώ
να βρω την αρχή και το τέλος μου.
Φροντίδα κάλυψης της ανικανότητας τ’ ατόμου
στη μιζέρια-σαπίλα της ανεύθυνης ζωής.
Αγάπη, στοργή, έρωτας…
Ύαινες βρωμερές παραμονεύουν το κουφάρι μου,
ποια πρώτη θα χορτάσει τη σάπια σάρκα.
Πλέρια γελοιοποίηση του είναι-τίποτα…
Αντίσταση κατά της αρχής… δικαιολογία για ύπαρξη…
Υποψίες τρελές στροβιλίζονται στην υπέρβαση
τραγουδώντας σκοπούς αντανάκλασης του χάους.
Δεν υπάρχουν κότσια… την πάτησα!
Παραδίνομαι στ’ αβυσσαλέο το κενό της λήθης.
Σκουλήκιασε κορμί και μυαλό στην έκσταση…
Αυταπάτη της μικροαστικής συνείδησης.
Χαμένες για καλά οι λεπτές μου ισορροπίες
υπερβατούν μονάχες πια στον όλεθρο-χαμό.
Κραυγές στα πέρατα της θύμησης
συνοδευτικά παράγωγα της απελπισίας.
Σταθερή αταξία χαρακτηρίζει την ανάσα
προσπάθεια για εκτόνωση-εμετό.
Γερτά κορμιά κουβαλώντας όνειρα
ρίχνονται στον καιάδα της μετριότητας.
Στόματα δράκων μαυρωπά κατασπαράζουν
τα λευκά στίγματα του εφησυχασμού της αγνότητας.
Θεριό το σύστημα καραδοκεί να με καταβροχθίσει
στο βόρβορο της ειρωνείας…
Θα προλάβω να σου πω το στερνό το σ’ αγαπώ;
Σύγχυση απόλυτη επικρατεί… το βλέπεις;
Τα λόγια περιττά κι ανήμπορα δεν ορίζουν
τη φριχτή ταυτότητα του κακομοίρη-εμένα.
Μέτριος, μετριότατος, σ’ εγκλωβίζω πάντα
με γλυκανάλατα πομαντικά στιχάκια.
Και κείνο το θρασύτατο το σ’ αγαπώ
τσεκούρι δήμιου στην εποχή της κάθαρσης…
Τέρμα τα γλυκόλογα, φράγμα στο χείμαρρο της κολακίας!
Φτύνω και το στερνό το σ’ αγαπώ στο κύμα!
Κόβω το μισητό κομμάτι του κορμιού μου… λευτερώνομαι!
Θαρρούσα θα ‘ταν δύσκολο πολύ, έτσι απλά να προσπεράσω,
να κάνω τον ορό της ευθύνης και της λύτρωσης.
Όχι μωρό μου! Δε το κάνω! Δε δίνω τράτο!
Θάνατος στη φριχτή μετριότητα!
Αρκετά φυλάκισα το σπάνιο πουλί της παράδεισος…
Κείνο πάντα φτερούγιζε –φτερούγιζες καρδιά μου-
Μα γω, τυφλός Τειρεσίας, δε σ’ έβλεπα!
Δροσερός, καλοκαιρινός στην αγάπη σου –αγάπη μου-
ταπεινός ικέτης στον έρωτά σου!
Πήρες το καλύτερο… γιατί δεν παίρνεις και το υπόλοιπο;
Θλίψη! Φύλακας Άγγελος! Ερινύα στη θύμηση!
Δε με νοιάζει που ‘μαι φυλακή,
αλλά, που θα πρέπει να μείνω δω μέσα τόσο πολύ!
Μια ζωή!
Κατάθλιψη! Νιρβάνα του χαμού! Εφιάλτης του Έρωτα!
Φτύσε με γι’ αυτό… αλλά ‘ναι αλήθεια!
Φοβάμαι…
Τι με κοιτάς; Δε κοιτάχτηκες ποτέ σου σε καθρέφτη;
Ο Ύπνος, μες στη νάρκη του μονολογεί:
Ας πάρει η μνήμη μας της λήθης
μονοπάτι
κι ας γίνουμε φερέφωνα του ήχου
της ψυχής μας…
Κι ο Θάνατος, αργοσαλεύοντας τα βλέφαρα ηδονισμένος:
Άρπυιες, φτερωτά δαιμόνια του
σκότους!
Αγαύη, μανιασμένη παιδοκτόνα!
Κι εσύ Εκάτη, σκοτεινή ερωτική
Μαινάδα!
Υποδεχτείτε, σκυφτοί, παραδομένοι
τον που ‘ρχεται εθελοντής τη θέση
του να πάρει…
Σαν έφτασα στο τέλος, με τσακίσαν…
Καλύπτρες της κυρίαρχης ιδεολογίας και νομιμότητας,
ελεεινοί μανδύες της βρικολακιασμένης φιλοσοφίας,
σκεπάζουν τους γερτούς πια ώμους της σάπιας κοινωνίας…
Χαμός
Σφυριές και κρόταλα ηχούν… σκέψεις χορεύουν γύρα!
Εχάθηκες φεγγάρι μου τ’ Απρίλη αποσπερίτη
ανατριχίλα μου γλυκιά και νόθα απαντοχή…
Τα λόγια τόσο ανίκανα, που ν’ αποδώσουν δίκιο.
Τα παγωμένα δάχτυλα δεν υπακούν στο ξέψυχο το βλέμμα.
-το βλέπω τώρα καθαρά πως δε μου μένει χρόνος-
Τύψεις για κεια που πόθησα, π’ αγάπησα με πάθος
έρχονται κάθονται τρανές στο φτερωτό σου θρόνο
θεά συ που με άγγιξες με τ’ αστρικό σου βλέμμα
δες τους πως πάσχουν οι θνητοί, σαν τα ψηλά κοιτάξουν…
Μάχες τρανές γενήκανε, σαν ξύπνησα απ’ τη νάρκη
μάχες ψυχής που μ’ έλειωσαν, πριν από κειες της σάρκας.
Μάθημα πρώτο ν’ αγαπώ, προτού γνωρίσω πόθο
πρώτο βραβείο του τρελού μου πρέπει και θα το ‘βρω…
Κοίτα! συ πρώτη το ‘ξερες το τραγικό το τέλος
το βόηθησες με την καρδιά και με μια πόρνη σκέψη,
σκέψη ψυχρή κι ανόσια, σαν το βαθύ το ψέμα…
Τα λόγια κάπως τσουχτερά, μα ο πόνος μου μεγάλος
-το ‘βλεπα τάχα ο ταπεινός πως θα με βρει η τρέλα;-
Κάποτε στο ‘δωσα θαρρώ να το ‘χεις στην καρδιά σου
κειν’ το κοχύλι του βυθού βουτώντας για να φτάσω,
αγωνιούσε λάμποντας μην τύχει και το είδα.
Όμως εγώ πιο δυνατός κι ο πιο κακός απ’ όλους
τ’ άρπαξα άγρια, τρελά, με πόθο και καψάδα
δώρο-θυσία στη θεά κι αν θες βορά συνάμα…
και το συντρόφεψα πιστά με ειλικρίνεια τόση
που δίχως άλλο πίστεψα πως θα την εκτιμούσες
-τάχατες τόσο σοβαρά το ‘λεγες και γελούσες;-
-Σ’ ευχαριστώ αγάπη μου, μες στην καρδιά το βάζω!
Κάπου δε βάσταξα πολύ κι εκφράστηκα με πάθος,
μα συ φοβόσουν τάχατες μην τύχει κι ασελγήσω
-ασέλγεια λεν σήμερα το μέσα σου να δώσεις,
μην έχεις άλλο να πιαστείς, μηδέ να περπατήσεις-
Ας είναι! δεν πικράθηκα, μα απορώ με τρέλα
-τι τάχατες δεν άκουσες; δεν ένιωσες τι λέω;-
Λέω μονάχα σ’ αγαπώ… Σε θέλω για δικιά μου!
κι αφού και συ το θέλησες να σ’ έχω στην καρδιά μου,
σκύψε λιγάκι να χαρείς απ’ τον ψηλό σου θρόνο
ρίξε μου μόνο μια ματιά και γύρνα το κεφάλι…
Εγώ θα στέκομαι σκυφτός, μην τύχει και τ’ αγγίξω
το βλέμμα κειο το θεϊκό με την τρανή την αύρα…
Ότι μου πρέπει σου ζητώ, δεν είμαι εγώ για τ’ άλλα.
Στάξε μου μόνο λιγοστό απ’ το γλυκό σου μέλι
έτσι για να ‘βρω πληρωμή στο τέλος, την πικράδα.
Δε σου ζητώ τα μάτια σου… τυφλώνομαι για κείνα
και το γλυκό σου το λαιμό, του κύκνου τη λευκάδα
ας τον να τον στολίζουνε τ’ άστρα κι οι ουρανοί…
Και κεια τα τρυφερά τα δέκα σου κοχύλια,
δεν τα φιλώ ποτέ ξανά…
Συγγνώμη που τα λέρωσα με τ’ άπληστά μου χείλια
με τα υγρά μου δάχτυλα, με τόση ανατριχίλα…
Ας τα ν’ αγγίζουνε τη γη, να νιώθει τη ζωντάνια…
Κι όταν θα σέρνεις τη φωνή με κεια σου τη βραχνάδα,
θα ξέρω πως τον χόρτασες τον τυχερό σου εραστή,
μα πάλι θα τον θέλεις…
Και θ’ απορεί ο καψερός, θα γίνεται κουρέλι
Μα θα ‘χει από σένανε τη δύναμη που πρέπει,
να φτάσεις πάλι σ’ οργασμό…
να τονε κάψεις άλλη μια, που τόλμησε να κάνει
το που οι θνητοί το ξέρουνε, πως με θεές δεν πρέπει!
Κι όταν τα χείλη τα γλυκά, κείνα τα φιλντισένια
αγγίξουνε τη φύση του, η τρέλα του η παρθένα,
θα δέχεται τον βιασμό… θα γίνεται γυναίκα…
δε θα ‘χει πια τη δύναμη να ζήσει μακριά σου.
Σειρά του τότες να σκεφτεί, πώς πρέπει να πεθάνει
μιας κι ήτανε ο τυχερός και θύμα σου συνάμα…
Κι όσο για τη ζωντάνια σου, τη γυναικίσια φύση
δεν πρόκειται ν’ αναφερθώ, μην τύχει κι αστοχήσω
-πως είναι τάχα μπορετό να τηνε περιγράψω,
Με λόγια άψυχα θαρρώ… δε γίνεται σου λέω…
Είν’ κάτι έξω σου μιλώ από θνητούς και τέτοια
όραμα θείο, φοβερό… σε κάνει και σωπαίνεις…
σα να θωρείς τον χάροντα, τον μαύρο καβαλάρη
και να ‘σαι συ ο μαχητής, του έρωτα, του πάθους!
Μα σα θα γίνεται κι αυτό και λιώνεις και χτυπιέσαι
νιώθεις πως πέθανες και πας, τον χάρο συναντιέσαι…
Νομίζω τόλμησα πολλά και πέρασα τα μέτρα
‘‘ορκίζομαι λοιπόν στη σιωπή… παντρεύομαι τον χάρο.
Και σαν συνταξιδιώτης του στη μαύρη την κοιλάδα,
θα καρτερώ να ‘ν’ τυχερό, να βγαίνεις συ φεγγάρι
να μου γελάς τόσο γλυκά και κείνη η ματιά σου
φεγγοβολώντας τον γκρεμό, που βρίσκεται μπροστά μου,
ν’ αντανακλάται στο κενό, να χάνεται στα ουράνια
να επιστρέφει αγριωπά, να γεύομαι την πίκρα!’’…
Εκτόπλασμα
Κάποτε σου ‘γραψα θαρρώ για κεια την πόρνη σκέψη,
αυτή την τόσο ανόσια, σαν το βαθύ το ψέμα…
Κι ήμουνα τόσο σίγουρος πως θα ‘νιωθες στ’ αλήθεια
και τη στιγμή του πόνου μου, του πάθους μου την τρέλα
και τα φτωχά τα λόγια μου, τα’ ανίκανα για δίκιο
κι αυτές τις μαύρες σκέψεις μου, το βουητό της μύγας
κι όλη την ταπεινότητα που πρόστυχα σπουδάζω…
Για δες τη όμως π’ άστραψε στον θόλο η αλήθεια
Κι οι τύψεις με πλημμύρισαν και σκύβω το κεφάλι…
Στέκομαι τώρα άχαρα, το βλέμμα στα χαμένα,
νιώθω πολύ σε πλήγωσε της τρέλας μου το ψέμα…
Σίγουρα ψέμα ήτανε, παρασυρμός της ώρας
που μες στον πόνο τον αψύ, στης ζήλιας την καψάδα,
δε μπόρεσα ο ταπεινός ξεκάθαρα να δώσω
ό,τι ‘χα μέσα στη καρδιά, στο άδειο μου κεφάλι
κι έτσι σε χάραξα σκληρά, σε πούλησα συνάμα,
σε βρωμερό παζάρι των θνητών και σ’ έπαιξα στα ζάρια…
Ντόρτια και δυάρες κάτσανε κι απόμεινα μονάχος,
να ψηλαφίζω το κενό, να λιώνω στην πικράδα…
Πως τάχατες το μπόρεσα κι έκανα το κακό;
Πως δηλαδή κατάφερα και μου ‘δωσα το δίκιο;
Το δίκιο που σου έπρεπε, μονάκριβη χαρά μου
μαυρομαλλούσα κοπελιά, αστραφτερή ματιά μου!
Και δε μιλώ για την πληγή, το βούρκο της ζωής μου,
για κειο το αιμάτινο καρφί, του χάρου το δρεπάνι
ούτε γιατί με άφησες κι απόμεινα μονάχος…
Εκειά είν’ όλα της ζωής, τα ‘χουνε οι ανθρώποι…
Μόν’ σου μιλώ για μένανε, τον πρόστυχο τον θύτη,
εκειόν που σου ‘ταζε πολλά, τον ουρανό και τ’ άστρα.
Αυτόν που συ νεράιδα μου τον έβαλες σε θρόνο
και τον ελάτρευες θαρρώ, σαν τον θεό τον Ήλιο,
αντίς να τον επάταγες σα βρωμερό σκουλήκι
του ‘δωσες την αγάπη σου, του Έρωτα την τρέλα…
Και τον εδιάλεξες θαρρώ, ανάμεσα σε χίλιους
και τον εστήριξες γερά, του ‘μαθες να πετάει…
Κι αυτός τότες το νόμισε και τόλμησε να κάνει
σε σε θεά μου κριτική και μάλιστα μεγάλη.
Κι είπε ψευτιές ένα σωρό και μίλησε για τόσα,
που μάλλον θα τον πέρασες και για πολύ καθίκι,
που μίλαγε γι’ ασέλγεια, συνάμα ασελγούσε…
Μα έλα που οι θνητοί το ‘χουνε για καμάρι
να ψάχνουνε το μέσα τους, να γίνονται κουβάρι,
να βρίσκουν τάχατες το πώς και του στραβού το δίκιο,
να κάνουν δίκες φανερά, μ’ ενόρκους και τα ρέστα,
να βγάζουν την απόφαση στα ίσα και με μπέσα…
‘’Γι’ αυτό κυρά μου σε φιλώ κατάφατσα στη μούρη
και μη σκεφτείς μα τους θεούς, τι κάνει το γαϊδούρι;
Θα ΄ναι χαζό, γλυκό μωρό, να κάνεις τέτοιο λάθος,
μιας και το ξέρεις μάτια μου, ποιος ο κακός στο βάθος!’’
Άγγελος Μαρίνος
Ο Θεατρικός Ποιητικός Μονόλογος "ΧΑΜΟΣ" έλαβε το Α' Βραβείο στον 9ο Παγκόσμιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό ( 2018) του Ε.Π.Ο.Κ ( Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων Ελλάδας )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου