Δευτέρα 31 Αυγούστου 2020

ΜΑΡΙΑ ΒΙΤΣΑ-ΣΟΥΛΙΩΤΗ "ΑΠΟΚΑΛΟΚΑΙΡΟ"



Ξυπόλητο απομακρύνεσαι
Αναριγούν οι αμαρυλλίδες
στην αύρα
του αποχωρισμού
Στάζουν αλμύρα
οι αναμνήσεις
στα βότσαλα
Ένα τελευταίο χάδι
στο μάγουλο
του ήλιου
Οι λύπες κρεμασμένες
στα αρμυρίκια
Εμείς θα περιμένουμε…
Θα κρυφοκοιτάζουμε
την αμφιλύκη
κάτω από ψάθινα καπέλα
Στο τεφτέρι του χρόνου
θα αθροίζουμε
τις ανάσες μας
Υποσχέσεις θα σκαλίζουμε
ακρόπρωρα
Και τα πανιά βαμμένα
με πορφύρα
για την επόμενη Ιθάκη

Με τόση θάλασσα μέσα μας
πώς να σταθούμε ακίνητοι…


H φωτογραφία είναι από https://www.fabiostudios.gr/








ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ "ΝΑΥΑΓΙΩΝ ΝΑΥΑΓΙΑ" ΔΙΗΓΗΜΑ

Βάσος Γερμενής "Το ναυάγιο"

Πελώριον κῦμα, λυσσωδέστερον τῶν ἄλλων, ἐκορυφώθη οὐ μακρὰν τῆς ἀκτῆς, μανιῶδες παφλάζον, μετὰ ροίβδου φοβεροῦ ρηγνύμενον κατὰ τοῦ βράχου, ἀφῆσαν ὀπίσω τοὺς ἀσθενεστέρους του συντρόφους, ἀναλαβὸν δὲ αὐτὸ τὸν ἀγῶνα, ὡς νὰ ἔτρεφεν ἀτομικὸν πάθος κατὰ τοῦ ἐλαφροῦ σκάφους, ἐλεεινοῦ φελλοῦ, περιφέροντος ἐν ἑαυτῷ, πρὸς τῇ συμφυεῖ ἐλαφρότητι τοῦ ξύλου, καὶ τὴν τρικέφαλον ἀνθρωπίνην κουφότητα τῶν ναυβατῶν. Σφοδρότατος Εὖρος εἶχεν ἀρχίσει νὰ φυσᾷ ἀπὸ τῆς δείλης, συρίζων λυσσωδῶς εἰς θαλάσσας καὶ ἠπείρους, συσφίγγων καὶ περιελίσσων ἐγγύθεν τὰ κύματα, ἐμβάλλων δίνας καὶ στροβιλισμοὺς εἰς τὸ πέλαγος, πεδίον ἄπειρον ἀσπόνδου πολέμου, ὅπου δυσδιάκριτον ἦτο τό τε ὁρμητήριον καὶ ἡ κατεύθυνσις τοῦ ἐχθροῦ. Ὁ ὁρίζων εἶχε συσκοτασθῆ ἤδη πρὶν δύσῃ ὁ ἥλιος, καὶ οὐρανὸς μολύβδινος, στυγνὸς καὶ ἀφεγγής, ἐκρέματο ὕπερθεν ἀγρίως μαινομένου πελάγους, ἄφωνος ἐπὶ βρέμοντος, ἀκίνητος ἐπὶ συνταραττομένου, ὡς θόλος σκοτεινοῦ τζαμίου ἐπὶ δαπέδου ὀρχουμένων δερβισῶν. Εἶτα κατῆλθε κατὰ μικρὸν ἡ νύξ, συγχέουσα καὶ συγκαλύπτουσα διὰ τῆς ἀμέτρου μαυρίλας της τὴν ἀταξίαν τῆς πλάσεως, κρύπτουσα ἐπάνω τοὺς ἀστέρας καὶ κάτω τὰς ἠπείρους καὶ τὰς θαλάσσας. Τρία ἄστρα ἔτρεμον ἄνω πρὸς βορρᾶν, πότε συγκρυπτόμενα, πότε ἐπιφαινόμενα, ἕτοιμα νὰ πέσωσιν εἰς τὸ ἀτέρμον κράτος τοῦ Ποσειδῶνος νὰ ταφῶσι, καὶ ἄλλα δύο ἔφαινον πρὸς μεσημβρίαν, ἑτοιμόσβεστα, ὡς λύχνοι πενιχρᾶς καλύβης χωρικοῦ ἐν ἐνιαυτῷ ἀφορίας. Καὶ τὰ κύματα φρίσσοντα, ὀρχούμενα, λυσσῶντα, ἐθραύοντο μετὰ παιδικῆς πεισμονῆς κατὰ τοῦ βράχου, ἡττώμενα ἀλλὰ μὴ καταβαλλόμενα, ὑπερήφανα ὡς νὰ εἶχαν τὴν συνείδησιν τοῦ ἰσχυροτέρου καὶ τῆς τελικῆς νίκης τὴν πρόγνωσιν. Καὶ ἓν κῦμα πελώριον, φουσκωμένον, ἑωσφορικόν, πλαταγίζον, ὀγκούμενον, ὡς νὰ εἶχεν εἰσέλθει κ᾿ ἐκρύπτετο ἔσω αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον τοῦ μίσους, φαντάζον οἱονεὶ ὑγρὸν κῆτος, προτεῖνον ἀφροὺς ἀντὶ ὀδόντων λευκῶν, συνέλαβεν ὡς διὰ πελωρίας ἁρπάγης, ἀπὸ τὴν πρύμνην καὶ ἀπὸ τὴν πρῷραν, ἀπὸ τὴν τρόπιν καὶ ἀπὸ τὰς δύο πλευράς, τὸ μικρὸν σκάφος, καὶ φέρον τὸ ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ βράχου, ὅπου μετὰ φοβεροῦ ροίβδου καὶ πολυκτύπου πλαταγισμοῦ ὁ ἀσθενὴς φλοιὸς κατασυνετρίβη, διὰ νὰ πέσῃ πάλιν εἰς τεμάχια εἰς τὰ πολλὰ μικρὰ κύματα, εἰς ἃ διελύθη ἐν ἀκαρεῖ τὸ ἕν, τὸ μέγα, τὰ ὁποῖα μετὰ φλοίσβου θωπευτικοῦ ἐδέχθησαν τὴν βοράν των.

Δὲν ἦτο ὅλως ἀπόκρημνος ἡ ἀκτή. Ἡ παραλία τοιαύτη οἵαν ἠδύνατό τις κατὰ τὴν ἐρεβώδη, τὴν ἄναστρον καὶ ἀσέληνον ἐκείνην νύκτα νὰ τὴν διακρίνῃ, θὰ ἦτο γλυκεῖα καὶ φιλομειδὴς ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τοῦ φθινοπωρινοῦ ἡλίου, πρὶν πνεύσῃ ὁ Εὖρος, ὁ ἐμφυσήσας τὴν μανίαν του εἰς τὰ κύματα. Εἷς μόνος ὑψηλὸς βράχος ὑπῆρχε, διατείνων εἰς τὴν θάλασσαν τὰς ρίζας, ὅπου ἀμέσως ἐβαθύνετο τὸ ὕδωρ. Καὶ διὰ τοῦτο ἐφάνη ὅτι τὸ κῦμα, ἢ ὁ κρυπτόμενος ἐν αὐτῷ δαίμων, εἶχεν ἐκλέξει τὸν βράχον ἐκεῖνον, μεμονωμένον μεταξὺ δύο ἀμμωδῶν αἰγιαλῶν, ἐπίτηδες, διὰ νὰ συντρίψῃ κατὰ τῶν νώτων αὐτοῦ τὸ ἐλαφρὸν σκάφος. Ὅταν τὸ πονηρὸν πνεῦμα μαστίζῃ, κατὰ θείαν παραχώρησιν, τοὺς ἐναρέτους τῶν ἀνδρῶν, καίτοι μαινόμενον καὶ λυσσῶν, μετὰ φόβου καὶ ἀκουσίου εὐλαβείας ἐγχωρεῖ εἰς τὸ ἔργον. Ἀλλ᾿ ὅταν παραδοθῶσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ Σατανᾶ τινὲς τῶν φίλων του, πολλάκις αὐτοὶ ἐκεῖνοι δι᾿ ὧν πρὸ μικροῦ κατεβασάνιζε κ᾿ ἐτυράννει ἄλλους πάλιν φίλους του ἢ καὶ ἐχθρούς του, μετ᾿ ἀγρίας χαιρεκακίας ἐκτελεῖ τὸ ἔργον του, τὸ ὁποῖον συνίσταται εἰς τὸ νὰ καταστρέφῃ καὶ φονεύῃ τοὺς ἰδίους καλοθελητάς του. Οἱ ἐπιβαίνοντες τοῦ μικροῦ τσερνικίου* τρεῖς ἄνδρες δὲν ἦσαν βεβαίως οὔτε ἅγιοι οὔτε φύσει κακοῦργοι. Ἦσαν ἁμαρτωλοί, ὑποπεσόντες κατὰ κόρον εἰς τὰ συνήθη καὶ κοινὰ παρὰ πᾶσι πταίσματα, ἴσως καὶ εἰς ὀλίγην λαθρεμπορίαν πλέον μικρᾶς δόσεως ναυταπάτης.

Ἐν τούτοις ὁ διάβολος δὲν εἶχε λάβει, φαίνεται, μείζονα παραχώρησιν, ὅπως βλάψῃ καὶ εἰς τὰ σώματα τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ εἷς τῶν τριῶν, ἅμα τῇ προσαράξει, εἶχε κτυπήσει τὸν ἀγκῶνα καὶ τὴν πλευρὰν τὴν δεξιὰν εἰς τὸν βράχον, μεθ᾿ ὃ αἰσθανθεὶς μέγαν πόνον ἐβυθίσθη εἰς τὴν θάλασσαν, ἀλλὰ συνελθὼν ταχέως, ἀνέθορε κολυμβῶν εἰς τὸ κῦμα, ὅπερ ἐφαίνετο ἔκπληκτον ἐκ τῆς καταστροφῆς τὴν ὁποίαν ἐπροξένησε, καὶ καταπραϋνθέν, ἐφλοίσβιζεν ἡμερώτερον περὶ τὰ συντρίμματα, ὡς θηρίον λεῖχον τὰ αἵματα τοῦ ἰδίου σπαράγματός του. Οἱ δύο ἄλλοι, οἵτινες δὲν εἶχαν πνιγῆ, ἀλλ᾿ ἐπέπλεον μὲ μακροὺς βραχίονας ἐπὶ τοῦ κύματος, τὸν ἥρπασαν καὶ φέροντες τὸν ἀπεβίβασαν ἐπὶ τῆς ἄμμου, ἥτις ἐλεύκαζεν εἰς τὸ σκότος, οὐ μακρὰν τοῦ ἀπαισίου βράχου.

* * *

Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς θινὸς τῆς θαλάσσης ἀρχόμενον, ἐπὶ πλατείας λωρίδος γῆς, ἐξετείνετο πυκνότατον δασύλλιον πιτύων, ἐπιστέφον τὴν ἀγκάλην ἐκείνην τῆς ἐρήμου παραλίας. Ἔνθεν καὶ ἔνθεν δύο μαῦραι ἀκταὶ χθαμαλαὶ διεκρίνοντο, κολοβαὶ εἰς τὸ σκότος τῆς νυκτός, χάνουσαι καὶ τὸ μικρόν των ὕψος. Κατέμπροσθεν ὁ μέγας πόντος ἡπλοῦτο, ὅστις ἐφαίνετο διὰ μιᾶς κατευνασθεὶς καὶ ἐπανερχόμενος μεθ᾿ ὑποκώφου βοῆς εἰς γαλήνην, κ᾿ ἐνέπνεε τὸ αἴσθημα ἐκεῖνο τῆς μελαγχολικῆς αὐτοπαρηγορίας, τὸ ὁποῖον κάμνει τὰ ἀνήσυχα γύναια τῶν παραθαλασσίων κωμῶν, ἐνῷ μίαν ὥραν πρὶν ἔτρεχον νύκτα κομίζουσαι δέσμας κηρίων, ζώνουσαι ἑπτάκις τοὺς ναΐσκους διὰ τεσσαρακοντοργυίου ταινίας κηροῦ, καὶ σημαίνουσαι αὐτοβούλως τοὺς κώδωνας, διὰ νὰ ἐξυπνίσωσι τὸν ἐνωρὶς κατακλιθέντα ἐφημέριον ὅπως ψάλῃ παράκλησιν, ἀναφωνοῦσαι ἅμα: «Παναγιά μ᾿, στὸ πέλαγο! Παναγιά μ᾿, στὸ πέλαγο!», μίαν ὥραν ὕστερον, ὅταν πραϋνθῇ, λέγω, ὁ ἄνεμος καὶ κοπάσῃ ἡ τρικυμία, τὰς κάμνει νὰ ὑποψιθυρίζωσι παραμυθούμεναι ἀλλήλας ἑλληνοπλαστικῶς καὶ χριστιανοειδωλολατρικῶς: «Ὅποιος πνίγηκε, μετάνοιωσε!» Οἱ τρεῖς ἄνδρες ἀπεναρκώθησαν ἐπὶ τῆς ἄμμου ἀναβάντες ἕως ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔφθανε τὸ ἐφορμῶν καὶ ὑποχωροῦν κῦμα νὰ βρέχῃ τοὺς πόδας των, διάβροχοι, ριγοῦντες καὶ τρέμοντες, αἰσθανόμενοι μεγάλην νύσταν. Ὁ γεροντότερος τῶν τριῶν, ὁ ἰδιοκτήτης καὶ κυβερνήτης τοῦ συντριβέντος πλοίου, ὡμίλει περὶ ἀναζητήσεως καλύβης τινὸς χωρικοῦ ὅπως εὕρωσι πῦρ καὶ στέγην κ᾿ ἐπαρηγόρει τὸν υἱόν του λέγων, «ἂς εἶναι ὑγεία, καὶ θὰ κάμουν ἄλλο τσερνίκι μεγαλύτερο». Ἀλλ᾿ ὁ υἱός του δὲν ἐφαίνετο λυπούμενος τόσον διὰ τὸ τσερνίκι, ὅσον δι᾿ ἕνα ὡραῖον φλόκον* ἐκ λευκοῦ πανίου, καινουργῆ, τὸν ὁποῖον οὐ πρὸ πολλῶν ἡμερῶν μὲ τὰς ἰδίας του χεῖρας εἶχε ράψει, κ᾿ ἐφαίνετο διατεθειμένος νὰ βουτήσῃ ὀπίσω πάλιν εἰς τὴν θάλασσαν, μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ ἀνεύρῃ τὸν φλόκον. Ἐπίσης ἀνεστέναζε καὶ διὰ τὴν μικρὰν φελούκαν, τὴν ὁποίαν εἶχε χρωματίσει πρὸ ἡμερῶν ὁ ἴδιος λίαν κομψῶς κ᾿ ἐπιμελῶς, μαύρην καὶ λευκήν, ὁ δὲ σκληρὸς αἰφνιδίως πνεύσας ἄνεμος τοὺς τὴν εἶχεν ἁρπάσει, πρὶν προφθάσωσι νὰ τὴν ἀναβιβάσωσιν ἐπὶ τοῦ πλοίου, καθ᾿ ἣν στιγμὴν τοὺς «ἐξούριασεν»* ἀπὸ τὴν Κυρα-Παναγιά. Διότι εἶχαν προσορμισθῆ παρά τινα ἀλίμενον παραλίαν ἐρημονήσου, διὰ νὰ φορτώσουν τυριά, ἀλλ᾿ ἡ σοροκάδα* μὲ μισὸν φορτίον τοὺς παρέσυρεν ἔξαφνα, κόψασα τὴν ἅλυσιν τῆς ἀγκύρας, ἀφαρπάσασα καὶ τὴν μικρὰν βαρκούλαν. Ὁ δὲ τρίτος, ὅστις ἦτο ὁ πραγματευτής, αὐτὸς ἐκεῖνος ὅστις εἶχε κτυπήσει βραχίονα καὶ πλευρὰν κατὰ τοῦ βράχου, δὲν ᾐσθάνετο τόσον πόνον ἐκ τῆς πληγῆς του, ἀλλ᾿ ἔκλαιεν ἐνθυμούμενος τὴν μίαν καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα τῶν δερματοτυρίων, τὰ ὁποῖα εἶχε φορτωμένα ἐπὶ τοῦ πλοίου, καὶ τοὺς ἐξώρκιζε προτρέπων αὐτοὺς νὰ μείνωσιν ὣς τὸ πρωί, ὅπως ἴδωσιν ἂν δὲν ἦτο τρόπος ν᾿ ἀνακαλύψωσιν εἰς τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης τινὰ ἐκ τῶν δεκαοκτὼ δερματίων, τὰ ὁποῖα τοῦ ἐκόστιζαν πλέον τῶν δισχιλίων δραχμῶν, ὡς ἔλεγεν. Ἀλλ᾿ ὁ νεαρὸς ναύτης τὸν ἐπετίμα λέγων ὅτι δὲν ἦτο εἰς τὰ καλά του νὰ ἐπιμένῃ, μετὰ τόσην καταστροφήν (ἀφοῦ τὸ τσερνίκι, τὸ κάτω-κάτω, ἤξιζε κάτι περισσότερον ἀπὸ τὰ δερματοτύρια, κ᾿ ἔπειτα, ἂν δὲν τοῦ ἔδιδαν χεῖρα βοηθείας οἱ δύο των, δύσκολα θὰ ἐγλύτωνε τὴν ζωήν του ἀνάμεσα εἰς τὰ συντρίμματα τοῦ πλοίου καὶ εἰς τὸν βράχον), ὅτι ἔπρεπε νὰ ζητήσωσι τὰ τυριὰ εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, τὰ ὁποῖα, ἁλμυρὰ ἤδη ἀπὸ πρίν, θὰ κατήντησαν νὰ μὴν ἐμβαίνουν εἰς στόμα μετὰ τὸ θαλασσοπότισμα.

Οὕτως ὁ νεώτερος παρῄτησε τὴν ἰδέαν τοῦ ν᾿ ἀναζητήσῃ τὸν φλόκον, ὁ δὲ γέρων ἐπανέλαβεν ἐντονώτερον ὅτι ἦτο καιρὸς νὰ κοιτάξωσιν ἂν θὰ εὕρωσι κάπου ἀνθρωπίνην ψυχὴν νὰ τοὺς βοηθήσῃ, ἢ τοὐλάχιστον μέρος «ν᾿ ἀπαγκειάσουν». Ἠγέρθησαν, οἱ δύο ὁδηγοῦντες, ὁ τρίτος ἀναγκαστικῶς ἀκολουθῶν, καὶ μετὰ κοπιώδη ἔρευναν, ἀφοῦ ἐβεβαιώθησαν ὅτι αἱ δύο ἀκταὶ ἦσαν δύσβατοι καὶ κρημνώδεις, εὗρον, εἰς τὸ ὅριον τῆς ἄμμου, ρίζας τινὰς δένδρων πατημένας, οἱονεὶ φλέβας τῆς γῆς ἐξεχούσας, κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦ δάσους, ὅπου ἐφαίνετο μικρὰ ἀλωή, καὶ ἤρχιζε νὰ χαράσσηται μονοπάτι. Ὁ νεώτερος, πρῶτος βαδίζων, εἰσῆλθεν εἰς τὸ μονοπάτι αὐτό, ἐπιστρεφόμενος κατὰ πλευρὸν καὶ τείνων τὴν χεῖρα εἰς τὸν γέροντα, ὅστις ἐκράτει ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος τὸν σύντροφόν του, καί, μόλις διακρίνοντες τὰ ἀντικείμενα, πότε προσκόπτοντες ἐπὶ ξηρῶν στελεχῶν ἢ λίθων, ἐπροχώρησαν ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας ἐντὸς τοῦ δάσους. Ἐβάδιζον μὲ τὴν ἀσθενῆ ἐλπίδα ὅτι θὰ ὑπῆρχε σιμὰ κάπου, ἂν ὄχι καλύβη χωρικοῦ, τοὐλάχιστον μανδρίον ποιμένος, καὶ ὅτι θὰ εὕρισκον ψυχὴν συμπονοῦσαν εἰς τὴν δυστυχίαν των. Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ὁ νεώτερος ἔκραζε μὲ τὴν τραχεῖαν φωνήν του, ἥτις ἦτο ἱκανὴ ν᾿ ἀπομακρύνῃ ἀντὶ νὰ προσεγγίσῃ οἱανδήποτέ βοήθειαν: «Ἔ! δὲν εἶναι ἄνθρωποι ἐδῶ;» Ἦσαν δὲ οἰκτροί, ἐκρύωναν, ἔπασχον φρικωδῶς, μὲ τὰ στραγγισμένα ἀλλὰ μὴ στεγνωμένα ἐνδύματά των, καὶ τὸ στενόν, ἀόριστον, ζοφερὸν ἐκ τοῦ διπλοῦ σκότους τῆς νυκτὸς καὶ τοῦ δάσους μονοπάτι δὲν ἦτο δρόμος πρόσφορος ὅπως προσπαθήσωσι διὰ τῆς ταχυπορίας νὰ θερμανθῶσι καὶ ζωογονηθῶσιν.

* * *

Ἀφοῦ ἐβάδισαν ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτά, διασχίζοντες κατὰ πλάτος τὸ σύνδενδρον μέρος, ἔφθασαν ὄχι μακρὰν τῆς ἐσχατιᾶς τοῦ δασυλλίου, ὅπου τὰ δένδρα ἤρχιζον κατὰ μικρὸν ν᾿ ἀραιώνωνται. Ἐκεῖ τότε εἶδον ἀσθενὲς φῶς, τρέμον ἐπὶ τῆς κλιτύος τοῦ λόφου, καταντικρύ των, πρὸς τὸ βορειοδυτικόν. Ὁ γέρων εἶπε «Δόξα σοι ὁ Θεός!», ὁ ἔμπορος ἐνθυμήθη τὰ δερματοτύρια κ᾿ ἐστέναξε, καὶ ὁ νέος ἐμάσα τὰς λέξεις του καὶ κατέπινε τοὺς γογγυσμούς του, ἐνθυμούμενος τὸν λευκὸν ἐκεῖνον φλόκον τὸν ἐκ καινουργοῦς ἀμερικανικοῦ πανίου, τὸν ὁποῖον εἶχε ράψει ὁ ἴδιος μὲ τὰς χεῖράς του πρὸ πέντε ἡμερῶν.

Τὸ φῶς, σημειοῦν καλύβην χωρικοῦ ἐκεῖ κατοικοῦντος, ἐφαίνετο ὄχι πολὺ ἀπέχον, ὡς ἥμισυ μίλιον. Ἀνάγκη ἦτο νὰ βαδίσωσιν, ὅπως φθάσωσι ναυαγοὶ εἰς τὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐκεῖνον ἀσθενῆ φάρον. Βαθὺ ἦτο τὸ σκότος. Κατενώπιόν των ἐξηπλοῦτο μεγάλη ὁμαλὴ πεδιάς, ἥτις ἐφαίνετο μαύρη, μονότονος, ἄδενδρος, εἰς τὸ σκότος. Θὰ τὴν ἐνόμιζέ τις ὡς ἀμμώδη ἔκτασιν δεκαπλασίαν τῆς ἄμμου ἐκείνης ἣν εἶχον ἐγκαταλίπει πρὸ ἡμισείας ὥρας, παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἂν δὲν ἦτο ἀμαυρά, ἀλαμπὴς καὶ ἄστιλπνος. Ἐφαίνετο μᾶλλον ὡς μαυρισμένη ἐκ προσφάτου ἐμπρησμοῦ πεδιάς, πεδιὰς ἀμμώδης, ὅπου ἐκάησαν τὰ χόρτα κ᾿ ἐμαύρισεν ἡ κόνις, χωρὶς νὰ μείνῃ στάκτη ἐκ καέντων δένδρων, ἢ ὅτι ραγδαῖος ὑετὸς εἶχε μαυρίσει τὴν τέφραν καὶ εἶχεν ἀφομοιώσει τὸ χῶμα μὲ τὰ ἴχνη τοῦ ἐμπρησμοῦ.

Ὁ γέρων, ὅστις, ἂν καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ὁμολογήσῃ, ἐπόνει περισσότερον διὰ τὸ τσερνίκι του ἢ ὅσον ὁ ἔμπορος διὰ τὰ τυριά του, ἴσως κ᾿ ἔπασχεν ἐκ παλαιῶν ρευματισμῶν τοὺς πόδας, εἶχε βαρύνει εἰς τὸν δρόμον κ᾿ ἐπρόσκοπτε συχνὰ κατὰ τῶν ἐμποδίων τῆς ὁδοῦ. Τούτου ἕνεκα ὁ υἱός του ἠναγκάσθη ν᾿ ἀφήσῃ τὴν πρώτην τάξιν εἰς τὸ βάδισμα, ἐλθὼν δεύτερος, καὶ κρατῶν ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ βραχίονος προπορευόμενον τὸν πατέρα του, διὰ νὰ ὁδηγῇ καὶ ὑποστηρίζῃ τὸ βῆμα αὐτοῦ, διὰ δὲ τῆς εὐωνύμου κρατῶν τὴν δεξιὰν τοῦ ἀκολουθοῦντος ἐμπόρου. Ὁ γέρων, καθὼς ἐβάδιζε πρῶτος, ἀδυνατῶν νὰ διακρίνῃ τὰ ἀντικείμενα, προέβη, πρὶν προλάβῃ καὶ ὁ υἱός του νὰ ἐξετάσῃ καὶ ἀναγνωρίσῃ τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτησεν ἐπὶ τῆς μαυρισμένης ἐκτάσεως, πρὶν ἀκριβώσῃ καλῶς τί πρᾶγμα ἦτο. Παρέσυρε καὶ τὸν νέον, ἀναγκασθέντα νὰ προβῇ δύο βήματα ὅπως τὸν συγκρατήσῃ, οὗτος δὲ συμπαρέσυρε καὶ τὸν πραματευτὴν εἰς τὸ ἐπισφαλὲς βῆμα.

Τριπλοῦν μπλούμ! ἠκούσθη ἔξαφνα. Εἶχαν πατήσει καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ὕδωρ. Ἐφαίνετο τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ὅτι τὸ ὑγρὸν στοιχεῖον τοὺς εἵλκυε, τοὺς ἐκυνήγει κατὰ πόδα, τοὺς διεξεδίκει ὡς ἰδικούς του. Ἔπεσαν καὶ οἱ τρεῖς ἕως τὸ γόνυ εἰς τὴν ἰλύν, ἕως τὸν βουβῶνα εἰς τὸ ὕδωρ. Ὁ γέρων κατηνέχθη πρηνής, ὁ νέος ἐγονάτισε πλησίον του, προσπαθῶν νὰ τὸν κρατήσῃ ἐκ τῆς ὀσφύος, ὁ ἔμπορος ἔπεσε κατὰ πλευράν.

Ἦτο λίμνη ἐκτεινομένη πλατεῖα ἐκεῖθεν τοῦ δάσους, τῆς ὁποίας τὴν ὕπαρξιν ἠγνόουν οἱ ναυαγοί. Εἶχεν ἱκανὸν μέγεθος, καὶ εἰς τὸν βοῦρκόν της ἔβοσκον ὄχι ὀλίγοι ἐγχέλυες κ᾿ ἐφώλευον λοξοπατοῦντα καβούρια. Ἀμέτρητον δὲ ἦτο τὸ πλῆθος τῶν ἀχιβάδων, τῶν ὁποίων τὰ κελύφη, κενὰ καὶ ἀπόζοντα κατὰ τὸ πλεῖστον, ἀπετέλουν τῆδε κἀκεῖσε τὸ ἀνώτερον τοῦ πυθμένος στρῶμα, ὑποκάτωθεν τοῦ ὁποίου ἀβολιδοσκόπητον ὑπέκειτο τὸ βάθος τῆς ἰλύος, ἐφ᾿ ἧς ἐκόλλησαν πεσόντες οἱ τρεῖς ναυαγοί, ὁ πρῶτος ἐπίστομα κύπτων εἰς τὸν πυθμένα, ὁ δεύτερος γονατιστὸς ἐπὶ τοῦ τενάγους, ὁ τρίτος πλαγίως εἰς τὸ πλευρόν.

― Ἄλλο πέσιμο αὐτὸ πάλι· ἐψιθύρισεν ὁ γέρων, ἀφοῦ ὁ υἱός του, μασῶν τὰς βλασφημίας καὶ ἀράς του, τὸν ἀνήγειρε μετὰ πολλοῦ κόπου εἰς τοὺς πόδας του.

― Αὐτὴ τὴ φορὰ ἐχτύπησα μαλακὰ τοὐλάχιστον, εἶπεν ὁ πραγματευτής, αἰνιττόμενος τὸ ἐπὶ τοῦ βράχου κτύπημά του, τὸν ἐκ τοῦ ὁποίου πόνον τὸν εἶχε κάμει νὰ λησμονήσῃ ἕως τώρα ἡ ἐνθύμησις τῶν δερματοτυρίων του.

― «Ὁ βρεμένος τὴ βροχὴ δὲν τὴ φοβᾶται». Μὴ χειρότερα, δόξα σοι ὁ Θεός! ἐπανέλαβε μετ᾿ ἐγκαρτερήσεως ὁ γέρων ναυτικός.

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ἐνῷ μετὰ κόπου ἐξεκόλλων ἀπὸ τὴν ἰλὺν κ᾿ ἐστράγγιζαν τὰ ἐνδύματά των, ξηρὸς κρότος σκανδάλης ὑψουμένης ἠκούσθη ἐκεῖ πλησίον.

Ὁ νέος ἐστράφη καὶ διακρίνει ἀριστερόθεν ἀμυδρῶς ὄπισθεν τῶν δένδρων, διαγραφομένην χθαμαλὴν καλύβην, τὴν ὁποίαν δὲν εἶχαν παρατηρήσει τέως, οὔτε ἦτο δυνατὸν νὰ τὴν παρατηρήσωσι, διότι ἐκ τοῦ μονοπατίου, δι᾿ οὗ εἶχαν ἔλθει, ὄπισθεν πυκνῆς συστάδος κρυπτομένη, δὲν ἦτο ὁρατή.

Ἡ καλύβη ἔκειτο παρ᾿ αὐτὴν τὴν ὄχθην τῆς λίμνης, βρεχομένη σχεδὸν ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Ἔμπροσθεν τῆς καλύβης, ὁ νέος διέκρινε τὴν στιγμὴν ἐκείνην σκιάν τινα διαγραφομένην, ἀμαυράν, κύπτουσαν πρὸς τὸ ὕδωρ.

Ὁ νεαρὸς ναύτης δὲν ἐπίστευσεν ὅτι ἦτο φάντασμα οὐδὲ κἂν βόσκημα. Ἐκ τῆς ὑπόπτου δὲ ἡσυχίας, τὴν ὁποίαν ἐτήρει ἡ σκιὰ μετὰ τὸν ἀκουσθέντα μικρὸν κρότον, ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἦτο ἀγρίμιον.

Ὁ νέος ἐνόησεν ἀμέσως κ᾿ ἔσπευσε νὰ φωνάξῃ:

― Μὴν τραβᾷς! εἴμαστε φίλοι!

Ἡ σκιὰ ἔκαμε κίνημα, ὡς νὰ ἀπέσυρε κάτι, καὶ εἶτα τραχεῖα φωνὴ ἠκούσθη:

― Ποιοὶ εἶστε; τί θέλετε;

― Πέσαμε ὄξου, ἀπήντησεν ὁ υἱὸς τοῦ κυβερνήτου. Εἴμαστε θαλασσοπνιγμένοι.

Μετ᾿ ὀλίγας στιγμὰς ἡ φωνὴ εἶπεν:

― Ἀπὸ δῶ ἐλᾶτε.

Ὁ ἄνθρωπος ἤναψε φανάριον, κ᾿ ἔδειξε τὸν δρόμον εἰς τοὺς τρεῖς ναυαγούς.

― Κ᾿ ἐγὼ θάρρεψα πὼς θέλετε νὰ μοῦ κλέψετε τὰ χέλια, εἶπε.

― Πέσαμε μὲς στὸ νερό, γιατὶ δὲ βλέπαμε, εἶπεν ὁ νέος ναυτικός. Δὲν καταλάβαμε πὼς ἤτανε λίμνη.

* * *

Ὑποκάτω εἰς τρία ἀδελφωμένα δένδρα ἦτο ἡ ἐπὶ πασσάλων θεμελιωμένη καὶ μὲ φυλλάδας πλατάνων ἐστεγασμένη καλύβη τοῦ χωρικοῦ, ὅστις ἦτο ὁ βοηθὸς καὶ ἀντιπρόσωπος τοῦ ἐκμισθωτοῦ τῆς λίμνης. Ὁ κύριος ἔλειπε, τοὺς εἶπεν. Εἶχεν ἀναχωρήσει ἀποβραδύς, ἀφοῦ ἤναψε τὸ κανδήλι τοῦ οἰκίσκου, ἀντικρύ, ὅπου ἔλαμπεν ὁ φεγγίτης, καὶ δὲν τοῦ εἶχεν ἀφήσει τὸ κλειδίον. Ὥστε, δυστυχῶς, δὲν ἠδύνατο νὰ τοὺς περιποιηθῇ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἀφεντικοῦ.

Ὁ ἐπιστάτης ἦτο νέος χωρικὸς λίαν βραχύσωμος, πρῴην βοσκός, κομπορρήμων καὶ φλύαρος. Δὲν εἶχεν ἀρκετὰ ἐνδύματα ὅπως δανείσῃ εἰς τοὺς τρεῖς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἔδωκε εἰς τὸν ἕνα φανέλαν, εἰς τὸν ἄλλον ὑποκάμισον καὶ εἰς τὸν τρίτον μίαν κάπαν. Εἰς τὸ προαύλιον τῆς καλύβης του, ἐπὶ τοῦ σαρωμένου καὶ στιλπνοῦ ἐδάφους, ἤναψε φωτιὰν καὶ οἱ τρεῖς ἄνθρωποι καθίσαντες τριγύρω ἐπροσπάθουν νὰ στεγνώσουν τὰ βρεγμένα ροῦχά των.

Ἐν τῷ μεταξὺ διηγήθησαν εἰς τὸν χωρικὸν πῶς εἶχον ναυαγήσει. Ἐκεῖνος ἤκουσε τὴν διήγησιν πλειοτέρας παρατηρήσεις ἐκφέρων ἢ ὅσην ἀκρόασιν ἔδιδεν.

Ὅταν τέλος ἤκουσε πῶς, μετὰ τὸν διὰ τοῦ δάσους τυφλὸν καὶ σκοτεινὸν δρόμον των, ἔπεσαν εἰς τὸ ὕδωρ τῆς λίμνης, ἔμφοβος ἀνέκραξεν:

―Ἐπέσατε μέσα στὴ λίμνη; Θαμάζουμαι πῶς δὲ σᾶς ἐκατάπιε τὸ μάτι τῆς λίμνης!

Οἱ τρεῖς ἄνδρες μὲ ὅλην τὴν δεινοπάθειαν καὶ συμφοράν, τὴν ὁποίαν εἶχον ὑποστῆ, εὗρον ἀκόμη τὴν δύναμιν νὰ ἐκπλαγῶσι, κ᾿ ἐστάθησαν κοιτάζοντες τὸν ἀγρότην μὲ ἀπλήστου περιεργείας ἔκφρασιν.

― Τὸ μάτι τῆς λίμνης! ἀνέκραξεν ὁ πραματευτής.

― Τὸ μάτι τῆς λίμνης, βέβαια, ἐπανέλαβεν ὁ ἀγρότης· εἶναι μὲς στὴ λίμνη βαθιά… κι ἅμα πέσῃ κανεὶς μέσα, ἢ ἄνθρωπος εἶναι ἢ πρᾶμα, δὲν ἔχει νὰ γλυτώσῃ… Τὸ μάτι τῆς λίμνης τὸν τραβᾶ, τὸν ρουφάει, καὶ τὸ μάτι τῆς λίμνης βγαίνει τὰ-ἴσα στὸν ἀφαλὸ τῆς θάλασσας. Πολλὲς φορὲς οἱ παλαιοί, οἱ παπποῦδές μας, εἴδανε μὲ τὰ μάτια τους ποὺ ἕνα πρᾶμα, ποὺ τὸ ἐρρούφηξε τὸ μάτι τῆς λίμνης, ἔξαφνα βρισκότανε στὴ θάλασσα, μέσα βαθιά, ἀνάμεσα στὰ δυὸ νησιὰ πέρα. Εἴδατε τὰ δυὸ νησιὰ ποὺ εἶν᾿ ἐκεῖ ἀντίκρυ, ὣς τρία μίλια ἀνοιχτὰ στὸ πέλαγο;… Ἐκεῖ ἀνάμεσα εἶναι ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας. Ἐμένα τοῦ παραπαπποῦ μου, τοῦ σχωρεμένου, τοῦ εἶχε πέσει μιὰ φορὰ ἕνα κατσίκι, ἐκεῖ ποὺ πῆγε ν᾿ ἁρμυρίσῃ* κι ἐπνίγηκε μὲς στὴ λίμνη… Ἐζήτησε νὰ βρῇ τὸ ψοφίμι, μὴ φᾶνε τὰ ψάρια καὶ θεριέψουν, καὶ δὲν τὸ ηὗρε, οὔτε στὸν ἀφρὸ οὔτε στὸν πάτο. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ ηὗραν ψαράδες ἀνάμεσα στὰ δυὸ νησιά, ἐκεῖ πέρα… Τὸ εἶχε ρουφήξει τὸ μάτι τῆς λίμνης, καὶ τὸ εἶχε ξεράσει, πέρα κεῖ, ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας… Τ᾿ ἀλλουνοῦ παραπαπποῦ μου πάλι, τοῦ παπποῦ τῆς μάννας μου, τοῦ εἶχε φύγει μιὰ μέρα ἡ μαγκούρα του, κεῖ ποὺ πῆγε νὰ νιφτῇ, καὶ καθὼς ἦτον ξερὴ κ᾿ ἐλαφριά, τὴν ἐπῆρε τὸ κῦμα καὶ δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὴν φτάσῃ, γιατὶ, ὣς ποὺ νὰ βγάλῃ τὰ τσαρουχάκια του νὰ πατήσῃ μὲς στὸ νερό, ἡ μαγκούρα ἐπῆγε μακριά, κι ὁ παραπαππούς μου, Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, θὰ βουλιοῦσε νὰ πάῃ παραμέσα στὸ βοῦρκο. Ἐγὼ νὰ ἤμουν θὰ ἔπεφτα κολύμπι νὰ πάω νὰ πιάσω τὴ μαγκούρα, γιατὶ δὲ μοῦ βγαίνει κανένας στὸ κολύμπι. Ἐκείνου τοῦ καιροῦ οἱ ἀνθρῶποι, οἱ πρωτινοί, δὲν ἤξεραν, γλέπεις, κολύμπι, τοὺς ἔπιανε φόβος νὰ ἐμβοῦν στὴ θάλασσα. Καὶ νὰ μοῦ ἔμελλε ἡ μοῖρά μου νὰ πάθω τὸ τί πάθατε, θὰ ἐγλύτωνα κολύμπι, ὄχι σὰν ἐλόγου σας ποὺ πέσατε ὄξου.

― Μὰ κ᾿ ἐμεῖς γλυτώσαμε μὲ τὸ κολύμπι, εἶπε γελῶν ὁ νεώτερος τῶν ναυαγῶν.

― Ναί, γλυτώσατε, δὲ λέω, ἐπανέλαβεν ἀπτόητος ὁ χωρικός, μὰ νὰ ἤμουν ἐγώ… μὲ τὸ κολύμπι… θὰ γλύτωνα καὶ τὸ καΐκι… Ἂς εἶναι, τί σᾶς ἔλεγα; Ἄ! ναὶ γιὰ τὸν παραπαππού μου ποὺ ἔχασε τὴ μαγκούρα του. Τὴν Κυριακή, σὰν ἐπῆγε στὸ χωριὸ νὰ ψωνίσῃ, βλέπει ἕνα γέρο βαρκάρη κ᾿ ἐκρατοῦσε μιὰ μαγκούρα. Ὁ παραπαππούς μου τὴν εἶχε σημαδεμένη καὶ τὴν ἐγνώρισε. Ἦτον ἡ δική του. Τὸν ἐρωτᾷ ποῦ τὴν ηὗρε. Ὁ βαρκάρης τοῦ ἀποκρίνεται πὼς τὴν ηὗρε ἀνάμεσα στὰ δυὸ νησιά. Τότε ὁ παππούς μου δὲν τοῦ εἶπε τίποτε, μὰ ἐκατάλαβε πὼς τὴν εἶχε ρουφήξει τὸ μάτι τῆς λίμνης καὶ τὴν εἶχε ξεράσει ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας… Ὁ νουννὸς τοῦ παπποῦ μου πάλι, ὁ γερο-Κωνσταντὴς ὁ Κούμαρης, ηὗρε μιὰ μέρα ἕνα στραβόξυλο παλιό, μαῦρο, θαλασσοποτισμένο, μὲ τὲς τρύπες τῶν καρφιῶν γεμᾶτες σκουριά, ποὺ τὸ εἶχε βγάλει ἡ λίμνη στὰ ρηχά, βουλιαμένο ὅσο ποὺ τὸ σκέπαζε τὸ κῦμα. Ποῦ θελὰ-βρεθῇ τὸ στραβόξυλο στὴ λίμνη μέσα; Καΐκι, σὰν καληώρα τὸ δικό σας, γιὰ νὰ πέσῃ ὄξου, θά ᾽πεφτε στὴ θάλασσα, ὄχι στὴ λίμνη. Κατὰ πῶς φαίνεται, τὸ εἶχε ρουφήξει ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας καὶ τὸ εἶχε στείλει στὸ μάτι τῆς λίμνης, καὶ τὸ μάτι τῆς λίμνης τὸ ξέρασε… Ἀλήθεια, ἐπέφερεν ὁ χωρικός, αἰσθανθεὶς τὴν ἀνάγκην νὰ πάρῃ τὸν ἀνασασμόν του, ποῦ κοντὰ ἐπέσατε ὄξου, τουλόγου σας;

Ὁ γέρων ἀπήντησε δεικνύων διὰ τῆς χειρός:

― Στὸν κάβο, ἐδῶ κάτου.

Ὁ ἀγρότης ἐστάθη, ὡς νὰ ἐζήτει λόγους διὰ νὰ πεισθῇ αὐτὸς πείθων καὶ τοὺς ἄλλους· εἶτα ἐπανέλαβε μὲ ἀμυδρὰν ἀστραπὴν ἐπιθυμίας εἰς τὸ ὄμμα:

― Καὶ εἴχατε τίποτε φόρτωμα μὲς στὸ καΐκι;

Ὁ ἔμπορος, τοῦ ὁποίου τὴν πληγὴν ἤνοιγεν ἡ ἐρώτησις, ἔσπευσε μετὰ βαθέος στεναγμοῦ ν᾿ ἀπαντήσῃ:

― Δεκαοχτὼ τουλούμια τυρὶ εἶχα φορτωμένα ἐγώ, κ᾿ ἐβούλιαξαν.

― Δεκαοχτὼ τουλούμια τυρί! ἐπανέλαβε μὲ τόνον βασίμου ὑποψίας ὁ ποιμήν, σίγουρα θὰ τὰ κατάπιε ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας.

― Δὲν ἠμπορεῖ τὸ ἐλάχιστο νὰ τὰ ξεράσῃ πίσω τὸ μάτι τῆς λίμνης; ἠρώτησεν ἀκουσίως μειδιῶν, ἑρμηνεύων τὴν ἐλπίδα τοῦ ἐμπόρου ὁ νεώτερος τῶν ναυαγῶν.

― Δὲ γίνεται, εἶπεν ὁ χωρικός· τόσα κομμάτια δὲν μπορεῖ νὰ στείλῃ ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας στὸ μάτι τῆς λίμνης· νὰ ἦτον νὰ τὰ κατάπινε ἀπὸ ἕνα ἕνα τὸ μάτι, μποροῦσε νὰ τὰ βγάλῃ πίσω ὁ ἀφαλός.

Ὁ πραματευτὴς ἐφαίνετο ἐπιθυμῶν νὰ ἐρωτήσῃ τι καὶ διστάζων. Τέλος ἀποφασίσας, ἐστράφη πρὸς τὸν χωρικὸν καὶ τὸν ἠρώτησε.

― Καὶ ξέρεις τουλόγου σου εἰς ποιὸ μέρος τῆς λίμνης βρίσκεται αὐτὸ τὸ μάτι;

― Πῶς δὲν τὸ ξέρω! ἀπήντησεν ἐν πεποιθήσει ὁ ἀγρότης· τὸ ξέρω βέβαια· μὰ δὲν εἶναι νὰ ζυγώσῃ ἄνθρωπος ἐκεῖ κοντά· θὰ τὸν ρουφήξῃ χωρὶς ἄλλο τὸ μάτι· κι ἀπὸ μακριὰ ἀκόμα, ἠμπορεῖ νὰ τὸν τραβήξῃ, ἂν δὲ φυλαχτῇ. Ἐμεῖς τὸ ξέρουμε, κι ὅταν ψάχνουμε γιὰ χέλια μὲς στὸ βοῦρκο, φυλαγόμαστε, καὶ δὲ σιμώνουμε καθόλου σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μέρος.

Ὁ πραματευτὴς ἐταπείνωσεν ἄπελπις τὴν κεφαλήν.

Ὁ νεαρὸς ναυτικὸς ἔκαμε τὴν παρατήρησιν ὅτι τὸ μέρος ὅπου εἶχαν ναυαγήσει ἀπεῖχε μίλια ἀπὸ «τὰ δυὸ νησιά», ὅπου ὁ ἐπιστάτης ἔλεγεν ὅτι εὑρίσκετο «ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας». Ὁ χωρικὸς ἀπήντησε:

― Ναί, εἶναι μακριὰ… δὲν ἔχει νὰ κάμῃ… ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας τραβάει κι ἀπὸ μακριὰ τὰ πράματα ἅμα πέσῃ ὄξου κανένα καΐκι φορτωμένο…

* * *

Τὴν ἐπαύριον, ὅταν ὡδήγησε τοὺς τρεῖς ναυαγοὺς εἰς τὴν πολίχνην, ὁ ἐπιστάτης τῆς λίμνης, ἀφοῦ ἔπιε τρεῖς μαστίχας, διηγεῖτο εἰς ἓν καπηλεῖον εἰς ἐπήκοον πολλῶν:

― Τί θάμασμα ποὺ ἔγινε πίσω, στὴν Καναπίτσα!… Δεκαοχτὼ τουλουμοτύρια, τὸ φόρτωμα ἑνὸς καϊκιοῦ ποὺ ἔπεσε ψὲς ὄξου, τὰ ἐρρούφηξεν ὁ ἀφαλὸς τῆς θάλασσας, καὶ τὰ ξέρασε πίσω τὸ μάτι τῆς λίμνης… Θὰ φᾶμε χέλια παχιὰ φέτος, παιδιά… Ἀπὸ βδομάδα, σὰν ἀφήσῃ τ᾿ ἀφεντικό, θ᾿ ἀρχίσω νὰ τὰ ψαρεύω… Ἔπεσαν στὰ τυριά, φάγανε κι ἂ-δὲ φάγανε… τοῦ διαόλου τὰ χέλια, βρέ! Ὡς καὶ τὰ δερμάτια τὰ μισοφάγανε… τὰ κάμανε τρύπες-τρύπες, κόσκινο… Οὔτε ἕνα τουλούμι δὲ μπόρεσα νὰ γλυτώσω… Δεκαοχτὼ τουλούμια τυρί!

― Δεκαοχτὼ τουλούμια! ἐπανέλαβε μετὰ θαυμασμοῦ εἷς τῶν ἀκροατῶν.

― Δεκαοχτὼ τουλούμια, σωστά! Τὰ ξέρασε τὸ μάτι τῆς λίμνης… Τὰ ξεφαντώσανε τὰ χέλια καὶ τὰ κεφαλόπουλα!

Ὁ κάπηλος, ὡς νὰ ἦτο συνεννοημένος μαζί του, ἐξήγαγε ποντικοφαγωμένον τεμάχιον τυροδερματίου, καὶ τὸ ἐπέδειξεν εἰς πίστωσιν πρὸς τοὺς παρεστῶτας.

― Νά! ὅποιος δὲν πιστεύει, εἶπε· μονάχα αὐτὸ τὸ κομμάτι ἀπὸ ἕνα τουλούμι μπόρεσε νὰ γλυτώσῃ!

― Ἀλήθεια, ἐπεβεβαίωσε, λαβὼν τὸ τεμάχιον τοῦ ἀσκοῦ εἰς τὴν χεῖρα, ὁ ἐπιστάτης τῆς λίμνης· μὲ τὸ μαχαῖρι χρειάστηκε νὰ κόψω τὸ κεφάλι ἑνὸς χελιοῦ, διὰ νὰ τὸ γλυτώσω ἀπ᾿ τὰ δόντια του· νά ἀκόμη οἱ δοντιές του!

Κ᾿ ἐπεδείκνυε τὰ ἴχνη τῶν ὀδόντων τῶν ποντικῶν.

―Ὥστε, καλὰ εἶναι νὰ κάμουμε τώρα ἕνα δρόμο ὣς ἐκεῖ, ἢ γιὰ τυρὶ ἢ γιὰ χέλι; ἠπείλησεν εἷς τῶν παρεστώτων.

― Ἂ βάρδα μπένε*! θὰ χάσετε τὸν κόπο σας. Εἶναι σήμερα τ᾿ ἀφεντικὸ ἐκεῖ… εἶπεν ὁ ἐπιστάτης.

― Καὶ τ᾿ ἀφεντικὸ δὲ χωρατεύει, ὑπεστήριξεν ὁ κάπηλος… Δὲν τό ᾽χει γιὰ τίποτε νὰ σᾶς τουφεκίσῃ μὲ σκάγια, καὶ νὰ πῇ ὕστερα πὼς σᾶς πῆρε γι᾿ ἀγριόπαπιες, κ᾿ ἔκαμε γιαγνίς*.

* * *

Εὐδία ἦτο ἡ φθινοπωρινὴ ἡμέρα.

Ἀπὸ τῆς πρωίας ὁ πραματευτὴς ἔτρεχε νὰ εὕρῃ πορθμέα, ὅστις νὰ εἶναι καὶ ὀλίγον βουτηχτής, διὰ νὰ τὸν συμφωνήσῃ ν᾿ ἀναλάβῃ τὴν πρὸς ἀνεύρεσιν τῶν δερματοτυρίων ἔρευναν. Ἀλλ᾿ ὁ πρῶτος, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπηυθύνθη, τοῦ ἐζήτει τὰ μισὰ δερματοτύρια διὰ τὸν κόπον του, ὁ δεύτερος τοῦ ἐζήτησε μετρητὰ τριακοσίας δραχμάς, καὶ ὁ τρίτος τοῦ ἐζήτει ἐκ τῶν δεκαοκτὼ δερματοτυρίων τὰ ἑπτά, καὶ ἀκολούθως κατέβη ἕως τὰ πέντε. Τέλος ἐσυμφώνησε μ᾿ ἕνα τέταρτον πορθμέα διὰ τρία δερματοτύρια.

Ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεκίνησεν οὗτος νὰ ὑπάγῃ, ἦτο ἤδη δειλινόν.

Τὴν πρωίαν ὁ πρῶτος πορθμεύς, πρὸς τὸν ὁποῖον εἶχεν ἀποταθῆ, ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ Ξυνιώτης, ἀφοῦ δὲν ἐσυμφώνησε μὲ τὸν πραματευτήν, ἀπεφάσισε ν᾿ ἀνασύρῃ τὰ δερματοτύρια διὰ λογαριασμὸν ἰδικόν του. Ὅθεν, λαβὼν τὸν γάντζον του, ἔπλευσεν εἰς τὴν Καναπίτσαν καὶ ψάχνων σιγὰ-σιγὰ ἀνεῦρε καὶ ἡλίευσεν ἐκ τῶν δεκαοκτὼ τὰ δεκατρία δερματοτύρια.

Ὁ μπαρμπα-Γιάννης εὐχαριστημένος ὅτι δὲν ἔχασε τὴν ἡμέραν του ἡτοιμάζετο ν᾿ ἀπομακρυνθῇ δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ νὰ μεταφέρῃ ἀσφαλῶς οἴκαδε τὰ δεκατρία δερματοτύρια. Ἀλλὰ τὴν ἰδίαν στιγμὴν φθάνει μὲ τὴν βάρκαν του ὁ μπάρμπ᾿ Ἀποστόλης ὁ Χρυσοχέρης, καὶ τοῦ ζητεῖ μερίδιον ἀπὸ τὴν λείαν. Ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἠναγκάσθη νὰ τοῦ δώσῃ ἀπὸ τὰ δεκατρία δερματοτύρια τὰ τέσσαρα.

Πρὶν ἀπομακρυνθῇ ὁ μπάρμπ᾿ Ἀποστόλης, φθάνει ὁ γερο-Μανώλης ὁ Ἅπαντος, καὶ ζητεῖ καὶ οὗτος τὸ μερίδιόν του. Ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἠναγκάσθη νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὰ ἐννέα δερματοτύρια τὰ τέσσαρα.

Μόλις ἀπῆλθεν οὗτος, καὶ παρουσιάζεται ὁ μαστρο-Κωνσταντὴς ὁ Καλαφάτης, δανεισθεὶς ξένην βάρκαν, διὰ νὰ ἔλθῃ καὶ οὗτος νὰ ζητήσῃ τὸ μερίδιόν του. Ὁ μπαρμπα-Γιάννης ὁ Ξυνιώτης συγκατένευε νὰ τοῦ δώσῃ ἐκ τῶν πέντε, ὁποὺ τοῦ ἔμειναν, τὰ δύο, διὰ νὰ κρατήσῃ καὶ αὐτὸς τρία τοὐλάχιστον διὰ τὸν κόπον του. Ἀλλ᾿ ὁ μαστρο-Κωνσταντὴς δὲν ἑταιριάζετο, φωνάζων καὶ λέγων ὅτι ἀδικεῖ, ὅτι εἰς τοὺς ἄλλους ἔδωκεν ἀνὰ τέσσαρα, καὶ ὅτι θὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν καταγγείλῃ. Ὁ μπαρμπα-Γιάννης ἐβιάσθη νὰ τοῦ δώσῃ τὰ τέσσαρα, κρατήσας αὐτὸς ἓν διὰ τὸν ἑαυτόν του.

Ὅταν περὶ ὀψίαν δείλην ἔφθασε τέλος μὲ τὴν βάρκαν του ὁ Δημήτρης ὁ Φτελιός, ὁ πορθμεὺς τὸν ὁποῖον εἶχε συμφωνήσει ὁ πραματευτής, οἱ τέσσαρες λεμβοῦχοι εἶχαν γίνει πρὸ πολλοῦ ἄφαντοι. Ὁ Δημήτρης ὁ Φτελιός, μὲ τὸν γάντζον, μὲ τὴν πράγκαν* καὶ μὲ τὸ καμάκι, ἀφοῦ ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἀνεσκάλευσε τὸν πυθμένα τῆς θαλάσσης, κατώρθωσε καὶ ἀνεῦρε τρία ἐκ τῶν βυθισθέντων δερματοτυρίων, ὅσα ἀκριβῶς τοῦ ἐχρειάζοντο διὰ τὴν συμφωνηθεῖσαν ἀμοιβήν του. Τὰ λοιπά, τὰ εἶχε παρασύρει ἴσως ἡ θάλασσα, καὶ δὲν εὑρέθησαν.

Καὶ τοῦτο εὐλόγως συνέτεινε νὰ πιστευθῇ παρὰ πολλοῖς ἡ φήμη, τὴν ὁποίαν εἶχε διαδώσει ἀπὸ πρωίας ὁ ἐπιστάτης τῆς λίμνης ― ὅτι τὰ δεκαοκτὼ δερματοτύρια τὰ εἶχε καταπίει ὁ ἀφαλὸς τῆς θαλάσσης, ὅτι τὰ εἶχε ξεράσει τὸ μάτι τῆς λίμνης, καὶ ὅτι οἱ ἐγχέλεις τὰ κατέφαγαν.

(1893)







"ΜΑΝΤΑΤΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ" ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΕ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΡΘΑΣ ΚΑΝΑΡΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΑΔΩΝΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ



ΜΑΝΤΑΤΟ ΛΥΠΗΜΕΝΟ 

ΣΤΙΧΟΙ: ΜΑΡΘΑ ΚΑΝΑΡΗ 
ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΑΔΩΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ 
ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΣΗ: ΑΛΕΞ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 

Άνοιξη που ρθες να με βρεις 
Και μου ‘ φερες χειμώνα 
πες μου πως είναι ψεματα 
Πως όνειρο είναι ολα 

Νύχτα πικρή που μου δωσες 
Μαντάτο λυπημένο 
Πώς άφησες τον Ήλιο μου 
Να βρούνε σκοτωμένο? 

Πού ν' ακουμπήσω την ψυχή 
Τα μάτια πως να κλείσω 
Πως να μισέψω τη σιγή 
Πως να τον λησμονήσω ( ρ) 

Αποσπερίτη που περνάς 
Καθ ώρα απ την αυλή μου 
Γείρε και δες τ'ανάθεμα 
Σκοτώσαν το παιδί μου 

Σπλάχνο μου σε λαβώσανε 
Σου κόψαν τα φτερά σου 
Και μόνη μου μ αφήσανε 
Να λιώνω μακρυά σου 

Που ν' ακουμπήσω την ψυχή 
Τα μάτια πώς να κλείσω 
Πώς να μισέψω τη σιγή 
Πώς να τον λησμονήσω ( ρ)







Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

ΖΩΗ ΧΑΤΖΗΘΩΜΑ "ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ"

Το χιούμορ είναι αφροδισιακό λένε. Από χιούμορ είμαστε χορτάτοι στη χώρα αυτή, μπουκώσαμε, δε θα πάρουμε και γλυκό για επιδόρπιο. Η χώρα των εκπλήξεων και των δυνατών πλήξεων. Η χώρα που θα έκανε τους ‘’Άλλους...τους ξένους...τους κακούς’’ να τρίβουν τα μάτια τους από τις ικανότητές μας. Και παρά το τρίψε τρίψε, το τζίνι με τις ευχές δε θέλει να εμφανιστεί. Λίγο η δεκάχρονη κρίση, λίγο η πανδημία , λίγο οι φίλοι που πια δε γνωριζόμαστε με τις μάσκες, λίγο που μεγαλώνουμε και χάνουμε στροφές, δε θέλει πολύ να σκέφτεται κανείς φωναχτά στο δρόμο. Και ό,τι πίστεψε, αγάπησε και θεοποίησε τώρα το διαστρεβλώνει και το εξευτελίζει με καρδούλα ελαφριά. “Αχ, πού ‘σαι, νιότη, που δειχνες πως θα γινόμουν άλλος!”
Λένε ακόμη ότι το καλύτερο φάρμακο είναι να κοιμάσαι με τη συνείδησή σου καθαρή και με σωθικά πλημμυρισμένα από αγάπη . Με μια αγάπη που θα δίνεται, θα λέγεται και θα πιστοποιείται στην ώρα της. Να αγαπάς τους ανθρώπους και να τους το λες. Να τους αγκαλιάζεις λες και θα είναι η τελευταία σας αγκαλιά. Γιατί μπορεί και να είναι.
Εδώ και πολύ καιρό, υπάρχουν τόσα πράγματα που φοβόμαστε ότι θα γίνουν για τελευταία φορά : Τελευταίο καλοκαίρι, τελευταίες διακοπές, τελευταίες συναντήσεις με φίλους, με έρωτες… Μοιάζει με σκοτεινό δωμάτιο και ψάχνουμε να κρατηθούμε από κάπου . Ας γίνει ό,τι στην ευχή θέλει πια να τελειώνουμε. Περιμένουμε το θαύμα. Περιμένουμε ένα εμβόλιο. Περιμένουμε να νοσήσουμε από τον ιό, λες και όλες οι υπόλοιπες αρρώστιες έχουν εξαφανιστεί. Περιμένουμε έναν σωτήρα πολιτικό, αλλά δεν έχουμε ακόμη μάθει ότι μόνο εμείς θα σώσουμε τους εαυτούς μας. Περιμένουμε τη χαρά. Την ξενοιασιά και να ζήσουμε ξανά μεγάλα ξενύχτια. Και να ψάχνουμε γιατί δεν κοιμόμαστε: Επειδή σκεφτόμαστε κάτι όμορφο που δε μας αφήνει να κοιμηθούμε; Ή δε θέλουμε να κοιμηθούμε, για να μη χάσουμε αυτό το όμορφο που έχουμε φυλαχτό στο μυαλό και φέρνει πεταλούδες στην καρδιά και φτερά στους ώμους;
Το φετινό καλοκαίρι είχε έναν αδιόρατο φόβο, ένα τέλος να πλανάται στην ατμόσφαιρα. Και ένα ξαφνικό ξύπνημα: “Άνοιξε τα μάτια σου, γιατί κάποιοι σε δουλεύουν εκεί έξω ή τα δικά σου προαισθήματα αισιοδοξίας σε παίζουν για την πλάκα”. Αλλά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα!
Μας αξίζει το καλύτερο. Και ποιος σου λέει ότι το καλύτερο που περιμένεις να σου ορμήξει από το παράθυρο δεν είναι αυτό το άλλο που πάλι απλώς θα συνηθίσεις; 
Υπάρχει η αρχή και το τέλος. Στανταράκι. Και το ενδιάμεσο θέλει κότσια και αγώνες. Αυτό το λέω Ζωή. Προσπάθησε στο μεσοδιάστημα να έχεις έναν μεγάλο έρωτα που θα σου κόψει την ανάσα και να νοιάζεσαι για τον διπλανό σου, έστω και αν αυτό σημαίνει ξεβόλεμα.
Αγώνες και αγωνίες. Και δεν παραιτούμαστε, μόνο προχωράμε, γιατί δεν υπάρχει δικαίωμα στην οπισθοχώρηση και η επιλογή είναι μόνο μία. Δεν είναι μαγκιά, δεν είναι εξυπνάδα και τσιτάτα της στιγμής, είναι δικαίωμα στο να κρατηθεί η προσωπική σου αξιοπρέπεια και ο αυτοσεβασμός με συγκεκριμένες πρακτικές και συμπεριφορές.
Πεπερασμένο και αιώνιο: Κανείς δεν ξέρει ούτε το πότε, ούτε το πώς, ούτε το πού : Τόσο γοητευτικά ερεθιστικό που δεν έχουμε ιδέα για το τέλος μας. Και τόσο σχεδόν παιδικά συγκινητικές οι προσπάθειές μας να κρατηθούμε από κάπου: 
Από μνήμες, από αρώματα, γεύσεις, εικόνες, αγγίγματα...Το κλάμα ενός μωρού, τα ροζιασμένα χέρια του πατέρα, την πρώτη μέρα στο σχολείο, ένα γιορτινό τραπέζι με συγγενείς, μια απώλεια, το χαρτζιλίκι που μας έβαζε ο παππούς συνωμοτικά στο χέρι, λες και ανταλλάσσαμε κάτι παράνομο, όμορφους ανθρώπους. Κάψουλες οξυγόνου, ανάσες και συνεχίζουμε.
Μεγαλώνουμε και αλλάζουμε, συνεχίζουμε να συμπεριφερόμαστε σαν αιώνιοι, αλλά τώρα μας τρομάζουν τα τηλέφωνα που χτυπούν μέσα στη νύχτα. Και μετά σιωπή. Η ψυχή μας και οι αντιφάσεις μας. Ίσως αυτό να είναι η αδυναμία, αλλά και το υπερόπλο μας.
Τι καλοκαίρι κι αυτό, ξερό, αφυδατωμένο, με φτωχή πανσέληνο και με συναισθήματα που έχουν χάσει τη λάμψη τους. Προλαβαίνουμε να πούμε ένα δυνατό “Θα πέθαινα για σένα” πριν γυρίσει η κλεψύδρα; Δεν είναι όλα λογοτεχνία, είναι ζωή, μα και στα δύο υπάρχει πολλή αξόδευτη αγάπη. Κάπου εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι που μας έχουν ανάγκη.
Το φετινό καλοκαίρι έφερε απώλειες και σκέψεις που σιγά σιγά θα σβήσουν, όπως το σημάδι από το μαγιό. 
Ας μην πάρει αγάπη και τους ανθρώπους της καρδιάς μας. 
Μη μας τρολάρεις άλλο, σε παρακαλώ, μην πάρεις εκδίκηση για όλα όσα όμορφα τολμήσαμε να ζήσουμε!
 Ζ.Χ.










ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΑΛΑΣ "ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020 & Μελαγχολία τον Αύγουστο"





























ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2020

Μελαγχολία καλοκαιρινή,
η Αμάρυνθος φέτος ήταν διαφορετική.
φάνηκε απ’ την αρχή του καλοκαιριού,
λιγοστός κόσμος το πρωί στην παραλία,
ίδια εικόνα το βράδυ στην πλατεία.
Χθες 29 Αυγούστου ήταν η γιορτή τ’ Αη Γιαννιού,
άλλοτε με φώτα και τραγούδια του πανηγυριού.
Φέτος ήταν η χρονιά του κορωνοϊού.
Με προσκυνητές η εκκλησία δε γέμισε,
ούτε έγινε η καθιερωμένη λιτανεία
στην αυγουστιάτικη διαφορετική πορεία,
μια νοσταλγία,
για τα περασμένα χρόνια,
που ελπίζουμε να ξαναζήσουμε.

Αμάρυνθος 30-8-2020
Γιάννης Κοκκάλας

💚    💚    💚    💚

Το ποίημα σε παλαιότερη μορφή πριν 6 χρόνια .

 Μελαγχολία τον Αύγουστο

Μελαγχολία τον Αύγουστο, η Αμάρυνθος σήμερα άδειασε,
φάνηκε το πρωί στην παραλία, το βράδυ στην εκκλησία.
Χθες τελευταία γιορτή ήταν τ’ Αη Γιαννιού,
με φώτα και τραγούδια του πανηγυριού.
Από προσκυνητές όλο το χωριό γέμισε,
είναι καθιερωμένο στην αυγουστιάτικη πορεία,
που συνοδεύει πάντα μια νοσταλγία,
για εκείνα τα χρόνια που ’φύγανε,
αλλά στην καρδιά μας μείνανε...

Αμάρυνθος 30-8-2014
Γιάννης Κοκκάλας






ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΟΥΡΟΣ "Τελευταία πράξη;"

















Τα Άγια των Αγίων τοις μυστηρίοις
πολιορκούνται ξεχασμένα σε Άγια Τράπεζα
που έγινε τραπέζι πενιχρό
μπροστά στα μπαγιατεμένα τού κόσμου τούτου.
Πυροδοτούν νεφέλες ύπουλες,
αδιέξοδες και κενές από τη σοφία τού Θαβώρ
που κάποτε αποκαλύφθηκε.

Όπου θέλει πνεί το Πνεύμα το Άγιον,
όχι ως πνεύμα επουράνιο αλλά εδαφιαίο.
Πνοή ζωής και ευχάριστης ευωδίας.

Λένε πως αν κάνεις για λίγο ησυχία
θα ακούσεις στον τοίχο να αντικρούει η ηχώ αρχαγγέλων
την κρούστα επιχειρημάτων προσώπων που δεν αγωνίζονται
να σωπαίνουν όταν πρέπει.
Δεν θέλουν ίσως τ’ αφτιά τους
να το παραδεχθούν το “Κύριε ελέησον”
που λες και περιμένεις αυτό που ήδη έγινε.
Που είναι βαμμένο άφθαρτα
στον χρόνο σε τοίχους που δακρύζουν από υγρασία
και λησμονιά άγνοιας.

Το απεδέχθησαν απ’ ό,τι φαίνεται ως ιστορικό απότοκο
ιστορικής κατά κόκκινης αιμορραγίας
κι όχι ως κληρονομιά ζωής ποθητής.
Το πίστεψαν ως κτήμα αλλοδαπών·
όχι μετανοημένης ευκαιρίας.

Αυτά μόνον στα ράφια αρχείου θα τα ψάξεις:
“Πράξις πρώτη:
Κτηματολόγιον πράξῃ ἀπραγίας τῇ 29ῃ Μαΐου 1453.
Πράξις δευτέρα:
Συνέχεια μεσιτείας κτήματος ἀρχῆς δολίας χρησικτησίας τῇ 10ῃ Ἰουλίου 2020.
Ὁ ὑπογράφων: ἐγωπαθής δῆθεν ἡγέτης ἀκέφαλος.”

«Τελευταία πράξη;»
Κάποιος φωνάζει από το βάθος τού ναού και περιμένει μιαν απάντηση…

«Συγγνώμη δεν άκουσα. Η υπογραφή τίνος είπατε να σημειώσω;»

Σάββατο, 11η Ιουλίου 2020,
Βασίλειος Δούρος



 




ΕΛΕΝΗ Θ.Π. ΛΟΥΚΑ "Ντύθηκε αγάπη ο γιαλός"



Στιγμές ανούσιες κενές
μες του βυθού την κρύπτη
πως να δεχθούν οι ακρογιαλιές
μιας θάλασσας την λύπη

Εκεί στου φάρου την κορφή
π’ ακροβατούν οι μνήμες
πως να σταθούν με στην βροχή
σ’ ανέμων χίλιες δίνες

Πόρτες ανοίγει ο ουρανός
βγήκε της άνοιξης το φως
άπλωσε ο έρωτας φτερά
ταξίδι νέο ξεκινά

Ντύθηκε αγάπη ο γιαλός
βρήκε λιμάνι ο ναυαγός
το κύμα φέρνει την χαρά
αλλάζει ρούχα η αμμουδιά

Ελένη Θ. Π. Λουκά






Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Μαρίνα Βολουδάκη – «Από Ποίηση» @ Micraasia Fez. – Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου.




Με κύριο άξονα την συνύπαρξη του λόγου και της μουσικής, η Μαρίνα Βολουδάκη ερμηνεύει μελωδίες ποιητών που άφησαν ανεξίτηλα το σημάδι τους στο χρόνο, δίνοντας έτσι μέσα από τη δύναμη της απλότητας μια νέα ποιητική πνοή στην «από-ποίηση» της πολυσύνθετης και απρόσιτης πλευράς στη ζωή μας.

Τραγουδώντας και γειτονεύοντας με όλους όσους αισθάνονται και αγαπούν την αλήθεια της μουσικής κάνει τη δική της «παρά-στάση» στον οικείο χώρο του Micraasia – Fez.

Μαζί της συνοδοιπόροι σ’ αυτό το ταξίδι της Τέχνης και του Λόγου θα είναι οι αξιόλογοι μελωδοί μουσικοί:

Αρετή Κοκκίνου (κιθάρες – μαντολίνο – επιμέλεια ενορχήστρωσης).
Σταύρος Παργινός (τσέλο – μαντολίνο).
Ευάγγελος Ζωγράφου (κοντραμπάσο).

Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά – σιγά βουλιάζει.
Και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της.
Και είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας κάνει αύριο πανιά.
Γ. Σεφέρης
(Από το «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»)




Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου
Ώρα έναρξης 21:00 
Micraasia Fez
Κωνσταντινουπόλεως 70 – Γκάζι
Κρατήσεις: 6979 679926, 6944 140795



















Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

ΚΙΟΥΛΑΧΟΓΛΟΥ Χ. ΓΕΩΡΓΙΑ "ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ"





Έσπεροι πόθοι μου, θλιμμένοι απόψε, αργά στο σκοτάδι γλιστράτε.
Καημοί και μαράζια μου, στους ανέμους αμίλητοι τώρα σκορπάτε.
Για ποια δύση, της αυγούλας σας το όνειρο χωρίς οίκτο σκοτώσατε;
Λουσμένα με δάκρυα, τα χρέη των άλλων ακριβά τα πληρώσατε.

Το φτηνό τους φιλί, Ιούδες αχρείοι, στην καρδιά μου ακουμπήσανε
και ευθύς, σε πανέρια, για τον πρώτο τυχόντα φτηνά με πουλήσανε.
Αγάπης αντίλαλοι ήταν, απόηχοι όρκοι τα λόγια που τάζανε,
Σφαχτάρι μου αθώο, για θυσία αισχρή και αναίσχυντη εξ’ αρχής σε ετοιμάζανε…

Πλοία κουφάρια που τα ταξίδια τους, στο αύριο πάντα τ’ αφήνανε
στο γιαλό βυθισμένα, σαν ναυάγια νεκρά εκεί μείνανε.
Κι όλο λέγαν, πως τάχα το πέλαγος με λαχτάρα ποθούσαν
μα σαν σήκωνε κύμα, του γιαλού το προσκέφαλο με πάθος φιλούσαν.

Με θαμμένες τις άγκυρες, παραμύθια ονειρεύονταν για μεγάλα ταξίδια
μα με πέτρες στα αμπάρια τους, το σκαρί τους κρατούσαν δεμένο γερά στην συνήθεια.
Και φαντάζονταν, πως φρεγάτες στην θάλασσα, τα πανιά τους ανοίξανε
μα σαν βγήκαν στο πέλαγος, στην πρώτη ευκαιρία με μανία με πνίξανε

Μένει τώρα, να γυρνά σαν το φάντασμα το κουφάρι τους άδειο
και νομίζουν πως πνίγηκα, στου βυθού τους τον άβαθο πάτο.
Μα οι έσπεροι πόθοι μου, ανέσπερα όνειρα ήταν και ζήσανε
και την δύση αφήνοντας, στης αυγούλας τα χρώματα πίσω γυρίσανε.

Κιουλάχογλου Χ. Γεωργία














ΓΙΩΡΓΗΣ ΒΡΕΝΤΖΟΣ - ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



Σμιλεύω την ψυχή μου με το λόγο του Θεού
και στη ροή του χρόνου αποκοιμιέμαι 
για να ξυπνήσω απάνω στη βοή του κεραυνού 
μα πάλι από τη λήθη ξεγελιέμαι. 

Εικόνες ευλογίας με μια πύρινη γραφή 
του παραδείσου πρόγευση σου δίνουν 
και γεύεσαι το άπιαστο και το ονειρικό 
εκεί που οι λέξεις χάνονται και σβήνουν.

 Ανατολή μου δώσε στους ανθρώπους τα κλειδιά 
και πάρε με γι' αντάλλαγμα εμένα 
να ξεκλειδωσουν και να σπάσουν τα βαριά δεσμά 
έτσι να εκπληρωθούνε τα γραμμένα.... 

Γ.Β


Ατενίζοντας την ομορφιά της απόλυτης απλότητας 
μέσα σε ένα στιγμιαίο και απροσδόκητο 
φτερούγισμα του νου προς το όλον, 
κατάλαβα πως εγώ εμποδίζω το φως 
να εισέλθει μέσα μου. 
Η παγκόσμια αρμονία είναι κομμάτι μου 
κι ο εαυτός μου δικό της. 
Δεν είναι οι φόβοι μου αληθινοί 
ούτε και οι σκέψεις μου είμαι εγώ. 
Ακούω την αμφιβολία να με απειλεί 
ότι όλα είναι μάταια. 
Μα αν δεν αφήσω την ομορφιά 
και την ελπίδα να με κρατήσουν
 από τα χέρια, 
πώς θα μετατρέψω την άγνοια
 σε συνειδητοποίηση 
και την λήθη σε δημιουργία; 
Η προσωπική μου ζωή είναι βιβλίο 
την οποία κάθε σελίδα της 
κινεί ο άνεμος. 
Μα μέσα υπάρχουν παραδόξως 
ολλονών τα γραμμένα.
 Διότι όλοι μας ζούμε σε ένα μυθιστόρημα 
κάποιου συγγραφέα. 
Δεν έχει σημασία ποιος είναι ο ήρωας 
ή ποιαα είναι η ηρωίδα. 
Ο καθένας ζει εκείνο που έχει οριστεί.... 

Αλλού κίνησα να πάω 
κι αλλού βρέθηκα. 
Μα οι δρόμοι όλοι κάπου θα ενωθούν.
 Κι αυτό λέγεται το τέλος 
του μυθιστορήματος.....

Γ.Β

Οι πίνακες είναι της Georgia  O'Keeffe



















Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Carpe "Η αξιοπρέπεια του μέλλοντος"

Montserrat Gudiol art

Ξενυχτώ ανήμπορος,

ανασαίνω δύσκολα

σε έναν ουρανό φιμωμένο

εκτεθειμένο στις παρανομίες

των σπάταλων ψυχών.

Το σχήμα της ζωής γκριζάρει,

μια πλήρης περιστροφή

ανανεώνει τον κύκλο της.

Απαγορεύονται οι μεταμεσονύχτιες επαφές

εκθέτουν την αξιοπρέπεια του μέλλοντος.

Για λίγα δευτερόλεπτα

έκθαμβος μένω

μπροστά σε δυο κορμιά αποκαμωμένα

από την εισβολή της ματαιότητας.

Carpe.







ΟΛΓΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ "ΦΟΒΟΣ"

ΦΟΒΟΣ Της Ποιήτριας του Φωτός κ της Αγάπης ΟΛΓΑΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ


ΦΟΒΟΣ

Ο καταρράκτης του χρόνου κυλά 
με ύψιστη ταχύτητα… 
Νυσταγμένες παρουσίες, ο ουρανός μας κενός… 
Καλύτερες οι απουσίες. 
Ατένισε το ηλιοβασίλεμα, 
άκουσε τον καλπασμό των Κενταύρων, 
που προσπαθούν ν’ αγγίξουν τον Ωρίωνα. 
Η σιωπή μας έκρυβε 
την πιο κραυγαλέα ερώτηση: 
Που είσαι Αγάπη; 
Το ασύλληπτο ονειρευόμαστε… 
Έ να δάκρυ κυλά περιγράφοντας 
το σημερινό πρόσωπο της αιωνιότητας. 
Αντίσταση…
όπως αντιστάθηκε ο Αίαντας 
στην ορμή ανθρώπων και θεών. 
Αργοβυθίζεσαι στις στιγμές ματαιότητας, 
ν’ αγκαλιάσεις θέλοντας όλον τον κόσμο. 
Μα οι άνθρωποι φοβούνται, το βλέμμα απλανές. 
Τους αγκαλιάζει όλους ο Φόβος 
Ο δικτάτορας των ψυχών…. 

ΟΛΓΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ 
Ποιητική συλλογή ΑΜΦΙΣΗΜΙΕΣ






Τζoν Λοκ - John Locke (29 Αυγούστου 1632 – 28 Οκτωβρίου 1704)

Αν ένας ηγεμόνας χρησιμοποιεί την εξουσία του εναντίον του λαού του, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον αντιμετωπίσει με Βία. Ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η Βία. 
Δοκίμια περί διακυβερνήσεως

Ο Τζoν Λοκ (John Locke,29 Αυγούστου 1632 – 28 Οκτωβρίου 1704) ήταν Αγγλος φιλόσοφος και ιατρός, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πλέον σημαίνοντες στοχαστές του Διαφωτισμού και είναι ευρύτερα γνωστός ως ο Πατέρας του  Κλασικού Φιλελευθερισμού.

Ο Λοκ αποτελεί τον κύριο αντιπρόσωπο του αγγλικού κινήματος του εμπειρισμού . Μαζί με τον Ντέβιντ Χιουμ  (1711-1776) και τον  Τζωρτζ Μπέρκλεϋ (1684-1753) σχηματίζει το τρίπτυχο των φιλοσόφων του αγγλικού Διαφωτισμού και του επερχόμενου εμπειρισμού.

Η πολιτική του φιλοσοφία ότι ο λαός έχει το δικαίωμα της αντίστασης επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Αμερικανική Επανάσταση, το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, την Γαλλική Επανάσταση  καθώς και το πρώτο Σύνταγμα της Γαλλίας , και με αυτόν τον τρόπο τα Συντάγματα των περισσοτέρων φιλελευθέρων κρατών. Αυτή η πολιτική του φιλοσοφία είχε επιφανειακά τον χαρακτήρα μίας επιφανειακής επίδοσης. Είχε περιληφθεί σε δύο δοκίμια, που δημοσιεύθηκαν το 1960 με το συγκεκριμένο σκοπό να υπεραμυνθούν της επανάστασης. Από τα δοκίμια αυτά, το πρώτο όπου αντέκρουσε τον Filmer, είχε παραδοσιακό χαρακτήρα. Η δεύτερη διατριβή του όμως είχε τόση σημασία που δεν περιοριζόταν στα πράγματα του καιρού του. Ξεκινούσε από το παρελθόν, περνούσε όλη την περίοδο των εμφυλίων πολέμων, και διασταυρωνόταν με το έργο του Hooker, Ecclesiastical Polity, που συνόψιζε την πολιτική σκέψη της Αγγλίας ως την εποχή της παλινόρθωσης, και πριν από τη ρήξη μεταξύ κοινοβουλίου και βασιλιά. Χάρη στον Hooker, ο Locke γνώρισε όλη την μακρά παράδοση της μεσαιωνικής πολιτικής σκέψης, ως τον Θωμά Ακινάτη, όπου οι ηθικοί περιορισμοί της εξουσίας, η ευθύνη των ηγετών προς τις κοινότητες που κυβερνούν και η υποταγή της κυβέρνησης στους νόμους αποτελούσαν αξιώματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Locke ήταν στραμμένος προς το παρελθόν. Το κύριο χαρακτηριστικό της ιδιοφυΐας του δεν ήταν ούτε η ευρυθμία ούτε η λογική, αλλά ένας ασύγκριτος κοινός νους που μπόρεσε να περισυλλέξει τις σημαντικότερες πεποιθήσεις στη φιλοσοφία, την πολιτική, την ηθική και την παιδεία, όσες είχε κληροδοτήσει το παρελθόν στα φωτεινότερα πνεύματα της γενεάς του.

Οι απόψεις του

Αν ένας ηγεμόνας χρησιμοποιεί την εξουσία του εναντίον του λαού του, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα να τον αντιμετωπίσει με Βία. Ο σωστός τρόπος για να αντιμετωπιστεί η παράνομη βία της εξουσίας είναι η ίδια η Βία. Δοκίμια περί διακυβερνήσεως

Ο Άγγλος φιλόσοφος θεωρούσε ότι οι άνθρωποι σε φυσική κατάσταση δεν ήταν τόσο επιθετικοί, αλλά κυρίως κοινωνικοί, δημιουργικοί, λογικοί και σώφρονες. Ενδιαφέρονταν έτσι να συγκροτήσουν πολιτισμένες κοινωνίες. Γι' αυτό συνήπταν «κοινωνικό συμβόλαιο» με το κράτος  με αμοιβαίους όρους. Αποδέχονταν να περιορίσουν την ελευθερία τους και σε αντάλλαγμα το κράτος έπρεπε να εγγυηθεί για τη διασφάλιση των φυσικών τους δικαιωμάτων: της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας. Εάν το κράτος παραβίαζε το «κοινωνικό συμβόλαιο», οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα να το λύσουν και να εξεγερθούν.

Η ψυχή είναι άγραφος πίνακας (tabula rasa). Δέχεται ιδέες και γνώσεις από την εμπειρία.

Οι κατηγορίες των ποιοτήτων

Ο Λοκ χώρισε τις ποιότητες των σωμάτων σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη ομάδα αποδίδονται οι πρωτεύουσες ποιότητες και αφορούν σε μεγέθη κυρίως της φυσικής όπως : η έκταση, η κίνηση, η στερεότητα, ο όγκος, η μορφή, η υφή και ο αριθμός που η αντίληψη του γίνεται μόνο από το νου. Οι πρωτεύουσες ποιότητες ενυπάρχουν στα σώματα και ως εκ τούτου δεν απαιτούν για να υπάρξουν να είναι αντιληπτές. Στη δεύτερη και τρίτη ομάδα ενώνονται οι δευτερεύουσες ποιότητες που αποτελούν άμεσα αντικείμενα των αισθήσεων όπως τα χρώματα οι ήχοι και οι γεύσεις και οι δυνάμεις ή έμμεσες επιδράσεις δυνάμεων (η δύναμη της φωτιάς που τήκει τον χρυσό). Η διάκριση που κάνει ο Λοκ μεταξύ των πρωτευουσών και δευτερευουσών ποιοτήτων ανάγεται στην τοποθέτηση του:

Οι ιδέες των πρωτευουσών ποιοτήτων των σωμάτων είναι ομοιώματα αυτών, και τα πρότυπά τους ενυπάρχουν όντως στα ίδια τα σώματα, αλλά, οι ιδέες που παράγονται μέσα μας από τις δευτερεύουσες ποιότητες, δεν έχουν καμία απολύτως ομοιότητα με αυτές.

Ο Λοκ ως παιδαγωγός

Ο Λοκ θεωρούσε ιδανική την αγωγή που συνδυάζει τον φυσικό τρόπο ζωής, την σωματική αγωγή και την σκληραγωγία. Πίστευε πως για την διαμόρφωση του χαρακτήρα σημασία έχει περισσότερο το γενικότερο περιβάλλον και η καθημερινή τριβή με τα άτομα παρά η συστηματοποιημένη διδασκαλία. Έδινε σημασία στην αγωγή του παιδιού μικρής ηλικίας, το οποίο πρέπει είναι κοντά στον φυσικό τρόπο ζωής και μακριά από την χλιδή. Το πνεύμα του παιδιού, με άλλα λόγια, πρέπει να διατηρείται ζωντανό και ελεύθερο. Ήταν υπέρμαχος των ατομικών μαθημάτων, καθώς πίστευε πως ούτε καν δυο παιδιά δεν μπορείς να τα μεταχειριστείς με τον ίδιο τρόπο. Ο δάσκαλος που θα παραδίδει τα ιδιαίτερα μαθήματα πρέπει να είναι κυρίως κάτοχος ηθικών αρετών παρά συγκεκριμένων γνώσεων. Οι γνώσεις αξίζουν όταν τις κατέχουν άνθρωποι με σωστή συμπεριφορά, άνθρωποι όμως χωρίς ψυχική ευγένεια γίνονται κατά τον Locke «εύκολα ακόμη πιο ανόητοι και κακοί». Έβλεπε την μάθηση ως ένα χαλαρό και παιγνιώδες αντικείμενο. Το παιδί θα πρέπει να αγαπήσει αυτό που μαθαίνει και όχι να εξαναγκαστεί. «Είναι καλύτερα να μάθει το παιδί να διαβάζει ένα χρόνο αργότερα παρά να του δημιουργηθεί αποστροφή προς το διάβασμα». Τέλος θέλει μια μάθηση ανοιχτή στον κόσμο και εκτιμά την χειρωνακτική εργασία για όλους τους ανθρώπους.

Φυσικός νόμος

Για τον Λοκ, ο άνθρωπος στην φυσική του κατάσταση υπακούει μονάχα σε έναν απαράβατο και θεμελιώδη νόμο της φύσης, που τον ονομάζει φυσικό νόμο, και έχει ως στόχο την αυτοσυντήρηση και διατήρηση του αγαθού της ζωής για το άτομο (ο Χομπς είχε σταματήσει στο άτομο την αναφορά του) και την κοινωνία.Υποδηλώνει αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, που εκχωρούν τα φυσικά τους δίκαια, και στους φορείς της πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι οφείλουν να τα διαφυλάττουν. Μόνο εφόσον η πολιτική εξουσία διασφαλίζει τα φυσικά δίκαια, μπορεί να διατηρηθεί αυτή η σχέση εμπιστοσύνης.Αν το αίτημα της διασφάλισης δεν ικανοποιείται, τότε παραβιάζονται οι όροι, του καταπιστεύματος και αυτομάτως αίρεται η εμπιστοσύνη.

Η νομιμότητα της πολιτικής εξουσίας κρίνεται από το εάν και κατά πόσον τηρεί το καταπίστευμα που της εμπιστεύονται οι πολίτες. Ωστόσο, οι παραβιάσεις της αρχικής συμφωνίας από την πολιτική εξουσία δεν γίνονται πάντα με τον ξεκάθαρο τρόπο της βίαιης κατάκτησης και κατοχής. Πολλές φορές καλύπτονται από την επίφαση της νομιμότητας. Αυτό συμβαίνει όταν η εξουσία διαθέτει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της νόμιμης κυβέρνησης, αλλά στην πράξη αθετεί το καταπίστευμα. Ο Φιλελεύθερος Λοκ θέτει με σαφήνεια πέντε διαφορετικά ενδεχόμενα παραβίασης του καταπιστεύματος από μια φαινομενικά νόμιμη και δίκαιη κυβέρνηση. Η αναζήτηση αυτών των ενδεχομένων δεν έχει μόνο ιστορική αξία. Ασφαλώς είναι σημαντικό να διερευνηθεί ο τρόπος που…τα προσδιόρισε εκείνος στο πολιτικό περιβάλλον της εποχής του. Αυτό, όμως,που είναι σημαντικότερο είναι η αναγωγή των θεωρητικών σχημάτων παραβίασης του καταπιστεύματος στο πρακτικό επίπεδο της σημερινής εποχής με ιδιαίτερη αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα.

1. Η πρώτη συνθήκη εμφανίζεται όταν όσοι νομοθετούν δεν είναι αυτοί που όρισαν οι πολίτες για το σκοπό αυτόν. Η εθνική κυριαρχία,όμως, δεν ανήκει στην πολιτική εξουσία ώστε να μπορεί να τη μεταβιβάσει ή να την απεμπολήσει. Υπό αυτή την έννοια, η μεταβίβαση εθνικής κυριαρχίας σε τρίτους καθιστά έκνομη την πολιτική εξουσία και δικαιολογεί την προσφυγή στην ανυπακοή.

2. Πέρα από την άμεση καταστρατήγηση της νομοθετικής εξουσίας που εμφανίζεται όταν το νομοθετικό έργο επιτελείται από φορείς που δεν έχουν οριστεί από την κοινότητα ως νομοθέτες, υπάρχει και το ενδεχόμενο παρεμπόδισης της λειτουργίας της νομοθετικής εξουσίας, πράξη που συνιστά έμμεση παραβίαση του καταπιστεύματος.

3. Η τρίτη συνθήκη αθέτησης του καταπιστεύματος συντελείται όταν αλλοιώνεται ο μηχανισμός εκλογής του νομοθετικού σώματος.

4. Η τέταρτη συνθήκη παραβίασης του καταπιστεύματος αφορά στην παράδοση της κοινότητας στον έλεγχο και στην εξουσία μιας ξένης δύναμης.

5. Οι προηγούμενες τέσσερις συνθήκες συνιστούν ενεργητικές παραβιάσεις του καταπιστεύματος από την πλευρά της πολιτικής εξουσίας. Υπάρχει,ωστόσο, και ένα πέμπτο ενδεχόμενο, αυτό κατά το οποίο η εξουσία παραβιάζει παθητικά το καταπίστευμα, όταν δεν προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να εξασφαλίζει την πραγματοποίηση της βούλησης των πολιτών, παρατηρείται δηλαδή αμέλεια εφαρμογής των υπαρχόντων νόμων από την πλευρά της κυβέρνησης.

Εφόσον η εξουσία δεν περιφρουρεί την τήρηση των νόμων, δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού στην προσπάθεια των πολιτών για επιβίωση και ευημερία.Εξωθεί, λοιπόν, εμμέσως τους πολίτες στην παρανομία. Στη χώρα μας η πολιτική τάξη είναι αυτή που, για το δικό της συμφέρον, προκάλεσε και εξέθρεψε την ανομία και τη διαφθορά -τις επιδοτήσεις, τα ρουσφέτια, τους διορισμούς- και όχι η κοινωνία. Το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα των τελευταίων δεκαετιών είναι αυτό που βυθίζει την κοινωνία στη διαφθορά, για να διαιωνίζει την εις βάρος της επιβίωση και όχι το αντίστροφο.Το βαρύ αδίκημα της εξουσίας που αφορά και στη διάχυση της ανομίας, αλλά πολύ περισσότερο στον δηλητηριώδη εθισμό της κοινωνίας σε αυτό το νοσηρό φαινόμενο,νομιμοποιεί ξεκάθαρα την άσκηση της πολιτικής ανυπακοής

Πρόσμειξη Εργασίας

Ο Λοκ πίστευε, ότι, εάν εναποθέσει κάποιος τον μόχθο του πάνω σε ένα αντικείμενο-αγαθό, αυτομάτως γίνεται δικό του και περνά στην ιδιοκτησία του, λ.χ το χέρι ενός ανθρώπου και η πέτρα (που δεν σου ανήκει) φτιάχνουν ένα τσεκούρι. Τότε το τσεκούρι αυτό περνά στην κυριότητα του ατόμου που μόχθησε για να το φτιάξει. Συνεπώς αφαιρεί κάποιος ένα αντικείμενο από το καθεστώς κοινοκτημοσύνης που υπάρχει στην φυσική κατάσταση του Λοκ, και το ενστερνίζεται. Ο σκοπός και εδώ της πρόσμειξης εργασίας, είναι η διατήρηση της ζωής (αυτοσυντήρηση). Το εξτρεμιστικό της άποψης αυτής είναι πως, εάν κάποιος εισβάλει ουσιαστικά, και επεξεργαστεί ή μοχθήσει πάνω σε κάποιο αντικείμενο που εσύ έχεις ήδη χρησιμοποιήσει, τότε ο Λοκ σου δίνει μέχρι και το δικαίωμα να σκοτώσεις τον άλλο, λόγο του ότι απείλησε τον θεμελιωμένο και απαράβατο φυσικό νόμο (διατήρηση αγαθού ζωής - αυτοσυντήρηση). Κατηγορήθηκε ότι έδωσε βάρος στους όρους ιδιοκτησίας, κάτι το οποίο μπορούσε να δημιουργήσει ποσότητες υπεριδιοκτησίας και μειωμένης ιδιοκτησίας. Ο ίδιος αποφάνθηκε ένα σύστημα μέτρου στην κατανάλωση, πως ο καθείς δηλαδή θα μπορούσε να ιδιοποιηθεί συγκεκριμένο ποσό αγαθών, μέχρι εκεί που μπορεί να καταναλώσει. Με λίγα λόγια, δεν μπορεί κάποιος να ιδιοποιηθεί έναν μεγάλο αριθμό π.χ. μήλων που θα τον οδηγήσει στο γεγονός να καταναλώσει κάποια και τα άλλα να τα πετάξει γιατί θα χαλάσουν μέχρι να τα καταναλώσει. Θα πρέπει εξαρχής να έχει ιδιοποιηθεί το άτομο τόσα μήλα, όσα χρειάζεται για να τραφεί. Σήμερα, αυτό που συμβαίνει από άποψη εφαρμοσμένης ιδιοκτησίας είναι η εκτροπή της αυθεντικής θεωρίας του Λοκ, παρά μία χειρότερη άποψη της. Η υπερσυσσώρευση ιδιοκτησίας πλέον γίνεται πρώτη φορά ρεαλιστικά στην πολιτική κατάσταση του ανθρώπου με την εμφάνιση του χρήματος. Το χρήμα πλέον αντιστοιχεί σε προϊόντα προς κατανάλωση, και το άτομο μπορεί να ιδιοποιηθεί υπέρογκα χρηματικά ποσά μέσα από την εργασία του χωρίς να φοβάται για τα καταναλωτικά όρια.

Μετάβαση από φυσική σε πολιτική κατάσταση

Για τον Τζον Λοκ, η μετάβαση από την φυσική κατάσταση του ανθρώπου στην νεωτερικότητα - πολιτική κοινωνία, γίνεται με τον νομικό όρο του καταπιστεύματος («trust» = εμπιστοσύνη, παρακαταθήκη, καταπίστευμα). Ο όρος καταπίστευμα, υποδηλώνει τη συμφωνία με την οποία ένα άτομο ή ένας φορέας γίνεται νομικός κάτοχος ιδιοκτησίας, την οποία όμως υποχρεούται να τηρεί προς όφελος ενός άλλου. Υποδηλώνει αμοιβαία εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, που εκχωρούν τα φυσικά τους δίκαια, και στους φορείς της πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι οφείλουν να τα διαφυλάττουν. Μόνο εφόσον η πολιτική εξουσία διασφαλίζει τα φυσικά δίκαια, μπορεί να διατηρηθεί αυτή η σχέση εμπιστοσύνης. Αν το αίτημα της διασφάλισης δεν ικανοποιείται, τότε παραβιάζονται οι όροι, του καταπιστεύματος και αυτομάτως αίρεται η εμπιστοσύνη.

Έργα του Λοκ σε νεοελληνική απόδοση

Λοκ, Τζων: Περί ιδιοκτησίας. Εισαγωγή-Μετάφρ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης. Ο πολίτης 72 (1986), 4-13.
Locke, J., Επιστολή για την ανεξιθρησκία. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Γιάννης Πλάγγεσης,εκδ. «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 1998 .
Locke, J., Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως. Δοκίμιο με θέμα την αληθινή αρχή, έκταση και σκοπό της πολιτικής εξουσίας. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης. 2η έκδοση,εκδ. «Πόλις», Αθήνα, 2010 («Γνώση», Αθήνα, 1990¹)
Locke, J., Κράτος και εκκλησία. Μετάφρ. Ηλίας Π. Νικολούδης, εκδ. «Ροές», Αθήνα, 1998
Locke, J., Δοκίμιο για την ανεκτικότητα. Μετάφρ. Γιάννης Λείβαδίτης. Εκδόσεις Printa 2013