Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Τζιάκομο Λεοπάρντι ( 29 Ιουνίου 1798 – 14 Ιουνίου 1837 )


Ο Giacomo Leopardi γεννήθηκε στο Recanati της Ιταλίας το 1798. Γιος αριστοκρατικής οικογένειας, έλαβε ευρεία μόρφωση και σε πολύ νεαρή ηλικία είχε ξεπεράσει τους δασκάλους του. Συνέχισε την εκπαίδευσή του μόνος του, χρησιμοποιώντας τη βιβλιοθήκη του πατέρα του, και μέχρι να γίνει 21, έμαθε Λατινικά, Αρχαία Ελληνικά, Αγγλικά, Εβραϊκά, Γερμανικά και Ισπανικά, ξεκινώντας παράλληλα το έργο του στη μετάφραση και το σχολιασμό των Κλασσικών. Η εξαιρετική του μνήμη και διάνοια καλλιεργήθηκαν σε βάθος, η υγεία του όμως ήταν πάντα πολύ εύθραυστη και η όρασή του κακή. Δεν έγινε κληρικός, όπως ήθελαν οι γονείς του, ούτε πραγματοποίησε τις ακαδημαϊκές του φιλοδοξίες. Είχε πάντα δυσκολίες με τις κοινωνικές συναναστροφές και κυρίως με τις γυναίκες. Και οι τρεις μεγάλοι έρωτες της ζωής του δεν βρήκαν ανταπόκριση και βασανιζόταν από την απομόνωση και την κακή του υγεία. Ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου απογοητεύτηκε από την έλλειψη πνευματικών ερεθισμάτων, έζησε κατά διαστήματα στο Μιλάνο και στη Φλωρεντία, όπου έγραψε μεγάλο μέρος των έργων του, επιστρέφοντας συχνά στην πατρίδα του, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Άφησε την τελευταία του πνοή στη Νάπολη το 1837.

Κεντρικά θέματα της ποίησής του είναι η ελπίδα, που αποδεικνύεται πλάνη, η μονοτονία της ύπαρξης, και ο πόνος για τη σκληρή μοίρα του ανθρώπου. Απαισιόδοξη και τραγική στον πυρήνα της, λυρική στην έκφρασή της, η ποίησή του έχει εξαιρετική ομορφιά και προκαλεί μάλλον ψυχική ανάταση παρά μελαγχολία. Είναι επίσης βαθιά φιλοσοφική, αν και το φιλοσοφικό του έργο εντοπίζεται κυρίως στα πεζά του (Operette Morali, Pensieri, και στο εκτενές σημειωματάριό του, Zibaldone). Αν και στη διάρκεια της ζωής του ο Leopardi είχε ελάχιστη επιρροή στους σύγχρονούς του, μετά το θάνατό του έτυχε μεγάλης εκτίμησης, κυρίως με τη βοήθεια του κριτικού Francesco De Sanctis. Πρόγονος των Ρομαντικών, έχει επηρεάσει, μεταξύ άλλων, τους Pirandello, Ungaretti, Cardarelli και Quasimodo, αλλά και φιλόσοφους όπως ο Nietzsche και ο Schopenhauer. Σήμερα θεωρείται από πολλούς ως ο σπουδαιότερος ποιητής της Ιταλίας μετά το Δάντη, και, μαζί με τον Πετράρχη, ο σπουδαιότερος λυρικός ποιητής της χώρας του.

https://www.vakxikon.gr/

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 

Στη σελήνη


Τώρα που έκλεισε έναν κύκλο ο χρόνος
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα. Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος.

✾    ✾    ✾    ✾

Από το ελληνικό του Σιμωνίδη

Όλα στον κόσμο αυτό
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.
Λένα Καλλέργη
https://www.vakxikon.gr/



ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

Αγαπημένος μού ήταν πάντα αυτός ο λόφος
ο έρημος, κι αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν
τον μακρινόν ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω
οραματίζομαι τις αχανείς εκτάσεις
τ’ ουρανού και την υπερκόσμια γαλήνη
κι ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω
μέσα απ’ το φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ’ αυτόν τον ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου
πνίγεται στη βαθιά απεραντοσύνη.
Σ’ αυτή τη θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.

μτφρ. Νάσος Βαγενάς
(γενν. 1945)


http://ebooks.edu.gr/

✾    ✾    ✾    ✾

Στον εαυτό του

Τώρα θα ξαποστάσεις μια για πάντα,
κουρασμένη μου καρδιά. Χάθηκε η μεγάλη πλάνη
που εγώ τη νόμισα αιώνια. Χάθηκε· και το νιώθω πια καλά
πως μέσα μας για αγαπημένες πλάνες
δεν έσβησε η ελπίδα, μα η αποθυμιά.
Για πάντα τώρα στάσου. Χτύπησες αρκετά.
Σε τίποτα δεν ωφελεί η κίνησή σου
ούτε η γη τους στεναγμούς σου αξίζει.
Πίκρα και πλήξη είν’η ζωή και τίποτε άλλο.
Ο κόσμος είναι λάσπη.
Ησύχασε λοιπόν. Για τελευταία φορά απελπίσου.
Στο γένος το δικό μας η μοίρα χάρισε μόνο τον θάνατο.
Τον εαυτό σου πλέον περιφρόνησε, τη φύση επίσης,
εκείνη την κακούργα δύναμη που στα κρυφά κυριαρχεί
βλάπτοντας τον καθένα,
μαζί της περιφρόνησε και την απέραντη των πάντων ματαιότητα
(Από τα Canti)
(μετάφραση Λητώ Σεϊζάνη)

To πρωτότυπο ποίημα:
Κλείσιμο

Or poserai per sempre,
stanco mio cor. Perì l’inganno estremo,
Ch’eterno io mi credei. Perì. Ben sento,
in noi di cari inganni,
non che la speme, il desiderio è spento.
Posa per sempre. Assai
palpitasti. Non val cosa nessuna
i moti tuoi, né di sospiri è degna
la terra. Amaro e noia
la vita, altro mai nulla; e fango è il mondo.
T’acqueta omai. Dispera
l’ultima volta. Al gener nostro il fato
non donò che il morire. Omai disprezza
te, la natura, il brutto
poter che, ascoso, a comun danno impera,
E l’infinita vanità del tutto.


✾    ✾    ✾    ✾

Το βράδυ της γιορτής
 
Νύχτα γλυκιά και ξάστερη, χωρίς αέρα
Πάνω από τις σκεπές και μέσα στις αυλές
Ήσυχη στέκεται η σελήνη, και φαίνονται μακριά
Γαλήνια τα βουνά. Αγαπημένη μου
Τώρα σιωπούν τα μονοπάτια, και στα μπαλκόνια
Έμειναν λίγα φώτα, εδώ κι εκεί.
Εσύ κοιμάσαι, με εύκολο ύπνο
Στα ήσυχα δωμάτιά σου, χωρίς έγνοιες
Κι ούτε φαντάζεσαι ούτε ξέρεις την πληγή
Που μου άνοιξες στο στήθος.
Κοιμάσαι. Βγαίνω να χαιρετήσω
Αυτόν τον ουρανό, που μοιάζει τόσο ευγενικός
Και την αρχαία φύση, την παντοδύναμη
Που μ’ έπλασε για πόνο.
Σε σένα αρνούμαι την ελπίδα, μου λέει
Και την ελπίδα ακόμα, και τα μάτια σου
Θα λάμπουν μόνο από το κλάμα.
Ήταν μια μέρα γιορτινή. Τώρα από τα παιχνίδια
Αναπαύεσαι, κι ίσως στα όνειρά σου
Θυμάσαι πόσους γοήτευσες, και πόσους θαύμασες
Εμένα όχι, δεν το ελπίζω
Να βρίσκομαι στη σκέψη σου. Κι ενώ ρωτώ
Πόση ζωή μου μένει, εδώ στο χώμα πέφτω
Φωνάζω, τρέμω. Αχ, μαύρες μέρες, τρομερές
Σε τόσο πράσινη ηλικία! Από το δρόμο
Ακούω του εργάτη το μοναχικό τραγούδι
Που αργά τη νύχτα στο φτωχό του πανδοχείο
Επιστρέφει μετά τις διασκεδάσεις
Και σφίγγεται η καρδιά μου, σκέφτομαι
Πως όλα στον κόσμο περνούν
Και δεν αφήνουν πίσω σχεδόν τίποτα.
Έφυγε η γιορτή, κι έρχεται αμέσως
Η μέρα η κοινή, κι ο χρόνος παίρνει
Ό, τι έχει συμβεί. Πού είναι τώρα ο ήχος
Των αρχαίων λαών; Πού είναι η κραυγή
Των διάσημων προγόνων μας, η Ρώμη εκείνη
Η αυτοκρατορία, πού είναι οι στρατοί
Ο αχός τους, που ταξίδεψε σε γη και ωκεανό;
Όλα είναι ειρήνη και σιωπή, ακίνητος ο κόσμος
Κανείς πια δεν μιλά γι’ αυτούς.
Όταν ήμουν παιδί και με λαχτάρα
Περίμενα τη μέρα της γιορτής
Έμενα ξύπνιος, αφού είχε τελειώσει
Κι υπέφερα, πάνω στο μαξιλάρι. Αργά τη νύχτα
Ένα τραγούδι που ακουγόταν απ’ το δρόμο
Μακριά, και να πεθαίνει λίγο-λίγο
Μου έσφιγγε όπως τώρα την καρδιά.
 
✾    ✾    ✾    ✾

  Στη Σίλβια
 
Σίλβια, θυμάσαι ακόμα
Τις μέρες της θνητής ζωής σου
Όταν γελούσε η ομορφιά
Στα λαμπερά και φευγαλέα σου μάτια
Κι εσύ, ελαφριά και σκεφτική, στεκόσουν
Στης νιότης το κατώφλι;
 
Τα ήσυχα δωμάτια
Και οι γύρω δρόμοι ηχούσαν
Απ’ το τραγούδι σου, και σκύβοντας
Στις γυναικείες δουλειές, χαιρόσουν
Με τα όνειρά σου για ένα μέλλον μακρινό.
Ήταν Μάιος, μ’ όλα τ’ αρώματά του
Κι έτσι περνούσες τον καιρό.
 
Άφηνα τότε τις μελέτες μου
Και τα ιδρωμένα μου χαρτιά
Όπου ξόδευα τα πιο καλά μου χρόνια
Και στο μπαλκόνι του πατρικού σπιτιού
Έβγαινα ν’ ακούσω
Τον ήχο της φωνής σου, το επιδέξιο χέρι
Που δούλευε το δύσκολο υφαντό.
Κοίταζα τον γαλήνιο ουρανό
Τους δρόμους που έλαμπαν, τους κήπους
Κι από μακριά τη θάλασσα
Και πέρα, το βουνό.
Λόγια δεν θα ‘βρισκε άνθρωπος να πει
Τι ένιωθα στο στήθος.
 
Τι γλυκές σκέψεις
Τι επιθυμίες, τι καρδιές!
Αχ Σίλβια, πώς μας φαινόταν τότε
Η ανθρώπινη ζωή και η μοίρα! 
Όταν θυμάμαι όλη εκείνη την ελπίδα
Πίκρα με πιάνει απαρηγόρητη
Θρηνώ και πάλι για τη συμφορά μου.
Αχ, φύση, φύση
Γιατί ποτέ δεν κράτησες
Τις υποσχέσεις σου;
Γιατί σε τέτοια πλάνη
Αφήνεις τα παιδιά σου;
 
Πριν μαράνει ο χειμώνας το χορτάρι
Από κρυφή ασθένεια χτυπημένη, νικήθηκες
Και χάθηκες, μικρή μου. Και δεν είδες
Το άνθος της ηλικίας σου
Δεν σου μαλάκωσε η καρδιά
Μ’ επαίνους για τις μαύρες σου τις μπούκλες
Για τις ερωτευμένες, ντροπαλές ματιές
Ούτε τις μέρες της γιορτής, με φίλες
Κρυφομιλούσες για έρωτες.
 
Μα και η δική μου ελπίδα
Η γλυκιά, γρήγορα χάθηκε.
Οι μοίρες έκοψαν και τη δική μου νιότη.
Πόσο έχεις σβήσει και χαθεί
Αγαπημένη, σύντροφε της άνοιξής μου
Δακρυσμένη μου ελπίδα!
Ποιος κόσμος είναι αυτός;
Αυτές είναι οι χαρές, ο έρωτας
Τα έργα, οι περιπέτειες
Που κουβεντιάζαμε μαζί;
Αυτή είναι η τύχη των ανθρώπων;
Μόλις η αλήθεια φάνηκε, φτωχή μου
Λύγισες, και με χέρι ορφανό
Έδειχνες από μακριά
Τον κρύο θάνατο κι ένα μνήμα γυμνό.

 
[από το βιβλίο “Η νύχτα απομένει”,
επιλογή-μετάφραση Λένα Καλλέργη,
εκδόσεις Γαβριηλίδης]

https://www.bibliotheque.gr/


 
Το νυχτερινό τραγούδι ενός περιπλανώμενου βοσκού της Ασίας

1

Τι θέλεις σελήνη, στον ουρανό εκεί, τι θέλεις
Σιωπηλή σελήνη;
Σηκώνεται το βράδυ, και πηγαίνεις,
Τα έρημα κοιτώντας μέρη, ύστερα σταματάς.
Ακόμη δεν νιώθεις ευχαριστημένη
Να βαδίζεις στα ίδια πάντα μονοπάτια;
Ακόμη δεν μπορείς να αποφύγεις, σε σαγηνεύει ακόμη
Των κοιλάδων τούτων η θέα;
Μοιάζει του βοσκού η ζωή
Με τη ζωή σου.
Σηκώνεσαι με την αυγή,
Και το κοπάδι μακριά, μέσ’ στην πεδιάδα παίρνει, και βλέπει
Άλλα κοπάδια, βλάστηση, πηγές
Μετά κατάκοπος το βράδυ γέρνει:
Για τίποτ’ άλλο δεν ελπίζει.
Πες μου, σελήνη: στο βοσκό
Η ζωή, σε τι να χρησιμεύει;
Και στους δυο σας, αυτές οι ζωές, σε τι να ωφελούν;
Πες μου: αυτή η σύντομη περιπλάνησή μου
Που να οδηγεί,
Και η αιώνιά σου περιφορά;

2

Γεροντάκος κάτασπρος, ξυπόλυτος,
Μισόγδυτος και αδύναμος,
Με ξύλα στη ράχη βαρυφορτωμένος,
Σε κοιλάδες, σε βουνά,
Πάνω σε λίθους μυτερούς, σε ψηλές θίνες και σε δύσβατες πλαγιές,
Σε ανέμους, σε θύελλες, όταν πυρώνει
Η εποχή κι όταν παγώνει,
Τρέχει μακριά, αγκομαχά, τρέχει,
Χειμάρρους περνά και έλη,
Πέφτει, σηκώνεται κι ακόμη, ακόμη τρέχει,
Χωρίς ποτέ ανάπαυση να τον ανακουφίσει
Κουρελιασμένος κι αιμόφυρτος, κι όταν στο τέλος
Φθάνει, εκεί που ο δρόμος
Κι όλος ο κόπος ήταν στραμμένος:
Μια άβυσσος φρικιαστική, χωρίς τέλος,
Όπου γκρεμίζεται με λήθη σκεπασμένος.
Παρθένα σαγήνη, είναι
Αυτή η θνητή ζωή.

6

Ίσως εάν είχα κι εγώ φτερά
Να υψωθώ πάνω από τα σύννεφα,
Κι ένα προς ένα να μετρώ τα άστρα,
Ή, όπως ο κεραυνός, από κορφή σε κορυφή ν’ αναπηδώ,
Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος, γλυκό μου κοπάδι,
Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος, πάμφωτη σελήνη.
Ή, μήπως, λαθεύει πράγματι,
Θωρώντας του άλλου τη ζωή, ο νους μου;
Σε οποιαδήποτε, μάλλον, μορφή
Σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν είναι,
Μέσα σε φωλιά ή μέσα σε κούνια,
Είναι πάντα κακότυχος
Όποιος στον κόσμο αυτό γεννιέται.

Μετάφραση: Παύλος Γερενής

https://edromos.gr/

✾    ✾    ✾    ✾

Απόσπασμα από το βιβλίο  Στοχασμοί

«Οι άνθρωποι γίνονται γελοίοι μόνον όταν θέλουν να παραστήσουν κάτι που δεν είναι. Όσο αρκούνται στο να είναι ο εαυτός τους και δεν ξεπερνούν τα όρια που τους θέτει η κατάστασή τους, ο φτωχός, ο αμαθής, ο χωρικός, ο γέρος και ο άρρωστος δεν είναι ποτέ γελοίοι. Γελοίοι γίνονται μόλις ο γέρος θελήσει να φανεί νέος, ο άρρωστος υγιής, ο φτωχός πλούσιος και ο αμαθής πάει να παίξει τον πολυμαθή ή ο επαρχιώτης τον πρωτευουσιάνο. Οποιαδήποτε σωματική δυσμορφία, όσο έντονη κι αν είναι, προκαλεί το πολύ-πολύ ένα ελαφρό χαμόγελο αν εκείνος που πάσχει απ’ αυτήν δεν προσπαθεί να την κρύψει. Δεν είναι τα ίδια τα ελαττώματά μας γελοία, αλλά η προσπάθειά μας να τα κρύψουμε και να προσποιηθούμε ότι έχουμε απαλλαγεί απ’ αυτά. Αν, για να γίνουμε πιο αγαπητοί, προσποιούμαστε ότι έχουμε άλλο χαρακτήρα απ’ ό, τι στην πραγματικότητα, κάνουμε πολύ μεγάλο λάθος. Κι αυτό γιατί δε θα μπορέσουμε να αντέξουμε μια τέτοια προσπάθεια για πολύ καιρό, χωρίς να φανερωθεί στα μάτια όλων και να γίνει σαφής η αντίθεση ανάμεσα στον προσποιητό και τον αληθινό μας χαρακτήρα` εν συνεχεία, παρατηρούμε διαρκώς τον πραγματικό άνθρωπο και μας φαίνεται ακόμη πιο δυσάρεστος απ’ ό, τι αν παρουσιαζόταν με ειλικρίνεια. Ακόμη και ο πιο κακός χαρακτήρας έχει μια καλή πλευρά, η οποία, αν είναι αυθεντική, αξίζει να φανερωθεί με την πρώτη ευκαιρία και οπωσδήποτε θ’ αρέσει περισσότερο από οποιαδήποτε ψεύτικη ιδιότητα. Γενικώς, η επιθυμία να παριστάνουμε κάτι άλλο απ’ ό, τι είμαστε στην πραγματικότητα έχει ως συνέπεια να καταστρέφουμε τα πάντα στη συναναστροφή μας με τον κόσμο: αυτό είναι που κάνει ανυπόφορους τόσους ανθρώπους, οι οποίοι κατά τα άλλα έχουν ό, τι χρειάζεται για να γίνουν αγαπητοί».
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζιάκομο Λεοπάρντι, Στοχασμοί, εκδ. Ροές. [Πηγή: www.doctv.gr]






















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου