ίσως μυρίζει το τσουρέκι όμορφα και μας παρασύρει με τη μυρωδιά του σε σπίτια γεμάτα αγάπη και χαρά.Ίσως χρειαζόμαστε τόσο πολύ τις μυρωδιές και τα χρώματα...Η ανάγκη μας να βρεθούμε με συγγενείς και φίλους..Να κλείσουμε πάλι το στενό μας κύκλο...Μα ίσως και αυτή να είναι αληθινή χαρά..Η υπερβολή ,το τραγούδι,οι σκέψεις ,οι βόλτες...Εκεί και αλλού..Το άγγιγμα στο χερι του παιδιού,το χάδι στον ανήμπορο γονιό,η φιλική κουβέντα με το ξένο...Ένα διαφορετικό κατανυκτικό και σπάνιο συναίσθημα που μάλλον δεν ξέρουμε που μας οδηγεί...Σίγουρα όχι στην Ανάσταση...Κι ίσως να ανοίγει η ψυχή και να θέλει μια βόλτα στη φύση,τη χαρά της δροσερής ανάσας,το αεράκι που φυσά απαλά στο προσωπό μας,τον πρώτο καυτό ήλιο,το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα...Η αρχή ενός καλοκαιριού που περιμένουμε ...Ακόμα πιο απλά να μαζέψουμε τις δικές μας παπαρούνες για τα βάζα μας,το κύλισμα στο χορτάρι η υποψία πως μπορεί να κόψει πασχαλιές για τα μαλλιά μας...Η εικόνα τους/της/ οι παρουσίες ή οι απουσίες της ζωής μας...Το κόκκινο αβγό ,το τσούγκρισμα όμοιο με το καυγαδάκι και κόκκινο σαν τον έρωτα,στα χρώματα της Λαμπρής όλα...Το φιλί της αγάπης...ένα κερί στο μανουάλι ,η προσευχή ,η φλόγα που φωτίζει τη νύχτα ,το προσωπό της/του...Που μας πάει η πασχαλιά;Είναι μια γιορτή που μας παέι στην αγάπη ,φέρνει την αγάπη κοντά μας ή είναι όπως οι άλλες μέρες;Κάπου στις πένθιμες μέρες μπορεί να μας ξεφύγει ένα δάκρυ λυτρωτικό...Ίσως να μη ξέρουμε το λόγο ,μπορεί να μη χρειάζεται να τον ξέρουμε... Ίσως η μοναδική γιορτή που κλείνει μέσα της όλα τα συναισθήματα. Από την αγωνία, τον πόνο τη θλίψη των Παθών και της Σταύρωσης, περνάμε στην αγαλλίαση και την ελπίδα που φέρνει η Ανάσταση...Ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε....
Ετικέτες
- Άρθρα
- Βιβλιοπαρουσίαση
- Γλυπτική
- Διαθεματικότητα
- Εκδηλώσεις
- Επιστήμη
- Ζωγραφική
- Θέατρο
- Ιστορία
- Κινηματογράφος
- Κοινωνία
- Λαογραφία
- Λογοτεχνία
- Μνήμες
- Μουσική
- Μυθολογία
- Παιδεία
- Περιβάλλον
- Σαν Σήμερα
- Σύγχρονη Λογοτεχνία
- Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις
- Τέχνη
- Τεχνολογία
- Τηλεόραση
- Υγεία
- Φιλοσοφία
- Φωτογραφία
- Ψυχολογία
Τρίτη 30 Απριλίου 2013
Ντίνα Γεωργαντοπούλου "Τι φέρνει μια πασχαλιά;"
ίσως μυρίζει το τσουρέκι όμορφα και μας παρασύρει με τη μυρωδιά του σε σπίτια γεμάτα αγάπη και χαρά.Ίσως χρειαζόμαστε τόσο πολύ τις μυρωδιές και τα χρώματα...Η ανάγκη μας να βρεθούμε με συγγενείς και φίλους..Να κλείσουμε πάλι το στενό μας κύκλο...Μα ίσως και αυτή να είναι αληθινή χαρά..Η υπερβολή ,το τραγούδι,οι σκέψεις ,οι βόλτες...Εκεί και αλλού..Το άγγιγμα στο χερι του παιδιού,το χάδι στον ανήμπορο γονιό,η φιλική κουβέντα με το ξένο...Ένα διαφορετικό κατανυκτικό και σπάνιο συναίσθημα που μάλλον δεν ξέρουμε που μας οδηγεί...Σίγουρα όχι στην Ανάσταση...Κι ίσως να ανοίγει η ψυχή και να θέλει μια βόλτα στη φύση,τη χαρά της δροσερής ανάσας,το αεράκι που φυσά απαλά στο προσωπό μας,τον πρώτο καυτό ήλιο,το πρώτο μπάνιο στη θάλασσα...Η αρχή ενός καλοκαιριού που περιμένουμε ...Ακόμα πιο απλά να μαζέψουμε τις δικές μας παπαρούνες για τα βάζα μας,το κύλισμα στο χορτάρι η υποψία πως μπορεί να κόψει πασχαλιές για τα μαλλιά μας...Η εικόνα τους/της/ οι παρουσίες ή οι απουσίες της ζωής μας...Το κόκκινο αβγό ,το τσούγκρισμα όμοιο με το καυγαδάκι και κόκκινο σαν τον έρωτα,στα χρώματα της Λαμπρής όλα...Το φιλί της αγάπης...ένα κερί στο μανουάλι ,η προσευχή ,η φλόγα που φωτίζει τη νύχτα ,το προσωπό της/του...Που μας πάει η πασχαλιά;Είναι μια γιορτή που μας παέι στην αγάπη ,φέρνει την αγάπη κοντά μας ή είναι όπως οι άλλες μέρες;Κάπου στις πένθιμες μέρες μπορεί να μας ξεφύγει ένα δάκρυ λυτρωτικό...Ίσως να μη ξέρουμε το λόγο ,μπορεί να μη χρειάζεται να τον ξέρουμε... Ίσως η μοναδική γιορτή που κλείνει μέσα της όλα τα συναισθήματα. Από την αγωνία, τον πόνο τη θλίψη των Παθών και της Σταύρωσης, περνάμε στην αγαλλίαση και την ελπίδα που φέρνει η Ανάσταση...Ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε....
Η Μαρία Μαγδαληνή στην Ποίηση και στη Ζωγραφική"
Η Μαρία Μαγδαληνή ήταν μια νέα γυναίκα που ανήκε
στον κύκλο των γυναικών οι οποίες ακολουθούσαν τον Ιησού και τους αποστόλους και βοηθούσαν στο έργο τους με κάθε δυνατό
τρόπο. Η καταγωγή της ήταν από τα Μάγδαλα, μια μικρή πόλη στα δυτικά της Λίμνης Γεννησαρέτ και νότια
της πεδιάδας τηςΓαλιλαίας.
Θεωρείται αγία από την Ορθόδοξη, την Καθολική, την Λουθηρανική, την Αγγλικανική και μερικές ακόμα Προτεσταντικές εκκλησίες.
Wojciech Gerson - Jezus i Maria Magdalena 1900 |
Κώστας Βάρναλης - Η Μαγδαληνή
κι' αστράβαν απ' τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,
στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκές
γλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δάγκωναν σαν οχιές
στην κρουσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα.
Στην τεσσεροβασίλεφτη Γιουδαία εγώ μουν η Πηγή :
του κόρφου μου τ' αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.
Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,
σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.
Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα.
Σκοτάδια ήτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι' αμμουδιά
και στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.
Και μου τινάζαν άξαφνα τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά
και μου κοβόταν η αναπνιά μέσ' σε φορέματα φαρδιά-
απ' του θριάμβου την κορφή μακριά ‘βλεπα συντέλεια.
Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά, σιγά
Ωραίος δεν ήσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο !
Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι' αργά.
Την τρίτη ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά,
κι' ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω.
Κι' ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ.
Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ως τώρα.
Την ευτυχία τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,
τη λευτεριά-στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό
και την υπέρτατ' ηδονή στον πόνον,-άξια γνώρα.
Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου
(ασημικά, διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)
τα βήματά σου ακλούθησα, που κι' αν τα σβηούσε ταχτικά
στον άμμ' ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά
για πάντα σ' άμμο και ψυχή και σ' ακοές και μάτια.
Πράματα νέα δεν έλεγες κι' ούτε, με λόγια νέα, παλιά.
Από πολλούς κι' από καιρούς όλα ήταν ειπωμένα.
Μα 'χες τη δύναμη ν' ακούς των ουρανών τη σιγαλιά
κι' όλα για σένα (κι' άψυχα κι' άνθρωποι) διάφανα γιαλιά
και διάφαν' η καρδιά του Θεού για σένα - και για μένα !
Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)
δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσω.
Κι' αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,
εγώ μονάχα το 'νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,
πόσο, Χριστέ 'σουν άνθρωπος ! Κι' εγώ θα σ' αναστήσω !
Piero di Cosimo - Maria Maddalena, 1500-1510 |
Ντίνος Χριστιανόπουλος - Μαγδαληνή
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες∙
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ' αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ' το Ναό στο λιμάνι
κι απ' την πόλη στο Όρος των Ελαιών.
Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλάβαστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ' αυτό το μύρο θ' αλείψω τα πόδια του,
μ' αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ' αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του∙
κι αν μαρτυρήσω γι' Αυτόν, θα 'ναι η αγάπη του που θα μ' εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μού ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ' όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν «ότι ηγάπησαν πολύ».
Από τη συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων (1950)
Νίκος Καζαντζάκης - Μαγδαληνή
Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.
Κ Καρυωτάκης - Μπροστά σε μια Μαγδαληνή
Την έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:μου γύρευε ένα φίλημα.
Τ’ αφράτα της τα στήθιαη πιθυμιά τα τράνταζε.
Δειλή, κομματιασμένηανέβαινε η φωνούλα της απ’ της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλληκι η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής.
Μια αγκάλη ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κι εγέλαγα, μ’ αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,και με γοργότη αφάνταστη —
που κάτι είχε παρμένα απ’ του σπαθιού το τράβηγμα— το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,τα μάτια μου θαμπώθηκαν,
επιάστηκε η φωνή μου,15και μου ’πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:οι πόθοι μ’ έσερναν εκεί,
ν’ αρμέξω το φιλί της,μα μια φωνή μού φώναζεν: «Αυτή ’ναι τιποτένια
κι έχει πουλήσει σε πολλούς τ’ αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα όλ’ όργητα,
κάποια βρισιά μού ξέφυγε απ’ το στόμα,κι είπα
(μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»
ΕπιτέλουςΤην έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:μου γύρευε ένα φίλημα.
Τ’ αφράτα της τα στήθιαη πιθυμιά τα τράνταζε.
Δειλή, κομματιασμένηανέβαινε η φωνούλα της απ’ της ψυχής τα βύθια.
Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλληκι η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής.
Μια αγκάλη ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.
Την άκουγα κι εγέλαγα, μ’ αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,και με γοργότη αφάνταστη —
που κάτι είχε παρμένα απ’ του σπαθιού το τράβηγμα— το ρούχο της πετάει.
Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,τα μάτια μου θαμπώθηκαν,
επιάστηκε η φωνή μου,15και μου ’πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».
Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:οι πόθοι μ’ έσερναν εκεί,
ν’ αρμέξω το φιλί της,μα μια φωνή μού φώναζεν: «Αυτή ’ναι τιποτένια
κι έχει πουλήσει σε πολλούς τ’ αμαρτωλό κορμί της».
Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα όλ’ όργητα,
κάποια βρισιά μού ξέφυγε απ’ το στόμα,κι είπα
(μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»
Κική Δημουλά - Η ΛΥΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ
|
έμπηξα το χαριστικό καρφί
στο πάθος μου για σένα
τετέλεσται όλα
στον μέσα και τον έξω μου σταυρό
κι έτσι, δίχως θρήνους
απαθής κατεβάζω
τυλιγμένο μες στο λευκό σεντόνι
των μαλλιών μου
το άψυχο διωγμένο φίλημά μου
από τα απαρνητικά σου πόδια
τα όξινά σου χείλη
μόνη μου το σηκώνω
δεν έχει καν
το ιδεολόγο εκείνο βάρος που
αποκτά μια στέρηση όταν
την κληρονομεί η ιστορία
αχ, πανάλαφρος απέμεινε
ο θάνατος του πόθου μου για σένα
φυσικό
έχει κλαπεί από μέσα του το σώμα
μέτρα πόσους αιώνες ήκμασε φρενήρες
σφαδάζοντας επάνω
στην παγερή απάρνησή σου γατζωμένο
και τώρα που αποχωρούν
αι μυροφόροι μοίραι μία μία
κι έμεινα μόνη μες στο άδειο γεγονός
ανασηκώνω το καπάκι που σκεπάζει
αυτά εδώ τα πτώματα που γράφω
και θλιμμένη γελώ παρατηρώντας
πώς ζάρωσε τι γερόντιο έθιμο απέμεινε
ο έρως μου για σένα
αλλά και τι γραΐδιο κωμικό τι μάταιο
η μη ανταπόκρισή σου
τετέλεσται όλα Χριστέ μου.
Τήρησα ωστόσο ευλαβώς
το έθιμο της οδύνης και φέτος.
Bernardino luini - Mary Magdalen |
Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμη τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.
Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
- να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ –
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.
Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σα λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω-ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».
Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι – θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
-κίνηση του κόσμου-
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
και υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι – θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
-κίνηση του κόσμου-
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
και υποφέρει
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.
ΑΠΟ http://logocafe.blogspot.gr/
Δευτέρα 29 Απριλίου 2013
Σ.ΠΟΔΑΡΑΣ "Φωτιά " 29/04/2013
Αμφιβολία
Ψάχνω δυο χέρια
να με σφίξουν
δυο χέρια που να με σηκώσουν και να αγγίξω τ' άστρα
θα σε κάνω να με αγαπήσεις
μη φοβάσαι έλα
Φάνηκες σαν την φωτιά
καλεσμένος από την καρδιά μου
Σε κοιτάζω και λιώνω
γιατί καις τόσο ;
με κοιτάς και φλόγες με τυλίγουν
γιατί να είσαι φωτιά ;
Προσπαθώ να σ' αγγίξω και χάνομαι
θα με ψάξεις ;
με αγγίζεις και καίγομαι
πεθαίνω βοήθησε με
θα με αναστήσεις ;
Θέλω να σε αγκαλιάσω
αλλά φοβάμαι το πάθος σου
θέλω να σε φιλήσω
για να νιώσεις την ψυχή μου
θέλω να σου χαρίσω το βλέμμα μου
για να δεις πως σε βλέπω
θέλω να σου χαρίσω την φωνή μου
για να ακούς τα σ'αγαπώ μου
θέλω να βγει η καρδιά στα στήθη μου για να δεις πως δακρύζει αίμα
Θα καώ αν με αγκαλιάσεις ;
Ανοίγεις τα χέρια σου και τρέχω
θέλω να γίνω δροσιά για να μην καώ
αλλά φοβάμαι μην σβήσεις
καλύτερα στάχτη στην αγκαλιά σου
παρά να ζώ χωρίς ζωή
κάψε με να σωθώ
μη φοβάσαι έλα θα σε κάνω να με αγαπήσεις
Νίκος Γκάτσος "Μέρες Επιταφίου"
Μεγάλη Δευτέρα
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Το Άλφα και το Ωμέγα
Περίμενέ με μάνα μου περίμενέ με ακόμα
Ώσπου να φτάσει η άνοιξη στο παγωμένο χώμα.
Ο γεωμέτρης του αχανούς.
Ο ποιμήν των αστέρων.
Περίμενέ με μάνα μου σαν το πουλί του νότου
Που σμίγει μάτι και φτερό να βρει τον ουρανό του
Ο κυβερνήτης των Αριθμών.
Ο δαμαστής των Σημείων.
Περίμενέ με μάνα μου κάποια Παρασκευή σου
στην πύλη του παράδεισου, στο φρέαρ της αβύσσου.
Εγγύς. Εγγύτατος ο καιρός.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Μεγάλη Τρίτη
Επόρνευσον οι βασιλείς και εκ του οίνου της πορνείας
εμεθύσθησαν οι κατοικούντες την γην.
Κάτω απ' τα λάβαρα της Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της ηδονής.
Ζοφώδης και ασέληνος ο έρως της αμαρτίας.
Βραχνή ακούστηκε η κραυγή
στα καπηλειά της πολιτείας
εσύ αμνίo για σφαγή
κι εμείς κριοί της αμαρτίας.
Το πολύτιμον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων και εξέχεεν
είς τους άχράντους πόδας σου.
Δε σε πτοήσαν οι Πιλάτοι
ούτ’ ο καιρός πού είν’ εγγύς
εσύ στων ουρανών τα πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι της γης.
Εγώ το φως εις τον κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις
εμέ εν τη σκοτία μη μείνη.
Μεγάλη Τετάρτη
Εκ των σπηλαίων του όρους εξήλθον οι δαίμονες
Τετάρτη των τεφρών και των παθών
ο θάνατος δεν έχει παρελθόν.
Τετάρτη των ψυχών και των αγγέλων
ο θάνατος δεν έχει ούτε μέλλον.
Ως θάλασσα υαλίνη ομοία κρυστάλλω.
Του σύμπαντος ηχεί το εκκρεμές
Ξυπνήστε ν’ αποδώσουμε τιμές.
Φανήκαν οι ουράνιοι στρατηλάτες
Σα σκοτεινού Ρουβίκωνα Γαλάτες.
Πίστις, ελπίς, αγάπη. Τα τρία ταύτα. Μείζων δε
τούτων η αγάπη
Της γης αναθαρρήσαν οι πληγές.
Πότε θ’ ανάψει ο ήλιος πυρκαγιές
Να κάψουν το παλάτι του Ηρώδη
Και τ’ άνθος του κακού να γίνει ρόδι;
Πάντα ποιείτε ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι
Μέσον γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης.
Μεγάλη Πέμπτη
Τα έργα του αληθινά και αι οδοί του ευθείαι.
Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ' ουρανού,
κρέμεται σήμερα σε ξύλο -
ίλεως Κύριε γενού!
Και στ' ασπαλάθια της ερήμου
Μια μάνα φώναξε "παιδί μου"!
Δια ξύλου τα τέκνα του Αδάμ Παραδείσου γεγόνασιν άποικοι.
Με τ’ Απριλιού τ' αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή.
Κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον Άδη.
Ελήλυθε εις την γην ίνα μαρτυρήσει τη αληθεία.
Θα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νού
αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού.
Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι.
Ούτος εστιν η ζωή και το φως και η ειρήνη του κόσμου
Μεγάλη Παρασκευή
Άξιος ο την γην κρεμάσας εν ύδασιν.
Βαριά τα βήματά μου σέρνω
στο φως της μέρας το θαμπό.
Κρίνα της άνοιξης σου φέρνω
και στο σταυρό σου τ' ακουμπώ -
φίλε δακρυπότιστε
των πρωτίστων πρώτιστε.
των πρωτίστων πρώτιστε.
Άξιος ο νεφέλαις κοσμήσας το στερέωμα.
Άρρωστος κύλησε ο αιώνας
κι ο ήλιος βγαίνει μισερός
σαν το φτερό της χελιδόνας
που το σακάτεψε ο καιρός –
φίλε τρισμακάριστε
των αρίστων άριστε
των αρίστων άριστε
Άξιος ο την γην ζωγραφήσας τοις άνθεσιν.
Σήμερα ο Άδης ηνεώχθη
γεφύρι εγίνη ο Γολγοθάς
και στου θανάτου εσύ την όχθη
άφατο δρόμο ακολουθάς –
έγγιστε κι ανέγγιστε
των μεγίστων μέγιστε
των μεγίστων μέγιστε.
Άξιον εστί το αρνίον το εσφαγμένον.
Μέγα Σάββατον
Μέμνησο!
Όλα στερέψαν σιγά σιγά.
Τα περιστέρια πετούν αργά
σε λίμνες άνυδρες βάλτους υγρούς
σε διψασμένους κήπους κι αγρούς.
Μέμνησο των παιδίων α σοι έδωκεν ο Θεός.
Πίσω απ' τους λόφους τους χαμηλούς
με τους προφήτες και τους τρελλούς
στέκουν παράμερα τρία παιδιά
σαν γλαροπούλια στην αμμουδιά.
Τα ρήματα α λελάληκας ημίν πνεύμα εστιν και ζωή εστιν.
Μες των καιρών την ανημποριά
Διώξε το γρέγο και το βοριά
Και ξαναγύρισε ήλιε στη γη
Με του θριάμβου σου την κραυγή.
Ότι συ ει η αλήθεια και η ζωή και η ανάστασις.
Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος.
Χρήστος Αναστασιάδης "Παραδεισένια Πόρνη"
Νωρίς ο θηλασμός κομμένος
και κόκκινο κρασί τα χείλη τύλιξε
τα στήθια πότισε και άνθισαν γεράνια
ρίζες τραβήχτηκαν από τα πάνω
μαλλιά να μοιάζουν
και μια δροσιά τα χάιδεψε
μα τ ανακάτεψε
Ολόλευκα φιλιά δεν κεράστηκες
μόνο περαστικά, μελανιασμένα
γιατί εσύ άγριο λουλούδι από την έρημο εγίνηκες
και περισσέματα φιλιά τα μοίρασες
τι κι αν το κορμί σου πούλησες
ή στο πουλήσαν
με ηδονή τους μέθυσες
και έγκωσαν απ τα παραπανίσια σου
σκόρπια χάδια σε πληρωμένες αγάπες
δανικές ευτυχίες και κακοπληρωμένες ελπίδες
να σου ζαρώνουν χρόνους και πίκρες το παιδεμένο από την εργασία κορμί
ένα μυαλό σφουγγάρι να σημειώνει σαν τη μοίρα φάτσες, διαθέσεις και πορτοφόλια
και ένα μαλλί ξανθό που πελώριασε
να διώχνει με φως τη μιζέρια πάνω από τα παραμορφωμένα πρόσωπα
όλοι να παίρνουν δύναμη από τις στείρες σου αγκαλιές
μα συ να χάνεις
να μοιράζεις το μαγικό σου φίλτρο σε ανάξια στομάχια
βρόμα, ιδρώτας, λερωμένα σεντόνια, ενοχές, ντροπή και άδειασμα
κουφάριασμα, να δίνεις από το μέσα
να χορταίνεις τους άλλους από την πείνα σου
τη δύναμη κ αυτό
βράδια με φασαρία, οινοπνεύματα και βρώμικες ανάσες έτοιμες να πάρουν φωτιά
εσύ όμως εκεί, γέμιζες τα άδεια κορμιά κ πόναγες με τις ουλές τους
να μην πέφτεις με τίποτα, όρθια σαν τον ψηλό αέρα, τον δυνατό
και να γλιστράς και να σηκώνεσαι
να γιομίζεις με φως τις μουτζουριασμένες πλευρές τις καρδιάς
και να στέκεις
εσύ γυναίκα ολάκερη, λυγερή και αλύγιστη συνάμα
να κρατάς τα κλειδιά από τα σεντούκια της περηφάνιας σφιχτά στα στήθη σου
εκεί που λαίμαργες γλώσσες δεν φτάνουν από την βιασύνη
και ένας παράδεισος αγωνιά να ανοιχτεί
Πονεμένη γυναίκα, αδικημένη, τα έχει τα κλειδιά
που όταν σωθεί αυτή, όταν καταλάβει ότι η πόρτες ανοίγουν με τα κλειδιά
και όχι με το χέρι που τα κρατάει, θα βγούμε και άλλοι από το ίδιο τούνελ
Αναδημοσίευση από http://anorthografies.net/
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)