FilippoAnivitti - flowerSeller , SpanishSteps
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ - Η ΣΚΑΛΙΤΣΑ
Το σώμα μου είναι μια σκαλίτσα που ακουμπώ στον τοίχο του κόσμου. Την ανεβαίνω, τεντώνομαι να δω πίσω από τον τοίχο, πίσω από τα ντουβάρια του αισθήματος. Όλο και πιο πολύ ταλαντεύεται η σκαλίτσα, όλο και πιο πολύ την περιφρονώ και θέλω ν’ αφεθώ ανερμάτιστη στη θέα των κήπων. Μέρες σκέφτομαι το βαθύ χώμα της συνουσίας που υποβαστάζει τις πόες κι όλες τις ρίζες της ασύστολης αυτής βλάστησης. Κοιτώ μα κουράζομαι. Η σκαλίτσα ταρακουνιέται συνέχεια και τα φώτα που φωτίζουν το πάρκο γίνονται γαλακτερά και μετά νύχτα. Στο τέλος συγκεκριμένου μα άγνωστου αριθμού χρόνων θα ’χω λησμονήσει όλα τούτα μου τα γυμνάσματα στο χάος. Θα ’μαι η σαθρή σκαλίτσα που κάποιος ξέχασε ακουμπισμένη στον τοίχο του κήπου.
Vincent van Gogh Village Street and Stairs with Figures
Γ. Θ. Βαφόπουλος - Τα εβδομήντα τρία σκαλοπάτιαΤόχω ήδη πει: της αριθμητικής μου
η μόνη πράξη που έμεινε είναι η πρόσθεση.
Φαίνεται πως στην αρμονία τού Σύμπαντος
η πρόσθεση ταυτίζεται με την αλήθεια.
Η αρχή μας βρίσκεται στην πράξη μιας προσθέσεως,
ενώ το τέλος μας σφραγίζεται με την προσθήκη
του ήδη τετελεσμένου στο αρχικώς υπάρχον.
Μετρώ λοιπόν τα σκαλοπάτια, που εν σπουδή
– όχι με βία, αλλά σπουδάζοντας – ανέβηκα.
Δεν απορώ πώς γρήγορα έτσι βρέθηκα
στο τρίτο κ’ εβδομηκοστό σκαλί τής κλίμακος.
Ο αρχαίος αλχημιστής, που ο γέροντας της Βαϊμάρης
απ’ των περγαμηνών τη σκόνη τον ανέστησε
μες στο έκλαμπρο φως τής πιο μεγάλης Ποίησης,
απ’ το ίδιο περίπου τούτο σκαλί είχεν εύρει
πως της σπουδής του ο μόχθος ήτανε μωρία.
Τώρα στοχάζομαι κι άλλον αρχαιότερο σοφό,
που εκείνος είχεν εύρει μόνο πως «ουδέν οίδεν».
Όμως ο πρώτος, σ’ ενός σήμαντρου τον ήχο,
που της μεγάλης Αναστάσεως έφερνε το μήνυμα,
στην κρίσιμη στιγμή, που ορίζει το εδώ απ’ το πέραν,
είχε δειλιάσει κι άφησε το χέρι του
απ’ τα χείλη του να τραβήξει το πικρό ποτήρι.
Ο άλλος με απλότητα κατέβασε το κύπελλο,
δίχως αηδίας μορφασμό ή οδύνης,
εξαγγέλλοντας τη σοφία τού «το μηδέν ειδέναι».
Στο εβδομηκοστό τρίτο τούτο σκαλοπάτι,
που είναι το μέτρο ισάριθμων ενιαυτών σπουδής,
τώρα καλούμαι αντίκρυ στον εαυτό μου να σταθώ,
για να εκτελέσω της στερνής
προσθέσεώς μου την πράξη.
Αλλά πώς το μηδέν να συντεθεί με τη μωρία,
όταν σημάνει η ώρα τού αναπόφευκτου κυπέλλου,
αν πριν δεν εκδυθείς το ιμάτιο της σεμνότητας,
που την κρυφή σου φιλαυτία καλύπτει;
Αν δε βγάλεις το προσωπείο τής δήθεν σωφροσύνης
απ’ την αυθεντική μορφή τής αφροσύνης σου;
Αν της ματαιοδοξίας τη σκόνη δεν τινάξεις
απ’ το αρχικό πρωτογενές σου ρούχο;
Όμως κι αυτά τα ξεφλουδίσματα αρκετά δε θάναι,
έτσι για να σταθείς ενώπιος ενωπίω,
αν απ’ το έσχατο σκαλοπάτι δεν εκσφενδονίσεις
και τις διόπτρες σου, που έβλεπες με δαύτες
τις θεατρικές τού κόσμου παραστάσεις,
κι αν ακόμα την ακοή σου δε σφραγίσεις
στων θεατρίνων τα μεγάφωνα και στων σειρήνων
τα βάναυσα βραχνά δήθεν λαϊκά τραγούδια.
Η αναγωγή των παιδεμών σου σε μωρία,
με την απλή προσθήκη τού «μηδέν οίδα»,
ίσως νάναι το μυστικό κλειδί που ανοίγει
στων μακαρίων τον οίκο τη μεγάλη θύρα.
Αλλ’ αν δε σου δοθεί και τούτη η χάρη,
των μακαρίων το πνεύμα ν’ ανασάνεις,
κι αν άξιος δε σταθείς για να σε μακαρίζουν,
έστω και για τις δήθεν αγαθές προθέσεις σου,
νομίζω πως τουλάχιστο μπορείς να ψάλλεις
τους σύγχρονους μακαρισμούς των ημερών σου.
Μακάριος λοιπόν ο Σεφέρης, που δε βλέπει πια
των επιγόνων τα καμώματα και τις στροφές του,
από των μπουζουκιών τα τέλια κρεμασμένες.
Μακάριος κι ο αγαθός εκείνος Βάρναλης,
που των τυμπάνων δεν άκουγε τους κρότους,
γιατί της ακοής σπασμένα είχε τα τύμπανα,
κι ούτε πια τώρα βλέπει την απλή του πίστη
λάβαρο υψωμένο σε χέρια φωνασκούντων.
Μακάριος κι ο Παπατσώνης Nobilissimus,
που το προνόμιον έχει να μη βλέπει πια
τις φρεγάδες των ποντοπόρων τής ποιήσεως,
που εξήντα χρόνια παραδέρνοντας σε θάλασσες
φυκιών και στίχων, επί τέλους μπόρεσαν,
με τα καινούργια δανεισμένα κιάλια τους,
το ροβινσώνειο να ξεκρίνουνε νησί του.
Μακάριοι οι των παιδεύσεων γνόντες την μωρίαν,
οι την γλώσσαν αυτών συνέχοντες, μηδέν ειδότες,
ότι αυτοί τουλάχιστον δικαιωθήσονται
ως καταπότια εν τω στόματι της Λήθης.
Γ. Θ. Βαφόπουλος, Τα επιγενόμενα (1977)
Museum Stairs by Micheal Jones
Αντόνιο Γκαμονέδα - Το μπλουζ της σκάλας
Μία γυναίκα ανεβαίνει απ’ τη σκάλα
μ’ ένα καζάνι γεμάτο λύπες.
Η γυναίκα ανεβαίνει απ’ τη σκάλα
με το καζάνι γεμάτο λύπες.
Βρήκα μια γυναίκα στη σκάλα
μα εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα της μπροστά μου.
Είδα τη γυναίκα με το καζάνι.
Στη σκάλα ποτέ πια δεν θα ησυχάσω.
[από το “Η σκουριά κατακάθισε στη γλώσσα μου και άλλα ποιήματα”,
Μετάφραση Κώστας Βραχνός, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Εκδόσεις Instituto Cervantes]
Pierre Bonnard - Stairs in the Artist's Garden
iii.
Eκλεισα την πόρτα και, αβίαστα,
κατέβηκα ένα ένα τα σκαλιά
της ίδιας σκάλας προς τοn δρόμο,
προς τον ίδιο δρόμο, με την ίδια
πορτοκαλιά στο χoλ, σάπια κι άτυχη.
Ζω στο ίδιο διαμέρισμα πάντα.
Πάντα κατεβαίνω να πιω στο ίδιο μπαρ.
Και δεν πειράζει τι αλλάζει, συνεχίζει έτσι.
Αν άλλαζα διαμέρισμα, σκάλα,
θα 'χα αλλάξει μόνο σκάλα,
διαμέρισμα. Το υπόλοιπο ποτέ δεν αλλάζει,
συνεχίζει μες το κεφάλι μου, όπως πριν.
Δεν ξέρω τι να κάνω, πού να πάω, ούτε πώς.
Περνώ τις μέρες με έμμονες σκέψεις.
Haim Solomonovich Soutine - The red stairs at Cagnes
...................................................He cerrado la puerta y he, sin prisas,
bajado uno a uno los peldaños
de la misma calle, con el mismo
naranjo ante el portal, podrido y pobre.
Vivo en el mismo cuarto desde siempre.
Siempre bajo a beber al mismo bar.
Y no importa qué mude, sigue así.
Si cambiara de cuarto, de escalera,
sólo habría cambiado de escalera,
de cuarto. El resto nunca muda, sigue
dentro de mi cabeza, como antes.
No sé qué hacer, adónde ir, ni cómo.
Llevo días pensando obsesionado.
Old House - Calabria Italy Painting by Francesco Mangialardi
Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ - Μπαλλάντα τῆς Ψηλῆς Σκάλας
Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέη ο ποιη-
τής Aπολλιναίρ, υπάρχουν, οπωσδήποτε,
και μερικοί αθάνατοι. Δυνατόν να είσαστε
σεις, κύριε, μεταξύ αυτών, ή, ακόμα,
κι’ εσείς, κύριε. Δεν ξέρω. Πάντως για
ένα είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω : ότι
υπάρχουν. Δεν αποκλείεται ελάχιστοι.
Όμως υ π ά ρ χ ο υ ν.
ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε
σε μια ψηλή σκάλα
— αυτόπτες μάρτυρες το λεν —
ίσως να ζωγραφίση μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για να συμπληρώση
το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς του ηρωικής
αλητόπαιδες
— αλητόπαιδες που με τον καιρό
(ως είναι φυσικό)
ανδρωθήκανε και γεράσαν
(δεν ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι’ επεθάναν
ευυπόληπτοι και
«φιλήσυχοι αστοί» —
αλητόπαιδες — ξαναλέω —
για να παίξουνε και να γελάσουν
ετραβήξανε
την σκάλα την ψηλή
κι’ ως γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από τα ύψη
επρόσμεν’ ελεεινός σακάτης
θέλεις κι’ ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθή
αλλ’ — ω του θαύματος ! —
προσεγειώθη
απόλυτα σώος κι’ αβλαβής
(πάντως κάτι σαν νάπαθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφρυά μέχρι το τέλος της ζωής)
μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ’ την κορφή ώς τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του
σαν τη Σελήνη — είτανε λεν χλωμός —
σαν τη Σελήνη φωτεινό
— αυτά τα δυο αστέρια
είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα της βυζαντινής ζωγραφικής —
και αν κατόπι επήγε να κρυφτή στη Mυτιλήνη
είχ’ έμπει στην αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον να υπάρχη αιώνια
α θ ά ν α τ ο ς
— πιθανόν μαζί με τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του
Γεώργιο ντε Kήρυκο
και με τον Mπεναρόγια —
ανάμεσα σε τόσους
και τόσους
και τόσους Bολιώτες
που εζήσανε και πριν
και κατά τη διάρκεια
κι ύστερα
από του
τραβήγματος της ψηλής της σκάλας
The Back Stairs by Charlotte Blanchard
Τόμας Σ. Έλιοτ - Τετάρτη των τεφρών (απόσπασμα)
III.
Στο πρώτο γύρισμα της δεύτερης σκάλας/ Γύρισα κι είδα κάτω
Το ίδιο σουλούπι έστριβε το κάγκελο
Κάτω απ’ την άχνα του όζοντος αέρα
Παλεύοντας με το δαιμόνιο των σκαλιών, φορώντας
Την απατηλή μορφή ελπίδας και απελπισίας.
Στο δεύτερο γύρισμα της δεύτερης σκάλας
Τους άφησα χορεύοντας, γυρίζοντας πιο κάτω
Δεν ήταν άλλες πια μορφές και η σκάλα σκοτεινή
Βρεμένη, οδοντωτή σαν στόμα γέρου που σαλιάριζε αδιόρθωτο
Ή με οισοφάγο δοντιασμένο γηραλέου σκυλόψαρου.
Στο πρώτο γύρισμα της τρίτης σκάλας
Ήταν αμπαρωμένο ένα παράθυρο σαν φουσκωμένο σύκο
Και περ’ από την ανθισμένη τρικοκκιά και μια σκηνή βοσκής
Ή ανοικτόπλατη μορφή ντυμένη μπλε και πράσινο
Σαγήνευε τον Μάη με αρχαίο σουραύλι.
Κόμη ανθισμένη είναι γλυκιά, κόμη απ’ το στόμα φυσιγμένη,
Λιλά και κόμη καστανή
Απόσπαση, μουσική του αυλού, σταμάτημα και βήματα
του νου πάνω απ’ την Τρίτη σκάλα,
Σβήνοντας, σβήνοντας, δύναμη πέρα ελπίδας και απελπισιάς
Αναρριχώμενη την τρίτη σκάλα.
Κύριε, δεν είμαι άξιος/ Κύριε, δεν είμαι άξιος
μα πες την λέξη μόνο.
μτφ. Αριστ. Νικολαϊδης
Το ίδιο σουλούπι έστριβε το κάγκελο
Κάτω απ’ την άχνα του όζοντος αέρα
Παλεύοντας με το δαιμόνιο των σκαλιών, φορώντας
Την απατηλή μορφή ελπίδας και απελπισίας.
Στο δεύτερο γύρισμα της δεύτερης σκάλας
Τους άφησα χορεύοντας, γυρίζοντας πιο κάτω
Δεν ήταν άλλες πια μορφές και η σκάλα σκοτεινή
Βρεμένη, οδοντωτή σαν στόμα γέρου που σαλιάριζε αδιόρθωτο
Ή με οισοφάγο δοντιασμένο γηραλέου σκυλόψαρου.
Στο πρώτο γύρισμα της τρίτης σκάλας
Ήταν αμπαρωμένο ένα παράθυρο σαν φουσκωμένο σύκο
Και περ’ από την ανθισμένη τρικοκκιά και μια σκηνή βοσκής
Ή ανοικτόπλατη μορφή ντυμένη μπλε και πράσινο
Σαγήνευε τον Μάη με αρχαίο σουραύλι.
Κόμη ανθισμένη είναι γλυκιά, κόμη απ’ το στόμα φυσιγμένη,
Λιλά και κόμη καστανή
Απόσπαση, μουσική του αυλού, σταμάτημα και βήματα
του νου πάνω απ’ την Τρίτη σκάλα,
Σβήνοντας, σβήνοντας, δύναμη πέρα ελπίδας και απελπισιάς
Αναρριχώμενη την τρίτη σκάλα.
Κύριε, δεν είμαι άξιος/ Κύριε, δεν είμαι άξιος
μα πες την λέξη μόνο.
μτφ. Αριστ. Νικολαϊδης
Rembrandt Harmensz van Rijn (1606-1669) Meditating Philosopher, 1632
Κ. Π. Καβάφης -Το Πρώτο Σκαλί
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»
Louis Beroud. The Staircase Of The Opera, 1877.
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ - Σταις Σκάλαις
Την άτιμη την σκάλα σαν κατέβαινα,
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.
από την πόρτα έμπαινες, και μια στιγμή
είδα το άγνωστό σου πρόσωπο και με είδες.
Έπειτα κρύφθηκα να μη με ξαναδείς, και συ
πέρασες γρήγορα το πρόσωπό σου κρύβοντας,
και χώθηκες στο άτιμο το σπίτι μέσα
όπου την ηδονή δεν θά ’βρες, καθώς δεν την βρήκα.
Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να σ’ τον δώσω·
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.
τον έρωτα που ήθελα — τα μάτια σου με το ’παν
τα κουρασμένα καί ύποπτα — είχες να με τον δώσεις.
Τα σώματά μας αισθανθήκαν και γυρεύονταν·
το αίμα και το δέρμα μας ενόησαν.
Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος, με τρομάζει.
Τι ωραία θάτανε με μια ένεση
να κυκλοφορούσε στο αίμα μου
η επόμενη χιλιετία!
Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα.
Κάθε σκαλί της όταν τ’ ανέβεις χαλιέται πέφτει.
Στο τελευταίο το σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει.
Κ.Γ. Καρυωτάκης - Όταν κατέβουμε τη σκάλα
Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ’ ένα χαμόγελο στ’ ανύπαρκτα τους χείλη;
Τουλάχιστον δωπέρα είμαστε μόνοι.
Περνάει η μέρα μας, η άλλη ξημερώνει,
και μες στα μάτια μας διατηρούμε ακόμα
κάτι που δίνει στα πράγμα χρώμα.
Αλλά εκεί κάτου τι να πούμε, πού να πάμε;
Αναγκαστικά ένας τον άλλον θα κοιτάμε,
με κομμένα τα χέρια στους αγκώνες,
ασάλευτοι σαν πρόσωπα σε εικόνες.
Αν έρθει κανείς την πλάκα μας να χτυπήσει,
θα φαντάζεται πως έχουμε ζήσει.
Αν πάρει ένα τριαντάφυλλο ή αφήσει χάμου,
το τριαντάφυλλο θα ‘ναι της άμμου.
Κι αν ποτέ στα νύχια μας ανασηκωθούμε,
τις βίλες του Posilipo θα ιδούμε,
Κύριε, Κύριε, και το τερραίν του Παραδείσου
όπου θα παίζουν cricket οι οπαδοί Σου.
The Confirmation Processionby Cesare-Auguste Detti
ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ - ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΗΜΕΡΕΥΣΗ
Προπάντων να αποφεύγετε τις σκάλες
σε σπίτια που κατοικήσατε παλιά
ποτέ το βελούδινο χαλί
δεν κρύβει καλωσόρισμα,
κάθε σκαλοπάτι χαλασμένο δόντι
έτοιμο να υποχωρήσει
στην άβυσσο από κάτω.
Κυρίως όμως πρέπει να γνωρίζετε.
Πως για κάθε σκαλοπάτι που ανεβαίνετε
πάντα δύο πίσω θα γλιστράτε.
ΚΛΙΝΙΚΑ ΑΠΩΝ (2014)
The Orange Gatherers 1890 by John William Waterhouse
Χρίστος Λάσκαρης -Θα κατεβαίνεις σκάλες
Θα κατεβαίνεις σκάλες,
κάθε πρωί θα κατεβαίνει σκάλες.
σαν άγαλμα προς τη θυρίδα για το εισιτήριο θα προχωρείς
κι ύστερα στην ουρά
-πάντα σαν άγαλμα-
που μες στο μάρμαρό του ονειροπολεί,
θα στέκεις.
Στο τραμ
πιασμένος στη χειρολαβή θα ταλαντεύεσαι
με το κεφάλι μες στη λύπη κρεμασμένο.
Στον Πειραιά,. η πρωινή ομίχλη θα σε πνίγει
και στο γραφείο οι συνάδελφοι.
Και θα ραγίζεις
και στα δυο η πέτρα σου θα σπα
καθώς απ’ το παράθυρο στην προκυμαία θα κοιτάς
το πλοίο που ξεμάκρυνε-
σφυρίζοντας μες στην ψυχή σου.
κάθε πρωί θα κατεβαίνει σκάλες.
σαν άγαλμα προς τη θυρίδα για το εισιτήριο θα προχωρείς
κι ύστερα στην ουρά
-πάντα σαν άγαλμα-
που μες στο μάρμαρό του ονειροπολεί,
θα στέκεις.
Στο τραμ
πιασμένος στη χειρολαβή θα ταλαντεύεσαι
με το κεφάλι μες στη λύπη κρεμασμένο.
Στον Πειραιά,. η πρωινή ομίχλη θα σε πνίγει
και στο γραφείο οι συνάδελφοι.
Και θα ραγίζεις
και στα δυο η πέτρα σου θα σπα
καθώς απ’ το παράθυρο στην προκυμαία θα κοιτάς
το πλοίο που ξεμάκρυνε-
σφυρίζοντας μες στην ψυχή σου.
Canaletto - The Piazza del Campidoglio and the Cordonata
Τάσος Λειβαδίτης
i.…Κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.
ii..Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε,
ίσως, μακριά. Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι.»
iii… Και, να,
που ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνεύσει την ψυχή του στη μεγάλη
αβεβαιότητα του έρωτα…
iv…Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.»
v.Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο που…
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ’ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ’ τους μεγάλους στεναγμούς…
ii..Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε,
ίσως, μακριά. Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι.»
iii… Και, να,
που ένα καινούργιο ζευγάρι ανεβαίνει κιόλας τη σκάλα
έτοιμο να ριψοκινδυνεύσει την ψυχή του στη μεγάλη
αβεβαιότητα του έρωτα…
iv…Κι η αγάπη μας ήταν η απέραντη
σκάλα που ανέβαινα
πάνω απ’ το χρόνο και το Θεό και την αιωνιότητα
ως τ’ ασύγκριτα, θνητά σου χείλη.»
v.Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο που…
Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ’ άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ’ τους μεγάλους στεναγμούς…
Edmund Blair Leighton - Faded Laurels.
Βύρων Λεοντάρης -Η σκάλα
Κακή εποχή σε ξένο κι άγνωστο σκοτάδι
οι δρόμοι χρόνια τώρα πεθαμένοι και σβησμένα τα σημάδια
κακή εποχή, ανεμόβροχο σπάει τα τζάμια στις ψυχές μας
κι οι σκιές των ανθρώπων μέσα μας φτερούγες τσακισμένες
ένας καιρός ερείπιο
κι η σκάλα που ανεβαίνω πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι
και πότε να βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό…
οι δρόμοι χρόνια τώρα πεθαμένοι και σβησμένα τα σημάδια
κακή εποχή, ανεμόβροχο σπάει τα τζάμια στις ψυχές μας
κι οι σκιές των ανθρώπων μέσα μας φτερούγες τσακισμένες
ένας καιρός ερείπιο
κι η σκάλα που ανεβαίνω πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι
και πότε να βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό…
Αθώο ξεκίνημα, μοναχικέ λυγμέ πάνω απ’ τη θλίψη
με μολυβένια τώρα τα φτερά
χάνοντας ολοένα ύψος –όπως τόσες
απόπειρες αθανασίας που κατακάθισαν σ’ ένα επιτύμβιο χαμόγελο
αθώο ξεκίνημα, πού μ’ έφερες, πού μ’ έφερες…
με μολυβένια τώρα τα φτερά
χάνοντας ολοένα ύψος –όπως τόσες
απόπειρες αθανασίας που κατακάθισαν σ’ ένα επιτύμβιο χαμόγελο
αθώο ξεκίνημα, πού μ’ έφερες, πού μ’ έφερες…
Ίλιγγοι και στροφές
τρεκλίσματα μες στους λαβύρινθους
χειρονομίες σακάτισσες
σκέψεις γριές σερνάμενες πιασμένες απ’ τους τοίχους
μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο κι όλοι γυρεύουν να σωθούν
κρεμιούνται απ’ τα καλώδια κι απ’ τις φλέβες τους
κυκλοφορούν μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό
κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους
–άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα
κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν και πηδάνε στο κενό
και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια
γιατί ποτέ ποτέ δε μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα
–φτάσαμε πάντα αργά μπροστά στις κλειδωμένες πράξεις
το αίμα κυλούσε πια κάτω απ’ τις χαραμάδες
κι η κούραση κι ο φόβος όλο να πληθαίνουν στην ατέλειωτη αυτή σκάλα
τρεκλίσματα μες στους λαβύρινθους
χειρονομίες σακάτισσες
σκέψεις γριές σερνάμενες πιασμένες απ’ τους τοίχους
μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο κι όλοι γυρεύουν να σωθούν
κρεμιούνται απ’ τα καλώδια κι απ’ τις φλέβες τους
κυκλοφορούν μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό
κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους
–άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα
κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν και πηδάνε στο κενό
και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια
γιατί ποτέ ποτέ δε μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα
–φτάσαμε πάντα αργά μπροστά στις κλειδωμένες πράξεις
το αίμα κυλούσε πια κάτω απ’ τις χαραμάδες
κι η κούραση κι ο φόβος όλο να πληθαίνουν στην ατέλειωτη αυτή σκάλα
Όλες τις μοναξιές τις έζησα
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας
όμως τη μοναξιά της τέχνης πώς να την αντέξω
τη σκόνη πάνω στο βιβλίο
τα λόγια που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα
κι ανάβουνε τα φώτα σε αδειανές ψυχές
κι αρχίζουν να χτυπούν στους τοίχους το κεφάλι τους ουρλιάζοντας
–είναι μια κρίση δημιουργίας μόνο ή μήπως είναι
το τέλος, η κατάρρευση της σκέψης, η ερημιά
ανάμεσα σε ανεπανόρθωτα φθαρμένα σύμβολα και εικόνες
που ηχούν σαν κούφιες προσωπίδες
ελπίζοντας και μη ελπίζοντας
όμως τη μοναξιά της τέχνης πώς να την αντέξω
τη σκόνη πάνω στο βιβλίο
τα λόγια που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα
κι ανάβουνε τα φώτα σε αδειανές ψυχές
κι αρχίζουν να χτυπούν στους τοίχους το κεφάλι τους ουρλιάζοντας
–είναι μια κρίση δημιουργίας μόνο ή μήπως είναι
το τέλος, η κατάρρευση της σκέψης, η ερημιά
ανάμεσα σε ανεπανόρθωτα φθαρμένα σύμβολα και εικόνες
που ηχούν σαν κούφιες προσωπίδες
Γιατί δεν είναι μόνο ο χρόνος που μας φθείρει μα κι ο χώρος
σημεία το δείχνουν καθαρά, ο χώρος εκδικείται
παραμορφώνει τις δομές και κατατρώει τα σώματα
σκάβει βαθιά κενά κουφώνοντας μορφές και σωθικά –έτσι κι ο λόγος
φαγώθηκε σιγά σιγά από σιωπές και χάσματα
Τι μέλλει ακόμα να ειπωθεί και ποια η έκφραση μες στη χαμένη ισορροπία;
σημεία το δείχνουν καθαρά, ο χώρος εκδικείται
παραμορφώνει τις δομές και κατατρώει τα σώματα
σκάβει βαθιά κενά κουφώνοντας μορφές και σωθικά –έτσι κι ο λόγος
φαγώθηκε σιγά σιγά από σιωπές και χάσματα
Τι μέλλει ακόμα να ειπωθεί και ποια η έκφραση μες στη χαμένη ισορροπία;
Είπαμε τόσες φτήνιες, έτσι που ‘γινε κι η δημιουργία διαστροφή
και τώρα ετούτη η κούραση δεν είναι σαν τις άλλες
δεν έρχεται απ’ το παρελθόν αλλά απ’ το μέλλον
όπως η σκόνη αυτή που κατεβαίνει από τα πάνω δώματα
όπως το αίμα αυτό που στάζει από τα πάνω δώματα
και τώρα ετούτη η κούραση δεν είναι σαν τις άλλες
δεν έρχεται απ’ το παρελθόν αλλά απ’ το μέλλον
όπως η σκόνη αυτή που κατεβαίνει από τα πάνω δώματα
όπως το αίμα αυτό που στάζει από τα πάνω δώματα
–αθώο ξεκίνημα, που μ’ έφερες, πού μ’ έφερες
Πού να σταθώ να γείρω το κεφάλι μου
να ονειρευτώ το δροσερό κατώφλι…
Πού να σταθώ να γείρω το κεφάλι μου
να ονειρευτώ το δροσερό κατώφλι…
Stairs - Angela Suto
Αργύρης Μαρνέρος - Η σκάλα του υπουργείου
Μη χαίρεσαι για τα λίγα
Σκαλιά του υπουργείου
Όταν θα τελειώσει η δουλειά σου
Μέτρησε καλά πόσες φορές
Τα ανέβηκες και τα κατέβηκες
Και τότε θα δεις πόσο
Ψηλά κατοικούν οι υπουργοί.
Από τη συλλογή Αίθουσα αναμονής (2003)
Μελισσάνθη - Κύκλοι
Μη χαίρεσαι για τα λίγα
Σκαλιά του υπουργείου
Όταν θα τελειώσει η δουλειά σου
Μέτρησε καλά πόσες φορές
Τα ανέβηκες και τα κατέβηκες
Και τότε θα δεις πόσο
Ψηλά κατοικούν οι υπουργοί.
Από τη συλλογή Αίθουσα αναμονής (2003)
Stairs by Grzegorz Wrobel
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που αδιάκοπα, η ψυχή μου, θ’ ανεβαίνει
—σε ύψη και βάθη αβυσσαλέα χαμένη—
μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
σε κύκλους δαντικούς και δαχτυλίδι
Τις δυο της άκρες τόξο ουράνιο δένει
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που όλο η ψυχή μου ανεβοκατεβαίνει.
που αδιάκοπα, η ψυχή μου, θ’ ανεβαίνει
—σε ύψη και βάθη αβυσσαλέα χαμένη—
μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
σε κύκλους δαντικούς και δαχτυλίδι
Τις δυο της άκρες τόξο ουράνιο δένει
Μια σκάλα, εντός μου, στρέφεται όπως φίδι
που όλο η ψυχή μου ανεβοκατεβαίνει.
Stair - by Anton Barnard
Τσαρλς Μπουκόφσκι-Κοπέλα στις κυλιόμενες
Καθώς πηγαίνω προς τις κυλιόμενες
Είναι μπροστά μου
Ένας νεαρός με μια όμορφη κοπέλα
Η κοπέλα φοράει κολλητό παντελόνι και μπλούζα.
Είναι μπροστά μου
Ένας νεαρός με μια όμορφη κοπέλα
Η κοπέλα φοράει κολλητό παντελόνι και μπλούζα.
Καθώς ανεβαίνουμε βάζει το ένα πόδι
Στο πιο πάνω σκαλί κι ο πισινός της
Προβάλλει υπέροχα.
Ο νεαρός κοιτάζει γύρω του
Φαίνεται ανήσυχος
Κοιτάζει εμένα
Εγώ κοιτάζω αλλού.
Στο πιο πάνω σκαλί κι ο πισινός της
Προβάλλει υπέροχα.
Ο νεαρός κοιτάζει γύρω του
Φαίνεται ανήσυχος
Κοιτάζει εμένα
Εγώ κοιτάζω αλλού.
Όχι, ρε φίλε, δεν κοιτάζω τον πισινό της κοπέλας σου,
Μη φοβάσαι, τη σέβομαι και σέβομαι και σένα
Εδώ που τα λέμε, σέβομαι τα πάντα, τα λουλούδια, τις κοπέλες
Τα παιδιά, τα ζώα, το ακριβό μας Σύμπαν το περίπλοκο, τους πάντες και τα πάντα.
Μη φοβάσαι, τη σέβομαι και σέβομαι και σένα
Εδώ που τα λέμε, σέβομαι τα πάντα, τα λουλούδια, τις κοπέλες
Τα παιδιά, τα ζώα, το ακριβό μας Σύμπαν το περίπλοκο, τους πάντες και τα πάντα.
Καταλαβαίνω πως ο νεαρός νιώθει καλύτερα και χαίρομαι γι’ αυτόν.
Ξέρω ποιο είναι το πρόβλημά του: η κοπέλα έχει μητέρα και πατέρα και ίσως αδερφή και αδερφό
Και σίγουρα ένα μάτσο αντιπαθητικούς συγγενείς
Και της αρέσει να χορεύει και να φλερτάρει και της αρέσει να πηγαίνει σινεμά και καμιά φορά
Μιλάει με γεμάτο το στόμα και
Της αρέσουνε χαζές εκπομπές και νομίζει πως είναι ταλαντούχα ηθοποιός και
Δεν είναι πάντοτε τόσο όμορφη και
Τσαντίζεται εύκολα και καμιά φορά κάνει σαν τρελή
Και μπορεί να μιλάει για ώρες στο τηλέφωνο και θέλει να πάει το καλοκαίρι στην Ευρώπη
Και θέλει να της πάρεις μια Μερσεντές και είναι ερωτευμένη με
Τον Μελ Γκίμπσον και η μάνα της είναι
Μπεκρού κι ο πατέρας της ρατσιστής
Και καμιά φορά αν πιει πολύ
Ροχαλίζει και συχνά είναι ψυχρή στο σεξ και
Έχει για γκουρού έναν τύπο που γνώρισε τον Χριστό
Στην έρημο το 1978 και θέλει να γίνει χορεύτρια κι είναι άνεργη και
Παθαίνει ημικρανίες όποτε τρώει
Ζάχαρη ή τυρί.
Ξέρω ποιο είναι το πρόβλημά του: η κοπέλα έχει μητέρα και πατέρα και ίσως αδερφή και αδερφό
Και σίγουρα ένα μάτσο αντιπαθητικούς συγγενείς
Και της αρέσει να χορεύει και να φλερτάρει και της αρέσει να πηγαίνει σινεμά και καμιά φορά
Μιλάει με γεμάτο το στόμα και
Της αρέσουνε χαζές εκπομπές και νομίζει πως είναι ταλαντούχα ηθοποιός και
Δεν είναι πάντοτε τόσο όμορφη και
Τσαντίζεται εύκολα και καμιά φορά κάνει σαν τρελή
Και μπορεί να μιλάει για ώρες στο τηλέφωνο και θέλει να πάει το καλοκαίρι στην Ευρώπη
Και θέλει να της πάρεις μια Μερσεντές και είναι ερωτευμένη με
Τον Μελ Γκίμπσον και η μάνα της είναι
Μπεκρού κι ο πατέρας της ρατσιστής
Και καμιά φορά αν πιει πολύ
Ροχαλίζει και συχνά είναι ψυχρή στο σεξ και
Έχει για γκουρού έναν τύπο που γνώρισε τον Χριστό
Στην έρημο το 1978 και θέλει να γίνει χορεύτρια κι είναι άνεργη και
Παθαίνει ημικρανίες όποτε τρώει
Ζάχαρη ή τυρί.
Τον βλέπω που τη συνοδεύει
Ανεβαίνουν μαζί τις κυλιόμενες, το μπράτσο του
Προστατευτικά γύρω από τη
Μέση της, πιστεύει πως είναι
Τυχερός, πιστεύει πως είναι
Μοναδικός, πιστεύει πως
Κανείς στον κόσμο δεν έχει
Αυτό που έχει εκείνος.
Ανεβαίνουν μαζί τις κυλιόμενες, το μπράτσο του
Προστατευτικά γύρω από τη
Μέση της, πιστεύει πως είναι
Τυχερός, πιστεύει πως είναι
Μοναδικός, πιστεύει πως
Κανείς στον κόσμο δεν έχει
Αυτό που έχει εκείνος.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ Η σκάλα
Είσαι η σκάλα σε ένα μεγάλο, σκεπασμένο από την ομίχλη σπίτι. Κουρασμένα
προς τα πάνω ανεβαίνεις μέσα στο γλυκό σκοτάδι:
φως τεχνητό – μα και πάλι σπάνια βλέπεις.
προς τα πάνω ανεβαίνεις μέσα στο γλυκό σκοτάδι:
φως τεχνητό – μα και πάλι σπάνια βλέπεις.
Δε ξέρω – ζεις, αγαπάς, μισείς,
Φυλάσσεις τα ίχνη των αναρίθμητων βημάτων:
των χαλασμένων μποτών και των ελαφρών παπουτσιών,
των γαλοτσών που μουρμουρίζουν και των αθόρυβων τσόχινων μποτών,
των φθαρμένων σόλων, μα και των γρήγορων, παράλογων,
μεγάλων, αγαθών ποδιών και των στενών, κακών σκαλοπατιών. . .
Φυλάσσεις τα ίχνη των αναρίθμητων βημάτων:
των χαλασμένων μποτών και των ελαφρών παπουτσιών,
των γαλοτσών που μουρμουρίζουν και των αθόρυβων τσόχινων μποτών,
των φθαρμένων σόλων, μα και των γρήγορων, παράλογων,
μεγάλων, αγαθών ποδιών και των στενών, κακών σκαλοπατιών. . .
Ω, ναι ! Πιστεύω πως: στη σιγαλιά των γκρίζων νυχτών,
γογγύζοντας κι αναστενάζοντας, δειλά ζωντανεύεις
προσπαθείς να θυμηθείς και με ακρίβεια επαναλαμβάνεις
όλων των βημάτων που έχεις ακούσει το χαρακτηριστικό ήχο:
τα πηδηματάκια της παιδικής ηλικίας και της βακτηρίας του παππού το χτύπο,
το ορμητικό τερέτισμα της ερωτικής βιασύνης,
το τρέμουλο της καθόδου από την απόγνωση και το σταθερό
βήμα της αδιαφορίας, το βήμα της φιλάργυρης αδυναμίας,
του ονειροπολήματος το βήμα, το ταραγμένο, το τυφλό,
που πάντα χάνει δύο ή τρία σκαλοπάτια,
και την περπατησιά της σοβαρής αυτάρεσκης οκνηρίας,
αλλά και το βιαστικό τρέξιμο του καθημερινού κάματου . . .
γογγύζοντας κι αναστενάζοντας, δειλά ζωντανεύεις
προσπαθείς να θυμηθείς και με ακρίβεια επαναλαμβάνεις
όλων των βημάτων που έχεις ακούσει το χαρακτηριστικό ήχο:
τα πηδηματάκια της παιδικής ηλικίας και της βακτηρίας του παππού το χτύπο,
το ορμητικό τερέτισμα της ερωτικής βιασύνης,
το τρέμουλο της καθόδου από την απόγνωση και το σταθερό
βήμα της αδιαφορίας, το βήμα της φιλάργυρης αδυναμίας,
του ονειροπολήματος το βήμα, το ταραγμένο, το τυφλό,
που πάντα χάνει δύο ή τρία σκαλοπάτια,
και την περπατησιά της σοβαρής αυτάρεσκης οκνηρίας,
αλλά και το βιαστικό τρέξιμο του καθημερινού κάματου . . .
Δε ξεχνάς, το ξέρω, ποτέ
και τον ήχο των δικών μου βημάτων. . .Αλήθεια, –
χαρούμενα ήχησαν ποτέ;
και τον ήχο των δικών μου βημάτων. . .Αλήθεια, –
χαρούμενα ήχησαν ποτέ;
Και τις αχτίδες, που λοξά τρέχουν στα σκοτεινά,
και του μεταξιού το θρόισμα, και το φιλί στην πόρτα;
Ναι, η καρδιά πίστευε, ναι, ο ουρανός ήταν γαλάζιος . . .
και του μεταξιού το θρόισμα, και το φιλί στην πόρτα;
Ναι, η καρδιά πίστευε, ναι, ο ουρανός ήταν γαλάζιος . . .
Πάνω από το ορειχάλκινο χερούλι – ένα άλλο όνομα υπάρχει τώρα,
κι εγώ περιπλανιέμαι σε μακρινή περιοχή.
Εσύ όμως, σαν σκάλα, στην ησυχία του μεσονυχτιού
συζητάς με τα περασμένα. Τα κιγκλιδώματα σου θυμούνται,
πως άφησα τη λάμψη των γοητευτικών δωματίων
και πως τελευταία φορά σε περπάτησα,
πως με την προσοχή του εγκληματία έκλεισα
μία, κι άλλη μία πόρτα και στο λυκόφως της χιονισμένης νύχτας
μυστηριωδώς έφυγα – ελεύθερος και άπελπις . . .
κι εγώ περιπλανιέμαι σε μακρινή περιοχή.
Εσύ όμως, σαν σκάλα, στην ησυχία του μεσονυχτιού
συζητάς με τα περασμένα. Τα κιγκλιδώματα σου θυμούνται,
πως άφησα τη λάμψη των γοητευτικών δωματίων
και πως τελευταία φορά σε περπάτησα,
πως με την προσοχή του εγκληματία έκλεισα
μία, κι άλλη μία πόρτα και στο λυκόφως της χιονισμένης νύχτας
μυστηριωδώς έφυγα – ελεύθερος και άπελπις . . .
30 Ιουνίου 1918
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ - Η ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΜΟΥΒλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μετάφραση από τα ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©
Πρέπει ν’ ανέβω εκατό σκαλιά.
Πρέπει ν’ ανέβω και σας ακούω να φωνάζετε:
«Είσαι σκληρός! Μα από πέτρα είμαστε;»
Πρέπει ν’ ανέβω εκατό σκαλιά
κι ούτε ένας από σας
δεν θέλει να μου γίνει σκαλοπάτι.
Μτφρ. Αλέξανδρος Σ. Αλεξάνδρου, Θεσσαλονίκη 2007
The Golden Stairs by Edward Burne-Jones.
-«…Και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί!
Θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά…
τα φτερά, τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»
(Κ. Παλαμάς)
STAIRS by Karen Peterson
Ezra Pound - Η πίκρα της σκάλας με τα πετράδια
Τα σκαλοπάτια με τα πετράδια
είναι ήδη άσπρα από τη δροσιά,
Είναι τόσο αργά
που οι αραχνοΰφαντες κάλτσες μου νοτίζουν από τη δροσιά,
Σύρω την κρυστάλλινη κουρτίνα μου
Και βλέπω τη σελήνη
μέσα στο διάφανο φθινόπωρο.
είναι ήδη άσπρα από τη δροσιά,
Είναι τόσο αργά
που οι αραχνοΰφαντες κάλτσες μου νοτίζουν από τη δροσιά,
Σύρω την κρυστάλλινη κουρτίνα μου
Και βλέπω τη σελήνη
μέσα στο διάφανο φθινόπωρο.
Greek Island Paintings - Rick Everingham
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Αλλά τι σκάλα είναι αυτή με τα σκαλιά της τόσο στο ύψος αλλά και στο πλάτος τους διαφέρανε ανεβαίνοντας από το ένα στο άλλο ώστε πολλές φορές κινδύνεψα να τσακιστώ επειδή σκαρφάλωμα σε απόκρημνο γκρεμό έμοιαζε περισσότερο αυτό παρά με ανέβασμα -κυρίως γιατί το πλάτος των σκαλιών ήταν πολύ μικρό ώστε πλαγίως μόνο και αν- χωρούσανε τα πέλματά μου αλλιώς -αν έκανα ότι ανεβαίνω εγώ κανονικά θα τσακιζόμουν προς τα πίσω- χώρια η κουπαστή με σάπια όλα τα ξύλα της δεν άντεχε να με κρατήσει αν στηριχτώ και απαίσια έτριζε σε κάθε μου άγγιγμα.
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Πήρε φως, Κέδρος, 1998
Jacob's Dream by William Blake
Γιάννης Ρίτσος -Η σκάλα
Ανέβαινε, κατέβαινε τη σκάλα. Λίγο λίγο
το πάνω και το κάτω συγχέονταν μέσα στην κούρασή του
έπαιρνα το ίδιο νόημα- κανένα νόημα- ένα ίδιο σημείο
ενός τροχού περιστρεφόμενου. Κι αυτός, ασάλευτος,
δεμένος στον τροχό, με την ιδέα πως ταξιδεύει τάχα,
νιώθοντας τον αγέρα να χτενίζει προς τα πίσω τα μαλλιά του,
παρατηρώντας τους συντρόφους του, πετυχημένα μεταμφιεσμένους
σε πολυάσχολους ναύτες, τραβώντας ανύπαρκτα κουπιά,
να βουλώνουν τ’ αυτιά με κερί, ενώ οι Σειρήνες
είχαν πεθάνει εδώ και τρεις χιλιάδες τουλάχιστον χρόνια.»
(Γ. Ρίτσος, Ο διάδρομος και η σκάλα, Κέδρος)
Anka Zhuravleva photography
Γιάννης Ρίτσος - Η ΣΚΑΛΑ
Η σκάλα αυτή για τα μεγάλα λιακωτά,
για τα πανύψηλα δέντρα,
αυτή που την ανέβηκαν οι εφτά γερόντισσες
και βγάλανε κρυφά φτερά κάτω απ’ την πουκαμίσα τους
σε καιρό τυφλό και γυμνό και άδειο,
σε καιρό αμύθητο,
πεσμένη τώρα καταγής
την πνίγουν οι τσουκνίδες λίγο λίγο,
γίνεται χώμα, γίνεται χορτάρι,
την κατατρώνε μερμήγκια και σκουλήκια.
Η σκάλα αυτή για τα μεγάλα λιακωτά,
για τα πανύψηλα δέντρα,
αυτή που την ανέβηκαν οι εφτά γερόντισσες
και βγάλανε κρυφά φτερά κάτω απ’ την πουκαμίσα τους
σε καιρό τυφλό και γυμνό και άδειο,
σε καιρό αμύθητο,
πεσμένη τώρα καταγής
την πνίγουν οι τσουκνίδες λίγο λίγο,
γίνεται χώμα, γίνεται χορτάρι,
την κατατρώνε μερμήγκια και σκουλήκια.
My Funky Stairs Painting by Tommy Midyette
Γρηγόρης Σακαλής - Σκάλα
Μπορεί να παίζεις πιάνο
εγώ θα τριγυρνώ στις λαϊκές
με πάνινα παπούτσια.
εγώ θα τριγυρνώ στις λαϊκές
με πάνινα παπούτσια.
Μπορεί να τρως σ’ ακριβά εστιατόρια
εγώ θα πίνω τον καφέ σε ξεχασμένες καφετέριες.
εγώ θα πίνω τον καφέ σε ξεχασμένες καφετέριες.
Μπορεί να κερνάς πούρα Αβάνας τους καλεσμένους
σου
εγώ θα καπνίζω στριφτά τσιγάρα με φίλους.
σου
εγώ θα καπνίζω στριφτά τσιγάρα με φίλους.
Ρενέ Σαρ - Το σκαλοπάτι
«Μέσα στο συνειδητό σου σώμα, η πραγματικότητα πάει μπροστά μερι-
κά δευτερόλεπτα φαντασίας. Ο χρόνος αυτός, που ποτέ δεν τον προ-
φταίνει κανείς, είναι ένα βάραθρο ξένο προς τις πράξεις αυτού του κό-
σμου. Δεν είναι ποτέ ένας ίσκιος παρ’ όλο το άρωμά του από νυχτερινή
επιείκεια, από ιερή επιβίωση, από άφθαρτη παιδικότητα.»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)
Kathleen Elsey Painting Steps of San Francisco Telegraph Hill
Μαχμούντ Νταρουίς
Είμαι εδώ είκοσι χρόνια. Απόψε κάθομαι στο μικρό κήπο, σε μια πλαστική καρέκλα, και κοιτάζω τον τόπο, μεθυσμένος από την κόκκινη πέτρα. Μετράω τα σκαλιά που οδηγούν στο δωμάτιό μου, στο δεύτερο όροφο. Έντεκα σκαλοπάτια. Στα δεξιά, μια μεγάλη συκιά ρίχνει τον ίσκιο της σε μερικές μικρές δαμασκηνιές. Στα αριστερά, μια λουθηρανική εκκλησία. Δίπλα στην πέτρινη σκάλα, ένα παρατημένο πηγάδι και ένας σκουριασμένος κουβάς, λουλούδια απότιστα που ρουφάνε, σταλιά- σταλιά, το γάλα του σούρουπου. Είμαι εδώ, με σαράντα ανθρώπους, για να παρακολουθήσω μια παράσταση με σύντομους διαλόγους, για την απαγόρευση της κυκλοφορίας, σκορπίζονται οι ξεχασμένοι ήρωές της στον κήπο, στα σκαλιά και στην ευρύχωρη βεράντα. Παράσταση αυτοσχεδιασμού, υπό σύνθεση, όπως η ζωή μας. Κρυφοκοιτάζω το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου μου και αναρωτιέμαι: «Είμαι εκεί;» Και μ’ αρέσει να αφήνω την ερώτηση να κατρακυλάει στα σκαλοπάτια, και την εντάσσω στον αυθορμητισμό της παράστασης: στο τελευταίο μέρος της, όπου όλα θα παραμείνουν όπως είναι… Η συκιά στον κήπο. Η λουθηρανική εκκλησία στην απέναντι πλευρά. Η Κυριακή στη θέση της στο ημερολόγιο. Το παρατημένο πηγάδι και ο σκουριασμένος κουβάς στη δική τους θέση. Ενώ εγώ, δε θα είμαι ούτε στο δωμάτιο μου, ούτε στον κήπο. Αυτό απαιτεί το κείμενο: πρέπει οπωσδήποτε να λείπει κάποιος για να αλαφρώσει το φορτίο του τόπου!
ΜΟΥΣΙΚΗ
And she's buying a stairway to heaven.
When she gets there she knows, if the stores are all closed
With a word she can get what she came for.
Ooh, ooh, and she's buying a stairway to heaven.
There's a sign on the wall but she wants to be sure
'Cause you know sometimes words have two meanings.
In a tree by the brook, there's a songbird who sings,
Sometimes all of our thoughts are misgiven.
Ooh, it makes me wonder,
Ooh, it makes me wonder.
There's a feeling I get when I look to the west,
And my spirit is crying for leaving.
In my thoughts I have seen rings of smoke through the trees,
And the voices of those who stand looking.
Ooh, it makes me wonder,
Ooh, it really makes me wonder.
And it's whispered that soon, if we all call the tune,
Then the piper will lead us to reason.
And a new day will dawn for those who stand long,
And the forests will echo with laughter.
If there's a bustle in your hedgerow, don't be alarmed now,
It's just a spring clean for the May queen.
Yes, there are two paths you can go by, but in the long run
There's still time to change the road you're on.
And it makes me wonder.
Your head is humming and it won't go, in case you don't know,
The piper's calling you to join him,
Dear lady, can you hear the wind blow, and did you know
Your stairway lies on the whispering wind?
And as we wind on down the road
Our shadows taller than our soul.
There walks a lady we all know
Who shines white light and wants to show
How everything still turns to gold.
And if you listen very hard
The tune will come to you at last.
When all are one and one is all
To be a rock and not to roll.
And she's buying a stairway to heaven
Βy the Halfpenny Bridge by Irish artist Chris McMorrow
Δήμητρα Γαλάνη - Η σκάλα του ουρανού
Στίχοι :Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Ανέβηκα τη σκάλα - Χαρούλα Αλεξίου
Στίχοι - Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική - Σταύρος Κουγιουμτζής
Από το σπίτι μου περνάς,
γιατί καλέ δε μ’ αγαπάς;
Ανέβηκα τη σκάλα
μάτια μου, μάτια μου
Για κοίτα με μια στάλα
για να ζαλιστώ
Να ζαλιστώ να πέσω
μάτια μου, μάτια μου,
γιατρό να σε καλέσω
για να γιατρευτώ
Με βρήκαν μπόρες και βροχές,
γιατί καλέ μου δε με θες;
Ανέβηκα τη σκάλα
μάτια μου, μάτια μου
Για κοίτα με μια στάλα
για να ζαλιστώ
Να ζαλιστώ να πέσω
μάτια μου, μάτια μου,
γιατρό να σε καλέσω
για να γιατρευτώ
Στίχοι :Λίνα Νικολακοπούλου
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Καμιά φορά κι οι ζωντανοί
Στις πόρτες στέκουν ορφανοί
Ξεσπάει μια μπόρα μακρινή
Σαβαχθανί σημαίνει
Κι απ’ του παράδεισου το φως
Γυρνάει του Κάιν ο αδερφός
Και λέει της πίκρας ο ανθός
Στη γη μονάχα βγαίνει
Μα εσύ που ζεις παντοτινά
Δυο δάκρυα δώσ’ μου γιορτινά
Να πίνω εδώ στα σκοτεινά
Γιατί είμαι διψασμένη
Καμιά φορά που οι ζωντανοί
Δεν έχουν στάλα υπομονή
Ραγίζει η γυάλα η γαλανή
Λαμά λαμά σημαίνει
Αγάπη αν έχεις αλλουνού
Τη σκάλα πάρε τ’ουρανού
Μα πέτα τ’όνειρο απ’ το νου
Αλλιώς δεν ανεβαίνει
Κι εσύ που ακούς και δε μιλάς
Μα σας ευχή μοσχοβολάς
Δυο φύλλα δώσ’ μου της καρδιάς
Γιατί είμαι γυμνωμένη
Στις πόρτες στέκουν ορφανοί
Ξεσπάει μια μπόρα μακρινή
Σαβαχθανί σημαίνει
Κι απ’ του παράδεισου το φως
Γυρνάει του Κάιν ο αδερφός
Και λέει της πίκρας ο ανθός
Στη γη μονάχα βγαίνει
Μα εσύ που ζεις παντοτινά
Δυο δάκρυα δώσ’ μου γιορτινά
Να πίνω εδώ στα σκοτεινά
Γιατί είμαι διψασμένη
Καμιά φορά που οι ζωντανοί
Δεν έχουν στάλα υπομονή
Ραγίζει η γυάλα η γαλανή
Λαμά λαμά σημαίνει
Αγάπη αν έχεις αλλουνού
Τη σκάλα πάρε τ’ουρανού
Μα πέτα τ’όνειρο απ’ το νου
Αλλιώς δεν ανεβαίνει
Κι εσύ που ακούς και δε μιλάς
Μα σας ευχή μοσχοβολάς
Δυο φύλλα δώσ’ μου της καρδιάς
Γιατί είμαι γυμνωμένη
Rafael DeSoto. Romantic Stairway Rendezvous
Στίχοι - Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική - Σταύρος Κουγιουμτζής
Από το σπίτι μου περνάς,
γιατί καλέ δε μ’ αγαπάς;
Ανέβηκα τη σκάλα
μάτια μου, μάτια μου
Για κοίτα με μια στάλα
για να ζαλιστώ
Να ζαλιστώ να πέσω
μάτια μου, μάτια μου,
γιατρό να σε καλέσω
για να γιατρευτώ
Με βρήκαν μπόρες και βροχές,
γιατί καλέ μου δε με θες;
Ανέβηκα τη σκάλα
μάτια μου, μάτια μου
Για κοίτα με μια στάλα
για να ζαλιστώ
Να ζαλιστώ να πέσω
μάτια μου, μάτια μου,
γιατρό να σε καλέσω
για να γιατρευτώ
Laurence Stephen Lowry R.A. (British, 1887-1976) Steps at Wick
Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης & Γεράσιμος Τσάκαλος. Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης. [Πρώτη εκτέλεση: Φώτης Πολυμέρης, Ελένη Λαμπίρη και Τ. Στεφανίδης (ODEON, 1952)]. Το σκαλοπάτι σου θα κάνω για κρεβάτι αφού την πόρτα σου την άφησες κλειστή. Θα μείνω έξω, μια και το βαλες γινάτι κι από το κρύο η καρδιά μου θα σβηστεί. Το σκαλοπάτι σου απόψε θα ρωτήσω γιατί εκείνο μου κρατάει συντροφιά. Αν πρέπει να ρθω ή να μην ξαναπατήσω να δω τα μάτια σου, γλυκιά μου ζωγραφιά.
The Garden's Steps, Gergeroy – (Henri Eugène Augustin Le Sidaner)
Στίχοι: Νίκος Παπάζογλου
Μουσική: Νίκος Παπάζογλου
Μουσική: Νίκος Παπάζογλου
Σκάλα, σκάλα σ’ ανεβαίνω
σκάλα θα σε κατεβώ
η ζωή μου αντί για κύκλος
τριγωνάκι σκαληνό
Έρωτας κι όσο φωτίζει
σαν φεγγάρι στρογγυλό
πάντοτε θαρρείς και κρύβει
άλλο τόσο σκοτεινό
Στάλα, στάλα η ευτυχία
ή το δηλητήριο
τόνα ξεχειλίζει τ’ άλλο
στο ποτήρι που θα πιω
σκάλα θα σε κατεβώ
η ζωή μου αντί για κύκλος
τριγωνάκι σκαληνό
Έρωτας κι όσο φωτίζει
σαν φεγγάρι στρογγυλό
πάντοτε θαρρείς και κρύβει
άλλο τόσο σκοτεινό
Στάλα, στάλα η ευτυχία
ή το δηλητήριο
τόνα ξεχειλίζει τ’ άλλο
στο ποτήρι που θα πιω
Παναγιώτης Τέτσης Ύδρα
Η ΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΜΙΛΑΝΟΥ
Η Σκάλα του Μιλάνου (ιταλικά: Teatro alla Scala, αναφέρεται συχνά La Scala), είναι ένα από τα πιο διάσημα οπερατικά θέατρα στον κόσμο και είναι γνωστό ως Ο ναός της όπερας. Πήρε την ονομασία της από την ομώνυμη πλατεία του Μιλάνου όπου και βρίσκεται, την Piazza della Scala. Τα κύρια καλλιτεχνικά δρώμενα του θεάτρου, είναι η όπερα, οι παραστάσεις μπαλέτου και οι συναυλίες κλασικής μουσικής. Antonio Bernocchi ήταν ο μέγιστος χρηματοδότης για την ανακατασκευή του Teatro alla Scala στο Μιλάνο που επλήγη από τον βομβαρδισμό του πολέμου και ξανάνοιξε "όπως ήταν και όπου ήταν" στις 11 Μαΐου 1946
Το θέατρο κατασκευάστηκε κατόπιν εντολής της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας ώστε να αντικαταστήσει το παλαιό θέατρο που στέγαζε την Όπερα του Μιλάνου, το Teatro Regio Ducale, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά στις 26 Φεβρουαρίου 1776. Το έργο ανατέθηκε στον διάσημο αρχιτέκτονα Τζουζέπε Πιερμαρίνι και τα επίσημα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν στις 3 Αυγούστου 1778, παρουσία του αρχιδούκα Φερδινάνδου των Αψβούργων. Η πρώτη παράσταση που δόθηκε ήταν η όπερα L' Europa riconosciuta του Αντόνιο Σαλιέρι.
Interior of the opera house in 1900
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το θέατρο βομβαρδίστηκε, τη νύχτα μεταξύ 15ης και της 16ης Αυγούστου 1943, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρές βλάβες, ενώ κατέρρευσε η οροφή. Το κτίριο ανοικοδομήθηκε αμέσως, όμως η βιασύνη για την ανοικοδόμηση της στέγης και η αναστήλωση του πολύπλοκου συστήματος δοκών, εμποδίστηκε από την εύρεση πανομοιότυπων με τα πρωτότυπα εξαρτημάτων, με αποτέλεσμα η ακουστική της αίθουσας να είναι χειρότερη απ' ό,τι πριν.
Με την ευκαιρία της αναστήλωσης, στην οροφή τοποθετήθηκε ένας τεράστιος πολυέλαιος με περίπου 400 λαμπτήρες, κατασκευασμένος από φυσητό γυαλί από τεχνίτες της Βενετίας. Το θέατρο ξανάνοιξε τις πύλες του στις 11 Μαΐου 1946, με ένα κοντσέρτο του Αρτούρο Τοσκανίνι. Μία δεύτερη σημαντική ανακαίνιση έγινε τη διετία 2002 - 2004 η οποία, εκτός των άλλων, επέφερε και μια μικρή αύξηση στη χωρητικότητά του, η οποία σήμερα είναι στις 2.030 θέσεις
Η Σκάλα του Μιλάνου γνώρισε την πρώτη της μεγάλη ακμή κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, καθώς έκαναν την εμφάνισή τους τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής. Δεύτερη περίοδος μεγάλης ακμής υπήρξε η δεκαετία του 1970, όταν υπό τη διοίκηση του Πάολο Γκράσι σηματοδοτήθηκε η μεγαλύτερη παραγωγικότητα του θεάτρου, με περίπου 300 παραστάσεις το χρόνο.
Από το 1991 λειτουργεί και η Ακαδημία του Θεάτρου της Σκάλα, η οποία παρέχει προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης με τέσσερα τμήματα: Μουσική, χορό, θεατρικό εργαστήρι και καλλιτεχνική διοίκηση. Μακροβιότερος μουσικός διευθυντής της Σκάλας υπήρξε ο Ρικάρντο Μούτι, για 19 χρόνια (1986 έως 2005), ενώ τη μικρότερη θητεία είχε στη θέση αυτή ο Γκίντο Καντέλι, ο οποίος μία εβδομάδα μετά την τοποθέτησή του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στο Παρίσι (1956). Σημερινός διευθυντής είναι ο Αργεντινοϊσραηλινός Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ (Daniel Barenboim).
Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας Προπύλαια
Οι Σκάλες Ποτέμκιν
Οι Σκάλες Ποτέμκιν (ουκρανικά: Pot'omkins'ki Skhody, ρωσικά: Potemkinskaya lestnitsa, αγγλικά: Potemkin Stairs) βρίσκονται στην Οδησσό της Ουκρανίας και αποτελούν το πιο ιστορικό σύμβολο της πόλης. Οι σκάλες ξεκινούν από την παλιά πόλη και το δενδρόφυτο πεζόδρομο Πριμόρσκι Μπουλβάρ (Prymorsky Bulvar) - όπου διάσημοι επισκέπτες και κάτοικοι της Οδησσού, όπως ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ και ο Τσέχωφ, απολάμβαναν τον περίπατό τους - και κατηφορίζουν τη λοφοπλαγιά, καταλήγοντας στην προκυμαία και το λιμάνι της Οδησσού.
Οι Σκάλες Ποτέμκιν (2006)
Ιστορικό κατασκευής
Οι Σκάλες Ποτέμκιν, με τα 200 αρχικά σκαλοπάτια, σχεδιάστηκαν το 1825 από τους αρχιτέκτονες Φ. Κ. Μπόφο (F. K. Boffo) και Αβραάμ Ιβάνοβιτς Μέλνικοφ (Avraam Ivanovitch Melnikov, 1784 - 1854) από την Αγία Πετρούπολη. Κατασκευάστηκαν μεταξύ 1837 και 1841. Οι σκάλες έχουν ύψος 27 μέτρων και το κεφαλόσκαλο στην κορυφή τους είναι πλάτους 12.5 μέτρων, ενώ το χαμηλότερο σκαλί στη βάση της σκάλας είναι 21.7 μέτρων. Μία διάβρωση του εδάφους κατέστρεψε τα σκαλοπάτια το 1933. Με τη διαβρωτική επέκταση του λιμανιού, οκτώ σκαλιά χάθηκαν κάτω από την άμμο, μειώνοντας έτσι τον αριθμό τους στα σημερινά 192 σκαλιά.
Στα σοβιετικά χρόνια, το 1955, οι Σκάλες Πριμόρσκι, όπως αρχικά ονομάζονταν, μετονομάστηκαν σε Σκάλες Ποτέμκιν, για τον εορτασμό της 50ης επετείου από την εξέγερση του Θωρηκτού Ποτέμκιν. Μετά την ανεξαρτησία όμως της Ουκρανίας, οι Σκάλες Ποτέμκιν ξαναπήραν και πάλι το αρχικό τους όνομα Σκάλες Πριμόρσκι, αν και χρησιμοποιείται ευρύτατα και σήμερα το όνομα Σκάλες Ποτέμκιν.
Η ανταρσία του Ποτέμκιν
Το θρυλικό θωρηκτό του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας Ποτέμκιν Ταβριτσέσκυ (Potemkin Tavrichesky) ήταν αγκυροβολημένο έξω από την Οδησσό, όταν το πλήρωμά του στασίασε κατά την πρώτη αποτυχημένη επανάσταση του 1905 εναντίον του τσαρικού καθεστώτος, με αφορμή τις περιορισμένες μερίδες φαγητού και τα σάπια τρόφιμα. Οι ναύτες καταλαμβάνουν το σκάφος, πετούν στη θάλασσα τους αξιωματικούς και κατευθύνονται στην Οδησσό. Στις 14 Ιουνίου 1905 υψώνουν κόκκινη σημαία και ξεσηκώνουν το λαό σε εξέγερση εναντίον του Τσάρου.
Οι κάτοικοι της Οδησσού κατέβηκαν τρέχοντας τα σκαλοπάτια για να υποστηρίξουν τους ναύτες, αλλά πυροβολούνται ανελέητα από τους Κοζάκους και την τσαρική αστυνομία. Η εξέγερση καταπνίγεται στο αίμα και τα σκαλιά της Οδησσού βάφονται κόκκινα.
Σκηνή από την ταινία «Θωρηκτό Ποτέμκιν»
Οι Σκάλες Ποτέμκιν στη λογοτεχνία
Η ανταρσία στο θωρηκτό του ρωσικού ναυτικού Ποτέμκιν το 1905 και η ανηλεής καταστολή της από τα στρατεύματα του τσάρου, εκτός από την ιστορία, πέρασε και στη λογοτεχνία. Ο συγγραφέας Νίκος Θέμελης περιγράφει με έξοχη ζωντάνια τα γεγονότα στο εκτενές μυθιστόρημά του «Η ανατροπή», ως εξής:
"Αρχές Ιουνίου κατέπλευσε στο λιμάνι το καμάρι του αυτοκρατορικού στόλου, το θωρηκτό Ποτέμκιν...Οι άθλιες συνθήκες μες στις οποίες ζούσαν οι ναύτες είχανε φθάσει πια στο μη παρέκει...Η καθημερινή ζωή του πληρώματος καθρέφτισμα της ζωής χιλιάδων και χιλιάδων υπηκόων του τσάρου(...).
Κάποιοι αρνήθηκαν να φάνε σάπιο κρέας και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάσθηκαν για ανυπακοή σε θάνατο με το τουφέκι. Σκοτώθηκε ο πρώτος. Φούντωσε η οργή κι αυτή ξεπέρασε τις απαντοχές τους...Αυτό δεν ήταν διαδήλωση ή απεργία, ήτανε ανταρσία. Δεν ήτανε ανταρσία, ήτανε επανάσταση. Δεν ήταν επανάσταση, ήταν η ίδια η ανατροπή (...).
Ξεχύθηκαν στην προκυμαία, κρατώντας το πτώμα του συντρόφου τους που είχε πέσει, ζητώντας τρόφιμα και κάρβουνο, φωνάζοντας συνθήματα κατά του τσάρου...Οι περαστικοί παρακολουθούσαν άναυδοι...Μια λάβα ανθρώπινη που φούσκωνε, κινιόταν απειλητικά, πλησιάζοντας τις σκάλες(...).
Στην κορυφή της πέτρινης σκάλας, μπροστά στο άγαλμα του Ρισελιέ, μια χούφτα από εργάτες είχε ήδη ανεβεί στου βάθρου του τα σκαλοπάτια...Ακούστηκε ξαφνικά η πρώτη πιστολιά από την άλλη άκρη...Πέσανε πάλι κάποιοι πυροβολισμοί... Οι στρατιωτικές δυνάμεις ξεκίνησαν συντεταγμένες, με τη λόγχη απειλητικά προτεταμένη, να προχωρούν προς τους συγκεντρωμένους...Ο κλοιός πλήρης και στεγανός φαινότανε σιγά σιγά να σφίγγει, με επίκεντρο τους εξεγερμένους στην κορυφή της σκάλας(...).
Την ώρα εκείνη έδωσε ο αξιωματικός παράγγελμα και κίνησε ο στρατός να χτυπηθεί στήθος με στήθος με τους εξεγερμένους, προγκώντας τους, όσο γινόταν, για να τους εξωθήσουνε να υποχωρήσουνε στις σκάλες...Κι ενώ οι επαναστάτες δείχνανε σιγά σιγά να υποχωρούνε, παρ' όλα αυτά οι πυροβολισμοί πυκνώνανε και οι ιαχές μαζί με τα καλέσματα συμφιλίωσης, οι κραυγές αγωνίας μαζί με τις φωνές πόνου, γέμιζαν τα κενά τους".
Κινηματογραφικές παραγωγές
Τα 192 σκαλοπάτια της Οδησσού έγιναν διάσημα από το Ρώσο σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν (Sergey Eisenstein, 1898 - 1948), ο οποίος γύρισε σ' αυτά τις σκηνές της σφαγής για το ιστορικό έπος του «Θωρηκτό Ποτέμκιν» (1925). Θέμα της ασπρόμαυρης επικής ταινίας του βωβού κινηματογράφου αποτελεί η ναυτική ανταρσία που ξέσπασε στο πολεμικό πλοίο του ρωσικού στόλου Ποτέμκιν τον Ιούνιο του 1905.
Μια από τις πιο δραματικές σκηνές της ταινίας είναι αυτή στην οποία το παιδικό καροτσάκι με το μωρό κατρακυλάει στα 192 σκαλοπάτια. Ανάλογη σκηνή υπάρχει και στην ταινία «Οι Αδιάφθοροι» (1987) του Μπράιαν ντε Πάλμα.
Η ταινία του Αϊζεστάιν θεωρήθηκε στις χώρες της Ευρώπης ιδιαίτερα προκλητική και απαγορεύτηκε. Με την απειλή της γενικής απεργίας του 1926στην Αγγλία, ένα χρόνο μετά την ταινία του Ρώσου σκηνοθέτη, οι βρετανικές αρχές αποφάσισαν να μην εξωθήσουν τους εργάτες σε εξέγερση και απαγόρευσαν την προβολή της ταινίας. Μέχρι το 1954, το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» δεν είχε προβληθεί στην Αγγλία και την Ευρώπη.
Relativity (M. C. Escher)
Η Τέχνη στις Σκάλες
16th Avenue Tiled Steps, San Francisco
Philadelphia Museum of Art
Valparaíso, Chile
Valparaíso, Chile
Seoul, South Korea
Wuppertal, Germany
Sicily, Italy
Rio de Janeiro, Brasil
Rio de Janeiro, Brazil
Angers, France
Istanbul, Turkey
Tehran, Iran
Street art in Bucharest
http://eimaistahaimou.blogspot.com/l
https://www.bibliotheque.gr/
http://cavafis.compupress.gr
https://itzikas.wordpress.com/
https://ppirinas.blogspot.com/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
https://pteroen.wordpress.com/
https://dimartblog.com/
http://www.skalesmegan.gr/
http://duende-bite.blogspot.com/
https://katherineposts1.blogspot.com/
http://poemskyttaro.blogspot.com/
http://staxtes.com/
https://www.saatchiart.com/
https://fineartamerica.com/
http://www.artoncairncross.com.au/
http://www.israeliartmarket.com/
https://www.azlyrics.com/
https://www.greeklyrics.gr/
https://www.boredpanda.com/
http://yakynthy.blogspot.com/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου