Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Μιγκέλ ντε Θερβάντες ( 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616 )



Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα[(Miguel de Cervantes Saavedra, 29 Σεπτεμβρίου 1547 – 22 Απριλίου 1616) ήταν Ισπανός συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ευρέως ως ο μεγαλύτερος συγγραφέας στην ισπανική γλώσσα και ο κατ' εξοχήν μυθιστοριογράφος παγκοσμίως. Το έργο του ανήκει χρονικά στην «χρυσή εποχή» (περ. 1492-1648) της Ισπανίας, κατά την οποία παρατηρήθηκε εξαιρετική άνθηση στις τέχνες. Το διασημότερο μυθιστόρημά του, ο Δον Κιχώτης, συγκαταλέγεται στα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, μεταφρασμένο σε περισσότερες από εξήντα γλώσσες και έχοντας υποβληθεί σε συστηματική ανάλυση και κριτικό σχολιασμό από τον 18ο αιώνα.

Ο Θερβάντες γεννήθηκε στο Αλκαλά ντε Ενάρες, περίπου 30 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μαδρίτης, τέταρτος από τα συνολικά επτά παιδιά της οικογένειάς του. Τα νεανικά του χρόνια, για τα οποία διαθέτουμε ελάχιστες πληροφορίες, χαρακτηρίστηκαν από τις πολυάριθμες μετακινήσεις της οικογένειας σε διαφορετικές ισπανικές πόλεις. Τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα του χρονολογούνται το 1568, ενώ το πρώτο μυθιστόρημα του, Γαλάτεια, εκδόθηκε το 1585. Από το 1570, και για αρκετά χρόνια, πρόσφερε τις υπηρεσίες του ως επαγγελματίας στρατιώτης, λαμβάνοντας μέρος στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου ως υπαξιωματικός του πολεμικού πλοίου Μαρκέσα (Marquesa), στην πολιορκία της Κέρκυρας (1571), καθώς και στην εκστρατεία της Τύνιδας. Κατά την επιστροφή του στην Ισπανία, εργάστηκε στην Αυλή του Φιλίππου Β' ως φοροεισπράκτορας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα εκδόθηκε ο πρώτος τόμος του Δον Κιχώτη (1605), έργο που τον καθιέρωσε στο λογοτεχνικό κόσμο. Το 1607 εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, όπου ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του λογοτεχνικού έργου του και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Καταγωγή και νεανικά χρόνια

O Θερβάντες γεννήθηκε πιθανώς στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547, ενώ η βάπτισή του, όπως γνωρίζουμε από αρχειακά έγγραφα, πραγματοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου. Λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική της εποχής εκείνης να βαπτίζονται τα νεογνά λίγες μόνο ημέρες μετά τη γέννησή τους, καθίσταται πιθανό και το ενδεχόμενο να γεννήθηκε μία εβδομάδα αργότερα, κατά τον μήνα Οκτώβριο. Σύμφωνα με το πιστοποιητικό της βάπτισής του, ως τόπος γέννησής του θεωρείται σήμερα με βεβαιότητα η ισπανική πόλη Αλκαλά ντε Ενάρες, αν και για αρκετά χρόνια πολυάριθμα χωριά ή πόλεις της Ισπανίας διεκδίκησαν τον τίτλο της γενέτειράς του. Καταγόταν από οικογένεια πρώην ευγενών, γιος του χειρουργού και πρακτικού ιατρού Ροδρίγο ντε Θερβάντες και της Λεονόρ ντε Κορτίνας, πιθανώς εβραϊκής καταγωγής που αργότερα μεταστράφηκαν στον καθολικισμό.

Επιφανή μέλη της οικογένειας Θερβάντες υπήρξαν ο προπάππους του, Ροδρίγο Ντίαθ ντε Θερβάντες, ασχολούμενος με το εμπόριο υφασμάτων και ο παππούς του Χουάν ντε Θερβάντες, νομικός και κατώτερος δικαστικός υπάλληλος. Για τα νεανικά του χρόνια, τα οποία χαρακτηρίστηκαν από συχνές μετακινήσεις της οικογένειάς του σε πολυάριθμες ισπανικές πόλεις όπου εξασκούσε το επάγγελμά του ο πατέρας του, διαθέτουμε λίγες πληροφορίες, όπως και για την εκπαίδευσή του. Σύμφωνα με μία διαδεδομένη αντίληψη, εκπαιδεύτηκε για ένα διάστημα στο περιβάλλον Ιησουιτών, πιθανώς στην Κόρδοβα, στη Σεβίλη ή στη Σαλαμάνκα, ενδεχόμενο που ωστόσο παραμένει υπό αμφισβήτηση. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία των Ισπανών λογοτεχνών της εποχής του, ο Θερβάντες δεν φοίτησε στο πανεπιστήμιο, αν και από νεαρή ηλικία εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία και εξελίχθηκε σε δεινό αναγνώστη λογοτεχνικών έργων. Την περίοδο κατά την οποία η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη, φοίτησε κοντά στον ουμανιστή Χουάν Λόπεθ ντε Όγιος (Juan López de Hoyos), ο οποίος ξεχώρισε τον Θερβάντες για την κλίση του στα γράμματα. Σε μια ποιητική συλλογή που εξέδωσε ο Όγιος το 1569, με κεντρικό θέμα το θάνατο της βασίλισσας Ελισάβετ του Βαλουά, τον χαρακτήρισε ως «αγαπημένο μαθητή» του[4]. Στην ίδια συλλογή συναντώνται τα τέσσερα πρώτα δημοσιευμένα ποίηματά τού Θερβάντες, συνολικά τέσσερις συνθέσεις, μεταξύ των οποίων μία ελεγεία και ένας επιτάφιος στη μορφή σονέτου.

Σταδιοδρομία ως στρατιώτης

To 1569, ο Θερβάντες εγκαταστάθηκε στην Ιταλία, για λόγους που μέχρι σήμερα παραμένουν άγνωστοι. Σύμφωνα με ένα διαδεδομένο ισχυρισμό, η φυγή του συνδεόταν με ένα επισήμως καταγεγραμμένο περιστατικό, κατά το οποίο τραυματίστηκε ένας πολίτης ονόματι Αντόνιο ντι Σιγκούρα. Όπως βεβαιώνεται από επίσημο έγγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου του 1569, για την πράξη αυτή καταδικάστηκε ένας Ισπανός με το όνομα Μιγκέλ ντε Θερβάντες, ωστόσο δεν θεωρείται βέβαιο πως επρόκειτο πράγματι για τον γιο του Ροδρίγο ντε Θερβάντες από το Αλκαλά ντε Εναρές . Η μετάβασή του στην Ιταλία ερμηνεύεται από ορισμένους βιογράφους του ως προσπάθεια φυγής του καταζητούμενου Θερβάντες, ωστόσο, πιθανώς αποτέλεσε απλώς κοινή πρακτική με αυτήν που ακολουθούσαν αρκετοί συμπατριώτες του, προκειμένου να προωθήσουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

Για σύντομο χρονικό διάστημα προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αυλάρχης στον οίκο του Τζούλιο Ακουαβίβα, μετέπειτα καρδινάλιου, στην Ρώμη, όπου είχε την δυνατότητα να έρθει σε επαφή με την πλούσια πολιτιστική παράδοση της πόλης, την αναγεννησιακή τέχνη, αλλά και με την ιταλική λογοτεχνία. Εκτιμάται ότι η θέση του θα μπορούσε να τού εξασφαλίσει την ανέλιξή του στην παπική Αυλή, ωστόσο την εγκατέλειψε έπειτα από περίπου δεκαπέντε μήνες και το 1570 ξεκίνησε να υπηρετεί στο πεζικό σώμα του ισπανικού στρατού στη Νάπολι, έδαφος που τότε βρισκόταν υπό ισπανική κατοχή. Τον Σεπτέμβριο του 1571 υπηρέτησε ως υπαξιωματικός με το πολεμικό πλοίο Μαρκέσα που αποτελούσε τμήμα του μεγάλου στόλου υπό τις διαταγές του Δον Χουάν της Αυστρίας και πολέμησε νικηφόρα στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (ή Λεπάντο) στις 7 Οκτωβρίου, εναντίον του οθωμανικού στόλου, αμφισβητώντας για πρώτη φορά την κυριαρχία του στη Μεσόγειο. Σύμφωνα με ανεξάρτητες μαρτυρίες που διασώζονται, η στάση του Θερβάντες υπήρξε γενναία, αρνούμενος να περιοριστεί στα «μετόπισθεν», παρά το γεγονός πως ήταν προσβεβλημένος από πυρετό. Κατά την διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε δύο φορές στο στέρνο, ενώ ένας τρίτος τραυματισμός προκάλεσε μόνιμη βλάβη, αχρηστεύοντας το αριστερό του χέρι. Ο ίδιος, στον πρόλογο του δεύτερου μέρους του Δον Κιχώτη (1615) περιγράφει με υπερηφάνεια την συμμετοχή του στη μάχη, την οποία χαρακτήρισε ως την πλέον ένδοξη των όσων είδαν ή θα δουν οι αιώνες. Στο δε Ταξίδι στον Παρνασσό (1614) υπαινισσόμενος την κατοπινή επιτυχία του πρώτου μέρους του Δον Κιχώτη (1605), αναφέρει ότι στη Ναύπακτο αχρηστεύτηκε το αριστερό του χέρι "προς δόξαν του δεξιού". H σοβαρότητα των τραυμάτων του φαίνεται από το γεγονός πως, μετά το τέλος της μάχης, παρέμεινε στο νοσοκομείο για περίπου έξι μήνες, μέχρι να επουλωθούν οι πληγές του.

Το 1572 επανήλθε στην υπηρεσία του ισπανικού στρατού στη Νάπολη και τα επόμενα τρία χρόνια συμμετείχε στις εκστρατείες της Κέρκυρας, του Ναυαρίνου και της Τύνιδας. Τον Σεπτέμβριο του 1575, κατά την διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής του στην Ισπανία, η γαλέρα με την οποία έπλεε δέχθηκε επίθεση από πειρατές και ο Θερβάντες συνελήφθη μαζί με τον αδελφό του Ροδρίγο και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Αλγέρι, όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια ως δούλος. Η αλληλογραφία που έφερε πάνω του πιθανότατα μεγέθυνε την αξία του στα μάτια των κυρίων του, γεγονός που ίσως συνέβαλε στην αύξηση του τιμήματος που έπρεπε να καταβληθεί για την απελευθέρωσή του και στην παράταση της παραμονής του στο Αλγέρι. Στη διάρκεια των πέντε ετών της αιχμαλωσίας του, επιχείρησε ανεπιτυχώς να δραπετεύσει τέσσερις φορές. Ανέκτησε τελικά την ελευθερία του, τον Σεπτέμβριο του 1580, χάρη στη συνδρομή Τριαδιστών καλόγερων και της οικογένειάς του που κατάφεραν να συγκεντρώσουν το οικονομικό ποσό που απαιτείτο. Αυτή η περιπετειώδης περίοδος της ζωής του αποτυπώθηκε μεταγενέστερα στο λογοτεχνικό έργο του, ειδικότερα στα θεατρικά έργα Τα κάτεργα του Αλγερίου (Los baños de Argel) και H ζωή στο Αλγέρι (El trato de Argel).


Εξώφυλλο της τέταρτης έκδοσης του Δον Κιχώτη (1605).

Ισπανία

Επιστρέφοντας στην Ισπανία, ο Θερβάντες έζησε μια ζωή αρκετά διαφορετική από αυτήν της προηγούμενης δεκαετίας, αντιμετωπίζοντας συχνά οικονομικά προβλήματα, πριν καθιερωθεί στον χώρο της λογοτεχνίας. Στα τέλη του 1584 παντρεύτηκε την, κατά είκοσι περίπου χρόνια νεότερή του, Καταλίνα ντε Σαλαθάρ ι Παλάθιος, ενώ νωρίτερα είχε ήδη αποκτήσει μία κόρη, την Ισαμπέλ ντε Σααβέδρα, καρπό της σχέσης του με την Άνα ντε Βιγιαφράνκα (ή Άνα Φράνκα ντε Ρόχας). Τον επόμενο χρόνο, εκδόθηκε το πρώτο λογοτεχνικό έργο του, με τίτλο Γαλάτεια (La Galatea), ένα ποιμενικό μυθιστόρημα που αφιέρωσε στον Ασκάνιο Κολόνα, πιστό φίλο τού Τζούλιο Ακουαβίβα, προσδοκώντας πιθανότατα στην αιγίδα του, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, ο Θερβάντες κατάφερε να αποκτήσει περιορισμένη φήμη, υποστηριζόμενος εν μέρει και από ένα στενό κύκλο λογοτεχνών, χωρίς ωστόσο να γνωρίσει την καταξίωση που θα ερχόταν αρκετά χρόνια αργότερα. Οι μοναδικές επανεκδόσεις της Γαλάτειας που τυπώθηκαν ενόσω ήταν εν ζωή, ήταν αυτές του 1590 και 1611, στη Λισαβώνα και το Παρίσι αντίστοιχα. Το 1585, υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον θεατρικό επιχειρηματία Γκασπάρ ντε Πόρρας για την συγγραφή δύο δραματικών έργων, ένα εκ των οποίων ονομάστηκε Η σύγχυση (La Confusa) και αποτελούσε κατά τον Θερβάντες το κορυφαίο έργο που έγραψε για το θέατρο[4]. Όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, κατά την περίοδο αυτή ολοκλήρωσε περισσότερα από είκοσι θεατρικά έργα, από τα οποία όμως διασώθηκαν μόλις δύο τραγωδίες, Η πολιορκία της Νουμαντίας (El cerco de Numancia) και Η ζωή στο Αλγέρι (Los tratos de Argel), που χρονολογούνται στη δεκαετία του 1580. Ως δραματικός συγγραφέας, ο Θερβάντες δεν διακρίθηκε, ούτε κατάφερε να αποκομίσει οικονομικά οφέλη, την ίδια περίοδο που δέσποζε η ισχυρή παρουσία του Λόπε ντε Βέγα, με καθοριστική συμβολή στο ισπανικό θέατρο και θεμελιωτής της comedia nueva.

Η αδυναμία του Θερβάντες να καταξιωθεί ως λογοτέχνης, τον οδήγησε στην αναζήτηση διαφορετικής κατεύθυνσης και, το 1587, διορίστηκε ως υπεύθυνος επισιτισμού και εφοδιασμού της ισπανικής αρμάδας, ενώ τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Σεβίλλη, που αποτελούσε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ισπανίας και μία από τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές πόλεις της εποχής. Η οικονομική διαχείριση που επωμίστηκε, επισκιάστηκε από καταχρήσεις, πιθανώς υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, για τις οποίες φυλακίστηκε το 1592 για δύο ημέρες στο Κάστρο ντελ Ρίο. Από το 1594 μέχρι το 1596, εργάστηκε ως φοροεισπράκτορας με έδρα την Ανδαλουσία, αντιμετωπίζοντας εκ νέου την κατηγορία της κατάχρησης, που τον οδήγησε σε νέα φυλάκιση, μέχρι τον Απρίλιο του 1598, αυτή τη φορά στη Σεβίλλη. Στον πρόλογο που συνόδευσε τον πρώτο τόμο τού Δον Κιχώτη, ο Θερβάντες αφήνει να εννοηθεί πως πιθανώς συνέλαβε την ιδέα του έργου κατά την περίοδο της φυλάκισής του.

Τον Ιανουάριο του 1605 εκδόθηκε το σημαντικότερο ίσως έργο του Θερβάντες, 0 ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσα, γνωστό περισσότερο ως Δον Κιχώτης. Το μυθιστόρημα είχε αξιοσημείωτη επιτυχία και μέχρι το καλοκαίρι του ίδιου έτους είχαν τυπωθεί δύο εκδόσεις του στη Μαδρίτη και τη Λισαβόνα, καθώς και μία έκδοση στη Βαλένθια. O Θερβάντες είχε ήδη παραχωρήσει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του μυθιστορήματος στον Ισπανό εκδότη Φρανθίσκο ντε Ρόβλες, για άγνωστο χρηματικό ποσό, με αποτέλεσμα να μην επωφεληθεί οικονομικά από τη μεταγενέστερη επιτυχία και τις πολλαπλές εκδόσεις του. Σημαντική οικονομική ενίσχυση τού πρόσφεραν ο προστάτης του, Κόντε ντε Λεμός, και ο αρχιεπίσκοπος Τολέδου Μπερνάρδο ντε Σαντοβάλ ι Ρόχας. Ο Θερβάντες αφιέρωσε στον πρώτο ορισμένα από τα έργα του, μεταξύ αυτών και το δεύτερο μέρος του Δον Κιχώτη. Παρά το γεγονός πως άρχισε να αναγνωρίζεται στο λογοτεχνικό κόσμο σε αρκετά προχωρημένη ηλικία, η τελευταία περίοδος της ζωής του υπήρξε η πιο δημιουργική.
Άγαλμα προς τιμή του Θερβάντες
στην είσοδο της Εθνικής Βιβλιοθήκης
της Ισπανίας στη Μαδρίτη.
Το 1613 εκδόθηκαν οι Υποδειγματικές νουβέλες (Novelas ejemplares), σειρά διηγημάτων που συνιστούσαν την απαρχή της σύντομης αφήγησης στην καστιλλιάνικη λογοτεχνία. Στον πρόλογο της έκδοσης, ο Θερβάντες αποκάλυψε πως πρόθεσή του ήταν η συγγραφή διηγημάτων που να μην αποτελούν μεταφράσεις ή μεταφορές έργων ξένων δημιουργών, αναγνωρίζοντας πως ήταν ο πρώτος που έγραψε νουβέλες στη γλώσσα της Καστίλλης, τις οποίες ονόμασε «υποδειγματικές» για τον διδακτικό χαρακτήρα τους. Ο χρόνος της συγγραφής τους δεν είναι γνωστός με βεβαιότητα. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε το Ταξίδι στον Παρνασσό, ένα μακροσκελές αλληγορικό ποίημα, στον πρόλογο του οποίου ξεχωρίζει η ομολογία του Θερβάντες σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο είδος της ποίησης. Το 1615 εκδόθηκαν οκτώ θεατρικά έργα του, γνωστά ως οι Οκτώ κωμωδίες (Ocho comedias, y ocho entremeses nuevos), συνοδευόμενα από ισάριθμα κωμικά ιντερμέτζα, σύντομα μέρη που απαγγέλλονταν συνήθως στα διαλείμματα των θεατρικών πράξεων. Η έκδοσή τους συνδέεται πιθανώς με το γεγονός πως δεν υπήρξε ενδιαφέρον ώστε να παρουσιαστούν σε θεατρικές σκηνές. Από το 1614 θα πρέπει να ξεκίνησε και η συγγραφή του δεύτερου μέρους του Δον Κιχώτη. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους εκδόθηκε μια πλαστή έκδοσή του, από τον Αλόνσο Φερνάντεθ ντε Αβεγιανέδα (Alonso Fernández de Avellaneda), γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση του Θερβάντες, η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε στον πρόλογο της πραγματικής έκδοσης του έργου (1615). Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ακολούθησαν ανατυπώσεις του στις Βρυξέλλες, στη Βαλένθια και στη Λισαβόνα, ενώ οι πρώτες μεταφράσεις του ολοκληρώθηκαν το 1618 και το 1620, στη Γαλλική και Αγγλική γλώσσα αντίστοιχα.

Ο Θερβάντες πέθανε στις 22 Απριλίου του 1616. Η 23η Απριλίου ήταν η ημερομηνία της ταφής του, όπως βεβαιώνεται από το πιστοποιητικό έγγραφο της εποχής. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκαν Τα πάθη του Περσίλεως και της Σιγισμούνδης (Los trabajos de Persiles y Sigismunda, historia setentrional), ένα από τα τελευταία ρομαντικά αφηγήματά του, με σημαντική απήχηση όπως μαρτυρούν οι οκτώ ισπανικές εκδόσεις που τυπώθηκαν σε διάστημα δύο ετών, καθώς και οι μεταφράσεις του στην Αγγλική και Γαλλική γλώσσα που ολοκληρώθηκαν μέχρι το 1619.
Στις 11 Ιουνίου 2015 ο Θερβάντες τάφηκε με επίσημη τελετή σε μοναστήρι της Μαδρίτης, σε μνημείο όπου εναποτέθηκαν τα λείψανα που ανευρέθηκαν το 2005 και πιστεύεται ότι ανήκουν στον ίδιο.


Άγαλμα του Μιγκέλ ντε Θερβάντες στο λιμάνι της Ναυπάκτου

Εργογραφία και ελληνικές μεταφράσεις

1582 El cerco de Numancia - Η πολιορκία της Νουμαντίας (τραγωδία)
1585 La Galatea - Γαλάτεια (ποιμενικό μυθιστόρημα)
1605 (α΄ μέρος), 1615 (β΄ μέρος). El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha - Ο μεγαλοφάνταστος ιδαλγός Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα - (μυθιστόρημα)
Κ. Καρθαίος (α΄ μέρος) - Κ. Καρθαίος και Ιουλία Ιατρίδη (β΄ μέρος), "ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ", 1993
Ηλίας Ματθαίου, εκδ. "Εξάντας", 1995
Σωτήρης Πατατζής, εκδ. "DeAgostini", 2000
Μελίνα Παναγιωτίδου, εκδ. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2009 (Βραβείο μετάφρασης Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας ΕΚΕΜΕΛ, 2010)
1613 Novelas exemplares (Υποδειγματικές νουβέλες - διηγήματα)
Ηλ. Ματθαίου, "ΓΝΩΣΗ", 1989
Παυλίνα Παμπούδη, εκδ. "PRINTA", 2003
1614 Viage del Parnaso - Ταξίδι στον Παρνασσό (ποίηση)
1615 Ocho comedias, y ocho entremeses nuevos - Oκτώ κωμωδίες και οκτώ φάρσες
1617 Los trabaios de Persiles y Sigismunda, historia setentrional - Τα Πάθη του Περσίλες και της Σιγισμούντα, Ιστορία βορεινή (μυθιστόρημα)
1615 El laberintο de amor - Ο Λαβύρινθος του έρωτα (θεατρικό έργο)
Κωνσταντίνος Κυριακού, εκδ. "Αλφειός", 2016


Μιγκέλ ντε Θερβάντες (Retratos de Españoles Ilustres, 1791).


Δον Κιχώτης 


Ο Δον Κιχώτης (πρωτότυπος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha, σύγχρονος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha, κυριολεκτικά: Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας) είναι κλασικό έργο λογοτεχνίας του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα(Miguel de Cervantes Saavedra).

Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εκτυπώθηκε, το οποίο εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Είναι ένα από τα μυθιστορήματα που επηρέασαν σημαντικά την ισπανική λογοτεχνία. Είναι ένα από τα πιο εμπνευσμένα έργα της νεότερης δυτικής λογοτεχνίας. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάδα, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανηψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του. Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί. Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσο Πάντσα. Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.

Τα βιβλία είναι γραμμένα σε επεισόδια και η ιστορία του Δον Κιχώτη έχει γραφτεί πολλές φορές και σε παραμύθια για παιδιά.

Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). Ένας τοπικός θρύλος υποστηρίζει πως γράφτηκε σε φυλακή της πόλης Μάντσεγκαν (Manchegan), την περίοδο 1601-3, ωστόσο η μελέτη της βιογραφίας του Θερβάντες δεν επιβεβαιώνει φύλάκισή του εκεί. Σύμφωνα με άλλη πιθανή εκδοχή, ο Θερβάντες εμπνεύστηκε κατά την περίοδο που ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι (1575-80). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ως φανταστικός συγγραφέας του έργου εμφανίζεται στο κείμενο ο μουσουλμάνος ιστορικός Cide Hamete Benengeli, το οποίο συνδέεται με πιθανή επαφή του Θερβάντες, στο Αλγέρι, με Άραβες και Τούρκους αφηγητές 

Χάλκινα αγάλματα του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, 
στην πλατεία Plaza de España στη Μαδρίτη

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

*Μετάφραση από τα Ισπανικά: Κων/νος Φαρίδης* 


i.Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΤΣΑ 


Σε κάποιο χωριό της Μάντσας, που το όνομά του δε θέλω να ονομάσω, ζούσε πριν λίγα χρόνια, ένας ευγενής από εκείνους που είχαν μια λόγχη στην οπλοθήκη, μια παλιά ασπίδα, ένα καματερό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί. 

Ξόδευε τα τρία τέταρτα από το εισόδημά του τρώγοντας, συχνότερα βοδινό κρέας παρά κατσικίσιο, σαλάτα από όσπρια με ξύδι τα περισσότερα βράδια, κομματάκια κρέας με σάλτσα τα Σάββατα, φακές τις Παρασκευές και κανένα επί πλέον περιστεράκι τις Κυριακές. 
Ζύγωνε τα πενήντα ο Ευγενής μας. Είχε γεροδεμένη κορμοστασιά, αν και αδύνατος με ξερακιανό πρόσωπο, ξυπνούσε πολύ πρωί και αγαπούσε το κυνήγι. 
Ο Ευγενής αυτός, τις ώρες που δεν είχε τι να κάνει (και αυτές ήταν οι περισσότερες μέσα στο χρόνο), τις περνούσε διαβάζοντας βιβλία για ιππότες με τόση αφοσίωση και ευχαρίστηση, που ξεχνούσε το κυνήγι, αλλά και το κουμάντο του σπιτιού του. Απορροφήθηκε τόσο πολύ στο διάβασμα, που περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος τη μια μετά την άλλη, και τις μέρες του με θολούρα και ζάλη. Και από την αϋπνία και το αδιάκοπο διάβασμα, του στέρεψε το μυαλό και σάλεψε το λογικό του. 
Έχοντας πια τρελαθεί ολότελα, έκρινε σωστό και αναγκαίο, για να τιμήσει το όνομά του, να γίνει περιπλανώμενος ιππότης που θα γυρίζει τον κόσμο με τα όπλα του καβάλα στο άλογό του, αναζητώντας περιπέτειες, τιμωρώντας το άδικο και διορθώνοντας τα στραβά των ανθρώπων. 
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καθαρίσει κάποια παμπάλαια και σκουριασμένα όπλα των προπάππων του που, για αιώνες, ήταν ριγμένα σε κάποια γωνιά. Μετά πήγε να δει το κοκαλιάρικο άλογό του που, αν και πετσί και κόκαλο, του φάνηκε πιο ρωμαλέο και από το Βουκεφάλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακόμα και από τον Μπαβιέκα του Ελ Σιντ[3]. Τέσσερις μέρες συλλογιζόταν τι όνομα να του δώσει. Στο τέλος αποφάσισε να το ονομάσει Ροσινάντη. 
-12- 
Αφού ικανοποιήθηκε με το όνομα που έδωσε στο άλογό του, θέλησε να βρει ένα και για εκείνον τον ίδιο. Οκτώ μέρες σκεφτόταν και στο τέλος αποφάσισε να ονομάσει τον εαυτό του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, που κατ’ όπως πίστευε, φανέρωνε και την ευγενή καταγωγή του, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα του. 
Αφού γυάλισε τα όπλα του, και βρήκε όνομα ταιριαστό για τον ίδιο και το άλογό του, το μόνο που του έλλειπε ήταν μια κυρία, ευγενής στην καταγωγή, με την οποία θα ήταν ερωτευμένος, γιατί ένας περιπλανώμενος ιππότης δίχως έρωτες, θα ήταν σα δέντρο δίχως φύλλα και καρπούς, σαν σώμα χωρίς ψυχή. 
Σ’ ένα κοντινό χωριό ζούσε μια χωριατοπούλα, με πολύ ωραίο παρουσιαστικό που κάποτε την είχε ερωτευτεί, αν και όπως εννοείται, εκείνη ούτε το έμαθε, ούτε και το κατάλαβε ποτέ. Τη λέγανε Αλδόνσα Λορένσο. Προσπάθησε λοιπόν να βρει και γι’ αυτήν ένα όνομα που να μην υστερεί πολύ από το δικό του και που να ακούγεται σαν όνομα πριγκίπισσας ή αριστοκράτισσας. Κατέληξε να την ονομάσει Δουλσινέα από το Τομπόσο, όνομα που, κατά τη γνώμη του, ηχούσε γλυκά στα αυτιά, αλλά και φανέρωνε τον τόπο καταγωγής της. 

ii.ΠΩΣ Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΗΚΕ ΙΠΠΟΤΗΣ 

ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΣΕΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ τα σχέδιά του και δίχως να τον δει κανείς, ένα πρωινό προτού ξημερώσει, φόρεσε την πανοπλία του, καβάλησε τον Ροσινάντη και με χαρά μεγάλη ξεκίνησε για άγνωστες περιπέτειες. Όμως, μόλις βγήκε στον κάμπο μια φοβερή σκέψη κυρίεψε το νου του: δεν είχε χριστεί ιππότης και, σύμφωνα με τους νόμους της ιπποσύνης, δεν είχε δικαίωμα να σηκώσει όπλα ενάντια σε κανέναν ιππότη. Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να αμφιβάλλει για την αποστολή του…και καθώς υπερίσχυσε η τρέλα του, αποφάσισε, τον πρώτο που θα συναντούσε στο διάβα του, να τον βάλει να τον χρίσει ιππότη. 
Προχωρούσε όλη τη μέρα και, όταν άρχισε να νυχτώνει, το άλογό του και ο ίδιος πέθαιναν της πείνας. Κοιτάζοντας τριγύρω μπας και δει κανέναν πύργο ή καμιά στάνη με βοσκούς, διέκρινε, όχι σε μεγάλη απόσταση από το δρόμο, ένα πανδοχείο. Κατευθύνθηκε αμέσως προς τα εκεί, όπου έφτασε προτού νυχτώσει για τα καλά. Το πανδοχείο, του φάνταζε σαν κάστρο με τέσσερις πύργους, ανυψούμενη γέφυρα και βαθιά τάφρο. 
-16- 
Εκεί είδε δυο νεαρές κοπέλες, που του φάνηκαν σαν δυο αρχόντισσες που έπαιρναν τον αέρα τους μπροστά στο κάστρο. 
Οι κοπέλες, βλέποντας να καταφτάνει ένας άντρας αρματωμένος και με παράξενη όψη, έτρεξαν φοβισμένες να μπουν στο χάνι, όμως ο Δον Κιχώτης κατάλαβε την αιτία του φόβου τους, ανασήκωσε την προσωπίδα της περικεφαλαίας του και τους είπε: 
- Μη φεύγετε ευγενικές μου αρχοντοπούλες, και μη φοβάστε για την παραμικρή προσβολή, διότι το λειτούργημα της ιπποσύνης που υπηρετώ δεν βλάπτει κανέναν, πολύ περισσότερο δυο κυρίες της αριστοκρατίας. 
Οι κοπέλες, όταν άκουσαν να τις αποκαλούν κυρίες της αριστοκρατίας δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε ο πανδοχέας και έτρεξε να βοηθήσει το Δον Κιχώτη που ξεπέζευε με κόπο και δυσκολία μεγάλη, καθώς όλη την ημέρα δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του. 
- Αν η ευγένειά σας, θέλει να περάσει εδώ τη νύχτα της, είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, εκτός από κρεβάτι, που σ’ αυτό το χάνι δεν υπάρχει κανένα, όλα τα άλλα θα τα βρει σε αφθονία. 
Βλέποντας ο Δον Κιχώτης την ταπεινότητα του πυργοδεσπότη, γιατί για τέτοιον τον πέρασε, απάντησε: 
- Για μένα κύριε πυργοδεσπότη, μου αρκεί ο, τ ι και να ‘ναι. Στολίδια είναι τα όπλα μου και ξεκούραση οι μάχες. 
Ύστερα είπε στον πανδοχέα να περιποιηθεί όσο γίνεται καλύτερα το άλογό του, γιατί σαν κι αυτό δεν υπάρχει δεύτερο στον κόσμο όλο. 
Ο πανδοχέας το κοίταξε καλά, αλλά δεν του φάνηκε να είναι όπως τα έλεγε ο Δον Κιχώτης, ούτε καν στο μισό. Το βόλεψε ωστόσο στο στάβλο και γύρισε να δει τι θα πρόσταζε ο φιλοξενούμενός του. 
-17- 
Οι κοπέλες έβγαζαν την πανοπλία από το Δον Κιχώτη, δεν κατάφερναν ωστόσο να βγάλουν το προστατευτικό περιλαίμιο, ούτε και την αυτοσχέδια περικεφαλαία που την είχε δεμένη με πράσινες κορδέλες και έπρεπε να του τις κόψουν, γιατί δεν μπορούσαν να λύσουν τους κόμπους. Εκείνος όμως δεν τους το επέτρεπε με κανέναν τρόπο και έτσι έμεινε όλη τη νύχτα με την περικεφαλαία στο κεφάλι. 
Κατόπιν τον ρώτησαν οι κοπέλες, αν ήθελε να φάει τίποτα. 
- Θα έτρωγα οτιδήποτε, απάντησε ο Δον Κιχώτης, γιατί πιστεύω πως θα μου έκανε μεγάλο καλό. 
Του έστρωσαν τραπέζι κοντά στην πόρτα του πανδοχείου που είχε περισσότερη δροσιά και του σερβίρισε ο πανδοχέας μια μερίδα κακομουσκεμένου, και ακόμα χειρότερα μαγειρεμένου, μπακαλιάρου και ένα κομμάτι ψωμί τόσο μαυρισμένο, όσο και τα όπλα του. Προκαλούσε πολύ γέλιο να τον βλέπεις να τρώει, γιατί καθώς φορούσε την περικεφαλαία στο κεφάλι και ανεβοκατέβαζε την κινητή προσωπίδα, δεν μπορούσε να βάλει τίποτα στο στόμα του, αν δεν του το έδινε και δεν του το έβαζε κάποιος άλλος. Μια από τις κοπέλες τον τάιζε και δεν θα μπορούσε να πιει τίποτα, αν ο πανδοχέας δεν του έβαζε στο στόμα ένα καλάμι που από την άλλη άκρη του έχυνε κρασί. Ο Δον Κιχώτης προτιμούσε να τα υπομένει όλα αυτά, παρά να κοπούν οι κορδέλες της περικεφαλαίας του. 
Όμως εκείνο που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν που δεν είχε χριστεί ακόμα ιππότης. Και έτσι, όταν τέλειωσε το γεύμα του, φώναξε τον πανδοχέα, τον οδήγησε στο στάβλο που έδεναν τα άλογα, γονάτισε μπροστά του και του είπε: 
- Δεν θα σηκωθώ ποτέ από εδώ, γενναίε ιππότη, προτού μου κάνει η ευγένειά σας μια ευεργεσία που θέλω να της ζητήσω! 
Ο πανδοχέας, βλέποντας τον φιλοξενούμενό του στα γόνατα, τα ‘χασε και δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει. Επέμεινε να τον πείσει να σηκωθεί, μέχρι που αναγκάστηκε να του πει πως θα του έκανε την ευεργεσία που του ζητούσε. 
- Τίποτα λιγότερο δεν περίμενα από την μεγαλοπρέπειά σας, κύριέ μου, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και ευθύς σας λέω ότι η ευεργεσία που ζητώ να μου κάνετε είναι, αύριο να με χρίσετε ιππότη. Απόψε, στο παρεκκλήσι του πύργου σας θα κάνω αγρυπνία τα όπλα. 
Ο πανδοχέας, που από την αρχή είχε την υποψία πως ο φιλοξενούμενός του δεν ήταν στα καλά του, ακούγοντας τα λόγια αυτά δεν του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, και για να έχει και κάποιον λόγο να γελάει τη νύχτα, αποφάσισε να ακολουθήσει την τρέλα του Δον Κιχώτη. Του είπε πως, αν και ο πύργος του δεν διέθετε παρεκκλήσι για να αγρυπνήσει τα όπλα, 
-18 - 
θα μπορούσε να το κάνει στην αυλή και πως το πρωί θα γινόταν το απαραίτητο τελετουργικό. 
Μάζεψε ο Δον Κιχώτης τα κομμάτια της αρματωσιάς του και τα έβαλε πάνω σε μια γούρνα δίπλα σ’ ένα πηγάδι. Μετά πήρε στο ένα χέρι την ασπίδα και στο άλλο τη λόγχη και άρχισε να πηγαινοέρχεται μπροστά τους όλη τη νύχτα. 
Εκείνη την ώρα του ήρθε κάποιου αγωγιάτη που φιλοξενούνταν στο χάνι, να κατέβει να ποτίσει τα άλογά του. Έβγαλε τα κομμάτια της αρματωσιάς πάνω από τη γούρνα και τότε ο Δον Κιχώτης άρχισε να φωνάζει: 
- Ε , εσύ, όποιος και αν είσαι, παράτολμε ιππότη που τολμάς να αγγίξεις τα όπλα του πιο γενναίου περιπλανώμενου ιππότη που ακόμα δε ζώστηκε σπαθί! Κοίτα τη δουλειά σου και μην τα αγγίξεις, αν δεν θες να πληρώσεις με τη ζωή σου το θράσος σου! 
Ο αγωγιάτης, δίχως να δώσει καμία σημασία στα λόγια του, πήρε τα όπλα και τα πέταξε στην άκρη. Όταν το είδε αυτό ο Δον Κιχώτης σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και, φέρνοντας στη σκέψη του τη Δοαυλσινέα του, είπε: 
-20- 
- Βοήθησε με αφέντρα της καρδιάς μου σε αυτήν την πρώτη πρόκληση που μου παρουσιάζεται! 
Ρίχνοντας την ασπίδα του, πήρε στα δυο του χέρια τη λόγχη και έδωσε στο κεφάλι του αγωγιάτη ένα χτύπημα τόσο δυνατό που τον σώριασε κατά γης, μισολιπόθυμο. Ύστερα από αυτό, μάζεψε τα όπλα του και άρχισε και πάλι να πηγαινοέρχεται ατάραχος όπως και στην αρχή. 
Μετά από λίγο, μη ξέροντας τι είχε συμβεί, κατέφτασε κι άλλος αγωγιάτης για να ποτίσει τα ζώα του. Έβγαλε τα όπλα του Δον Κιχώτη από τη γούρνα για να αδειάσει το μέρος και εκείνος, δίχως να πει κουβέντα, πέταξε και πάλι την ασπίδα, σήκωσε τη λόγχη του και την κοπάνισε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του αγωγιάτη. 
Ακούγοντας τη φασαρία βγήκαν έξω οι ένοικοι του πανδοχείου και οι άνθρωποι που συνόδευαν τους τραυματισμένους αγωγιάτες τον πήραν με τις πέτρες και ο Δον Κιχώτης αμυνόταν με την ασπίδα του. 
Ο πανδοχέας τους φώναζε να τον αφήσουν γιατί είναι τρελός. Ο Δον Κιχώτης φώναζε ακόμη πιο δυνατά, αποκαλώντας τους προδότες και λέγοντας πως ο πυργοδεσπότης ήταν ένας κακορίζικος ιππότης, αφού επέτρεπε να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο σε έναν περιπλανώμενο ιππότη. 
Οι αγωγιάτες σταμάτησαν να τον πετροβολούν και ο Δον Κιχώτης συνέχισε και πάλι την αγρυπνία των όπλων με την ίδια ηρεμία όπως και πρωτύτερα. 
Ο πανδοχέας αποφάσισε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα με τον Δον Κιχώτη. Του είπε πως, για να τον χρίσει ιππότη, αρκούσε ένα χτύπημα στο σβέρκο και ένα στην πλάτη και πως αυτό θα έπρεπε να γίνει στον κάμπο. 
-21- 
Έφερε το τεφτέρι όπου κράταγε τους λογαριασμούς του. Ένας νεαρός έφερε ένα αλειμματοκέρι αναμμένο, και οι δυο κοπέλες πλησίασαν. Ύστερα, ο πανδοχέας πρόσταξε το Δον Κιχώτη να γονατίσει και άρχισε να διαβάζει από το τεφτέρι (σα να διάβαζε κάποιο τροπάριο) και στα μισά της ανάγνωσης σήκωσε το χέρι του και έδωσε ένα γερό χτύπημα με το πλατύ μέρος του σπαθιού στο σβέρκο του Δον Κιχώτη και, αμέσως μετά, ένα πιο ντελικάτο στην πλάτη του, συνεχίζοντας να μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια του λες και προσευχόταν. Ύστερα από αυτό, πρόσταξε τη μια από τις κοπέλες να τον ζώσει με το σπαθί του, όσο η άλλη του φόραγε τα σπιρούνια. 
Και αφού τέλειωσε στα γρήγορα αυτό το τελετουργικό που παρόμοιο κανείς δεν ξανάδε, ο Δον Κιχώτης δεν έβλεπε την ώρα να καβαλήσει το άλογό του και να ξεκινήσει για περιπέτειες. Σέλωσε τον Ροσινάντη και καβάλησε. Αγκάλιασε τον πανδοχέα, λέγοντάς του παράξενα λόγια που είναι αδύνατον να τα μεταφέρω με ακρίβεια, και τον ευχαρίστησε που τον έχρισε ιππότη. 
Ο πανδοχέας, που δεν έβλεπε την ώρα να τον ξεφορτωθεί, ανταπάντησε με λίγα λόγια και, χωρίς καν να του ζητήσει πληρωμή για τη φιλοξενία, τον άφησε να φύγει.

iii.Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥΣ

Ο Δον Κιχώτης πέρασε δεκαπέντε μέρες στη βολή του σπιτιού του, και ασχολιόταν με τις υποθέσεις του, χωρίς τίποτα να δείχνει ότι ήθελε να ξαναρχίσει τις τρέλες του. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιασε πολύ με το γεωργό, το χωριανό του, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, αλλά χωρίς πολύ μυαλό στο κεφάλι του. Από τα πολλά που του είπε, τις τόσες υποσχέσεις που του έκανε, στο τέλος έπεισε το δύστυχο χωρικό να μπει στη δούλεψή του ως ιπποκόμος. 
Ανάμεσα στα άλλα, του έλεγε ο Δον Κιχώτης, πως αν ερχόταν μαζί του με την καρδιά του, γιατί - ποιος ξέρει - όλο και θα του τύχαινε κάποια περιπέτεια από την οποία θα έβγαινε νικητής, θα τον διόριζε διοικητή σε ένα νησί. Με αυτήν, αλλά και με πολλές άλλες υποσχέσεις, ο Σάντσο Πάνσα, έτσι λεγόταν ο χωρικός, άφησε γυναίκα και παιδιά και πήγε ιπποκόμος του Δον Κιχώτη.
Ο Δον Κιχώτης βάλθηκε να βρει χρήματα. Αφού πούλησε κάποια πράματα, έβαλε ενέχυρο κάποια άλλα, και ξεπούλησε τα υπάρχοντά του όσο-όσο, συγκέντρωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ύστερα, ανακοίνωσε στο Σάντσο Πάνσα τη μέρα και την ώρα που θα ξεκινούσαν, ώστε να πάρει μαζί του ο, τι του ήταν απαραίτητο. Πάνω απ’ όλα του είπε να πάρει προμήθειες για το ταξίδι. Εκείνος δέχτηκε και, μάλιστα, του είπε πως μπορούσε να φέρει και το γαϊδούρι του που ήταν πολύ καλό, γιατί ήταν συνηθισμένο στα μεγάλα ταξίδια. 
Χωρίς να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του ο Σάντσο Πάνσα, όπως ούτε και ο Δον Κιχώτης την οικονόμο και την ανεψιά του, βγήκαν νύχτα από το χωριό χωρίς να τους δει κανείς. Έκαναν πολύ δρόμο, μέχρι να βεβαιωθούν ότι κανείς δε θα τους έβρισκε, όσο και να τους έψαχνε, ώσπου στο τέλος ξημέρωσε. 
-32 -
Πήραν το δρόμο τους κουβεντιάζοντας, όταν είδαν στον κάμπο καμιά τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους. Ο Δον Κιχώτης, μόλις τους αντίκρισε, είπε στον ιπποκόμο του:
- Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί φίλε μου Σάντσο Πάνσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντια τους θα πολεμήσω και θα τους πάρω τη ζωή; 
- Μα ποιους γίγαντες; είπε ο Σάντσο.
- Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; απάντησε ο αφέντης του, , μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες.
-34 -
- Κοιτάξτε αφέντη μου, - παρατήρησε ο Σάντσο – εκείνα εκεί κάτω που φαίνονται έτσι δεν είναι γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι, και αυτά που μοιάζουν με χέρια είναι τα φτερά του που, καθώς ο άνεμος τα γυρίζει, κάνουν τη μυλόπετρα να αλέθει.
- Πώς φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα από περιπέτειες! Αυτοί εκεί είναι γίγαντες και, αν φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη να προσευχηθείς, όσο θα δίνω την άνιση μάχη ενάντια τους. 
-35-
Και με αυτά τα λόγια, σπιρούνιασε το Ροσινάντη χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές του ιπποκόμου. Ήταν τόσο πεισμένος ότι οι ανεμόμυλοι ήταν γίγαντες, που δεν το κατάλαβε ούτε καν, όταν τους πλησίασε. Στο μεταξύ, τους φώναζε:
-Μη φεύγετε δειλά και άνανδρα πλάσματα, ένας και μόνο ιππότης σάς επιτίθεται! 
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε αέρας, τα μεγάλα φτερά των ανεμόμυλων άρχισαν να κινούνται και βλέποντάς το αυτό ο Δον Κιχώτης είπε:
- Ε λοιπόν, και περισσότερα από το Βριάρεω χέρια να κινήστε, θα το πληρώστε! 
Και με αυτά τα λόγια, πιστεύοντας πως η κυρά του η Δουλσινέα, όπως την είχε ικετεύσει, θα του συμπαραστεκόταν σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, καλύφθηκε καλά με την ολοστρόγγυλη λεπτή του ασπίδα, κατέβασε οριζόντια τη λόγχη, κάλπασε με όλη του τη φόρα και όρμησε με δύναμη πάνω στον πρώτο ανεμόμυλο που βρέθηκε μπροστά του. 
-36-
Έδωσε ένα χτύπημα με τη λόγχη του στο φτερό του ανεμόμυλου, αλλά ο αέρας το μετακίνησε με τόση ορμή που έσπασε στα δυο τη λόγχη και ξεπέταξε μακριά στα χωράφι άλογο και καβαλάρη. Ο Σάντσο έτρεξε με το γάιδαρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να βοηθήσει τον αφέντη του, αλλά, όταν έφτασε στο μέρος όπου είχε πέσει, ο Δον Κιχώτης δεν μπορούσε να κουνήσει. 
- Ο Θεός το ξέρει, είπε ο Σάντσο, μια ώρα δεν φώναζα στην ευγένειά σας να προσέξει καλά τι κάνει, γιατί δεν ήταν γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι; 
-37-

- Πάψε φίλε μου Σάντσο, απάντησε ο Δον Κιχώτης, τα πράγματα στον πόλεμο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλάζουν διαρκώς. Και μάλιστα, όσο το σκέφτομαι, τόσο πείθομαι ότι εκείνος ο μάγος ο Φρεστώνας μεταμόρφωσε αυτούς τους γίγαντες σε ανεμόμυλους για να μου στερήσει τη δόξα που θα κέρδιζα αν τους νικούσα. Όμως δεν θα καταφέρουν τίποτα τα φθονερά του μάγια απέναντι στην καλοσύνη του σπαθιού μου! 
Και με τη βοήθεια του Σάντσο καβάλησε και πάλι το άλογό του. 
Εκείνη τη νύχτα την πέρασαν ανάμεσα στα δέντρα. Μάλιστα ο Δον Κιχώτης έκοψε και ένα κλαδί από κάποιο δέντρο και στην άκρη του έμπηξε τη μεταλλική αιχμή από τη λόγχη του που είχε σπάσει. 

Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα ο Δον Κιχώτης, καθώς η σκέψη ήταν στην κυρά του τη Δουλσινέα. Αντίθετα, ο Σάντσο, που είχε γεμάτο το στομάχι του, κοιμήθηκε μονορούφι. 





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου