Τρίτη 11 Ιουνίου 2019

Φερνάντο Πεσσόα ( 13 Ιουνίου 1888 - 30 Νοεμβρίου 1935 )



Ο Φερνάντο Πεσσόα (Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa) ήταν Πορτογάλος ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα το 1888.

Χάνει νωρίς τον πατέρα του. Γρήγορα η μητέρα του ξαναπαντρεύεται με έναν διπλωμάτη που διορίζεται στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής. Η οικογένεια τον ακολουθεί και έτσι ο Πεσσόα θα αρχίσει και θα ολοκληρώσει τις σπουδές του στην αγγλική γλώσσα και θα αποκτήσει μια στέρεη αγγλική λογοτεχνική παιδεία.

Το 1903 μπήκε πρώτος στο πανεπιστήμιο του Κεηπ Τάουν, κερδίζοντας και το Βραβείο της Βασίλισσας Βικτωρίας για την αγγλική γλώσσα.

Το 1905 επέστρεψε στην Πορτογαλία, και μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να σπουδάσει φιλολογία στη Λισαβώνα, εγκατέλειψε τις σπουδές του και μπήκε στο εμπορικό κύκλωμα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αντιπρόσωπος διάφορων εμπορικών οίκων στη Λισαβώνα, έζησε μια ζωή εργένης, συγκατοικώντας αρχικά με τη θεία του, και αργότερα με την ετεροθαλή αδελφή του.

Σε ηλικία δεκαεπτά ετών επιστρέφει στη Λισαβώνα, που δεν θα την εγκαταλείψει ποτέ. Διαλέγει το επάγγελμα του συντάκτη-μεταφραστή και αναλαμβάνει την εμπορική αλληλογραφία μερικών οίκων της εμπορικής Κάτω Πόλης της Λισαβώνας, εργασία με πενιχρές αποδοχές, που όμως τον απαλλάσσει από τις δεσμεύσεις του ωραρίου και του συγκεκριμένου χώρου.

Το μεγαλύτερο μέρος του σπουδαίου έργου του έμεινε αδημοσίευτο ως το θάνατο του, 30 Νοεμβρίου 1935. Ως τότε, ο Πεσσόα είχε δημοσιεύσει το πρώτο του βιβλίο στα Πορτογαλικά, με τίτλο Mensagem, δύο πλακέτες με αγγλικά ποιήματα -γιατί ο Πεσσόα ήταν δίγλωσσος και έγραφε με μεγάλη άνεση στην αγγλική γλώσσα- καθώς και μερικά λογοτεχνικά και πολιτικά μανιφέστα. Ήταν επίσης γνωστός ως εκδότης της επιθεώρησης Athena (1924-25), και ως συνεργάτης σε διάφορα πρωτοποριακά έντυπα, και κυρίως στο Orpheu (1915), όργανο του μοντερνιστικού κινήματος.

Μετά το θάνατο του (από κολικό του νεφρού), τα άπαντα του εκδόθηκαν σε οκτώ τόμους, υπογραμμένα με τα διάφορα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο Πεσσόα και που, όπως έλεγε, εξέφραζαν τις διάφορες προσωπικότητες που συνυπήρχαν μέσα του: του "Αλβέρτο Καρέιρο", του "Αλβάρο δε Κάμπος" και του "Ρικάρδο Ρέις"'.

Είναι δυνατό να είναι κάποιος συγχρόνως πλούσιος και δαιμόνιος τραπεζίτης κι ένας ολοκληρωμένος αναρχικός που πολεμά για την απελευθέρωση της κοινωνίας; Σύμφωνα με τον Πεσσόα, ναι.

Οι "ετερώνυμοι" του Πεσσόα

Το 1915, η πορτογαλική λογοτεχνία θα σημαδευτεί από την κυκλοφορία του περιοδικού Ορφέας, που θα εισαγάγει τον μοντερνισμό στην πορτογαλική τέχνη (στην έκδοση του οποίου πρωτεργάτης είναι ο Φ. Πεσσόα) και κατά δεύτερο λόγο, από μια εντυπωσιακή ποιητική συλλογή του Αλβάρο Ντε Κάμπος. Είναι η στιγμή που γεννιέται ένα από τα καλύτερα "Εγώ" του Φ. Πεσσόα, ένας από τους καλύτερους ετερώνυμούς του, όπως ο ίδιος τους ονομάζει.

Με τον ίδιο τρόπο που πλένουμε το κορμί μας, θα έπρεπε να πλένουμε και το πεπρωμένο μας, να αλλάζουμε ζωή, όπως αλλάζουμε ρούχα – όχι για λόγους επιβίωσης, όπως κάνουμε όταν τρώμε ή κοιμόμαστε, μα με εκείνο το σεβασμό που έχουμε σαν τρίτοι απέναντι στον εαυτό μας.
Φ. Πεσσόα

Αυτό θα μπορούσε να μοιάζει παράδοξο σε όποιον πιστεύει ακόμη, αφελώς, ότι υπάρχουν παράδοξα σε τούτο τον κόσμο.
Φ. Πεσσόα

Ζωή είναι να είσαι άλλος.
Φ. Πεσσόα

Μέχρι σήμερα, οι μελετητές του έργου του έχουν ανακαλύψει είκοσι επτά διαφορετικές προσωπικότητες που υπογράφουν γραπτά του Πεσσόα. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν ο αγγλόφωνος Αλεξάντερ Σερτς, από την εποχή της Νοτίου Αφρικής, ο Αλμπέρτο Καέιρο, ένας σοφός που συνθέτει τα ποιήματά του αποτραβηγμένος στην εξοχή, ο Ρικάρντο Ρέις, φιλόλογος, που προσπαθεί να αναμετρηθεί με τους αρχαίους κλασικούς και ο Άλβαρο ντε Κάμπος, μηχανικός, με παιδεία αγγλοσαξονική, που στο έργο του υμνεί την τεχνολογία και την έλευση των μοντέρνων καιρών. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να μπορέσει όλη αυτή η παραγωγή να συγκεντρωθεί και να μελετηθεί ως έργο του Πεσσόα.


Όταν το 1935 πέθανε διαλυμένος από το ποτό σε ηλικία 47 ετών, βρέθηκε στο σπίτι του ένα μπαούλο με 27.453 χειρόγραφα, από τα οποία ένα μεγάλο μέρος μένει ακόμη να μελετηθεί και να εκδοθεί, επιφυλάσσοντας ενδεχομένως και άλλες εκπλήξεις στους επιμελητές. Ο Πεσσόα πέθανε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, όμως ο πορτογαλικός λαός άργησε να αναγνωρίσει στα πολλά του πρόσωπα το συγγραφέα που εκφράζει τους πόθους του και τις αγωνίες του και να τον τιμήσει σαν τον εθνικό του ποιητή.

Το βιβλίο του O Banqueiro Anarquista (Ο Αναρχικός Τραπεζίτης) μεταφράστηκε στα Ελληνικά από την Μ. Παπαδήμα (εκδ. "Νεφέλη"), καθώς και από το Γιάννη Σουλιώτη (εκδ. Παρουσία") και το Γιάννη Κοίλη (εκδ. "Γράμματα").

Ποιήματα του Ετερώνυμου Αλμπέρτο Καεϊρο

«Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει»

ΧIII

Ανάλαφρος, ανάλαφρος, πολύ ανάλαφρος
Ο άνεμος περνάει ανάλαφρος.
Φεύγει μετά, πάντα ανάλαφρος.

Τι σκέφτομαι δεν ξέρω.
Και ούτε να το μάθω επιζητώ.

[…]

XΧΧ

Αν θέλουν να έχω μυστικισμό, εντάξει, τον έχω.
Είμαι μυστικιστής, αλλά μονάχα με το σώμα.
Η ψυχή μου είναι απλή και δεν σκέφτεται.

Ο μυστικισμός μου συνίσταται στο να αρνείται τη γνώση.
Μόνο να ζω θέλω, κι αυτό να μην το σκέφτομαι.

Δεν ξέρω τι είναι φύση: την τραγουδώ.
Ζω στην κορφή ενός λοφίσκου,
Σ’ ένα ασβεστωμένο σπίτι, μοναχικό.
Κι αυτός είναι ο ορισμός μου.

ΧΧΧVI

Υπάρχουν ποιητές που είναι τεχνίτες
Και δουλεύουν τους στίχους
Όπως οι μαραγκοί το ξύλο!

Τι λυπηρό να μην ξέρεις ν’ ανθίζεις!
Να’ χεις να βάζεις στίχο σε στίχο, όπως αυτός
Που χτίζει έναν τοίχο
Και βλέπει αν στέκει καλά
Και τον γκρεμίζει αν δεν είναι έτσι!

Αλλά το μόνο έργο τέχνης είναι η Γη μας
Που αλλάζει, και πάντα η ίδια είναι και πάντα ωραία…

Το σκέφτομαι, όχι όπως ο οποιοσδήποτε σκέφτεται,
Αλλά όπως αυτός που αναπνέει.
Κοιτάζω τα λουλούδια και γελάω…
Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνουν ούτε κι εγώ αν τα καταλαβαίνω…
Γνωρίζω όμως ότι η αλήθεια μαζί τους και μαζί μου είναι
Στην κοινή μας θεότητα
Που μας αφήνει να φύγουμε, να ζήσουμε για τη Γη,
Ευτυχισμένοι στα χέρια τις εποχές να σηκώνουμε
Ν’ αφήνουμε τον άνεμο να μας αποκοιμίζει
Και στα όνειρά μας, όνειρα να μην έχουμε.
Όποιος έχει λουλούδια ανάγκη τον Θεό δεν έχει.

XL

Μια πεταλούδα περνά από μπροστά μου
Και για πρώτη φορά παρατηρώ στη Δημιουργία
Ότι δεν έχουν χρώμα ή κίνηση οι πεταλούδες,
Κανονικά, όπως χρώμα ή άρωμα δεν έχουν τα λουλούδια.
Χρώμα είναι αυτό που χρωματίζει της πεταλούδας τα φτερά
Κίνηση είναι αυτό που υπεισέρχεται στην κίνηση της πεταλούδας
Άρωμα είναι αυτό που αρωματίζει του λουλουδιού τη μυρωδιά.
Η πεταλούδα είναι μονάχα πεταλούδα
Και το λουλούδι, απλά ένα λουλούδι.

F e r n a n d o P e s s o a (1888-1935)

Μετάφραση Γιάννης Σουλιώτης


http://www.nostimonimar.gr/






Έβγαλα τη μάσκα

Έβγαλα τη μάσκα και στον καθρέφτη κοιτάχτηκα
Είδα το παιδί που ήμουν εδώ και πολύ καιρό…
Δεν είχε καθόλου αλλάξει.

Αυτό είναι το πλεονέκτημα
Του να ξέρεις τη μάσκα να βγάζεις.
Είμαστε πάντα παιδιά,


Το παρελθόν, που ήταν το παιδί αυτό.
Έβαλα τη μάσκα, την ξανάβγαλα πάλι.
Είναι καλύτερα έτσ

Έτσι, χωρίς τη μάσκα
Γυρίζω πίσω στην προσωπικότητά μου
Όπως της γραμμής το τέλος.

https://enallaktikidrasi.com/ 




Από ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΝΗΣΥΧΙΑΣ
1
ΚΑΙ καθώς, σήμερα, αναλογίζομαι τι ήταν η ζωή μου, αισθάνομαι σαν ένα ζωντανό ζωάκι που μεταφέρεται μέσα σ’ ένα πανέρι ανάμεσα σε δύο επαρχιακούς σταθμούς. Η εικόνα είναι κουτή, η ζωή όμως που περιγράφει είναι κουτότερη. Τα πανέρια αυτά έχουν συνήθως δυο σκεπάσματα ωοειδή που σηκώνονται ελαφρά από τη μια ή την άλλη στρογγυλεμένη άκρη τους, αν το ζώο τιναχτεί. Όμως το μπράτσο του μεταφορέα, που στηρίζει απαλά την ένωση στη μέση, δεν επιτρέπει σ’ αυτό το τόσο αδύναμο πλάσμα παρά να σηκώσει απογοητευμένο τα άχρηστα πόδια του, σαν τα φτερά μιας πεταλούδας που πεθαίνει.

Με την περιγραφή του πανεριού, ξέχασα πως μιλούσα για μένα. Το βλέπω τώρα καθαρά, περασμένο στο παχύ και λευκό, κάτω από το χρώμα που έχει πάρει από τον ήλιο, μπράτσο της υπηρέτριας που το μεταφέρει. Πέρα από το μπράτσο και το χνούδι του, δεν καταφέρνω να τη δω. Ξαφνικά δεν αισθάνομαι καλά παρά μέσα σ’ αυτόν το φρέσκο αέρα, ανάμεσα στο ψαθί κι εκείνες τις άσπρες λουρίδες που πλέκουν τα πανέρια, κι όπου χτυπιέμαι, άμοιρο ζωάκι, ανάμεσα σε δύο στάσεις που τις αισθάνομαι για τα καλά. Ανάμεσα στις στάσεις, ακουμπώ σε κάτι που μοιάζει με πάγκο και ακούω ομιλίες έξω από το πανέρι μου. Κοιμάμαι, ήσυχος, μέχρις ότου με σηκώσουνε ξανά.

2

ΤΙΠΟΤΑ δεν με αποκαλύπτει τόσο σε βάθος και τίποτα δεν ερμηνεύει με τόση πληρότητα την ουσία της έμφυτής μου δυστυχίας, όσο μερικά από τα όνειρά μου που υποθάλπω τρυφερά, βάλσαμο που μυστικά διαλέγω για να κατευνάσω την αγωνία του είναι.

Γι’ αυτό, το όνειρο που αφήνω εδώ γραμμένο, είναι το καλύτερο ανάμεσα στα πιο αγαπημένα μου. Καμιά φορά το βράδυ, μέσα στο ήσυχο σπίτι, όταν οι ένοικοι έχουν φύγει ή μένουν σιωπηλοί, κλείνω τα παραθυρόφυλλα κι ύστερα από αυτά, τα βαριά εσωτερικά παντζούρια. Μέσα στο παλιό μου κοστούμι, βολεύομαι στο βάθος της πολυθρόνας μου, κι αφήνομαι να ονειρευτώ πως είμαι ένας συνταξιούχος ταγματάρχης σ’ ένα επαρχιακό ξενοδοχείο, καθισμένος μετά το βραδινό παρέα μ’ έναν άλλον — συνδαιτυμόνας αργοπορημένος που ξέμεινε χωρίς αιτία.

Φαντάζομαι πως έχω γεννηθεί έτσι: δεν μ’ ενδιαφέρει η νεότητα του ταγματάρχη, ούτε οι βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας που χρειάστηκε να ανέβει για να φτάσει στο δικό μου όνειρο. Ανεξάρτητα από το Χρόνο και τη Ζωή, ο ταγματάρχης που φαντάζομαι πως είμαι δεν είχε καμία προηγούμενη ζωή, δεν έχει κι ούτε είχε ποτέ του οικογένεια — υπάρχει για πάντα στη ζωή αυτού του επαρχιακού ξενοδοχείου, κουρασμένος από τα ανέκδοτα που οι σύντροφοι του διηγούνται για να περάσει η ώρα.

3

ΠΑΕΙ πολύς καιρός που δεν γράφω. Έχουν περάσει μήνες που δεν ζω, απλά διαρκώ μεταξύ γραφείου και βιολογίας, με τις αισθήσεις και τις σκέψεις μου ενδόμυχα τελματωμένες. Δυστυχώς, ούτε έτσι βρίσκω ανάπαυση: ακόμη και μέσα στη σήψη γίνεται ζύμωση.

Πάει πολύς καιρός που όχι μόνο δεν γράφω μα ούτε καν υπάρχω. Μου φαίνεται πως σχεδόν δεν ονειρεύομαι πια. Οι δρόμοι είναι πια για μένα σκέτοι δρόμοι. Κάνω τη δουλειά του γραφείου συνειδητά και με προσοχή, δεν μπορώ όμως να πω και χωρίς να αφαιρούμαι: από πίσω, αντί να σκέφτομαι, κοιμάμαι — πάντα όμως πίσω απ’ τη δουλειά είμαι κάποιος άλλος.

Πάει πολύς καιρός που δεν υπάρχω. Είμαι απολύτως ήσυχος. Κανείς δεν με ξεχωρίζει από αυτόν που είμαι. Με νιώθω τώρα να αναπνέω σαν να είναι κάτι που επιχειρώ για πρώτη φορά ή με μεγάλη καθυστέρηση. Αρχίζω να έχω συνείδηση πως έχω συνείδηση. Ίσως αύριο να ξυπνήσω μέσα μου και να ξαναπιάσω την πορεία της ύπαρξής μου από εκεί που την έχω αφήσει. Δεν ξέρω, αν έτσι, θα είμαι περισσότερο ή λιγότερο ευτυχισμένος. Δεν ξέρω τίποτα. Σηκώνω το κεφάλι μου του περιπατητή που είμαι, και βλέπω πως πάνω στο λόφο του Φρουρίου, το ηλιοβασίλεμα, από τα νώτα μου, φλέγεται σε δεκάδες παράθυρα, λαμπάδες ψηλές κρύας πυράς. Γύρω από αυτά τα σκληρά φλόγινα μάτια, ο λόφος γλυκαίνει από το τέλος της ημέρας. Μπορώ τουλάχιστον να αισθάνομαι θλιμμένος και να έχω συνείδηση πως μ’ αυτή τη δική μου θλίψη, διασταυρώνεται τώρα —όπως το βλέπω με την ακοή— ο ξαφνικός θόρυβος του τραμ που περνάει, οι φωνές των νεαρών που κουβεντιάζουν, το λησμονημένο βουητό της ζωντανής πόλης.

Πάει πολύς καιρός που δεν είμαι εγώ.

4

ΤΙΠΟΤΑ δεν είναι τόσο φορτικό όσο η αγάπη του άλλου — ούτε καν το μίσος του, γιατί το μίσος δεν είναι κάτι το συνεχόμενο όπως η αγάπη: σαν δυσάρεστο συναίσθημα, δημιουργεί σ’ όποιον το αισθάνεται την ενστικτώδη τάση να το νιώθει λιγότερο συχνά. Πάντως, αγάπη και μίσος μας καταπιέζουν το ίδιο: και τα δυο μας ψάχνουν και μας βρίσκουν, δεν μας αφήνουν μόνους ποτέ.

Το ιδανικό θα ’ταν να τα ζω όλα αυτά μέσα από ένα μυθιστόρημα, και στη ζωή μου να αναπαύομαι — να διαβάζω τα συναισθήματά μου και να ζω μόνο την περιφρόνησή μου γι’ αυτά. Για όποιον διαθέτει μια φαντασία υπερευαίσθητη, οι περιπέτειες κάποιου ήρωα ενός μυθιστορήματος εμπνέουν μια προσωπική συναισθηματική κατάσταση επαρκή, αν όχι παραπάνω, γιατί πρόκειται για συναισθήματα που ανήκουν εξίσου στον ήρωα και στον αναγνώστη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη περιπέτεια από το να έχεις αγαπήσει τη λαίδη Μάκβεθ, με μια αγάπη αληθινή και άμεση· όποιος έχει έτσι αγαπήσει, δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, αν δεν παραιτηθεί από κάθε άλλη αγάπη σε τούτη τη ζωή.

Δεν ξέρω τι νόημα έχει τούτο το ταξίδι που με αναγκάσανε να κάνω ανάμεσα σε μία νύχτα και μία άλλη νύχτα, συντροφευμένος από το σύμπαν ολόκληρο. Ξέρω πως μπορώ να διαβάζω για να διασκεδάζω το χρόνο μου. Θεωρώ την ανάγνωση τον απλούστερο τρόπο να κάνω ευχάριστο αυτό το ταξίδι, όπως και κάθε άλλο· πού και πού σηκώνω το βλέμμα μου από το βιβλίο όπου οι αισθήσεις μου λειτουργούν πραγματικά, και βλέπω σαν ξένος το τοπίο να φεύγει — κάμποι, πόλεις, άνδρες και γυναίκες, σχέσεις και νοσταλγίες— κι όλα αυτά δεν είναι για μένα παρά ένα επεισόδιο στην ανάπαυσή μου, μια αδρανής ψυχαγωγία καθώς ξεκουράζω τα μάτια μου από τις πολυδιαβασμένες σελίδες.

Μόνο στα όνειρά μας είμαστε αληθινοί, γιατί όλα τα άλλα, από τη στιγμή που πραγματοποιούνται, ανήκουν στον κόσμο και σ’ όλους τους ανθρώπους. Αν κάποιο όνειρό μου έπαιρνε σάρκα και οστά, θα το ζήλευα, γιατί θα με είχε απατήσει επιτρέποντας στον εαυτό του να πραγματοποιηθεί. «Έκανα τις επιθυμίες μου πραγματικότητα», λέει ο αδύναμος και ψεύδεται· η αλήθεια είναι πως ονειρεύτηκε προφητικά ό,τι πραγματοποίησε η ζωή γι’ αυτόν. Τίποτα δεν πραγματοποιούμε εμείς. Η ζωή μας πετάει στον αέρα σαν πετραδάκια, κι εμείς φωνάζουμε από κει πάνω: «Κοιτάτε πώς κουνιέμαι».

Ό,τι και να ναι αυτό το ιντερμέδιο που παίχτηκε κάτω από τον προβολέα του ήλιου και το σκηνικό των άστρων, δεν μας κάνει κακό να γνωρίζουμε πως δεν είναι παρά ένα ιντερμέδιο· αν πίσω από τις πόρτες του θεάτρου κρύβεται η ζωή, τότε θα ζήσουμε, αν κρύβεται ο θάνατος, θα πεθάνουμε, και το έργο θα παραμένει άσχετο με όλα αυτά.

Γι’ αυτό ποτέ δεν νιώθω τόσο κοντά στην αλήθεια, τόσο σε βάθος μυημένος, όσο τις λίγες φορές που πάω στο θέατρο ή στο τσίρκο: ξέρω τότε πως επιτέλους παρακολουθώ την ακριβή απομίμηση της ζωής. Και οι ηθοποιοί, οι παλιάτσοι κι οι ταχυδακτυλουργοί είναι πράγματα σημαντικά και μάταια, όπως είναι ο ήλιος κι η σελήνη, η αγάπη και ο θάνατος, η πανώλη, ο λιμός κι ο πόλεμος για την ανθρωπότητα. Όλα είναι θέατρο. Κι αν θέλω την αλήθεια, ας ξαναπιάσω το μυθιστόρημά μου.
μτφρ. Άννυ Σπυράκου 





Φερνάντο Πεσσόα: Το συνεχές των ετερώνυμων

Από https://www.vakxikon.gr/

Μεταφράζει η Μαρία Θεοφιλάκου

Γεννημένος στη Λισαβόνα το 1888, αποξενωμένος από αυτήν στην ηλικία των πέντε κι επανασυνδεδεμένος μαζί της εφ’ όρου ζωής στα δεκαεπτά του, ο Φερνάντο Πεσσόα [Fernando Pessoa, 1888-1935] θέλησε να είναι παραπάνω από ένας σημαντικός Πορτογάλος ποιητής του 20ου αιώνα. Και τα κατάφερε, να είναι τουλάχιστον τέσσερις.

Το 1914, χρονιά που ξεκίνησε να δημοσιεύει τα ποιήματά του, τρεις ετερώνυμοι χαρακτήρες άρχισαν να σχηματίζονται στο μυαλό του, να παίρνουν υπόσταση και να γράφουν ο καθένας με τη δική του πένα, ο καθένας με τα ξεχωριστά γνωρίσματα του, το επάγγελμα του, τις συνήθειες και τις εμμονές του.

Πρώτος, ο Αλμπέρτο Καέιρο [Alberto Caeiro, 1889-1915], ο κάπως άξεστος και ανεπάγγελτος ποιητής των ρεαλιστικών αισθήσεων, που αποστράφηκε την επιβολή της όποιας σκέψης, συναισθήματος ή επίπλαστου νοήματος στα πράγματα.

Ακόλουθοι του Καέιρο, από τη μία, ο Ρικάρντο Ρέις [Ricardo Reis, γεν. 1887], γιατρός στο επάγγελμα, κλασικιστής και παγανιστής, που επίσης είδε τα πράγματα γι’ αυτό που είναι, μέσα όμως από τον κλασσικό κανόνα και την παραδοχή του σύμπαντος ως ανώτερης φυσικής δύναμης στη ζωή του ανθρώπου.

Από την άλλη, ο Άλβαρο ντε Κάμπος [Álvaro de Campos, γεν. 1890], ένας ναυπηγός μηχανολόγος μηχανικός, κι αυτός ποιητής των αισθήσεων, όχι τόσο όμως των αμερόληπτων αισθήσεων, όσο των πολλαπλών εντυπώσεων ή αισθημάτων που οι περιστάσεις και τα πράγματα μπορούν ν’ αφήσουν στον καθένα.

Οι τρεις αυτές προσωπικότητες νοίκιασαν τις ζωές τους στον μοναχικό Πεσσόα, που ως ο εαυτός του υπέφερε (στα όρια της παραφροσύνης, όπως έλεγε ο ίδιος) σαν να μπορούσε τα πάντα και να ήταν ανήμπορος για τα πάντα, λόγω της έλλειψης θέλησης.

Έτσι, ο Πεσσόα βοηθήθηκε να ζήσει νοερά έξω απ’ τις ράγες της ύπαρξης του, την οποία εξακολούθησε πάντως να περιφέρει από το ένα στο επόμενο νοικιασμένο διαμέρισμα της Λισαβόνας. Κι εκείνοι οι τρεις, με τη σειρά τους, ορθώθηκαν διακριτοί ανάμεσα στα πάνω από εβδομήντα δύο ετερώνυμα του ποιητή. 

Πιο κάτω αποδίδεται στα ελληνικά ένα ποίημα από τον καθένα, που όλα μαζί χτίζουν για λογαριασμό του Πεσσόα ένα συνεχές του κόσμου των στιγμών και των πραγμάτων, από την αντικειμενική κατάστασή του έως την τυραννία της ανθρώπινης σκέψης μέσα σ’ αυτόν.

Αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα… - Alberto Caeiro [Verdade, mentira, certeza, incerteza…]


Αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα…
Αυτός ο τυφλός εκεί στον δρόμο επίσης ξέρει αυτές τις λέξεις.
Έχω καθίσει σ’ ένα ψηλό σκαλί κι έχω τα χέρια μου σφιγμένα
Γύρω απ’ το γόνατο το σταυρωμένο πάνω απ’ τ’ άλλο.
Λοιπόν: αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα ποιές είναι αυτές;
Ο τυφλός σταματάει στον δρόμο,
Τράβηξα τα χέρια από το γόνατο.
Αλήθεια, ψευτιά, βεβαιότητα, αβεβαιότητα είναι το ίδιο;
Κάτι άλλαξε σε κάποιο μέρος της πραγματικότητας — τα γόνατά μου και τα χέρια μου.
Ποια η επιστήμη που έχει αντίληψη γι’ αυτό;
Ο τυφλός συνεχίζει το πέρασμά του κι εγώ δεν κάνω άλλες χειρονομίες.
Ήδη δεν είναι η ίδια ώρα, ούτε οι ίδιοι άνθρωποι, ούτε τίποτα ίδιο.
Να είσαι πραγματικός είναι αυτό.

*
Μην προσπαθείς, Λυδία, στον χώρο να κατασκευάσεις - Ricardo Reis [Não queiras, Lídia, edificar no espaço]

Μην προσπαθείς, Λυδία, στον χώρο να κατασκευάσεις
Αυτό που μέλλον λογαριάζεις, ή που σου υπόσχεται το
Αύριο. Σήμερα να εκπληρωθείς, μην περιμένεις.
Η ίδια εσύ είσαι η ζωή σου.
Μην προορίζεις τον εαυτό σου, γιατί μελλοντική δεν είσαι.
Ποιος ξέρει αν, μεταξύ της κούπας που αδειάζεις,
Και του ξαναγεμίσματός της, η τύχη
την άβυσσο δεν σου επιφυλάσσει;

*
Oxford shores - Álvaro de Campos

Θέλω το καλό, και θέλω το κακό, και τελικά δεν θέλω τίποτα.
Στραβά ξαπλώνω στο δεξί πλευρό, και στραβά ξαπλώνω στο αριστερό
Και στραβά ξαπλώνω στη συνείδηση ότι υπάρχω.
Είμαι συμπαντικά άρρωστος, μεταφυσικά άρρωστος,
Μα το χειρότερο είναι ότι με πονάει το κεφάλι.
Αυτό είναι πιο σοβαρό από τη σημασία του σύμπαντος.
Μία φορά, λίγο πιο κάτω απ’ την Οξφόρδη, σ’ ένα δρομάκι αγροτικό,
Είδα να υψώνεται, από έναν ελιγμό του δρόμου, σε κοντινή απόσταση
Το γέρικο καμπαναριό μιας εκκλησίας πάνω απ’ τα σπίτια κάποιου χωριού ή πόλης.
Η εικόνα εκείνου του μηδαμινού συμβάντος μού εντυπώθηκε
Σαν μια λοξή ζαρωματιά που την πτυχή χαλά στο παντελόνι.
Σήμερα μου έρχεται παρεμπιπτόντως…
Από τον δρόμο, απέδιδα πνευματικότητα σε κείνο το καμπαναριό
Που ήταν η πίστη όλων των εποχών, και η ικανή φιλανθρωπία.
Από την πόλη, όταν έφτασα, το καμπαναριό ήτανε το καμπαναριό,
Και, επιπλέον, να το που έστεκε εκεί.
Μπορεί κανείς να ‘ναι ευτυχής στην Αυστραλία, υπό τον όρο σ' αυτήν πως δεν θα πάει.

*
Η πλύστρα στη σκάφη - Fernando Pessoa [A lavadeira no tanque]

Η πλύστρα στη σκάφη
Χτυπάει τα ρούχα με την πέτρα.
Τραγουδάει γιατί τραγουδάει, και λυπάται
Γιατί τραγουδάει γιατί ζει•
Άρα είναι και χαρούμενη μαζί.

Τώρα αν ποτέ μου θα μπορούσα
Να κάνω με τους στίχους
Αυτό που εκείνη κάνει με τα ρούχα,
Θα ‘λειπαν από εμένα ίσως
Οι σκόρπιοι προορισμοί μου.

Υπάρχει μια πλατιά ενότητα
Σ’ αυτό το, δίχως σκέψη μήτε λόγο,
Ή ακόμα-ακόμα τραγουδώντας τα μισά,
Χτύπημα των ρούχων στην πραγματικότητα...
Ποιος θα μου πλύνει την καρδιά;


Από https://www.vakxikon.gr/

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου