"Ενύπνιος ήλθες όνειρος" |
Basta, μου πέταξες και με έριξες πίσω σε μαξιλάρια από θερμόπυλα πούπουλα - έτσι εξηγείται ο ιδρώς στο λακκάκι, έτσι στα φρύδια, καθώς βγαίνω από το μυαλό σου φτεροκοπώντας, κολυμπώντας, τρεκλίζοντας, κανένα σπασμένο ποτήρι, καθώς βγαίνεις απ’ το δικό μου το ίδιο, αφήνοντας την πόρτα του δωματίου ανοιχτή, για να γυρνάς σαν ακούς το νερό να τρέχει στο μπάνιο, τότε μονάχα, για να μαζεύεις τις λέξεις που ξέφυγαν (απορούμε πώς τάχατες μπαίνουν, αφού η πόρτα με τον θυρεό κλειστή από μέσα, πώς, αφού το ρόπτρο βωβό), για να ντυθείς το παλτό σου, μακρύ ως τη μέση της γάμπας, για να κάνω το ίδιο, αφού
έρχεσαι πάντα φορώντας παλτό
έρχομαι πάντα φορώντας παλτό
τόση η επικίνδυνη ταύτιση, τόση η ασφαλής εξορία, τόση η σύναψη, πάντα σε συνδυασμό ορισμένο, σπίτι μου-σπίτι σου, ή πάτμος-θησείο ή [...] ή ενύπνιος ήλθες όνειρος ή ενύπνιον εστιάσθαι α ρ κ ε ί (έχω, βλέπεις, ανάγκη από ύπνο βαθύ - αυτό ομολογουμένως δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο μας το είπε) ή
γιατί
με κοιτάζεις στα μάτια επίμονα σαν στον ύπνο μου έρχεσαι με το μαύρο παλτό σου; κι εγώ το ίδιο ακριβώς κάνω, το ξέρεις, ένας ονειροκρίτης να μην υπάρχει πια σ’ αυτό το σπίτι, σταθείτε, φωνάζει πνιχτά ο ραβδοσκόπος, δείχνοντας τα πόδια του κρεβατιού στο ταβάνι και μια σιδερένια κρεμάστρα στο πλάι κενή, το ραβδί του, βυσσινί από πολύτιμο ξύλο, αχνίζει, στο βάθος ακούγονται κόρνες- κι αν το όνειρο έχει διάρκεια; τον ρωτάμε με την ίδια αγωνία ταυτόχρονα.
έρχεσαι πάντα φορώντας παλτό
έρχομαι πάντα φορώντας παλτό
τόση η επικίνδυνη ταύτιση, τόση η ασφαλής εξορία, τόση η σύναψη, πάντα σε συνδυασμό ορισμένο, σπίτι μου-σπίτι σου, ή πάτμος-θησείο ή [...] ή ενύπνιος ήλθες όνειρος ή ενύπνιον εστιάσθαι α ρ κ ε ί (έχω, βλέπεις, ανάγκη από ύπνο βαθύ - αυτό ομολογουμένως δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο μας το είπε) ή
γιατί
με κοιτάζεις στα μάτια επίμονα σαν στον ύπνο μου έρχεσαι με το μαύρο παλτό σου; κι εγώ το ίδιο ακριβώς κάνω, το ξέρεις, ένας ονειροκρίτης να μην υπάρχει πια σ’ αυτό το σπίτι, σταθείτε, φωνάζει πνιχτά ο ραβδοσκόπος, δείχνοντας τα πόδια του κρεβατιού στο ταβάνι και μια σιδερένια κρεμάστρα στο πλάι κενή, το ραβδί του, βυσσινί από πολύτιμο ξύλο, αχνίζει, στο βάθος ακούγονται κόρνες- κι αν το όνειρο έχει διάρκεια; τον ρωτάμε με την ίδια αγωνία ταυτόχρονα.
"Λολίτα" |
Γεννήθηκα Λο λί τα
Με σύμφωνα υγρά και σκέλια κάθυγρα - και πως σημαντρίζουν τα φωνήεντα
ΛΟ oh my lord τι μωρό το εδώ και ωστόσο ΛΙ τι φιλί το εκεί το πολύ και το λίγο
ΤΑ στο διά ταύτα ανέκαθεν
*
Ανέκαθεν έλεγα της μάνας μου, διψώ, έστυβε το πορτοκάλι και μου τό 'δινε μα εγώ τα νύχια έμπηγα κρυφά στο περγαμόντο, μέχρι τις φτέρνες το ξύσμα να κατέβει, έτσι να με μυρίζεις θέλω, έτσι να σε πλανέψω, έτσι να παίξουμε "όποιος φοβάται χάνει" κι εσύ, δυο μέτρα πορτραίτο φαγιούμ με γκριζάκι κουστούμι και κρόταφους, να χάνεις τη μιλιά σου, μια λευκή κιμωλία σφιχτά να κρατείς, μια κιμωλία να λιώνεις, τίναζες τη σκόνη από πάνω σου, έπαιρνες άλλη απ’ το κουτί, από τα ωραία δάχτυλα την άφηνες να πέσει, κι όλο προς το μέρος μου την κλώτσαγε το μαύρο σου λουστρίνι, εκεί στο πρώτο θρανίο το μεσαίο, εκεί καθόμουνα, εκεί να μου γλυτώσεις δεν μπορείς, στα τέσσερα με κόντευες, τάχατες να τη βρεις, δάσκαλε, έχει καινούργια στο κουτί, δάσκαλε σήκω, γόνατα θα κάνουν τα μπατζάκια σου, μα εσύ εκεί, θεριό στα τέσσερα, αν είχες ουρά, με λύκο θα 'μοιαζες θλιμμένο, μύριζες τη λαχτάρα μου, μύριζες τα σοσόνια μου, στο στόμα σού 'βαζα το στρογγυλό μου γόνα, έτσι, μαζί να παίξουμε τα μήλα, κι ύστερα άνοιγες την πόρτα κι έφευγες, όποιος φοβάται χάνει, δάσκαλε, πού πας, δεν χτύπησε ακόμα το κουδούνι, μάνα, χέλια αναδεύουν μέσα μου, της έλεγα σαν γύρναγα στο σπίτι, πανάρχαια φίδια, κι αυτή με μπούκωνε βασιλικό πολτό, τάχα να μου περάσει, κόλλαγε στην άκρη της αμυγδαλής, μισάνοιγα τα χείλη μου να λυώσει, τα έγλυφα μη και στο πηγούνι τρέξει σταγόνα και χαθεί, μη και σε φάνε τα μυρμήγκια, μου 'λεγες, πάρτο χαμπάρι, μάνα, με γέννησες λολίτα.
"Τσίχλες κανέλλας"
[ ]
-Ένοιωθα μέσα μου σαν να μην ένοιωθα τίποτε μέσα μου, λέω.
- Τα έντερα σου ακούω να σκούζουν, λέει.
- Ένα κοράκι πετάει στο δέντρο, λέω.
- Στο νου μου είχα μια χωριάτικη κότα, λέει.
- Nevermore, παραπέμπω.
- Νηστικό αρκούδι δεν ..., παραπέμπει.
- Nevermore, nevermore, επιμένω.
- Σακί που κάποτε είχε τσιμέντο, επιμένει.
- Που απόγινε τι; αναρωτιέμαι.
- Το σακί ή το τσιμέντο; αναρωτιέται.
- Και τα δυο χωρίς πρέκια, απαντώ.
- Δεν έχω χρόνο για μεταφορές, απαντά.
- Κάλτσα στο πάτωμα, επανέρχομαι.
- Άδεια γαστέρα, επανέρχεται.
- Ούτε ένα τόσο δα ουρλιαχτό, λέω.
- Το τασάκι θέλει τις γόπες του, λέει.
- Και τις στάχτες του, λέω.
- Το κενό να γεμίσει, λέει.
- Το τίποτε δεν είναι κενό. Το τίποτε είναι τίποτε, λέω.
"Λάζαρε δεύρο έξω" |
Απομεσήμερο σαββάτου του γερολάζαρου της βηθανίας. Ελαφρύ φως. Στενή σκόνη. Συγκεχυμένο πλήθος σε αναμονή. Ακούγονται τα πόδια του, αδρά, αργά, ποτέ λιγότερο αργά, ενίστανται. Ακούγεται το νυφικό του, ωχρό με κόκκινα κουμπιά (ένα για κάθε δεύρο) και φίνα γάζα. Ακούγεται η φωνή του:
Πως είναι δυνατόν το ίδιο θαύμα
κάθε φορά, κάθε φορά, κάθε φορά
να μου ζητάτε να ανεβάσω;
Κύλησε πέτρα
*
Στο βάθος τζιτζίκια σε πρώιμη μεταφορά.
Πως είναι δυνατόν το ίδιο θαύμα
κάθε φορά, κάθε φορά, κάθε φορά
να μου ζητάτε να ανεβάσω;
Κύλησε πέτρα
*
Στο βάθος τζιτζίκια σε πρώιμη μεταφορά.
μη με προδώσεις ελλιπώς,
"Ονήσιλος"
α υ τ ός
ο Ονήσιλος
όταν κανείς δεν τον θυμάται ολοσχερώς
τακτοποιεί τις τριήρεις στις τσέπες του
και επιδίδεται σε βόλτες ακίνητος
ενίοτε σταματά για ένα ρακόμελο
*
είναι ο τρόπος του να επιστρέφει, θα σχολιάσει ο ανταποκριτής
"Ιούνης"
εν τω μεταξύπυκνώνει κατά τόπους ο ιούνης
(λίγος, ολοένα λιγότερος, συμβαίνει)
ας συνοψίσουμε.-
"Σε ράφι βιτρίνας με θέα"
ουδόλως ντρεπόταν για τα καράτια στα φτερά του, ίσως γι’ αυτό να πέθανε
άγγελος μόνο
μόνο άγγελος
σε ράφι βιτρίνας με θέα
*
έξω άνθρωποι τρώνε αμίλητοι
Photo: Maria Kant "Δέντρα", Μ. Χαλκιαδάκης
Με κυνηγούνε ξυλοπάπουτσα και δέντρα -σκύβω να λύσω τα κορδόνια τους,
ούτε ένα φύλλο μην πατήσεις, εντέλλονται, ούτε μία σαυρούλα, παρεμβαίνει
ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Κατά τα άλλα, στο δωμάτιο τα ίδια.
"Αρόδου"
Τη θάλασσα, λέει.Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;
καθώς
στα πόδια μας ανηφορίζει ένας καημός και ένα καράβι της γραμμής
ανεπιφύλακτο, πλέει για λίγο και τινάζεται, μουσκίδι ο άνεμος και οι φτενές
τζαμαρίες και τα λευκά ποπ κορν του μικροπωλητή - ματαιότης ματαιοτήτων,
εξανίσταται.
Τη θάλασσα, λέω.
Γιατί δεν μου χαϊδεύεις τη θάλασσα;
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΚΕΙΜΕΝΑ : Maria Kant (Μαρία Καντωνίδου)
Γεννήθηκε στην Κύπρο, αλλά ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Σπούδασε (α) Αγγλική Φιλολογία και Γλώσσα και (β) Ελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Παιδαγωγική Επιστήμη με άριστα. Διδάσκει στην ΑΣΠΑΙΤΕ στη βαθμίδα της Επικ. Καθηγήτριας. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Αγαπά ιδιαίτερα τη φωτογραφία, αλλά και ό,τι εντάσσεται σ΄αυτόν τον ουρανό (ή μήπως θάλασσα) που ονομάζεται λογοτεχνία.
Σπούδασε (α) Αγγλική Φιλολογία και Γλώσσα και (β) Ελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Παιδαγωγική Επιστήμη με άριστα. Διδάσκει στην ΑΣΠΑΙΤΕ στη βαθμίδα της Επικ. Καθηγήτριας. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά και πρακτικά συνεδρίων. Αγαπά ιδιαίτερα τη φωτογραφία, αλλά και ό,τι εντάσσεται σ΄αυτόν τον ουρανό (ή μήπως θάλασσα) που ονομάζεται λογοτεχνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου