Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Σοφία Δ. Νινιού "Κατεβαίνοντας την Πειραιώς"


  Και λοιπόν; Έχω ανάγκη να σου πω δυο πράματα. Ξέρω ότι δε θα σε ξαναδώ. Και πως αντίο δεν είπαμε. Υπάρχουν και τέτοιοι αποχωρισμοί. Κι όσο το σκέφτομαι, δεν έχω και πολλά να πω. Μόνο νέα. Τα παλιά μείναν πίσω. Η ζωή προχωράει. Δεδομένο αυτό. Κι εσύ είσαι έξω από τη ζωή μου πια. Και τι σου χρειάζονται τα νέα; Να τα κάνεις τι; Εσύ τώρα είσαι αλλού. Ποιος ξέρει πού; Δεν υπάρχουν για όλα απαντήσεις. Μου πήρε χρόνια να το εμπεδώσω. Ίσως γιατί πάντα εύρισκα πρόθυμους να μ’ απαντάνε. Τη μάνα, μερικούς δασκάλους, μα ποτέ εσένα. Το ψάχνω στο μυαλό μου αλλά ειλικρινά δε θυμάμαι να σε ρώτησα ποτέ «γιατί». Ρώταγα μόνο ό,τι απαντιόταν με ναι ή όχι. Απάνταγες και στο «πότε». «Ποτέ» δεν έλεγες. Το κορόιδευες το ποτέ. Παρακάλαγα να με πας εδώ ή εκεί και για να εκβιάσω το ναι πρότασσα το πότε. Κι εσύ έλεγες σοβαρότατα με ύφος γελαστό: «Προυτσούλια προυτσούλια …».

  Ακόμα δεν ξέρω γιατί δε σε ρώτησα από την αρχή τι σημαίνει αυτό. Δεν είχα θέμα να δηλώσω άγνοια. Το όχι δεν ήθελα να αποδεχτώ και να παραδεχτώ, οπότε ήταν προτιμότερο να το κρύψω πίσω από το απροσδιόριστο «προυτσούλια-προυτσούλια …», που δεν αποδείκνυε ήττα. Μπορεί σ’ αυτή την ιδιωματική εκφορά του χρονικού προσδιορισμού «πολλά πρωί» με την έννοια «ούτε στ’ όνειρό σου δε θα δεις αυτό που μου ζητάς» να οφείλεται η πεισματική μου άρνηση να ξεκινάω με την αυγούλα την εκπλήρωση υποχρεώσεων αλλά και στόχων. Τελικά δεν είχες καθόλου δίκιο να με κοιτάς απαξιωτικά κάθε φορά που κίναγα για τις όποιες διεκπεραιώσεις μεσημεριάτικα. Αλλά κι αυτή η διαφωνία σου χώραγε σε μια ματιά. Και τελείωνε μ’ αυτήν.

  Πώς την λένε αυτή την έλλειψη αναλυτικής διάθεσης και κριτικής ανάλυσης απέναντι και στα μικρά και στα μεγάλα; Αρχικά το θεώρησα ίδιον του χαρακτήρα σου. Ιδιοτροπία. Σ’ έπαιρνα έτσι όπως ήσουν. Και σιγά σιγά άρχισα να βολεύομαι. Έλεγα, εντάξει μωρέ, δε θα πεις τίποτα και θα την γλυτώσω. Κι άρχισα να ρισκάρω με άλλον αέρα για τις επιλογές μου κάθε φορά. Και να σε παρακάμπτω όλο και με περισσότερη άνεση. Μέχρι που φτάσαμε να συνωμοτούμε σιωπηλά. Ήξερα πως ό, τι κι αν έκανα δε θα μιλούσες˙ δε θα έφερνες αντίρρηση με κανέναν τρόπο. Όμως όλα τα έβλεπες. Με παρατηρούσες. Και πού και πού έριχνες κάτι ματιές, που υπονοούσαν σύνολα αθροιστικά των υπερβάσεων και των παραβάσεών μου.

  Στην ουσία μου δίδαξες τη γλώσσα της σιωπής, τη δικιά σου γλώσσα. Και το κατάλαβα τώρα που έφυγες. Πραγματικά δεν έμεινε κάτι που δεν πρόλαβα να σου πω. Τρόπος του λέγειν αυτή η κουβέντα «έχω ανάγκη να σου πω». Πιο πολύ έχω ανάγκη να σε θυμάμαι. Να
σκέφτομαι όσα ζήσαμε. Γι’ αυτό και το καθιέρωσα να επισκέπτομαι τους χώρους, που γράψανε ιστορία. Κατεβαίνοντας με τ’ αυτοκίνητο την Πειραιώς, προς θάλασσα δηλαδή, πάντα ξαναζώ τη σκηνή με τη ζητιάνα που βάδιζε τροχάδην να φτάσει έγκαιρα στο πόστο της, πολύ παρακάτω. Εκεί που ο δρόμος συναντάει τη Σ.Κ.Υ.Π. 1 Εγώ είχα σπάσει την κυρίαρχη συνήθη σιωπή του δρομολογίου να προλάβω να σου
φωνάξω: « Μπαμπά, κοίτα κοίτα! Την βλέπεις αυτήν που τρέχει έτσι; Παρακάτω κάνει την παραπληγική. Δε θα το πιστέψεις!»

  Κι όταν μιαν άλλη φορά την συναντήσαμε στο πόστο της και γύρισες και της έκανες διακριτικά την παρατήρηση για την άνομη επιχειρηματική της δράση, έπρεπε ν’ ανεχτώ να θίγεσαι από τη φραστική χυδαία επίθεση του θρασύτατου θηλυκού επαγγελματία επαίτη. Κι έτσι μ’ έμαθες πως κάθε φορά, που θα χτυπάω την υποκρισία, θα μαζεύω τα κομμάτια μου. Αλλά θα την χτυπάω.

  Γι’ αυτό κι αποφάσισα, μέρα που είναι, να μην έρθω στο μνήμα, αλλά με μια αυτοκινητάδα να ζωντανέψω στιγμές μνημειώδεις. Έβαλα χαμηλά το φτηνό μου ραδιάκι, έτσι όπως σ’ άρεσε, και πήρα δρόμο. Σε καμμιά ώρα πια αργοκατέβαινα την Πειραιώς. Στα μουγκά. Γιατί
απέναντι στα μεγάλα σιωπούμε.

  Αριστερά σταματημένα αυτοκίνητα. Και δεξιά το ίδιο. Κι η άσφαλτος να μικραίνει στο βάθος. Εκεί πρέπει να φτάσω. Αντέχοντας σφάλματα. Μεριάζοντας τα περισσεύματα, που μπλέκονται στους εξοντωμένους τροχούς μου.

  Με περίμενε η νύχτα φωτεινή, χωμένη σ’ εξατμίσεις και λεκιασμένους δρόμους. Ακόμα την ταξιδεύω. Πάνε τρία καλοκαίρια κι άλλοι τόσοι χειμώνες, που την αγγίζω σε πορεία αυτοκίνητη. Κι ακόμα δεν κατάλαβα πώς γίνεται να έχεις φύγει για πάντα και να είσαι κάθε
λεπτό παρών.

Τι ζει και τι πεθαίνει;


1. Σχολή Κλωστοϋφαντουργίας Πειραιά


Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων της Σοφίας Δ. Νινιού «Απουσίες και Πορτραίτα»








1 σχόλιο: