Const. Bruce "Humour in Tragedy" (1918)
|
Η πολύνεκρη εκστρατεία της Καλλίπολης, που διεξήχθη το 1915 από Βρετανούς και Γάλλους με ορμητήριο τη Λήμνο, ενέπνευσε αρκετούς ποιητές και πεζογράφους, κυρίως Αγγλοσάξονες, με αποτέλεσμα η λημνιακή επίδραση στη λογοτεχνία να αποκτήσει διεθνή διάσταση. Έχω αναφερθεί παλιότερα στο λυρικό ποίημα της ειρηνίστριας
Vera Mary Britain (1893-1970) "Sisters buried at Lemnos", το οποίο
μετέφρασα (Θ. Μπελίτσος, «Λημνιακά 2012», σελ. 48-49), με το οποίο υμνεί το τοπίο του νησιού καθώς θρηνεί τις δύο αδελφές νοσοκόμες που είναι θαμμένες στο συμμαχικό νεκροταφείο του Πορτιανού Λήμνου.
Αλλά δεν ήταν η μοναδική. Μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η λογοτεχνική απόδοση των βιωμάτων από τη «λημνιακή περιπέτεια» της Καναδής νοσοκόμας Constance Elspeth Bruce (1887-1975), η οποία υπηρέτησε στο νησί, στο 1st Canadian Stationary Hospital, από 16 Αυγούστου 1915 ως 31 Γενάρη 1916. Η Bruce, θυγατέρα πρεσβυτεριανού ιερέα, του αιδεσιμότατου (Rev.) Dr. George Bruce, πριν από τον πόλεμο εργαζόταν στην Canadian Bank of Commerce Toronto. Κατείχε καλά την τέχνη της γραφής και του σχεδίου· η συνάδελφός της Helen Fowlds, στο ημερολόγιό της, την χαρακτηρίζει “artist on honor”. Το 1918 η Bruce εξέδωσε το βιβλίο “Humour in Tragedy: Hospital Life behind 3 Fronts by a Canadian Nursing Sister”, ένα γοητευτικό αφήγημα των περιπετειών του 1ου Καναδικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου στη Γαλλία, τη Λήμνο, την Αίγυπτο και τη Θεσσαλονίκη, με 64 δικά της σκίτσα και λίγα ποιήματα, ένα από τα οποία είναι αφιερωμένο στη Λήμνο.
|
Η αρχή του "Chapter IV. LEMNOS" (σ. 21)
|
Στη Λήμνο αναφέρεται στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, που είναι το πιο εκτεταμένο, καθώς καλύπτει τις 25 από τις 70 σελίδες του έργου (Chapter IV: “LEMNOS” σελ. 21-45). Περιγράφει με καρτερία και βρετανικό χιούμορ τις εφιαλτικές συνθήκες που αντιμετώπισαν οι νοσοκόμες κατά την άφιξη και τη διαμονή τους εκεί και την οδύνη που βίωσαν κατά την περίθαλψη των χιλιάδων τραυματιών. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν όντως άθλιες. Ο συνταγματάρχης Gerald W. L. Nicholson (1902-1980), στο έργο του “Canadian Expeditionary Force, 1914-1919” που αποτελεί την επίσημη ιστορία της καναδικής συμμετοχής στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, τις περιγράφει ως εξής (σ. 497, η μετάφραση δική μου):
«Στο Μούδρο της Λήμνου βίωσαν τις πιο σκληρές κακουχίες. Ο χώρος που προοριζόταν για τα δύο καναδικά νοσοκομεία ήταν προηγουμένως στρατόπεδο Αιγυπτίων εργατών. Είχε πρωτόγονες υγειονομικές εγκαταστάσεις, περιστασιακή κι αβέβαιη παροχή νερού και ήταν γεμάτος με σκόνη και μύγες. Τα τρόφιμα ήταν λιγοστά, ακατάλληλα για το προσωπικό και απαράδεκτα για ασθενείς. Ως το Σεπτέμβρη το 95% του προσωπικού του νοσοκομείου ασθένησε με οξεία γαστρεντερίτιδα, ενώ οι θάλαμοι γέμισαν με περιστατικά αμοιβαδικών ασθενειών [σ.σ. λεϊσμανίασης] από την Καλλίπολη. Το φθινόπωρο οι έντονες βροχές προκάλεσαν πλημμύρες. Υπήρξε μεγάλη αναστάτωση και ταλαιπωρία στις σκηνές, ως τον Οκτώβριο που αντικαταστήθηκαν από καλύβες. Το Νοέμβρη εμφανίστηκαν κρούσματα σκορβούτου από την έλλειψη φρέσκων λαχανικών και στο τέλος του ίδιου μήνα κρυοπαγήματα λόγω ψύχους: 400 κρούσματα σε μία εβδομάδα. Η μετεγκατάσταση του νοσοκομείου στη Θεσσαλονίκη [το Μάρτη του 1916] δεν βοήθησε πολύ, διότι εκεί η ελονοσία έπληξε το 65% της μονάδας».
Να επισημάνω πως όλες οι αναφορές στο Μούδρο που υπάρχουν στα κείμενα της εποχής, δεν αφορούν το ομώνυμο χωριό του νησιού, αλλά τον κόλπο του Μούδρου και τις ακτές γύρω από αυτόν, όπου είχαν στρατωνιστεί οι συμμαχικές δυνάμεις. Συχνά γράφουν “East Mudros” ή “West Mudros” για να διευκρινίσουν σε ποια πλευρά του κόλπου αναφέρονται.
|
Constance Elspeth Bruce
|
Η Bruce περιγράφει τις άσχημες αυτές εμπειρίες με αυτοσαρκασμό αλλά μνημονεύει τη Λήμνο με αγάπη. Θυμάται τα γέλια των φαντάρων (the Tommies laughed in glee), όταν είδαν τις νοσοκόμες να αποβιβάζονται με τα άσπρα παπούτσια τους και τα χρωματιστά ομπρελίνα τους στην έρημη, άγρια και σκονισμένη ακτή (when we landed in our splendor on your gusty, dusty shore, with our brilliant parasols and shoes of white).
Σατιρίζει την ομίχλη από τις «παιχνιδιάρες» μύγες (a mist of playful flies) που τις υποδέχτηκαν, τα σύννεφα σκόνης που ανέπνεαν και κατάπιναν με το φαγητό τους (the clouds of dust entered every lung, mingled with oily bacon, which was all we had to eat), το ξινό ψωμί, το νερωμένο γάλα, το χλωριωμένο τσάι, τις μύγες στην μαρμελάδα, το κάτι σαν βούτυρο και το άφθονο σιχαμένο μπέικον, τα οποία αποτελούσαν τη διατροφή τους (bacon in the morning, bacon all the day, bacon to spare, there was bacon perfume even in our hair).
|
1ο Καναδικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, Λήμνος 1915
|
Από τις άσχημες συνθήκες υγιεινής και διατροφής υπέφεραν. Τα κρούσματα δυσεντερίας και δηλητηριάσεων από χαλασμένα τρόφιμα ήταν συχνά. Πολλές κρεβατώθηκαν, κάποιες στάλθηκαν για ανάρρωση σε νοσοκομεία εκτός Λήμνου και δύο νοσοκόμες απεβίωσαν όπως ανέφερα. Περιγράφει με συγκίνηση τον θάνατο και την ταφή τους που έγινε σε έναν ξένο και μακρινό τόπο, χωρίς λουλούδια, χωρίς καν λίγο πράσινο πάνω στο κατάξερο χώμα κι αναρωτιέται αν κανείς θα νοιάζεται γι’ αυτές αργότερα [σ.σ. όλα τα αποσπάσματα είναι σε δική μου μετάφραση]:
«Την απίθωσαν στον πετρώδη χώρο που είχε καθοριστεί για την ταφή των Βρετανών φαντάρων, στην σκιά μιας ελληνικής εκκλησίας [σ.σ. πρόκειται για το ναό του Πορτιανού]. Χωρίς λουλούδια ούτε καν μια ιδέα πράσινου, μόνο πέτρες οριοθετούσαν τους τάφους. Ήταν μια απομονωμένη τοποθεσία… ένιωθα πως καθώς θα περνούσαν τα χρόνια δεν θα πλησίαζε κανείς εκεί, εκτός από κάποιους χωρικούς με τα γαϊδουράκια τους» (σ. 28).
Η αλήθεια είναι πως οι νεκροί δεν αφέθηκαν στην τύχη τους. Τα δυο συμμαχικά νεκροταφεία που υπάρχουν στο νησί, του Πορτιανού που αναφέρει η Miss Bruce και του Μούδρου, αργότερα καλλωπίστηκαν κι αποτελούν μνημεία του παράλογου πολέμου.
Αναφέρεται στην καρτερία, με την οποία αντιμετώπισαν τις δύσκολες συνθήκες: άρρωστες, πεινασμένες, σκονισμένες, βρώμικες, με αχτένιστο σκονισμένο μαλλί, λυπημένες αλλά πάντα αλληλέγγυες κι ευγενικές (we stuck it out together, we tried to be polite, be thankful for the things we never had). Παράλληλα όφειλαν να φροντίσουν και να στηρίξουν ψυχολογικά τους τραυματίες, πολλοί από τους οποίους είχαν βαριές πληγές, ακρωτηριασμένα χέρια ή πόδια, είχαν χάσει τα μάτια τους κλπ. Περιγράφει με συγκινητικό πάθος τη ζοφερή πραγματικότητα και ανακαλεί με χιούμορ διάφορα στιγμιότυπα, όπως τα μικρά ή μεγάλα ατυχήματα στην κουζίνα, στην τραπεζαρία ή στη νοσηλεία που δυσκόλευαν την καθημερινότητά τους.
|
Οι αγέρηδες της Λήμνου [σ. 41]
|
Δεν παραλείπει τις όμορφες στιγμές, τις εξορμήσεις στη λημνιακή ενδοχώρα, που συχνά ήταν περιπετειώδεις και τις επαφές με τους ντόπιους, αν και η πρώτη εντύπωση που είχε ήταν απογοητευτική, καθώς το στρατόπεδο βρισκόταν σε ένα χέρσο και πετρώδες τοπίο:
«Όσο έφτανε το μάτι υπήρχαν πέτρες και καλαμιές [σ.σ. εννοεί τα θερισμένα χωράφια, καθώς ήταν Αύγουστος], ο τόπος έμοιαζε κυριολεκτικά με την εσχατιά του κόσμου» (σ. 21).
Όμως, το βράδυ μαγεύεται από το αυγουστιάτικο φεγγάρι, τον έναστρο ουρανό και την απέραντη σιγαλιά, την οποία διέκοπταν μόνο τα κουδούνια των προβάτων:
«Καθώς σουρούπωνε, ανέτειλε το φεγγάρι· ήταν τόσο εκθαμβωτικό και δυνατό… Βγήκαμε από τις σκηνές και αγναντεύαμε σιωπηλές· το τοπίο ήταν μαγικό, τα αστέρια φαίνονταν τόσο χαμηλά, σα να είχαν πλησιάσει στη γη. Ένα κοπάδι πρόβατα πλησίασε αργά-αργά το στρατόπεδο· τα κουδούνια τους αντιλάλησαν στην απόκοσμη ησυχία. Καθώς περνούσαν κοιτούσαν με έκπληξη τα παράξενα πλάσματα που είχαν έρθει να βεβηλώσουν τα βοσκοτόπια τους» (σ. 23).
Σταδιακά οι εντυπώσεις της άλλαξαν. Καθώς το στρατόπεδο βρισκόταν σε μια ομαλή πλαγιά στη δυτική ακτή του κόλπου του Μούδρου, την ημέρα γοητεύεται από τον καθαρό ανοιχτό ορίζοντα, από το ήπιο λημνιό τοπίο, την ομαλή εναλλαγή της θάλασσας με τη στεριά και τα γραφικά χωριά που διακρίνονταν εδώ κι εκεί:
«Το πρωί, μέσα από το άνοιγμα της σκηνής, φαινόταν το έδαφος που κατηφόριζε προς τη γαλήνια, σα σεντόνι, θάλασσα· πιο πέρα η τραχιά γη υψωνόταν κυματιστή ως τους μακρινούς λόφους, που υψώνονταν λιτοί και προκλητικοί συνάμα. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καθαρή και μπορούσες να δεις μίλια μακριά. Εδώ κι εκεί, ανάμεσα στις καφετιές χωμάτινες εκτάσεις, ξεχώριζαν διάσπαρτα ελληνικά χωριά. Τα μικρά λευκά σπιτάκια τους στριμωγμένα μέσα σε συστάδες πράσινου, δημιουργούσαν μια εντυπωσιακή πανοραμική σκηνή, σαν σε αυλαία θεάτρου» (σ. 23).
Οι στιγμές χαλάρωσης κι αναψυχής που απολάμβαναν στο απογευματινό τσάι, συχνά με τη συνοδεία μουσικής από το γραμμόφωνο ή σπανιότερα από τη φιλαρμονική ενός πλοίου, πρόσφεραν μια καθημερινή ανάσα από τις δυσκολίες της ημέρας:
«Όλοι δείχνουν χαρωποί· βρίσκονται τόσο μακριά από την πατρίδα, γι’ αυτό εκτιμούν ιδιαίτερα την ώρα για το τσάι. Κι ενώ ο ήλιος βυθίζεται πίσω από τα βουνά, μια δοξαστική πλημμυρίδα φωτός γεμίζει το στερέωμα, σημαίνοντας το τέλος της φθινοπωρινής ημέρας… και το γραμμόφωνο τραγουδά μέσα από την τέντα» (σ. 36).
Όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες, έπαιρναν το τσάι τους στην ακτή ή πάνω σε κάποιο πλοίο καλεσμένες από αξιωματικούς που διοργάνωναν παράλληλα κι ένα μικρό πικνίκ. Συχνά μελαγχολεί, διότι τα απογευματινά αυτά σουαρέ για κάποιους είναι τα τελευταία πριν φύγουν για το μέτωπο. Καθώς απομακρύνονται, αναρωτιέται αν θα επιστρέψουν:
«Η λεπτή φιγούρα κατευθύνεται προς τη Δύση· αιωρείται προς το ηλιοβασίλεμα. Χάνεται σε μια κατηφοριά κι εμφανίζεται πάλι πιο μακριά να βαδίζει σταθερά προς τις σκιές των λόφων, προς το στρατόπεδο που ετοιμάζεται να φύγει για το μέτωπο, ενωρίς το πρωί, στην Καλλίπολη. Θα επιστρέψει στην Αγγλία, μια μέρα, εάν σταθεί τυχερός» (σ. 38).
Παρομοίως, αντικρίζοντας το πλήθος των φαντάρων που παρακολουθούσε μια συναυλία, αναρωτιόταν πόσοι από αυτούς θα χάνονταν στην απόβαση τις επόμενες ημέρες:
«Το Νοέμβρη έγινε μια υπέροχη συναυλία από την μπάντα του στρατοπέδου της Νέας Ζηλανδίας. Έπαιξε σε μια κοιλότητα του εδάφους που σχημάτιζε ένα φυσικό αμφιθέατρο, γύρω από μια γιορτινή πυρά. Μαζεύτηκε πλήθος στρατιωτών από τα γύρω [στρατόπεδα]· στο αμυδρό φως του φεγγαριού, η γιορτή φάνταζε σαν τα επινίκια μετά από συμπλοκή στο πεδίο της μάχης. Καθένας μπορούσε να αναρωτηθεί πόσα από αυτά τα πολύτιμα κορμιά, τις επόμενες εβδομάδες, θα βρίσκονταν σκορπισμένα πάνω στα απόκρημνα βράχια της Χερσονήσου» (σ. 39).
Το ίδιο ένιωθαν και οι φαντάροι, όπως εξομολογήθηκε κάποιος μετά από τη συναυλία:
«Ένιωσα απόψε», είπε ένας από αυτούς μετά, «όπως συμβαίνει συχνά στην Καλλίπολη, όταν βλέπεις τα νερά του Αιγαίου να μοιάζουν με υγρό ασήμι στο φως του φεγγαριού. Δεν υπάρχει σημάδι πολέμου κι όμως νιώθεις τους χιλιάδες γύρω σου. Μικρές σπίθες φωτιάς στην πλαγιά, από άντρες που φτιάχνουν ένα φλιτζάνι τσάι ή βράζουν ένα αυγό. Τίποτα δεν είναι ορατό στο λόφο αλλά ξέρεις πως τα εχθρικά όπλα είναι εκεί… Όμως απόψε υπήρχε μια διαφορά· εδώ ήμουν σίγουρος πως θα είμαι ζωντανός μετά από μια ώρα» (σ. 41).
Οι στενάχωρες αυτές μνήμες την αναστατώνουν. Προσπαθώντας να τις απωθήσει, δεν τις περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο αλλά σε τρίτο, ως ουδέτερος παρατηρητής, με εκφράσεις, όπως:
“One knew that many were embarking for their last sail across the Aegean Sea… One would imagine… One could see… One appreciates… One felt… One could not help wondering…”
Σε μια κοντινή αμμουδιά έκαναν περιπάτους πάνω σε ντόπια υποζύγια, τα οποία συχνά δεν υπάκουαν, γίνονταν αιτία μικροατυχημάτων αλλά και αφορμή για γέλια [βλ. τα σκίτσα, σελ. 28, 29]:
«Η πρώτη [αδελφή] μόλις είχε ξεκινήσει όταν το άλογό της στυλώθηκε απότομα, πετώντας την πάνω στο κεφάλι του… στρατιώτες άρχισαν να τρέχουν από παντού δίνοντας οδηγίες… εκείνη προσπαθούσε μάταια να σφίξει το λαιμό του αλόγου αλλά τελικά σωριάστηκε στο έδαφος. Το δεύτερο άλογο βάδισε με αρχοντιά και ωραίο γυναικείο ύφος και η αδελφή που το ίππευε χαμογελούσε με ικανοποίηση. Αλλά το τρίτο, ένα άλογο εργασίας, έκανε αδιάφορα ένα-δύο κύκλους και σταμάτησε παρά τις άγριες κλωτσιές και τις προτροπές της εξοργισμένης αδελφής. «Συνέχισε, αγαπητέ», το εκλιπαρούσε με λυγμούς αλλά εκείνο σταμάτησε και κοίταζε με έμφαση πάνω και κάτω το δρόμο, με έντονο ενδιαφέρον» (σ. 29).
Στις απογευματινές βόλτες με τα γαϊδουράκια πήγαιναν ως ένα κοντινό χωριό που δεν κατονομάζεται αλλά μάλλον πρόκειται για το Σαρπί (νυν Καλλιθέα) ή ίσως το Πορτιανού. Πολλές φορές εκεί έβρισκαν τον μπελά τους από μικρούς γαβριάδες που ζητιάνευαν και τις πετροβολούσαν αν δεν τους έδιναν ένα κέρμα:
«Τα παιδιά που μαζεύονταν στα στενά δρομάκια του χωριού, εκλιπαρούσαν “One penny”. Όταν τους δίναμε, λέγανε “Kalispera” και μας χάριζαν ένα συμπαθητικό χαμόγελο. Αν όχι, συνήθως εκτόξευαν μια-δύο πέτρες εναντίον μας καθώς τα προσπερνούσαμε» (σ. 39).
Καταγράφει και μια μακάβρια ενέργεια από τον υπασπιστή ενός αξιωματικού, ο οποίος σκόπευε να στείλει ένα κρανίο ως γλάστρα-σουβενίρ στη μνηστή του (σ. 40):
“The Sisters stopped at a charnel-house, where they met an embarrassed Orderly, who confided that he was procuring a skull to send home to the Missus for a souvenir fern-pot”.
Παράπονα διατυπώνει και για την καντίνα που είχε στήσει εκεί κοντά ένας ντόπιος απατεωνίσκος, ο οποίος χρέωνε πανάκριβα ό,τι πουλούσε αλλά και τα έδινε λειψά, π.χ. στη ντουζίνα έβαζε έντεκα αβγά αντί για δώδεκα. Αναφέρει μάλιστα πως κάποια μέρα βρέθηκε δολοφονημένος από έναν ανταγωνιστή του! (σ. 41).
Υπήρχε κερδοσκοπία αλλά δεν ήταν όλοι πρόθυμοι να ξεπουλήσουν ό,τι γυάλιζε στους ξένους. Σε επιστολή προς τους γονείς της, γραμμένη στις 11.12.1915, μια άλλη νοσοκόμα, η Helen Fowlds, περιγράφει την αποτυχημένη προσπάθειά της να αγοράσει και να τους στείλει ένα τοπικό δώρο για τα Χριστούγεννα: «Μια ηλικιωμένη γυναίκα έφτιαχνε κλωστή με το χέρι της κι ένα μικρό αδράχτι· προσπάθησα να το αγοράσω για εσάς αλλά αρνήθηκε τα δυο σελίνια που της πρόσφερα». Προφανώς, το αδράχτι ήταν απαραίτητο εργαλείο γι’ αυτή την απλή γυναίκα και τα σελίνια δεν την συγκίνησαν καθόλου.
Στα τέλη Οκτωβρίου με μια παρέα πήγε εκδρομή ως το Κάστρο, την πρωτεύουσα του νησιού, με ένα κάρο, πάνω στο οποίο δεινοπάθησαν καθώς αναπηδούσε στον πετρόδρομο. Οι μαγαζάτορες τις καλοδέχτηκαν κι έκαναν τα πάντα για να μη φύγουν χωρίς να ψωνίσουν κάτι: “when the Sisters entered a shop the place was turned upside down, and everything exhibited, from the door-mat to the chandelier, lest they should escape without buying”. Ψώνισαν απίθανα πράγματα, από κουνουπιέρες μέχρι αρμαθιές κρεμμυδιών και σκόρδων, με τα οποία μεταμφιέστηκαν για να γιορτάσουν το Hallowe’en, μια ακόμα αφορμή για διασκέδαση:
«Όταν οι χορευτές φάνηκαν στο δωμάτιο εκείνο το βράδυ, ήταν απίστευτο το τι είχαν ετοιμάσει με λίγη εφευρετικότητα και με τη βοήθεια των καταστημάτων του Κάστρου. Η πιο αστεία περίπτωση της βραδιάς ήταν μια ωραία νύφη που είχε τη μορφή ενός εύσωμου αξιωματικού. Μια τεράστια κουνουπιέρα ως νυφικό πέπλο κρεμόταν από το κεφάλι του τόσο περίτεχνα που φαινόταν να βαδίζει πίσω από καταρράκτη. Φορούσε και στεφάνι, όχι από άνθη πορτοκαλιάς αλλά κρεμμύδια κι ένα κουνουπίδι δεμένα με επίδεσμο» (σ. 39).
|
Η "νύφη" [Bruce, σ. 39]
|
Προς το Δεκέμβρη του 1915 τα στρατεύματα άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά από τη Χερσόνησο της Καλλίπολης. Η υπηρεσία έγινε πιο χαλαρή αλλά οι αγέρηδες, οι βροχές και οι λάσπες δεν επέτρεπαν πολλές διασκεδάσεις. Τελευταία ευκαιρία για διασκέδαση ήταν η γιορτή των Χριστουγέννων στις σκηνές, την οποία περιγράφει εκτενώς και ο ερχομός του νέου έτους 1916, το οποίο καλωσόρισαν εντυπωσιακά με τις σειρήνες τους τα πλοία που ελλιμενίζονταν στον κόλπο του Μούδρου. Ασφαλώς θα ξάφνιασαν τους ντόπιους, αφού με το παλιό ημερολόγιο που τηρούσαν τότε, γι’ αυτούς η Πρωτοχρονιά αργούσε ακόμα. Μια ακόμα δυνατότητα αναψυχής πρόσφερε η ολοήμερη ομαδική εκδρομή σε κάποια αρχαία χαλάσματα που διοργανώθηκε στις 13 Γενάρη 1916, με ξεναγό-διερμηνέα κάποιον κ. Σταματάκη. Η Bruce ετοιμάστηκε να πάρει μέρος αλλά την τελευταία στιγμή κατέβηκε από το μουλάρι, διότι τα χαμηλά παπούτσια και οι μεταξωτές κάλτσες που φορούσε ήταν ακατάλληλα για την περίσταση.
Την αναχώρησή τους από το νησί η Καναδή νοσοκόμα την περιγράφει με ανάμεικτα συναισθήματα στην τελευταία παράγραφο του κεφαλαίου:
«Τι θλίψη να αφήνω αυτόν τον τόπο που ήταν τόσο αποκομμένος από παντού, μα ήταν τόσο γεμάτος από πολυάσχολες μικρές κοινότητες. Αντιλαμβανόμουν πως αποτελούσε ένα κεφάλαιο, με τις χαρές και με τις λύπες του, που σύντομα θα έκλεινε. Για εβδομάδες οι ίδιοι άντρες περιποιούνταν καθημερινά τα ίδια άλογα ενώ η πομπή των καταπονημένων ανδρών αιωρούνταν στους σκονισμένους δρόμους το σούρουπο. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως τα στρατόπεδα με τις ζωηρές παρέες τους είχαν φύγει για πάντα, οι σάλπιγγες έπαψαν να ηχούν και ο άνεμος σάρωνε ξανά τις ζοφερές εκτάσεις του Μούδρου» (σ. 43-44).
Το ποίημα “Farewell to Lemnos”
Η συγγραφέας κλείνει το κεφαλαίο για τη Λήμνο με ένα πολύστιχο ποίημα με τίτλο “Farewell to Lemnos” (: «Αποχαιρετισμός στη Λήμνο») στις σελ. 44-45 που παραθέτω σε φωτογραφίες. Αποτελείται από δέκα οκτάστιχες στροφές, στις οποίες ανά τρεις στίχους μεσολαβεί ένα ημιστίχιο. Η Bruce είχε συνθέσει το ποίημα αυτό στη Λήμνο, όταν ακόμα υπηρετούσε στο νησί. Αυτό το γνωρίζουμε, διότι είχε δωρίσει ενυπόγραφα δακτυλογραφημένα αντίτυπα σε συναδέλφους της νοσοκόμες, κάποιες από τις οποίες το λάτρεψαν και το ταχυδρόμησαν σε συγγενείς τους πριν ακόμα φύγουν από τη Λήμνο.
Μια από αυτές, η Mabel B. Clint (1876-1939), με την επισήμανση: «Μία από την ομάδα μας συνέθεσε μερικούς στίχους που αντανακλούσαν πολύ καλά τη διάθεσή μας», δημοσίευσε αργότερα στο βιβλίο της “Our bit” (σελ. 78-79) τέσσερις στροφές του ποιήματος, χωρίς τίτλο αλλά με τα αρχικά της Bruce στο τέλος “C.E.B.” Είναι οι στροφές νο. 1, 5, 8 και 12 από το “Farewell…” που έβαλε στο βιβλίο της η Bruce, πανομοιότυπες μεν αλλά με δυο-τρεις λέξεις διαφορετικές. Προφανώς η Bruce είχε δωρίσει στην Clint μια αρχική εκδοχή του ποιήματος.
Μια άλλη, η Helen L. Fowlds (1889-1965), κράτησε το αντίτυπο στο αρχείο της, το αντέγραψε στο ημερολόγιό της με τη σημείωση «Ένα μικρό ενθύμημα των πρώτων σου ημερών» και το παρέθεσε στην αυτοβιογραφία της. Στο δισέλιδο δακτυλόγραφο που σώζεται στο αρχείο της Fowlds, το ποίημα έχει τίτλο “LEMNOS: August 18th, 1915 - January 1916” και υπογράφεται από την ποιήτρια με το πλήρες όνομά της “Constance Elspeth Bruce”. Αλλά αποτελείται από δώδεκα στροφές, δύο περισσότερες από το “Farewell…”. Οι δύο επιπλέον στροφές παρεμβάλλονται μετά από την τέταρτη και μετά την έκτη του “Farewell…” του βιβλίου της Bruce. Σε αυτές τις δύο σατιρίζει την άσχημη επιμελητεία των πρώτων ημερών (butter was unknown, coffee seemed a distant dream…) και τις πλημμελείς συνθήκες περίθαλψης των τραυματιών (they were weary and down-hurted from the service they had seen, from disease and hunger and the sight of death). Είτε η ποιήτρια αυτολογοκρίθηκε είτε οι εκδότες υπέδειξαν να τις αφαιρέσει. Οι στίχοι των υπόλοιπων είναι πανομοιότυποι και στις δύο εκδοχές, με ελάχιστες αλλαγμένες λέξεις στην πρώτη, την τέταρτη και την έκτη στροφή που δεν αλλοιώνουν το γενικότερο νόημα. Παραθέτω το δισέλιδο δακτυλόγραφο σε φωτογραφίες:
“LEMNOS: August 18th, 1915 - January 1916”
(αρχείο Helen Fowlds)
Αξίζει να αναφερθεί ότι στο ημερολόγιό της, η Fowlds σημειώνει επίσης:
«Η τιμημένη καλλιτέχνης C. Bruce μας παρουσίασε εκδοχές της «Λήμνου στο Σεληνόφωτο» (Lemnos by Moonlight), και αρκετές [αδελφές] ακολούθησαν τη διαδρομή που πρώτη υπέδειξε».
Υπονοεί πως υπήρχε κι άλλο ποίημα της Bruce που δεν διασώθηκε; Θεωρώ πως όχι. Μάλλον ήταν κάποιοι στίχοι από το “Farewell…” (βλ. την 9η στροφή), πριν ακόμα αυτό λάβει την τελική του μορφή. Στη συνέχεια παραθέτω σε δική μου απόδοση τους στίχους της πρώτης και των δύο τελευταίων στροφών (που είναι ίδιες και στις δύο εκδοχές του ποιήματος), στους οποίους επαληθεύεται η γνωστή παρηγορητική ρήση των Λημνιών προς τους επισκέπτες του νησιού: «Στη Λήμνο λυπάσαι δυο φορές, μια όταν έρθεις και μια κι όταν φεύγεις».
Λήμνος μικρό, τραχύ νησί
του γαλανού Αιγαίου,
ναι, σε καταραστήκαμε
μα σ’ αγαπήσαμε συνάμα.
Κι όταν η αχλύς του χρόνου σε σκεπάσει
σαν σκορπιστούμε στα πέρατα της γης,
σίγουρη είμαι πως θα λατρεύουμε
ν’ ακούμε τ’ όνομά σου.
… … … … … … … … … … …
Απέραντες καλαμιές και σκόνη,
μα λαμπερό το φως του φεγγαριού.
Κι ο ήλιος, ρόδινος, χρωμάτιζε τον κόλπο
στην πορτοκαλένια ανατολή.
Ανέβαινε απ’ τα βουνά εν δόξει
κόκκινος και χρυσός και βιολετής,
κι έμοιαζε να μας ευλογεί
τη μέρα που φεύγαμε απ’ εκεί.
Σ’ αγάπησα πολύ αρχαίο νησί της Λήμνου
μα ανάμεικτες έχω αναμνήσεις,
θυμάμαι τα σιφούνια του ανέμου και της σκόνης
και την ατέλειωτη βροχή.
Αλλά και τις μυριάδες σκηνές
και το λιμάνι σου στη Δύση
που κατέφυγαν οι Βρετανοί,
θυμάμαι επίσης.
|
Constance Bruce και Helen Fowlds
|
H Constance Bruce συνέχισε να υπηρετεί ως νοσοκόμα στο Καναδικό Εκστρατευτικό Σώμα του βρετανικού ναυτικού. Το 1916 στη Θεσσαλονίκη προσβλήθηκε από ελονοσία, από την οποία ταλαιπωρήθηκε αρκετούς μήνες και το 1918 από την ισπανική γρίπη. Νοσηλεύτηκε σε διάφορα ιδρύματα στην Αγγλία, έλαβε αναρρωτικές άδειες αλλά οι δύο ασθένειες της άφησαν κάποια χρόνια κουσούρια: περιστασιακά ρίγη, σωματική αδυναμία κ.ά. Κρίθηκε ικανή μόνο για βοηθητική υπηρεσία και τελικά αποστρατεύτηκε το 1919, με το βαθμό της υπολοχαγού, μετά από πέντε περίπου χρόνια υπηρεσίας: 22.9.1914 ως 31.7.1919.
Το επόμενο έτος παντρεύτηκε το νεαρό Άγγλο πιλότο της RAF Charles Henry Fletcher Nesbit (1898-1930), ο οποίος σκοτώθηκε το 1930 μαζί με δύο συνεπιβάτες του, σε αεροπορικό ατύχημα με ιδιωτικό μονοπλάνο που έπεσε κοντά στο Περθ της Αυστραλίας. Δεν είναι ξεκάθαρο αν είχε μετακομίσει και η ίδια εκεί. Είχαν αποκτήσει ένα γιο, τον Douglas Charles Nesbit (1926-2014), με τον οποίο η Bruce εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Καναδά, από το 1936 τουλάχιστον.
Δεν είναι γνωστό αν στην μετέπειτα ζωή της επισκέφτηκε ξανά τη Λήμνο, με κάποιο από τα σωματεία βετεράνων του πολέμου στα οποία ήταν μέλος. Αλλά σίγουρα θα θυμόταν με νοσταλγία τα γαλήνια τοπία του νησιού, όταν βρισκόταν με παλιές συναδέλφους της κι όταν ξεφύλλιζε τις σελίδες του δικού της βιβλίου ή άλλων που κατέγραψαν τις αναμνήσεις τους από τη λημνιακή περιπέτεια. Απεβίωσε πλήρης ημερών το 1975 στο Alliston του Ontario.