*Γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος , Blog "ΙΔΕΟπολις"
*Ο Γκόγκολ στα Τρίκαλα και η “Xύτρα” στη Θεατρική Σκηνή
**O Φόβος του Γαμπρού μπροστά στην προοπτική του Γάμου...
Μα πώς γίνεται μία πόλη, κατά τεκμήριο “έξυπνη”, να φιλοξενεί μέσα σε λίγο χρόνο δύο διαφορετικές μορφές Ψυχαγωγίας (με τη ριζική έννοια του όρου: Αγωγή Ψυχής); Πώς μπορούν οι κάτοικοι αυτής της Πόλης να διανύουν με ευκολία τη διαδρομή από το “Μπουρ…τα Ξωτικά” στον Γκόγκολ;
Πώς αιτιολογείται και πώς δικαιολογείται μία θεατρική ομάδα ερασιτεχνών (Σκηνοθέτης, Σκηνογράφος, Ηθοποιοί…) να επιμένουν χρόνια τώρα να προκαλούν τους επαγγελματίες του χώρου με παραστάσεις υψηλού επιπέδου; Πώς ερμηνεύεται η απουσία τους από την ειδησεογραφική επικαιρότητα της πόλης, όταν κάποιοι άλλοι (πρόσωπα και γεγονότα) τη μονοπωλούν, ως μη όφειλαν και δια ασήμαντον αφορμήν;
Τελικά, φαίνεται πως και σε αυτήν την πόλη την ιστορία την γράφουν οι «Παρέες». Γιατί τι άλλο είναι η “Θεατρική Ομάδα”, «Χύτρα», παρά μία παρέα ανθρώπων, λίγο αλλοπαρμένων, που επιμένουν, χρόνια τώρα, με τον “ερασιτεχνισμό” τους να διδάσκουν την αξία της συντροφικότητας, της συνεργασίας, της ποιοτικής ψυχαγωγίας και την θεραπευτική ιδιότητα του Γέλιου.
Ο Γκόγκολ στα Τρίκαλα,(μετά τα “απαγορευμένα” του δημοφιλούς διασκεδαστή που προκάλεσε την αισθητική της Γλώσσας και την ηθική των “Ξωτικών”;) Ναι σε αυτήν την πόλη, όλα είναι δυνατά, αφού οι κάτοικοι και η παιδεία τους μπορούν και συνθέτουν άλλοτε δημιουργικά και άλλοτε λίγο άτεχνα διαφορετικές μορφές ψυχαγωγίας. Εξάλλου σε μία κοινωνία, κι αυτός είναι ο πλούτος της, δεν έχουν όλοι τον ίδιο βηματισμό.
Το θεατρικό έργο του Γκόγκολ, «Παντρολογήματα», που σκηνοθέτησε η ακάματη Ελένη (Νίτσα) Παπουτσή, γνωστή στο τρικαλινό φιλοθεάμον κοινό, σκόρπισε άφθονο γέλιο στους τρικαλινούς και συνάμα τους δίδαξε πως ακόμη και ο Γάμος είναι κι αυτός μία τέχνη και δεν αρκεί μόνον η θέληση για την “εις γάμον κοινωνίαν”.
Χρειάζεται, δηλαδή, και ο Γάμος τον “Ειδικό” του, την παραδοσιακή Προξενήτρα (Φέκλα). Κι αυτό γιατί στο έργο του Γκόγκολ δεν ισχύει το παραδοσιακό “σαν θέλει η νύφη και γαμπρός, τύφλα να ‘χει ο πεθερός”.
Στο έργο η νύφη (Αγάφια) ήταν πλούσια και καλής οικογένειας. Γι αυτό και οι γαμπροί (Ζεβάκιν, Ανούτσκιν, Σφουγκάτος) ήταν πολλοί και αποφασισμένοι να κερδίσουν την καρδιά της νύφης. Μόνο ένας γαμπρός ήταν λίγο δύσκολος (Ποτκαλιόσιν), όχι τόσο στις αισθητικές επιλογές και στις προτιμήσεις του, αλλά στο να αποφασίσει να παντρευτεί. Ήταν λίγο άβουλος και αναποφάσιστος, αλλά πάντα καλών προθέσεων και με καλή θέση στο δημόσιο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις των ανδρών που φοβούνται το Γάμο δεν αρκούν οι υπηρεσίες της Προξενήτρας, αλλά χρειάζεται και η συνδρομή ενός καλού φίλου, όπως του Κατσακαριώφ. Αυτός παραμέρισε την αδέξια παραδοσιακή προξενήτρα (Φέκλα) και έπεισε το φίλο του (Ποτκαλιόσιν) να παντρευτεί την ευειδή νύφη, την Αγάφια.
Βέβαια όλη αυτή η διαδικασία επί σκηνής προκαλούσε άφθονο γέλιο, αφού οι μνηστήρες-γαμπροί ήταν πολλοί (4) και η νύφη δυσκολευόταν να επιλέξει τον καλύτερο.
Εδώ είναι που η σκηνοθέτης (Ελένη Παπουτσή) έπλεξε με τέτοιον τρόπο την υπόθεση ώστε να αναδεικνύεται τόσο η εσωτερική αγωνία και σύγκρουση των υποψήφιων γαμπρών όσο και τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής εκείνης όχι μόνο γύρω από το γάμο αλλά και για πολλά άλλα ζητήματα (πλούτος, κοινωνική θέση, σχέσεις δύο φύλων…).
Στο έργο άφθονο γέλιο προκαλεί η αντιμαχία των τριών γαμπρών μπροστά στη νύφη που από την πλευρά της αδυνατεί να επιλέξει με καθαρό νου τον «καταλληλότερο». Κι αυτό γιατί ο καθένας προβάλλει την «πραμάτεια»- προσόντα του με έναν τρόπο που προκαλεί περισσότερο το γέλιο παρά το θαυμασμό.
Άλλος προβάλλει την αρρενωπότητά του (Σφουγκάτος) που κατατρομάζει την «άβγαλτη» νύφη. Άλλος την αγάπη του για τα Γαλλικά, ως ένδειξη λεπτότητας και αρχοντιάς (Ανούτσκιν) και ο τρίτος τις εμπειρίες του από τα θαλασσινά ταξίδια (Ζεβάκιν) (αυτός μάλλον για λύπηση ήταν).
Στην αντιμαχία αυτή των τριών μνηστήρων-γαμπρών ο Γκόγκολ καταγράφει τη νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του (αρχές 19ου αιώνα).
“O Γκόγκολ σατιρίζει την καινούρια τάξη των μικροαστών που μόλις είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του τσάρου Αλέξανδρου Α΄. Παρουσιάζονται τύποι αλλόκοτοι, μονομανείς, με παράδοξες παρορμήσεις, που κινούνται σ' έναν χώρο παράλογο. Προβάλλει, σαν μέσα από παραμορφωτικό καθρέφτη, την ανθρώπινη πραγματικότητα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).
Στην παρουσίαση των ανθρώπινων χαρακτήρων ο Γκόγκολ προβαίνει σε μία γκροτέσκα διακωμώδηση των ηθών και των ανθρώπινων συμπεριφορών της μικροαστικής ζωής της εποχής του.
Σημαντική παράμετρος της παράστασης ήταν και η αλληλοεξόντωση μεταξύ της προξενήτρας, που απέδωσε με μεγάλη θεατρική πιστότητα η Στέλλα Βακουφτσή, και του φίλου του Ποτκαλιόσιν, του Κατσκαριώφ (Γιώργος Πατούκας). Νικητής στα σημεία, βέβαια, αναδείχτηκε ο Κατσκαριώφ, αλλά όχι και απόλυτα αφού στο τέλος δεν ευδοκίμησαν οι προσπάθειές του και η προξενήτρα περιχαρής δικαιώνεται!!!
Βέβαια σε θεατρικό επίπεδο την απόλυτη νίκη την εισπράττουν οι ίντριγκες και οι μηχανορραφίες και των δύο που προκαλούν και το γέλιο υπηρετώντας έτσι και την οικονομία του έργου που με περισσή τέχνη φιλοτέχνησε η σκηνοθέτης Νίτσα Παπουτσή.
Εκείνο, όμως, που ενθουσίασε το κοινό αλλά και το προβλημάτισε ταυτόχρονα για το ψυχικό κενό κάποιων ανθρώπων και ιδιαίτερα των ανδρών σε μία κορυφαία επιλογή της ζωής τους ήταν τα λόγια και οι τρόποι του χοντροκομμένου-άγαρμπου Σφουγκάτου, του λεπτεπίλεπτου εραστή των Γαλλικών, του Ανούτσκιν και φυσικά του κοσμοπολίτη και πρώην αξιωματικού, του Ζεβάκιν.
Στο τέλος, μέσα από χίλιες προτροπές και μηχανορραφίες του Κατσκαρώιφ, ο τυχερός της καρδιάς της νύφης ήταν ο άβουλος και αναποφάσιστος Ποτκαλιόσιν (θωμάς Χαχάμης).
Ωστόσο, ούτε και αυτός έμελλε να παντρευτεί αφού λιποτάκτησε μπροστά στη διαφαινόμενη βεβαιότητα-πραγματικότητα του Γάμου. Ο Ποτκαλιόσιν καταλαμβάνεται από έναν ψυχοφθόρο και θανάσιμο φόβο μπρος στην προοπτική του Γάμου και για να απαλλαγεί από αυτά τα ψυχοβόρα συναισθήματα πηδάει από το παράθυρο και εξαφανίζεται προς μεγάλη απογοήτευση της νύφης που τον είχε επιλέξει ως μέλλοντα σύζυγο.
Ο Θωμάς Χαχάμης ως Ποτκαλιόσιν ήταν πειστικός και απολαυστικός και ο θεατής δεν ήξερε αν θα έπρεπε να γελάει ή να κλαίει με το άγχος του μπροστά στο Γάμο. Έτρεμε, δηλαδή, στην ιδέα του Γάμου και της συγκατοίκησης με μία γυναίκα. Ποιος είπε πως στην ιδέα του γάμου φοβούνται περισσότερο οι γυναίκες; Αυτό ακριβώς διακωμωδεί και αναδεικνύει ο Γκόγκολ. Το Φόβο και τους Φόβους των ανδρών, του κατ΄ ευφημισμόν ισχυρού φύλου.
Είναι αυτό που λένε οι ποδοσφαιρόφιλοι: «Ο φόβος του τερματοφύλακα πριν το πέναλτυ». Τελικά Φόβο έχει κι αυτός που θα χτυπήσει (Ποτκαλιόσιν) το πέναλτι και όχι μόνον ο τερματοφύλακας.
To αναπάντεχο τέλος του έργου αποτελεί και την κορύφωσή του και η νύφη νιώθει την απογοήτευση, ενώ η προξενήτρα επιχαίρει και παίρνει εκδίκηση από τον φίλο του Ποτκαλιόσιν, τον Κατσκαριώφ. Ο συγγραφέας υπενθυμίζει στο κοινό πως:
“Όποιος φεύγει από την πόρτα μπορεί να ξαναγυρίσει. Όποιος, όμως, φεύγει από το παράθυρο δεν ξαναγυρίζει”.
Τελειώνοντας το έργο οι θεατές θυμούνται πως όλες οι εποχές έχουν κοινά σημεία σε κάποια θέματα αφού οι πρωταγωνιστές είναι πάντα οι άνθρωποι με τα πάθη και τις αδυναμίες τους, τις φοβίες και τις αναστολές τους. Εξάλλου στο γάμο όλα είναι δύσκολα, σύμφωνα και με τη ρήση «Όλα του Γάμου δύσκολα”.
Σε επίπεδο ηθοποιίας η Χριστίνα Ζιώζια (Θεία Αρήνα), η Γαρουφαλιά Πέτσα (Στεπάνα) και η Σταυρούλα Χριστοδούλου) (Ντουνιάσα) ανταποκρίθηκαν με επάρκεια στο ρόλο τους.
Οι τρεις γαμπροί (Ζεβάκιν, Ανούτσκιν, Σφουγκάτος) ο καθένας με τον τύπο του ήταν πειστικότατοι και ανέδειξαν τα νέα ήθη-αξίες και τις κοινωνικές συμπεριφορές που άρχισαν να διαμορφώνονται στη Ρωσία μετά τις μεταρρυθμίσεις του τσάρου Αλεξάνδρου Α’.
Η πολύφερνος νύφη, η Αγάφια (Λαμπρινή Οικονόμου) άρεσε πολύ αφού ανέδειξε επαρκώς τα άγχη της και τις δυσκολίες μιας κοπέλας στην επιλογή του μελλοντικού συζύγου. Η άσπρη ενδυμασία ήταν μία επιτυχής ενδυματολογική επιλογή.
Ο φίλος του Ποτκαλιάσιν, ο Κατσκαριώφ (Γιώργος Πατούκας), παλιός γνώριμος του θεατρικού σχήματος κινούμενος σε πολλά επίπεδα, ως φίλος και ως προξενητής-αντίπαλος της προξενήτρας, υπήρξε άκρως ικανοποιητικός στο ρόλο του και στην αποστολή του (να πείσει το φίλο του να παντρευτεί και όχι μόνον).
Η προξενήτρα (Κυρά Φέκλα / Στέλλα Βακουφτσή), πληθωρική και δυναμική ( ευνοημένη και από το ρόλο) κέρδισε τις εντυπώσεις των θεατών και μάς θύμισε αντίστοιχους ρόλους σε ελληνικές ταινίες. Στη σύγκρουσή της με τον Κατσκαριώφ, μπορεί να φάνηκε ότι έχασε στα σημεία, αλλά στο τέλος ανέδειξε τον αναντικατάστατο ρόλο της προξενήτρας στο γάμο δύο ανθρώπων στις παλιές εποχές.
Ωστόσο εκείνος που καθήλωσε και μάγεψε το κοινό με την υποκριτική του δεινότητα ήταν ο ανεπανάληπτος, Θωμάς Χαχάμης, στο ρόλου του άβουλου υποψήφιου γαμπρού, του Ποτκαλιόσιν. Ήταν η πιο ενδιαφέρουσα μορφή του έργου γιατί στο ρόλο του Ποτκαλιόσιν έπρεπε να αναδειχτεί η εσωτερική πάλη ενός άβουλου ανθρώπου που έπρεπε να πάρει τη μεγάλη απόφαση για γάμο.
Ο Θωμάς Χαχάμης (Ποτκαλιόσιν) ευτύχησε να αποδώσει με πιστότητα και πειστικότητα αυτήν την εσωτερική διαπάλη που άλλοτε γινόταν συμπαθής με τις φοβίες του κι άλλοτε προκαλούσε τον θυμό-εκνευρισμό του φίλου του για την αναποφασιστικότητά του. Στο τέλος με το πήδημα από το παράθυρο μάλλον προκάλεσε τον γέλωτα των θεατών αφού ανέδειξε περίτρανα την ανδρική δειλία λίγο πριν τον Γάμο.
Η σκηνοθέτης και η καρδιά του θεατρικού σχήματος, πολυπράγμων και ευαίσθητη, Ελένη Παπουτσή, υπήρξε για μία ακόμη φορά ευφυής στην κατανομή των ρόλων και στην διδαχή όλων εκείνων που χρειάζεται ένας Ηθοποιός για να είναι αληθινός και πειστικός στο ρόλο του.
Ευχαριστούμε το Θεατρικό σχήμα «Η Χύτρα» και ευχόμαστε νέες επιτυχίες, κι ας καίει κάπου-κάπου το νερό !!!
“Όταν αφιερώσεις τον χρόνο σου σε κάτι που πραγματικά αγαπάς, είναι χαρά μεγάλη. Όταν βοηθάς και άλλους μ’ αυτό που ασχολείσαι, είναι ευλογία” (Ελένη Παπουτσή, Σκηνοθέτης)
Από https://iliasgiannakopoulos.blogspot.com/