Τετάρτη 13 Μαΐου 2020

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΑ - ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Αν φωνάξω Μάνααααααααααααα λέτε θ ακουστώ ως τον Παράδεισο;;;
Παναγιώτα Ζαλώνη



Πίνακας - Ν. Γύζης

ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ - ΜΗΤΕΡΑ


Μητέρα, αγιόκλημα γλυκό της ψυχής μας!
Τα μάτια σου θάλασσες της σιωπής,
τα σύνορά σου στην αγκάλη του Θεού,
οι φτερούγες σου από αίμα της καρδιάς και δάκρυ.
Τα όνειρά σου εμείς,
το τραγούδι σου εμείς,
ο πόνος σου εμείς.
Ξορκίζεις τις μαύρες σκιές της ζωής μας,
φοράς τα φτερά των χερουβείμ και ψιθυρίζεις προσευχές.
«Αφήστε τους αγγέλους να ξεκουραστούν!
Μην τους ξυπνάτε!» μας λες.
«Θα ξαγρυπνήσω εγώ στο προσκεφάλι σας».
Και μεις ακούμε τις ψαλμωδίες της πλάσης.
«Μην πονάτε, θα πάρω εγώ τον πόνο σας!» μας λες.
Και κλείνουν μεμιάς οι πληγές μας.
«Να χαμογελάτε στον καιρό της τρικυμίας, κρατώ γερά το τιμόνι!» μας λες.
Και μεις περνούμε χαμογελαστοί κι ανίδεοι
απ’ τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη του πελάγου μας.
Μητέρα, απεραντοσύνη του ήλιου
και σταυρός ολόλευκος στον ορίζοντα.
Άγια μορφή των χρόνων μας και καντήλι της Παναγιάς μας.
Φυλαχτό στο στήθος μας,
σ’ αγαπούμε,
εμείς οι ευλογημένοι σου.
Ιωάννα Αθανασιάδου,
ποίημα απ' το βιβλίο ΛΟΓΟΥ ΕΡΓΟΧΕΙΡΑ, εκδόσεις Βεργίνα

Στέλλα Αντωνίου Τόρη - Κράτημα

Με κράτησες...
Μου έδωσες ζωή...
Μα πριν απ αυτό με κράτησες...

Τα νέα μόλις άκουσες πως είμαι στην κοιλιά σου έκανες τα πάντα για να με κρατήσεις ...εκεί ζωντανό και αλώβητο, να μη μπορεί κανείς να με πειράξει

Με κράτησες...


Όταν με έδωσαν στην αγκαλιά σου τη νύχτα κείνη που πήρα την πρώτη ανάσα μου σε τούτο τον κόσμο,με κράτησες σφιχτά... να μη μπορώ φύγω!!!

Με κράτησες...

Εκείνο το ξημέρωμα που ήμουν άρρωστη και αδύναμη να μείνω μακριά σου...όλη την νύχτα κούρνιασα μέσα στην αγκαλιά σου

Με κράτησες...

με κλάματα όταν ήρθα απ το σχολείο γιατί με πρόσβαλε ένας συμμαθητής μου και μ έκανε να μη πιστεύω πια σε μένα

Με κράτησες...

την πρώτη φορά που ερωτεύτηκα αλλά δεν έβρισκα ανταπόκριση στον έρωτα εκείνο...ποσά βραδιά με κράτησες ,μου σκούπισες τα δάκρυα ,γαλήνεψες την ψυχή μου

Με κράτησες...

για πρώτη φορά όταν έφερα στον κόσμο το δικό μου Φως ,απόρροια της αγάπης που είχα την τύχη να γνωρίσω!!!

Με κράτησες...

Πάντα εκεί ήσουν ,βράχος ακλόνητος για να με κρατάς στη αγκαλιά σου!Πάντα έβρισκες τη δύναμη ακόμα κι όταν δεν την είχες...πάντα τα χέρια σου κατάφερναν να με «σηκώσουν»

Για όλες αυτές τις αγκαλιές ....για όλες αυτές τις μάνες...
Σ.Α


Στέλλα Αντωνίου Τόρη - Αισθήσεις 👩‍👧‍👧

Να σ ακούω να γελάς...
Σαν τ άκουσμα ποταμού που δροσίζει στο πέρασμα του Αύγουστο μήνα..

Να σε βλέπω να μεγαλώνεις
Σαν το μικρό κλαράκι που φυτέψαμε μαζί και για δες ... έγινε δέντρο...

Να σε αισθάνομαι καλά...
να γαληνεύει η ψυχή μου σαν να μαι σούρουπο δίπλα σ ακρογιάλι με τα πόδια μου κρυμμένα μέσα στην άμμο

Να σε χαϊδεύω και να νιώθεις σιγουριά μέσα στα χέρια μου...φτερούγες διάπλατες ανοίγονται για να σε αγαλλιάσουν

Να σε φιλώ και το φιλί μου βάλσαμο...
γιατρικό τις ώρες τις δύσκολες και αναθάρεμα στις μεγάλες χαρές σου...
Σ.Α

ΠΟΠΗ ΑΡΩΝΙΑΔΑ -  ΜΠΑΜΠΟΥΣΚΑ


Κυλάνε οι μητέρες ήσυχα
μέσα στις φλέβες
στην ανεξίτηλη μνήμη
αφής και όσφρησης
φωλιασμένες γλυκά
σε κάθε γωνιά της ύπαρξης.
Κι οι ίδιες κορίτσια όταν ήταν
έτρεχαν κρυφά
το ζεστό ακόμα
φουστάνι να φορέσουν
μαζί με τα τακούνια.
Οι μάνες καμώνονται γλυκά
πως δεν καταλαβαίνουν
μένουν ευλαβικά ακίνητες
παίρνουν χαρά
ξορκίζοντας τη φθορά
που ο χρόνος τους αφήνει.
Γυναίκες ζυμωμένες
ριζωμένες η μια μέσα στην άλλη
οι κόρες μέλισσες
από κλαράκι σε κλαράκι
σίγουρες πως μια αγκαλιά
πάντα θα τις προσμένει
στη γέρικη κυψέλη.
Συχνά, τρομάζουν πολύ οι μάνες
ακόμα κι απ’ τον τάφο
καταφτάνουν τότε στα όνειρα
γεμάτες αγωνία λέγοντας:
«Πρόσεχε, θα πονέσεις».
Πόπη Αρωνιάδα 10 Μαΐου 2020

ΣΠΥΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ - ΜΑΝΑ
(στο Κατινάκι μου)

Μάνα το φως που βγαίνει
απ' τη σεπτή μορφή σου
στάθηκε πάνω μου και μένει
άστρο λαμπρό του Παραδείσου.

Μάνα το βλέμμα σου περνά
κι ανθίζει πάλι εμπρός μου
στο σπίτι μας γύρισε ξανά
μ' άλλη μορφή του νέου κόσμου.

Μάνα ό,τι δικό σου αγγίζω
νιώθω πως σ' ακουμπάω
Τα λόγια σου ακόμα ψιθυρίζω
σαν πρώτα πάντα σ' αγαπάω.

Μάνα τ'αγέρι αγάλι-αγάλι
π' άσπρο φτερό σε πήρε πάνω
με χάιδεψε απόψε πάλι
και νοερά κοντά σου φτάνω.

Κι όμως...Μάνα κάτι μου λείπει
Να τόχεις πάντα στο μυαλό σου
Γι' αυτό και μόνο νιώθω λύπη
Μάνα, δεν έχω το χαμόγελό σου..

Πόλα Βακιρλή - ΣΤΗ ΜΑΝΑ

Μάνα της γης
και των αστεριών μήτρα
μάνα της ζωής γεννήτρα
στην καρδιά του άπειρου αρχέγονη φύτρα,
φλέβες τα νεύρα σου ρίζες απλώνουν σαν πλοκάμια
που τυλίγουν στοργικά το σύμπαν.

Στο πρώτο μου το κλάμα εσύ,

μετάγγιζες τη ζωή σταλιά- σταλιά
μέσ' απ' το γάλα το γλυκό
που φούσκωνε τα στήθια σου
όπως τη θάλασσα ο σιρόκος ή ο μαϊστρος.

Στα πρώτα βήματά μου εσύ,
με κράταγες σφιχτ΄ απ' το χέρι
σ' εκείνο το αναμέτρημα
με της ζωής τ' ανηφόρι

και στις νυχτιάτικες επιδρομές των πυρετών
εσύ, μου δρόσιζες το μέτωπο
τραγούδια λέγοντας και νανουρίσματα
σα χάδι.

Το πρώτο αλφαβητάρι εσύ,
γράμμα το γράμμα,
λέξη τη λέξη,
με μάθαινες τον κόσμο το μικρό
ώσπου να γίνει μέγας.

Και σαν με καλοστόλιζες νυφούλα
μ' άσπρο νυφικό και δαντελένιο πέπλο,
πικρό έσταζε το δάκρυ σου
στον αποχωρισμό μου.

Σε καταιγίδες που ' πεφταν
πάνω στο σπιτικό μου
εσύ, μανούλα πάντοτε
στεκόσουν στο πλευρό μου,

με τη γλυκιά σου τη ματιά
απάλυνες τον πόνο
με μια σου λέξη μοναχά
ένιωθα ν' αλαφρώνω.

Κι όταν μανούλα μου καλή
τα μάτια σου θα κλείσεις,
θα ' σαι για πάντα ανάμνηση
στο άπλωμα της ζήσης.

Από το βιβλίο ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΑ ΚΙ ΑΡΩΜΑΤΑ εκδ. βεργίνα
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ

Αχ , μάνα,
θα δέσω τις ευχές σου προσευχή,
κάθε κόμπος κι ένα σκαλί,
ν' ανέβω ως την εικόνα σου εκεί ψηλά ,
για να με πάρεις αγκαλιά .

"Ανάμεσα σε δυο στιγμές"
Κώστας Βασιλάκος / Εκδόσεις Σοκόλη

Μαρία Βούλγαρη - Στη μητέρα μου

Ευωδιάζει η ζωή μου από σένα μάνα! Είσαι τα πάντα μέσα στο πεπερασμένο της ύπαρξης. Είσαι ζεστή αγκαλιά, στοργή, τρυφερότητα. Είσαι νοιάξιμο, φροντίδα, ουρανός καθαρός, αγάπη ανυπέρβλητη που φωτίζει το δρόμο μου.

Από τα άλφα μέχρι το ωμέγα όλα τα γράμματα φωνάζουν το όνομά σου.

Είσαι η Αλήθεια σε κάθε Βήμα μου πάνω στη Γη. Το πιο πολύτιμο Δώρο που γέννησαν οι Εποχές. Η Ζωή που πήρε τον Ήλιο Θείο όνειρο στα χέρια της. Είσαι το «Ίπταμαι» της πιο γλυκιάς Κορυφής που ακούει στη Λέξη Μοναδικότητα.

Σε σένα βρίσκω όλα τα Νοήματα που ψάχνω γιατί είσαι η Ξαστεριά στην Ομορφιά της γέννησης. Είσαι το Παντοντινό και ξεχωριστό Ρόδο της Συμπόνιας. Είσαι Ταξίδι που Υφαίνει μέσα του με Φως τα πιο όμορφα Χρώματα. Ισορροπεί η Ψυχή μου μαζί σου γιατί είσαι η Ωδή στη συνέχεια του κόσμου.
Maria Voulgari
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ  - ΜΑΝΑ

Μάνα μας έδινες ζωή και βύζαινες τον κόσμο
μέσα στα μάτια έσπερνες σιτάρι και κριθάρι.
Μ’ το αδράχτι ύφαινες τη μοίρα της φαμίλιας
να μεγαλώσεις τα παιδιά, ζωή για να μας δώσεις.
Πως ξεπερνούσες τη φθορά και τις συνήθειες!
Ένα θολό ποτάμι δάκρυα οι θλίψεις
κι η μνήμη είναι σκοτεινή
και οι εικόνες σου νωπές και σκονισμένες.
Τώρα απ’ το παραθύρι σου κοιτάς
με πρόσωπο θλιμμένο.
Μούσκευες με τα δάκρυα την ξέρα της ψυχής μας.
Αγνάντευες τη μοίρα, τη ζωή και τις παρέες
κι είχες παρέα μια ρυτίδα κι ένα δάκρυ
και τις εικόνες τις παλιές και νοτισμένες.
Μόνη σου τώρα πια μετράς τον χρόνο,
και τα παράθυρα κλειστά και σφαλισμένα.
Είχες στα μάτια το Χριστό, στα στήθη σου το γάλα
Και στις παλάμες έπλαθες ψωμί για όλο τον κόσμο.
Είχες χαρίσει την ζωή, μα σ’ έπνιγε ένα δάκρυ.
Σε μία κάμαρη νεκρή σε σκουριασμένα χρόνια
σκεφτόσουνα το χρέος σου, τα όνειρα του παιδιού σου
δεν πλέκεις τώρα την ζωή, μα πλέκεις το χαμό σου.
Στο παραθύρι σου σε βρήκαμε μια μέρα
να αγναντεύεις τη ζωή με βλέφαρα κλεισμένα.
Μας χαιρετούσες με ευχές
και είχες στα χέρια σου προζύμι ζυμωμένο
να πλάσεις λέει την ζωή μ’ ένα καρβέλι ήλιο.

Άννα Γεωργαλή - Μάνα μου

Μάνα μου
Εικόνα μου που υπάρχεις απ'όταν γεννήθηκε ο κόσμος μου τώρα που πέρασαν τα χρόνια γυρίζω το κεφάλι κι αγναντεύω πίσω μου στο βάθος του δρόμου που με ακολουθεί και σε βλέπω να στέκεσαι πάντα εκεί μια εικόνα με ραγισμένη όψη από τις ώρες της αγωνίας για μένα με βλέμμα θολό από τα δάκρυα που σε πλημμύρισα κουρασμένη από τη μοίρα σου με τη ματιά σου τρυφερή και στοργική ολόιδια σαν πάντα σαν μητέρα ακριβώς, και σκέφτομαι.. πως θα πάρω τη θέση σου τώρα που δεν είσαι πια εδώ αλλά είσαι πάντα παρούσα όπως ο αέρας γύρω μου και αναζητώ τότε το χέρι σου να περνάει απαλά σαν πουλί από το μέτωπο μου ευλογημένο,γλυκό μου χάδι σημάδι ανεξίτηλο κι εγώ πάντα παιδί.. Είσαι η εικόνα μου Είμαι εσύ!

Γιώργος Γιακουμινάκης --Μάνα και μόνο μάνα

Ποιος φάρος σε ξερόβραχο στη μέση του πελάγου
για μια ζωή ακλόνητα σαν άγγελος προστάτης
στέκετ’ εκεί καρτερικά για να σε προφυλάξει
όταν φουρτούνες σε χτυπούν,κύματα μανιασμένα ;
Ποιας όασης δροσοπηγή στη μέση της ερήμου
έχει το γάργαρο νερό που θα σε ξεδιψάσει
όταν της ζήσης οι φωτιές στου πόνου το καμίνι
λαβωματιές αγιάτρευτες παιδεύουν το κορμί σου ;
Ποιο είναι το απάνεμο λιμάνι όλου του κόσμου
που νοσταλγείς κάθε φορά καραβοτσακισμένος
ν’ αράξεις να ξεκουραστείς να βρεις στοργή κι αγάπη ;
Ποιας σκέπης ίσκιος άγρυπνα στης μοναξιάς τις στράτες
σ’ ακολουθεί κι αόρατο απάνω σου απλώνει
δίχτυ με χίλιες δυο ευχές και προσευχές φτιαγμένο
να σε φυλάει απ’ τα δεινά του κόσμου την κακία ;
Μην ψάχνεις ,μην κουράζεσαι και μην αναρωτιέσαι.
Της μάνας σου η αγκαλιά τ’ αγνά αισθήματά της
είναι ο βράχος, η πηγή τ’ απάνεμο λιμάνι.
Είναι τ’ αραχνοΰφαντο το δίχτυ προστασίας
που λέξεις πένας δυνατής και στίχοι ποιητάδων,
δε μπόρεσαν ούτε μπορούν με λόγια να εκφράσουν.
Γιώργος Γιακουμινάκης
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ

Έρχεσαι συχνά στη θύμησή μου, στα όνειρά μου είσαι πάντα γελαστή, σκουπίζεις σαν παλιά τα δάκρυά μου -όταν πέφτω και χτυπώ και ματώνω- με το λευκό λινό μαντηλάκι που πάντα είχες στην τσέπη της ποδιάς ή στον καρπό σου κρυμμένο εκεί.
Έρχεσαι πάντα όταν γελώ με την καρδιά μου για κάθε τι όμορφο που βλέπω γύρω μου ή εντός μου να ανθίζει, κι είναι πιότερη η χαρά που μοιραζόμαστε όταν βλέπω τα δικά μου τα παιδιά να μεγαλώνουνε καλά, με δύναμη κι υγεία.
Τότε με κοιτάς αλλιώς σαν να μου λες πως το 'νιωθες όταν τα σταύρωνες στην κούνια τους ή άκουγες την περπατησιά τους που ανέβαιναν τη σκάλα.
Σήμερα κάθεσαι και πάλι στην αγαπημένη σου γωνιά μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και χαίρεσαι τον ήλιο, κι εγώ μπαίνω σιγά και σε θωρώ σαν να μην έφυγες ποτέ σαν να είσαι εδώ.
Νιώθω τον χτύπο της καρδιάς σου που μου έκλεινε τα βλέφαρα σαν έγερνα το κεφάλι μου στους ώμους σου και με έπαιρνε ο ύπνος με κείνη την αίσθηση τη μοναδική της απόλυτης ασφάλειας.
Νιώθω το διάφανο αόρατο πέπλο της αγάπης σου να με σκεπάζει, να με προστατεύει .
Νιώθω την επιβράβευση ή την αποδοκιμασία σου στη σιωπηλή, γεμάτη κατανόηση ματιά σου.
Σε κοιτώ... και νιώθω πως τα μάτια της ψυχής σου με ακολουθούν, πορεύονται μαζί μου σε κάθε βήμα μου...
δεν είσαι δίπλα μου, μα είσαι πάντα κοντά μου.


ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΓΡΑΦΑΚΟΥ - Μάνα μου Μάνα.

Θυμούμαι τ' άγιο και ζεστό φιλί που μου 'δινε
που μύριζε αγιόκλημα και βασιλικό
πιστή λαμπάδα,σαν το κίτρινο φεγγάρι
που ρίχνει το φέγγος πάνω μου
με το γλυκό της ανάβλεμμα
χαμογελούσε και μ' έψαυε με το μητρικό της χέρι
και με φιλούσε με το στόμα της το γλυκό
κι εγώ έτσι μεγάλωνα
κι άνθιζα στους κήπους της καρδιάς της
με την μορφή της την αγγελική..!!
Μάνα μου ιερή
αυτό το χαμόγελό σου με σώζει ίσαμε τώρα
από πόνους κι από κλάμματα..

ΝΑΝΣΥ ΔΑΝΕΛΗ - Η μητέρα.

Ω, μητέρα, μητέρα.
Κοίταξέ με.
Ονειρεύομαι πως κουρνιάζω στη μήτρα.
Είναι γλυκό ν΄αφήνεσαι στην αγάπη.
Χαϊδεύεις την κοιλιά σου
και δεν φοβάσαι
τα ποτάμια δεν φοβούνται
δεν δακρύζεις
τα πουλιά δεν λυπούνται
δεν κουράζεσαι
ο ήλιος δεν κουράζεται.
Είμαστε ένα, μητέρα,
βυθισμένοι στη μακαριότητα.
Με κοιτάς σαν θαύμα!
Και ξαναγεννιέμαι.
Δεν κουράζεσαι μαζί μου.
Δεν κλαις τη χαμένη σου νιότη.
Μόνο κόβεις με τα χέρια σου τον ομφάλιο λώρο.
Και με ρίχνεις στο ποτάμι.
Με μαθαίνεις ν΄ αφήνομαι στο ρεύμα.
Μια μέρα να χυθώ στη θάλασσα.
Ω, Αγία-μητέρα.
Σ’ αυτό το όνειρο
φύτεψες μια μητέρα στην καρδιά μου.
Καθησύχασέ με, όταν ξυπνήσω.
Πες μου πως υπάρχω κι αυτό φτάνει.

Γεωργία Δεμπερδεμίδου - Μάνα η ψυχή σου ψηλώνει

Η καγκελόπορτα της τώρα κλειστή μα ένας κήπος γεμάτο λουλούδια περιμένει η Άνοιξη άργησε για σένα τις μέρες του εγκλεισμού αναρριχάται το γιασεμί στην καρδιά σου σαν το φως της αγάπης σαν την γαλήνη των ματιών σου θυμάμαι που μου ζέσταινες τα χέρια με τα χνώτα τις παγωμένες νύχτες δεν θα ξεχάσω με τι ευκολία βύθιζες κάθε τόσο τα τραύματα στο νερό έκρυβες στις μασχάλες πληγές και φόβους κι εκείνες οι χαρές τι όμορφα θωρούσαν στις πλεξούδες μου μας χωρίζουν τόσα πολλά μέρες μήνες... όταν μετρώ τα χιλιόμετρα ένας ήσυχος ποταμός τα μάτια μου μου έλειψαν οι αγκαλιές τα φιλιά όσο περνάει ο χρόνος ψηλώνει η ψυχή σου από νύχτα σε νύχτα η πόρτα θα ανοίξει όταν θα ξανά βρεθούμε και πάλι θα σου χαϊδέψω τα άσπρα σου μαλλιά


ΑΝΝΑ ΔΕΡΕΚΑ -  Στην επικράτεια των θαυμάτων

Από τότε
μέχρι και τον αποχαιρετισμό
Θα την θυμάμαι
σ' ένα μακάριο ημίφως
να τεντώνει
με τα επιδέξια δάχτυλά της
τα κουρασμένα απ' τα παιχνίδια
ρούχα μας.
Κι έβαζε τόση δύναμη
που ίσιωνε και τα όνειρά μας
κείνη την ώρα που κοιμόμασταν.
Αλλιώς πως να εξηγήσεις
που κλείνοντας τα μάτιά
πέρναγες πάντα
από κείνη την μεγάλη
φωτισμένη τζαμόπορτα !»
- Άννα Δερέκα

Νίκος Δημογκότσης - ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Μάνα μου δάκρυ της αυγής
και μύρο των ονείρων,
έγειρες ν΄ αποκοιμηθείς
σε Τόπους άσπρων κρίνων.

Κι Άνοιξες γέμισε η γη
στην τόση σου αγάπη,
που άφησες μυριοκαλή
κανείς μην με πειράξει.

Κι άφησες λάδι και φωτιά
νερό κι ένα κηπάκι,
και μι ανθοδέσμη με φιλιά
στου τοίχου το καδράκι,

καλοκαιριού ανασεμιά
και προίκα από βελόνι,
σαν ταξιδεύει η καρδιά
κρυφά να σ΄ ανταμώνει...

Μάνα μου άγια Εκκλησιά
και Ιερή των βράχων,
ψυχή με στέριωσες βαθιά
στον ήλιο των χρωμάτων.
Νίκος Δημογκότσης


Ιωαννέττα Δοκανάρη  - Η αγαπημένη μου
Εσύ και ο αιώνας ,ρομαντικό ζευγάρι, ανεβαίνετε χορεύοντας τη σκάλα της ζωής. Σε κάθε σκαλί κι άλλη φιγούρα. Τα βιολιά και οι κιθάρες συνοδεύουν το βιολιστή. Κι εσύ μικρό παιδί. Η πείνα κλέβει τα γράμματα νωρίς. Κι εσύ μικρή μαμά στα υπόλοιπα. Οι αδελφοφάδες βασανίζουν τον αδελφό. Ο αγαπημένος σε τυλίγει με της ψυχής του τα αιώνια δεσμά. Ένα ένα τα παιδιά σου ψάχνουν τον παράδεισο. Κάπου στο κεφαλόσκαλο σε συναντούμε. Δίνουμε όρκους αιώνιας λατρείας. Σε κοιτάζουμε στα μάτια. Η αύρα του ζέφυρου πήρε τον έρωτά σου μακριά. Από τότε το χαμόγελό σου ταξιδεύει στα όνειρά μας. Το ποτίζουμε μη τυχόν και μαραθεί. Κι εσύ με το μαγικό σου χέρι εξαφανίζεις τ' αποτυπώματα στις ψυχές μας.
Δ.Ι.



ΓΙΩΡΓΗΣ ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ  - ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΑ


Η αγαπημένη μου είχε τελειώσει μόλις την Πέμπτη Δημοτικού. Γεννημένη στις 15 του Φλεβάρη στα 1929, ήταν έντεκα χρονών ακόμη όταν πλάκωσε η μαυρίλα του πολέμου, η κατοχή, η μπότα του πολιτισμένου κόσμου. Το σχολείο στα Φράτσια, όπως και σε όλο το νησί, έκλεισε και οι μαθητές , όπως και όλοι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι της πατρίδας μου, κατατρομαγμένοι από τις θηριωδίες των Ναζιστών, προσπαθούσαν να επιβιώσουν, μαζεμένοι στα σπίτια τους κι αφοσιωμένοι στα χωράφια τους και στα λιγοστά ζα τους, που, όσο δεν τους τα έπαιρναν οι καταχτητές, είχαν πάνω σε αυτά στηριγμένη ακόμα την ελπίδα. Όταν αργότερα ξανάνοιξαν τα σχολεία, ο αγώνας της επιβίωσης, η πάλη για να επιζήσουν οι δυο γονείς με τα εφτά παιδιά, δεν της άφησε περιθώρια για περισσότερα γράμματα. Κι ας έλεγε η Δασκάλα της πως ήταν η εξυπνότερη από τους εξήντα μαθητές της. Η μάνα έμεινε αγράμματη.

-.-

Όσο να πάω δεκαοκτώ χρονών, ποτέ δεν είχα δει τη γραφή της. Αλλά από τότε και μετά, σαν ξενιτεύτηκα στην Αθήνα, καθώς ο μόνος τρόπος για να επικοινωνώ μαζί της ήταν πια οι επιστολές, τα «γράμματα» που μου ποστάριζε ένα τη βδομάδα, για να ρωτήσει αν είμαι καλά και να μου πει πως προσεύχεται νύχτα μέρα για μένα, εγνώρισα απόλυτα και τη γραφή της, μα και βαθύτερα την ψυχή της. Δεν ντράπηκα ποτέ που ήταν αμόρφωτη η αγαπημένη. Την πείραζα κιόλας καμιά φορά, καθώς εκτός από ανορθόγραφα, έγραφε και κάπως μπερδεμένα. Ίσως να είχε κι ένα είδος δυσλεξίας, όπως την λέμε σήμερα, αφού πάντα στη θέση του θ έβαζε το δ κι ανάποδα, όπου δ , έβαζε το θ.

Μου έγραφε , μόνιμη επωδό πάντα στο τέλος του κάθε γράμματός της: «Ο Δεός να σε βοηδήσει , αγάπη μου, να τελιόσεις ογλήγορα τις σπουθές σου. Τα γράμματα , παιθί μου, δα μας σώσουνε». Κι όταν εγώ της αστειεύομουνα… «αν με βοηδήσει ο Δεός βρε μάνα, τι σπουδές παρακαλάς; βόϊδι θα γυρίσω στο νησί», εκείνη με το πηγαίο χιούμορ της, «έχομε ανάγκη κι από ζευγολατιό», μου έλεγε και με σταύρωνε.

-.-

Η αγαπημένη μου είναι στους ουρανούς εδώ και είκοσι τρία χρόνια. Πέταξε καθώς βρισκόταν μεσοπέλαγα, καθώς κοιμόταν σ’ ένα καναπέ του πλοίου που την πήγαινε στην πατρίδα για να μαζέψει τον λιόκαρπο. Κι έτσι, είκοσι τρία χρόνια τώρα, δεν ξαναπήρα γράμμα της.

-.-

Αλλά να που χθές βράδυ, καθώς άνοιξα το γραμματοκιβώτιο του σπιτιού μου, ανάμεσα σε ένα μάτσο επιστολών και ειδοποιήσεων από όλες τις επαχθείς υπηρεσίες του Πολιτισμού, από τις Τράπεζες, από την Εφορία, από την ΔΕΗ, από την ΕΥΔΑΠ, από την COSMOTE, από τον ΕΦΚΑ, από το Δήμο, από το Κτηματολόγιο, από την Πολεοδομία, από το Δασαρχείο, από την Αρχαιολογική, από το Εμπορικό επιμελητήριο, ανάμεσα σε πενήντα περίπου διαφημιστικά δελτάρια εμπορεύσιμων σκουπιδιών και σε καμιά εκατοστή προεκλογικά φυλλάδια των πάσης φύσεως υποψηφίων, ήταν κι ένα γράμμα όμοιο με εκείνα τα παλιά , τα πολυαγαπημένα γράμματα , με τα μπλε και κόκκινα ρομβάκια στο περιθώριο και με τ’ ανορθόγραφα γράμματα στα ονόματα και στις διευθύνσεις του αποστολέα και του παραλήπτη. Αναμφίβολα ήταν ένα ακόμα γράμμα από τη μάνα. Είκοσι τρία χρόνια μετά. Θεέ μου, είναι δυνατόν; Είκοσι τρία χρόνια πάνε από τότε. Πώς;

-.-

«Πολυαγαπημένε μου Γιώργη , έγραφε, είμαι πολύ καλά και το αυτό επιδυμώ και για εσένα γιε μου. Εψές το βράθυ σε είθα στο ύπνο μου, σε όνειρο κακό. Μου εφάνηκε πως είχες πέσει μέσα σε ένα βαδύ πηγάθι και πως εφώναζες «μάνα σώσε με» και κατατρόμαξα , γιέ μου και γι’ αυτό επήρα το θάρρος και σου γράφω από τον κόσμο των νεκρών. Δεν έχω πια ζωή για να στην δώσω , να σωδείς, αγόρι μου, μα έχω την ευχή μου πάντα ζωντανή και αυτήν σου στέρνω με ετούτο μου το γράμμα. Με όλη μου τη ψυχή παρακαλώ να μην πνιγείς μέσα στο άπατο πηγάθι που σε είθα να αμπλέεις . Είθα κοντά σε σένα κι όλους μας τους χωριανούς κι όλους τους Έλληνες μέσα στο ίθιο το πηγάθι είθα κι εστεναχωρέδηκα πολύ. Χειρότερα κι από την κατοχή φοβάμαι ότι θα σας βρουν, παιθί μου. Παρακαλώ νυχδημερόν τον Άγιο Δεό να σας βοηδήσει όλους να σωδείτε από τον πνιγμό. Να μου φιλήσεις την κερά σου και το γιόκα σας, τον ακριβό μου εγγονό.

Σας αγαπώ ίσαμε αγαπώ τον Ύψιστο.

Η μάνα σας

Ερήνη 

-.- 

Ξύπνησα. Το ρολόι έλεγε τρεισήμισι χαράματα. Πάνω στο κομοδίνο ήταν αφημένοι όλοι οι λογαριασμοί , τα γράμματα όσων γύρευαν την ψήφο μου, σωρός και τα χαρτιά με τις διαφημίσεις των εμπόρων. Μα πουθενά δεν εύρηκα της μάνας μου το γράμμα. Αλλά είδα το βαδύ πηγάθι, με τη μορφή λογαριασμών και εκλογών κι εμπόρων κι άλλων ποταπών πολλών που φτιάξαν το άπατο πηγάδι των θεσμών, των προηγμένων οικονομιών, των περιλάλητων ανήθικων κρατών, που πνίγουν κάθε μέρα τη ζωή μας. 

-.- 

Αχ μάνα μου, αγράμματη μανούλα, μας βόηδησε ο Θεός ομαδηδόν, μας βόηθησε εντελώς, τσάμπα οι σπουδές, δεν μ’ έσωσαν τα γράμματα, αγαπημένη της ψυχής μου. 

γ.π.κ-δρ.



Κωνσταντίνα Ζαγάρη -  ΓΙΑ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ


Να μαζευτούμε όλες εμείς
που μας γιορτάζουν μέσα
στο Μάη με λουλούδια
γιατί ευτυχήσαμε να γίνουμε μητέρες
γεννώντας με το σώμα ή την καρδιά μας
παιδιά όμορφα
Στην αγκαλιά μεγαλωμένα με αγάπη
σαν τους καρπούς της γης,
-της μάνας όλων μας
Να μαζευτούμε όλες εμείς
Να ρίξουμε τα λουλούδια μας
στους τάφους των παιδιών
που χάνονται
(Σε άδικους πολέμους σπονδή
οι τρυφερές αθώες υπάρξεις
που δεν πρόφτασαν να ζήσουν
τα όνειρά τους)
Να σταματήσει η σπατάλη
της ανθρώπινης ζωής - γιατί είναι
των παιδιών μας
Εμείς μονάχα ξέρουμε πόσο αξίζει
κάθε ανάσα τους
Να μαζευτούμε όλες εμείς
και ν' απαιτήσουμε
για τα παιδιά μας
ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής τους
Να απαιτήσουμε να έχουν δουλειά
να ζουν με αξιοπρέπεια
Να απαιτήσουμε να είναι ασφαλή
Ν' απαγορεύεται με νόμο
παιδί να φεύγει πριν τη μάνα του
Ας μαζευτούμε λοιπόν...
Να διεκδικήσουμε για τα παιδιά μας
Ζωή ολόκληρη

Ντίνα Ζαγάρη

Κώστας Ζαϊκίδης - ΜΑΝΑ

Της μάνας η αγάπη είναι τόσο δυνατή
που και Θεό ακόμη δύναται να κυοφορεί.
Θέλημα ήταν Θεϊκό, Μάνα να τον γεννήσει
και με το γάλα μητρικό ,Θεό να Αναστήσει.
Μόνο η Μάνα Παναγιά τον Πλάστη θα θηλάσει
σαν Πλατυτέρα ουρανών μπορεί να αγκαλιάσει.
Μόνο Αυτή και στον Σταυρό μπορεί να τον θρηνήσει
όπως αρμόζει σε Θεό να Τον μοιρολογήσει.
Στην μάνα τρέχεις στην χαρά, στην μάνα και στη βλάψη,
μόνο αυτή θα το χαρεί , μόνο αυτή θα κλάψει.
Μάνα όμως κι αυτή ,που σπόρο δεν καρπίζει,
μ' αγάπη σ' άγνωστο παιδί απλόχερα χαρίζει.
Τέτοια λοιπόν και άλλη τόση της μάνας η καρδιά,
που κι αν ο Χάρος την ζηλέψει ,θα ζει παντοτινά.
Zaikidis Kostas




ΣΤΕΛΛΑ – ΣΟΦΙΑ ΖΥΓΟΥΡΗ - Γιορτή της Μάνας Γιορτάζει η Άνοιξη μια τέτοια μέρα, λουλούδια ολάνθιστα για τη γιορτή. Ένα χαμόγελο για τη Μητέρα, ευχές, τραγούδι απ’ την ψυχή. Ο ήλιος βγαίνει από τα νέφη, ακτίνες ρίχνει και ζεστασιά. Κι εκείνος είχε μια Μητέρα σε όλες λέει ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!! Εγώ για σένα γλυκιά Μανούλα δώρο σου έχω μία καρδιά. Για σε κτυπά, εσέ λατρεύει. Αναπνοή μου ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!! 08/05/2016
θΟΔΩΡΟΣ ΚΑΛΑΜΠΟΥΚΑΣ 

ιη΄


Από τώρα και πέρα

τίποτε δε θα είναι όπως πρώτα.


Μανούλα μου
μανούλα μου
δεν πέθανες εσύ
αλλά οι λέξεις.
(Θ.Κ. "Αντοχή των υλικών", με αφιέρωση στη μνήμη Της).

Μάρθα Κανάρη - ~Λίγη σκόνη από ΜΑΝΑ~

Σήμερα που γιορτάζω ,
σας δίνω τον χάρτη του ουρανού μου .
Να τον ανοίγετε όταν χάνεστε
και να ακολουθείτε πάντα το δρόμο των άστρων...
Είναι εκείνος ο δρόμος,
που θα σας φέρνει ολόισια στην αγκαλιά μου , κάθε φορά που τα σινιάλα της κακοκαιρίας θα σας λοξοδρομούν...
Να φεύγετε.... να πετάτε...
Μα να θυμάστε πάντα να επιστρέφετε..
Να επιστρέφετε
εκεί που είναι η αγάπη,
εκεί που είναι η ψυχή.
Εκεί που ο χάρτης θα γράφει
με των αστεριών τη λάμψη
τη λέξη ΜΑΝΑ...
Κι όταν το φέρει η ζωή
και στην επιστροφή θα βρείτε σκόνη,
θυμηθείτε να χαράξετε πάνω στα θολά τζαμια
του άδειου σπιτιού τη λέξη ΜΑΝΑ...
Θα ναι ' αποκαίδια που περίσσεψαν
απο μένα...για να σας φυλαω ,
ακόμη κι όταν δεν θα υπάρχω...
Μάρθα Κανάρη
09 Μαιου 2020

Μάρθα Κανάρη -Μάνα μου

Σήμερα μάνα μου, χώρεσαν και τα δυο χέρια σου
μες τη μια μου τη χούφτα…
Ούτε τη ζωή δεν μπόρεσα να διαβάσω
μες τις αυλακιές που σχημάτιζαν,
λες και το θελε η μοίρα
να χάνεται απρόσμενα αυτό που ορίζει…
Γέρασες μάνα μου
και μαζί σου γεράσανε τα φθινόπωρα…
και είναι τούτη η ώρα που γράφω η πιο δύσκολη γιατί βαράει ο λοστός.
Το ρολόι μένει ασάλευτο
και δεν με πάει πίσω.
Πίσω…
σε εκείνα τα δυσανάλογα λημέρια
της φτώχιας και της ομορφιάς,
εκεί που η λέξη « αγαπώ σε» αντιλαλούσε
σε φαράγγια και λόχους και μεταλαμπαδευόταν
σαν φλόγα απ την καρδιά σου στην καρδιά μου ,
εκεί που γινόταν προσάναμμα
να χουμε να ζεσταινόμαστε
προτού γεράσουν τα φθινόπωρα..
Σήμερα μάνα μου, η ευχή σου ρομφαία ,
καθώς έφερνα στα χείλη μου
και τα δυο σου τα χέρια…
Αγαπώ σε μάνα μου!
γι αυτό που είσαι και που δεν έγινες ποτέ..
Αγαπώ σε μάνα μου!
γιατί σου χρωστώ αυτό που είμαι.
Παρακαλώ σε μάνα μου…
μείνε όσο γίνεται παραπάνω!
Παρακαλώ σας …
...λίγη μάνα περισσεύει?



Κείμενο και Απαγγελία: Μάρθα Κανάρη


Βασιλική Καρατάσιου - Της μάνας μου η αγκαλιά.
Του κόσμου όλου τα παιδιά χωρά της μάνας η αγκαλιά. Χωρά κι εμένα τ' ορφανό πουλί στο λόγγο μοναχό. Της μάνας μου η αγκαλιά, του κόσμου η πιο ζεστή φωλιά. Το πιο καλό το γιατρικό στον κόρφο της τ' αναζητώ. Χωρίς πατέρα κι αδερφό, πουλί στο λόγγο μοναχό, της μάνας μου η γλυκιά λαλιά, σβήνει τον πόνο απ' την καρδιά. Με τις φτερούγες ανοιχτές διώχνει τις μπόρες, τις βροχές. Της μάνας μου η αγκαλιά, της πετροπέρδικας φωλιά. Του κόσμου όλου τα παιδιά, χωρά της μάνας η αγκαλιά. Χωρά κι εμένα τ' ορφανό, της πετροπέρδικας το γιο. Βασιλική Καρατάσιου _Τσιώλη. Φιλόλογος, Λογοτέχνης, Συντηρήτρια έργων τέχνης, Γενική γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών _Συγγραφέων Λάρισας (Ε. ΛΟ. ΣΥ. Λ).

Δημήτρης Καρπέτης(
Carpe)  - Μάνα ...η Υπέρτατη!

Άφησε την πόρτα μισάνοιχτη μάνα

να αφουγκράζομαι την ανάσα σου,

να σε προσέξω… μήπως

και μπορέσω να ξεπληρώσω

το δώρο της ζωής που μου

χάρισες…!

Carpe.


Κυριακή Καρσαμπά  - ΑΚΟΜΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ 

Έρχονται οι μανάδες κάποια πρωινά
επίσκεψη στα παιδιά τους τα θλιμμένα,
περνούν μέσα απ’ το τζάμι
φιγούρες άχρονες,
ανοίγουν τις κουρτίνες,
τους φέρνουν πρωινό,
τα αγγίζουν στα μαλλιά.

Έτσι κι εγώ μικρό κορίτσι
σε όνειρο αυγινό
που απότομα την πόρτα κλείνει
όταν τα βλέφαρα σκιρτούν
στην πρώτη του ήλιου αχτίδα.
Και να ’μαι πάλι εδώ, όχι κορίτσι πια
αλλά με άσπρα μαλλιά,
ολόιδια με τα δικά σου, μητέρα,
όταν στην ηλικία μου έφυγες για πέρα.

Δεν είμαστε πια μάνα με παιδί,
δίδυμες αδελφές είμαστε τώρα
που την ψυχή η μια της άλλης ακουμπά
εσύ από καιρό μες στην ανωνυμία
κι εγώ με το όνομά μου όλο και πιο αχνό
καθώς τα χρέη μου αποπλήρωσα
κι από την άλλη όχθη μού γνέφει
γαλακτερή ομίχλη
η αγάπη του Κόσμου αμίλητη.
Κ.Κ.30/ 9/2018


Γεωργία Κιουλάχογλου - Δεν φεύγουνε οι μάνες

Δεν φεύγουνε οι μάνες, ούτε χάνονται
καθώς πατούνε άθελες στου παραδείσου τα ακριβά χαλίκια.
Με γάντζους και με αγκίστρια πιάνονται
σαν ξέφτια απ’ των παιδιών τους τα μανίκια.

Δεν φεύγουνε οι μάνες, ούτε χάνονται
απ’ των παιδιών το γοερό τους κλάμα.
Βελούδο από τα σπάργανα της αγκαλιάς μοιράζονται
παρηγοριάς μεταλαβιά η θύμησή τους, άγιο πρόσφορο και νάμα.

Δεν φεύγουνε οι μάνες, ούτε χάνονται
στων σοκακιών τού χρόνου τού άκαρδου την λήθη.
Στα σπλάχνα τους, τα σπλάχνα τους με δάκρυα ασπάζονται
στης πεθυμιάς, στης νοσταλγίας τους κρυφοκουρνιάζουνε τα στήθη.

Δεν φεύγουνε οι μάνες, ούτε χάνονται
στα σπίτια τους, σα χελιδόνες στην φωλιά γυρνάνε.
Ποδιές φορούν, καημούς και πείνες αφουγκράζονται
στο ψίχουλο ενός ψωμιού, στα πιο μεγάλα δάκρυα χωράνε.

Δεν φεύγουνε οι μάνες, ούτε χάνονται
κεράκια, προσευχούλες, στεναγμοί που μπλέκονται στα χείλη
κι ευθύς ζακέτες χνουδωτές από μαλλί, μονάχες τους υφάζονται
σα πυροστιές ολόφλογες βαστάζουνε του χωρισμού το αβάσταχτο καντήλι.

Δεν φεύγουνε οι μάνες, ούτε χάνονται
κυλούν γλυκά στων περασμένων των καιρών, στων αναμνήσεων τα χάδια.
Γλυκοφιλούν, κρυφοσκεπάζουνε, αεί και ες αεί σπλαχνίζονται και νοιάζονται
σβήνουν με ήλιους αβασίλευτους τα πιο αξημέρωτα, τα πιο βαθιά σκοτάδια.

Δεν φεύγουνε οι μάνες, ούτε χάνονται
σαν ξέφτια αιώνια χαϊδεύουν των παιδιών τους τα μανίκια
με γάντζους και με αγκίστρια πιάνονται
ριζούλες στέκουν πλάι στο δάκρυ τους, σαν του γιαλού τα πάντα διψασμένα αρμυρίκια…

Ελένη Κιούπη - Συγνώμη μαμά!! Στρέμματα προσευχής Χιλιόμετρα γεύσεων Όαση ναφθαλίνης τα μπαούλα με τα κολαριστά της γιορτής Οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας Στην αυλή με το πηγάδι Τις νύχτες έβλεπα εγώ πάνω στη διάφανη καρδιά σου Τρία φυλαχτά τατουάζ Την Κυριακή με περίμενε πάντα η λευκή σατέν κορδέλα και τα ολόλευκα σοσόνια μου Όλα μαγικά στη θέση τους Και πάντα εδώ να παραμονεύει η ανησυχία Γνώριζες τις ζαβολιές μου Οσμιζόσουνα τις λύπες μου Μάντευες τους πόνους μου Αντιλαμβάνεσαι πότε υποκρίνομαι την ευτυχισμένη Και μ'αφήνεις να σε ξεγελάω μαμά Και όταν χάνομαι από προσώπου γης Στα έγκατα σε βρίσκω μπροστά μου Με διαβάζεις σαν ανοιχτό βιβλίο Κι ας σου δείχνω το χρωματιστό μου εξώφυλλο Για να μην ανησυχείς Σε κλείδωνα έξω... Θέλω να μείνω μόνη μου σου έλεγα δυνατά Να περπατήσω στους απέραντους μοναχικούς μου αμμόλοφους Να ξεχαστώ στους μονολόγους μου Να χαθώ στα σκοτεινά πάρκα Των επιθυμιών των παθών και των φόβων μου Να βγω στις απέραντες λεωφόρους των σκέψεων Να οδηγήσω Να προσπεράσω Να συγκρουστώ Να περάσω στο αντίθετο ρεύμα Να ριψοκινδυνέψω Και να μη το μάθεις Εσύ μαμά Δεν πείνασα δεν κρύωσα ποτέ κοντά σου Η κόκκινη ολόμαλλη κουβέρτα σου με σκέπαζε πάντα Πόσο σε στεναχώρεσα όταν κατά λάθος της έκανα μιά ψαλιδιά Μόνο τη φόδρα από το παλτό μου ήθελα να αφαιρέσω Μαμά στ'ορκίζομαι Αχχχ!! βρε μαμά όλο μπελάδες σου προσθέτω Κι έχεις τόσα φορτωμένη Μόνο η ψυχή αχχ! αυτή η ψυχή μου κρύωνε τόσο Εκεί ψηλά στο παρατηρητήριο με τη σφυρίχτρα Θυμάσαι που χανόμουν μαμά; Τώρα θα σου το πω πρώτη φορά Τότε που χάθηκα όλο το απόγευμα Είχα πάει στου Κορόσφελα τη λίμνη να χαζέψω τα βατράχια πάλι Θυμόμουνα που μου είχες πει να προσέχω Τα μούσκλια γλυστράνε πολύ Λοιπόν μαμά να σου πω κάτι που δεν ξέρεις; Όλα αυτά τα πράσινα είναι βατραχάκια Σαν χαλί στρωμένο φουσκωτό που αναπνέει Ένα να πήδαγε μού 'κόβε το αίμα Όταν γύρισα σπίτι ... Την προσοχή σου ζήταγα κι εσύ μαλώματα έδινες. .. Μπήκαν χιλιόμετρα ανάμεσά μας Η ανησυχία πήρε δρόμο πήρε τηλέφωνο πήρε καράβι Δεν ξέχασα τα λόγια σου όπου κι αν βρέθηκα -Νά' χεις καθαρό σπίτι μην έρθει ξένος -Σκοτώνομαι για καθαρό σπίτι από τότε μαμά και ο ξένος δεν εφάνει Όλοι λένε ότι σου μοιάζω Ο μπαμπάς όμως έχει άλλη γνώμη -Η κόρη μου μοιάζει στη μάνα μου Διαστολή του σύμπαντος και έκρηξη -Τι λεές; Εύκρατο το κλίμα για παρεξήγηση πάντα Ναι σου μοιάζω μαμά Κι ας κλωτσάν τα σωθικά μου στη διαπίστωση Υιοθέτησα ό, τι δικό σου μου ταίριαζε Ναι σε θαυμάζω μαμά Πιστή και ακούραστη στην αγάπη Μη μεγαλώσεις άλλο όμως μαμά φοβάμαι... Eleni Kioupi
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΛΙΟΦΩΤΗ - ΜΑΝΑ

Τίναξε τα φτερά μια πεταλούδα.
Η σκόνη τους,
γιορτάσι στο άσπρο φόρεμα της Μάνας.
Χορός χρωμάτων,
εαρινή ευωδία,
ιερή κατάνυξη,
σύναξη αγάπης!
Μέλλοντας ζωής, τα άνθη που φύτρωσαν.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΛΙΟΦΩΤΗ - ΣΑΝ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Παιδί μου,
κοιμήσου.
Στα όνειρα σου,
ακούω το φθινόπωρο σαν βροχή
αισθάνομαι το χειμώνα σαν χιόνι
ανασαίνω την άνοιξη σαν λουλούδι
γεύομαι το καλοκαίρι σαν σταφύλι
Παιδί μου,
στα όνειρα σου περπατώ ,ζω κι ανθίζω.
Κοιμήσου… Όλα τα ποτάμια
μαζί θα τα περάσουμε.
Είμαι συνεχώς ξάγρυπνη για σένα.
Χρυστάλλα Κοσμά

Αφιερωμένο σε μια παρεξηγημένη μάνα...(τη μητριά)


ΚΙ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΜΗΤΕΡΑ ΠΟΥ ΠΡΙΝ ΠΡΟΛΑΒΩ ΝΑ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΩ ΣΕ ΕΧΑΣΑ... ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ, ΟΜΩΣ, ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΓΚΑΛΙΑ .... ΚΙ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΜΗΤΕΡΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΣΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΜΟΥ ΚΟΙΤΑΖΩ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΨΑΧΝΩΝΤΑΣ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΟΥ... ΜΑ ΤΟ ΕΝΟΙΩΣΑ ΣΤΟ ΧΑΔΙ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΜΑΤΙΑΣ.... ΚΙ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΜΑΝΑ ΠΟΥ ΣΕ ΣΤΕΡΗΘΗΚΑ ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΖΩΗ... ΜΑ ΠΟΥ ΣΕ ΒΡΗΚΑ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΨΥΧΗΣ.... Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ "ΜΑΝΑ" ΠΟΥ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ, ΤΟΣΟ ΙΔΑΝΙΚΑ "ΕΚΕΙΝΗ"..... "Κρυσταλία"
ΒΑΣΩ ΚΟΣΜΙΔΟΥ ΙΟΡΔΑΝΟΥ

Μικρή, όταν λυπημένη
με έβλεπε η Μητέρα μου
μου έλεγε:
" Κλείσε τα μάτια σου
και φαντάσου
ότι πιο όμορφο στον κόσμο"
Σήμερα, κλείνω τα μάτια μου
και φαντάζομαι Εκείνη.
*** Από το βιβλίο μου: "Άτιτλα Μικρά"
(2ος Κύκλος - Καρδιοχτυπήματα- Καρδιογραφήματα)

.
Στην Ιερότητα
της Μητρότητας
να προσεύχεστε.
Αυτή
είναι Αγιότητα!

*** Από το βιβλίο μου: "Άτιτλα Μικρά"
(1ος Κύκλος- Μηνύματα χωρίς χρέωση)




Καίτη Κουμανίδου - ΑΠΌΨΕ ΘΑ ΣΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΉΣΩ

( Στην μητέρα μου Μαργαρίτα)

Απόψε
θα σου τραγουδήσω
τραγούδια των αστεριών
που μάζεψα για να στολίσω
το πληγωμένο κορμί σου
Απόψε θα σου τραγουδήσω
το τραγούδι
που κλαίει και γελάει
που θυμώνει και χορεύει
στα σιωπηλά καλέσματα
της ψυχής σου
Απόψε θα σου τραγουδήσω
για την στοργή
για την αγάπη
που μου χάρισες
στο πέρασμα των καιρών
Απόψε θα σου τραγουδήσω
και με πίκρα στα χείλη
θα θρηνήσω τ ανείπωτα
λόγια τα αγαπημένα
που δεν σου χάρισα
Θα θρηνήσω για εσένα
με σάλπιγγες
και ύμνους αιώνιους
Εσένα
ταξιδεύτρα των ωραίων
και μάρτυρα των αόρατων
Με μύρο και θυμίαμα
θα ποτίσω
την όμορφη ψυχή σου
και με ανθούς αμάραντους
θα την ράνω
προσφορά αγάπης
για εσένα
Ξέρω είσαι μακρυά
μα αν ρίξεις με αγάπη
το βλέμμα σου
θα μ αγγίξει
αν μου χαρίσεις
ένα τραγούδι
θα έλθει να με βρει
Έναν ήχο μυστικό με λόγια
του αέρα
αν μου στείλεις
ρόδα και ευωδιές γιασεμιών
θα ανθίσουν γύρω μου
Απόψε θα σου τραγουδήσω
τα τραγούδια των αστεριών
που μάζεψα για να στολίσω
το πληγωμένο κορμί σου
Απόψε θα σου τραγουδήσω...

Από την ποιητική μου συλλογη
"ΑΜΦΙΔΡΟΜΟΣ ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ"
2017 Εκδόσεις. ..Α--Ω.

ΜΙΜΗΣ ΚΟΥΡΤΗΣ - M A N A… 

Σε ποιόν θα σκάλιζα μνημείο αν με ρωτούσαν,
σε ποιόν πορτραίτο πλουμιστό θα ζωγραφίσω,
για ποιόν τα χείλη μου γλυκά θα τραγουδούσαν,
και ποια θεά σεμνά θα προσκυνήσω,
μπροστά στη ΜΑΝΑ θα σταθώ, θα γονατίσω.

Όλου του κόσμου τα καλά αν μου χαρίζαν,
στα πλούτη αν μου ’λεγαν να σκύψω και να τρέξω,
καινούργιοι δρόμοι για τα εύκολα αν ανοίγαν,
σε κάθε πειρασμό μπορώ ν’αντέξω.
ΜΑΝΑ μου αγρότισσα εσένα θα διαλέξω.

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΤΟΥΣΗ - Είσαι εδώ

Κάθε μέρα και περισσότερο σε βρίσκω.
Χρόνια τώρα...
Είναι εδώ τόσα από σένα, μαμά...
Σε κουβαλώ στους καθημερινούς δρόμους της ζωής μου.
Το είδωλό μου στον καθρέφτη δείχνει
την ώριμη εγγραφή σου
στα ρυάκια της μνήμης.
Να! Είσαι εκεί...
Σ' εκείνη τη ρυτίδα
που σιγά σιγά βαθαίνει.
Στο βλέμμα που γεμίζει σκιές
καθώς αγναντεύει το λιόγερμα.
Στων λογισμών τις άμυνες.
Στην άοπλη τρυφερότητα.
Είσαι εδώ. Στην κρυφή καρδιά
και στους μυστικούς της δρόμους.
Στο άκουσμα εκείνης της μουσικής.
Νομίζω ότι την ακούω κι εγώ, μαμά...
Δεν πρόλαβα να σου το πω.
Δεν το ήξερα τότε...
Τόσος χρόνος απουσίας, κι όμως...
τόσο κοντά
τόσο μαζί
τόσο εσύ...εγώ.
Μ.Κ.
Από την ποιητική συλλογή "Πίσω από τους στίχους"




Μίμης Κωστήρης  - Η ΓΡΑΦΗ ΤΗΣ


Στον ύπνο μου
ήρθε η μητέρα
Εγώ λέει, στη σάλα
σκυφτός στο παλιό τραπέζι
έγραφα
Όλο έγραφα
Εκείνη αμίλητη
έγειρε για λίγο πάνω μου
πέρασε το χέρι στα μαλλιά μου
με σταύρωσε
κι ύστερα χάθηκε
Το πρωί σαν ξύπνησα
όλα τα γραμμένα μου
είχαν
το γραφικό της
χαρακτήρα
" ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΙΑ ,, 2014

Ισμήνη  Λιόση - ΜΗΤΕΡΑ

στην μοναδική μου ΗΛΕΚΤΡΑ ΒΟΓΕΑ


έρχεται από τον κάτω κόσμο με
ένα πουλί στον ώμο της
και μία γάτα μαρμαρωμένη
να μου πει
-χρόνια πολλά
-μην αλητεύεις
-ο έρωτας έρχεται πολλές φορές
-μα, σου πάνε πιο πολύ τα κίτρινα
μπαίνει αερικό μέσ απ τους τοίχους
μυρίζει ze revienς και ροζ πούδρα
μάνα, της λέγω
-πως γίνονται τα παιδιά;
μου απαντάει
-στην αδελφή σου μύρισα κρίνο
-σε σένα ανεμώνη
-στον αδελφό σου μύρισα μενεξέ

τα λόγια της παίρνει η θάλασσα
και ο άνεμος ζηλεύει το μαντήλι της
-που είσαι μάνα;
δεν απαντά ο ίσκιος της
μαβής και σκουροπράσινος και
τριανταφυλλής
μόνο στέκει σκυφτός
πάνω απ το τσουκάλι που
βράζει το πλιγούρι με σταφίδες.

Μαίρη Μαυρωνά - ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΩΝ

Έχασκε σκονισμένο
το παλιό ερμάρι της μητέρας.
Από το βάθος του
έβγαιναν ψαλμωδίες,
μύριζε κερήθρα μέλισσας
τσακισμένη.
Θυμήθηκα πως εκεί μέσα
η μητέρα έκρυβε φλυτζάνια
με φρέσκα δάκρυα και αρχαίο τρόμο.
Ο πατέρας αργούσε τα βράδυα
να γυρίσει στο σπίτι.

Εκείνη μπάλωνε κάλτσες
την ώρα του εσπερινού
κυττώντας ίσια τη σιωπή στο ξύλινο πάτωμα.
Άρχιζε να συναντάει κρυφά τους αγγέλους,
θυμιάτιζε το δωμάτιο,
έπαιζε με τις εικόνες,
ετοίμαζε τη λεκάνη με ζεστό νερό
και πράσινο σαπούνι
να πλύνει τα πόδια του πατέρα,
σιγοψιθύριζε αγιοσύνη,
ο Ιησούς άφηνε το Μυστικό Δείπνο,
κατέβαινε και της μιλούσε.

Κάποιο χειμώνα
σπάσανε οι μίσχοι της ζωής της,
μετακόμισαν πάνω στο τραπέζι,
στην ανύπαρκτη φωτογραφία του γάμου της,
στη ραγισμένη φτερούγα του περιστεριού.
Ο πατέρας ξεχνούσε επίμονα
να την αγαπήσει...
Το περιστέρι δεν ανάρρωσε ποτέ,
χωνεύτηκε μαζί με τη μητέρα,
Μάρτη μήνα στον πλάστη των αθώων
γιατί ο θεός εγκατέλειψε
ξεκούρδιστα τα ρολόγια,
και ο πατέρας δεν κατάλαβε
γιατί έπρεπε να φορέσει
ασιδέρωτο πουκάμισο.

Ανώφελο το ξεσκόνισμα,
μουρμουρίζει η πέννα μου.
Μη ταράζεις
τα λυτρωμένα δάκρυα
των περιστεριών!

Και αποχώρησε
μ` ένα λουτρό βεβαιότητας...

ΓΙΟΥΛΗ ΜΠΟΪΝΤΑ - Για τη μάνα

Για τη μάνα τι να γράψεις
πιο μεγάλο, πιο τρανό,
για την ύπαρξή σου να μην πάψεις
να της λες "ευχαριστώ" !

Λίγα λόγια μαγικά δικά της
κάθε πόνο, κάθε πίκρα ανακουφίζουν
χάδια, λόγια απ' την καρδιά της
ευτυχία σου χαρίζουν!

Τόσα εκείνη σου προσφέρει
κάθε πράξη της "θυσία"
σαν μαχαίρι στην καρδιά της
του παιδιού η αχαριστία!

Απ' τη μάνα πιο πολύ
ποιος μπορεί να σ' αγαπήσει
σαν τη μάνα ποιος μπορεί
τη ζωή να σου χαρίσει?
Γιούλη Μποϊντά - 1986


Μίνα Μπουλέκου - Αφιερωμένο

Μανούλα μου, η δική σου αγκαλιά,
με κρατά να μην πέσω…
Μανούλα μου, η αγκαλιά σου
ήταν όλος μου ο κόσμος.
Ένα ήσυχο καταφύγιο που βρήκα.
Ένα απάνεμο λιμάνι σωτηρίας
στους λυγμούς που θέριευαν
στη σιωπή αυτού του κόσμου,
μακριά από τις θαλασσοταραχές,
μακριά από τις ανεμοδαρμένες μπόρες.
Η αγάπη Σου έγινε μια Απέραντη Ευλογία
στον Ωκεανό της Ζωής Μου.

Ξημέρωνα κάθε μέρα με την Ελπίδα
σε κάθε στιγμή που ήσουν δίπλα μου
κρατώντας τα χέρια σου μέσα στα δικά μου.
Μου έδωσες ρίζες να ξεκινήσω το ταξίδι μου,
Μου έδωσες φτερά για να πετάω.
Μ’ έμαθες να ονειρεύομαι, χωρίς να σκιάζομαι
πίστεψες σε μένα από τα πρώτα μου βήματα.
Σε κάθε σκαλοπάτι με οδηγούσες όπως η Παναγιά
Ήσουν εκεί, φώτιζες πάντα το δρόμο μου
κάθε φορά που πνιγόμουν στα σκοτεινά μονοπάτια….

Δώρο θεϊκό η Σκέπη σου μαζί με τον φύλακα Άγγελό μου.
Πράξη θυσίας η Ζωή σου για τη Ζωή μου.
Πάντα εκεί δίπλα μου!
Ένας θησαυρός κρυμμένος ξεδιπλώθηκε μέσα μου.
Έλαμπαν τα μάτια σου, στο στερέωμα του ουρανού μου.

Ανυπέρβλητη Δύναμη στάθηκες στη Γη
Πάντα εκεί δίπλα μου!
Ηλιόλουστες μέρες φωτεινές,
γέμισαν τις μνήμες μου
σαν πολύτιμο κειμήλιο,
ένας θησαυρός κρυμμένος
στην καρδιά μου,
σε μια Αγάπη Άνευ Όρων.

Μανούλα μου,
Θ’ αγαπώ τον κόσμο
μέσα από τα δικά σου μάτια.
Θα συνεχίσω να ονειρεύομαι
γέρνοντας στην δική σου αγκαλιά
με τη λαχτάρα πάντα ενός μικρού παιδιού.


ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΠΟΥΡΤΖΙΝΟΥ  - Οκτάστιχη σκέψη

Μητέρα ύμνηση
ομορφιά λαμπερή
ύπαρξη ανεξίκακη
απάνεμο λιμάνι
υπομονή συγχώρηση
στήριγμα δώρημα
άγρυπνη φρουρός
μητέρα θυσία.


ΒΑΓΙΑ ΜΠΑΛΗ

Η μάνα μου είναι θάλασσα απέραντη, έμαθα από την πρώτη στιγμή να ταξιδεύω μέσα στο συναίσθημά της δίχως να φοβάμαι.
Η μάνα μου είναι ορειβάτης ολκής. Γνωρίζει να ανεβαίνει με μαεστρία τα βουνά του εγωισμού μου και να υψώνει σημαία στη βεβαιότητα της μητρικής αγάπης της.
Η μάνα μου είναι η πιο μεγάλη γέφυρα. Μπορεί να ενώνει χάσματα, να δίνει τόπο στην οργή και με το χάδι της να με κάνει να περνώ στην όχθη τη δική της.
Η μάνα μου είναι χαμόγελο. Είναι το πρώτο χαμόγελο που αντίκρισα και αυτό που ψάχνω να βρω στα μικρά καθημερινά μου κατορθώματα.
Η μάνα μου είναι αξία. Ανεκτίμητη αξία, που όλα τα πλούτη του κόσμου δεν τη φτάνουν.
Η μάνα μου είναι πολυπράγμων. Καταπιάνεται με τα πάντα και έχει τις λύσεις όποτε και να της το ζητήσω.
Η μάνα μου είναι ο ώμος για να κλάψω, όταν τα ζόρια με κυκλώνουν και ο χώρος μικραίνει επικίνδυνα.
Η μάνα μου είναι το φως, η μάνα μου είναι η δύναμη, η μάνα μου είναι κομμάτι από την πνοή μου.
Η μάνα μου είναι το όλον μου, ο προσδιορισμός μου.
Η μάνα μου είναι η αφετηρία μου.
Η μάνα μου είναι η ύπαρξη και εγώ η σκιά που δίπλα της μαθαίνω.
Η μάνα μου είναι ολάνθιστος κήπος γεμάτος από λογής λογής λουλούδια. Όποιο και να κόψω να μυρίσω, θα στάζει αγάπη και θα μοσχοβολά φροντίδα.
Η μάνα μου είναι ο τρόπος που κοιτάζω, ο τρόπος που μιλώ και ο τρόπος που σκέφτομαι. Είναι η ηθική μου και η ακεραιότητά μου.
Η δική μου μάνα είναι ο βράχος μου.
Βάγια Μπαλή


Χρύσα Νικολάκη  - Μάνα σημαίνει αγάπη
Απ την πρώτη στιγμή κρατάς τη ζωη εμφυσάς μεσα μου στοργή και πνοή στη ματιά σου κρατάς την αγάπη στην ψυχή σου πνιγείς το δάκρυ. Με χαμόγελο πάντα βαδίζεις τη σιωπή μου μόνο εσυ τη λυγίζεις με κοιτάς κι έχω εγω αναστηθεί σε Παράδεισο επίγειο βρεθεί.. Κι αν κανένας με πίκρα μ' αγγίξει και φαρμάκι στη ζωή μου εισχωρήσει φτερά Αγγέλου αμέσως φοράς και με μένος τα δίχτυα του σπάς. Είσαι θεϊκά, πανώρια, φτιαγμένη απο αρχέτυπο υλικό ζυμωμένη Τα συστατικά σου άυλα και σπάνια επειδή η λέξη ΜΑΝΑ ειναι ουράνια! Χρύσα Νικολάκη (c) 13.5.2018 *Αφιερωμενο στη μητέρα μου.... στον επίγειο άγγελο μου.


Αποστόλης Νινιός -Τα χέρια της μάνας
Ι.
Χέρια αεικίνητα
βουνά ακίνητα
απόλυτα θλιμμένα.

Χέρια δημιουργικά
που ονειρευτήκατε προσφορές
δοθήκατε στη δουλειά, στην αγάπη,
στης ψυχής το ταξίδι.

Χέρια ιερά
σκληρά και μόνα,
τα βράδια
συντροφιά με τη φωτιά, το ζυμάρι και τη σκάφη
σιωπηλά.
Το συρτό τους ήχο αφουγκράζομαι.

ΙΙ.
Ορφανά τα χέρια μου
αποζητούν τα δικά σου.
Κάθε αγκάλιασμα των χεριών σου,
κάθε φώλιασμα των δαχτύλων μου
ανάμεσα στα ροζιασμένα δικά σου,
κάθε μικρό, ανεπαίσθητο σφίξιμο,
κάθε απαλό χάδι στον καρπό μου
σταγόνες ακριβές στης μνήμης το σάκο
εκεί,
όπου κουρνιάζουν όλες οι στιγμές.
Μου κρατούσες το χέρι
και μου διηγιόσουν γλαφυρά
ιστορίες ατέλειωτες.
Κράταγες τη δική μου παλάμη
ακριβώς όσο χρειαζόταν
για να ρέουν η στοργή, η αγάπη κι η τρυφερότητα.
Να πνίγεται η καταπίεση της εξουσίας
και η μιζέρια της ζωής.

ΙΙΙ.
Μου λείπεις πολύ Μάννα.
Μου λείπουν
τα τρυφερά σου χέρια!


Σοφία Δ. Νινιού - Το κοχύλι

Μια μικρή κουκίδα φως
και το ταξίδι μας
αρχίζει

Το κοχύλι μάς κλείνει
στη μυστική του αγκάλη
κι ονειρεύεται

Ονειρεύεται και περιμένει
να γίνουμε μαργαριτάρι

Και μεγαλώνουμε
μεγαλώνουμε
ώσπου να λάμψουμε
μαργαριτάρι όνειρο

Τότε
δίνουμε μια
κι ανοίγουμε το μυστικό παράθυρο

Βλέπουμε ουρανό
Φοράμε τις φτερούγες μας
και πετάμε στ’ όνειρο
Ξεδιπλώνουμε τα πανάκια μας
κι αρμενίζουμε

Ιωάννα Νταρίλλη

Της αρέσει να πλέκει κοντά στο παράθυρο
δαντέλες, κύματα σε θάλασσες έκτης αίσθησης
Μα το παράθυρο δεν είναι μόνο ουρανός
Λησμονιάς ξεστράτισμα είναι
με τις φιλενάδες μιας μνήμης τρυφερής
Ο χρόνος στην παλάμη, στα δάχτυλα,
στο βλέμμα, στο ψηφιδωτό της επιδερμίδας,
παραμονεύει την ανάσα της κι εγώ ξωπίσω του
παραφυλάω κάθε του κίνηση.
Ι.Ν.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΝΤΑΖΗ - Μάνα

Χέρια γεμάτα ρυτίδες η μάνα
στο παράθυρο στέκει με τα μάτια
ανοιχτά κι η καρδιά της κομμάτια,
μια προσευχή κάνει τώρα μονάχα.

Μάτια βαθιά κουρασμένα ποτάμια
του κόσμου η μάνα η γη πώς πονά,
όπως οι μάνες κι αυτή ξενυχτά
τα δάκρυα οργωμένα χωράφια.

Η γλώσσα της σοφία πάντα έχει,
το πρόσωπο ήλιος, τα στήθη καρποί
στα χείλη της αγάπη πάντα τρέχει.
κι ακόμα όταν φύγει μακριά
κι σε ένα κάδρο στέκεται βουβή
εκείνη μας φυλά με την Παναγιά.
..............................................
Βασιλική Πανταζή 3-5-2020
πνευματικά δικαιώματα



ΗΛΙΑΣ Δ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ - ΜΗΤΕΡΑ Πέτρινα σκαλοπάτια αιώνων τρώει το στόμα της μάνας, με τα γιγάντια χέρια της σηκώνει το σπίτι συθέμελα, γυρίζει το, πάντα αέρα να βρίσκουν τα παραθύρια. Χαμογελούν τ’ αγριόχορτα στο σκύψιμο κι η άμπελος ανθίζει στο πάτημα της, τη σκέψη που φθείρει κυλά, μη σπιτώσει σ’ άλλον κήπο. Χιλιάδες οι γεννήσεις, σταρένια η ματιά , χωνεύει φωνές παιδιών κι άλλων παιδιών, ραπίσματα και σκέψεις. Σύγκορμη αγναντεύει την αυγή ν’ αρπάξει ηλιαχτίδες, να τις χαρίσει απλόχερα σε μας και σε αυτούς που λείπουν. Σύρμα στα δάχτυλα κυλά, σφιχτοδένει λίθους, άκρατο οίνο, μέλι και κερί, προζύμι αιώνων γνέθοντας επιδέξια για να σκεπάσει κόσμους. Χρώματα γεννά ο αργαλειός της, το στημόνι σαν γυρνά μετράει τις θάλασσες που πλέκει στην ψυχή μας. Στ’ ανοίκιαστα βλέφαρά της πώς χωράνε όλοι; Πίσω απ’ τις κόρες των ματιών σωπαίνει το ουρλιαχτό της, υγραίνουν και στερεύουν με μιας τα πέλαγά της να ΄ναι ορατά μόνο απ’ αυτήν, τρίχα μη μας στενέψει. Μέσα τους, μόνο μέσα σε τέτοια πέλαγα ψυχής αντικατοπτρίζει το μαρμάρινο πρόσωπο της τον ήλιο, τους ήλιους, που τρυπώνει στα δωμάτια κι έναν μεγάλο στην αυλόπορτα ν’ αστράφτει. Τούτη η αφή απλήρωτη θα μένει όσο ανασαίνει. ΗΛΙΑΣ Δ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ


Βασίλης Παππάς - 2853.


Να βρεθεί κάποιος από τους αγγέλους να στείλει λουλούδια και στη μάνα μου. Να μη δείξω δάκρια σήμερα. Βλέπουν οι μανάδες από εκεί πάνω. Όλες μαζί σπρώχνουν έξω τον τρούλο και το παράθυρο τ΄ ουρανού. Να μην έχει ραβδώσεις ο αιθέρας μας.

ΒΚΠ200510Ε΄370729Κ



Γιάννης Παρασκευόπουλος

Μάνα μητέρα μανούλα μαμά
Λέξεις όλο νόημα
που δίνουνε χαρά
σε κάθε γυναίκα που μέσα απ αυτές
είν ολοκληρωμένη
δημιούργησε...
γέννησε παιδιά
προσέφερε στην οικουμένη
το νόημα αυτό είναι της ζωής
για σε γυναίκα μόνο
σαν τις ακούς απ τα παιδιά
κι όσο κι αν έχεις πόνο
από την καθημερινότητα
τα άγχη τη ζωή
ευθύς αμέσως τα ξεχνάς
σπουδαία η ανταμοιβή
και μόνο το άκουσμά τους
Μάνα Μητέρα Μανούλα Μαμά

Γιάννης Παρασκευόπουλος
Από την ποιητική συλλογή
Μηνυμα Αισιοδοξίας
Εκδόσεις Ελίκρανον

Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη - ΛΑΧΤΑΡΩ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΟΥ ΜΑΝΑ

Λαχταρώ την αγκαλιά σου μάνα.
Τα λόγια που μου’ λεγες
πριν βυθιστώ στου ύπνου τις νεφέλες,
τα παραμύθια και τα νανουρίσματα
κι αυτό το χάδι
Άγγιγμα φτερού.
Τόσα χρόνια πεθαμένη
ακόμη μ’ αγγίζεις.
Κάθε βράδυ στο προσκεφάλι μου,
μια καληνύχτα-θωπεία αποθέτεις
στα βαμμένα μαλλιά μου.
Άγγιγμα αγγέλου.
Λαχταρώ το γέλιο σου μάνα
κελαρυστό και γάργαρο,
Μια πινελιά άλικο με χάσικο λευκό,
πάνω σε πρόσωπο σταρομελάχρινο
Κερί που φώτιζε σκοτάδι.
Σπουδαία η ομορφιά σου ‘λέγαν οι πολλοί
Μα της ψυχής σου η ομορφιά,
όλα τα σκέπαζε τα υπόλοιπα.
Λαχταρώ τον καφέ σου μάνα.
Κείνον που μοιραζόμαστε στα δύσκολα
Μα και στα εύκολα, τα καθημερινά,
Σκέτο ελληνικό
με κουλουράκι όμως
και την πίτα σου τη μοσχομυριστή,
να συνοδεύουν την ατέλειωτη κουβέντα.
Αν ήταν να ξαναγυρίσεις μάνα,
εγώ,
Κλωστή θα γινόμουν για το κέντημα σου,
Λουλούδι στο βάζο σου-μια ανεμώνα-
Πηγής νερό, κρυστάλλινο να με γευτείς
Σταγόνα άρωμα να μ’ αποθέσεις στο λαιμό σου
Το μαγικό βοτάνι για να μην ξαναπεθάνεις,
Ένα φιλί του πατέρα , που δε χόρτασες ποτέ σου,
Για σένα θα γινόμουν , μάνα.
Άσπρισα
Κι όμως περιμένω να με πάρεις απαλά απ’ το χέρι
Όπως τότε
και να μου δείξεις απ’ την αρχή τον κόσμο, μάνα
Μόνον εσύ, τον έκανες να φαίνεται ωραίος.
-------------------------------------------------------------
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
''Στον κήπο της μνήμης'' 2011 Εκδ. Γαβριηλίδης





Μαρίνα Προμπονά - ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΑΝΑ

Μάνα,
από ψυχής Σου εύχομαι, στα ουράνια 'κει παλάτια
ο, τι ποθείς να χαίρεσαι, να ζεις με Αγάπης χάδια
Να σαι γερή ...
Το κέντημα κείνο μην το ξεχάσεις
και το πλεκτό του κύρη μας, την πλέξη μην αλλάξεις!
Πόσες φορές μου έλεγες :"Παιδί μου αγαπημένο,
ό, τι κι αν κάνεις στη ζωή θα ΄ναι ευλογημένο,
αν μόνο της Αγάπης το πρόσημο του δίνεις.
Ακόμα κι απ' το έλλειμμα, Μαρίνα μου ,να δίνεις ... "
Δεν Σε ξεχνώ. Παντοτινά σε έχω στην καρδιά.
Αναθυμούμαι τα έργα Σου και την πολλή δουλειά...
Ας είναι εκεί που κατοικείς, στα υπερώα του κόσμου
να μη σ αγγίζει ο καημός, μάνα γλυκιά μου , φως μου
Να χεις αγγέλων συντροφιά, των γονικών παρέα
κι εκεί με τον πατέρα μου, να τα περνάτε ωραία .
Σ ευχαριστώ , Σ Ευγνωμονώ...
Με πόση σοβαρότητα και πόσο μεγαλείο
με μάθαινες ανάγνωση στο πρώτο μου βιβλίο!
Κ αν γράμματα δεν ήξερες, τα είχες καταφέρει..
και το παιδί σου ήτανε εις το σχολειό ξεφτέρι..
Το ένστικτό σου ξάγρυπνο κι η καρδιά επίσης
Κατάφερες μες στη ζωή όλους να μας μυήσεις
Μια λέξη: "ΜΑΝΑ!! Σ ΑΓΑΠΩ!!"
απ την ψυχή σου λέω.
Σαν θυμηθώ τι πέρασες, για σένα, μάνα, κλαίω!
Σ ευχαριστώ που ποιήματα μου δίνες να διαβάζω
" Μετράω τ άστρα "μάνα μου, όταν αναστενάζω
........................................................................

Μάνα μου ανυπόκριτη, λιμάνι της ζωής
έλεγες " κι απ τα λάθη μας μαθαίνουμε.. θα δεις"
Φτωχά είναι τα λόγια μου για τόσο μεγαλείο
Θαρρώ πως γράφεις της ζωής το πιο τρανό βιβλίο
"ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΑΝΑ"
Από ψυχής εκφράζω Σοου εκείνο το αόρατο πια
"Σου 'πα και σήμερα ότι Σ' αγαπώ;"
Τώρα σιωπή κι ο λόγος ξένος.
Στέρεψε η πλούσια δακρύων πηγή
κι ο πόνος γέρος.
Έγειρε δίπλα μου, πια δεν μπορεί.
Κι όλα τριγύρω έγιναν γκρίζα,
η ζωή σε τοπίο με γκρι κορνίζα.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΜΑΜΑ!
Σ ΑΓΑΠΑΩΩΩ!
Το Μαρινάκι Σου
17111/2014


Κατερίνα Ραμανδάνη - ΜΑΝΑ ΜΟΥ, ΑΠΑΝΕΜΙΑ ΜΟΥ
Αφετηρία μου εσύ και ψυχής μου κούρνιασμα με τις συμβουλές σου πλανήθηκα σε πελάγη άγρια με πείσμα και το αλάθητο ένστικτό σου μυήθηκα. Είσαι για μένα φρεγάτα πλατιά το φως στην καταιγίδα και της ζωής μου η απανεμιά μες στην ομίχλη χρυσή ελπίδα. Στην αγκαλιά σου μέσα ξεσπώ κι αναστενάζω μετρώντας τις ανάσες μου βαθιά, βάλσαμο η αγάπη σου, την ρουφώ κι αλαλάζω με την εγκάρδια ευχή σου λευτεριά.
Μάνα, απανεμιά μου. Μάνα στο γαλήνιο λιμάνι σου και στης αγκάλης σου τη ζεστασιά ζητάω βάλσαμο κι απανεμιά. Συμβούλεψέ με, άβγαλτο πλοιάριο τέρψη για μένα τα σοφά σου λόγια. Χάιδεψε το γδαρμένο σκαρί μου, με της φωνής τον γλυκό σου τόνο. Με την τονωτική σου αγάπη σφίξε με να νιώθω πιο δυνατή, σφράγισέ με, με βλέμμα ευλογίας να ΄ναι ακύμαντη η πορεία μου. Γιατί με δική σου καθοδήγηση θ΄ αντέξω, κόρη απροστάτευτη χωρίς στολίδια κι αντοχές μες στους αχανείς των καιρών ωκεανούς και στων Σειρήνων τις σκληρές κραυγές. Χάρη στο γυάλινο περίβλημα, της καρδιακής ευχής σου, ω Μάνα, δε θα φάνε τα σωθικά μου γύπες, και δε θα με μεταμορφώσουνε σε πέτρινη μάσκα τα τέρατα. Και αν προλάβω, θ΄ ανακουφιστώ μια θέση να πιάσω στο λιμάνι της συγχώρεσης του Άγιου Θεού.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΣΕΚΛΙΖΙΩΤΗΣ - Ο ύμνος της μάνας...

1
Δαχτυλοπέρδικα ξωθιά των αυγινών σορόκων,
απάντεχή μου μοναξιά κι αστέρι ζηλεμένο,
τραγούδι μου γλυκόρυθμο κι άσμα μου λατρεμένο
πνιγμέ γλυκέ της ηδονής κραυγή των στιχοπλόκων,
2
θωριά των τόπων της οργής των αηδονιών φωνούλα,
απαύγασμα του φεγγαριού ασημωπέ μου κρίνε,
έλα μια νύχτα να σε δω στη καμαρά μου μείνε
που έχω χρόνους να σε δω γλυκιά καλή μανούλα.
3
Να δω τους βόστρυχους ξανά να λούζουν το κορμί σου,
στ' απάνθισμα της νιότης σου μας άφησες μονάχους,
να ζούμε μες στην ορφανιά έρμοι σαν τους ξωμάχους
δίχως το χέρι τ' απαλό, μηδέ και τη μορφή σου,
4
τα μάτια σου τα λιόθωρα το λατρεμένο γέλιο
ν' ακούμε μες στη σιγαλιά στις κάμαρες να μένει,
με το μικρό τ' αδέρφι μου π' ακόμα σε προσμένει
να 'ρθεις ξανά στο σπίτι μας με κειο το χαμογέλιο,
5
που 'χες μανούλα πάντοτε απάνω στη θωριά σου,
καθρέφτη της ψυχούλα σου αρχόντισσα κυρά μου
δάκρυ των δακρύων μου στα μάτια τα υγρά μου,
απόμεινε με τους λυγμούς στην άμετρη πλωριά σου.
6
Να δω και το τσεμπέρι σου τ' ασημοκεντημένο,
να τρέμει μες στ΄ ανάσασμα του πρωινού αγέρα,
της μάνας σου απάνθισμα κι ακριβοθυγατέρα
μπόλι από το μπόλι της γλυκιάς σου συ μητέρα,
7
ν' ακούσω τη φωνούλα σου κελάρυσμα βρυσούλας,
στ' ακρόβουνα των στεναγμών, στων λόγγων τα ρουμάνια
ν' ακούσω τα ρεκάσματα της πρωινής δροσούλας
να πέφτει απ' τις φυλλουριές κι απ' τ' άλικα τα κράνια,
8
σαν έκοβες μανούλα μου τα ξύλα του χειμώνα
κι έλεγες κείνο το πικρό τραγούδι της ζωής σου,
αντιλαλούσαν τα βουνά στ' άκουσμα της φωνής σου
φωνάζανε οι ρεματιές μαζί με τον δρυμώνα.
9
Μάνα μου αγριοπέρδικα γλυκιά μου περιστέρα,
μάνα των χίλιων στεναγμών λυγμέ στα όνειρά μου
ανθόκλωνο της μυγδαλιάς της παγωνιάς κυρά μου,
έλα για λίγο να σε δω της νιότης λαγουδέρα
10
έλα μανούλα μου γλυκιά μου λείπεις τόσα χρόνια
έλα και πάρε μ' αγκαλιά παιδί να νοιώσω πάλι
να κοιμηθώ στα στήθια σου γλυκιά μ' ανεμοζάλη,
ν' ακούω στην ανάσα σου φωνούλες απ' τ' αηδόνια.
11
Ξετρέχω μες στον ύπνο μου τον ίσκιο σου να φτάσω
που τρέμει στ' ανθοκέρασα στης στράτας τ' ανηφόρι,
παγαίνω στο αγνάντι του και σ' έχουν ρασοφόροι
αγγέλοι και σε σεργιανούν τρέχω να σε προφτάσω.
12
Ξυπνώ και είμαι μόνος μου επάνω στο κλινάρι,
να βλέπω πια τον ίσκιο σου μονάχα στ' όνειρό μου,
μανούλα μου τρυγόνα μου κάστρο και οχυρό μου
ανάσαιμιά μου ζηλευτή της ζήσης μου καμάρι,
13
ανθόκλωνο της νιότης μου γλυκόλαλή μ' αηδόνα,
απόκαμα να καρτερώ θέλω να ξαποστάσω
να 'ρθω κοντά σου μάνα μου για πάντα να χορτάσω
του κήπου σου τη ραθυμιά τον άλικο ροδώνα.
14
Άστρο της ζήσης μάνα μου τ' αυγερινού σημάδι,
στις λάμψεις των ονείρων μου θα σ' έχω φυλαχτό μου
γλυκόλαλο τρεμούλιασμα μέσα στο ουρλιαχτό μου,
θα σ' έχω μέσα στη ψυχή να διώχνεις το σκοτάδι.
15
"Μάνα του κόσμου γέννημα του μισεμού πλανεύτρα,
μάνα του κόσμου ριζιμιά κι αφέντρα βλογημένη,
φύτρα του κόσμου διαλεχτή μάνα μ' αγαπημένη
ύμνος σου πρέπει κόρη μου, αρχόντισσα γητεύτρα!"
Θανάσης Καραθύμιος Σεκλιζιώτης
15 σύλλαβος απ' το βιβλίο μου "υποσχέσεις"

Ελευθερία Σιαμπάνη

" - Ελευθερίτσα !! Που πας πάλι ; ; Λέπια θα βγάλεις πια , κορίτσι μου ! Μα τόσο πολύ βαθιά πρέπει να πηγαίνεις ; ; Ούτε που σε βλέπω καν ! ... "
Φώναζε και ξαναφώναζε η μανούλα μου ! Κι όσο εκείνη φώναζε τόσο πιο μέσα πήγαινα εγώ.  Πόσο μακρινές οι εικόνες αυτές , οι φωνές , τα συναισθήματα ... σαν από μια άλλη ζωή.
Κι εγώ γελούσα και συνέχιζα απτόητη ν' απομακρύνομαι απ' την ακτή , κι όσο πιο βαθιά πήγαινα τόσο μεγαλύτερη η απόλαυση , η αίσθηση ελευθερίας , και δίπλα κανείς ... Εγώ και η θάλασσα και όλα τ' άλλα έσβηναν ,θαρρείς ...όλα εκτός από κείνη τη φωνή, που δεν ανέβαινε ποτέ ( πράγμα που δεν κατάφερα ποτέ μου ) - :" Ελευθερίτσα μου " ....
Γερνάω μανούλα μου ... εσύ έχεις φύγει πια ... μα τα ίδια πάλι εξακολουθώ να κάνω . Ώρα χάνομαι στα βαθιά και μ' αρέσει όπως και τότε , ίσως τώρα ακόμα πιο πολύ ... έτσι νιώθω να ξεφεύγω απ΄όλα ....
Και κει μέσα έρχεται η φωνή σου και με βρίσκει ...κι εγώ γελάω .... και συνεχίζω ..... el.S~


Μαρία Σίδερη -  ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ, ΓΛΥΚΑ ΧΕΙΛΑΚΙΑ

Έσερνες έναν αγέρα
Παιδιού ,νεογέννητο
Καθημερνά.
Στα χνάρια 
Των ποδιών σου
Ανάβλυζεν η γη
Κρίνα αμμόλοφων
Σπαρμένα 
Από τα δάχτυλα σου.
Νοτιάς τα δάκρυα,
Τα ποτίζαν.
Κανείς,μόνον εγώ 
Τα είδα
-Λιωμένοι αδάμαντες
Στην πυρά 
Απέλπιδων ερωτημάτων,
Άγριο μελίσσι
Συναγμένο 
Στην φηγό του βίου σου.
Αρίφνητα δάκρυα ,
Εξίσωση φίλιων αριθμών
Με τα χαμογελά σου.

Γλυκά χειλάκια ,
Μητερούλα μου,
Ρωτούσες
"Μ' αγαπάς;"
- Ήμουν η μόνη 
Να σου πω 
Και να σ' ακούσω.
Μητέρα, μικρή μου
Και μεταξωτή,
Άπραγη στα καμώματα,
Μητέρα,
Αθώα μου Κόρη.

Κανείς 
Για να σου αποκριθεί.
Μόνον η Μούσα
Του τυφλού
Πλάι 
Στην άγρια θάλασσα
Της άσπρης  μας Ιθάκης.
Αχνά δανείστηκα
Συχνά 
Την προθυμία της
Για ένα "ναι"
Και ιστορίες
Και τέχνες
Ηρώων βαριόμοιρων,
Αλόγων ξύλινων
Και Λωτοφάγων.
Συχνά
Ανοίγω τώρα
Τον τετράγωνο λάκκο
Σε μυστικήν Εφύρα
Κι άφαντη του χάρτη.
Κι έρχεσαι απαλά.
Σου δίνω τον σκαραβαίο
Και τον τζίτζικα
Εναν σου λόγο
Για να πάρω, 
Όπως ορίζουν 
Του ασφοδέλου
Οι νόμοι.
Έναν σου λόγο,
Όχι σοφό, μα
Σαστισμένο ,
Όπως πάντα.

Για τον ξένο 
Που γέννησες,και
Για τον κόσμο ,
Την μεγάλη σου έγνοια,
"Πώς είναι;"
Ρωτάς.

"Είναι καλά",
Αποκρίνομαι,
Κρύβοντας
Το ατσάλι και
Το ερπετό
Στις τσέπες μου.

Για τα δεινά
Για τα δεσμά
Την πίκρα και
Το κρύο
Δεν σου μιλώ.
Τέλειωσαν πια
Για σένα
Τα βάρη 
Κι οι φροντίδες
Οι πολλές.

Στρέφεις μετά
Και φεύγεις
Γνέφοντας 
Τρυφερά
Σ' εκείνον
Τον ξυπόλητο
Τον ωριοπλουμισμένο
Που καρτερεί,
Οδηγός σου 
Μην χαθείς,
Στην θύρα.

Στρέφω αργά,
Φεύγω κι εγώ.
Έχω βαθύτερα
Κάθε φορά
Το χάδι σου,
Σαν αποξεχασμένο
Το χεράκι σου
Στο μάγουλο μου.

Θα ξανάρθω.
Το ξέρεις.

Μαρία Σίδερη
10/5/2020

Μαρία Σίδερη -  ΣΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Το διάβηκες, μητέρα,
Το ποτάμι
Κι από τις δυο τις όχθες.
Κάπου ψηλά, μακρυά
Απ' τον τάραχο είσαι.
Άλικο οι πληγές σου
Ανθισμένο ,
Γνώμονας και διαβήτης
Οι πόνοι σου κι οι κόποι,
Όργανα εγίναν πια
Ανέμελης μελέτης
Τέλειων μορφών
Που αγάπησες 
Και τραγουδούσες
Στων ένθεων ποιητών
Την γλώσσα,καθώς λένε,
Κοιτώντας με το βλέμμα
Εκστατικό,όμοιο
Αστραπηφόρο άτι,
Θυρ' ανοιχτή περιστερών
Κι ελπίδων αγνισμένων
Σε θέρμη αγερινή
Του "όχι για εμένα"
"Όχι για το δικό μου".
Κι ως έβλεπες
Τ' ανθρώπινο κουβάρι
Ωσάν οχιές βακχεύουσες
Να μαίνεται τυφλά
Γεννώντας κι άλλον τρόμο
Αιφνίδιο, λουσμένον
Με φαρμάκι
Στον ήλιο του θέρους
Και στους αθώους 
Ενάντια
Άγριο σέρνοντας 
Συριγμό,
Κι εμέ λοιπόν θα βλέπεις
Τον δρόμο μου
Ανάμεσα τους.
Αλλά μην κλαίς.
Εγώ είμαι δυνατή.
Θυμάσαι;

Μαρία Σίδερη
8/5/2019

Λία Σιώμου - Για την μητέρα μου
                           Ξενία Χερουβειμίδου
  
Ηλθε κοντά μου
         σαν αγέρι από την θάλασσα
Κάπως με άγγισε
         σαν θύμηση στην μοναξιά
Ειχε θλιμμένη
         απόμακρη την έκφραση
Ναι, το θυμότανε
         δεν ήμουνα κοντά
τότε που χάθηκε στο άγνωστο
         μοναχική σκιά

Πώς να στο πω;  Πόσο θα ήθελα
         νάμουν κοντά σου όταν έφευγες
για μακρυά, τόσο μακρυά
         Και ν’ ακουμπούσες κάπως
ήρεμη στον ώμο μου
         να μ’ άκουγες να σου μιλώ γλυκά
για τελευταία φορά

Βασανισμένη, άμοιρη μητέρα μου! 
Μονάχη χάθηκες
Ημουν μακρυά, τόσο μακρυά
Από την Συλλογή Attica, Γαβριηλίδης



Λία Σιώμου - Που ἐδυ σου το κάλλος;

                           Για την Ξενία Χερουβειμίδου

Μετά δυσκολίας σερνόταν
Γήρας και ρευματοειδής αρθρίτις
Συρρίκνωση ελεεινή της άλλοτε δροσερής επιδερμίδος
Και η επιθυμία της για την ζωή φευγάτη, ελαχίστη
Μόνο για να την τρώει η έγνοια
Για τον μονχογιό της, τον κανακάρη της
Με την αιθάλη του καπνού θαρρείς
θα σβήσει κι η πνοή της
Κακή συνήθεια.  Θα ᾽λεγε κανείς ότι ζει για να φουμάρει
Ὀπιο στις οδυνηρές αναμνήσεις
Μαριχουάνα ηρεμιστική στο άγχος της δυστυχισμένης
Και ο καρκίνος να την απομυζά
Σαν να θέλει να στερήσει τον ελάχιστο απομένοντα χυμό
Από τους αναμένοντας την φιέστα σκώληκες
Και τα μπακίρια της αγυάλιστα
Τ᾽ ασημικά της καταχωνιασμένα κάπου στον μπουφέ
Ούτε ξέρει που ούτε την νοιάζει
Κάτι παμπάλαιες κουρελαρίες δεν τις αποχωρίζεται
Της θυμίζουν το περασμένα.  Αναπολεί το παρελθόν
Το μέλλον δεν υπάρχει.  Του έχει κλείσει την πόρτα κατάμουτρα
Ζητά την λύτρωση από τα εγκόσμια
Την κούρασε αυτός ο κόσμος, δεν τον αντέχει πια
Καιρός για αναχώρηση

Από την Συλλογή Εν Γη Ερήμω, Γαβριηλίδης


Μαρία Σκουρολιάκου - Μάνα


Σφιχτά κρατιέμαι απ’ τις προσφωνήσεις
να μη γλιστρήσω στων δακρύων την ακράτεια
γιατί κλειδώνονται ολοένα οι δρόμοι
από των χρόνων τα βαθιά τα χάσματα.

Να μη μ’ αφήσεις χαμογέλιο μου.
Μη γκρεμιστώ σε άδεια αγκαλιά το σούρουπο.
Σε βλέμματα μεσάνυχτα μην βυθιστώ.

Όταν ο κήπος μέσα θα φυλλορροεί
κι οι ψίθυροι της νύχτας δεν θα είναι γέλιο
σαν θα καρφώνονται αγκάθια στα ματόκλαδα
κι ο ήλιος δεν θ’ ακούει τη φωνή μου
όταν στο σώμα θα φορώ πέτρες βαριές
και το οξυγόνο θα κλειστεί σε ασημένιους όλμους
να μη μ’ αφήσεις χαμογέλιο μου.

Να μην ξεχνάς να με φωνάζεις μάνα!


Αγγελική Σπινθάκη- ΜΗΤΡΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΥΤΗΣ 

Γράφει η Αγγελική Σπινθάκη
Ψυχοεκπαιδεύτρια, θεατροπαιδαγωγός

Έκλεισε το τηλέφωνο κι από τ’ αυτιά της πετάγονταν κεραυνοί κι αστραπές, που κατάφεραν, παρά τις ιδιότητές τους, να σκοτεινιάσουν όλο το σπίτι.
Αν τον είχε τώρα μπροστά της, θα τον έπνιγε μέσα σε τούτο το μοχθηρό σκοτάδι.
Ο χειμώνας μέσα της, άπλωσε κρύες φυλλωσιές στις φλέβες και οι καμπύλες της τετραγωνίστηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας, προς τη βίαιη επίθεση μιας κακοκαιρίας που τις βρήκε απροετοίμαστες.

Ανακατεύτηκαν πάλι όλα, όσα με περισυλλογή είχε καταφέρει να νοικοκυρέψει στο μυαλό της.
Κι ήταν εκείνου η φωνή, που σήκωσε τον τυφώνα στα ναρκωμένα απαρηγόρητά της. Όχι για κείνα που είπε, μα για κείνα που εκείνη περίμενε ν’ ακούσει… κι αυτός, ποτέ δεν ξεστόμισε.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγραφε τις προσδοκίες της σε παρτιτούρα και περίμενε να παιχτεί μελωδικά από το στόμα του αγαπημένου της.
Πολλές οι φορές που τον δικαιολογούσε για το ανάποδο παραμύθι που της πρόσφερε και που αν και είχε αυλό, δεν ήταν μαγεμένος.

Αυτή όμως η φορά ήταν από εκείνες, που το σκοτάδι μιας μόνο σταγόνας παράνοιας νικάει το φως της λογικής.
Τον άγριο βάτο που φύτρωσε απόψε, στο κουρασμένο από τις κακουχίες μυαλό της, μόνο κάποιος με πετσιασμένα πέλματα θα μπορούσε να τον διαβεί.

Έτσι, σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε το νούμερο που θα την ένωνε με την πιο στοργική φωνή, ανά τους αιώνες.
Η μητέρα της, που είχε χωρέσει μέσα της όλο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του αλάνθαστου μητρικού ενστίκτου, της έστειλε την πανίσχυρη αρχαία λάμψη της λεπίδας εκείνης, που δημιουργήθηκε για να κόβει ό, τι δεν λύνεται.

Από την άλλη μεριά του σύρματος, βρόντηξαν μέσα από την ήρεμη δύναμή τους, τα μητρικά λόγια, που απρόσμενα η κόρη θα ανέπνεε ευεργετικά, σε πολύ λίγο και δεν θα δίσταζε να αποκαλέσει τελικώς, στοργικά.
Παρόλο, τον φαινομενικά αιχμηρό τους ήχο, έδρασαν καταλυτικά στους τεντωμένους τένοντές της, επιταχύνοντας την επιθυμητή αντίδραση που θα συνέφερνε τον θηλυκό της εκτροχιασμό .
Ο μητρικός καταλύτης, σύννομος με τις αρχές της λειτουργίας του, μεταμόρφωσε την υποκειμενική απολυτότητα, παραμένοντας σταθερός κι απόλυτος ο ίδιος, με δυο λόγια απλά...

«Υπάρχουν άνθρωποι που
δεν απέκτησαν ποτέ
ρόζους στα χέρια.
Τι θέλεις, καλή μου; Να ζωγραφίσουν ρόζους;
Κρέμασε στο σαλονάκι σου, άλλον πίνακα, κόρη μου,
αν επιμένεις να ταιριάζει οπωσδήποτε, με τον καναπέ σου!»

Κι ήρθε το κλάμα γοερό, να ξεπλύνει με αυτήν ακριβώς την αλμύρα του, το αλάτι απ ’την πληγή της, σαν φάρμακο ομοιοπαθητικό.
Και ακολούθησε η ψυχή στη θέση της, συνταιριασμένη με την ποικιλομορφία του κόσμου.
Ενός κόσμου, που άλλοτε μετρά τους παλμούς του με τους υπόκωφους ήχους λαχανιασμένων ηδονών κι άλλοτε με χτύπους ματωμένων τσεκουριών.

Ανέλπιστα δυναμωμένη και θαρραλέα στον πόνο της, έστρεψε το βλέμμα προς την πλευρά που ανατέλλει το άστρο της αυγής.
Κοιτάζοντάς το, διέκρινε κορεσμένη πλέον, την απαιτητικότητά της να την συμπεριλαμβάνουν οπωσδήποτε στα σχέδιά τους οι άλλοι, όταν δημιουργούν τη δική τους μοίρα.

Κι έγινε φως εκ της μητρός της
Και εκ του πόνου, ζωή αληθινή…!!!
Α.Σ.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ  - ΜΗΤΕΡΑ

Έσκαψα βαθιά
στις ρίζες της γης
να εντοπίσω
τα αιμοφόρα αγγεία
του κόσμου.
Με αγωνία χρησιμοποίησα
βελόνα μιας χρήσεως.
Έπιασα τον σφυγμό τους
κι ένιωσα τον χτύπο
της καρδιάς μου
έτσι όπως χτυπάει
μόνο για σένα
ΜΗΤΕΡΑ!!


Νίκος Δ. Στοφόρος - Το χάδι της Μητέρας

(Αφιερωμένο με αγάπη στη Μάνα) !
Έκθαμβος στη ψυχοσύνθεση των σκέψεων
στην καλλιέργεια των πλουσιοπάροχων απόψεων
της υπερούσιας υπομονής
στου σπλάχνου την ανάσα!
Του πρώτου ήλιου τ' άγγιγμα
που οι εκφράσεις γίνονται
αμύθητα σμαράγδια, ύμνοι προς την υπέρλαμπρη
έννοια της Μητρότητας !
Μεγαλοσύνη πνεύματος
λάμψεις ευγνωμοσύνης
λέξεις που πλέκουν τους καημούς
στο ύστατο σου φέγγος
με τόση ειλικρίνεια
το αίσθημα της Μάνας!
Π' ανάβει η πένα τους πυρσούς
για να σου πει το "χαίρε"
Αξιοπρόσεκτη καρδιά
ρίζα βαθιάς λατρείας
κοινωνικό γαρύφαλλο
το μαγικό άρωμα σου!
Μητέρα ίσον Ποίηση, δημιουργία, αγάπη
ύψος φροντίδας και ειρμών
καρδιάς κι αίμα κυττάρων
χαράς και αναστεναγμών,
στου έρωτα η φλόγα !
Πάντα η μνήμη αναγεννά
"το χάδι της Μητέρας"!
Είν' ένας τρόπος έμπνευσης
γυμνής αλήθειας γέννα
που προσκυνά κι ο έρωτας
στα πλάτη της αγάπης !
. . * * Nikos D. Stoforos * *

ΧΡΥΣΑΥΓΗ ΤΟΥΜΠΑ [Ένα όνειρο]



Όπως κάθε βράδυ την ίδια ώρα ήρθες στο όνειρό μου

Έχεις το δέρμα σχεδόν διάφανο, χλωμές φλέβες το οργώνουν, κι έχεις κάτι μάτια τρομακτικά θλιμμένα, μαραμένα μάτια

Σε βλέπω να βγαίνεις μέσα από μια χρυσαφιά θάλασσα την ώρα που ο ήλιος βυθιζόταν, ένας αέρας πέρασε μέσα από τα μαλλιά σου.... δεν κουνήθηκε τρίχα, ένα γλαροπούλι έκρωξε πάνω από το κεφάλι σου... δεν γύρισες βλέμμα

Σταυρώνεις τα χέρια στο στήθος και μου χαμογελάς σαν να ήθελες να διώξεις εκείνο το καταθλιπτικό βάρος που έχει αγκυροβολήσει πίσω από τα μάτια μου

Να διώξεις τη μοναξιά μου σκουπίζοντας τα δάκρυα της ψυχής

Να γιατρέψεις εκείνη την αδηφάγα πληγή...

μ ένα γλυκό χαμόγελο, ένα χάδι, ένα παραμύθι ψιθυριστό

Μια μουσική αιωρείται στον αέρα πηχτή, να την κόψεις με το μαχαίρι

Ανοίγεις δρόμο μέσα της για να έρθεις σε μένα

Τα χέρια σου αγκαλιάζουν το πρόσωπό μου

Σε κοιτάζω στα μάτια

Είσαι γεμάτη φως
Είσαι γεμάτη αγάπη
Και οι άγγελοι χαμογελούν και διαλύεται η νύχτα των σκέψεων
Κοιμάμαι ανάμεσα στα φτερά σου
Διάφανη μάνα μου.
χ.τ.
9.5.2020



Βασίλης Τσακίρογλου  - Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ

Το πυρπόλημα της Σμύρνης
λαμπάδιαζε στα μάτια της.
Η μορφή της γλυκιά, βελούδινη,
ένας βαθύς ανατολίτικος καημός.
Και όταν βύζαινα στα στήθια της
το πικρό γάλα της προσφυγιάς,
από τα τρίσβαθα της ψυχής της
άκουγα την Επί του Όρους Ομιλία.


ΧΡΙΣΤΟΣ Ρ. ΤΣΙΑΗΛΗΣ  - Μα' 

Μα' σε φωνάζω
κι είν' αρκετό
κι ούτε που ξέρω αν βγαίνει απ' το μαμά
ή απ' το μαμ το αγγλικό
είμαι κι εγώ, βλέπεις, σε δυο γλώσσες μοιρασμένος
όπερ μεθερμηνευόμενο
η μια μητρική η άλλη ληστρική μα αγαπημένη.

Μα' σε φωνάζω
μα δεν νιώθω τίποτα να είναι μισό
διπλές συλλαβές δεν είναι απαραίτητες
σαν αντηχεί η καμπάνα του παντός
με δυο γράμματα μεστά
έτσι είναι σωστός ο κόσμος μου
έτσι ακέραιη η ψυχή μου
το έτερον ιδανικό και το οικείον ράδιον
μα τίποτα σ' ετούτη τη ζωή δεν είναι τυχαίο
όλα καλά σχεδιασμένα ήταν απ' την αρχή
κρατάω ορθά το πηρούνι στο αριστερό
(για να κεντρίζω ό,τι σκληρό στο δρόμο συναντήσω)
και το μαχαίρι στο δεξί αγέρωχο κι ευθυτενές
(τις πιθανότητες να μειώνω αποφασιστικά)
γιατί όταν τρυφερά στα χέρια μου τα τοποθετούσες
χαμογελούσες, Μα',
και στα επίμονα μου 'μα' δεν αντιδρούσες
κάπως έτσι δεν πιέστηκα τέτοια να μάθω τυπικά
κάπως έτσι έρχονταν μόνα τους μετά.

Όλα καλά σχεδιασμένα απ' την αρχή,
γιατί τ' απογεύματα το διάβασμα
ποτέ δεν πίεζες ν' αρχίσω
κι ας κοίταζες διακριτικά από την κλειδαρότρυπα
σαν μου 'φτιαχνες τις τηγανίτες που αγαπούσα
ποτέ δεν με φώναζες σούρουπο απ΄ τα χωράφια με θυμό
και έκρυβες την αγωνία σου στην τρίτη μου εφηβεία
όταν νυχτοξημερωνόμουνα με φίλους
ίσως να ήξερες κιόλας
πως ένιωθα την ανακούφισή σου
που κρυφά εκτονωνόταν
μ' ένα ανεπαίσθητο φούσκωμα στο στήθος
και μια αγκαλιά στο μαξιλάρι.

Μα' σε φωνάζω κι εσύ ποτέ δεν συμπληρώνεις
το υπόλοιπο με ύφος
ή μ' ένα 'μπα'
εντοιχίζοντας ένα τεράστιο, ειρωνικό σχήμα του σπιτιού
υπονοώντας τις μακρές μου α-π-ουσίες
πάντα με άφηνες να είμαι αυτός που είμαι
να λέω αυτά που θέλω
να πράττω όπως νομίζω
πάντα συμφωνούσες
κι ακόμη δεν έχω καταλάβει
πώς η συμβουλή σου περνάει αβίαστα
στις βασικές μου αποφάσεις
γι' αυτό κι εγώ σου έλεγα τα πάντα
ήθελα ο ίδιος κάθε λεπτομέρεια να μάθεις
τίποτα μη σου κρύψω,
πώς τα καταφέρνεις, πώς;

Μα' όταν σε φωνάζω αντηχεί τριπλό στο πατρικό μας
κι όλη αυτή η απόλυτη, τυφλή σου αποδοχή
η μόνη της αγάπης σου απόδειξη
και η ζεστή, κάθε φορά, αγκαλιά.

Όπερ έδει δείξαι.

Βίκυ Τσιμπιρλή - ΡΟΖΑ

Θά΄θελα να υπάρχει ένα σημείο, ένα κάπου,
να σου ακουμπήσω μια κόκκινη τριανταφυλλιά !!
Δυόσμους, γαρύφαλλα και μαντζουράνες !
Πανέρια με αγιόκλημα και γιασεμάκια μυριστά,
πού΄κρυβες στο σουτιέν σου...
Ένα σημείο...
Ένα κομμάτι μάρμαρο,
να σου ακουμπήσω το Είναι μου !
Μια κόχη λευκή,
να σου ανάψω καντήλι την καρδιά μου !
Ένα σημείο...
Ένας σταυρός...
Μια χούφτα γης στ΄όνομα σου,
να την ποτίζω το δάκρυ μου, Ρόζα !!
Όχι !!
Δεν θέλω τίποτα απ΄αυτά !!
Τα χέρια σου θέλω !
Κείνα τα μικρά, ζεστά, βασανισμένα σου χέρια !
Τα στρεβλωμένα απ΄τις μάχες σου
και τις πετριές της ζωής σου !
Τα μάτια σου θέλω !!
Που κοιταζόμουν μέσα τους,
κι έμαθα πόσο πολύ όμορφη είμαι !!
Το χαμόγελο σου θέλω !!
Να μου μελώνει τους ύπνους μου !
Τον αέρα σου θέλω !!
Ν΄ακούω τη βουή των θαυμάτων σου,
τους θρίαμβους των νικών σου !
Τον κορμό σου θέλω !
Να βλασταίνουν στους κλώνους του,
τα αρίζωτα όνειρα μου !
Τη φωνή σου θέλω !
Που στ΄άκουσμα της,
αναρριχόνταν ο ήλιος και τ΄άστρα μαζί !!
Τα μύρια σου, φωτοστέφανα ρήματα θέλω !
Νά΄χω έναν δρόμο, που να διαβάζεται
στα σκοτεινά βήματα μου !!
Τα στήθια σου θέλω !!
Ν΄απλώσω πάνω τους τα μαλλιά μου
και να θηλάξω την παρηγόρια σου !
Τις φτερούγες σου θέλω Μάνα,
να σκεπάσουνε τις βροχές μου...
και όσα δεν πρόλαβα ποτέ,
να σου πω "σ΄αγαπώ" ....ρόδο μου βασιλικό !!
Reggina-Αρεζίνα- Ρόζα- δική μου !!!
βίκυ τσιμπιρλή 11/5/19



Μέλη Φωτιάδου ~Μάνα~

Ασημένιο τάσι της αγάπης γεμάτο νέκταρ η καρδιά σου,
ξεδίψασμα από αγίασμα, κέρασμα στα παιδιά σου.
Βελούδο είναι τα δάχτυλα,μετάξι η ματιά σου,
και η στοργή πασίχαρη μέσα στην αγκαλιά σου.
Ζυμώνεις απ’ τα δάκρυα προζύμι με αγωνίες,
γλυκό ψωμί από χαρά σε φούρνο ευτυχίας.
Ήλιος χρυσός η ανάσα σου,ζεσταίνει και λυτρώνει,
στις καταιγίδες θαλπωρή,σαν κιβωτός μοναδική.
Κρίνα σπέρνεις στους δρόμους μας,τριαντάφυλλα στις στράτες
για να ευωδιάζει η αγάπη σου,να μαραθούν τα βάτα.
Είναι η θωριά σου μάνα μου,καντήλι αναμένο,
φιντάνια είναι τα λόγια σου και τάματα ψυχής.
Μάνα-κυρά μας Παναγιά του κόσμου Πλατυτέρα,
Χριστό κρατάς και ευλογείς, βασίλισσα του αιθέρα.
Ωκεανός υπομονής,νάμα που μας ευφραίνει,
ίαση κάθε λέξη σου μάνα αγαπημένη.
Ρομφαία μπήγει στην καρδιά ο μακελάρης χάρος ,
το σπλάχνο σου σαν το χτυπά με δόκανο του σατανά.
Όποιος την μάνα έχασε,και ίσκιο της δεν βλέπει,
ξερόφυλλο είναι στο βοριά,πληγές για χάδια έχει.
Άγγελοι έραψαν φτερά στους ώμους τους δικούς σου,
νά έχεις κάτω απ τη σκέπη σου,μανούλα το παιδί σου.
Μάνα το <Μάννα του ουρανού> η Κυριακή είσαι του Θεού,
η προσευχή του ορφανού,ευχές στον κήπου του ουρανού.
Μάνα λέξη μοναδική σε όποια γλώσσα κι αν ακουστεί,
σε κάθε έθνος και θρησκεία,είναι η δική σου παρουσία,
μαγική αισθήσεων μελωδία.

~Μέλη Φωτιάδου~
ΣΥΛΙΑ ΧΑΔΟΥΛΗ  - Μητέρα

Καρφωσες αστέρια
στο μέτωπο του ουρανού
για να φωτίζουν τις νύχτες μου
Κεντησες με τις ακτίνες του ήλιου
τις ωρες της ζωής μου
Εριξες ροδοπέταλα
στους δρόμους της ψυχής μου
Ματωσες τα χέρια σου
ποτέ μην με αγγίξουν αγκάθια
Φωτισες τις λύπες μου
με τις διαμαντενιες σταλες
στις άκρες των ματιών σου
Απλωσες τα μεταξενια φτερά
της στοργης σου και με εκρυψες
Χάραξες τους δρομους της αγάπης
μεσα απο την αθωοτητα των ματιών σου
Μηνυμα αγάπης Θεού
ο Αγγελος της ζωής μας
Σ.Χ.
Τα Ονειρα της Θάλασσας
2015

Αθως Χατζηματθαίου

i Μάνα

 'Εν η μάνα 
η αγάπη 
Έν ο ήλιος 
τζιαι το φως 
Έν το γέλιο 
στα δκυο σιείλη 
Εν η γη 
τζι ο ουρανός 
'Εν η μάνα 
ηλιαχτίδα 
Στης αυκής την 
ομορκιά 
Μες την ερημιάν 
η ελπίδα 
Έν ο χτύπος 
της καρκιάς 
Αθως Χατζηματθαίου Κυπριακό ιδίωμα

iiΜάνα 

το τρυφερό σου
 χάδι 
μέσα στις φλέβες 
κύλισε γλυκά 
Μάνα 
Αθως Χατζηματθαίου


iiiΜάνα 

Η αγκαλιά σου 
Και όλες οι ομορφιές 
του κόσμου εσύ 
Χαικού Αθως Χατζηματθαίου

Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη - Σε ονειρεύομαι και σε κρατώ

Δεν θα 'ρθεις πια, τα κόκκινα χαλιά δεν θα πατήσω μες στην αγκάλη σου δεν θα κρυφτώ, με της ματιάς σου το ανθισμένο αρισμαρί σε ονειρεύομαι και σε κρατώ Δεν θα 'ρθεις πια, το ζεστό χώμα δεν θα πατήσεις, μες στα κίτρινα τα στάχυα, δεν θα ψάχνω άσπρα μαλλάκια ασημένια, με του χαμόγελου σου τη δύναμη σε ονειρεύομαι και σε κρατώ Δεν θα 'ρθεις πια, τον κήπο σου δεν θα σκαλίσεις, μες στα στάχυα δεν θα ψάχνω να σε βρω, με τους σπόρους τους χρυσούς του λόγου σου το νου μου πάντα θα καλλιεργώ. Στη νύχτα τη μεγάλη, στη μέρα τη μικρή, στη μέρα τη μικρή, στη νύχτα τη μεγάλη, τα ίχνη σου για πάντα έχουν χαθεί. Δεν θα 'ρθεις πια, τα ζάλα σου τα όμορφα σου δεν θ΄ αφήσεις, μες στα κίτρινα τα στάχυα δεν θα ψάχνω να σε βρω, με το χρυσό, του λόγου σου δεμάτι, σε ονειρεύομαι και σε κρατώ. Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη









1 σχόλιο:

  1. Αγαπημένη μου Γιωργία, σ' ευχαριστώ τόσο πολύ για τη δημοσίευση!
    Σοφία Δ. Νινιού

    ΑπάντησηΔιαγραφή