Δειλή σκιά που απόκαμε Μάηδες να μετρά φωνάζοντας «Ειρήνη»
Στον δήμιο χαμογέλασε, τ’ όπλο του φόνου με τ’ αγέρι να ξορκίσει.
Tο φως της Νίκαιας ζήλεψε τον πικρό Βαρδάρη της φτωχομάνας
Γονατισμένο πλάι στην καπνεργάτρια που δόνησε το Σύμπαν μας.
Τιμή μας τα δάκριά σου να υφαίνουν τις Πρωτομαγιές
Μανάδες να ραίνουν οι ποιητές μοσχοβολώντας θρήνο κι αγώνα!
Τα τρυφερά τους χέρια δεν ξαπόστασαν να λευτερώνουν άλικες περιστέρες
Απ’ τα χωράφια του Δίστομου μέχρι τις καμινάδες του Κατίν
Με βόλια στο μικρό τους στήθος, ίδια παράσημα νίκης.
Πλάι στις μανάδες οι λαφίνες του αγώνα ψέλνουν Θουρίους.
Η Ηλέκτρα της σιωπής και η Ηρώ δεκαεφτά φορές θα σ’ αγναντέψουν
Χωρίς ν’ ασθμαίνουν λιβάδια ξεγνοιασιάς, ούτε να γίνουν μάνες.
Στα Πεδία της Κόρης του αέρα με τα μαύρα σπαρτά θα πορευτούν
Αέρινα αγάλματα σιγής στου γλύπτη το χάδι όσο να πάρουν ζωή.
Ολόρθες μείνετε, ακριβές μου. Πολλά θα ψιθυρίσω μ’ ένα ουρλιαχτό.
Ψηλά κρατώντας το δόρυ της Τριτογένειας σιμώσατε τον ήλιο
Διάφανη Τρίαινα λες κι ήτανε ή κεραυνός του Νεφεληγερέτη.
Οι υβριστές Τιτάνες δεν ρίχνονται εύκολα στα Τάρταρα, το ξέρω!
Νιώθω μελανοχίτωνες να καίν’ τις θημωνιές του τσιγγάνου
Στο ανδαλουσιανό φως που κρύβει ζοφερά μάτια λύκου
Όσο λευκές κουκούλες μαυροφορούν μανάδες της σιωπής.
Σταθείτε δίπλα μου στητές! Ορθόπλωρο το στήθος!
Τα φίδια στα μαλλιά ας ξαποστάσουν όσο περνάτε τα παιδιά σας
Μέσα απ’ τις φλόγες να γίνουν τάχα αθάνατα – φαντάσου!
Λες και δε έφτασε τ’ ατσάλι που βυζάξανε τις νύχτες της σκλαβιάς…
Του κόσμου την ανάπαυλα μερέψτε σαν το ρολόι μεσάνυχτα χτυπά!
Τις ώρες στρέψτε τη φλόγα ν’ αντικρύζουν στις αγορές και τα κελιά!
Γυναίκες του άχρονου αγώνα, στον κόρφο πνίξτε το μίσος των θνητών!
Τα βακχικά σας βήματα το ηράκλειο το δίλημμα το έχουν κιόλας λύσει.
Χριστίνα - Παναγιώτα Μανωλέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου