Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Άρθουρ Άσερ Μίλλερ - Arthur Asher Miller (17 Οκτωβρίου 1915 - 10 Φεβρουαρίου 2005)


Ο Άρθουρ Άσερ Μίλερ (Arthur Asher Miller, 17 Οκτωβρίου 1915 - 10 Φεβρουαρίου 2005) ήταν ένας από τους κορυφαίους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς. Τα έργα του ασκούσαν κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, την κυβέρνηση και τον τρόπο ζωής των κατοίκων της, ενώ εξέθεταν και τα ψεγάδια του λεγόμενου "Αμερικανικού ονείρου", κάτι για το οποίο είχε δεχτεί κριτική στις ΗΠΑ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, Μάρτιν Γκότφριντ, "σπάνια ένας καλλιτέχνης έχει δεχτεί τόσες πολλές επιθέσεις και συκοφαντίες στην πατρίδα του και ταυτόχρονα έχαιρε βαθιάς εκτίμησης σε όλον τον κόσμο".

Η καθιέρωση του ήρθε με το κλασσικό έργο «O Θάνατος του Εμποράκου», σημείο αναφοράς του θεάτρου του 20ού αιώνα, ίσως το καλύτερό του έργο κατά τους ειδικούς, μια ιστορία για μια μικροαστική Αμερικανική οικογένεια που συνεθλίβη υπό το βάρος του Αμερικανικού καπιταλισμού. Κατά σύμπτωση, η 10η Φεβρουαρίου, ημερομηνία θανάτου του, ήταν η 56η επέτειος από την πρεμιέρα του έργου αυτού. 

Είχε πέσει θύμα του μακαρθισμού, καθώς καταδικάστηκε επειδή αρνήθηκε να καταδώσει συναδέλφους του με κομμουνιστική δράση στην Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Παρ’ όλο που ενστερνίστηκε ιδέες της αριστεράς και σχετιζόταν με άτομα του Κομμουνιστικού Κόμματος, αρνήθηκε ότι ήταν ποτέ μέλος του. Επίσης, αν και δεν υπήρξε θρησκευόμενος, απέκτησε συνείδηση της εβραϊκής του ταυτότητας, αντιμετωπίζοντας τον αντισημιτισμό των προπολεμικών χρόνων και το Ολοκαύτωμα στη συνέχεια.

«Ήταν βράχος και έμοιαζε με βράχο, εννοώ ότι και η φυσική παρουσία του ήταν επιβλητική», είχε δηλώσει για τον Μίλερ ο θεατρικός συγγραφέας Χάρολντ Πίντερ στην είδηση του θανάτου του. «Ήταν ηγέτης… Απόλυτα ανεξάρτητος, με μια αταλάντευτη κριτική ευφυΐα». 

Κυρίως μαζί με τον Τένεσι Ουίλιαμς και λιγότερο με τον Ευγένιο Ο'Νιλ, ο Μίλερ θεωρούνταν ένας από τους πιο γνωστούς και επιτυχημένους Αμερικανούς συγγραφείς μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ορισμένα από τα έργα του έγιναν κινηματογραφικές ταινίες, από σκηνοθέτες όπως ο Τζον Χιούστον, ο Σίντνεϊ Λουμέτ και ο Κάρελ Ράιζ.

Ο Άρθουρ Μίλερ γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1915 στη Νέα Υόρκη, ανατολικά της 12ης Οδού. Η οικογένειά του είχε εβραϊκές ρίζες και μεγάλωσε με θρησκευτική ανατροφή. Ο πατέρας του, Ισιντόρ Μίλερ, μετανάστης από την Πολωνία, είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία από μια βιοτεχνία και κατάστημα γυναικείων ρούχων, ενώ η μητέρα του, Ογκούστα Μπάρνετ, ήταν Αμερικανίδα που είχε εργαστεί ως δασκάλα στο δημόσιο, ενώ ο πατέρας της είχε ρίζες από την ίδια πόλη της Πολωνίας απ' όπου κατάγονταν και οι Μίλερ.

Ήταν το δεύτερο από τα τρία παιδιά της οικογένειας, με μεγαλύτερο τον Κέρμιτ και μικρότερη την Τζόαν, η οποία αργότερα ακολούθησε καριέρα στην υποκριτική. Πήγε στο δημόσιο σχολείο του Χάρλεμ και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1932, όντας μέτριος μαθητής με καλές επιδόσεις στον αθλητισμό. Εν τω μεταξύ, σε αντίθεση με την προηγουμένως οικονομικά άνετη και σχεδόν πλούσια ζωή τους, είχαν μετακομίσει στο Μπρούκλιν και η οικογένειά του είχε καταστραφεί οικονομικά από το Κραχ του 1929 στις ΗΠΑ, συνεπώς αναγκάστηκε να εργαστεί για να βγάλει χρήματα σε διάφορες δουλειές: τραγουδιστής σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό, οδηγός φορτηγού, υπάλληλος καταστήματος ανταλλακτικών αυτοκινήτων στη 10ή Λεωφόρο του Μανχάταν κ.ά. Η μόνη επαφή που είχε μέχρι τότε με τη λογοτεχνία ήταν κάποια από τα έργα του Άγγλου συγγραφέα Καρόλου Ντίκενς, ενώ ώθηση για να αρχίσει να γράφει του έδωσαν οι "Αδερφοί Καραμαζώφ" του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.
Η αποστολή του θεάτρου, τελικά, είναι να αλλάξει τους ανθρώπους, να τους κάνει να αποκτήσουν μεγαλύτερη συνείδηση για το τι μπορούν να κάνουν.

Το 1935 γράφεται στη Δημοσιογραφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, απ' όπου αποφοίτησε τρία χρόνια αργότερα, έχοντας περάσει από σπουδές αγγλικής φιλολογίας και θεατρικής γραφής, όπου είχε καθηγητή τον Κένεθ Ρόου. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, αρχίζει να ξεχωρίζει σαν συγγραφέας. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στη φοιτητική εφημερίδα "Michigan Daily", ενώ το 1936, κερδίζει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό Χόπγουντ με το θεατρικό έργο "No villain", το οποίο το επεξεργάζεται και το παρουσιάζει για δεύτερη φορά το 1937, αυτή τη φορά με τον τίτλο "They too arise". Την ίδια χρονιά, ξανακερδίζει το βραβείο Χόπγουντ με το έργο "Τιμές την αυγή" ("Honors at dawn"), χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο "Corona", από τη μάρκα της γραφομηχανής του. Από το 1938 ως το 1943 ακολουθούν άλλα 5 θεατρικά έργα, τα οποία δεν έγιναν ιδιαιτέρως γνωστά ούτε ανεβάστηκαν από κάποιον επαγγελματικό θίασο.

Οι πρώτες διακρίσεις

Κατά την ίδια περίοδο, ο Μίλερ απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική του θητεία κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο λόγω ενός τραύματος σε έναν αγώνα ποδοσφαίρου κι έτσι εργάστηκε ως συνεργάτης των ραδιοφωνικών δικτύων CBS και NBC, γράφοντας κείμενα και θεατρικά μονόπρακτα, καθώς και ένα σύντομο χρονικό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1944. Το 1945, εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο "Focus", το οποίο είχε ως αντικείμενο τον αντισημιτισμό. Στις 23 Νοεμβρίου 1944, ανέβηκε για πρώτη φορά θεατρικό έργο του στο Μπρόντγουεϊ, το "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός" ("The man who had all the luck"). Το έργο γνώρισε μέτρια επιτυχία, αλλά κερδίζει το βραβείο της Εθνικής Θεατρικής Συντεχνίας.

Στις 29 Ιανουαρίου 1947, ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" ("All my sons"), ένα έργο που παρουσίαζε τον αντίκτυπο της ανάμειξης των ΗΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μια τυπική αμερικανική οικογένεια και επίκεντρό του ήταν οι κοινωνικές ευθύνες ενός βιομηχάνου που είχε κερδοσκοπήσει πουλώντας ελαττωματικά ανταλλακτικά αεροσκαφών στην αμερικανική πολεμική αεροπορία. Με το έργο αυτό έγινε ευρέως δημοφιλής και κέρδισε το Βραβείο Δράματος των Κριτικών της Νέας Υόρκης και το Βραβείο Ντόναλντσον. Το συγκεκριμένο έργο παρουσιάστηκε ξανά και απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, όταν προβλήθηκε στην κρατική τηλεόραση το 1987, ένα χρόνο μετά την εκτόξευση και έκρηξη του διαστημικού λεωφορείου Challenger λόγω βλάβης στους αγωγούς στερεών καυσίμων.

Το 1949, είναι ο πρώτος που κερδίζει τρία βραβεία, το Βραβείο Πούλιτζερ, το Βραβείο Τόνι και το βραβείο Κριτικών της Νέας Υόρκης, για το διάσημο "Ο θάνατος του εμποράκου" ("Death of a Salesman") σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν, το οποίο του έφερε παγκόσμια αναγνώριση, ενώ το 1950 παρουσιάζει τη διασκευή του θεατρικού του Ίψεν "Ο εχθρός του λαού" ("An Enemy of the People"), ο ήρωας του οποίου αρνείται να ακολουθήσει το ιδεολογικό κατεστημένο της εποχής του, αποτελώντας, έτσι, σε φιλοσοφικό επίπεδο, το βήμα για το επόμενο έργο του, το "The Crucible". Από την άλλη, ο "Θάνατος του Εμποράκου" ήταν ο απόηχος της προσωπικής εμπειρίας του Μίλερ από την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Το έργο στηρίζεται στον εμβληματικό χαρακτήρα του Γουίλι Λόμαν, ο οποίος δεν έχει την επιτυχία που περιμένει από αυτόν ο κοινωνικός του περίγυρος, καθώς απολύεται κι αρχίζει να στοιχειώνεται από αναμνήσεις του παρελθόντος. Τελικά, αποφασίζει να αυτοκτονήσει με το αυτοκίνητό του, έτσι ώστε η οικογένειά του να καρπωθεί τα χρήματα της ασφάλειας. Οι κριτικοί διαφωνούσαν αν η πράξη αυτή του κεντρικού ήρωα ήταν μια πράξη δειλίας ή μια αυτοθυσία στο βωμό του Αμερικάνικου Ονείρου, το οποίο αποδεικνύεται ένα ψέμα, διαφωνώντας ουσιαστικά στην πραγματική φύση της τραγωδίας κι αν ο "ανθρωπάκος" Λόμαν θα μπορούσε να συγκριθεί σε τραγικότητα με αρχέτυπα του αρχαίου δράματος. Ο Μίλερ απάντησε στις κριτικές αυτές ότι ήθελε να υπογραμμίσει πως η τραγικότητα ενός ήρωα έγκειται στο κατά πόσο είναι πρόθυμος να θυσιαστεί για να προστατέψει την προσωπική του αξιοπρέπεια, κάτι που έκανε ο Λόμαν[

Μακαρθισμός

Στις ΗΠΑ πλέον βασιλεύει ο μακαρθισμός και η δραστηριότητα της Επιτροπής Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Επηρεασμένος από τον αντικομουνισμό και το "κυνήγι μαγισσών" που ακολούθησε εναντίον εκπροσώπων του πνευματικού κόσμου, ο Άρθουρ Μίλερ γράφει και παρουσιάζει το αλληγορικό έργο-κατηγορητήριο "The Crucible" ("Δοκιμασία"), το οποίο, αν και δε γνώρισε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία ούτε έγινε δεκτό με εγκωμιαστικές κριτικές, του έφερε ένα Βραβείο Τόνι το 1953 κι αργότερα έγινε ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα του, παρουσιαζόμενο, κατά το συγγραφέα, κάθε φορά που σε κάποια χώρα έμπαιναν σε κίνδυνο οι πολιτικές ελευθερίες ή διαφαινόταν η άνοδος ολοκληρωτικού καθεστώτος. Έτσι, κατάφερε να προσπεράσει την αρχική απροθυμία των θεατρικών παραγόντων της εποχής να ασχοληθούν με ένα τέτοιο έργο. Σύμφωνα με τον ίδιο το Μίλερ: «Εν μέρει ήταν πολιτικό θέμα και πολύς κόσμος το φοβόταν. Επίσης το κόστος του ανεβάσματος ήταν υψηλό γιατί είναι μεγάλη παραγωγή. Υπήρχαν και μερικοί που έλεγαν ότι η γλώσσα του έργου δεν θα γίνονταν κατανοητή από όλους. Δεν υπήρξε όμως τέτοιο πρόβλημα. Όλοι κατάλαβαν τη γλώσσα που χρησιμοποίησα».

Το 1954, του αφαιρείται το διαβατήριο κι έτσι δεν καταφέρνει να παραστεί στην πρεμιέρα της "Δοκιμασίας" στις Βρυξέλλες. Οδηγείται για κατάθεση, κατηγορούμενος ότι είχε διασυνδέσεις με αριστερούς. Αρνείται να καταδώσει ονόματα υπόπτων για κομουνιστική δράση, καταδικάζεται από το Κογκρέσο το 1957, αλλά αθωώνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1958. Παράλληλα, έχει χωρίσει με την πρώτη του σύζυγο, Μαίρη Σλάτερι, παλιά του συμφοιτήτρια, καθώς νιώθει ότι δεν ήταν συναισθηματικά κοντά ο ένας στον άλλο: "Είχα πάντα την αίσθηση ότι σύρθηκα σε αυτόν τον γάμο, παρά τον αποφάσισα", θα παραδεχτεί πολύ αργότερα ο ίδιος. Την είχε παντρευτεί το 1940 και είχε αποκτήσει δυο παιδιά, την Τζέιν και το Ρόμπερτ. Παράλληλα, οι συνθήκες στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή, λόγω της Μαύρης Λίστας και όσων είχαν καταδώσει ονόματα υπόπτων, οδήγησαν στην αποξένωση του Μίλερ από τον Ελία Καζάν, με τον οποίο ήταν συνεργάτες σε πολλά από τα έργα του και τους συνέδεε φιλία, καθώς ο Μίλερ είχε μιλήσει ανοιχτά εναντίον της κίνησης του Καζάν να κατονομάσει κατηγορούμενους συναδέρφους του.

Επιτυχία και κινηματογράφος

Το 1955 ανεβαίνουν τα δυο του μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" ("A memory of two Mondays"), στο οποίο σκηνικό αποτελεί η αποθήκη στην οποία εργαζόταν τον καιρό της Ύφεσης, και "Ψηλά από τη Γέφυρα" ("A view from the bridge"), το οποίο ασχολείται με τους παράνομους Ιταλούς μετανάστες στη Νέα Υόρκη που στέλνουν χρήματα στην πατρίδα τους, τη Σικελία. Διασκευάζεται σε έργο δυο πράξεων και γνωρίζει μεγάλη επιτυχία σε Λονδίνο και Παρίσι. Γίνεται επίτιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, του απονέμεται τιμητική διάκριση από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και το 1956, ύστερα από τη γνωριμία τους το 1951, παντρεύεται την ηθοποιό Μέριλιν Μονρόε, η οποία μεταστράφηκε στον Ιουδαϊσμό. O συγγραφέας Νόρμαν Μέιλερ περιέγραψε γλαφυρότατα τη σχέση αυτή ως "τη στιγμή που το Μεγάλο Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Μεγάλο Αμερικανικό Κορμί". Χωρίζουν το 1961, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων και τρόπου ζωής. Για τη Μέριλιν έχει δηλώσει ο ίδιος: "Ήταν μια γυναίκα στοιχειωμένη από τα φαντάσματα μιας δυστυχισμένης παιδικής ηλικίας, την οποία δεν κατάφερε να βάλει ποτέ πίσω της και να δει τον κόσμο σαν αναγεννημένη ενήλικη. [...] Ηταν η πιο δυστυχισμένη γυναίκα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου"

Το 1962, παντρεύεται με την Ίνγκε Μόρατ, φωτογράφο αυστριακής καταγωγής, με την οποία συνεργάστηκε σε ταξιδιωτικά βιβλία για την Κίνα και τη Ρωσία. Μαζί της έκανε μια κόρη, τη Ρεμπέκα, ηθοποιό, σεναριογράφο και σκηνοθέτη, σύζυγο σήμερα του ηθοποιού Ντάνιελ Ντέι Λιούις, ο οποίος τη γνώρισε κατά τα γυρίσματα της μεταφοράς του έργου "The Crucible" στον κινηματογράφο το 1996.

Στα τέλη του ’50, ο Μίλερ σταμάτησε να γράφει για το θέατρο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για τον κινηματογράφο. Το 1960, σε μια από τις τελευταίες προσπάθειές του να κρατήσει κοντά σε αυτόν και στην πραγματικότητα τη Μέριλιν Μονρόε, η οποία είχε αρχίσει να καταφεύγει στα ναρκωτικά, ο Μίλερ έγραψε το πρώτο του κινηματογραφικό σενάριο, των "Αταίριαστων" ("The Misfits"), όπου πρωταγωνιστούσαν η Μονρόε, ο Κλαρκ Γκέιμπλ κι ο Μοντγκόμερι Κλιφτ. Η ταινία αποτέλεσε εμπορική αποτυχία, αλλά κάποιοι κριτικοί πιστεύουν ότι είναι από τις καλύτερες ερμηνείες της Μέριλιν. Η ταινία δεν αποδείχτηκε καθόλου ευοίωνη για τους πρωταγωνιστές της: ο Γκέιμπλ πέθανε δεκαπέντε μέρες μετά το τέλος των γυρισμάτων, ο Κλιφτ είχε αρχίσει ήδη την κατάχρηση χαπιών και αλκοόλ που τον οδήγησαν στο θάνατο έξι χρόνια μετά και η Μέριλιν εμφανιζόταν τελευταία φορά στο κοινό

Η θεατρική του δραστηριότητα επανήλθε το 1964 με τα έργα "Επεισόδιο στο Βισύ" ("Incident at Vichy") και "Μετά την πτώση" ("After the fall"), το πιο προσωπικό και ενδοσκοπικό έργο του, στο οποίο διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία από το γάμο του με τη Μονρόε, κάτι για το οποίο επικρίθηκε, αλλά το έργο στάθηκε και η αφορμή να επανενωθεί με τον Ελία Καζάν. Συνεχίστηκε το ανέβασμα θεατρικών έργων κατά τις επόμενες δεκαετίες, τα οποία ωστόσο δεν καταφέρνουν να φτάσουν τις προηγούμενες επιτυχίες του. Το 1965, αποδέχτηκε την προεδρία στον οργανισμό PEN International, την ένωση ποιητών, συγγραφέων, δοκιμιογράφων και άλλων εκπροσώπων της λογοτεχνίας, και έγινε ολοένα και πιο δραστήριος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των λογοτεχνών.

Τελευταίες δεκαετίες

Παράλληλα, ο Μίλερ ξεχώρισε και για την αρθρογραφία του σε αμερικανικές εφημερίδες και περιοδικά, όπου εξέφρασε την άποψή του για κρίσιμα πολιτικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά ζητήματα, όπως για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την κρίση μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, τη λογοκρισία και τη φυλάκιση καλλιτεχνών, ενώ πιο πρόσφατα για τον πόλεμο στο Ιράκ.

Σε ένα από τα ταξίδια του, το 1985, πήγε στην Κωνσταντινούπολη με τον Χάρολντ Πίντερ, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των πολιτικών κρατουμένων που είχαν πληγεί από το δικτατορικό καθεστώς. Ένας από τους ταξιδιωτικούς τους συνοδούς ήταν ο μετέπειτα τιμημένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ.

Το 1984, ο Άρθουρ Μίλερ τιμήθηκε με το Kennedy Center Honors για την ανεκτίμητη προσφορά του στο αμερικανικό και το παγκόσμιο θέατρο. Το 1987, εκδίδει την αυτοβιογραφία του με τίτλο "Στη δίνη του χρόνου" ("Timebends"), ενώ το 2002 λαμβάνει το Βραβείο Πρίγκιπας των Αστουριών και το 2003 το Βραβείο Ιερουσαλήμ για τη συγγραφική του πορεία.

Ο Μίλερ ανακοίνωσε τα Χριστούγεννα του 2004 ότι στο τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου θα παντρευόταν τη συμβία του, την 34χρονη ζωγράφο Άγκνες Μπάρλεϊ. Δεν πρόλαβε, καθώς πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 2005 από καρδιακή ανεπάρκεια στο σπίτι του στο Ρόξμπερι του Κονέκτικατ, σύμφωνα με τη βοηθό του, τρία χρόνια μετά το θάνατο της προηγούμενης συζύγου του, Ίνγκε. Έπασχε από πνευμονία και καρκίνο.

Δυο χρόνια, μετά το θάνατό του, αποκαλύφθηκε ότι εκτός από τα τρία του παιδιά από την πρώτη και τρίτη του σύζυγο, είχε αποκτήσει κατά τη δεκαετία του '60 άλλο ένα γιο με την Ίνγκε Μόρατ, τον Ντάνιελ, ο οποίος έπασχε από Σύνδρομο Ντάουν. Ο Ντάνιελ είχε μεγαλώσει σε ιδρύματα και ανάδοχες οικογένειες, καθώς ο Μίλερ αρχικά τον είχε απορρίψει, ωστόσο τον δέχτηκε σταδιακά κατά τη δεκαετία του ’90 και τον συμπεριέλαβε στη διαθήκη που υπέγραψε έξι εβδομάδες πριν πεθάνει.

Άρθουρ Μίλερ - Μέριλιν Μονρόε


Ύφος και θεματογραφία

Θεωρώ το θέατρο μια σοβαρή υπόθεση, που κάνει ή θα έπρεπε να κάνει τον άνθρωπο ανθρώπινο, με άλλα λόγια λιγότερο μόνο.Άρθουρ Μίλερ

Όταν ο Άρθουρ Μίλερ εμφανίζεται στη θεατρική σκηνή των ΗΠΑ, το θέατρο στις Ηνωμένες Πολιτείες κυριαρχείται από τα είδη του μελοδράματος και του μιούζικαλ: αν και κάποια άλλα είδη κάνουν την εμφάνισή τους, η σύνδεσή τους με το γερμανικό εξπρεσιονισμό τα καθιστά βραχύβια.

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Ευγένιος Ο'Νιλ και ο Τένεσι Ουίλιαμς ανανεώνουν την εργογραφία και το ύφος του αμερικανικού θεάτρου. Ο Μίλερ αντλεί τη θεματογραφία του μέσα από τη ζωή και προβάλλει το ανθρώπινο δίλημμα για την εκλογή ανάμεσα στο καλό και το κακό. Τα έργα του περιέχουν αξίες για την ανθρώπινη ύπαρξη και την εξάρτηση του ατόμου από τον κοινωνικό του περίγυρο, ενώ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην οικογένεια, την ηθική και την ατομική υπευθυνότητα. Ο παραγωγός του Μπρόντγουεϊ Ρόμπερτ Γουάιτχεντ, που είχε συνεργαστεί πολλάκις με το Μίλερ, αναφέρει ότι στο έργο του "υπάρχει μια σχεδόν συνειδητή ανάγκη να γίνει το φως που θα λάμψει μες στον κόσμο. Προσπάθησε να βρει απαντήσεις σε αυτό που έβλεπε γύρω του και χαρακτηριζόταν ως ένας κόσμος όπου δεν υπήρχε δικαιοσύνη"

Παράλληλα, πηγάζουν από βιώματα του ίδιου ή από σκηνές στην ίδια την πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, τη Νέα Υόρκη. Για παράδειγμα, η ιστορία του "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" προέρχεται από την αφήγηση μιας γειτόνισσάς του στον πόλεμο, η ιστορία του πρώτου έργου που ανέβασε, του "Ο άνθρωπος που ήταν πολύ τυχερός", ήταν εμπνευσμένη από τον πλούσιο και επιτυχημένο ξάδερφο της πρώτης του συζύγου, Μαίρη Σλάτερι, ενώ την ιστορία του "Ψηλά από τη γέφυρα" την άκουσε από κάποιο λιμενεργάτη σε ένα πεζοδρόμιο. Ακόμα και το θεατρικό έργο «The Crucible», που κατέκρινε την παράνοια, τις διώξεις και τις καταπατήσεις πολιτικών ελευθεριών και εισήγαγε τον όρο "κυνήγι μαγισσών" στον 20ό αιώνα, έκανε το κοινό να ταυτίσει τους δικαστές του Σάλεμ του 1692 με την Επιτροπή Αντι-Αμερικανικών Δραστηριοτήτων. Ωστόσο, αν και το έργο αναγνωρίστηκε σε αξία από το κοινό αργότερα, ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει: "Κατάπληκτος έβλεπα να περνούν πλάι μου άνθρωποι που ήξερα χρόνια χωρίς να με χαιρετίσουν καν και με βασάνιζε η σκέψη ότι ο τρόμος αυτών των ανθρώπων είχε σχεδιαστεί και καλλιεργηθεί".

Στα έργα του, ο Άρθουρ Μίλερ ποικίλει σε ύφος, μεταβαίνοντας από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό ("Ο θάνατος του εμποράκου") και τον ιμπρεσιονισμό ("Μετά την πτώση"). Όσον αφορά τις πηγές έμπνευσης και επιρροής του, είχε δηλώσει ο ίδιος ότι αποτελούσε πρότυπό του η αρχαία ελληνική τραγωδία, ενώ φαίνεται ότι έχει επηρεαστεί πολύ και από το έργο του Ίψεν. Ανανέωσε το "κοινωνικό δράμα", καταγγέλλοντας τα οξεία ζητήματα της εποχής του και ασκώντας κριτική στην αμερικανική κοινωνία: στο ρατσισμό της, την κερδοσκοπία, τη μισαλλοδοξία και την αναισθησία μπροστά στην αποτυχία και ανημποριά.

Πρώτες παραστάσεις στην Ελλάδα

Η πρώτη παράσταση έργου του Άρθουρ Μίλερ στην Ελλάδα έγινε το 1947, με το ανέβασμα του έργου "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία του Καρόλου Κουν, με τους Βασίλη Διαμαντόπουλο, Βάσω Μεταξά, Λυκούργο Καλλέργη και Έλλη Λαμπέτη.

Το 1955 παρουσιάζεται από το Εθνικό Θέατρο το έργο "Δοκιμασία - Οι μάγισσες του Σάλεμ" ("The Crucible"), σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, με τους Τζένη Καρέζη, Γιώργο Παππά, Χριστόφορο Νέζερ κ.ά.

Το 1957 παρουσιάζονται σε ενιαία παράσταση από το Θέατρο Τέχνης τα μονόπρακτα "Από Δευτέρα σε Δευτέρα" και "Ψηλά από τη γέφυρα", ενώ την ίδια χρονιά από το θίασο Αλέκου Αλεξανδράκη ανεβαίνει το έργο "Ήταν όλοι τους παιδιά μου". Το 1962 παρουσιάζεται για πρώτη φορά πάλι από το Θέατρο Τέχνης το έργο "Ο θάνατος του εμποράκου", με τον Γιώργο Λαζάνη και τον Μίμη Κουγιουμτζή.

Ακολούθησαν αρκετές παραστάσεις των πιο γνωστών προαναφερθέντων έργων του, ενώ από το θέατρο Εξαρχείων ανέβηκαν τα έργα "Το τίμημα" (1992-1994) και το "Σπασμένο γυαλί" (1995-1996) ως το πιο πρόσφατο, "Ο τελευταίος Γιάνκι" (1999). Τον Νοέμβριο του 2001, παρουσιάστηκε από το Θέατρο της οδού Κυκλάδων το έργο "Σχέσεις του κυρίου Πίτερς" σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη
.
Εργογραφία

Θεατρικά έργα
No Villain (1936)
They Too Arise (1937)
Honors at Dawn (1938)
The Grass Still Grows (1938)
The Great Disobedience (1938)
Listen My Children (1939)
The Golden Years (1940)
The Man Who Had All the Luck (1940)
The Half-Bridge (1943)
All My Sons (Ήταν όλοι τους παιδιά μου, 1947 —μτφ. Λούης Δάνος (εκδ. "Γκόνη")
Death of a Salesman (Ο θάνατος του εμποράκου, 1949 —μτφ. Ν.Οικονομοπούλος & Δ.Μπεραχάς (εκδ. "Γκόνη")
An Enemy of the People (1950)
The Crucible (Η δοκιμασία, 1953), γνωστό και ως «Οι μάγισσες του Σάλεμ» —μτφ. Αλέξης Σολομός (εκδ. "Δωδώνη")
A View from the Bridge (Θέα από την γέφυρα, 1955 —μτφ. Μάνθος Κρίσπης (εκδ. "Δωδώνη")
A Memory of Two Mondays (Ανάμνηση από δύο Δευτέρες, 1955 —μτφ. Μάνθος Κρίσπης ως «Από Δευτέρα σε Δευτέρα» (εκδ. "Δωδώνη")
After the Fall (1964)
Incident at Vichy (Επεισόδιο στο Βισύ, 1964 —μτφ. Λ.Γαρίδης (εκδ. "Διεθνής Επικαιρότης")
The Price (Το βραβείο, 1968 —μτφ. Ειρ.Ιωαννίδου-Αδαμίδου (εκδ. "Δωδώνη")
The Creation of the World and Other Business (1972)
The Archbishop's Ceiling (1977)
The American Clock (1980)
Elegy for a Lady (1982)
Some Kind of Love Story (1982)
I Think About You a Great Deal (1986)
Playing for Time (1985)
I Can’t Remember Anything (1987)
Clara (1987)
The Last Yankee (1991)
The Ride Down Mt. Morgan (1991)
Broken Glass (1994)
Mr Peter’s Connections (1998)
Resurrection Blues (2002)
Finishing the Picture (2004)

Ραδιοφωνικά έργα
The Pussycat and the Plumber Who Was a Man (1941)
William Ireland’s Confession (1941)
Jed Chandler Harris (1941)
Captain Paul (1941)
The Battle of the Ovens (1942)
Thunder from the Mountains (1942)
I Was Married in Bataan (1942)
Toward a Farther Star (1942)
The Eagle’s Nest (1942)
The Four Freedoms (1942)
That They May Win (1943)
Listen for the Sound of Wings (1943)
Bernardine (1944)
I Love You (1944)
Grandpa and the Statue (1944)
The Philippines Never Surrendered (1944)
The Guardsman (1944)
The Story of Gus (1947)
The Reason Why (1970)

Κινηματογραφικά σενάρια
The Hook (1947)
The Misfits (1961)
Everybody Wins (1984)
The Crucible (1995)

Πεζογραφία
Focus (1945)
The Misfits (1957)
I Don’t Need You Anymore (1967)
Homely Girl (1992)
The Performance
Presence: Stories (2007)

Άλλα βιβλία
Situation Normal (1944)
In Russia (1969)
In the Country (1977)
Chinese Encounters (1979)
Salesman in Beijing (1984)
Timebends: A Life (1987)



5 φράσεις του Αρθουρ Μίλλερ

Η προδοσία είναι η μόνη αλήθεια που μένει.

Ποτέ μην παλεύεις τίμια με έναν ξένο, νεαρέ. Ποτέ δεν θα βγεις από τη ζούγκλα μ’ αυτόν τον τρόπο.
(από το «Θάνατο του Εμποράκου»)

Δουλεύεις μια ζωή να ξεπληρώσεις ένα σπίτι. Στο τέλος είναι δικό σου και δεν υπάρχει κανένας να ζήσει σ’ αυτό.
(από το «Θάνατο του Εμποράκου»)

Αν βλέπω πώς τελειώνει, μπορώ να δουλέψω προς τα πίσω.
(σχετικά με τη συγγραφή θεατρικών έργων)

Εξειδικεύεσαι σε κάτι, μέχρι που μια μέρα συνειδητοποιείς ότι αυτό εξειδικεύεται σε σένα. https://tetragwno.gr/




ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ


Ο Τζο Κέλλερ, ένας αυτοδημιούργητος εργοστασιάρχης, στη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, παράγει εξαρτήματα πολεμικών αεροπλάνων και τα πουλάει στην Αμερικάνικη Αεροπορία. Στον πόλεμο υπηρετούν, κάπου στην Άπω Ανατολή, και τα δυο παιδιά του. Μια παρτίδα από τα εξαρτήματα που παράγει έχουν βγει ελαττωματικά αλλά αυτός, εν γνώσει του, τα παραδίδει στην Αεροπορία. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος κάποια αεροπλάνα πέφτουν και στο τέλος αποκαλύπτεται η αλήθεια. Ο Τζο και ο συνεταίρος του προσάγονται σε δίκη. Με ένα ψέμα, που πλασάρει ο Τζο στο δικαστήριο, ο ίδιος αθωώνεται και καταδικάζεται ο συνέταιρος του. Στο μεταξύ τελειώνει ο πόλεμος. Ο ένας του γιος επιστρέφει σώος και ο άλλος είναι καταγραμμένος στο κατάλογο αγνοουμένων. Από το σημείο αυτό αρχίζει και το δράμα...
Με το μόνιμο μοτίβο του Μίλλερ γύρω από το αμερικάνικο όνειρο και τις φοβερές συνέπειες του, να επιστρέφει, και τον ανθρωπάκο που το πίστεψε να συντρίβεται στα γρανάζια του συστήματος. (Από την παρουσίαση της έκδοσης) https://www.politeianet.gr/

  💚   💚

Το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» είναι ένα έργο ορόσημο, που σηματοδοτεί την έναρξη της μεταπολεμικής αμερικάνικης δημιουργίας. Σήμερα έρχεται, πιο επίκαιρο από ποτέ, να αναδείξει την φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, στηλιτεύοντας τη ματαιότητα της απληστίας.

Μια φαινομενικά ευτυχισμένη και εύρωστη οικογένεια, καλείται -κατά τη διάρκεια μιας και μόνο ημέρας- να αναθεωρήσει τα θεμέλια και τους δεσμούς της. Τα μέλη της αποκαλύπτουν το καθένα το μυστικό που το βαραίνει και τίποτα δεν μπορεί να ξαναείναι το ίδιο. Οι ήρωες, μετατρέπονται σε αντιπαραδείγματα μιας κοινωνίας, που φαινομενικά μόνο ντύνεται το προσωπείο της αθωότητας. Κανένας δεν μπορεί να είναι αμέτοχος και η άκριτη πίστη στην ύλη, που με τόση ευκολία διαπερνά όλο το κείμενο, έρχεται να συντριβεί στην τελευταία πράξη, αφήνοντας μας όλους εμβρόντητους και εκτεθειμένους σε σκέψεις που ως τώρα αποφεύγαμε να κάνουμε.

Ο Άρθουρ Μίλλερ, τοποθετώντας στο κέντρο της προσοχής του τον άνθρωπο, δοκιμάζει μια διαφορετική προσέγγιση των μέχρι τώρα καθιερωμένων αξιών. Ακολουθώντας τη δομή μιας σύγχρονης τραγωδίας καταφέρνει να σοκάρει και να προβληματίσει κάνοντας μας από θεατές, συν-ενόχους. https://www.elculture.gr/

  💚   💚

Κάπου στην Αμερική, τον Αύγουστο του 1947, δύο χρόνια μετά την λήξη του Πολέμου. Μια οικογένεια προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στις σκιές που άφησε πίσω του ο θάνατος του μεγαλύτερου γιου της στο μέτωπο. Μια απλή, συνηθισμένη ιστορία, θα έλεγε κανείς, όπως τόσες άλλες που πλάθει ο πόλεμος –ίσως πιο αδιάφορη από πολλές που συνέβησαν στην πραγματικότητα κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα αντιπολεμικό κείμενο από τα χιλιάδες που καλλιέργησε εκείνος ο πόλεμος –μια ολόκληρη γενιά λογοτεχνών και ένα ολόκληρο λογοτεχνικό είδος, σφυρηλατημένο στις συμφορές του ολοκληρωτισμού και της μισαλλοδοξίας. Τί το ιδιαίτερο έχει να προσφέρει το αγαπημένο έργο του δημιουργού του, ακόμη και σήμερα στον θεατή ή τον αναγνώστη του; Δύσκολο ερώτημα, που το κάνουν ακόμη πιο δύσκολο οι απαιτήσεις του σημερινού κοινού, χορτασμένου από τις αμέτρητες αντιπολεμικές συνθέσεις που πλημύρισαν τις σκηνές από τα μέσα του περασμένου αιώνα.

Ας επιχειρήσουμε ένα νοητικό πείραμα. Ας δοκιμάσουμε να λησμονήσουμε για μια στιγμή τον πόλεμο κι ας τον αντικαταστήσουμε στην φαντασία μας με κάποια άλλη από τις πληγές που μαστίζουν την σημερινή εποχή της κυριαρχίας της «βιομηχανίας» της ειρήνης: την οικονομική ή κοινωνική κρίση, για παράδειγμα, όπως την άνοδο ακραίων πολιτικών και κοινωνικών απόψεων, ή ακόμη-ακόμη την κρίση αξιών όπως αντικατοπτρίζεται στο αρπακτικό εργασιακό μας περιβάλλον και τις συμφεροντολογικές προσωπικές μας σχέσεις. Σε αυτά είναι που επικεντρώνεται η κριτική του Μίλλερ. Δεν περιορίζεται σε ένα πεπερασμένο χρονικά και χωρικά γεγονός, αλλά εκτείνεται σε ένα μέλλον που τον προβληματίζει· σε ένα “American Dream” που μόνο γλυκό δεν είναι και για το οποίο, μεταξύ άλλων, βρέθηκε κατηγορούμενος τον καιρό του αντικομμουνιστικού μένους (1956), επειδή παρέμενε τάχα απαισιόδοξος σε μια εποχή καθολικής αισιοδοξίας. Σε όλες αυτές τις τόσο σύγχρονες πληγές, η απάντηση που δίδει ο συγγραφέας αναφορικά με την αιτία τους παραμένει ίδια: η ανθρώπινη απληστία· ο υπερφιλόδοξος εγωισμός του ανθρώπου που πιστεύει ότι γνωρίζει το μέλλον και πως αυτό το μέλλον ανήκει στον ίδιο –στο έθνος, την τάξη, την οικογένειά του.

Όμως, τι το πρωτοποριακό φέρνει ο Μίλλερ με αυτό το έργο; Ο συγγραφέας παίρνει δύο πραγματικές ιστορίες, τις ενώνει δημιουργικά και πλάθει ένα κείμενο που αφυπνίζει τους σύγχρονούς του. Η αμερικανική κοινωνία, τυφλωμένη από την νίκη στον πόλεμο, δεν τόλμησε να αντικρίσει τις σκοτεινές σελίδες που έκρυβε πίσω της αυτή. Λησμόνησε ότι εκτός από τους νικητές της, υπήρχαν –και συνέχιζαν να υπάρχουν– ανάμεσά της προδότες και πατριδοκάπηλοι, όπως η εταιρία Wright Aeronautical Corporation στο Οχάιο, η οποία, κατά το έτος 1943, αποκαλύφθηκε ότι προμήθευε την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία με ελαττωματικούς κινητήρες, δωροδοκώντας τους επιθεωρητές, ή τόσοι άλλοι γνωστοί ή άγνωστοι που επιχείρησαν να επωφεληθούν από τις δυσκολίες που βίωνε τότε η πατρίδα τους. Η λάμψη του «Αμερικανικού Ονείρου» είχε θαμπώσει τους πάντες· και ο Μίλλερ επιχείρησε με αυτό το έργο να τους υπενθυμίσει τις σκοτεινές στιγμές της νίκης, οι οποίες αυτήν την φορά στιγμάτιζαν όχι κάποιον μακρινό εχθρό, αλλά ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Με το κείμενο αυτό, ο Μίλλερ κατακεραυνώνει την αμερικανική ανώτερη τάξη και αναδεικνύει την έννοια της ευθύνης: το άτομο φέρει για κάθε του ενέργεια ευθύνη κοινωνική έναντι της ολότητας. Και όπως καταδεικνύεται εν τέλει, αυτή η κοινωνική ευθύνη είναι ασύγκριτα πιο βαριά από κάθε είδους ποινική ή αστική· είναι στ’ αλήθεια ασήκωτη για τους πρωταγωνιστές του δράματος…

Διαβάστε περισσότερα : https://theartofcrime.gr/


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΑΚΟΥ

Ο Άρθουρ Μίλλερ, που γεννήθηκε το 1915, θεωρείται από τους μεγαλύτερους δραματουργούς του εικοστού αιώνα. Πολέμιος του μακαρθισμού στις ΗΠΑ και συγγραφέας με προοδευτικές απόψεις, γνώρισε παγκόσμια αναγνώριση με τα έργα του: Ήταν όλοι τους παιδιά μου, (1947), Οι μάγισσες του Σάλεμ (1953), Ψηλά απ' τη γέφυρα (1955), Μετά την πτώση (1964), Επεισόδιο στο Βισύ (1966), Το ταβάνι του αρχιεπισκόπου (1972), Ο τελευταίος Γιάνκη (1993), Το σπασμένο γυαλί (1994). Δράμα γραμμένο το 1949, "Ο θάνατος του εμποράκου" θεωρείται το κορυφαίο έργο του συγγραφέα, και χάρισε στον Άρθουρ Μίλλερ το βραβείο Πούλιτζερ. Πραγματεύεται τη ζωή ενός ασήμαντου πλασιέ και την άρνησή του να αντιμετωπίσει την αποτυχία της καριέρας του και της σχέσης με την οικογένειά του. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)https://www.politeianet.gr/




Το 1949, ο Άρθουρ Μίλερ μετακομίζει για κάποιο διάστημα στην εξοχή του Κονέκτικατ. Στη λάμψη ενός πρωινού ξεκινά και ολοκληρώνει τη συγγραφή της πρώτης πράξης του διασημότερου του έργου. Σε λιγότερο από δύο μήνες, «Ο θάνατος του εμποράκου» έχει ολοκληρωθεί. Το έργο αυτό τού χαρίζει -μεταξύ άλλων βραβείων- το Pulitzer και ανεβαίνει στα θέατρα όλης της υφηλίου, κατακτώντας παγκόσμια αναγνώριση.

Στο «θάνατο του εμποράκου» υφαίνονται σταδιακά οι τραγικές συνέπειες των απέλπιδων προσπαθειών ενός μεσόκοπου πλασιέ να καταξιωθεί και να αισθανθεί σπουδαίος. Μέσα σε δύο «θεατρικά» εικοσιτετράωρα εκτίθενται οι σχέσεις του με την οικογένειά του και η αδυναμία του να διαχειριστεί την αποτυχία. Για την πρωταγωνιστική φιγούρα του Γουίλυ Λόμαν ο Άρθουρ Μίλερ εμπνέεται από το θείο του, Μάνι Νιούμαν. Όπως χαρακτηριστικά θα δηλώσει μετέπειτα ο δραματουργός, ο Νιούμαν ήταν ένας δυστυχισμένος έμπορος που πάλευε να μαζέψει χρήματα για να μεγαλώσει την πολυμελή οικογένειά του. Ήταν ο άνθρωπος που θα βρισκόταν πάντα στην τελευταία θέση, καταδικασμένος να παρακολουθεί εγκλωβισμένος στην αποτυχία του την επιτυχία όσων τον περιτριγύριζαν. Αναπόφευκτη κατάληξη η αυτοκτονία.

Το θέμα του έργου, όμως, όσο δυνατό κι αν είναι, απαιτεί τεχνική, κι ο Μίλερ την κατέχει. Αποζητώντας την ένταση, χρησιμοποιεί τις αντιθετικές δυνάμεις που επενεργούν στους ανθρώπους, δημιουργώντας δισεπίλυτα διλήμματα. Παρελθόν – παρόν, κοινωνία – άτομο, απληστία – ηθικοί κανόνες. Η χρήση απλών ανθρώπων σε σκηνές με καθημερινές ανησυχίες τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο φωτίζει τον εσωτερικό κόσμο κάθε χαρακτήρα του («υποκειμενικός ρεαλισμός»).

Η οικονομία του σκηνικού χρόνου αποτελεί ένα επιπλέον προσόν του έργου. Μέσα από συμβολικές λάμψεις και ήχους, ο θεατής μεταφέρεται από το παρόν στο παρελθόν της ζωής του Γουίλυ και τούμπαλιν. Με αυτόν τον τρόπο εντυπώνεται παραστατικά η ταραγμένη ψυχοσύνθεσή του που θα τον οδηγήσει σύντομα να τερματίσει τη ζωή του.





ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΛΕΡ, ΜΙΑ ΦΛΟΓΕΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ

ΗΤΑΝ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ -Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΑΚΟΥ

«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΑΚΟΥ» θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα του εικοστού αιώνα. Ο συγγραφέας Άρθουρ Μίλλερ τιμήθηκε για το έργο αυτό, με το μεγαλύτερο λογοτεχνικό βραβείο της Αμερικής, το Βραβείο Πούλιτζερ. Το έργο πραγματεύεται την ιστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας, όπου ο πατέρας Γουίλλυ εργάζεται ακατάπαυστα για να συντηρήσει την οικογένεια του, η μητέρα Λίντα -πρότυπο συζύγου και μάνας- λειτουργεί πάντα ως εξισορροποιητικός παράγοντας στις εντάσεις που αναπόφευκτα δημιουργούνται μέσα σε ένα σπίτι, κι οι δύο γιοι, ο Μπίφ και ο Χάππυ, -όπως όλοι οι νέοι- προβληματίζονται και αγωνιούν για το μέλλον τους. Η αγωνία του πατέρα για το μέλλον των παιδιών του θα τον φέρει σε σύγκρουση και με τους δύο, κυρίως με τον Μπίφ και θα δημιουργηθούν σκηνές έντονες, αλλά και γεμάτες τρυφερότητα και ανθρωπιά. Το έργο πραγματεύεται επίσης ένα πάντα επίκαιρο θέμα: την επιβίωση του μικρομεσαίου πολίτη σε μια κοινωνία εντελώς καταναλωτική, όπου οι ηθικές αξίες ξεπέφτουν και το μόνο που απασχολεί τον κόσμο είναι το χρήμα. Ο Εμποράκος, πολύ ηθικός – αλλά όχι ηθικολόγος – άνθρωπος, θέλει να μεγαλώσει τα παιδιά του με τις πατροπαράδοτες αρχές και θα φτάσει μέχρι τα άκρα για να τις επιβάλλει. Με την επιμονή του Γουίλλυ και την ακάματη φροντίδα της Λίντα, ο Μπίφ και ο Χάππυ θα βρουν το δρόμο τους και το έργο θα τελειώσει δίνοντας στο θεατή ένα γλυκόπικρο, αλλά και αισιόδοξο μήνυμα: ότι κανένας δεν χάνεται άμα ή οικογενειακή αγωγή του προσφέρει βάσεις να προχωρήσει στη ζωή του.

Στο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, το κλασικό έργο του κορυφαίου Αμερικανού δραματουργού, η αυλαία ανεβαίνει σε ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό όπου τα πάντα δείχνουν ειδυλλιακά στην αυλή του αμερικάνικου πλουσιόσπιτου. Η άφιξη μιας νέας κι όμορφης κοπέλας υπόσχεται την πιο ρομαντική κατάληξη, όμως σιγά σιγά το παρελθόν θα ξυπνήσει για να κυνηγήσει αδυσώπητα αυτούς που κάποτε αρνήθηκαν τις συνέπειες των πράξεών τους. Οι ανατροπές και οι αποκαλύψεις θα διαδεχτούν η μια την άλλη μέχρι την τελική πτώση όπου η σύγκρουση και κάθαρση θα αγγίξουν τις διαστάσεις του τραγικού.. Ο Αρθουρ Μίλλερ, αδιαμφισβήτητα μεγαλοφυής δραματουργός, χαρακτηρίστηκε ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς του 20ού αιώνα γιατί φώτισε με ασύλληπτη διορατικότητα κι ευαισθησία τις αρχέτυπες δυνάμεις που ενεργούν σε κάθε οικογένεια: την τάση του παιδιού να ανεξαρτητοποιηθεί αλλά και την ανάγκη του να επιστρέφει, την αποκαθήλωση του 'ιδανικού' πατέρα και την εμμονή της μάνας να διατηρήσει την οικογενειακή συνοχή.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου