Κάθε χρόνο, στην επέτειο του Σαράντα, με πιάνει μια παράλογη διάθεση αναπόλησης εκείνης της εποχής. Παράλογη, διότι οι όποιες μνήμες έχω είναι από αφηγήσεις άλλων, μιας και το ’40 οι γονείς μου ήταν μόλις δώδεκα χρονώ κι εγώ ανύπαρκτος. Τελικά κάθε φορά καταλήγω να θυμάμαι τον παππού μου τον Τηλέμαχο. Το ’40 ήταν 33 χρόνων και επιστρατεύτηκε, όπως οι περισσότεροι. Έφτασε ως το Πόγραδετς αλλά αμφιβάλλω αν πρόλαβε να πολεμήσει με τίποτε άλλο εκτός από τις ψείρες. Πάντως νοσηλεύτηκε ως τραυματίας πολέμου.
Μέχρι να τελειώσω το γυμνάσιο, επί δικτατορίας, μάθαινα πως το Σαράντα ήταν ένα Έπος, ήταν τα «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» της Βέμπο, ήταν το σλόγκαν «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες», ήταν η «Υπολοχαγός Νατάσα» με την Βουγιουκλάκη, το «Κονσέρτο για πολυβόλα» με την Καρέζη και οι ηρωικές ταινίες του Τζέημς Πάρις.
Στα φοιτητικά μου χρόνια, μετά τη χούντα, στις μουσικές του Σαράντα προστέθηκαν ξαφνικά τα αντάρτικα, ο Γοργοπόταμος και το ΕΑΜ· το ίδιο ξαφνικά ο συμμοριτοπόλεμος έγινε εμφύλιος, ο οποίος μάλιστα δεν είχε λήξει, αφού όλοι μιλούσαν γι’ αυτόν σαν να ξεκίνησε χτες. Οι ιστορικοί άρχισαν να καυγαδίζουν για το ποιος είπε το ΟΧΙ. Άρχισαν να διεκδικούν ο καθένας για τον κομματικό εαυτό του ένα ΟΧΙ που κανείς δεν είπε τελικά, αφού μια εφημερίδα το έγραψε κι έπειτα έγινε καθολικό σύνθημα.
Επί Πασοκρατίας εντάθηκαν οι διαφωνίες για το ποιοι έκαναν αντίσταση και ποιοι δεν έκαναν καθώς οι επιζώντες διεκδικούσαν και σχετικές συντάξεις. Για τους μεν το νόημα του Σαράντα περιλάμβανε και τις εξορίες, τις εκτελέσεις, την πολιτική προσφυγιά, οι δε άλλοι μιλούσαν για προδότες, ξενοκίνητους, εαμοβούλγαρους και άλλες ομορφιές. Έμαθα πως το Σαράντα έχει να κάνει, επίσης, με το Άουσβιτς, το Νταχάου κι άλλα αποκρουστικά του ναζισμού, τα οποία κάποιοι ξεχνούσαν επιμελώς να αναφέρουν στα μαθητικά μου χρόνια.
Την δεκ. ’90, όταν κατέρρευσε το σοβιετικό μπλοκ και η Ομοσπονδιακή Γερμανία απορρόφησε την Λαοκρατική Ανατολική, επανήλθε δυναμικά το αίτημα για τις γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις, τις οποίες τελικά μάλλον είχε αποποιηθεί ο Εθνάρχης αντί πινακίου φακής, όταν ήταν στις δόξες του, εν ονόματι της ελληνο-γερμανικής φιλίας.
Και η ζωή συνεχίζεται. Κι όσο ξεθωριάζουν οι μνήμες, τόσο γιγαντώνονται τα στερεότυπα. Ο καθένας έχει φτιάξει μια δική του εικόνα για το Σαράντα, που τελικά δεν έχει σχέση με την επέτειο αλλά με το προσωπικό του κοσμοείδωλο. Και είναι τόσο σίγουρος πλέον για την αλήθεια του, που όταν του αναφέρεις κάτι διαφορετικό, θεωρεί πως προσβάλεις την μνήμη των πεσόντων, τις θυσίες των προγόνων και δεν ξέρω τι άλλο. Το χειρότερό μου είναι οι πολιτικοί, οι οποίοι θεωρούν χρέος τους κάθε χρόνο να κάνουν γελοία κατήχηση για το νόημα της επετείου, προκαλώντας μειδιάματα στους νοήμονες.
Και εν μέσω αυτού του κυκεώνα, προσπαθούσα επί χρόνια να μεταδώσω στους μαθητές μου το νόημα του Σαράντα, ισορροπώντας ανάμεσα στον εκάστοτε υπουργό παιδείας και στην δικιά μου επισφαλή αλήθεια. Με συνέπεια, φυσικά, οι δεκαεξάρηδες στα σχολεία να παίζουν με τα κινητά τους ώσπου να τελειώσει η σχολική γιορτή-αγγαρεία, παρά το ό,τι οι δάσκαλοι αναζητούσαν κάθε φορά νέες ιδέες για να τους κεντρίσουν το ενδιαφέρον.
Για να μη θυμηθώ τον τραγέλαφο των παρελάσεων, με τους γυμναστές να τάζουν εικοσάρια στη γυμναστική για να συμπληρώσουν το τμήμα, ειδικά αν η αργία της 28ης ήταν κολλητά με το ιερό Σ/Κ του νεοέλληνα, ενώ τα κανάλια ως γεροντοκόρες παρθένες αναδείκνυαν ως κυρίαρχο θέμα το μήκος της φούστας των κοριτσιών, την δήθεν άγνοια των νέων για το τι γιορτάζουμε σήμερα κι αργότερα ως μέγα εθνικό ζήτημα ποιοι δικαιούνται να κρατούν τη σημαία.
Όπως κάθε χρόνο, με έπιασε πάλι αυτή η παράλογη διάθεση αναπόλησης της εποχής του Σαράντα, για την οποία μόνο ακούσματα έχω. Κι όπως κάθε χρόνο, κατέληξα πάλι να θυμάμαι τον παππού μου τον Τηλέμαχο. Ο παππούς Τηλέμαχος, πριν φτάσει στην πρώτη γραμμή, τραυματίστηκε σε κάποιο βομβαρδισμό και νοσηλεύτηκε. Σαν γύρισε από το μέτωπο είχε μια μελαγχολία και μια φοβία, χαρακτηριστικά που του έμειναν στα υπόλοιπα σαράντα χρόνια του βίου του.
Ο παππούς Τηλέμαχος ήταν ένας φιλήσυχος, άκακος άνθρωπος. Όλη του τη ζωή την έζησε στο μικρό χωριό του. Το χειμώνα ασχολιόταν με τις ελιές και το καλοκαίρι με τα σύκα και με το αμπέλι του. Μονίμως κάπνιζε άφιλτρα Δαμηλάτη κι έπινε ρετσίνα βαρελίσια. Διασκέδασή του ήταν το κυνήγι και το ψάρεμα. Οι παγκόσμιες κοσμοϊστορικές αλλαγές ποτέ δεν τον απασχόλησαν, ακόμα κι όταν εισέβαλαν στο χαγιάτι του μέσω της τηλεόρασης λίγα χρόνια πριν πεθάνει. Ποτέ δεν πίστεψε πως ο άνθρωπος πήγε στο φεγγάρι: «ταινία είναι, την φτιάχνουν όπως θέλουν», έλεγε. Σαν μαζευόμαστε να δούμε τον Άγιαξ στην οθόνη, αναρωτιόταν γιατί δεν πάμε στην αλάνα να παίξουμε αλλά καθόμαστε στο σπίτι και βλέπουμε τους άλλους να «κλωτσούν το τόπι».
Ο παππούς Τηλέμαχος σπάνια μιλούσε για το ’40. Όταν πέθανε, βρήκαμε επιμελώς κρυμμένο στα χαρτιά του το «Πιστοποιητικόν Νοσηλείας» του νοσοκομείου εκστρατείας. Δεν το κατέθεσε ποτέ για να λάβει σύνταξη τραυματία πολέμου, «γιατί το κράτος είναι φτωχό», έλεγε, «δεν έχει λεφτά να τα δίνει σε συντάξεις».
Αυτό το σιωπηλό ΟΧΙ του παππού Τηλέμαχου ήταν για μένα το Σαράντα.
Θ. Μπελίτσος, 28 Οκτωβρίου 2020.
----
*Ο πίνακας είναι του Γεωργίου Προκοπίου που πήγε στο μέτωπο σε ηλικία 64 ετών ως ζωγράφος-φωτογράφος. Απεβίωσε από τις κακουχίες κοντά στο Τεπελένι, λίγο πρίν από τα Χριστούγεννα του '40.
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ https://belitsosquarks.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου