Ε. Χώμα ιερό, Χώμα αψύ. Χώμα αγνό και παρακαταθήκης χώμα.
Χώμα στον ήρωα αλαφρύ μα στον προδότη ατσάλι.
Χώμα που πίνεις ίδρωτες και ανθίζεις και βλασταίνεις.
Χώμα που πίνεις αίματα και αψεύεις και σκληραίνεις.
Χώμα που μεσ’ στα σπλάχνα σου κάνεις τη σπίθα, φλόγα.
Χώμα σκλαβιά σε σπέρνουνε την Λευτεριά φυτρώνεις.
Χώμα που μεσ’ τ’ αυλάκια σου ιδανικά κυλάνε…
Ω, χώμα Πάτριο κι ευλογημένο.
Πέτρα και Χώμα Ελληνικά και πάντα τιμημένα.
Πέτρα και Χώμα Ελληνικά με δόξα ποτισμένα.
Πέτρα και Χώμα πάτρια, όσια κι ευλογημένα.
Είμαι κι εγώ ένα σπλάχνο σας και νιώθω υπερηφάνεια…
Κάτω απ’ το χώμα εδώ η ζωή
μακραίνει
κι όλο χτενίζουμε
του διπλανού μας τα μαλλιά
κι ο ένας του άλλου
κόβουμε τα νύχια.
Και κάθε νύχτα οι πιο παλιοί
νιώθουν του φρέσκου διπλανού ν’ ανασηκώνονται
τα δάχτυλα βαριά
να ψηλαφούνε για ένα χάδι τρυφερό
τη σάρκα που έμεινε.
Πάνω στο χῶμα το δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στο χῶμα το δικό σου σχεδιάζουμε τούς κήπους
και τις πολιτεῖς μας
Πάνω στο χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου την ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερός ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι την καρδιά σου που ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στο μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
που μοιάζουνε
σαν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου προς τον ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
απόσπασμα
Ἀνάσκαψα ὅλη τη γῆ να σε βρῶ.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την ἔρημο· ἤξερα
πως δίχως τον ἄνθρωπο δεν εἶναι πλῆρες
τοῦ ἥλιου το φῶς. Ἐνῷ, τώρα, κοιτάζοντας
μες ἀπὸ τόση διαύγεια τὸν κόσμο,
μὲς ἀπό σένα – πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται εὐδιάκριτα, γίνονται διάφανα –
τώρα μπορῶ
ν᾿ ἀρθρώσω την τάξη του σ᾿ ἕνα μου ποίημα.
Παίρνοντας μία σελίδα θα βάλω
σ᾿ εὐθεῖες τιο φῶς.
Ορμητικά και οργισμένα το χώμα βγαίνει από το χώμα.
Χαριτωμένα η μεγαλόπρεπα το χώμα περιπατεί πάνω στο χώμα.
Το χώμα με το χώμα, χτίζει παλάτια κι ορθώνει κάστρα και ναούς,
Το χώμα υφαίνει πάνω στο χώμα, θρύλους, θεωρίες και νόμους.
Μετά, το χώμα κουράζεται από τα έργα του χώματος και πλέκει από το φωτοστέφανο του, όνειρα και φαντασίες.
Και μετά, τα μάτια του χώματος παραδίνονται από τη νύστα του χώματος στην αιώνια ανάπαυση.
Και το χώμα φωνάζει στο χώμα :
«Εγώ είμαι η μήτρα κι ο τάφος, και θα είμαι η μήτρα κι ο τάφος ώσπου να πάψουν να υπάρχουν τ’ αστερία κι ο ήλιος γίνει σταχτής».
Άρα δεν είναι φήμη, ο ουρανός
υπάρχει
και δεν είναι το χώμα λοιπόν
η μόνη λύση
όπως ισχυρίζεται ο κάθε τεμπέλης νεκρός.
«Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα,
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη ,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω,
για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλαχτό απ’ αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνον λίγο χώμα, χώμα ελληνικό!
Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ’ το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρή ελιά!
Χώμα τιμημένο, που ‘χουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, που ‘χουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα που ‘χει θάψει λείψαν’ αγιασμένα
απ’ το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά,
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά!
Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει,
από σε θα παίρνει δύναμη, βοήθεια,
μην την ξεπλανέσουν άλλα ξένα κάλλη.
H δική σου χάρη θα με δυναμώνει
κι όπου κι αν γυρίσω κι όπου κι αν σταθώ,
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη:
Πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ‘ρθω !
Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο –
μου ‘γραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θα ‘βρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω!
Έτσι, κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θα ‘ναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου, στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.»
[…]
Θέλει χάδι το χώμα και ψιθύρισμα παρόμοιο με του
καβαλάρη στο αυτί του αλόγου Και το ρήγμα μέσα σου
Να μην έχει κιόλας απ’ τις πέτρες γίνει αντιληπτό
αλλά να περπατάς ξυπόλυτος λίγη χαρά να δώσεις
της τσουκνίδας
[…]
Απόσπασμα από τη “Θεοκτίστη” του Οδυσσέα Ελύτη (ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ & Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα, 2006)
Ήρθαν ντυμένοι φίλοι
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας
και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Κρατήσαμε το χώμα που μας γέννησε.
Γεμάτοι Ελλάδα οι αιώνες πίσω μας.
Γιομάτα αγάπη τα έτη μέσα μας.
Γιομάτοι μόχτο οι μήνες γύρω μας.
Οι μέρες μας ευτυχισμένες μες στα σπίτια μας.
Ευτυχισμένοι οι άνθρωποι τριγύρω μας.
Ύστερα ήρθανε οι βάρβαροι.
Ήρθαν μ’ αστροπελέκια και καμμένο σίδερο
και σκόρπισαν παντού τον πόνο και το θάνατο.
Όμως στα κάστρα, στα οδοφράγματα,
στέκουν ασάλευτοι, βγαλμένοι από τα σπλάχνα της,
οι νέοι Διγενήδες κι οι Αντρόνικοι.
Στέκουν όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος,
στέκουν και μάχονται γι’ αυτή τη γη που τους ανάστησε,
στέκουν και πέφτουνε ορθοί στον τόπο που τους γέννησε.
Κρατάνε ακόμη, όσοι μείνανε,
το χώμα στη σπασμένην απαλάμη τους,
το χώμα τ’ ακριβό που τους ανάστησε.
Οι μέρες τρέχουνε, οι αιώνες φεύγουνε.
Όμως το χώμα μένει πάντα αθάνατο,
και μια καινούργια φύτρα αρχίζει μέσα του.
Μια φύτρα, που βαθιές οι ρίζες της
θ’ αντέξουν την αντάρα και τη θύελλα,
ώσπου, μ’ ένα καράβι, θα’ ρθει κάποτε
ο νέος Θησέας να πνίξει το Μινώταυρο.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 14-15, σελ. 153)
πιστεύω και στη γλυκειά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα
και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες,
κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ' αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,
Αμήν
Ήξεραν οι παληοί και προνοούσαν
να ’ναι ελαφρό το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
συγύριζαν το μέσα τους , στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα ’λεγαν μεταξύ τους
στ’ όνειρό τους
κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι
απόσπασμα
Πήλινες δημιουργίες του Χαράλαμπου Γκούμα
Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.
Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχόνα υπερασπίσει τούτα τα χώματα
Από χώμα μ’ έπλασες Δημιουργέ μου.
Σε μια σκοτεινή μήτρα ταξίδεψα.
Σε μια σκοτεινή άβυσσο θα φύγω πάλι
για το ταξίδι στην αιωνιότητα.
«Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει…»
Πλάστη της Οικουμένης
το χέρι Σου ζητώ,
με λαχτάρα να κρατήσω.
Δημιούργησέ με ξανά,
κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Σου.
Δίδαξέ με πάλι από την αρχή,
αγάπη και ταπείνωση,
πραότητα και υπομονή.
Φώτισε της ψυχής μου τα σκοτάδια.
Πλημμύρισέ με
με το Ουράνιο Φως Σου.
Δέξου με,
ταπεινά στην αγκαλιά Σου,
σαν το παιδί, που αποζητά
στοργή και παρηγοριά,
σε κάθε θλίψη.
Κύριε,
Αναλλοίωτη Δύναμη
στα Σύμπαντα του Κόσμου
και άτρεπτο Πνεύμα ισχυρό.
Σε ευχαριστώ,
που έγινες τροφή για χάρη μου ανεκλάλητη,
που ποτέ δεν τελειώνει και ξεχύνεται ακατάπαυστα
απ’ της ψυχής μου τα χείλη και πλούσια αναβλύζει
από την πηγή της καρδιάς μου.
Ένδυμα λαμπερό
που αστράφτει και καταφλέγει τους δαίμονες.
Σε ευχαριστώ,
γιατί για χάρη μου έγινες
ανέσπερο φως, ήλιος αβασίλευτος
γεμίζοντας με τη δόξα Σου
όλη την οικουμένη.
Κύριε Δέσποτά Μου,
Σε ικετεύω
Έλα να στήσεις
την σκηνή Σου στη καρδιά μου.
Να κατοικήσεις και να μείνεις εντός μου.
Αχώριστος και Ενωμένος μέχρι Τέλους,
με μένα τον δούλο σου.
Κύριε Παντοκράτορα
Αξίωσέ με
να βρεθώ και εγώ στην έξοδό μου
και έπειτα από αυτή, στους αιώνες μαζί Σου.
Αμήν
το χώμα σιωπηλά συνθέτει τα μαγικά του κόσμου.
πουλιά κρυμμένα στα φυλλώματα,
το ρίγος στην επιδερμίδα σου,
πάνω απ’ τα θαμπωμένα μάτια μας αστέρια.
όμως το χώμα παραμένει χώμα.
το φως που πρόσκαιρα αναδύεται,
στο χώμα πάντοτε επιστρέφει.
στο χώμα καταφεύγει η μνήμη
και χάνονται τα ονόματα,
στο χώμα πάλι ανθίζουν τα μυστικά του κόσμου
(Από τη συλλογή «Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας»)
Εδώ στο ελληνικό το χώμα,
το στοιχειωμένο και ιερό,
που το ίδιο χώμα μένει ακόμα
κι απ’ τον αρχαίο τον καιρό,
στο χώμα τούτο πάντα ανθούνε
κ’ έχουν αθάνατη ζωή
και μας θαμπώνουν, μας μεθούνε
νεράιδες, ήρωες, θεοί!
Είδα τη Νίκη τη μεγάλη,
τη Νίκη την παντοτινή!
Την είδα εμπρός μου να προβάλλει
με φορεσιά ολοφωτεινή.
Των χρόνων μου κι εσύ των δεκοχτώ
Για γέλια η μνήμη. Να μας λησμονούν
Η ζωή μου αλαφρόμυαλη σε σβει.
Γιορτάζει ο κόσμος την πρωτομαγιά,
Ω εσύ, μεγάλα μάτια με ματιά
Θυμάμαι μιας απόκριας το χορό,
Ίσκιοι αν ξαναβρεθούμε σ’ άλλη ζωή,
Βάλτερ Πούχνερ -Από «Το χώμα των λέξεων»
Ο ήλιος των νεκρών
Κλειστά τα μάτια με το χώμα
με άδεια πνοή ανοιχτό το στόμα
δίχως σάρκα λευκή ψυχή και σώμα
βλέπουν το φως του άπειρου μέσα τους.
Κάτω στη γη θαμμένος υπάρχει ήλιος
που τρέφει όλες τις ρίζες με ζωή
οδηγεί τα νερά σε πηγές και πηγάδια
κρατάει ζεστό το φλοιό του πλανήτη
ο ήλιος των νεκρών βλέπει όλο το μέλλον.
Γιάννης Ρίτσος - Το χώμα κάτω απ’ τη βροχή
(απόσπασμα)
«[…] Τούτη η αργή, ασταμάτητη βροχή, καλόδεχτη, βοηθάει,
μαλακώνει το χώμα, πλένει μητρικά τα φύλλα της συνοικιακής
τριανταφυλλιάς απ’ τη σκόνη,
νοτίζει τις φτωχές στέγες- όλα τα δείχνει ταπεινά και φτωχά,
τους αφαιρεί την έπαρση και τη σκληρότητα, φτωχαίνει ακόμα
και τη λύπη,
γίνεται η λύπη μαλακιά, πονετική- δεν επιμένει
σ’ αυτή την τυφλή αρνητική περηφάνεια της, μπορεί να σκύψει,
να κλάψει ή να χαμογελάσει, σαν ένα νέο κορίτσι
που ‘κλαιγε στο παράθυρο κι είδε έξαφνα στα τζάμια το γλυκύ της πρόσωπο
τόσο νεανικό, τόσο όμορφο- ωραίο ακόμη κι όταν κλαίει-
κ’ ίσως ακόμη πιο ωραίο, τόσο που χαμογελάει…»
Γιάννης Ρίτσος - Ρωμιοσύνη
Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ’ τα σίδερα και κείνοι μεσ’ το χώμα.
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτω απ’ το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει
Σώπα όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
«…Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ’ τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη…»
απόσπασμα
Χριστόφορος Τριάντης - To χώμα
Το χώμα που σε τρέφει
δεν σε σώζει,
ούτε σε κάνει ποιητή.
Όμως στα ρήγματα
γεννάει λέξεις
που σκαλώνουν στα μάτια.
Κι οι αρχαίες βροχές
συμπληρώνουν
τα γράμματα,
ξέχωρα από δάκρυα
και σιωπές.
Ήταν χώμα μέσα τους, και
αυτοί έσκαβαν.
Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δε δοξάζανε Θεό,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.
Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια•
δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι,
δεν επινόησαν καμιά γλώσσα.
Αυτοί έσκαβαν.
Ήρθε μια γαλήνη, ήρθε και μια θύελλα,
ήρθαν οι θάλασσες όλες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,
κι αυτό που τραγουδάει εκεί λέει: αυτοί σκάβουν.
Ω ένα, ω ουδένα, ω κανένα, ω εσύ:
πού πήγαινε, αφού στο πουθενά πήγαινε;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, σκάβω μέσα μου ως εσένα,
και στο δάχτυλό μας ξυπνάει το δαχτυλίδι.
(Paul Celan, Του κανενός το ρόδο, μετάφραση Χρήστος Γ. Λάζος, εκδόσεις Άγρα)
Το στενό δρομάκι αντήχησε από τις φωνές της Ιππολύτης.
- Τι είναι καλέ;
Η Λενιώ, η μάνα μου, βγήκε στο παράθυρο που έβλεπε στο στενό δρομάκι.
- Λενιώ τάξε...
- Γιατί, τι είναι;
- Τάξε που σου λέω, έχεις χαμπέρια.
- Αν είναι για καλό, έλα πάνω να φτιάσω καφέ, να σε τρατάρω και γλυκό, να μου πεις τα χαμπέρια.
- Εντάξει, για καλό είναι, το 'ταξες, θα 'ρθω σε λίγο. Κάτω στο σταθμό, στο Μπαμπά, είδαν τον Θανάση...
- Αντε καλέ...
- Αλήθεια σου λέω, τον είδε ο γραμματικός της Κοινότητας, μίλησαν κιόλας. Αυτός μ' έστειλε, δεν προλάβαινε να 'ρθει να στο πει ο ίδιος, του χρωστάς, όμως, το κέρασμα.
- Το τρένο έχει πολλή ώρα που πέρασε, θα είχε έρθει από κείνη την ώρα.
- Μήπως πήγε στο Δερελί να δει τη μάνα του...
Ηταν είτε πριν τα Χριστούγεννα, Δεκέμβρης του 1940 ή μετά τα Χριστούγεννα, Γενάρης του 1941.
Οταν άρχισε ο πόλεμος του 1940 και οι βομβαρδισμοί και οι σεισμοί μαζί στη Λάρισα, η μάνα μας, μας πήρε, τον αδερφό μου και μένα, και εγκατασταθήκαμε στα Αμπελάκια στο πατρικό της σπίτι, γιατί το σπίτι μας στην πόλη, ήταν κοντά στο αεροδρόμιο. Αργότερα που άρχισαν να λειτουργούν τα Σχολεία, ο αδελφός μου πήγαινε στο Γυμνάσιο στη Λάρισα και έμενε μαζί με τους παππούδες και τις αδερφές της μάνας μας. Εγώ, παλικαράκι έξι χρονών, πήγαινα στην πρώτη Δημοτικού, στο Σχολείο, στον Αϊ - Γιώργη, στα Αμπελάκια.
Ο πατέρας μου, αυτόν είχαν δει στο σιδηροδρομικό σταθμό του Μπαμπά, σημερινά Τέμπη, ήταν μόνιμος αξιωματικός. Περίπου δυο χρόνια πριν, τον είχαν θέσει σε «αυτεπάγγελτη αποστρατεία» ως μη εμπνέοντα εμπιστοσύνη στη δικτατορία. Ομως, δυο μήνες πριν τον πόλεμο, τον ανακάλεσαν στην υπηρεσία και ο πόλεμος τον βρήκε κάπου στη Μακεδονία, ίσως στην Εδεσσα. Στην αρχή με είχαν γράψει στο Τρίτο Δημοτικό στη Λάρισα, με τον πόλεμο, όμως, και την εγκατάστασή μας στα Αμπελάκια, πήγαινα στο Σχολείο εκεί και είχαμε δασκάλα την «κυρία Κούλα». Ηταν ευχάριστη και καλόκαρδη γυναίκα και καλή δασκάλα, μας καλόπαιρνε εμάς τα «πρωτάκια», μας έδινε ξηρά σύκα ή κάστανα και κάπου κάπου μας έλεγε «τα νέα από το Μέτωπο». Ολοι στο χωριό περίμεναν τον ταχυδρόμο, που ερχόταν μέρα παρά μέρα και από την αρχή του χωριού, τον Αϊ - Κήρυκο, φώναζε «γράμμα από το Μέτωπο» και όσο να φτάσει στο Παζάρι, την πλατεία του χωριού, όλο το χωριό ήταν ενήμερο για την άφιξή του και εμείς «η μαρίδα», αν δεν είχαμε σχολείο, τρέχαμε πίσω του.
Κάπου κάπου το γράμμα από το Μέτωπο ήταν «πικρό» είτε για κάποιον από το χωριό ή για κάποιον από τα γύρω χωριά και τα νέα κυκλοφορούσαν σχεδόν την ίδια μέρα, γι' αυτά τα πικρά γράμματα που έρχονταν από το «υπουργείο».
Συχνά ακούγαμε τους μεγάλους να μιλάνε γι' αυτά τα γράμματα κι ακούγαμε κουβέντες, όπως «μοναχογιό τον είχε η δόλια» ή «έμεινε η κακομοίρα με δυο μικρά παιδιά, πώς θα τα μεγαλώσει;». Αλλος έλεγε, «έπεσαν για την πατρίδα, τις χήρες και τα ορφανά θα τα αναλάβει το κράτος» και άλλος απαντούσε, «ναι, όσο ανάλαβε τις χήρες, τα ορφανά και τους σακάτηδες της Μικρασίας». Εμείς ακούγαμε αυτά και στα μικρά μας μυαλά γινόταν μπέρδεμα μεγάλο και οι παιδικές ερωτήσεις στην κυρία Κούλα πήγαιναν σύννεφο. Αλλες φορές μας έπαιρνε στο προαύλιο και κοιτώντας τη σημαία τραγουδούσαμε τον Εθνικό Υμνο ή κάποιο άλλο πατριωτικό τραγούδι. Ο πατέρας μου ήρθε προς το απόγευμα. Ψηλός, με τις μπότες και τη «βραχεία χλαίνη», το πηλήκιο και ένα μικρό σακίδιο.
Τον πατέρα μου τον θαύμαζα και τον αγαπούσα με διαφορετικό τρόπο από τη μάνα μου. Οταν ήμουν κοντά του, ένιωθα «σιγουριά», ήθελα να του μοιάσω, να γίνω κι εγώ αξιωματικός. Δε με «πιλάτευε», όπως η μάνα μου που ήταν δασκάλα, με κείνα τα «μακρόν προ βραχέος περισπάται» και άλλα της Γραμματικής, που έπρεπε να τα μάθουμε «απ' έξω κι ανακατωτά».
Μου είχε φέρει ένα μπαστούνι χιονοδρόμου, αυτό μόνο θυμάμαι και που του 'λεγα, όταν ξανάρθει, να μου φέρει έναν Ιταλό «για να παίζω». Αντε να βρεις, με τα όσα ακούγαμε για τους «μακαρονάδες», τους «κοκορόφτερους», τους «γελοίους φρατέλους» και τα διάφορα τραγούδια της εποχής για τους Ιταλούς, πώς σκεφτόταν το παιδικό μυαλό μας.
Ο πατέρας μου έμεινε μαζί μας είκοσι τέσσερις ώρες. Δεν ξέρω αν ήρθε από το μέτωπο με άδεια ή στο πλαίσιο κάποιας αποστολής. Οταν έφυγε, τον πήγαμε με τη μάνα μου ως το «Εικονοστάσι», στα μισά του δρόμου Αμπελάκια - Τέμπη. Τα μάτια της μάνας μου ήταν κόκκινα και τη στιγμή που πήγε να ανοίξει τη μεγάλη δίφυλλη ξύλινη πόρτα του σπιτιού με τα μεγάλα καρφιά, έκλαιγε. Τότε ο πατέρας μου της πήρε το χέρι και της είπε λίγο αυστηρά:
- Λενιώ, όχι τέτοια έξω στο δρόμο.
Οσο να βγούμε από το χωριό, κάποιοι που ανταμώσαμε στο δρόμο, τον χαιρετούσαν με σεβασμό.
- Στο καλό κυρ Θανάση, η Παναγιά μαζί σας και με τη νίκη, τσακίστε τους τους βρωμιάρηδες, πετάξτε τους στη θάλασσα.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα, κοντά στην «Μπότσιανη», ήρθε κοντά και είπε σιγανά:
- Λιώστε τους φασίστες Θανάση, για να δούμε κι εδώ άσπρη μέρα.
Οταν φτάσαμε στο «Εικονοστάσι», εκεί που θα χωρίζαμε, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν και ο πατέρας μου συνέχισε τον κατηφορικό δρόμο. Η μάνα μου σκούπιζε τα μάτια της και μου 'πε ότι θα καθίσουμε εδώ, όσο θα τον βλέπουμε.
Είχε απομακρυνθεί ο πατέρας μου κάπου διακόσια μέτρα, όταν η μάνα μου κάτι θυμήθηκε.
- Αχ, ξέχασα. Τρέχα γρήγορα να προλάβεις τον πατέρα σου. Πάρε μια χούφτα χώμα και βάλτο στην τσέπη της χλαίνης του.
- Μαμά, χώμα; Θα με μαλώσει.
- Οχι, δε θα σε μαλώσει, ξέρει αυτός.
Ο πατέρας μου, σίγουρα συγχυσμένος κι αυτός από το χωρισμό, με αντιλήφθηκε μόνο όταν έβαλα το χέρι στην τσέπη του. Λίγο έκπληκτος, με χάιδεψε στο κεφάλι, κοίταξε προς τη μάνα μου, έκανε ένα χαιρετισμό και συνέχισε το δρόμο του.
Ρώτησα τη μάνα μου γιατί και μου είπε ότι άλλη φορά θα μου εξηγήσει, «είσαι μικρός ακόμα για να καταλάβεις».
Περίμενα πώς και πώς να πάω την άλλη μέρα στο Σχολείο, να ρωτήσω την κυρία Κούλα, αυτή απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις μας.
Οταν τη ρώτησα, μέσα στην τάξη, όπου μιλούσαμε όλοι μαζί, μας είπε ότι θα μάθουμε ένα ποίημα που θα μας δώσει απάντηση.
«Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω, κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα, πολυαγαπημένη.
Αφησε μαζί μου, φυλαχτό να πάρω,
για την κάθε λύπη, κάθε τι κακό,
φυλαχτό απ' αρρώστια, φυλαχτό από χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.
Χώμα ποτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρωμένο, που γεννάει,
μόνο με του ήλιου τα ζεστά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρή ελιά».
Το 1943, ΕΑΜίτης πια, αφού γλίτωσε κάμποσες φορές από τα χέρια των Ιταλών, των Γερμανών και από προδοσίες, ο πατέρας μου πέρασε στον ΕΛΑΣ. Μας χαιρέτησε, αλλά μόνο η μάνα μου ήξερε πού θα πήγαινε. Τον πήρε σύνδεσμος, πέρασαν από τον Ευαγγελισμό, από κει πέρασαν τον Πηνειό, ανέβηκαν στο Γκονταμάνι στον Ολυμπο και από κει στα Χάσια, στο 5ο Σύνταγμα, νομίζω.
Τώρα ήμουν μεγαλύτερος και καταλάβαινα περισσότερα. Οταν παρατάθηκε η απουσία του και από τις κουβέντες των άλλων κατάλαβα ότι «είχε πάει με τους αντάρτες», ρώτησα τη μάνα μου, αν του είχε βάλει χώμα στην τσέπη. Μου απάντησε «όχι, γιατί δε θα φύγει έξω από την Ελλάδα». Μετά την Απελευθέρωση, όταν οι Εγγλέζοι εγκατέστησαν στην εξουσία τους δοσιλόγους και τους απόντες, τον απομάκρυναν από το στρατό με τον «περίφημο» Β` Πίνακα.
Μετά πολλά χρόνια, κουβεντιάζοντας με τον Σ. Κ., του διηγήθηκα αυτό το περιστατικό. Μου είπε ότι παλιά, αυτό το έθιμο να παίρνουν λίγο χώμα από την πατρίδα ήταν πολύ διαδομένο, είτε φεύγαν μακριά για πόλεμο, είτε φεύγαν να βρούνε μοίρα σε άλλη χώρα ως μετανάστες.
- Αλλά θα σου πω και κάτι άλλο, που μάλλον δεν το ξέρεις. Εχει γραφτεί κάπου, δε θυμάμαι πού, αλλά εγώ το ξέρω από τον ίδιο, αν και δεν πολυμιλούσε γι' αυτό. Ξέρεις, ο Ζαχαριάδης, την τελευταία μέρα που έπεσε ο Γράμμος, δεν ήθελε να περάσει τα σύνορα, να βγει από την Ελλάδα. Ηθελε να μείνει να σκοτωθεί με τους τελευταίους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ. Οταν πείστηκε να ακολουθήσει, έκανε δυο πράγματα: Εσπασε το ρολόι που φορούσε στο χέρι, τη στιγμή που έβγαινε από την Ελλάδα και, το άλλο, ζήτησε και του δώσαν ένα μικρό σακουλάκι από πυρίτιδα, όπου έβαλε λίγο χώμα ελληνικό.
Αυτά τα δυο, το σπασμένο ρολόι που έδειχνε την ώρα που έφυγε από την Ελλάδα, και το σακουλάκι με το χώμα, τα κουβαλούσε πάνω του μέχρι το τέλος.
ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΧΩΜΑ ~ Stavento & Μελίνα Ασλανίδου
Alex Sid feat. Δανάη Μιχαλάκη - Χώμα Βρεγμένο
ΧΩΜΑ & ΠΕΤΡΑ Στίχοι: Βέρα Σουλτάτου-Ξυλούρη Δεν είσαι πέτρα γη βουνό και βράχο δε θυμίζεις κι όμως δε σ'είδα μια φορά καρδιά μου να λυγίζεις. Χώμα και πέτρα γίνομαι και ασ'τσοι να με πατούνε χώμα γι'αυτούς που μ'αγαπούν , πέτρα που με μισούνε. ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Γιώργης Μανωλιούδης Μουσική,Τραγούδι,Λαούτο,Μαντολίνο: Στέλιος Φιλιππάκης Κρουστά: Γιώργης Παπασηφάκης Ηχοληψία,Ενορχήστρωση,Λαούτο,Μπάσο: Μιχάλης Σουλτάτος
Τα χώματα της ξενιτιάς
Σύνθεση & στίχοι Β. Τσιτσάνης 1952
Μάνα μου, που με πότιζες σαν δέντρο στην αυλή σου,
θα φύγω για τη ξενιτιά και δώσ' μου την ευχή σου.
Μάνα μου, μάνα μου, αυτά τα ξένα μέρη
είναι δίκοπο, δίκοπο μαχαίρι.
Ποιος ξέρει, μάνα μου γλυκιά, πού θα κατασταλάξω,
αν θα 'χω ρούχα καθαρά στη ξενιτιά ν' αλλάξω.
Μάνα μου, μάνα μου, αυτά τα ξένα μέρη
είναι δίκοπο, δίκοπο μαχαίρι.
Στα χώματα της ξενιτιάς ο άνθρωπος τσακίζει,
μαραίνεται σαν το δεντρί και γρήγορα ασπρίζει.
Μάνα μου, μάνα μου, αυτά τα ξένα μέρη
είναι δίκοπο, δίκοπο μαχαίρι.
https://www.sarantakos.com/
http://users.uoa.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου