Προσευχή πριν τη Θεία Κοινωνία στα Μέγαρα - Θεόδωρος Ράλλης
Μανόλης Αναγνωστάκης -Προσευχή
«Κυριακή. Θε μου σ’ ευχαριστούμε
Δέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλότα
Πολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμε
Σαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μας
Λησμονήσαμε την αιωνίαν Άνοιξη του Παραδείσου
Στον Οίκο σου δεόμεθα συγχωρηθήναι ημάς
Σήμερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυμούμενοι
Μη μας εγκαταλείψεις Θε μου, εις το σκότος της αβύσσου.
(Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραμεν
Εις αρμοδίων εντολάς υπείκοντες,
Τον οβολόν μας διά την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου).»
(Μ. Αναγνωστάκης, Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη)
Απόστολος Γεραλής (1886-1983), στην εκκλησία. 1914.
Θεοδόσης Βολκώφ - Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Του Ααρών Μνησιβιάδη
Μια προσευχή να πω. Μια προσευχή,
βγαλμένη απ’ των βουβώνων μου τον σάλο
κι από των σπλάχνων μου την ταραχή.
Με τη σπασμένη μου φωνή να ψάλω
αυτό που υπήρξε ανέλπιστα μεγάλο
και γέννησε τον Ίμερο της Λέξης…
Μα τώρα, Πρίγκιπα, βουβός ασχάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Σ’ εσένα, Μαύρε Πρίγκιπα, Εραστή,
που φλέγεσαι απ’ τη μελανή σου άλω,
του γυναικείου ζώου δαμαστή,
προσεύχομαι· μα τι να καταβάλω
στον οχεικό παραδομένος ζάλο
ως τίμημα… Τη νύχτα αυτή ας στέρξεις…
Το σώμα της. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, Εραστή και Ποιητή,
τις λέξεις σού αποδίδω που θα βγάλω
από το νικημένο μου κορμί
όπως μαζί μαραίνομαι και θάλλω.
Δεν θέλω πια ως Λόγος ν’ αναπάλλω.
Μα, Πρίγκιπα, γοργός ας με συντρέξεις.
Τον ποιητή γυρεύω ν’ αποβάλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, ηττήθηκα. Το πνεύμα εάλω.
Κι αν δεν μπορείς σ’ αυτή να μ’ επιστρέψεις,
ζητώ τουλάχιστον σιωπή – κι ας σφάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Του Ααρών Μνησιβιάδη
Μια προσευχή να πω. Μια προσευχή,
βγαλμένη απ’ των βουβώνων μου τον σάλο
κι από των σπλάχνων μου την ταραχή.
Με τη σπασμένη μου φωνή να ψάλω
αυτό που υπήρξε ανέλπιστα μεγάλο
και γέννησε τον Ίμερο της Λέξης…
Μα τώρα, Πρίγκιπα, βουβός ασχάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Σ’ εσένα, Μαύρε Πρίγκιπα, Εραστή,
που φλέγεσαι απ’ τη μελανή σου άλω,
του γυναικείου ζώου δαμαστή,
προσεύχομαι· μα τι να καταβάλω
στον οχεικό παραδομένος ζάλο
ως τίμημα… Τη νύχτα αυτή ας στέρξεις…
Το σώμα της. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, Εραστή και Ποιητή,
τις λέξεις σού αποδίδω που θα βγάλω
από το νικημένο μου κορμί
όπως μαζί μαραίνομαι και θάλλω.
Δεν θέλω πια ως Λόγος ν’ αναπάλλω.
Μα, Πρίγκιπα, γοργός ας με συντρέξεις.
Τον ποιητή γυρεύω ν’ αποβάλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
Πρίγκιπα, ηττήθηκα. Το πνεύμα εάλω.
Κι αν δεν μπορείς σ’ αυτή να μ’ επιστρέψεις,
ζητώ τουλάχιστον σιωπή – κι ας σφάλλω.
Ελέησον. Με στίχους μη μ’ εμπαίξεις.
© Θεοδόσης Βολκώφ
Βάσος Γερμενής - Προσευχή
«Κύριε, που στέλνεις τη βροχή στους σπόρους και τον ἥλιο στη μήτρα τῆς μητέρας, που ἀποκρίνεσαι στο βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ με το οὐράνιο τόξο πάνω ἀπό τη χλόη, που ἀπό ψηλά εὐλογεῖς, μέρα και νύχτα, τῶν ἔναστρων ἀχτῶν την ἀνανέωση το φῶς και την ἀνάπτυξη μυριάδων διάφορων λουλουδιῶν – ἂς μην ἀκούσεις ποτέ το βέλασμά μου!… Ὅμως, Κύριέ μου τη δύση αὐτή μπορεῖς να μοῦ στερήσεις μ’ ὅποια σου δυστυχία; Τα δάκρυα τοῦτα που βγαίνουν ἀπό βάθη πιο γαλάζια κι ἀπ’ τις πηγές τῆς ἄνοιξης, μπορεῖς, Κύριε, να τα ἐμποδίσεις; Κοίταξέ με πως ἐπιμένω πίσω ἀπ’ τις τροχιές τῶν τελευταίων πλασμάτων σου! Εἶναι μάταιο να με κουράζεις πιότερο! Ἄφησέ με με ἥσυχη ἀναπνοή κάτω ἀπ’ το κλῆμα τῶν ἄστρων σου να κλάψω… Δε μπορῶ, Κύριε μου, να μισήσω! Ἀγάπησέ με!»
(Από το ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ, 1939)
Ινδιάνικη Προσευχή
Ω Μεγάλο Πνεύμα, που τη φωνή Σου ακούω στους ανέμους
και που η πνοή Σου δίνει στους πάντες ζωή,
εισάκουσέ με.
Σε Σένα έρχομαι ως ένα απʼ τα πολλά παιδιά Σου·
είμαι αδύναμος… είμαι μικρός… Χρειάζομαι τη δύναμη
και τη σοφία Σου.
Άσε με να βαδίσω στην ομορφιά και κάνε τα μάτια μου
πάντα να βλέπουν τʼ άλικα και τα μαβιά ηλιοβασιλέματα.
Κάνε τα χέρια μου να σέβονται όσα έπλασες
και κάνε μου οξεία την ακοή, ώστε νʼ ακούω τη φωνή Σου.
Κάνε με σοφό, ώστε να εννοώ αυτά που
στον λαό μου δίδαξες
και τα μαθήματα που έκρυψες σε κάθε φύλλο και σε κάθε πέτρα.
Ζητώ σοφία και δύναμη,
όχι για νά ʽμαι ανώτερος των αδελφών μου, αλλά για να μπορώ
να πολεμώ τον πιο μεγάλο μου εχθρό, τον ίδιο εμένα.
Δώσε να είμαι πάντα έτοιμος να παρουσιαστώ ενώπιόν Σου
με χέρια καθαρά και μάτι ευθύ,
ώστε η ζωή σαν σβήνεται και ξεθωριάζει ηλιοβασίλεμα ίδια,
το πνεύμα μου νά ʽρθει σε Σένα
χωρίς ντροπή.
© Mεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ
Ω Μεγάλο Πνεύμα, που τη φωνή Σου ακούω στους ανέμους
και που η πνοή Σου δίνει στους πάντες ζωή,
εισάκουσέ με.
Σε Σένα έρχομαι ως ένα απʼ τα πολλά παιδιά Σου·
είμαι αδύναμος… είμαι μικρός… Χρειάζομαι τη δύναμη
και τη σοφία Σου.
Άσε με να βαδίσω στην ομορφιά και κάνε τα μάτια μου
πάντα να βλέπουν τʼ άλικα και τα μαβιά ηλιοβασιλέματα.
Κάνε τα χέρια μου να σέβονται όσα έπλασες
και κάνε μου οξεία την ακοή, ώστε νʼ ακούω τη φωνή Σου.
Κάνε με σοφό, ώστε να εννοώ αυτά που
στον λαό μου δίδαξες
και τα μαθήματα που έκρυψες σε κάθε φύλλο και σε κάθε πέτρα.
Ζητώ σοφία και δύναμη,
όχι για νά ʽμαι ανώτερος των αδελφών μου, αλλά για να μπορώ
να πολεμώ τον πιο μεγάλο μου εχθρό, τον ίδιο εμένα.
Δώσε να είμαι πάντα έτοιμος να παρουσιαστώ ενώπιόν Σου
με χέρια καθαρά και μάτι ευθύ,
ώστε η ζωή σαν σβήνεται και ξεθωριάζει ηλιοβασίλεμα ίδια,
το πνεύμα μου νά ʽρθει σε Σένα
χωρίς ντροπή.
© Mεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ
Νίκος Καββαδίας - Oι προσευχές των ναυτικών
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Lady Hamilton Praying Artwork By George Romney
« ΄Ακου Κύριε τον καλό σου φίλο
που αγαπά τους καρπούς και τους τάφους.
Εσύ είσαι ό,τι με συνδέει μ’ έναν καρπό και μ’ έναν τάφο.
Και τον καρπό ασχημίζω και τον τάφο.
Αλλ’ όμως είμαι θέλημά σου
γέννημα στην απέραντη καρδιά σου…
Δεν έχω ερωτήματα
και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα.
Και μάταια τα μάτια της σαρκός μου
Γλυκά που αγγίζονται με λουλούδια.
«Δεν έχεις ερωτήματα;» – μου λέει το φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα εσύ τάχα ρωτάς αυτή τη νύχτα;
Ή με ρωτούν τα νέφη που σε ακολουθούν;
Χαίρομαι την ευφορία του αργύρου σου
Και τη διαπερνώ με την πίστη.
Αυτή `ναι η αξία εμάς των σκουληκιών
Που δεν έχουμε παρά μονάχα ένα δρόμο…
Το χώμα είν’ η μοίρα μου αντίκρυ των άστρων.
Αγάπη όνειρο θαλασσί τύλιξέ με.
Ποια ευφροσύνη δεν σου παραστέκει;
Αγάπη, πράξη και ουσία του Θεού μου
σερνάμενο κι αν είμαι πλέω στη χαρά.»
(Ν. Καρούζος, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος)
Νίκος Καρούζος -ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΡΑΚΕΝΔΥΤΟΣ
Ω Δία ερωτύλε που νεφελώνεις αιμάσσοντας
το ανδραγάθημα μηδενικού βλέμματος
αντίκρυ σ’ ομορφιά κι ασκήμια
μάστορα του κακού μ’ ένα καύμα έως του στήθους
με ημικύκλιο μυαλό για να μη μάθουμε ποτές
αν πράγματι ισχύει ο κύκλος
μέσα στο γνόφο της Μικρογένεσης που διασπαθίζει
πιθανότητες
ω επιφανέστατε των αστεριώνε, χαρτορίχτρα!
Ω Δία ερωτύλε που νεφελώνεις αιμάσσοντας
το ανδραγάθημα μηδενικού βλέμματος
αντίκρυ σ’ ομορφιά κι ασκήμια
μάστορα του κακού μ’ ένα καύμα έως του στήθους
με ημικύκλιο μυαλό για να μη μάθουμε ποτές
αν πράγματι ισχύει ο κύκλος
μέσα στο γνόφο της Μικρογένεσης που διασπαθίζει
πιθανότητες
ω επιφανέστατε των αστεριώνε, χαρτορίχτρα!
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ - CREDO (ως είθισται να λέμε λατινιστί)
Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.
Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.
Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.
Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.
Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.
Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.
Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.
Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.
Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.
Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.
Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.
Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!
Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.
Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.
Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.
Τ
Ανέσπερος από ηλικία.
Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.
Φ
Σε ανώτερη απελπισία.
Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.
Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.
Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.
Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.
Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.
Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.
Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.
Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.
Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.
Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.
Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.
Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.
Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.
Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.
Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.
Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.
Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!
Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.
Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.
Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.
Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.
Τ
Ανέσπερος από ηλικία.
Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.
Φ
Σε ανώτερη απελπισία.
Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.
Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.
Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.
Σαλβατόρε Κουαζίμοντο - Η Προσευχή
Γίνε αγαθός, αν θες ν’ ακούσεις τη φωνή μου,
και φίλησε το κατώφλι του σπιτιού σου.
Πάρε δύο λύχνους, ζεστούς όπως το στήθος των χελιδονιών,
και, κατά το λιόγερμα, όταν η όψη σου θα ’χει το το λυκόφως τ’ ουρανού
άνοιξε το κιγκλίδωμα του παραθύρου του γαλάζιου μου καταφυγίου,
και, μέσα στη σιωπή, πλεύρισέ με.
Θα σου πω για τ’ αφημένα μου όνειρα πάνω στα σκαλοπάτια,
πίσω από πόρτες κλειστές κι άγνωστες,
για όνειρα ανθισμένα σε κήπους φτωχούς,
δίχως τραγούδια, καταμεσής στα δηλητήρια.
Έπειτα, σιώπα κι επίστρεψε : η μουσική που κάτω απ’ τις μιμόζες
κοιμάται
θα ξυπνήσει για χάρη σου, μια που ασπάστηκες του σπιτιού σου το
[κατώφλι.
Γίνε αγαθός, αν θες ν’ ακούσεις τη φωνή μου,
και φίλησε το κατώφλι του σπιτιού σου.
Πάρε δύο λύχνους, ζεστούς όπως το στήθος των χελιδονιών,
και, κατά το λιόγερμα, όταν η όψη σου θα ’χει το το λυκόφως τ’ ουρανού
άνοιξε το κιγκλίδωμα του παραθύρου του γαλάζιου μου καταφυγίου,
και, μέσα στη σιωπή, πλεύρισέ με.
Θα σου πω για τ’ αφημένα μου όνειρα πάνω στα σκαλοπάτια,
πίσω από πόρτες κλειστές κι άγνωστες,
για όνειρα ανθισμένα σε κήπους φτωχούς,
δίχως τραγούδια, καταμεσής στα δηλητήρια.
Έπειτα, σιώπα κι επίστρεψε : η μουσική που κάτω απ’ τις μιμόζες
κοιμάται
θα ξυπνήσει για χάρη σου, μια που ασπάστηκες του σπιτιού σου το
[κατώφλι.
μετάφραση του Στάθη Κομνηνού
ZOYA PYLYPENKO Από https://www.businessnews.gr/
Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.
Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται
και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.
[πηγή: Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, σ. 43]
Τάσος Λειβαδίτης - Σύμβολο πίστεως
Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό,
σαν Θεός, και κατευνάζει το χάος,
πιστεύω σε κείνον που θερίζει, και το δρεπάνι του κυματίζει ολόφωτο
σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει συγχωρνάει μοναχος τον εαυτό του
και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες και τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς,
έξω απ' το παράθυρό σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια, στους κάμπους,
όταν ακούς ν' αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους αντρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω μ' εκείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποτακτεί και κλαίει, και που είναι απ' όλους
περιφρονημένος - μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός,
που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά για οδηγό,
γιατί η αγάπη πούχω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι
να τ' οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του
και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές,
που αλλάζουνε, με μια χειρονομία, τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους,
σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου,
και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό,
τα χείλη μου είναι βαρειά απ' την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκειά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα
και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες,
κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ' αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,
Αμήν
Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό,
σαν Θεός, και κατευνάζει το χάος,
πιστεύω σε κείνον που θερίζει, και το δρεπάνι του κυματίζει ολόφωτο
σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει συγχωρνάει μοναχος τον εαυτό του
και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες και τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς,
έξω απ' το παράθυρό σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια, στους κάμπους,
όταν ακούς ν' αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους αντρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω μ' εκείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποτακτεί και κλαίει, και που είναι απ' όλους
περιφρονημένος - μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός,
που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά για οδηγό,
γιατί η αγάπη πούχω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι
να τ' οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του
και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές,
που αλλάζουνε, με μια χειρονομία, τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους,
σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου,
και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό,
τα χείλη μου είναι βαρειά απ' την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκειά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα
και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα, αυτό το χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες,
κοιμούνται οι νεκροί, και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ' αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,
Αμήν
Μελισσάνθη - Προσευχή
Ὅλες οἱ πράξεις μου οἱ ἁμαρτωλές,
τα λάθη, οἱ ἄνομες ἐπιθυμιές
περνοῦνε πάνωθέ μου
καθώς το διάφανο νερό,
Κύριέ μου.
Μέσα ἀπό βαλτονέρια προχωρῶ
και τίποτα, μα τίποτα δεν με ῥυπαίνει,
ἴχνος σκιᾶς ἀπάνω μου δεν μένει.
Κοίταξε πόσο καθαρά
εἶναι τα χέριά μου τ᾿ ἁμαρτωλά·
συν τοῦ παιδιοῦ που ὅταν προσεύχεται σε Σένα
ἔτσι σαν φλόγα ἀμόλυντη ὑψωμένα
εἶναι ἄξια τον χιτῶνα σου ν᾿ ἀγγίσουν
και τα Ἅγια τῶν Ἁγίων να κρατήσουν...
Ἀπό τα σφάλματά μου τα φριχτά κανένα,
κανένας ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δεν δύναται ἀνάμεσό μας να μπεῖ,
να μᾶς χωρίσει,
τίποτε ἄλλο δεν μπορεῖ ἐξόν,
ἀπό τον ὕπνο που με παίρνει το βαθύ
-τον ξένοιαστο ὕπνο σαν ἑνός παιδιοῦ
στη μέση ξάφνου που ἔρχεται τοῦ παιχνιδιοῦ-
Το ξέρω
εἶναι ἄσοφο να σε παρακαλοῦν για κάτι τι·
για τοῦτο τίποτα δεν σοῦ ζητῶ.
Μόνο μια λύπη με βαραίνει σαν βουνό,
βαθιά ὑποφέρω,
σαν συλλογίζομαι τον ὕπνο τοῦτο,
που μπορεῖ να ᾿ρθεῖ
την κρίσιμη ὥρα,
που τιο Σάλπισμά Σου θ᾿ ἀκουστεῖ.
Ὁδοιπορικό. Ἐκδ.Καστανιώτη.2000. σελ. 192
Kathy Fincher
Κύριε! Εσύ που δίδαξες, συγχώρα με που διδάσκω·
που φέρω το όνομα της δασκάλας,
που Εσύ έφερες όταν ήσουν στη Γη.
Δώσε μου την μοναδική αγάπη για το σχολειό μου·
που ούτε το κάψιμο της ομορφιάς να είναι ικανό
να κλέψει την τρυφεράδα μου απ' όλες τις στιγμές.
Δάσκαλε, κάνε ακατάπαυστο τον ενθουσιασμό μου
και περαστική την απογοήτευση.
Βγάλε από μέσα μου αυτό τον ακάθαρτο πόθο
για δικαιοσύνη που εξακολουθεί να με ταράζει,
το γελοίο απομεινάρι της διαμαρτυρίας
που βγαίνει από μέσα μου όταν με πληγώνουν.
Να μην πονάει η αγνόηση και να μην θλίβομαι
για την λήθη αυτών που μας δίδαξαν.
Κάνε με να είμαι πιο μάνα από τις μάνες,
για να μπορέσω ν' αγαπήσω
και να υπερασπίσω όπως αυτές,
αυτό που δεν είναι σάρκα της σάρκας μου.
Βόηθά με να πετύχω να κάνω για καθένα
απ' τα παιδιά μου τον στίχο μου τέλειο
και να σου αφήσω αυτή την άφωνη,
την πιο δυνατή μου μελωδία,
για όταν τα χείλη μου δεν θα τραγουδούν πια.
Δείξε μου τη δύναμη του Ευαγγελίου σου έγκαιρα,
για να μην εγκαταλείψω τη μάχη της κάθε μέρας
και της κάθε ώρας γι αυτό.
Βάλε στο δημοκρατικό σχολειό μου,
τη λάμψη που σκορπίζεται
από το τρέξιμο των ξυπόλυτων παιδιών.
Κάνε με δυνατή,
ακόμα και στη γυναικεία αδυναμία μου
και στη γυναικεία φτώχεια μου·
κάνε με αδιάφορη για ότι μπορεί
να μην είναι αγνό,
για κάθε πίεση που δεν είναι
της θερμής θέλησής σου στη ζωή μου.
Φίλε, συντρόφεψέ με! Στήριξέ με!
Πολλές φορές δεν θα έχω άλλο
από Σένα στο πλευρό μου.
Όταν το δίδαγμά μου θα είναι πιο αγνό
και πιο θερμή η αλήθεια μου,
θα παραμείνω χωρίς τα εγκόσμια·
αλλά Εσύ τότε θα με κυβερνήσεις
ενάντια στην καρδιά σου,
που γνώρισε αρκετά
τη μοναξιά και την αδυναμία.
Δεν θ' αναζητήσω παρά
στη ματιά σου τη γλυκύτητα της αποδοχής.
Δώσε μου απλότητα και βάθος·
λύτρωσέ με απ' το να είμαι
περίπλοκη ή κοινότυπη στο καθημερινό μου μάθημα.
Δώσε μου δύναμη να υψώσω τα μάτια
πάνω από το στήθος μου με τις πληγές,
μπαίνοντας κάθε πρωί στο σχολειό μου.
Να μη φέρνω στην έδρα μου τις υλικές μου ανησυχίες,
τις καθημερινές μικροαστικές θλίψεις μου.
Ελάφρυνε το χέρι μου στην τιμωρία
κι απάλυνέ το, ακόμα πιο πολύ στο χάδι.
Να μαλώνω με πόνο,
να ξέρω ότι έχω διορθώσει αγαπώντας!
Κάνε να γεμίσει με πνεύμα
το χτισμένο με τούβλα σχολειό μου.
Να τυλιχτεί με τη λάμψη του ενθουσιασμού μου
η φτωχή του αυλή, η γυμνή του αίθουσα.
Η καρδιά μου να είναι η κολώνα του
και η αγνή μου θέληση πιο δυνατή
από τις κολώνες και το χρυσάφι
των πλούσιων σχολείων.
Και, τέλος, θύμιζέ μου
από την ωχρότητα του καμβά του Velazquez,
ότι το να διδάσκεις
και ν' αγαπάς παράφορα στη Γη
είναι να φτάνεις με τη λόγχη του Λογγίνου
στην καυτή πλευρά του έρωτα.
Gabriela Mistral
Μετ. Μαριάννα Τζανάκη
Kathy Fincher
Τόλης Νικηφόρου - προσευχή δυτικόφρονος
και δώσε μου σήμερα
ροπαλοφόρε μου αφέντη
την ευτυχία του ζεστού περιστρόφου
μιας κόκα κόλα τη δροσιά
ν’ αλλάζω αυτοκίνητο κάθε έξι μήνες
να αποκτήσω ψυγείο κελβινέιτορ
αυτόματο σκουπιδοφάγο
την προστασία της σαβάκ, της ντίνα, της εσά
να γίνω πάνω απ’ όλα
υπάλληλος μιας πολυεθνικής σου
προοδευτικής και κερδοφόρας
άλλο δεν θέλω
εγώ
θα δώσω βάσεις και διευκολύνσεις
θα είμαι εχθρός για τους εχθρούς σου
θ’ ανακατεύω λέξεις ξενικές στην ομιλία μου
θα τραγουδήσω τα τραγούδια σου
θα γίνω μια ακόρεστη αγορά
θα ζήσω με την αγωνία του χρήματος
θα βλέπω τη μοναδική διάσταση στα πράγματα
παράκληση και προσφορά μου
Από τη συλλογή Αναρχικά (1979)
και δώσε μου σήμερα
ροπαλοφόρε μου αφέντη
την ευτυχία του ζεστού περιστρόφου
μιας κόκα κόλα τη δροσιά
ν’ αλλάζω αυτοκίνητο κάθε έξι μήνες
να αποκτήσω ψυγείο κελβινέιτορ
αυτόματο σκουπιδοφάγο
την προστασία της σαβάκ, της ντίνα, της εσά
να γίνω πάνω απ’ όλα
υπάλληλος μιας πολυεθνικής σου
προοδευτικής και κερδοφόρας
άλλο δεν θέλω
εγώ
θα δώσω βάσεις και διευκολύνσεις
θα είμαι εχθρός για τους εχθρούς σου
θ’ ανακατεύω λέξεις ξενικές στην ομιλία μου
θα τραγουδήσω τα τραγούδια σου
θα γίνω μια ακόρεστη αγορά
θα ζήσω με την αγωνία του χρήματος
θα βλέπω τη μοναδική διάσταση στα πράγματα
παράκληση και προσφορά μου
Από τη συλλογή Αναρχικά (1979)
«Όταν θα ξυπνήσω
από το θάμπωμα της σύγχυσης
σε μια καθάρια κι εκστατιτική σφαίρα
Όταν το βάρος μου θα είναι ανάλαφρο
Παραχώρησέ μου Κύριε το ναυάγιο
αυτής της καινούριας ημέρας στην πρώτη κραυγή»
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, εκδ. Ελληνικά γράμματα)
Octavio Paz - Ο Απών
Ι
Θεέ αχόρταγε ο την αγρυπνία μου τρέφων·
Θεέ διψασμένε που την αιώνια δίψα ανανεώνεις στα δικά μου
δάκρυα,
Θεέ κενέ που το στήθος μού τύπτεις με γροθιά πέτρα, με γροθιά
καπνό,
Θεέ που με ερημώνεις,
Θεέ έρημε, βράχε που βαπτίζεις την ικεσία μου,
Θεέ που μέσα στη σιωπή του ανθρώπου που ρωτάει εσύ απαντάς
με σιωπή ακόμα μεγαλύτερη,
Θεέ κούφιε, Θεέ του τίποτα, Θεέ μου:
αίμα, το αίμα σου, το αίμα, μου δείχνει εμένα τον δρόμο.
Το αίμα της γης,
αυτό των ζώων και των φυτών των υπναλέων,
των ορυκτών το απολιθωμένο αίμα
και εκείνο της φωτιάς που κοιμάται μες στο χώμα,
το αίμα σου,
το αίμα του φρενήρους οίνου που τραγουδάει την άνοιξη,
Θεέ κομψέ, λυγερέ και ηλιακέ,
Θεέ της αναστάσεως,
αστέρι εσύ τραυματικό,
ο άγρυπνος αυλός που υψώνει τη γλυκιά του φλόγα ανάμεσα
στους ίσκιους τους πεσμένους,
ω Θεέ που προσκαλείς στις εορτές γυναίκες αναφανδόν
παραληρούσες
και τις πλανητικές κοιλιές και τους άγριους γλουτούς τους
θέτεις σε τροχιά,
τα στήθη τους τα ηλεκτρικά και ακίνητα,
να τραβερσώνουν το παράφορο και γυμνωμένο σύμπαν
και τη διψαλέα επέκταση της νύχτας που έχει πέσει κατακόρυφα
και είναι σωριασμένη.
Αίμα
που ακόμα σε λεκιάζει με βαρβαρικές ανταύγειες,
το αίμα το χυμένο στης θυσίας τη νύχτα,
αυτό των αθώων και εκείνο των αδίκων,
αυτό των εχθρών σου και εκείνο των δικαίων σου,
το αίμα το δικό σου, της δικής σου θυσίας το αίμα.
(μετφρ.:Γιώργος Κεντρωτής)
Δομήνικος Θεοτοκόπουλος - Η προσευχή του Ιησού στον κήπο της Γεθσημανή
Χριστέ μου, κράτα με μακριά απ’ τις κακίες του κόσμου.
Στη Φάτνη Βρέφος, όσο ζω να σε λατρεύω δώσ’ μου!
Κι όταν θα ’ρθεί από Σε σταλτός ο Χάρος να με πάρει,
κάμε σα βρέφος να σταθώ μπροστά στη θεία Σου χάρη.
Χριστέ μου, δώσ’ μου στους σεισμούς, στις τρικυμίες του κόσμου
Χριστέ μου, δώσ’ μου στους σεισμούς, στις τρικυμίες του κόσμου
πάντα να στέκω ατράνταχτος, και να είναι ο λογισμός μου
το φως από το μυστικό που χύνοταν αστέρι,
το φως από το μυστικό που χύνοταν αστέρι,
όταν για Σένα στη Βηθλεέμ τους Μάγους είχε φέρει.
Και κάμε λόγια κι έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,
Και κάμε λόγια κι έργα μου σαν των αγρών τα κρίνα,
προφητικά, φεγγόβολα κάμε τα σαν εκείνα
της νύχτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν, και γρικούσαν
της νύχτας των απλών βοσκών. Γεννιόσουν, και γρικούσαν
τους ουρανούς ολάνοιχτους που Σε δοξολογούσαν.
Αγάπη, Εσύ, χαρά της γης
και τ’ ουρανού ευλογία,
που είσαι γλυκιά σαν τ’ άστρο της αυγής,
που είσαι μεγάλη σαν την Παναγία!
Εμπρός Σου γονατίζω, αγνή θεά,
Εμπρός Σου γονατίζω, αγνή θεά,
και Σου φιλώ το διαμαντένιο χέρι·
λυπήσου μας που ζούμε μακριά,
κάμε μια μέρα να γενούμε ταίρι.
Εμπρός Σου για κερί μού λιώνει ο νους,
Εμπρός Σου για κερί μού λιώνει ο νους,
μου καίγετ’ η καρδιά μου για λιβάνι·
απ’ τους ανθούς Σου τους παντοτινούς
πλέξε για μας του γάμου το στεφάνι.
Κι εμείς θα ζούμε δούλοι Σου πιστοί,
Κι εμείς θα ζούμε δούλοι Σου πιστοί,
και το μικρό, το φτωχικό μας σπίτι
θα είν’ εκκλησιά τρανή και ξακουστή
που τη δική Σου δόξα θα κηρύττει!
Αλλ’ αν γράφτηκε ακόμα για πολύ,
Αλλ’ αν γράφτηκε ακόμα για πολύ,
ω χωρισμοί και πίκρες να μας τρώτε,
Αγάπη μεγαλόχαρη, καλή,
μη μας ξεχνάς, λυπήσου μας και τότε.
Και πρόβαλε και δώσε μας φτερά,
Και πρόβαλε και δώσε μας φτερά,
αθώρητα φτερά κι ευλογημένα,
για να πετούμε αιώνια, τί χαρά!
Εγώ να βρίσκω αυτή κι εκείνη εμένα.
Κι ο ένας μες στ’ άλλου εκεί την αγκαλιά,
Κι ο ένας μες στ’ άλλου εκεί την αγκαλιά,
δικά Σου Χερουβείμ, κοντά στ’ αστέρια,
γλυκά γλυκά ν’ αλλάζουμε φιλιά,
σφιχτά σφιχτά να σμίγουμε τα χέρια.
Old Woman Praying is a painting by Matthias Stom
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ - Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάστηξα. Μου δίνεις και την ξένη.
Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δε χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν έχω τίποτα, να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
(Από τη Συλλογή: Τα θεία δώρα)
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά σου λέω την προσευχή μου.
Άλλη ψυχή δεν έβλαψα στον κόσμο απ’ τη δική μου.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήταν αγαπημένοι.
Την πίκρα μου τη βάστηξα. Μου δίνεις και την ξένη.
Μ’ απαρνηθήκαν οι χαρές. Δεν τις γυρεύω πίσω.
Προσμένω τα χειρότερα. Είν’ αμαρτία να ελπίσω.
Σαν ευτυχία την αγαπώ της νύχτας τη φοβέρα.
Στην πόρτα μου άλλος δε χτυπά κανείς απ’ τον αγέρα.
Δεν έχω δόξα. Είν’ ήσυχα τα έργα που έχω πράξει.
Άκουσα τη γλυκιά βροχή. Τη δύση έχω κοιτάξει.
Έδωκα στα παιδιά χαρές, σε σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγάδες καλησπέρισα που γύριζαν το βράδυ.
Τώρα δεν έχω τίποτα, να διώξω ή να κρατήσω.
Δεν περιμένω ανταμοιβή. Πολύ ’ναι τέτοια ελπίδα.
Ευδόκησε ν’ αφανιστώ, χωρίς να ξαναζήσω…
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
(Από τη Συλλογή: Τα θεία δώρα)
Κώστας Βάρναλης - Η προσευχή του ταπεινού (παρωδία)
Κύριε, σαν ήρθεν η βραδιά και μάτι δεν μας βλέπει
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα
κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).
Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος
κι όλων εγώ των αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Αφού το κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκειά Πατρίδα!
Σ’ ευχαριστώ που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.
Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.
Με τρόπο της Ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».
Ο Βάρναλης έγραψε την παρακάτω αριστοτεχνική (αλλά και δηλητηριώδη) παρωδία του ποιήματος του Ζαχαρία Παπαντωνίου «Προσευχή του ταπεινού», λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της συλλογής «Θεία δώρα» του Παπαντωνίου το 1931. Ο Παπαντωνίου, καλός ποιητής, ήταν βενιζελικός και είχε ευνοηθεί από το κόμμα του αφού διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, ακαδημαϊκός, καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, τιμήθηκε με το Αριστείο γραμμάτων και τεχνών κτλ.
Το ποίημα δεν έχει αποθησαυριστεί αλλού, ούτε σε βιβλίο ούτε στο περιοδικό Ηριδανός. Το δημοσίευσε στο τεύχος αρ. 2 του περιοδικού Πολιτιστική (1984) ο Μιχ. Παπαϊωάννου, στο άρθρο του «Θέματα από το έργο του Βάρναλη».
Ο Μ.Μ.Παπαϊωάννου γράφει στην Πολιτιστική ότι ο Βάρναλης δημοσίευσε την παρωδία σε περιοδικό ποικίλης ύλης, υπογράφοντάς την με χλευαστικό ψευδώνυμο, αλλά είχε χάσει τη σημείωση που είχε κρατήσει κι έτσι δεν μπορούσε να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Κατά σύμπτωση, ο φίλος ιστορικός Γιώργος Πετρόπουλος βρήκε το ποίημα στο αρχείο του. Η παρωδία λοιπόν πρωτοδημοσιεύτηκε στο αριστερό περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», με το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο Καρχαρίας Παπαφαταούλας.
βρέχε σωρό διορισμούς στην ταπεινή μου τσέπη.
Την προσευχή μου, Κύριε, σου λέω με προθυμία
καμιά ψυχή δεν έβλαψα, μονάχα τα Ταμεία.
Εκείνοι που με πλήγωσαν ήσαν αγαπημένοι.
Που να μην την εβούτηξα θέση καμιά δε μένει.
Ήσυχα εγώ κι αθόρυβα τα έργα μου έχω πράξει
κι από Γραικύλους και Γραικούς το σύμπαν έχω αρπάξει
Στην πόρτα μου άλλος δεν χτυπά κανείς απ’ τον αέρα
κι όλες εγώ τις χτύπησα (δουλειά μου κάθε μέρα).
Ήμουνα των μικρών παιδιών και των σκυλιών ο φίλος
κι όλων εγώ των αρχηγών πιστός χαδιάρης σκύλος.
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Αφού το κράτος πλήρωνε, ζήτω η γλυκειά Πατρίδα!
Σ’ ευχαριστώ που μου’ δωκες χωρίς να μου ανήκει
τη θέση της Εκδοτικής και την Πινακοθήκη.
Για την καπατσοσύνη μου οι εχθροί θα με μισήσουν.
Ευδόκησε ν’ αφανιστούν χωρίς να ξαναζήσουν.
Με τρόπο της Ποιήσεως δώσε μου, Κύριε, τώρα
τα πενήντα χιλιάρικα, τ’ αληθινά «θεία δώρα».
Juan Vicente Piqueras - Προσευχή του απίστου
Σημασία έχει να προσεύχεσαι,
δεν έχει σημασία σε ποιον,
οι ερωτήσεις να ’ναι οι προσευχές
της σκέψης, να φυτεύουν τον σπόρο τους
στη μοναξιά μας, και να μην υπάρχει γαλήνη
που, επιμένοντας, να ’ναι ικανή
να μην υπάρχει, να μην μπορεί να κάνει αλλιώς
παρά να σπεύδει στη φωνή αυτού που την καλεί.
Το ότι δεν υπάρχει θεός είναι, άραγε,
λόγος να μην πιστεύουμε σ’ αυτόν;
Θεός είναι το όνομα της δίψας, η μοίρα
και ο νόστος αυτής της μοναξιάς
που μέσα της υπάρχουμε κι οι δύο.
Για κανένα δεν μιλώ με τον θεό, για τον θεό με κανέναν.
Προσεχτικά και με μικρό το γράφω.
Εγώ είμαι άθεος και λαϊκός κάθε μέρα
.Αλλά υπάρχουν νύχτες αμνιακές
που η ψυχή μου προσεύχεται γονυπετής
δεν έχει σημασία σε ποιον,
ρωτάει, ελπίζει, ζητάει.
Και η γονατιστή ψυχή μου είναι κερί
που στο φως του, στη νύχτα του, γράφω
(Juan Vicente Piqueras, Ιστορία της δίψας, μετ. Κώστα Βραχνού & Κωνσταντίνου Παλαιολόγου)
Σημασία έχει να προσεύχεσαι,
δεν έχει σημασία σε ποιον,
οι ερωτήσεις να ’ναι οι προσευχές
της σκέψης, να φυτεύουν τον σπόρο τους
στη μοναξιά μας, και να μην υπάρχει γαλήνη
που, επιμένοντας, να ’ναι ικανή
να μην υπάρχει, να μην μπορεί να κάνει αλλιώς
παρά να σπεύδει στη φωνή αυτού που την καλεί.
Το ότι δεν υπάρχει θεός είναι, άραγε,
λόγος να μην πιστεύουμε σ’ αυτόν;
Θεός είναι το όνομα της δίψας, η μοίρα
και ο νόστος αυτής της μοναξιάς
που μέσα της υπάρχουμε κι οι δύο.
Για κανένα δεν μιλώ με τον θεό, για τον θεό με κανέναν.
Προσεχτικά και με μικρό το γράφω.
Εγώ είμαι άθεος και λαϊκός κάθε μέρα
.Αλλά υπάρχουν νύχτες αμνιακές
που η ψυχή μου προσεύχεται γονυπετής
δεν έχει σημασία σε ποιον,
ρωτάει, ελπίζει, ζητάει.
Και η γονατιστή ψυχή μου είναι κερί
που στο φως του, στη νύχτα του, γράφω
(Juan Vicente Piqueras, Ιστορία της δίψας, μετ. Κώστα Βραχνού & Κωνσταντίνου Παλαιολόγου)
Young Girls at Prayer in the Chapel by Anderson Sophie
ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ - ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Ὅταν ἡ σιγαλιά πλατιά θ᾿ ἁπλώση
στον κῆπο μου τη νύχτα, βροχερό
το σύννεφο τον οὐρανό θα στρώση
σε μαῦρο θόλο πάνω του ἱερό.
Θα γύρουνε στο μυστικό σκοτάδι
τα δέντρα, οἱ θάμνοι, ἀργά την κεφαλή
κ᾿ ευλαβικά θα ψάλλουν ἔτσι ὁμάδι
τη θλιβερή στερνή τους προσευχή!
Ἔλα και μεῖς μαζί την προσευχή μας
στερνή φορά να ποῦμε. Θ᾿ ἀκουστῆ
στη σιγαλιά παθιάρικη ἡ φωνή μας,
θ᾿ ἀντιλαλήση ὁ θόλος θα σπαστῆ,
το σύννεφο θα κλαίη, θα κλαῖμε ἀντάμα,
θ᾿ ἀκολουθάη τῶν δέντρων ὁ ψαλμός
λυπητερός το σιγαλό μας κλάμα
και θα πυκνώνη ἡ σκοτεινιά χαμός.
Οὔτε ἀπ᾿ ἀστέρι λάμψη δε θα πέση,
τῆς Μοίρας δε θα δοῦμε τη μορφὴ
κ᾿ ἐνῶ τα χέρια χώρια θα μᾶς δέση,
τα χείλη μας θα λεν την προσευχή.
R. M. Rilke - προσευχή
«Ω Κύριε, το θάνατό του δώσε στον καθένα.
Το θάνατο που βγαίνει απ’ τη ζωή του, εκείνη
που τον χρειαζόταν, τον σκεφτόταν και τον αγαπούσε.
Γιατί ‘μαστε ο φλοιός μονάχα και το φύλλο.
Ο μέγας θάνατος, που όλοι έχουμε εντός μας,
είναι ο καρπός, που γυρνούν γύρω του όλα.»
(R. M. Rilke, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος)
Evening Prayer by John Bagnold Burgess
Ευάγγελος Ρουσσάκης -Amare
Για να ζούσαμε
δεν θα χρειαζόμασταν
τεχνητές αναπνοές
ούτε τις ηλιαχτίδες μαβιές
παρά μονάχα
το χαμόγελο ενός αγαπημένου
και έναν δρόμο
κάπου να ποθούμε να πάμε...
Θα ήταν όλα πιο απλά
αν δεν φράζαμε το βλέμμα
μπρος από την απλότητα
του να ζεις με τους άλλους
-αγαπώντας-
κι οι λέξεις θα ήταν προσευχές
κάποτεPray for the peace of Jerusalem Painting by Stella Brookes
Τέος Σαλαπασίδης - Σχέδιο για προσευχή
Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ,
στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά.
Της αλήθειας μου το κρύο πάγωσε στα γένια σου
και περιμένεις…
Περίμενε, έχω δουλειά!
Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο:
«Κατάληψη εξουσίας»
και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια,
κι ανθρώπους.
Να ‘χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν.
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα.
Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη,
έλα να γίνουμε φίλοι.
Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος-στρατιώτης
στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.
Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου
πάνω στ’ αυλάκια των χωραφιών
στα καμένα χωριά τής υπαίθρου
στο καμένο χώμα των πόλεων.
Σε περιμένω στην αίθουσα Αναμονής
για την Επανάσταση,
πρώτη θέση.
Θα με βρεις τραγουδώντας
καβάλα σ’ ένα βουνό ανθρακίτη
σ’ ένα κύμα τής θάλασσας
στης Νορμανδίας* το ψηλότερο κατάρτι
σπήκερ στον πύργο τού Άιφελ
σε Μακεδονίσια θυμωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι.
Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,
θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου
κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας:
«ένας καινούργιος σύντροφος».
Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς «Ριζοσπάστη»,
σύνθημα, παρασύνθημα, Χαρίλης-Θεσσαλονίκη.
Θα ‘χω στ’ αφτιά μου κόκκινους ήχους
στα μάτια μου συνωμοτική γαλήνη.
Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,
πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό τής θύελλας
με νήματα βροχής.
Θα ‘χω το αμπέχωνο μ’ αγέρα κουμπωμένο – την άνεση
τυλιγμένη στο λαιμό μου
ένα τρύπιο κασκόλ.
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω
στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής.
Αν θέλεις, έλα.
Είναι στη γη μας καλύτερα.
Από την έκδοση Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη (επιμέλεια Μάρκου Μέσκου, 1993)
Εικοσιτετράωρα αιώνων σκυφτός – Θεέ,
στης πόρτας μου τα σιδερένια σκαλιά.
Της αλήθειας μου το κρύο πάγωσε στα γένια σου
και περιμένεις…
Περίμενε, έχω δουλειά!
Στρώνω με τον πυρετό μου ένα σχέδιο:
«Κατάληψη εξουσίας»
και χρειάζομαι τώρα διαβήτες, μπιστόλια,
κι ανθρώπους.
Να ‘χουνε χέρια γερά, να δουλεύουν, να ιδρώνουν.
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα.
Έλα αύριο, χαράματα που θα πιάσουμε μάχη,
έλα να γίνουμε φίλοι.
Με χοντροπάπουτσα παρτιζάνος-στρατιώτης
στην ίδια γραμμή πυρός. Έλα.
Σε περιμένω στην είσοδο του εργοστασίου
πάνω στ’ αυλάκια των χωραφιών
στα καμένα χωριά τής υπαίθρου
στο καμένο χώμα των πόλεων.
Σε περιμένω στην αίθουσα Αναμονής
για την Επανάσταση,
πρώτη θέση.
Θα με βρεις τραγουδώντας
καβάλα σ’ ένα βουνό ανθρακίτη
σ’ ένα κύμα τής θάλασσας
στης Νορμανδίας* το ψηλότερο κατάρτι
σπήκερ στον πύργο τού Άιφελ
σε Μακεδονίσια θυμωνιά γλυκοφιλώντας ένα κορίτσι.
Εκεί που δεν κοίταξες ποτέ – δίπλα σου,
θα με βρεις υψώνοντας τη γροθιά σου
κοιτώντας αντρίκεια, σφυρίζοντας:
«ένας καινούργιος σύντροφος».
Θα σε γνωρίσω. Να κρατάς «Ριζοσπάστη»,
σύνθημα, παρασύνθημα, Χαρίλης-Θεσσαλονίκη.
Θα ‘χω στ’ αφτιά μου κόκκινους ήχους
στα μάτια μου συνωμοτική γαλήνη.
Θα φοράω αρβύλες μπαλωμένες με χιόνι,
πλεγμένο αντάρτικο σκουφί στον αργαλειό τής θύελλας
με νήματα βροχής.
Θα ‘χω το αμπέχωνο μ’ αγέρα κουμπωμένο – την άνεση
τυλιγμένη στο λαιμό μου
ένα τρύπιο κασκόλ.
Ζητάς να σε πιστέψω; Έλα!
Στην ίδια διμοιρία θα σου δώσω
στο δίπλα χαράκωμα μια θέση βολής.
Αν θέλεις, έλα.
Είναι στη γη μας καλύτερα.
Από την έκδοση Δώδεκα ποιήματα του Τέο Σαλαπασίδη (επιμέλεια Μάρκου Μέσκου, 1993)
A Hermit Praying, 1665-70 by Gerrit Dou.
Άγγελος Σικελιανός -ΠροσευχήΓυμνή Σου δέεται η ψυχή. Από χαρά,από πόνο
γυμνή από ηδονή
γυμνή Σου δέεται η ψυχή, Δημιουργέ,με μόνο
την άπλαστη φωνή,
που, πριν στη σάρκα μου να μπει, στον Κόρφο σου – ως τζιτζίκι
κρυμμένο στην ελιά –
βουλή δική Σου χτύπαε στην καρδιά μου κι έλεε: «νίκη,
νίκη στα πάντα!», και δεν ήτανε μιλιά
δική μου, ήταν η δική Σου, Θεέ, Μ’ εκείνη μόνο
Σου δέομαι, λύτρωσέ μου το σκοπό
το μυστικό που γεύτηκα βαθιά κ’ έξω απ’ το χρόνο,
για ν’ αγαπώ, για ν’ αγαπώ
πάνω από πρόσωπα και πλάσματα, απ’ τον ένα
που κλείνω μέσα μου παλμό,
που είν’ ένας πια για ζωντανά κι πεθαμένα
δώσε μου, ναι, το λυτρωμό,
τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο, Θε μου,
μέσα στα στήθια μου ξανά
και να ‘μαι όλα σαν η πνοή και σαν η βοή τ’ ανέμου,
στα κοντινά, στα μακρινά…
Prayer by Karissa Bordin
epikouros sofista -προσευχή
Στην ηρεμία των εαρινών όρθρων
μέσα από τις ολονύχτιες ψαλμωδίες των κυμάτων
και τον λιβανωτό των κέδρων
στην πρωινή λιτανεία των ερώτων του φωτός
και τον αισθαντικό χορό των σκίνων
παραδομένη στην αποπλάνηση της αθωότητας
από την σαγήνη των σειρήνων
θα αφεθεί η ψυχή μου στην θεία μετάληψη
της ομορφιάς των άχραντων μυστηρίων του σύμπαντος σου
Prayer by Graham Dean
Αυτή είναι η προσευχή μου για σένα, Κύριέ μου,
χτύπησε, χτύπησε στη ρίζα αυτή τη λέπρα μέσα στην καρδιά μου.
Δώσε μου τη δύναμη να υποφέρω με ευχαρίστηση
τις λύπες μου και τις χαρές μου.
Δώσε μου τη δύναμη να κάνω την αγάπη μου μια
αφθονία από υπηρεσίες.
Δώσε μου τη δύναμη να μην αρνηθώ ποτέ το φτωχό,
ούτε να γονατίσω μπροστά στη γεμάτη αυθάδεια ισχύ.
Δώσε μου τη δύναμη να μεγαλύνω το πνεύμα μου,
μακριά απ’ τις εφήμερες ματαιότητες.
Και δώσε μου τη δύναμη να υποτάξω τη δύναμή μου
στη θέλησή σου με αγάπη.
Λυρικές Προσφορές, μετ: Άννα Κουντουριώτου, Εκδ. Γερ.Αναγνωστίδη
Egbert van, the Younger Heemskerck - A Family Praying At A Table In An Interior
Χριστέ μου και Θεέ μου! Διψώ για θαύμα,
Τώρα, αμέσως, στης μέρας την αρχή!
Ω, δώσε μου το θάνατο τώρα που ακόμα
Ένα βιβλίο είναι μπροστά μου όλη η ζωή.
Είσαι σοφός. Δε θα μου πεις αυστηρά:
– «Κράτα, δεν ήρθε ακόμη ο καιρός».
Εσύ μου ‘δωσες μονομιάς τόσα πολλά!
Μα θέλω να ‘ναι ο κάθε δρόμος ανοιχτός.
Τα θέλω όλα: με την ψυχή Τσιγγάνου,
Τραγουδώντας στη ληστεία να ριχτώ,
Να υποφέρω στους ήχους του οργάνου
Και σαν αμαζόνα στη μάχη να ορμώ.
Να διαβάζω τ’ αστέρια σε μαύρο πύργο,
Τα παιδιά να οδηγώ απ’ το σκοτάδι πέρα…
Η μέρα η χθεσινή να μοιάζει με μύθο
Κι η κάθε μέρα μου να ‘ναι μια τρέλα!
Μ’ αρέσει κι ο σταυρός και το μετάξι και το ξίφος,
Η ψυχή μου είναι μιας στιγμής τ’ αχνάρι…
Τα παιδικά χρόνια που μου ‘δωσες ήτανε μύθος,
Στα δεκαεφτά το θάνατο στείλε να με πάρει.
26 Σεπτεμβρίου 1909, Ταρούσα
Mετάφραση: Γιώργος Μολέσκης
Jose Maria Valverde - ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΜΑΣ ΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ
Κύριε, τι ανταμοιβή θα δώσεις σε μάς τους ποιητές;
Κοίτα, δεν έχουμε τίποτα, ούτε καν δική μας ζωή·
είμαστε οι αγγελιοφόροι σε κάτι που δεν καταλαβαίνουμε.
Το κορμί μας το καίει μια φλόγα ουράνια·
αν παρατηρούμε, είναι μόνο για να το βγάλουμε σε φωνή.
Δεν μπορούμε να κόψουμε ούτε λουλούδι από ένα φράχτη
για να είναι δικό μας και τίποτ’ άλλο παρά δικό μας,
ούτε να κρατηθούμε ήρεμοι εν μέσω των πραγμάτων,
χωρίς σκέψη, να τα απολαύσουμε στην παρουσία τους μόνο.
Ποτέ δεν θα ξέρουμε πώς είναι πραγματικά τα βράδια,
ελευθερωμένη απ’ την αγωνία μας η γυμνή ομορφιά τους·
ποτέ δε θα γνωρίσουμε αυτό που είναι μια γυναίκα
στα βαθιά δάση της, όπου πρέπει να μπεις σιωπηλός.
Εσύ δεν μάς έδωσες τον κόσμο για να τον απολαύσουμε,
Εσύ μάς τον πρόσφερες για να τον κάνουμε λέξη.
Και κατόπιν για να έχει η γη φωνή μέσα από μάς
απομείναμε χωρίς αυτήν, με μόνη τη μεγαλοψυχία…
Ήδη βλέπεις ότι μέσα από μάς έχει ήχο η ζωή,
ακριβώς όπως γίνεται απ’ τις πέτρες το κρύσταλλο του ποταμού.
Εσύ δεν έφτιαξες τη Δημιουργία σου για να τη βυθίσεις στη σιωπή,
στη σιωπή που δραπετεύει ενός κόσμου που μοχθεί·
για να την ζήσει μόνο, χωρίς να σταματήσει να την παρατηρεί…
Γι αυτό μάς έχεις βάλει στην άκρη του δρόμου
με τη μόνη υποχρέωση να κραυγάζουμε έκθαμβοι.
Σε μας αναπαύεται των ανθρώπων η βιάση.
Γιατί, αν δεν υπήρχαμε, για ποιον θα ήταν τόσα πολλά πράγματα
ανώφελα και όμορφα, που ο Θεός δημιούργησε,
τόσα κόκκινα ηλιοβασιλέματα, και τόσα άκαρπα δέντρα,
και τόσα λουλούδια, και τόσα πουλιά περιπλανώμενα;
Μόνο εμείς νιώθουμε το δώρο σου
και σ’ ευγνωμονούμε γι αυτό με φωνές έκστασης.
Εσύ χαμογελάς, Κύριε, νιώθοντας ξεπληρωμένος
με την σύνθλιψή μας από δέος και θαυμασμό.
Αυτό που μάς εξυψώνει μπορεί να είναι δικό σου μόνο.
Μόνο εκείνος που μας δημιούργησε μπορεί να μάς καταστρέψει έτσι
στην αγκαλιά μιας φλόγας τόσο σκληρής και μαγευτικής.
Εσύ που φροντίζεις τα πουλιά που μεταφέρουν το μήνυμά σου,
σώσε στον θάνατο τις κουρασμένες καρδιές μας,
Δώσε τους ειρήνη, αυτή την ειρήνη που στη ζωή τους αρνήθηκες,
Σβήσ’ τους τις οδυνηρές, αδυσώπητες σκέψεις.
Εσύ θα μάς δώσεις σε Σένα το Όλο που αναζητάμε·
θα δοθείς σε μάς τους ίδιους, αφού θα σ’ έχουμε
για μάς μονο, κι όχι για να σε υμνούμε.
Jose Maria Valverde (1926-1996)
Μετ. Μαριάννα Τζανάκη
Κύριε, τι ανταμοιβή θα δώσεις σε μάς τους ποιητές;
Κοίτα, δεν έχουμε τίποτα, ούτε καν δική μας ζωή·
είμαστε οι αγγελιοφόροι σε κάτι που δεν καταλαβαίνουμε.
Το κορμί μας το καίει μια φλόγα ουράνια·
αν παρατηρούμε, είναι μόνο για να το βγάλουμε σε φωνή.
Δεν μπορούμε να κόψουμε ούτε λουλούδι από ένα φράχτη
για να είναι δικό μας και τίποτ’ άλλο παρά δικό μας,
ούτε να κρατηθούμε ήρεμοι εν μέσω των πραγμάτων,
χωρίς σκέψη, να τα απολαύσουμε στην παρουσία τους μόνο.
Ποτέ δεν θα ξέρουμε πώς είναι πραγματικά τα βράδια,
ελευθερωμένη απ’ την αγωνία μας η γυμνή ομορφιά τους·
ποτέ δε θα γνωρίσουμε αυτό που είναι μια γυναίκα
στα βαθιά δάση της, όπου πρέπει να μπεις σιωπηλός.
Εσύ δεν μάς έδωσες τον κόσμο για να τον απολαύσουμε,
Εσύ μάς τον πρόσφερες για να τον κάνουμε λέξη.
Και κατόπιν για να έχει η γη φωνή μέσα από μάς
απομείναμε χωρίς αυτήν, με μόνη τη μεγαλοψυχία…
Ήδη βλέπεις ότι μέσα από μάς έχει ήχο η ζωή,
ακριβώς όπως γίνεται απ’ τις πέτρες το κρύσταλλο του ποταμού.
Εσύ δεν έφτιαξες τη Δημιουργία σου για να τη βυθίσεις στη σιωπή,
στη σιωπή που δραπετεύει ενός κόσμου που μοχθεί·
για να την ζήσει μόνο, χωρίς να σταματήσει να την παρατηρεί…
Γι αυτό μάς έχεις βάλει στην άκρη του δρόμου
με τη μόνη υποχρέωση να κραυγάζουμε έκθαμβοι.
Σε μας αναπαύεται των ανθρώπων η βιάση.
Γιατί, αν δεν υπήρχαμε, για ποιον θα ήταν τόσα πολλά πράγματα
ανώφελα και όμορφα, που ο Θεός δημιούργησε,
τόσα κόκκινα ηλιοβασιλέματα, και τόσα άκαρπα δέντρα,
και τόσα λουλούδια, και τόσα πουλιά περιπλανώμενα;
Μόνο εμείς νιώθουμε το δώρο σου
και σ’ ευγνωμονούμε γι αυτό με φωνές έκστασης.
Εσύ χαμογελάς, Κύριε, νιώθοντας ξεπληρωμένος
με την σύνθλιψή μας από δέος και θαυμασμό.
Αυτό που μάς εξυψώνει μπορεί να είναι δικό σου μόνο.
Μόνο εκείνος που μας δημιούργησε μπορεί να μάς καταστρέψει έτσι
στην αγκαλιά μιας φλόγας τόσο σκληρής και μαγευτικής.
Εσύ που φροντίζεις τα πουλιά που μεταφέρουν το μήνυμά σου,
σώσε στον θάνατο τις κουρασμένες καρδιές μας,
Δώσε τους ειρήνη, αυτή την ειρήνη που στη ζωή τους αρνήθηκες,
Σβήσ’ τους τις οδυνηρές, αδυσώπητες σκέψεις.
Εσύ θα μάς δώσεις σε Σένα το Όλο που αναζητάμε·
θα δοθείς σε μάς τους ίδιους, αφού θα σ’ έχουμε
για μάς μονο, κι όχι για να σε υμνούμε.
Jose Maria Valverde (1926-1996)
Μετ. Μαριάννα Τζανάκη
Grace before the Meal, by Fritz von Uhde, 1885
William B. Yeats - Προσευχή για την κόρη μου
[...]
Και πάλι η θύελλα λυσσά, ενώ μισοκρυμμένη
η κόρη μου στην κούνια της κοιμάται
προφυλαγμένη. Στον άνεμο φραγμός,
που τον γεννά ο Ατλαντικός και θημωνιές
και στέγες ξεριζώνει, άλλος δεν είναι εδώ
παρά κάτι κορμοί κι ένας λόφος γυμνός·
κι εγώ όλο πάω κι έρχομαι κι ώρα προσεύχομαι
γιατί στον νου μου μέσα ένας ίσκιος ζει.
[...]
Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης
[...]
Και πάλι η θύελλα λυσσά, ενώ μισοκρυμμένη
η κόρη μου στην κούνια της κοιμάται
προφυλαγμένη. Στον άνεμο φραγμός,
που τον γεννά ο Ατλαντικός και θημωνιές
και στέγες ξεριζώνει, άλλος δεν είναι εδώ
παρά κάτι κορμοί κι ένας λόφος γυμνός·
κι εγώ όλο πάω κι έρχομαι κι ώρα προσεύχομαι
γιατί στον νου μου μέσα ένας ίσκιος ζει.
[...]
Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης
Saying Grace by Dutch painter Adriaen van Ostade, 1653
Όταν κοιτώ στον ουρανό ψάχνω να βρω σημάδι
γνωρίζοντας, πως στο ψιλό θα γίνει η κουβέντα
αφού, ανώφελα μιλώ, καθώς απ΄ την πατέντα,
χέρι ποτέ δεν έσκυψε, για να μου δώσει χάδι.
Άλλοτε Ρώμη· και ξανά, ξανά η Βαβυλώνα
δούλα της κλίνης, του κρασιού κι απέ την ηδονή·
αμείφτηκε, λένε, ο Κύριος και πλέον κοινωνεί
δικούς στην Ουάσιγκτον, ξένους στην Γηραιά Αλβιόνα.
Τα πάθη μπρος στις προσευχές αληθινά λουφάζουν,
όταν κι ο Κύριος άκουσε στην τόση ταραχή
κραυγές απ’ το ποιμνίο του, που πάντα δυστυχεί
πως η υγειά του έμεινε· κι αυτή του την αρπάζουν.
Όσο για μένα που ρωτάς και πριν εγώ τελέψω
βλέποντας πόνο ολόγυρα, να βλαστημώ καθ’ ώρα
στην ζήση μας την δολερή και τόσο ψυχοφθόρα,
πες πως δεν βρήκα Τίποτα, στον Κόσμο να πιστέψω.
Leonid AfremovPRAYING TIME
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ - Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ
Πιστεύω εις ένα θεό χαμηλών τόνων
επωμιζόμενο ανώνυμους σπονδείους
ως επικεφαλής λεπτής οδύνης,
θεό αλυσιτελή, ανισοσκελή,
αδωροδόκητο, αμιγή, απροσκύνητο
και κρυσταλλοπαγή κι ιζηματογενή
με βήτα δάκρυα σε κύκνεια όρη,
ραίνοντας το βυθό μαργαριτάρια,
στα φτερουγά του χύνοντας αργύριον έρωτος
Οκτώβρης 2007
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Child at Prayer Painting by Eastman Johnson
Μάνος Χατζιδάκις
Πιστεύω στην υγρασία της νύχτας, στα αγάλματα που ταξιδεύουν μέρα – νύχτα μέσα σε δαπανηρές συσκευασίες και στα κλειστά παράθυρα, εργοστασίων που απεργούν. Πιστεύω στη λιτανεία των αυτοκινήτων, στα νευρικά σφυρίγματα ενός εγκαταλελειμμένου αστυφύλακα και στην οσμή από σελίδες, άκοπες των σχολικών βιβλίων. Πιστεύω στις ποιητικές ανθολογίες, στις διαφημίσεις ταυρομαχιών του ’35 και στα σημάδια του κορμιού σου που φανερώνουν έρωτα. Τέλος πιστεύω στο θάνατο της μνήμης και στην ανάσταση των επιθυμιών εν μέσω ρόδων, γιασεμιών και υακίνθων. Και τούτο εγένετο. Αμήν.
Praying child by Patricia Donald,
Η προσευχή του Γιώργου Σεφέρη
Ο Γιώργος Σεφέρης, ο μεγάλος αυτός ‘Ελληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και διπλωμάτης, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963, έφυγε από την ζωή στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971.
Η Ιωάννα Τσάτσου γράφει για τον αδελφό της Γιώργο Σεφέρη:
… H μάνα, χωρίς ποτέ να μας διδάξει, μας άφησε ανυπολόγιστη κληρονομιά: την πίστη στην παρουσία του Θεού. Τ’ αγόρια, με την αντρίκεια τους αιδώ δεν εκφράζονταν εύκολα, δεν πήγαιναν συχνά στην εκκλησιά. Όμως λίγο να τους γνώριζες, ένιωθες ν’ αναπνέουν αυτήν την παρουσία, να ζουν την ορθοδοξία ολόκληρη.
Αυτή η πίστη παραστάθηκε το Γιώργο ώς το τέλος. Κι η προσευχή που γνώρισε παιδάκι ήταν έτοιμη να βρει το δρόμο της. Στις ώρες της κρίσιμες, τις ώρες τις γόνιμες, την έβλεπα αυτή την εκ βαθέων έκκληση ν’ ανεβαίνη στα μάτια του.
Μόνο εκείνο το ιερό: «Δοσμένα» λέει πολλά. Τό λεγε και τό γραφε ο Γιώργος σε κύριο τίτλο για τους στίχους του.
– Τι καλό ποίημα, «ο Βασιλιάς της Ασίνης»
– Αυτά είναι από το Θεό.
Χαμογέλασε σαν μου χάρισε τη μετάφρασή του της Αποκάλυψης:
– Βλέπεις, Ιωάννα, καθένας έχει το δικό του τρόπο να κάνει την προσευχή του.
Και στο τέλος, στην αρρώστια του, ακίνητος στο δωμάτιο της ανάνηψης, κι εγώ καθισμένη στο πλαϊνό του σκαμνάκι, μ’αγκάλιαζε με το δεμένο του χέρι, όλο μάτια. Όταν ακόμη μπορούσε να μιλήσει:
– Άναψε το κεράκι σου για μένα
Από το έργο της Ιωάννας Τσάτσου, Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Ι.Δ. Κολλάρου & Σία, Αθήνα χ.χ., 4η έκδ., σ. 16-7.
Αρχαία Ελληνική Λογοτεχνία
Ευριπίδης, Ελένη 1093-1106: Η προσευχή της Ελένης
Σεβάσμια Ήρα, ταίρι εσύ του Δία,
απ' τα δεινά, τους δόλιους, λύτρωσέ μας.
Στων αστεριών το φέγγος και στα ουράνια
που κατοικείς, υψώνουμε τα χέρια
και σε παρακαλούμε. Κι εσύ κόρη
της Διώνης, Αφροδίτη, που έχεις πάρει
με το δικό μου γάμο το βραβείο
της ομορφιάς, μη μ' αφανίσεις. Φτάνουν
τα βάσανα που τράβηξα, όταν τότε
πρόσφερες τ' όνομά μου, όχι το σώμα,
στους βάρβαρους. Αν θες να με σκοτώσεις,
άσε με στην πατρίδα να πεθάνω.
Για συμφορές αχόρταγή 'σαι πάντα
κι ο έρωτας, το ψέμα, οι δολοπλόκες
πράξεις σ' αρέσουν τόσο και τα φίλτρα,
που μες στα σπίτια φέρνουνε το αίμα.
Αν κράταγες το μέτρο, θα γινόσουν
η πιο γλυκιά θεά, ναι, το πιστεύω.
[Πηγή: Δραματική Ποίηση, Ευριπίδη Ελένη, Γ΄Γυμνασίου, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2010]
Ευριπίδης, Ελένη 1441-1450: Η προσευχή του Μενέλαου
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ω! Δία, πατέρα και σοφό σε λέω
θεό, πονετικό βλέμμα να ρίξεις
σ' εμάς, απ' τα δεινά λευτέρωσέ μας.
Πάμε για τον γκρεμό, γοργά βοήθα·
με τ' ακροδάχτυλό σου αν μας αγγίξεις,
θα 'χουμε φτάσει εκεί που λαχταρούμε.
Πλήθος οι περασμένες συμφορές μας.
Θεοί, πολλές φορές χαρές και λύπες
εγεύτηκα από σας· μα τώρα πρέπει
κι εγώ να ορθοποδήσω κι όχι πάντα
να με κυκλώνει το κακό· τη χάρη
κάντε μου αυτή και θα 'μαι ευτυχισμένος.
[Πηγή: Δραματική Ποίηση, Ευριπίδη Ελένη, Γ΄Γυμνασίου, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2010]
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ω! Δία, πατέρα και σοφό σε λέω
θεό, πονετικό βλέμμα να ρίξεις
σ' εμάς, απ' τα δεινά λευτέρωσέ μας.
Πάμε για τον γκρεμό, γοργά βοήθα·
με τ' ακροδάχτυλό σου αν μας αγγίξεις,
θα 'χουμε φτάσει εκεί που λαχταρούμε.
Πλήθος οι περασμένες συμφορές μας.
Θεοί, πολλές φορές χαρές και λύπες
εγεύτηκα από σας· μα τώρα πρέπει
κι εγώ να ορθοποδήσω κι όχι πάντα
να με κυκλώνει το κακό· τη χάρη
κάντε μου αυτή και θα 'μαι ευτυχισμένος.
[Πηγή: Δραματική Ποίηση, Ευριπίδη Ελένη, Γ΄Γυμνασίου, μτφ. Τ. Ρούσσος, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2010]
Praying Painting by Bhushan Nayak
Όμηρος, Ιλιάδα Α 447-457: Η προσευχή του Χρύση
Είπε και του την έδωσε την ακριβή του κόρην·
εδέχθη αυτός και χάρηκε· κι ευθύς την εκατόμβην
εις τον καλόκτιστον βωμόν ολόγυρ' αραδιάσαν
και αφού εχερονίφθηκαν κι επήραν το κριθάρι,
ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Χρύσης κι εδεήθη:
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας υπέρμαχε θεέ, ω κύριε της Τενέδου,
ως έδωκας ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα,
κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,
αυτή μου πάλι ευδόκησε να γίν' η επιθυμία,
απ' το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε!».
[πηγή: Ομηρικά Έπη: Ιλιάδα, Β΄ Γυμνασίου, μτφ. Ιάκ. Πολυλάς, Αθήνα, ΟΕΔΒ, 2010]
Ρέμπραντ: Old Woman Praying
Σαπφώ, ποικιλόθρον' αθανάτ' (1D, 191P)
Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:
δέσποινα, μη βασανίζεις με έγνοιες και στεναχώριες
την καρδιά μου.
Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε
άκουσες τη φωνή μου από μακριά
και εισάκουσες την προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό
παλάτι του πατέρα σου και ήρθες
ζεύοντας την άμαξά σου. Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε
γρήγορα κάτω στη μαύρη γη.
Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό.
Γρήγορα φτάσανε· κι εσύ, μακαρισμένη,
με γελαστό το αθάνατό σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ
η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο πρόσωπο
πρέπει η πειθώ
να φέρει τώρα στην αγάπη σου; Πες μου, Σαπφώ,
ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια.
Δε δέχεται δώρα; Θα σου προσφέρει η ίδια.
Δε σ' αγαπά; Σύντομα θα σ' αγαπήσει, ακόμη και παρά
τη θέλησή της.»
Έλα και τώρα και λύτρωσέ με από το βαρύ
μαράζι. Εκπλήρωσε αυτό που η καρδιά μου ποθεί να γίνει
και γίνε σύμμαχός μου.
μτφ. Δ. Ιακώβ
[πηγή: Ανθολόγιο Αρχαϊκής Λυρικής Ποίησης, Β΄ Γενικού Λυκείου, Αθήνα, ΟΕΔΒ]
Πηνελόπη Δέλτα - Η ζωή του Χριστού
(Η προσευχή του Χριστού )
Βγήκε ο Ιησούς με τους μαθητές του και τράβηξε κατά το Όρος των Ελαιών, περνώντας από το λιβάδι όπου έτρεχε, φουσκωμένος από τις ανοιξιάτικες βροχές, ο χείμαρρος των Κέδρων.
Πέρασαν το χείμαρρο, ανέβηκαν στην αντικρινή πλαγιά, και μπήκαν σ' ένα περιβόλι κατάφυτο από ελιές, όπου συχνά πήγαινε ο Ιησούς και προσεύχουνταν. Εκεί κοντά ήταν ένα ελαιοτριβείο, όπου οι χωρικοί πήγαιναν τον καρπό των ελιών, που κατά χιλιάδες σκέπαζαν το βουνό και το μέρος εκείνο λέγουνταν Γεθσημανή, που θα πει ελαιοτριβείο. Ήταν φεγγάρι. Πήγαινε ο Ιησούς σιωπηλά, με την καρδιά βαριά.
Το ήξερε πως ήλθε πια η ώρα της θυσίας, του βασάνου και της αγωνίας· το ήξερε πως έπρεπε να πιει ως τον πάτο το ποτήρι της ταπεινώσεως και της οδύνης. Γιατί όλες τις λύπες και τις απογοητεύσεις, όλους τους πόνους, τους σωματικούς και τους ψυχικούς, ήταν γραφτό να τους γνωρίσει και να τους εξαντλήσει ο Ιησούς. Υιός του Θεού, είχε έλθει στον κόσμο με μορφή και αισθήσεις και αισθήματα ανθρώπινα, για να ζήσει σαν άνθρωπος, να γελάσει σαν άνθρωπος, να χαρεί, ν' αγαπήσει, να λυπηθεί, να πονέσει, να πικραθεί, να γνωρίσει όλην τη μικρότητα, την αχαριστία, το φθόνο, το μίσος, την εκδίκηση, την προστυχιά των ανθρώπων, να νιώσει όλη την απογοήτευση, όλο τον καημό που μπορεί να υποφέρει μια εξαιρετικά λεπτή φύση, βλέποντας το μεγάλο της έργο παραγνωρισμένο.
Ό,τι πίκρα ήταν δυνατό να χύσει στην ψυχή του η δειλία, η μικρότης και το μίσος των ανθρώπων, έμελλε, σ' αυτές τις τελευταίες ώρες, να τη γευθεί ο Ιησούς. Εμπρός στο βαθύ αυτό μαρτύριο, ακόμα και η δική του γαλήνια ψυχή σκοτίστηκε.
Άρχισε να τρομάζει ο ίδιος και να θλίβεται.
Μπήκε στο περιβόλι και είπε στους μαθητές του:
— Καθίσετε εδώ ώσπου να πάγω να προσευχηθώ εκεί. Παρακαλείτε μην πέσετε σε πειρασμό.
Ήθελε με την προσευχή να υψώσει την ψυχή του, να ησυχάσει το πνεύμα του, να δαμάσει την επανάσταση της ανθρώπινης σάρκας.
Παίρνοντας τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη παρακάτω, άρχισε να στενοχωρείται και ν' ανησυχεί.
Και τους είπε:
— Περίλυπη είναι η ψυχή μου έως θανάτου.
Η αληθινή αγωνία άρχιζε.
— Μείνετε εδώ, τους είπε, και αγρυπνάτε μαζί μου.
Η ανθρώπινη αδυναμία του ζητούσε συντροφιά και βοήθεια. Μα και αυτούς ακόμα, τους αγαπημένους του, δεν τους θέλει πια κοντά του την ώρα αυτή της τραγικής πάλης της ψυχής του.
Πήγε πιο μακριά, και, πέφτοντας με το πρόσωπο χάμω, παρακαλούσε με αγωνία, λέγοντας:
— Αββά, όλα σού είναι δυνατά. Ας περάσει από μένα το ποτήρι τούτο.
Στο χέρι του ήταν να φύγει, ν' αφήσει το μαρτύριο που τον περίμενε· ήταν εύκολο να κρυφθεί σε κανενός φίλου σπίτι, και να παρατήσει για πάντα την Ιουδαία με τους δολοφόνους της.
Αλλά, μαζί με το μαρτυρικό θάνατο, θα παρατούσε και την αποστολή του ανεκπλήρωτη, θα ξεχνούνταν και θα χάνουνταν η θρησκεία αυτή, που για να τη διδάξει είχε έλθει στον κόσμο. Όπως είχε πει για το σπόρο του σιταριού, πως μόνο αν πεθάνει θα φέρει πολύν καρπό, έτσι κι εκείνος, μένοντας και πεθαίνοντας για τη θρησκεία του, τη στερέωνε σε θεμέλια ακλόνητα.
Και η ψυχή του δάμαζε την ανατριχίλα της σάρκας.
— Όμως όχι όπως θέλω εγώ, αλλά όπως εσύ θέλεις.
Και πάλι τον έπιανε η αδημονία του θανάτου, και πάλι την κατέπνιγε και παραιτούνταν από τη δική του επιθυμία.
Η αγωνία του όλο και μεγάλωνε, και ο ιδρως έσταζε από το μέτωπο του στη γη, σα θρόμβοι από αίμα πηγμένο.
Από μακριά, τον έβλεπαν οι μαθητές του που παρακαλούσε, ζητώντας βοήθεια ψυχική, πότε με τα μάτια στον ουρανό, ρίχνοντας, σε μια κραυγή πόνου και απελπισίας, την ψυχή του όλη προς τον Πλάστη, πότε στα γόνατα και πότε χάμω, με το πρόσωπο στο χώμα, αφανισμένος στη φοβερή αυτή πάλη της ψυχής και της σάρκας.
Από τη θέση τους, τον κοίταζαν οι μαθητές του, ώσπου κουράστηκαν και τους πήρε ο ύπνος.
Και ήλθε κοντά τους ο Ιησούς και τους βρήκε κοιμισμένους. Και με πονεμένο παράπονο είπε του Πέτρου:
— Σίμων, κοιμάσαι; Δεν κατόρθωσες μιαν ώρα ν' αγρυπνήσεις μαζί μου;
Θυμήθηκε ίσως τις μεγάλες υποσχέσεις του Πέτρου, που λίγην ώρα πρωτύτερα ήταν έτοιμος και στο θάνατο να πάγει μαζί του, και πρόσθεσε:
— Ξυπνάτε και προσεύχεστε για να μην πέσετε σε πειρασμό. Το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, μα η σάρκα αδύνατη.
Έφυγε πάλι και πήγε μακρύτερα, όπου ξανάρχισε να προσεύχεται δυνατά και να λέγει:
— Πατέρα μου, αν δε γίνεται να περάσει τούτο το ποτήρι χωρίς να το πιώ, ας γίνει το θέλημά σου...
Και, σιμώνοντας τους μαθητές του, τους βρήκε πάλι που είχαν ξαναπέσει στον ύπνο γιατί ήταν βαριά τα μάτια τους, και, σαν τους μίλησε, δεν ήξεραν τι ν' αποκριθούν. Φίλος, παρηγοριά, υποστήριξη, τίποτα δεν του έμενε στην τραγική εκείνην ώρα.
Τους άφησε ο Ιησούς, και τρίτη φορά βυθίστηκε στην προσευχή.
Την ψυχή του τη σήκωσε κατά τον ουρανό. Από τον ουράνιο Πατέρα του τρίτη φορά ζήτησε βοήθεια, τη δύναμη να πιει το ποτήρι της οδύνης.
Και η προσευχή του εισακούστηκε, και κατέβηκε στην ψυχή του, άγγελος παρήγορος, η ποθητή γαλήνη. Το πνεύμα του αποσπάστηκε ολότελα από τ' ανθρώπινα, και, στην επικοινωνία αυτή με τον Πλάστη, νίκησε τελειωτικά την αγωνία, την επανάσταση της σάρκας, και, ήσυχος πια, ειρηνεμένος, νικητής, σηκώθηκε και πήγε στους μαθητές του.
Τους βρήκε πάλι κοιμισμένους, και τους ξύπνησε λέγοντας:
— Κοιμάστε λοιπόν και αναπαύεστε! Φθάνει. Ήλθε η ώρα, και ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται σε χέρια αμαρτωλών. Σηκωθείτε, πηγαίνομε· ιδού, εκείνος που θα με παραδώσει έφθασε.
Jesus Praying Painting by M Rajesh Kumar
Κυριακή Προσευχή
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον
δὸς ἡμῖν σήμερον·
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ Πονηροῦ,̓
Αμήν.
Jean-François Millet The Angelus
ΜΟΥΣΙΚΗ
Μητσιάς - Προσευχή
Μουσική: Λουκιανός Κηλαηδόνης
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Θεέ μεγαλοδύναμε
που μ’ έβαλες σημάδι
τη νύχτα κάνε βάλσαμο
ροδόσταμο τον `Αδη
Σωπάσανε τα μάτια σου
και πώς να τ’ αντικρίσω
θολό ποτάμι πέρασε
και δε γυρίζει πίσω
Θεέ μεγαλοδύναμε
που μ’ έβαλες σημάδι
τη νύχτα κάνε βάλσαμο
και το σκοτάδι χάδι
το αίμα που ξεχείλισε
στου χωρισμού τ’ αυλάκι
ποιος ξέρει αν ξεδιψάσανε
του κόσμου οι βρικολάκοι
Μα εκείνοι που αγαπήσανε
ξανά θ’ ανταμωθούνε
κι όσοι νωρίς πεθάνανε
νωρίς θ’ αναστηθούνε
που μ’ έβαλες σημάδι
τη νύχτα κάνε βάλσαμο
ροδόσταμο τον `Αδη
Σωπάσανε τα μάτια σου
και πώς να τ’ αντικρίσω
θολό ποτάμι πέρασε
και δε γυρίζει πίσω
Θεέ μεγαλοδύναμε
που μ’ έβαλες σημάδι
τη νύχτα κάνε βάλσαμο
και το σκοτάδι χάδι
το αίμα που ξεχείλισε
στου χωρισμού τ’ αυλάκι
ποιος ξέρει αν ξεδιψάσανε
του κόσμου οι βρικολάκοι
Μα εκείνοι που αγαπήσανε
ξανά θ’ ανταμωθούνε
κι όσοι νωρίς πεθάνανε
νωρίς θ’ αναστηθούνε
Μάνος Χατζιδάκις: η προσευχή του ακροβάτη σε στίχους Αγαθής Δημητρούκα Κύριε, είναι ώρα να βοηθήσεις μια ψυχή δρόμο να βρει τώρα η ζωή μου η ρηχή. Δεν μπορώ να ζω αντίθετα με Σένα, κι όπου σταθώ μ' άγνωστους ρυθμούς κι επίθετα βοήθεια Σου ζητώ. Είμαι ακροβάτης και γυρεύω δικό μου Θεό. Κύριε, δως μου θάρρος το σκοινί να μην κοπεί θέλω να 'μαι φάρος που φωτίζει τη σιωπή. Θέλω να πετάξω ελεύθερα πιο πέρα κι απ' το κενό πράγματα μικρά και δεύτερα δεν ξέρω ν' αγαπώ. Είμαι ακροβάτης και γυρεύω δικό μου Θεό. Είμαι ακροβάτης και γυρεύω καινούργιο Θεό
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ο αγέρας λέει μια προσευχή
στην πόρτα του φτωχού ληστή,
καημός, βροχή
να πιεις να ξεδιψάσεις.
Αρχάγγελος με το σπαθί
πουλάει λαχεία ένα παιδί,
καημός, φτερά
αντίκρυ να περάσεις.
Η νύχτα πίνει μοναχή
στο καπηλειό του Γιακουμή,
καημός, σκαλί
να γείρεις να ξεχάσεις.
στην πόρτα του φτωχού ληστή,
καημός, βροχή
να πιεις να ξεδιψάσεις.
Αρχάγγελος με το σπαθί
πουλάει λαχεία ένα παιδί,
καημός, φτερά
αντίκρυ να περάσεις.
Η νύχτα πίνει μοναχή
στο καπηλειό του Γιακουμή,
καημός, σκαλί
να γείρεις να ξεχάσεις.
Πρωινή Προσευχή – Ευανθία Ρεμπούτσικα
Μερκούρη - Η προσευχή
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.
Μ' είκοσι φθινόπωρα και άνοιξη καμία
απ' την Υπάτη το 'σκασα και πήγα στη Λαμία.
Ήμουν μικρούλα κι άπραγη και δροσερή κι ωραία
πως το 'παθα μανούλα μου κι αγάπησα εκδορέα.
Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη
γι' αυτό και ο Αλή Πασάς έπνιξε τη Φροσύνη.
Στο δρόμο μου σφυρίζανε και με φωνάζαν Γκόλφω
μα ευτυχώς τον Τάσο μου τον λέγανε Ροδόλφο.
Ήμουν ψηλή κι ανάλαφρη κι αφράτη και μοιραία
πως έμπλεξα μανούλα μου με τέτοιο διαφθορέα.
Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη
γι' αυτό κι οι νέοι μουσικοί θαυμάζουν τον Ροσίνι.
Από σκαλί σ' άλλο σκαλί κι από φιλί σε πάθος
πήρα σοκάκι ανάποδα και μονοπάτι λάθος.
Κι απ' το Ροδόλφο στο Μηνά κι απ' τον Κοσμά στον Πάνο
πελάγωσα μανούλα μου και τώρα τι να κάνω.
Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη
το διάβασα στον Παλαμά, το βρήκα στον Δροσίνη.
Αλεξίου - Προσευχή
Στίχοι - Μουσική - Χαρούλα Αλεξίου
Δώσ’ μου ένα σύνορο να περπατώ
Δώσ’ μου ένα όνομα να μη χαθώ
Δώσ’ μου ένα όνειρο να κρατηθώ
Δώσ’ μου ένα όραμα ν’ αντισταθώ
Δώσ’ μου ένα παιδί να εξομολογηθώ
Δώσ’ μου ένα φιλί να πλύνω το κακό
Ξύπνησέ με το πρωί μ’ ένα σκοπό
Που να λέει χαλάλι στη ζωή που ζω
Δώσ’ μου ένα όνομα να μη χαθώ
Δώσ’ μου ένα όνειρο να κρατηθώ
Δώσ’ μου ένα όραμα ν’ αντισταθώ
Δώσ’ μου ένα παιδί να εξομολογηθώ
Δώσ’ μου ένα φιλί να πλύνω το κακό
Ξύπνησέ με το πρωί μ’ ένα σκοπό
Που να λέει χαλάλι στη ζωή που ζω
LOREENA McKENNITT – Dante’s Prayer
When the dark wood fell before me
And all the paths were overgrown
When the priests of pride say there is no other way
I tilled the sorrows of stone
I did not believe because I could not see
Though you came to me in the night
When the dawn seemed forever lost
You showed me your love in the light of the stars
Cast your eyes on the ocean
Cast your soul to the sea
When the dark night seems endless
Please remember me
Then the mountain rose before me
By the deep well of desire
From the fountain of forgiveness
Beyond the ice and fire
Cast your eyes on the ocean
Cast your soul to the sea
When the dark night seems endless
Please remember me
Though we share this humble path, alone
How fragile is the heart
Oh give these clay feet wings to fly
To touch the face of the stars
Breathe life into this feeble heart
Lift this mortal veil of fear
Take these crumbled hopes, etched with tears
We'll rise above these earthly cares
Cast your eyes on the ocean
Cast your soul to the sea
When the dark night seems endless
Please remember me
Please remember me
THE PRAYER -Celine Dion & Andrea Bocelli
Oh Dio che tutto sai, ricordati di noi
Insegnaci la via, che a te ci condurrà
Se ti giungerà, questa mia preghiera
Tu l'ascolterai, e ci salverai
I tuoi figli siamo noi
Insegnaci la via, che a te ci condurrà
Se ti giungerà, questa mia preghiera
Tu l'ascolterai, e ci salverai
I tuoi figli siamo noi
La luce che tu hai
(I pray you'll be my light)
Nel cuore resterà
(And watch us where we go)
A ricordarci che
(And help us to be wise)
L'eterna stella sei
Nella mia preghiera
(Let this be our prayer)
Quanta fede c'è
(When we lose our way)
(I pray you'll be my light)
Nel cuore resterà
(And watch us where we go)
A ricordarci che
(And help us to be wise)
L'eterna stella sei
Nella mia preghiera
(Let this be our prayer)
Quanta fede c'è
(When we lose our way)
Se ci guiderai, tu ci salverai
Gli occhi nostri sono i tuoi
Gli occhi nostri sono i tuoi
Sogniamo un mondo senza più violenza
Un mondo di giustizia e di speranza
Ognuno dia la mano al suo vicino…
Un mondo di giustizia e di speranza
Ognuno dia la mano al suo vicino…
πηγές
https://itzikas.wordpress.com/
https://docplayer.gr/
https://thepoetsiloved.wordpress.com/
http://photodentro.edu.gr/
http://poihsh-logotexnia.blogspot.com/
https://www.translatum.gr/
https://www.catisart.gr/
http://me-klamena-megala.blogspot.com/
https://www.sarantakos.com/l
http://www.musicheaven.gr/
http://uperaspisitispoiisis.blogspot.com/
https://theodosisvolkof.blogspot.com/
http://www.poiein.gr/
http://www.poiein.gr/
https://pribas.blogspot.com/
http://www.dioti.gr/
https://popaganda.gr/
https://www.greek-language.gr/
https://n-tomaras.blogspot.com/
https://ghteytria.blogspot.com/
http://users.uoa.gr/
http://annagelopoulou.blogspot.com/
https://fineartamerica.com/
https://gr.pinterest.com/
Charles Sprague Pearce
Detail of Religion mural in lunette from the Family and Education series by Charles Sprague Pearce. North Corridor, Great Hall, Library of Congress Thomas Jefferson Building, Washington, D.C. Mural contains artist's logo and "COPYRIGHT 1896 BY C.S.PEARCE".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου