Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2020

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ "Από περβάζι σε περβάζι"



Καθισμένη στο ξύλινο, το φαγωμένο από τη βροχή και τον αέρα περβάζι του παραθύρου χάζευε τους περαστικούς. Μπορεί και κάποιοι να έβλεπαν και το εσώρουχό της. Πολύ που την ένοιαζε. Ηταν το παράθυρο ενός παληού ξενοδοχείου. Διπλα της η λέξη Hotel, αναβόσβηνε με γράμματα σε ροζ νέον που δημιουργούσε φανταχτερές ανταύγειες στα μακρυά ξανθά μαλλιά της και στο λευκό λινό ασιδέρωτο φόρεμά της. Ήταν ένα υπέροχο φόρεμα κάμποσο πάνω από το γόνατο. Τα πόδια της απλώνονταν λιγο μαζεμένα μεχρι το την άλλη άκρη του περβαζιού. Ήταν βραδάκι. Μόλις ο ήλιος είχε εξαφανιστεί από τον ουρανό.
Αυτή ήταν η δουλειά της. Κάθε μέρα την ίδια ώρα. Φαεινή ιδέα του ξενοδόχου και εστιάτορα μαζί. Γιατί στο ισόγειο υπήρχε ένα καφέ μπαρ εστιατόριο. Κράχτης λοιπόν η Μυριέλ. Κράχτης για το ξενοδοχείο της μισής ώρας και για το καφεοινομαγειρείο.
Το κτίριο ετοιμόρροπο. Κομμάτια σοβάδες έλειπαν από την πρόσοψη. Πόσες φορές του είχε πάει χαρτί από τον δήμο και την αστυνομία να το επισκευάσει! Πάντα εύρισκε μιαν άκρη και την υπόθεση την κατάπινε το τέρας της γραφειοκρατίας.
Το κτίριο είχε τρεις ορόφους. Μια στενή ξύλινη σκάλα δίπλα στην είσοδο του καφέ οδηγούσε στον πρώτο όροφο όπου η ρεσεψιόν κι ένα μικρό μπορντώ σαλονάκι. Στους άλλους δυο ορόφους, τρία μικρά δωμάτια ανά όροφο. Με WC και μπιντέ για τις κυρίες. Διαλυμένη από την υγρασία η ταπετσαρία, μπορούσες να διακρίνεις μια φλοράλ διακόσμηση σε αποχρώσεις πράσινου της ελιάς. Και λεκέδες από σπέρμα.
Στο ξενοδοχείο χωρίς όνομα, αλλά που δανειζόταν τη φίρμα του καφέ (le rendez-vous) σύχναζαν ζευγαράκια για να συνευρεθούν. Αλλά και πόρνες το είχαν για στέκι παράνομο. Κι από κει έβγαζε το κατιτίς του ο εστιάτορας και ξενοδόχος μαζί.
Η Μυριέλ έπιανε δουλειά κατά τις οχτώ, οχτώμιση. Εγκατέλειπε το περβάζι κατά τις δωδεκάμισι, περασμένα μεσάνυχτα. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, γύρω στις εννιά συνέβη κάτι ασυνήθιστο. Μια λίμο ανθρακί, σταμάτησε μπροστά από το καφέ. Κατέβηκαν ένας κύριος με επίσημο βραδινό ένδυμα και μια νεαρή γυναίκα ντυμένη σπορ, πουκάμισο λευκό και πανταλόνι. Δυο σωματοφύλακες ακολουθούσαν. Η λίμο πήγε να παρκάρει και η τετράδα των νεοφερμένων μπήκε στο καφέ. Ο εστιάτορας τους οδήγησε στο πιο μεγάλο τραπέζι. Οι σωματοφύλακες, ο ένας στο μπαρ κι ο άλλος βγήκε κι έκοβε βόλτες στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ο κύριος παράγγειλε ένα ουίσκι σκέτο και η νεαρή γυναίκα ένα σάουθερν με πάγο. Στη συνέχεια δείπνησαν διαλέγοντας από τη φτωχή κάρτα του εστιατορίου. Στο τέλος ζήτησαν λογαριασμό και όταν ο εστιάτορας τον έφερε, ο κύριος του έκανε νεύμα να καθήσει στο τραπέζι.
-Σας ευχαριστώ κυρία μου, κύριε για την τιμή που μου κάνετε, έκανε ο καφετζής με τη δουλοπρέπεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο και τις κινήσεις του, σαν υπηρέτης κάποιου Λουδοβίκου.
-Λοιπόν κοίτα, είπε ο γραβατωμένος, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε σοβαρά.
-Σας ακούω με όλη μου την προσοχή.
-Πολλά λόγια λες. Ακου! Είμαι ιδιοκτήτης μιας πολυεθνικής κατασκευαστικής και ενδιαφέρομαι για το καλύβι σου προσωπικά. Μετά από επιθυμία της συζύγου μου…
-Κυρία μου, έκανε ο ξενοδόχος.
-Ματίλντ, το όνομά μου, χαίρω πολύ.
-Αφού έγιναν οι συστάσεις υποθέτω ότι μπορώ να συνεχίσω. Θα το μετασκευάσουμε, θα το μετατρέψουμε σε προσωπική μας κατοικία στο Παρίσι, αφού κάνουμε τις απαραίτητες εργασίες στήριξης, αναπαλαίωσης κλπ. Λοιπόν πόσα; Σκέψου καλά και πες.
Ο ξενοδόχος μετά από σκέψη ενός λεπτού:
-500 
-250
-Ω, πολύ λίγα
-Έλα, λεγε, λοιπόν
-400
-350 χιλιάδες φράγκα τελευταία προσφορά
- Εντάξει. Δέχομαι. Λίγα είναι αλλά δέχομαι.
-Καλά είναι. Τόσο αξίζει. Αύριο έλα στον συμβολαιογράφο. Και του έδωσε μια κάρτα.
-Εντάξει. Α και ένα μικρό δωράκι στις πουτάνες που δούλευαν εδώ μέχρι απόψε, για διαφυγόντα κέρδη.
Και αφήνει στο τραπέζι ένα φάκελλο με κάμποσα πεντακοσάρικα. 
-Να τους τα δώσεις, έχω μάτια και αυτιά παντού.
Και εξαφανίστηκε με τη σύζυγο και την κουστωδία του. Η ανθρακί λίμο τους περίμενέ.
Ο ξενοδόχος ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά φώναζε: Αντε όποιος δεν τελείωσε να τελειώσει, μέσα ή έξω, χαχαχααχ. Τζάμπα είναι απόψε. Κλείνουμε οριστικά.
Η Μυριέλ που άκουσε τις φωνές του ξενοδόχου Μαρσώ, πήδηξε προς την εσωτερική μεριά του παραθύρου, στο σαλονάκι της ρεσεψιόν.
-Τί έγινε; Τον πιάνει και τον ρωτάει τι συμβαίνει.
Ο ξενοδόχος Μαρσώ της εξήγησε τα καθέκαστα
-Σε είχα για βλάκα ρε Μαρσώ, αλλά όχι και τόσο. Σε έπιασε κορόιδο, μυρίστηκες λεπτά και σου έτρεξαν τα σάλια.
- Με 350.000 φράγκα, κάνεις σπουδαία πράγματα μα την πίστη μου.
- Καλά ό,τι πεις έκανε η Μυριέλ για να τον ξεφορτωθεί.
Η Μυριέλ δεν ήταν πόρνη. Εκανε περιστασιακά αυτή τη δουλειά για να συμπληρώσει το εισόδημά της. Κυρίως πόζαρε για μοντέλο στα μαθήματα πλαστικών τεχνών, στη Μποζ Αρ.
Η Μυριέλ ήταν ένα πολύ γλυκό κορίτσι είκοσι χρόνων.. Αντιμετώπιζε μόνη της τη ζωή. Χωρίς γονείς. Έλεγε, η ζωή δεν έχει δυσκολίες. Μόνο προβλήματα που πρέπει να βρίσκουμε τη λύση τους. Δεν στενοχωρήθηκε που έχασε τη θέση της στο περβάζι του μπάρμπα Μαρσώ. Μόνο γιατί δεν θα μπορούσε να ονειρεύεται πια ότι είναι πεταλούδα και ότι μπορεί, ανοίγοντας τα φτερά της, να πετάξει από το περβάζι ως την κορυφή του πύργου του Άιφελ κι ακόμα πιο μακριά, σε άλλες πόλεις, σε άλλες χώρες μακρινές. 
Καθώς απομακρυνόταν χάζευε το νέον που αναβόσβηνε. Κάθησε για ώρα και το κοίταζε. Ο γερο Τσιφούτης, που είχε φύγει τρέχοντας να ανακοινώσει τα ευχάριστα στη γυναικούλα του το είχε ξεχάσει αναμμένο.
-Κρίμα, μονολόγησε, να καίει άσκοπα. Αφού έχω το κλειδί. 
Τελικά κλειδί δεν χρειάστηκε. Ανοιχτά είχε αφήσει ο Μαρσώ. Μπήκε μέσα κι ανέβηκε την ξύλινη σκάλα για να πάει στη ρεσεψιόν να κλείσει τον διακόπτη.
Πίσω από τον γκισέ της ρεσεψιόν την περίμενε μια έκπληξη. Πετάγεται ένας τύπος με κουκούλα: - Για πού τόβαλες ομορφούλα;
-Εσύ τι δουλιά εχεις εδώ;
-Η δουλειά μου είναι δικιά μου δουλειά. Αντε κοπάνα την τώρα
-Εντάξει κατάλαβα. Κανένα κλεφτρόνι θα είναι, σκέφτηκε. Και κατέβηκε τη σκάλα κλείνοντας πίσω της την πόρτα.
Κατά βάθος όμως λυπήθηκε πολύ που άφησε το «πόστο» της στο περβάζι. Από κεί χάζευε τους διαβάτες, τα κόκκινα πίσω φώτα των αυτοκινήτων που αναβόσβηναν ανάλογα με τη ροή της κίνησης, τα ζευγαράκια και τους περιπατητές στο απέναντι παρκάκι, τους πελάτες που μπαινόβγαιναν στο ξενοδοχείο, τα κορίτσια που τα ήξερε και την ήξεραν. 
Αποφάσισε λοιπόν να πάει σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο αυτού του είδους να πουλήσει την ιδέα της.
Αυτό και έκανε το επόμενο πρωί. Μετά από αρκετό περπάτημα βρήκε ένα ξενοδόχο που ενδιαφέρθηκε. Του άρεσε η ιδέα της με το περβάζι. Από Μάη έως Σεπτέμβρη, τα βράδυα χωρίς βροχή. Δυόμισι φράγκα την ώρα. 
Επιασε δουλειά το επόμενο βράδυ. Ο καιρός δεν ήταν κακός. Ένα νοτιαδάκι τη συνόδευε από το σπίτι της μέχρι το ξενοδοχείο. Καλησπέρισε τον ξενοδόχο, απείρως ευγενέστερο από τον προηγούμενο. Και ανέβηκε στο περβάζι του πρώτου. Πλατύ, στέρεο, ασφαλές αν ταιριάζει η λέξη σε κάτι που από τη φύση του είναι επικίνδυνο.
Θα ήταν έντεκα η ώρα το βράδυ και η Μυριέλ περίμενε με χαρούμενη ανυπομονησία να κατέβει από το περβάζι για να εισπράξει τα δυόμιση φράγκα. Ξαφνικά ένιωσε ένα χέρι να την τραβά μέσα, στη σκοτεινή ρεσεψιόν. Διέκρινε τη σιλουέτα ενός ψηλού μπρατσωμένου άντρα, ενώ κοίτονταν ανάσκελα. Αυτός κατάφερε να την ακινητοποιήσει και να ικανοποιήσει την κτηνωδία του μέσα της. Η Μυριέλ λιποθύμησε και δεν θυμόταν τίποτα όταν κατέφθασαν οι πυροσβέστες για να την περιθάλψουν και η αστυνομία για συλλογή στοιχείων. Ο ξενοδόχος ήταν στο μπαρ και ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτα. Απλά βγήκε έξω και είδε ότι δεν ήταν στο περβάζι. Κατόπιν ανέβηκε επάνω και την βρήκε χωρίς τις αισθήσεις της.
Η Μυριελ νοσηλεύτηκε για ένα μήνα. Στο νοσοκομείο για ένα διάστημα βρήκε τη μνήμη της και η αστυνομία κατάφερε να συλλάβει το δράστη. Εφυγε από αλλεπάλληλα εγκεφαλικά, επιπλοκές άσχημου κτυπήματος στο κεφάλι. Αυτά συνέβησαν το καλοκαίρι του '60. Η Μυριέλ έγινε πεταλούδα με ολόλευκα φτερά και όταν έχει ήλιο, πετάει και κάθεται στα περβάζια των κτιρίων της πόλης.

Δημήτρης Κ.

Η φωτογραφία είναι από https://unsplash.com/











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου