Η ψυχή είναι σιωπηλή
αν και όποτε μιλήσει
μιλάει με όνειρα.
Louise Glück - Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020
Αντόνιο Κανόβα - Έρως και Ψυχή
Το Έρως και Ψυχή (γαλλ. Psyché ranimée par le baiser de l'Amour, Η Ψυχή αναβιώνει με το φιλί του Έρωτα) είναι γλυπτό του Ιταλού Αντόνιο Κανόβα. Κατασκευάστηκε μεταξύ 1787 και 1793 ύστερα από παραγγελία του συνταγματάρχη Τζον Κάμπελ (John Campbell).Αγοράστηκε το 1801 από τον Ζοακίμ Μυρά (Joachim Murat) και φιλοξενείται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου. Άλλες παραλλαγές του (1796-1800, 1800-1803) φιλοξενούνται επίσης σε διάσημα μουσεία.
Το μαρμάρινο γλυπτό αναπαριστά ένα στιγμιότυπο του μύθου του Έρωτα και της Ψυχής από τον "Χρυσό Γάιδαρο" του Απουλήιου, και συγκεκριμένα την στιγμή που ο Έρωτας ξαναζωντανεύει την Ψυχή. Το έργο ανήκει στον κύκλο μυθολογικών αλληγοριών του Κανόβα.
Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής
L'Amour et Psyché, enfants de William Bouguereau |
Ο Έρωτας και η Ψυχή είναι ένα μυθολογικό ζευγάρι, που βασανίστηκαν πολύ μέχρι να μπορέσουν να χαρούν την αγάπη τους ανεμπόδιστα. Αυτός είναι ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής όπως τον αναφέρει ο Απουλήιος, Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ. αιώνα:
“Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μία βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους, που την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. Έτσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατέβει στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν. Οι προσευχές λησμονήθηκαν. Οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε.
Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί... Πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον Έρωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. Έτσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη. Οι δύο αδελφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του. Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδευσε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν κι έφυγαν. Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι. Σ’ αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήγε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύλαχτο. Παρ’ όλο τον φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου. Η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».
Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της.
Έτσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη. Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγο καιρό, οι αδελφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως. Θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή του υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο. Αν όχι, θνητό.
Psyché montrant à ses sœurs les cadeaux de Cupidon de Jean-Honoré Fragonard (1753)
Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμισαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από τον Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αρίθμητους θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής. Τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδελφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας.
Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώνει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδελφών της, γιατί και οι δυο έχουν παντρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. Όμως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδελφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδελφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα. Αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. Έτσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και ο άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο Έρωτας, πιο ωραίος κι απ’ ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του : το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον Έρωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. Άδικος κόπος. Το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.
Psyché surprend Cupidon endormi de Louis Lagrenée
Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο Έρωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ’ ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος.
Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδελφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδελφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.
El baño de Psique, por Frederic Leighton |
Ύστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον Έρωτα. Άδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκαταλείψει. Ούτε η Ήρα, ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον Έρωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα. Άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι και να τα βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι που τη συμβούλευσε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων και ύστερα ο αετός του Δία που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής.
Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλευσε πώς θα κατέβει στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Η ατυχία της, όμως, δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους. Αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του Έρωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή.
Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα της χαρίζεται η αθανασία. Ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή.“
Éros et Psyché, mosaïque d'époque romaine trouvée dans une villa à Cordoue (Espagne)
«Βαριά, βαριά η ψυχή μου και θλιμμένη
ήταν για μια γυναίκα αγαπημένη.
Δεν έχω ακόμα παρηγορηθεί
αν κι η καρδιά πια την έχει απαρνηθεί,
αν κι η ψυχή μου, αν κι η καρδιά
απ’ τη γυναίκα αυτή έχουν φύγει πια μακριά.
Δεν έχω ακόμη παρηγορηθεί,
αν κι η καρδιά μου πια την έχει απαρνηθεί.
Κι αυτή η καρδιά, η καρδιά μου η ευαίσθητη πολύ,
λέει στην ψυχή μου: Αλήθεια, τάχατε μπορεί
– τάχα να υπήρξε; – να ‘χει γίνει αυτή η ιστορία,
αυτή η περήφανη εξορία, η θλιβερή τούτη εξορία;
Λέει κι η ψυχή μου στην καρδιά μου: Είδα,
κι η ίδια εγώ, το πώς μου εστήθη αυτή η παγίδα,
ακόμα και μακριά μου, έτσι, που ζει,
να ‘μαστε χωρισμένοι και μαζί;»
(Ανθολογία γαλλικής ποίησης, Καστανιώτης)
L'Enlèvement de Psyché par Paul Baudry (1885)
Νικηφόρος Βρεττάκος - Ειρήνη.
Βραδυνή μοναξιά.
Σήμερα η κίνηση του κόσμου είναι ένας Φλοίσβος.
Παραιτήθηκε η θάλασσα να γυρεύει
Κι οι ευκάλυπτοι
Δε θέλουνε τίποτα…
…Ο ουρανός, διαυγής, κυματίζει το χρώμα του
δίχως περίσκεψη.
Η ψυχή μου ψηλότερα φέρεται επί των υδάτων του σύμπαντος.
Βραδυνή μοναξιά.
Σήμερα η κίνηση του κόσμου είναι ένας Φλοίσβος.
Παραιτήθηκε η θάλασσα να γυρεύει
Κι οι ευκάλυπτοι
Δε θέλουνε τίποτα…
…Ο ουρανός, διαυγής, κυματίζει το χρώμα του
δίχως περίσκεψη.
Η ψυχή μου ψηλότερα φέρεται επί των υδάτων του σύμπαντος.
Garcilaso de la Vega - ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕΣΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΡΦΗ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Γραμμένη μέσα είναι η μορφή σου στην ψυχή μου
μαζί μ’ εκείνα που ποθώ για σένα· εχτίστη
από σέ το άπαν των γραπτών, γλυκέ μου μύστη,
κι εγώ απλώς διαβάζω με άνεση δοκίμου
στον έρωτα – μα δεν το ξέρεις! Τακτική μου
είν’ τούτη, και μου δίνει τέρψη την ηδίστη:
αφήνομαι να με υποστυλώνει η πίστη
– πιστεύω στο καλό που δεν νοεί η λογική μου!
Γεννήθηκα να σ’ αγαπώ – για τούτο μόνο·
στα μέτρα τέλεια της ψυχής μου είσαι κομμένη·
συνήθισε η ψυχή να σ’ αγαπά, και πάνω
εκεί για σέ ό,τι νιώθω συντηρώ και ομώνω:
για σέ γεννήθηκα, για σένα ζω, και μένει
για σένα πάλι, σαν πεθάνω, να πεθάνω.
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Κεντρωτής
Γραμμένη μέσα είναι η μορφή σου στην ψυχή μου
μαζί μ’ εκείνα που ποθώ για σένα· εχτίστη
από σέ το άπαν των γραπτών, γλυκέ μου μύστη,
κι εγώ απλώς διαβάζω με άνεση δοκίμου
στον έρωτα – μα δεν το ξέρεις! Τακτική μου
είν’ τούτη, και μου δίνει τέρψη την ηδίστη:
αφήνομαι να με υποστυλώνει η πίστη
– πιστεύω στο καλό που δεν νοεί η λογική μου!
Γεννήθηκα να σ’ αγαπώ – για τούτο μόνο·
στα μέτρα τέλεια της ψυχής μου είσαι κομμένη·
συνήθισε η ψυχή να σ’ αγαπά, και πάνω
εκεί για σέ ό,τι νιώθω συντηρώ και ομώνω:
για σέ γεννήθηκα, για σένα ζω, και μένει
για σένα πάλι, σαν πεθάνω, να πεθάνω.
Απόδοση στα ελληνικά: Γιώργος Κεντρωτής
Κ.Δημουλά - EΡΕΒΟΣ
Σκύβοντας πάνω
ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τη συσκότιση
στίχους ισχνούς θα ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπό ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.
Πολλά θα λεν οἱ στίχοι αὐτοί,
θα δεῖτε, θα διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος
τίποτε δεν θα λέει.
Κοιτώντας θλιβερά τούς προηγούμενους
θα κλαίει.
Έρμαν Έσσε - Ρώτα την ψυχή σου!
Ρώτα αυτήν που σημαίνει ελευθερία,
που το όνομά της είναι αγάπη!
Μη ρωτάς το μυαλό σου,
μην ψάχνεις προς τα πίσω στην παγκόσμια ιστορία.
Η ψυχή σου δε θα σε κατηγορήσει
επειδή δε σε ενδιέφερε ιδιαίτερα η πολιτική,
επειδή δεν κουράστηκες πολύ,
επειδή δεν μίσησες τους εχθρούς σου αρκετά
ή επειδή δεν ενίσχυσες τα σύνορά σου όσο έπρεπε.
Ίσως όμως σε κατηγορήσει
επειδή τόσο συχνά φοβήθηκες
και απέφυγες τις απαιτήσεις της,
επειδή ποτέ δεν είχες χρόνο να της δώσεις,
σε αυτήν που είναι το πιο όμορφο παιδί σου,
χρόνο για να παίξεις μαζί της,
χρόνο για να ακούσεις το τραγούδι της,
επειδή συχνά την πούλησες για να κερδίσεις χρήματα,
την πρόδωσες για να προαχθείς…
Θα είσαι δυστυχής και εχθρός της ζωής σου,
αν την παραμελήσεις και αν δε στραφείς σε αυτή ολοκληρωτικά
με ολοκαίνουργια αγάπη και φροντίδα.
Κ. Π. Καβάφης - Μάρτιαι Ειδοί
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια•
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς• μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)• ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.
Τζων Κητς , John Keats -Ωδή στην ψυχή
(απόσπασμα)
Άκουσε, αν θέλει, ω Θεά, το άηχο αυτό τραγούδι,
Πλαστούργημα χρέους ιερού και μνημοσύνης έργο
Και σχώρνα μου να τραγουδάω Θεά τα μυστικά σου
Ακόμα και στο τρυφερό κοχύλι του αυτιού σου.
Να ήταν τάχα σ’ όνειρο, ή μήπως ξύπνιος είδα
Την φτεροφόρα την Ψυχή μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια;
Ανέγνοιαστος πλανιόμουνα σε κάποιο δασοτόπι
Κι έξαφνα με θαμπώσανε δυο πλάσματα αέρινα
Που πλάι – πλάι πλάγιαζαν στη βελουδένια χλόη.
Έπλεκαν στέγη ανάερη φύλλα κι άνθια περίσσια,
Που ‘τρεμαν ως τα χάιδευε λαφριά η πνοή τ’ αγέρα
Και μες στη χλόη μουσικό ρυάκι αργοκυλούσε.
Ανάμεσα σε λούλουδα, δροσόριζα, γαλάζια,
Μισάνοιχτα, ασημόλευκα και Τυριανά μπουμπούκια,
Στο μαλακό κοιμόντουσαν, οι δυο, της χλόης κλινάρι.
Τα χέρια τους μπλεκόντουσαν και σμίγαν οι φτερούγες,
Τα χείλη τους που ξάκρισεν ο λαφροχέρης ύπνος
Μισάνοιχτα προσμένανε να σμίξουνε και πάλι
Κάτω απ’ την τρυφερή ματιά της Χρυσαυγής να δώσουν
Φιλιά περίσσια που γεννά η αυγινή αγάπη.
Το φτεροφόρο γνώριζα ξανθό αγόρι, όμως,
Ποια ήσουν συ, καλόμοιρη περιστερά, σιμά του;
Ήσουνα συ η αγνή, αληθινή Ψυχή του…
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, χαρίσματα θεϊκά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος ποῦ λάμπει γιὰ τὴ γῆ
Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ' ἄλλη πιο καθαρὴ πηγή.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω τὰ κρυμμένα, τ' ἀθώρητα θωρῶ,
Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ' ἀστέρια, τὸν καιρό.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου κ' ἐκεῖ ποῦ δὲ μπορεῖς
Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.
Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ
Κ' ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ' οὐρανοῦ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.
Καὶ χώρα ξαντικρύζω μ' ἀσύγκριτη ὠμορφιά,
Μακρυὰ ἀπ' τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέον μυστικὰ
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.
Κι ὅλο μ' ἐκεῖνα βλέπω μιὰ λύρα μαγική…
Ὠϊμέ! τὰ δάχτυλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω ἀγάλια ἀγάλια μπροστά μου νὰ περᾷ
Ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ
Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.
Διαβάζω 'ς τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ
Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, 'ς τὰ βάθη τὰ ἱερά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.
Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξανά,
Καὶ δέχοντ' ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τ' ἀμόλυντα γλυκὰ
Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Καὶ δείχνεται τὸ μέλλον ἀκόμα τὸ κρυφτὸ
Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου 'σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.
Ἐκεῖ ποῦ ἡ σκύλα ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,
Μέσ' 'ςτὴν ψύχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.
Μιὰ μέρα τ' ἄλλα μάτια, ποῦ εἶνε ἀπὸ γῆ πλαστά,
Θὰ λυώσουν μέσ' 'ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου ποῦ πάθη κοσμικὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε ποτέ, δὲ θὰ χαθοῦν,
Ἐλεύθερα μιὰ μέρα γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.
Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,
Ποῦ μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,
Ψηλότερ' ἀπ' τ' ἀστέρια, 'ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
Θὲ ν' ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!
Χριστέ μου, δόστου τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήση ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του.
κάνε τὸ θάμμα κι ἄσε τὸν νὰ ζήση ὅπως ἐζοῦσε
σὲ μία μεριὰ πού, τάχατες, νὰ μοιάζη τὸ νησί του.
Νάναι τὰ βράχια στὸ γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νἄχη σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ σκιαθίτικα καΐκια.
Νἄναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριές, κ’ οἱ νιές, οἱ πεθαμένες
αὐτὲς ποὺ τὶς θλιμμένες τους μας ἔλεγε ἱστορίες –
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες,
καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν’ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
Κ’ ὕστερα ἀκόμα νἄναι ἐλιές, καὶ νἄναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι καὶ τὸ φῶς τ’ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκκλήσια
Καὶ τὴν καμπάνα τους μακρυὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἰδῆ καὶ πάλι
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ’ ἀκροθαλάσσι !
Ἄχ, ἔτσι ἀθῴα, κ’ ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποῦ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν ν’ ἁγιάσει.
Γιάννης Ρίτσος - Γυμνό σώμα
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κ’ εγώ.
Το σώμα σου ωραίο.
Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
σε πλησιάζω....
εγώ δεν τα πουλώ
οι άνθρωποι
ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
Ο μύθος της πτερόεσσας ψυχής. Πλάτων, Φαίδρος ή Περί έρωτος.
Τραγούδι της ταινίας
Καράβια μοιάζουν οι ψυχές
Στίχοι: Ισαάκ Σούσης
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Σκύβοντας πάνω
ἀπ᾿ τῆς ψυχῆς μου τη συσκότιση
στίχους ισχνούς θα ἐπιδείξω
ἀποκλεισμένους ἀπό ἀπρόσμενη κακοκαιρία
ποῦ πλήγωσε θανάσιμα
κάποιο δειλό μου λυκαυγές.
Πολλά θα λεν οἱ στίχοι αὐτοί,
θα δεῖτε, θα διαβάσετε.
Ὁ τελευταῖος μόνο στίχος
τίποτε δεν θα λέει.
Κοιτώντας θλιβερά τούς προηγούμενους
θα κλαίει.
Paysage avec Psyché et Jupiter de Paul Bril et Pierre Paul Rubens (1610)
Μάνος Ελευθερίου - Σώμα και ψυχή
Όχι μονάχα εκείνο που είμαστε κι ό,τι απόμεινε από μάς
ή ό,τι αγωνιζόμαστε να φαίνεται
αλλά μαζί μας σέρνουμε και τις μορφές των άλλων
που με τα χρόνια γίνονται ίσκιος ανάμνησης
μαζί μας σέρνουμε σημάδια και κομμάτια τους
το αίμα, την αγάπη τους, την περιφρόνησή τους
τα πάθη και τα μίση τους και την εκδίκησή τους
αυτά που χάσαμε σε τρόμους και κινδύνους-
όσα κερδίσαμε σε μάχες βιαστικές, τυραννικές
κι όσες μας έδωσαν χαρές περαστικές οι αθάνατοι.
Έτσι σιγά σιγά χτίζεται σώμα και ψυχή.
Έτσι σιγά σιγά το πρόσωπό μας.
Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997)
Όχι μονάχα εκείνο που είμαστε κι ό,τι απόμεινε από μάς
ή ό,τι αγωνιζόμαστε να φαίνεται
αλλά μαζί μας σέρνουμε και τις μορφές των άλλων
που με τα χρόνια γίνονται ίσκιος ανάμνησης
μαζί μας σέρνουμε σημάδια και κομμάτια τους
το αίμα, την αγάπη τους, την περιφρόνησή τους
τα πάθη και τα μίση τους και την εκδίκησή τους
αυτά που χάσαμε σε τρόμους και κινδύνους-
όσα κερδίσαμε σε μάχες βιαστικές, τυραννικές
κι όσες μας έδωσαν χαρές περαστικές οι αθάνατοι.
Έτσι σιγά σιγά χτίζεται σώμα και ψυχή.
Έτσι σιγά σιγά το πρόσωπό μας.
Από τη συλλογή Το νεκρό καφενείο (1997)
Ο. Ελύτης -Πού να βρω την ψυχή μου
(Άξιον Εστί, Τα Πάθη, άσμα ε΄)
«Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Λυπημένες μυρσίνες * ασημωμένες ύπνο
Μου ράντισαν την όψη * Φυσώ και μόνος πάω
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Οδηγέ των ακτίνων * και των κοιτώνων Μάγε
Αγύρτη που γνωρίζεις * το μέλλον μίλησέ μου
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος * για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου ντουφέκια * κρατούν και δεν κατέχουν
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Εκατόγχειρες νύχτες * μες στο στερέωμα όλο
Τα σπλάχνα μου αναδεύουν * Αυτός ο πόνος καίει
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς γυρίζω
Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!»
(Άξιον Εστί, Τα Πάθη, άσμα ε΄)
«Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς εβγήκα
Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Λυπημένες μυρσίνες * ασημωμένες ύπνο
Μου ράντισαν την όψη * Φυσώ και μόνος πάω
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Οδηγέ των ακτίνων * και των κοιτώνων Μάγε
Αγύρτη που γνωρίζεις * το μέλλον μίλησέ μου
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Τα κορίτσια μου πένθος * για τους αιώνες έχουν
Τ’ αγόρια μου ντουφέκια * κρατούν και δεν κατέχουν
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Εκατόγχειρες νύχτες * μες στο στερέωμα όλο
Τα σπλάχνα μου αναδεύουν * Αυτός ο πόνος καίει
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!
Με το λύχνο του άστρου * στους ουρανούς γυρίζω
Στο αγιάζι των λειμώνων * στη μόνη ακτή του κόσμου
Πού να βρω την ψυχή μου * το τετράφυλλο δάκρυ!»
Ο. Ελύτης - ΕΡΩΣ και ΨΥΧΗ
Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ώς την προκυμαία μ’ αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων
Α τί να ’σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στο πέρασμα να σου αποσπάσει
Τί βάλσαμο ή τί δηλητήριο χύνεις έτσι που
Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα1
Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να ’ναι κι εδώ κι εκεί
Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει
Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
Έρχεται να σ’ το επιβεβαιώσει. Ποιό; Τί;
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.
Οδυσσέας Ελύτης. [1991] 2006. Τα ελεγεία της Οξώπετρας. 6η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος
Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ώς την προκυμαία μ’ αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων
Α τί να ’σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στο πέρασμα να σου αποσπάσει
Τί βάλσαμο ή τί δηλητήριο χύνεις έτσι που
Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα1
Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να ’ναι κι εδώ κι εκεί
Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει
Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
Έρχεται να σ’ το επιβεβαιώσει. Ποιό; Τί;
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο Θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ’ όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.
Οδυσσέας Ελύτης. [1991] 2006. Τα ελεγεία της Οξώπετρας. 6η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος
Ρώτα αυτήν που σημαίνει ελευθερία,
που το όνομά της είναι αγάπη!
Μη ρωτάς το μυαλό σου,
μην ψάχνεις προς τα πίσω στην παγκόσμια ιστορία.
Η ψυχή σου δε θα σε κατηγορήσει
επειδή δε σε ενδιέφερε ιδιαίτερα η πολιτική,
επειδή δεν κουράστηκες πολύ,
επειδή δεν μίσησες τους εχθρούς σου αρκετά
ή επειδή δεν ενίσχυσες τα σύνορά σου όσο έπρεπε.
Ίσως όμως σε κατηγορήσει
επειδή τόσο συχνά φοβήθηκες
και απέφυγες τις απαιτήσεις της,
επειδή ποτέ δεν είχες χρόνο να της δώσεις,
σε αυτήν που είναι το πιο όμορφο παιδί σου,
χρόνο για να παίξεις μαζί της,
χρόνο για να ακούσεις το τραγούδι της,
επειδή συχνά την πούλησες για να κερδίσεις χρήματα,
την πρόδωσες για να προαχθείς…
Θα είσαι δυστυχής και εχθρός της ζωής σου,
αν την παραμελήσεις και αν δε στραφείς σε αυτή ολοκληρωτικά
με ολοκαίνουργια αγάπη και φροντίδα.
ΚΑΒΑΦΗΣ - Η Ψυχές των Γερόντων
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
Κ. Π. Καβάφης - Ιθάκη
-Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
απόσπασμα
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
απόσπασμα
Τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.
Και τες φιλοδοξίες σου να υπερνικήσεις
αν δεν μπορείς, με δισταγμό και προφυλάξεις
να τες ακολουθείς. Κι όσο εμπροστά προβαίνεις,
τόσο εξεταστική, προσεκτική να είσαι.
Κι όταν θα φθάσεις στην ακμή σου, Καίσαρ πια•
έτσι περιωνύμου ανθρώπου σχήμα όταν λάβεις,
τότε κυρίως πρόσεξε σαν βγεις στον δρόμον έξω,
εξουσιαστής περίβλεπτος με συνοδεία,
αν τύχει και πλησιάσει από τον όχλο
κανένας Αρτεμίδωρος, που φέρνει γράμμα,
και λέγει βιαστικά «Διάβασε αμέσως τούτα,
είναι μεγάλα πράγματα που σ’ ενδιαφέρουν»,
μη λείψεις να σταθείς• μη λείψεις τους διαφόρους
που χαιρετούν και προσκυνούν να τους παραμερίσεις
(τους βλέπεις πιο αργά)• ας περιμένει ακόμη
κ’ η Σύγκλητος αυτή, κ’ ευθύς να τα γνωρίσεις
τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου.
Ζωή Καρέλλη - Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση
Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση.
Το άσπονδο που τρέφεις,
σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,
που συγκρατεί του σώματος την ύψωση.
Μη λησμονείς την έπαρση,
φαρμάκι αδυσώπητο, φάρμακο δυνατό
κρατάει την έκφραση άκαμπτη
και δυναμώνει η γνώση του χωρισμού.
Ποιος χωρισμός θα σε βαστάξει ανένδοτη
κι ακέρια; Πώς ημπορεί
μια τέτοια να συγχωρήσει προσφορά;
Ω συμφορά, τα χέρια της αγάπης παραλύουν
και προχωρεί στο δρόμο της πορείας,
εξόριστος ο άνθρωπος.
Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών’ η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης.
Μη λησμονείς την έπαρση.
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,
θα μάθεις τη σημασία
της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας
το ακόρεστο μυστικό.
Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση.
Το άσπονδο που τρέφεις,
σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει
και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,
που συγκρατεί του σώματος την ύψωση.
Μη λησμονείς την έπαρση,
φαρμάκι αδυσώπητο, φάρμακο δυνατό
κρατάει την έκφραση άκαμπτη
και δυναμώνει η γνώση του χωρισμού.
Ποιος χωρισμός θα σε βαστάξει ανένδοτη
κι ακέρια; Πώς ημπορεί
μια τέτοια να συγχωρήσει προσφορά;
Ω συμφορά, τα χέρια της αγάπης παραλύουν
και προχωρεί στο δρόμο της πορείας,
εξόριστος ο άνθρωπος.
Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,
στεγνών’ η δύναμη την ευφορία του σώματος.
Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,
σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης.
Μη λησμονείς την έπαρση.
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,
θα μάθεις τη σημασία
της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας
το ακόρεστο μυστικό.
Ν.ΚΑΡΟΥΖΟΣ - Απολέλυσαι της ασθενείας σου
Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη
και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί.
Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες -
και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας
όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε, ανήκα στους εχθρούς σου.
Συ εισαι όμως τώρα που δροσίζεις
το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα.
Εβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό
και γύρω μου
όλα πια ζουν και λάμπουν.
Σηκώνεις την πέτρα – και το φίδι
φεύγει και χάνεται.
Απ’ τήν ανατολή ως το βασίλεμμα του ήλιου
θυμάμαι πως είχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Η νύχτα καθώς την πρόσταξες απαλά με σκεπάζει
κι ο ύπνος – που άλλοτε έλεγα πως ο μανδύας του
με χίλια σκοτάδια είναι καμωμένος,
ο μικρός λυτρωτής, όπως άλλοτε έλεγα -
με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου…
Με τη χάρη σου ζω την πρώτη λύτρωσή μου.
Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη
και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί.
Οι απαραίτητες μόνο επιθυμίες -
και το κρανίο μου ολημερίς χώρος μετανοίας
όπου η προσευχή παίρνει το σχήμα θόλου.
Κύριε, ανήκα στους εχθρούς σου.
Συ εισαι όμως τώρα που δροσίζεις
το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα.
Εβαλες μέσα μου πένθος χαρωπό
και γύρω μου
όλα πια ζουν και λάμπουν.
Σηκώνεις την πέτρα – και το φίδι
φεύγει και χάνεται.
Απ’ τήν ανατολή ως το βασίλεμμα του ήλιου
θυμάμαι πως είχες κάποτε σάρκα και οστά για μένα.
Η νύχτα καθώς την πρόσταξες απαλά με σκεπάζει
κι ο ύπνος – που άλλοτε έλεγα πως ο μανδύας του
με χίλια σκοτάδια είναι καμωμένος,
ο μικρός λυτρωτής, όπως άλλοτε έλεγα -
με παραδίδει ταπεινά στα χέρια σου…
Με τη χάρη σου ζω την πρώτη λύτρωσή μου.
Κ. Καρυωτάκης - Πεθαίνοντας
Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·
όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ’ άνθη της ζωής
μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα
την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ’ ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια -
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;
Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής,
ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,
την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,
φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·
όταν, φτασμένη απάνω στον ορίζοντα, θα ιδείς
μίση να φεύγουν οι έρωτες, χολή τα πάθη σου όλα,
όταν ανέβει από τα εξαίσια τ’ άνθη της ζωής
μύρον η απογοήτευση, ψυχή μου ονειροπόλα
την ώρα την υπέρτατη που θε να θυμηθείς
μ’ ένα μόνο χαμόγελο τα φίλα και τα ενάντια -
μάταιη ψυχή, στο πέλαγο, στο αγέρι τι θα πεις;
ω, τι θα πεις, στενή καρδιά, στη χλωμή δύση αγνάντια;
(απόσπασμα)
Άκουσε, αν θέλει, ω Θεά, το άηχο αυτό τραγούδι,
Πλαστούργημα χρέους ιερού και μνημοσύνης έργο
Και σχώρνα μου να τραγουδάω Θεά τα μυστικά σου
Ακόμα και στο τρυφερό κοχύλι του αυτιού σου.
Να ήταν τάχα σ’ όνειρο, ή μήπως ξύπνιος είδα
Την φτεροφόρα την Ψυχή μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια;
Ανέγνοιαστος πλανιόμουνα σε κάποιο δασοτόπι
Κι έξαφνα με θαμπώσανε δυο πλάσματα αέρινα
Που πλάι – πλάι πλάγιαζαν στη βελουδένια χλόη.
Έπλεκαν στέγη ανάερη φύλλα κι άνθια περίσσια,
Που ‘τρεμαν ως τα χάιδευε λαφριά η πνοή τ’ αγέρα
Και μες στη χλόη μουσικό ρυάκι αργοκυλούσε.
Ανάμεσα σε λούλουδα, δροσόριζα, γαλάζια,
Μισάνοιχτα, ασημόλευκα και Τυριανά μπουμπούκια,
Στο μαλακό κοιμόντουσαν, οι δυο, της χλόης κλινάρι.
Τα χέρια τους μπλεκόντουσαν και σμίγαν οι φτερούγες,
Τα χείλη τους που ξάκρισεν ο λαφροχέρης ύπνος
Μισάνοιχτα προσμένανε να σμίξουνε και πάλι
Κάτω απ’ την τρυφερή ματιά της Χρυσαυγής να δώσουν
Φιλιά περίσσια που γεννά η αυγινή αγάπη.
Το φτεροφόρο γνώριζα ξανθό αγόρι, όμως,
Ποια ήσουν συ, καλόμοιρη περιστερά, σιμά του;
Ήσουνα συ η αγνή, αληθινή Ψυχή του…
Ναπολέων Λαπαθιώτης -Η ψυχή μου
Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
– μα αν και βαδίζουμε έτσι, πάντα πλάι,
ποτέ δε με κοιτάει, δε μου μιλάει
Θαρρείς και κουβεντιάζουμε σα φίλοι,
κι όμως δε βγαίνει λέξη από τα χείλη,
βαδίζουμε σκυμμένοι και θλιμμένοι,
πάντα σαν αδελφοί, – και πάντα ξένοι…
Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
και μες στη νύχτα που μας ανταμώνει,
πάντα μαζί, – κι ωστόσο πάντα μόνοι…
Μαζί στο δρόμο, περπατάμε, Θε μου,
μα τι ζητά, δεν το ‘μαθα ποτέ μου,
κι ειν’ έτσι πάντα αμίλητη, κι αν ταίρι,
– που λέω, πολλές φορές, πως δε με ξέρει!
…Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου:
και τώρα νιώθω, μ’ ένα ρίγος τρόμου,
πως σαν έρθ’ η στιγμή να χωριστούμε,
θα χαθούμε, χωρίς να γνωριστούμε…
(Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα εκδ. Ζήτρος 2001)
Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
– μα αν και βαδίζουμε έτσι, πάντα πλάι,
ποτέ δε με κοιτάει, δε μου μιλάει
Θαρρείς και κουβεντιάζουμε σα φίλοι,
κι όμως δε βγαίνει λέξη από τα χείλη,
βαδίζουμε σκυμμένοι και θλιμμένοι,
πάντα σαν αδελφοί, – και πάντα ξένοι…
Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου,
σ’ όλο το μάκρος του μεγάλου δρόμου,
και μες στη νύχτα που μας ανταμώνει,
πάντα μαζί, – κι ωστόσο πάντα μόνοι…
Μαζί στο δρόμο, περπατάμε, Θε μου,
μα τι ζητά, δεν το ‘μαθα ποτέ μου,
κι ειν’ έτσι πάντα αμίλητη, κι αν ταίρι,
– που λέω, πολλές φορές, πως δε με ξέρει!
…Η ψυχή μου βαδίζει στο πλευρό μου:
και τώρα νιώθω, μ’ ένα ρίγος τρόμου,
πως σαν έρθ’ η στιγμή να χωριστούμε,
θα χαθούμε, χωρίς να γνωριστούμε…
(Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ποιήματα εκδ. Ζήτρος 2001)
Ο Έρως και Ψυχή που φιλοξενείται στα Μουσεία του Καπιτωλείου είναι ρωμαϊκό αντίγραφο αρχαιότερου έργου ελληνικής τέχνης του 1ου αιώνα π.Χ..
Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Η ψυχή μας στα χέρια των κερδοσκόπων
Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.
Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
κ’ οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο-
δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.
Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους, κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.
(«Το δόντι της πέτρας»)
Η ψυχή μας
καρφωμένο τομάρι στην τάβλα.
Μεγαλώσαμε όπως το δέντρο απλώνει σταθερά τους κύκλους του,
ενώ οι εμπρηστές το απειλούνε,
ταξιδέψαμε ακίνητοι
κ’ οι ρίζες μας πέσανε
σε καθαρές φλέβες, σε σάπια νερά,
ο κεραυνός πολλές φορές μας διάλεξε για καταφύγιο-
δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας
γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος,
γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο.
Η ψυχή μας
τομάρι στην τάβλα,
με καρφιά και γάντζους, κάθε μέρα
στα χέρια των κερδοσκόπων.
(«Το δόντι της πέτρας»)
Τόλης Νικηφόρου -Γυμνή ν’ ακούγεται ακέραια η ψυχή
γράφοντας υποστέλλω μία μία τις λέξεις
τα χρώματα αφαιρώ, τις μουσικές
στο χάος τον κόσμο απλώνω σαν λευκό χαρτί
ν’ ακούγεται στο τίποτα ένα σήμαντρο
ν’ ακούγεται ένα φως μες στην ομίχλη
γυμνή ν’ ακούγεται ακέραια η ψυχή
γράφοντας υποστέλλω μία μία τις λέξεις
τα χρώματα αφαιρώ, τις μουσικές
στο χάος τον κόσμο απλώνω σαν λευκό χαρτί
ν’ ακούγεται στο τίποτα ένα σήμαντρο
ν’ ακούγεται ένα φως μες στην ομίχλη
γυμνή ν’ ακούγεται ακέραια η ψυχή
L'Amour et Psyché, groupe sculpté d'Antonio Canova
Κωστής Παλαμάς - Στα βάθη της ψυχής μου
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Δὲν τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος ποῦ λάμπει γιὰ τὴ γῆ
Καὶ πέρνουν φῶς ἀπ' ἄλλη πιο καθαρὴ πηγή.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω τὰ κρυμμένα, τ' ἀθώρητα θωρῶ,
Τὸν ἄνθρωπο, τὴν πλάσι, τ' ἀστέρια, τὸν καιρό.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου κ' ἐκεῖ ποῦ δὲ μπορεῖς
Ποτέ σου νἄμπῃς − νοιώθω δυὸ μάτια ὁλημερίς.
Χεροπιαστὰ ξανοίγω τὰ πλάσματα τοῦ νοῦ
Κ' ἐπάνω μου σκυμμένους ἀγγέλους τ' οὐρανοῦ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ μαῦρα − μὴ σκιαχτῇς!
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ὁλυνυχτίς.
Καὶ χώρα ξαντικρύζω μ' ἀσύγκριτη ὠμορφιά,
Μακρυὰ ἀπ' τὴν τρικυμία κι ἀπὸ τὴ συγνεφιά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τὰ πλέον μυστικὰ
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια ἁρμονικά.
Κι ὅλο μ' ἐκεῖνα βλέπω μιὰ λύρα μαγική…
Ὠϊμέ! τὰ δάχτυλά μου δὲ φτάνουν ὡς ἐκεῖ.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, ποῦ πάθη ταπεινὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, βρίσκω δυὸ μάτια φωτεινά.
Καὶ βλέπω ἀγάλια ἀγάλια μπροστά μου νὰ περᾷ
Ὁ κόσμος τῶν ὀνείρων μὲ τὰ χρυσὰ φτερά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου δυὸ μάτια μυστικὰ
Τὰ νοιώθω ὁλανοιγμένα, χαρίσματα θεϊκά.
Διαβάζω 'ς τὸ βιβλίο τῆς φύσεως τὸ τρανὸ
Κάθε σβυστὸ ψηφίο καὶ νόημα σκοτεινό
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, 'ς τὰ βάθη τὰ ἱερά,
Ὁλανοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια λαμπερά.
Τὰ περασμένα ἐμπρός μου διαβαίνουνε ξανά,
Καὶ δέχοντ' ἄλλο σχῆμα καὶ φῶς τὰ τωρινά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τ' ἀμόλυντα γλυκὰ
Γλυκὰ ἀνοιγμένα νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Καὶ δείχνεται τὸ μέλλον ἀκόμα τὸ κρυφτὸ
Στὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου 'σὰν ἀστραπὴ κι αὐτό.
Ἐκεῖ ποῦ ἡ σκύλα ἡ Ἔγνοια δὲν πάει, δὲν ἀλυχτᾷ,
Μέσ' 'ςτὴν ψύχή μου κρύβω δυὸ μάτια ὁλανοιχτά.
Μιὰ μέρα τ' ἄλλα μάτια, ποῦ εἶνε ἀπὸ γῆ πλαστά,
Θὰ λυώσουν μέσ' 'ς τὸ μνῆμα μὲ τὸ κορμὶ κλειστά.
Στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου ποῦ πάθη κοσμικὰ
Δὲν ἔχουν τόπο, νοιώθω δυὸ μάτια μυστικά.
Αὐτὰ δὲ θὰ κλεισθοῦνε ποτέ, δὲ θὰ χαθοῦν,
Ἐλεύθερα μιὰ μέρα γοργὰ θὰ φτερωθοῦν.
Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, τὰ μάτια τὰ θεϊκά,
Ποῦ μέσα μου ἀνοιγμένα τὰ νοιώθω μυστικά,
Ψηλότερ' ἀπ' τ' ἀστέρια, 'ς τὸν ἕβδομο οὐρανό,
Θὲ ν' ἀνταμώσουν πάλι τὸ Φῶς τὸ ἀληθινό!
Κωστής Παλαμάς - Η ψυχή
Όταν θα ’ρθεί του χωρισμού η ώρα, και θα τρέξει
Όταν θα ’ρθεί του χωρισμού η ώρα, και θα τρέξει
με μια φροντίδ’ αγγελική Εκείνη να του φέξει,
πώς τρέμει μήπως άθελα στην κόρη φανερώσει
το τρυφερό του μυστικό ευδαιμονία τόση.
Σιγά τραβούν, εμπρός αυτός, και πίσω του εκείνη
φως μελιχρό στο δρόμο του όσο να φύγει χύνει·
αλλ’ η ζωή όπου σκορπά στα βράδια του η ζωή της
είναι γλυκύτερη απ’ το φως που βγάζει το κερί της.
Προτού η θύρα ν’ ανοιχθεί και βγει στα σκότη πάλι,
μια καληνύχτα να της πει γυρίζει το κεφάλι·
και με την ύστερη ματιά που επάνω της στυλώνει
θαρρεί πως βλέπει την Ψυχή, όταν δειλά σιμώνει
κει που κοιμάτ’ ο Έρως της, μ’ ένα κερί στο χέρι,
για να ιδεί τη μαγική θωριά του που δεν ξέρει…
Δεκέμβριος 1880
Δεκέμβριος 1880
L'Amour et Psyché de Reinhold Begas (1857)
Λάμπρος Πορφύρας - Δέηση για την ψυχή του Παπαδιαμάντη
Χριστέ μου, δόστου τὴ χαρά, τὴ μόνη ποὺ μποροῦσε
νὰ σοῦ ζητήση ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικὰ ἡ ψυχή του.
κάνε τὸ θάμμα κι ἄσε τὸν νὰ ζήση ὅπως ἐζοῦσε
σὲ μία μεριὰ πού, τάχατες, νὰ μοιάζη τὸ νησί του.
Νάναι τὰ βράχια στὸ γκρεμὸ βαθιὰ κουφαλιασμένα,
νἄχη σωριάσει ἡ θάλασσα στὴν ἀμμουδιὰ τὰ φύκια,
κι ἀράδα-ἀράδα στὸ γιαλὸ δεμένα, ἀποσταμένα,
νὰ σιγοτρίζουν τὰ φτωχὰ σκιαθίτικα καΐκια.
Νἄναι οἱ νησιώτισσες οἱ γριές, κ’ οἱ νιές, οἱ πεθαμένες
αὐτὲς ποὺ τὶς θλιμμένες τους μας ἔλεγε ἱστορίες –
νὰ γνέθουν τὸ λινάρι οἱ γριὲς στὴν πόρτα καθισμένες,
καὶ δίπλα στὰ παράθυρα ν’ ἀνθίζουν οἱ γαζίες.
Κ’ ὕστερα ἀκόμα νἄναι ἐλιές, καὶ νἄναι κυπαρίσσια,
σκυμμένα νάναι καὶ τὸ φῶς τ’ ἀχνὸ νὰ προσκυνᾶνε,
νὰ τόνε περιμένουνε στὸν κάμπο τὰ ξωκκλήσια
Καὶ τὴν καμπάνα τους μακρυὰ οἱ ἀγγέλοι νὰ χτυπᾶνε.
Δόστου, Χριστέ μου, τὴ στερνὴ χαρὰ νὰ ἰδῆ καὶ πάλι
τὴ γνώριμή του τὴ ζωὴ κοντὰ στ’ ἀκροθαλάσσι !
Ἄχ, ἔτσι ἀθῴα, κ’ ἔτσι ἁπλὰ κι ἁγνὰ τὴν εἶχε ψάλει,
ποῦ τῆς ἀξίζει ἐκεῖ ψηλὰ μαζὶ μ’ αὐτὸν ν’ ἁγιάσει.
Είπε:
ψηφίζω το γαλάζιο.
Εγώ το κόκκινο.
Κ’ εγώ.
Το σώμα σου ωραίο.
Το σώμα σου απέραντο
Χάθηκα στο απέραντο.
Διαστολή της νύχτας.
Διαστολή του σώματος.
Συστολή της ψυχής.
Όσο απομακρύνεσαι
σε πλησιάζω....
.................................
Γιώργος Σαραντάρης -Ψυχή
Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
περιπαίζεις την ύπαρξη
Οι αγάπες του χρόνου
συχνάζουν τα τοπία σου
τρέμεις στα φύλλα του είναι
γεμίζεις το σύμπαν
δεν ξέρεις φυγή
ποθείς ταξίδια
Στις πλάτες σου φτερουγίζει ο κόσμος
φως σε λούζει ο ήλιος.
Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης
περιπαίζεις την ύπαρξη
Οι αγάπες του χρόνου
συχνάζουν τα τοπία σου
τρέμεις στα φύλλα του είναι
γεμίζεις το σύμπαν
δεν ξέρεις φυγή
ποθείς ταξίδια
Στις πλάτες σου φτερουγίζει ο κόσμος
φως σε λούζει ο ήλιος.
Μίλτος Σαχτούρης - Κάτι επικίνδυνα
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
χάος
είν’ η ψυχή μου
που έκοψε με τα δόντια του
ο Θεός
άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
τα δείχνουν
τα πουλάνε
τ’ αγοράζουν
εγώ δεν τα πουλώ
οι άνθρωποι
τα κοιτάζουν
με ρωτάνε
άλλοι γελάνε
άλλοι προσπερνάνε
εγώ δεν τα πουλώ
εγώ δεν τα πουλώ
Γ. Σεφέρης -Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας…
« Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;
Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.
Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.»
(Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα Η’)
« Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;
Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.
Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.»
(Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα Η’)
Γ. Σεφέρης -Αργοναύτες
«Και η ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.»
«Και η ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.»
Γ.Σεφέρης
«… Δε θέλω τιποτ’ άλλο παρά να μιλήσω απλά
Να μου δοθεί τούτη η χάρη
Γιατί και τη γλώσσα τη φορτώσαμε τόσο πολύ
Που φαγώθηκε απ’ τα μαλάματα το πρόσωπό της…
Ξκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
Γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά…»
«… Δε θέλω τιποτ’ άλλο παρά να μιλήσω απλά
Να μου δοθεί τούτη η χάρη
Γιατί και τη γλώσσα τη φορτώσαμε τόσο πολύ
Που φαγώθηκε απ’ τα μαλάματα το πρόσωπό της…
Ξκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια
Γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά…»
Giulio Romano - Cupid and Psyche
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ - Η ψυχή του νησιού
Η σκηνή από το αφήγημα Το σπίτι μου (1965) της Μέλπως Αξιώτη διαδραματίζεται στο μεταίχμιο μιας εποχής. Η παλιά Μύκονος χάνεται μαζί με τους ηλικιωμένους κατοίκους της το νησί αλλάζει φυσιογνωμία, συγκεντρώνει τουρίστες, και οι νέοι του εναρμονίζονται με τις μοντέρνες υλικές αντιλήψεις. Τρία πρόσωπα είναι παρόντα στον «παράλυτο» διάλογο στο απόσπασμα που ακολουθεί: δύο ντόπιοι (ο Γιώργης, ο γέρος) και ο μηχανικός, ο οποίος, αν και Aθηναίος κατασκευαστής οικοδομών, συναισθάνεται την αγωνία των κατοίκων για το νησί τους.
Επήρε να νυχτώνει πια για τα καλά, και τότε στου Γιώργη το σπίτι εμπήκε ο γέρος. Είπανε λοιπόν τα καλησπερίσματα, ο γέρος ήξερε πού είναι η θέση η δική του για να πάει να καθίσει κι εκάθισε. Άσχετο τώρα αν ο τυφλός δεν μπορούσε να το δει, μα με τα χρόνια το μάτι του γέρου είχε στρογγυλέψει και το χρώμα θαρρείς πως εσκούρυνε, ενώ μέσα στο σαλότο όλα, όλα, είναι όπως ανέκαθεν ήτανε και το φως χαμηλό. Το λόγο έχει ο συγκολλητής. Oλοφάνερο είναι πως συνεχίζει μόνο για το μηχανικό την αρχισμένη κουβέντα. O γέρος όμως απαντά. O μηχανικός σκέφτεται. Κι ο διάλογος είναι παράλυτος.
«Όπως λοιπόν σας έλεγα ότι πολλοί με περιμένουν να πεθάνω στην τρύπα μου, βλέπετε όμως! Αργώ».
«Μα δεν έχει δα την ανάγκη σου ο ξένος για να ποθάνεις, ετούτα δεν του χρειάζονται τα πατικωμένα σπίτια μες στη Σκάρπα, που να τα τρώει η θάλασσα μες στις γρασίες. Εκείνος μάτια μου χτίζει τώρα στο μεϊντάνι, πάνω στην άμμο του γιαλού! Κι αμέ να δεις το θάμασμα, οπού σαν θ' αγοράσει ο ξένος τη γης, εκειδά γύρω ο τόπος μονομιάς ακριβαίνει!»
«Σύμφωνα με τη λογική –συλλογίζεται ο μηχανικός– ο κόσμος αυτός πρέπει να είναι πεθαμένος, σύμφωνα όμως με ό,τι βλέπεις, είναι βέβαιο ότι ζει».
«Τα έχομε όλα έτοιμα στο μπαούλο και τις κόφες, όπως γίνεται σε νοσοκομείο, που μαζεύουν κάθε μέρα τα κρεβάτια και τυλίγουν σεντόνια».
«Αμέ! Άλλη φορά ο ξενιτεμένος στέκονταν στα πανιά πότε νά 'ρθει η ώρα να γυρίσει στο σπιτικό του, και τώρα σου βαστά τα πράματα δεμένα για να βγει όξω απ' το σπίτι του».
«Κανείς δε θα χρειάζεται, κανένας πια δε θα 'ναι από τούτους. Άλλοι θα κατοικούν εδώ· όπως εγώ. Δε με χρειάζονται πια στο Μουσείο».
«Τώρα για το Μουσείο εφέρανε ένα φύλακα με τα στρατιωτικά. Τη στολή».
«Το βέβαιο είναι πως έρχονται απ' την Αμερική οι ομογενείς, βλέπουν το μέρος που γεννήθηκαν, το βρίσκουν πράγματι πολύ μοδέρνο, θαυμάζουν. Μα τι να γίνει όμως, τι να γίνει!».
«Αμέ! Όσα δεν κάμει ο καιρός τ' αποτελεύει ο άνθρωπος».
«Η ψυχή του νησιού –συλλογίζεται ο μηχανικός– πάει και τρυπώνει σ' ένα χώρο όλο και πιο συμπιεσμένο, που συνεχώς τον φοβερίζουν πως θα τον σκοτώσουν, αυτός όμως διατηρεί τη συμφωνία ανάμεσα στον κάτοικο και την πόλη».
«Και σκέπτομαι κάτι πράγματα… Σε λίγο λέω πως δε θα υπάρχει ούτε ένα παιδί μας να ξέρει το σπίτι όπου έζησε εδώ ένας ποιητής… ο Γιάννης ο Γρυπάρης».
«Δε λες που δε θα ξέρουνε τα παιδιά μηδέ το γάιδαρο! Έχουνε τώρα φερμένα τα μηχανικά».
«Και συλλογίζομαι πώς να γίνει, μα πώς να γίνει…»
Εδώ τον κόβει ο γέρος.
«Καλέ πλουτύνανε οι άνθρωποι, αλλάξανε τη φύση τωνε. Τώρα γινήκανε στεριανοί. Στον καιρό μου ο κόσμος ήτανε εδώ θαλασσινός, μες στην αρμύρα μέχρι το λαιμό του! Oπού γινήκανε στεριανοί, ξενοδόχοι, πλήθος οι ξενοδόχοι, υπερετούνε τον ξένο βλέπεις, έχουν και τη μπουτίκα, υπερετούνε και μέσα κει. Ετούτη η μπουτίκα είναι ακόμα το σπίτι σου, μα δεν είναι το σπίτι σου, είναι προορισμένη στην πούληση. Θέλει ο ξένος να πάρει την καρέκλα σου οπού κάθεσαι; εξάπαντος θα τηνε πάρει· θέλει το πιατικό σου, ορίστε το πιατικό σου. Έχει, έχει πράμα μπόλικο, και σαν θα τελειώσει, θα 'ρθει άλλο πράμα, κι όλα, όλα πουλιούνται, όλα, όλα».
«Η Ευρώπη υποταγμένη –θυμήθηκε ο μηχανικός που το είχε διαβάσει για τον Καναδά– από αιώνα σε αιώνα, σε μεταναστεύσεις, σε αποδημίες, σε κύματα περιηγητών, χρωστά μια κάποια επιδεξιότητα σ' αυτές τις συναναστροφές. Το Κεμπέκ, που ζούσε κατά τα τελευταία χρόνια κάτω απ' τη ματιά του Θεού, ανακαλύπτει ξαφνικά πως βρίσκεται κάτω απ' το βλέμμα του ξένου».
Μ. Αξιώτη, Άπαντα, τόμ. 8, Κέδρος
Εύα Μαζοκοπάκη - Δάκρυα ψυχής
Η Ρόη άπλωσε τα κοκκαλιάρικα χέρια της ακόμα μία φορά στους ανθρώπους που περνούσαν μπροστά της, φορτωμένοι σακούλες με δώρα. “Χρόνια σας πολλά. Μισό ευρώ για ένα κουλούρι ” είπε… ξεψυχισμένα.
Μα όλοι οι περαστικοί ,σήμερα, ήταν υπερβολικά βιαστικοί. Έκανε εξάλλου κρύο ανυπόφορο, ο δρόμος είχε μουλιάσει από την ατελείωτη σε ώρες βροχή ,η σκοτεινιά των σκεπών δημιουργούσε ένα μουντό γκρίζο νέφος πάνω από την πόλη που είχε υπογεγραμμένη σφραγίδα ως η “νύμφη του Θερμαικού” , τα φώτα των στολισμένων καταστημάτων, αντιφέγγιζαν περίεργα χρώματα στον ορίζοντα της μεγαλούπολης, οι δρόμοι ασφυκτιούσαν από τα αναρίθμητα αυτοκίνητα,τα πεζοδρόμια πνιγμένα με βιαστικούς περαστικούς και ανοιγμένες πολύχρωμες ομπρέλες όλων των διαστάσεων και δυστυχώς κανείς δεν πρόσεχε ..το λιπόσαρκο δωδεκάχρονο κορίτσι που στεκόταν στη γωνία των δύο μεγάλων εμπορικών δρόμων της συμπρωτεύουσας, ζητιανεύοντας λίγα κέρματα.
Από το πρωί στημένο στην ίδια γωνία και δεν είχε εξασφαλίσει ούτε μισό ευρώ για ένα κουλούρι. Το στομάχι της πονούσε ανυπόφορα, το τεράστιο παλτό που κάλυπτε το κορμί της- ό,τι της είχε απομείνει από την αγκαλιά της μάνας της που χάθηκε εδώ και σαράντα μέρες- έμπαζε λόγω μεγέθους ,από παντού και τα πάνινα ξεθωριασμένα της παπούτσια,με φαγωμένες τις σόλες τους και τρύπες μικρές ή μεγαλύτερες σε άπειρα σημεία, είχαν νοτίσει πλήρως από την ραγδαία και διαρκή βροχή. Ένα υποτυπώδες κασκόλ- πλεγμένο κι αυτό από τα χέρια της μάνας της κάποτε- τότε που η μάνα ήταν ακόμα υγιής και δεν την είχε καταβάλει η αρρώστια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας που της παραμόρφωσε τα άκρα, ευτυχώς όχι όμως την ψυχή- και μιά νάυλον σακούλα περασμένη ,σαν σκουφί, γύρω από το κεφάλι της ,ήταν η μοναδική προστασία της Ρόης, απέναντι στην κακή διάθεση του καιρού σήμερα.
Μα οι καιρικές συνθήκες δεν την ενοχλούσαν- μαθημένη στις αναποδιές της ζωής, η Ρόη είχε κάνει διατριβή παίρνοντάς επάξια άριστα-το στομάχι της, λόγω αφόρητης πείνας την παίδευε και κυρίως η τσακισμένη της ψυχή που κουβαλούσε θάνατο και μοναξιά, μοναξιά και θάνατο.
Μια μάνα γνώρισε όλη κι όλη, πατέρας δεν υπήρξε ποτέ στη ζωή της- μονογονεική ,βλέπεις, οικογένεια-και την έχασε κι αυτήν. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μάνας της ,ο πατέρας της είχε άλλη οικογένεια ήδη και δεν την αναγνώρισε ποτέ. Έτσι το επίθετο “Ευσταθίου” που της ανήκε δεν της κατοχυρώθηκε ως αναγνώριση ταυτότητας. Ο Χρήστος Ευσταθίου δεν δηλώθηκε ποτέ ως πατέρας της. Πήρε το επίθετο ” Λάμπρου” της ταλαίπωρης μάνας της. Η Ρόη πάντα ειρωνευόταν το επίθετο της.” Λάμπρου ..επίθετο για ευτυχείς..όχι για απόκληρους ζωής ” σκεφτόταν μα..δεν το ξεστόμισε ποτέ, όσο ζούσε η μάνα της.Εδώ και σαράντα μέρες όμως …μπορούσε να το σκέφτεται …και…να το υπογράφει με την ψυχή της.
“Ακόμα και το επίθετο μου με..ειρωνεύεται” σκεφτόταν .
Είχε βραδιάσει για τα καλά. Μα η Ρόη περίμενε ενα θαύμα. Κάποιον να της αφήσει λίγα κέρματα μόνο για ένα.. κουλούρι. Της ήταν αρκετό. Μα η επιθυμία της ,δεν έγινε πράξη. Τα μαγαζιά έκλεισαν ,οι διαβάτες εξαφανίστηκαν για την θαλπωρή της οικογενειακής τους εστίας και η Ρόη δεν είχε στα χέρια της το πολυπόθητο κέρμα. Η βροχή δυνάμωνε ακόμα περισσότερο και η ίδια όφειλε να πάρει το δρόμο της επιστροφής. Τρία χιλιόμετρα περίπου απείχε το σπίτι της. Ποιό σπίτι δηλαδή,.. ό,τι είχε απομείνει από αυτό!
Η μικρή έσυρε τα βήματα της, έτοιμη να λιποθυμήσει από την πείνα και διήνυσε το πρώτο χιλιόμετρο. Δεν μπορούσε να περπατήσει παραπέρα. Μια έντονη τάση λιποθυμίας την κυρίευσε και σταμάτησε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε μπροστά της μήπως και συνέλθει.Η πρώτη σκέψη που χαράχτηκε στο νου της ήταν το οξύμωρο του ονοματεπωνύμου της με την πραγματικότητα.
” Επίθετο και όνομα ..αντιστρόφως ανάλογα της ζωής μου. Λάμπρου Ρόη. Λάμπρου για..τη σκοτεινιά μου….Τέλεια! Και…Ρόη από το Καλλιρόη.. Ρόη από το.. Δακρυρόη
0-1. Κέρδισε το δεύτερο ” ειρωνεύτηκε ξανά την κατάσταση της και βούρκωσε.
Η βροχή συνέχιζε να τη χτυπά αλύπητα στο πρόσωπο, στο σώμα, στην ίδια της την ψυχή. Και τα δάκρυα της Ρόης, ενώθηκαν με τη βροχή και η μουσκεμένη αδύνατη σιλουέτα, θύμιζε αερικό που ξεφύτρωσε από τα βάθη μιας αδιάκοπης, σε υγρό, δεξαμενής.
Η Ρόη κοίταξε τον ουρανό με ικεσία. ” Γιατί θεούλη μου ; Λίγο ψωμί ζήτησα! ” παραπονέθηκε φωναχτά. Μα μάλλον είχε σφραγίσει και ο ίδιος ο ουρανός τα ρολά του και άκουγε μόνο τη ροή της βροχής και όχι …τον μονόλογο της απελπισίας του κοριτσιού.
Λίγα λεπτά αργότερα το κορίτσι κίνησε για τη μοναξιά του φτωχόσπιτου της..
Είχε πλέον νυχτώσει για τα καλά. Ο φωτισμός δεν ήταν επαρκής μέχρι το ερειπωμένο της σπίτι και τα σημεία από τα οποία περνούσε ήταν συνήθως ολοσκότεινα. Ειδικά σήμερα που έπεφτε και ανελέητη βροχή, το τοπίο τριγύρω γινόταν περισσότερο βλοσυρό. Η μικρή Ρόη όμως ήταν συνηθισμένη στα σκοτάδια και στις δυσκολίες και είχε τόσα χρόνια εξοικειωθεί πια με τον φόβο, τη μοναξιά ,τις δυσκολίες. Μόνο που σήμερα τα μάτια της ήταν θαμπωμένα.. από τα πολλά δάκρυα που τους ράγισαν την όραση και δεν εστίαζε καλά μέσα στο σκοτάδι.
Σήμερα η πίκρα.. είχε δηλητηριάσει τη γεύση της προσμονής, η ακοή.. είχε λαβωθει από την απώλεια μιας όμορφης κουβέντας και η αφή…αυτή κι αν ήταν μέρες τώρα.. ακρωτηριασμένη από την ανύπαρκτη αίσθηση της αγκαλιάς. Ειδικά σήμερα είχε τραυματιστεί, μάλλον, θανάσιμα και η έκτη αίσθηση η εσωτερική διαίσθηση που ,πάντα, προστάτευε το κορίτσι από τον κίνδυνο..
Ετοιμάστηκε να περάσει το δρόμο. Σε λίγο θα έφτανε στο σπίτι της.
“Τουλάχιστον πλησιάζω. Θα ξαπλώσω στο κρεβάτι της μάνας μου να μην είμαι μόνη.Θα τυλίξω την κουβέρτα της γύρω μου και θα νιώσω τη μυρωδιά της. Ίσως αύριο βρω κάτι για φαγητό. Θα περάσω κι από την εκκλησία. Ίσως γιορτάζει πάλι κάποιος Άγιος και …υπάρχει άρτος! Τί καλά που υπάρχουν τόσοι πολλοί Άγιοι στην εκκλησία μας ” σκέφτηκε και αναθάρρησε η πονεμένη της καρδούλα. Χαμογέλασε ασυναίσθητα στον εαυτό της και κατέβηκε από το πεζοδρόμιο.
“Αύριο όλα θα είναι καλύτερα” μονολόγησε και άρχισε να διασχίζει το δρόμο.
Μα μάλλον ήταν.. τόσο διαλυμένη από την κούραση ή…εξουθενωμένη από την υγρασία της βροχής ή.. απορροφημένη από τις σκέψεις της ή.. πελαγωμένη στη σφοδρότητα της μοναξιάς της ή ..κουρασμένη από την ειρωνεία της ζωής της … και δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ερχόταν καταπάνω της. Τα φρένα του αυτοκινήτου στρίγγλισαν σε μια απέλπιδα προσπάθεια του οδηγού να αποφύγει τον διαβάτη που ξαφνικά βρέθηκε στην πορεία του.
“Μα… τί στο καλό! Μόνη της στο δρόμο τέτοια ώρα στα σκοτάδια ; Δεν έχει γονείς;” ξεδίπλωσε φωναχτά τις σκέψεις του ο οδηγός ,στην οικογένεια του,που γέμιζε με τις χαρούμενες φωνές της, το αυτοκίνητο.
Ένα δυνατό μπαμ και ένα σώμα μπροστά στους τροχούς.
Ο οδηγός έντρομος ακούμπησε το άψυχο σώμα.Έπιασε το κοκκαλιάρικο χέρι και εστίασε στη χρυσή παιδική ταυτότητα που στόλιζε το δεξί του χέρι.
” Καλλιρρόη Λάμπρου “..διάβασε και ..
Ένα απελπισμένο ” Γιατί; ” βγήκε από τα χείλη του και του έκλεψε μια για πάντα την συνείδηση.
Η Ρόη κείτονταν νεκρή με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη.
Ίσως σε εκείνον τον κόσμο που… μεταφέρθηκε η Ρόη ετυμολογείται από το.. Καλλιρρόη….ίσως..εκεί η ροή των χαμόγελων είναι διαρκής, η ροή των ελπίδων αιώνια και η ροή της ομορφιάς, ανεξάντλητη.
Ο δράστης όμως έχασε για πάντα το χαμόγελο του. Έτσι τον ξεπλήρωσε η νέμεση της ζωής.
Σε εκείνον πια το όνομα ..” Χρήστος Ευσταθίου” που υπέγραφε η δική του γήινη ταυτότητα ..ήταν πλέον μέγγενη κόλασης!!
Η Καλλιρρόη Λάμπρου ήταν ήδη ένα ..λαμπρό αστέρι στον παράδεισο του ουρανού .Και εκείνος ένα σκοτεινό ον σε μια κόλαση γης!
Οξύμωρη αντίληψη θείας δίκης!!
ΤΕΛΟΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΜΙΑ ΨΥΧΗ
«Τὴν ἀποφάσισ᾽ ὁ γιατρός», μοῦ εἶπε μετὰ σκληρᾶς ἀναλγησίας, θλιβερωτέρας παντὸς ψυχικοῦ σπαραγμοῦ, ὁ δεκαεξαέτης ἔφηβος.
Ἦτο περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνὸς Μαΐου τοῦ ἔτους 188… Ὁ ἥλιος ἔκαιεν ἤδη ὑπερβολικὰ καὶ τὴν τετάρτην μετὰ μεσημβρίαν ἐξῆλθον νὰ ζητήσω ὀλίγην δρόσον ὑπὸ τὴν γιγαντιαίαν λεύκην, τὴν σκιάζουσαν μέρος τῆς στενῆς πλατείας. Ἐκεῖθεν εἶχα ἰδεῖ διαβαίνοντα τὸν Μῆτσον καὶ τὸν ἐφώναξα.
Ὅταν ἦλθεν ἐγγύτερον πρὸς ἐμέ, δι᾽ ἀφώνου βλέμματος τὸν ἠρώτησα τί νεώτερα περὶ τῆς ἀσθενοῦς. Καὶ μοῦ ἔδωκε τὴν ἀνωτέρω παρατεθεῖσαν ἀπάντησιν.
Ἐγὼ δ᾽ ἐπανέλαβον ὑποψιθυρίζων πρὸς ἐμαυτόν, ὡς νὰ ἦσαν ἀκατάληπτοι δι᾽ ἐμὲ αἱ λέξεις ἐκεῖναι: «Τὴν ἀποφάσισ᾽ ὁ γιατρός!»
Καὶ μετὰ μίαν στιγμὴν ἀπήντησα, ποιήσας ἀκουσίως δεκαπεντασύλλαβον:
― Τοῦ ἔχω χάρη τοῦ γιατροῦ, παιδί μου, νὰ γιατρεύῃ…
Καὶ ἤρχισα ν᾽ ἀνακυκλῶ ἐν τῷ νῷ ἀπαισίας σκέψεις περὶ τῶν ἰατρῶν καὶ τῆς ἰατρικῆς. Ἀκουσίως δὲ ἐνθυμούμην τὴν χυδαίαν ἀκυρολεξίαν γυναίων τινῶν τοῦ ἀθηναϊκοῦ ὄχλου: «Ἡ δεῖνα κυρία, ἡ κουμπάρα, εἶναι ἄρρωστη μὲ δυὸ γιατρούς, μὲ τρεῖς γιατρούς», τὸ ὁποῖον εἶναι ὡς νὰ ἔλεγαν: «Τὸν δεῖνα, ὁποὺ ἀπέθανεν, τὸν ἔθαψαν μὲ πέντε παπάδες, μὲ δυὸ δεσποτάδες».
Εἶτα πάλιν οἱ λογισμοί μου ἐπανήρχοντο εἰς τὴν οἰκογένειαν αὐτήν, τὴν πάμπτωχον, τὴν ὀρφανήν, μὲ τοὺς δύο υἱοὺς τοὺς προσομοίους μὲ τοὺς υἱοὺς πολλῶν ἄλλων οἴκων τῆς μεσαίας τάξεως ἐν Ἀθήναις· οὔτε γράμματα δυνηθέντας νὰ μάθουν ἀρκετά, οὔτε πρὸς χειρωναξίαν ἱκανούς, οὔτε πρὸς ἐμπορίαν ἐπιτηδείους· καὶ ᾤκτειρα, ᾤκτειρα τὴν πτωχὴν χήραν μητέρα, τὴν νέαν ἀκόμη, ἥτις ἕως τώρα ὡς μόνην παρηγορίαν εἶχεν αὐτὸ τὸ ἄμοιρον κοράσιον, αὐτὴν τὴν δεκατετραετῆ παιδίσκην. Ἦτο ὡραῖον, ἔξυπνον, μὲ λεπτοτάτους χαρακτῆρας, μὲ τὴν μακρὰν κόμην καστανήν, μὲ τὴν ποδιὰν πάλλευκον, μὲ τὸ ἀνάστημα ἀνεπτυγμένον ἤδη. Ἦτο φιλομαθὴς καὶ φιλεργὸς παιδίσκη, κ᾽ ἐπρώτευεν εἰς τὰ χειροτεχνήματα, εἰς ὅλην τὴν «Ἑταιρείαν», ὅπου ἐφοίτα. Ἦτο φαιδρὰ καὶ καλόγνωμη καὶ πάντοτε ἐμειδία καὶ ποτὲ δὲν παρήκουσεν εἰς τὸ θέλημα τῆς μητρός της ἢ τῆς μάμμης της· καὶ τώρα… τὴν ἀποφάσισ᾽ ὁ γιατρός!
Ἐκ τῆς πρωίμου νεανικῆς ἀπαθείας, μὲ τὴν ὁποίαν μοῦ τὸ ἀνήγγελλεν ὁ Μῆτσος, ἠδύνατό τις νὰ συμπεράνῃ περὶ τοῦ βαθμοῦ τῆς φιλοστοργίας ἣν ἔτρεφε πρὸς τὴν ἀδελφήν του… ἢ μᾶλλον πρὸς τὴν μητέρα του.
Ἄλλοτε ἔλεγον: Τὴν ἐσημάδεψ᾽ ὁ Χάρος· τώρα λέγουν: Τὴν ἀποφάσισ᾽ ὁ γιατρός!
* * *
Ἦτο περὶ τὰ τέλη Μαΐου. Τὴν ἕκτην ὥραν τῆς ἑσπέρας ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Κοιμητήριον, τὸ Α´ τῆς πόλεως.
Ὀλίγοι ἦσαν προπομποί. Ὁ πρὸς μητρὸς θεῖος τῆς κόρης, ὁ μόνος ἀληθὴς προστάτης τῆς οἰκογενείας, ἠγεῖτο τῆς πομπῆς.
Πένθιμος ἦτο ὁ στέφανος τῶν λευκανθέμων, στέφανος γάμου καὶ θανάτου· βαυκαλητικὴ ἦτο ἡ ψαλμῳδία τοῦ ἱερέως· λικνιστικὴ καὶ τοῦ φερέτρου ἡ κυματοειδὴς κίνησις.
Κοιμήσου, λευκὸν πλάσμα! Τίς δύναται νὰ σ᾽ ἐξυπνίσῃ ἀπὸ τὸν ὕπνον σου αὐτόν; Ἐπίστρεψον, ψυχή μου, εἰς τὴν ἀνάπαυσίν σου.
Ἡ μήτηρ δὲν συνώδευεν, εἶχε μείνει οἴκοι, κατὰ τὴν νεωτέραν συνήθειαν. Συνώδευον μόνον ὁ Τάσος καὶ ὁ Μῆτσος, οἱ δύο ἀδελφοί. Ἠκολούθει ἐφ᾽ ἁμάξης καὶ ἡ γραῖα, ὑψηλή, ὑπερεβδομηκοντοῦτις, ἠκολούθει καὶ ὁ ὀγδοηκοντούτης πάππος τῆς μικρᾶς.
Παρὰ τὸν τάφον ὁ θεῖος ἔκλαυσε καὶ ἔβαλε σπαρακτικὰς κραυγὰς μετὰ λυγμῶν. Ἡ γραῖα ἐσπόγγιζε καὶ αὐτὴ τοὺς στειρευμένους ὀφθαλμούς της.
Ἐφώναξε τὴν ἐγγόνην της νὰ ἐγερθῇ ἀπὸ τὸν τάφον, νὰ μεγαλώσῃ. Αὐτὴ ἤλπιζε ν᾽ ἀξιωθῇ νὰ τὴν ὑπανδρεύσῃ. Εἶχεν ὄρεξιν, μὲ ὅλα τὰ γηρατεῖα, νὰ χορεύσῃ εἰς τὸν γάμον της. «Καὶ τώρα τί εἶν᾽ αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔκαμες;»
Ποιὸς θὰ τῆς ἐμβελονιάσῃ τώρα τὴν κλωστή της; Ποιὸς θὰ τῆς ἀνάψῃ φωτιά; «Καὶ ποιὰ θὰ χτενίζῃ, ποιᾶς τὰ μαλλιὰ θὰ πλέκῃ κάθε πρωὶ ἡ μητερούλα σου; Αὐτὰ καρτεροῦσα ἐγώ, Ἀγγελικούλα μου;»
Τί νὰ τὸ κάμῃ αὐτὴ τώρα τὸ καλαθάκι τῆς νεκρᾶς, τὸ μικρό; Καὶ ποιὰ θὰ ἐξυπνᾷ τώρα πρωὶ-πρωί, τὰ χαράματα; Ποιὰ θὰ τῆς ψήνῃ τὸν καφέ; Καὶ ποιὰ θὰ βάζῃ ἕνα αὐγὸ καὶ δυὸ κουλούρια μὲς στὸ καλαθάκι γιὰ νὰ πηγαίνῃ στὸ σχολεῖο; «Καὶ πῶς θὰ περνῶ ἐγὼ τώρα τὸν καιρό μου; Ποιὸς θὰ μοῦ κρατῇ συντροφιά, τῆς γερόντισσας; Καὶ ὅσα χρόνια ἔχω νὰ ζήσω, πῶς θὰ τὰ περάσω; Ἄχ! Ἀγγελικούλα μου! αὐτὰ ἤλπιζα ἐγώ;»
«Δὲν ἔπαιρνε ἐμένα ν᾽ ἀφήσῃ σένα!» ἐμορμύρισε καὶ ὁ γέρος, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει προχθὲς ἀπὸ τὸ ὀφθαλμιατρεῖον. Εἶχεν ὑποστῆ ἐγχείρησιν εἰς τὸν ὀφθαλμόν, διὰ ν᾽ ἀνακτήσῃ τὸ φῶς του καὶ βλέπῃ καλὰ νὰ εὕρῃ τὸν δρόμον διὰ τὸν ἄλλον κόσμον.
Καὶ τὴν κατεβίβασαν εἰς τὸν τάφον.
Κατὰ τὴν σπαρακτικὴν ἐκείνην στιγμήν, ἱστάμενος ἐξ ἀνατολῶν, ἔβλεπα ἀντικρὺ τὴν κεφαλήν της. Τὴν μακροτάτην καστανὴν κόμην της τὴν εἶχον κόψει. Τὸ πρόσωπόν της πελιδνόν, ἰόχρουν, μὲ δύο κύκλους γύρω μέλανας. Τὸ βλέφαρον τοῦ δεξιοῦ ὀφθαλμοῦ της δὲν ἦτο καλὰ προσηρμοσμένον· εἶδα τὸ λευκὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ ἀλαμπές, στυγνόν, ἀπαίσιον. Τὸ στόμα της ἀνοικτόν. Εἰς τὴν κίνησιν τῆς ὑψώσεως τῆς σοροῦ πρῶτον, εἶτα τῆς καταβιβάσεως αὐτῆς, μοῦ ἐφάνη τὸ μικρὸν ἐκεῖνο παρθενικὸν στόμα, τὸ ὁποῖον ἀπὸ τῆς νηπιακῆς ἡλικίας της μοῦ ἦτο γνωστόν, μοῦ ἐφάνη ὅτι ἄφηνεν ἄρρητον στεναγμόν, καὶ ἡ θέσις τῆς κεφαλῆς ἦτο ὡς ὀνειρευομένου ἐν ἐκστάσει. Ὁποία ριγηλή, μυστηριώδης, ἄφατος ἐντύπωσις! Πτωχὴ Ἀγγελικούλα!
* * *
Ὁ τετράγωνος θαλαμίσκος εἶχε τὰ παράθυρα ἀνοικτά! Εἶχον ἀφαιρέσει τὰ παραπετάσματα, ἄφησαν μόνα τὰ ἔπιπλα, μίαν τράπεζαν, τρία καθίσματα, μικρὸν ἀνάκλιντρον, καὶ τὴν κλίνην· τὴν κλίνην ἐφ᾽ ἧς εἶχεν ἐκπνεύσει ἡ Ἀγγελικούλα.
Μετεκόμισαν ἐκεῖθεν τὴν στρωμνὴν καὶ τὰ σκεπάσματα. Τὰς σανίδας τὰς ἐσκέπασαν δι᾽ ἁπλῆς λευκῆς σινδόνος. Πρὸς τὸν βόρειον τοῖχον, εἰς ἣν θέσιν ἦτο τὸ προσκέφαλον, ἡ κυρία Εὐφροσύνη, ἡ μήτηρ τῆς Ἀγγελικούλας, ἔθεσε μέγα ποτήριον μὲ ὕδωρ καὶ ἔλαιον καὶ ἤναψε τὴν θρυαλλίδα. Ἦτο τοῦτο ἡ κανδήλα, ἡ προσφερομένη εἰς τὴν μνήμην τῆς νεκρᾶς, καὶ σχετιζομένη ἄλλως μὲ τὴν κοινὴν δοξασίαν, καθ᾽ ἣν ἡ φυγοῦσα ψυχή, τρυφερὰ νοσταλγός, ἀρέσκεται νὰ φοιτᾷ εἰς τὰ μέρη, τὰ ὁποῖα ἔφυγε. Τότε, ἐὰν διψάσῃ, θὰ εὕρῃ νὰ πίῃ. Τεσσαράκοντα ἡμέρας διαρκεῖ ἡ περιπλάνησις αὕτη τῆς ψυχῆς, ὁδηγουμένης ὑπὸ τοῦ φύλακος ἀγγέλου· τεσσαράκοντα ἡμέρας ἔμελλε νὰ καίῃ ἐκεῖ ἀκοίμητος καὶ ἡ ἐπιμνημόσυνος κανδήλα.
Ὁ ἄγγελος, ὡς λέγουν, τῆς ὑστάτης
πορείας ξεναγός, ἐπαναφέρει
τὴν φεύγουσαν ψυχὴν εἰς τὰ γνωστά της
καὶ εἰς τὰ προσφιλῆ τῆς μνήμης μέρη…
Ἀπηύδησα νὰ κυλινδῶ μοιραίως
τοῦ βίου μου τὸ ἄχθος πρὸς τὸ μνῆμα,
κατάδικος, ὡς ἡ ψυχὴ φονέως
ἡ σύρουσ᾽ ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ τὸ θῦμα.
Ποία σκληρὰ τὴν θύραν μου χεὶρ κρούει;
Ὀστῶν ὡς θραυομένων εἶν᾽ ὁ κρότος·
τοιοῦτον κρότον πῶς τὸ οὖς ἀκούει;
Τοιοῦτον πῶς τὸ ὄμμα πλήττει σκότος;
Τὰ ἔτη μου ἀπώλεσα εἰς μάτην·
παρεῖδον τὴν στιγμήν μου τὴν ὑστάτην·
εἰς μάτην τὰς φαιδράς, τὰς γλυκυτέρας
ἠρίθμησα τοῦ βίου μου ἡμέρας…
«Καὶ ἂν μαζί σου ὑπερβῶ τὰ νέφη,
κ᾽ εἰς τοῦ Θεοῦ ἡ χείρ σου ἂν μὲ φέρῃ,
τὸ πνεῦμά μου ὀπίσω ἐπιστρέφει
καὶ θεατὴς τῆς γῆς νὰ μείνῃ χαίρει.
Ὡς ξένος ἐν τῷ μέσῳ γῆς ἐρήμου
ζητεῖ τὸν πρὸ πολλοῦ ταφέντα οἶκον,
τῆς προσφιλοῦς ζητεῖ καὶ ἡ ψυχή μου
ἁλύσεώς της τὸν κοπέντα κρίκον.»
Καὶ ἡ μήτηρ δὲν ἔπαυε νὰ κλαίῃ βλέπουσα τὴν κανδήλαν ταύτην, ἥτις συχνά, μὲ ὅλην τὴν συχνὴν προσθήκην ἐλαίου, ἔφθινε καὶ ἔτρεμεν ἑτοίμη νὰ σβήσῃ, καὶ ἄφηνε τὸν ἦχον ἐκεῖνον τὸν ἀπερίγραπτον, τὸν ὅμοιον μὲ στοναχὴν ψυχῆς βασανιζομένης, ἀναμιμνήσκουσα τὸν γλυκὺν καὶ θρησκευτικὸν στίχον τοῦ Λαμαρτίνου:
Comme la lampe d᾽or pendue à Son autel,
Je chanterai pour Lui jusqu᾽à ce qu᾽Il me brise*
Τὴν τρίτην ἑσπέραν μετὰ τὴν ταφὴν τῆς μικρᾶς ἡ μήτηρ, πρὶν ἢ κατακλιθῇ, ἀφῆκε τὴν συνοδίαν της ἐν τῇ μικρᾷ αἰθούσῃ τοῦ οἰκήματος καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν νεκρικὸν θάλαμον, διὰ νὰ ἴδῃ ἂν ἔκαιε καλῶς ἡ κανδήλα, καὶ διὰ νὰ ἐγχύσῃ ἔλαιον.
Εἰς τὴν μικρὰν αἴθουσαν τῆς ἐκράτουν συντροφίαν ἡ ἀδελφή της ἡ ἄγαμος, ἡ ἐνῆλιξ δεσποινὶς Μαρίνα, καὶ ἡ γηραιὰ μήτηρ των.
Ἡ γραῖα, ἥτις ἔσωζε πολλοὺς τῶν ὀδόντων της, ἀφοῦ ἔφαγε τηγανητὸν ὀψάριον καὶ αὐγόν (συνήθεια εἶναι νὰ μὴ κρεοφαγῶσιν ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας μετὰ τὸν θάνατον μέλους τῆς οἰκογενείας, εἰς τοὺς τηροῦντας τὰ παλαιὰ ἔθιμα ἑλληνικοὺς οἴκους), ὕστερον ἤρχισε νὰ μασᾷ ὀλίγα ἀμύγδαλα· κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχεν οἶνος, ἐσώζετο ὅμως ἀπὸ τῆς ἑσπέρας τῆς παρηγοριᾶς (τῆς τοῦ νεκρωσίμου δείπνου μετὰ τὴν κηδείαν), ἐσώζετο, λέγομεν, ὀλίγη μαστίχα, ἡ γραῖα ἐζήτησε νὰ τῆς δώσουν νὰ πίῃ διὰ νὰ ξεπλύνῃ τὰ δόντια της. Καὶ εἰς τὴν παρατήρησιν τῆς κόρης της, τῆς Μαρίνης, εἰπούσης ὅτι δὲν πίνουν μαστίχαν μετὰ τὸ δεῖπνον, ἡ γραῖα ἀπήντησεν, ὅτι εἰς τὴν Ρωσίαν, ὅπου εἶναι καλοὶ χριστιανοί, ἔχει ἀκουστά της ὅτι ἄλλο ἀπὸ ρακὴν δὲν πίνουν.
Προσεφέρθη ἡ μικρὰ φιάλη, καὶ ἡ γραῖα, σιγὰ-σιγά, ἐρρόφησε τρία μικρὰ ποτήρια. Ἔλεγεν ὅτι τῆς ἐπόνει ἡ ψυχή της, καὶ τῆς ἔκαμνε καλόν… Ὁ Τάσος ὁ πρωτότοκος τῶν υἱῶν τῆς κυρίας Εὐφροσύνης ἔλειπεν, εἶχεν ἐξέλθει μετὰ τὸ δεῖπνον, καὶ δὲν ἐπέστρεψεν ἀκόμη. Ὁ ἄλλος, ὁ Μῆτσος, εἶχε κατακοιμηθῆ. Καὶ αὐτὸς εἶχε ζητήσει νὰ ἐξέλθῃ, ἀλλ᾽ ἡ μήτηρ τὸν παρεκάλεσε νὰ μείνῃ, νὰ μὴ ἀφήσῃ τὰς τρεῖς γυναῖκας μόνας των.
Ὁ Μῆτσος τῆς ἔκαμε τὴν χάριν, ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον κατεκλίθη. Εἶπεν ὅτι «νυστάζει, ἅμα κάθεται στὸ σπίτι». Εἴπομεν ὅτι ἡ Εὐφροσύνη εἰσῆλθεν εἰς τὸν νεκρικὸν θάλαμον. Εἰσῆλθε μόνη της. Αἱ φωναὶ τῆς γραίας, ἥτις ἐλογομάχει ἐκείνην τὴν στιγμὴν μὲ τὴν νεωτέραν κόρην της, ἦσαν ὡς συνοδία πρὸς αὐτήν.
Ἐπλησίασεν εἰς τὴν κλίνην.
Ἐκεῖ βλέπει ὅτι περὶ τὴν ἀναμμένην κανδήλαν μία ψυχὴ ―πεταλούδα― ἐτριγύριζε περὶ τὸ φεγγοβολοῦν ποτήριον. Ἦτο ὡραία, μικρά, χρυσόπτερος…
― Ἄ! νά πάλι ἡ πεταλούδα, ἐψιθύρισεν ἡ χαροκαμένη μήτηρ.
* * *
Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ αὐτή. Ἦτο τρίτη ἑσπέρα ἀφ᾽ ἧς ἔβλεπε τὴν πεταλούδαν.
Τὴν εἶχεν ἰδεῖ τὴν πρώτην νύκτα, περὶ τὰ μεσάνυκτα, ὅταν εἶχον ἀπέλθει οἱ συγγενεῖς της, ἀφοῦ ἐτελέσθη ἡ παρηγοριά, καὶ αὐτὴ μείνασα μόνη μὲ τοὺς δύο υἱούς της, οἵτινες ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἐξεδύοντο διὰ νὰ κατακλιθῶσιν, εἰσῆλθεν εἰς τὸν θάλαμον, διὰ νὰ ἐγχύσῃ ἔλαιον εἰς τὴν νεκρικὴν κανδήλαν. Τότε εἶδε τὴν πεταλούδαν νὰ πετᾷ γύρω-τριγύρω εἰς τὴν ἀναμμένην κανδήλαν, χωρὶς νὰ πλησιάζῃ πολὺ εἰς τὴν φλόγα. Τὴν ἔβλεπεν ἐπὶ ἓν λεπτὸν τῆς ὥρας περίπου, καὶ εἶτα αἴφνης ἔγινεν ἄφαντος.
Ἡ Εὐφροσύνη ἐκοίταξεν ἀτενῶς τὴν πεταλούδαν, χωρὶς ν᾽ ἀποσπᾷ τὸ βλέμμα της καὶ ἀπὸ τὴν φλόγα. Βεβαίως ἡ πεταλούδα δὲν ἐκάη. Ἂν ἐκαίετο, θὰ τὸ ἔβλεπε.
Καὶ ὅμως ἔγινεν ἄφαντος. Τί εἶχε γίνει;
Ἡ τεθλιμμένη μήτηρ ἐπερίμενεν ἐπὶ ἓν τέταρτον ὀρθία ἐκεῖ, ἑωσότου ὁ πρωτότοκος υἱός της, ὑποπτεύσας ὅτι ἡ μήτηρ του ἀργοποροῦσα ἐκεῖ θὰ ἔκλαιε (καὶ ἦτο φόβος μὴ βάλῃ τὰς φωνὰς καὶ τοῦ χαλάσῃ τὴν ἡσυχίαν), ἦλθεν ἕως τὴν θύραν μὲ τὸ νυκτικὸν ὑποκάμισον.
― Μὰ τί κάνεις ἐκεῖ; τῆς λέγει.
― Τίποτε, παιδί μου, τώρα ἔρχομαι, ἀπήντησεν ἡ μήτηρ.
Καὶ ἐξῆλθε κλείουσα τὴν θύραν καὶ ὑποψιθυρίζουσα πρὸς ἑαυτήν: «Ἄχ! ψυχὴ παραπονεμένη!» Ἐνόει βεβαίως ὅτι ἡ πεταλούδα ἐκείνη ἦτο ἡ ψυχὴ τῆς κόρης της.
Τὴν δευτέραν ἑσπέραν, ὅταν οἱ συγγενεῖς της ἀπῆλθον, εἰσῆλθε καὶ πάλιν εἰς τὸν θάλαμον τὸν νεκρικόν. Καὶ πάλιν εἶδε τὴν πεταλούδαν. Ἀλλὰ μόλις τὴν εἶδε, καὶ ἐν ἀκαρεῖ ἔγινεν ἄφαντος. Ἐπερίμενεν ἐπὶ πολύ! Δὲν ἐφάνη πλέον. «Ἄχ! ψυχή μου! ἄχ! πουλί μου! μοῦ ἐκάκιωσες, εἶπε μετὰ δακρύων ἡ βαρυαλγοῦσα μήτηρ· μὲ βλέπεις καὶ φεύγεις, μοῦ ἀγρίεψες, παιδί μου! Ἄχ! νά ᾽ναι ὄμορφα τὰ ὄνειρά σου ἐκεῖ ποὺ κοιμᾶσαι, Ἀγγελικούλα μου, μάτια μου!»
Τὴν τρίτην νύκτα, ἐνῷ ἡ γραῖα ἔπινε τὴν μαστίχαν καὶ ἐφιλονίκει μὲ τὴν νεωτέραν κόρην της (εἶχον μείνει περιμένουσαι τὴν ἐπάνοδον τοῦ Τάσου, διὰ νὰ τὰς συνοδεύσῃ ἕως τὴν οἰκίαν των· ὁ υἱὸς τῆς γραίας, ὁ θεῖος ὁ ἄγων τὸ πένθος κατὰ τὴν κηδείαν, δὲν εἶχεν ἔλθει, πιστεύων ὅτι ὁ Τάσος θὰ ὡδήγει ἐνωρὶς οἴκαδε τὴν μάμμην καὶ τὴν θείαν του· καὶ ἦτο ἤδη μεσονύκτιον), ἡ Εὐφροσύνη λοιπὸν εἰσελθοῦσα, εἶδε καὶ πάλιν τὴν πεταλούδαν. Τὴν εἶδεν ἐπὶ τρία λεπτὰ καὶ πλέον τὴν φορὰν ταύτην. Αἴφνης ἡ πεταλούδα, ἐνῷ ἡ μήτηρ εἶχε κύψει εἰς τὴν κανδήλαν διὰ νὰ ἐγχύσῃ ἔλαιον, ἐπλησίασε παραδόξως εἰς τὸ στόμα τῆς περιαλγοῦς μητρός, εἶτα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἰς τὰ ὦτά της. Εἶτα ἔφερε τρεῖς γύρους περὶ τὸν λαιμόν της. Ἡ μήτηρ ἔτεινε τὰ χείλη, ζητοῦσα ἐν τῇ παραφροσύνῃ της νὰ τὴν φιλήσῃ, ἀλλ᾽ ἡ πεταλούδα ἀπεμακρύνθη ἔμφοβος…
Ὅλα αὐτὰ τὰ διηγεῖτο ὕστερον εἰς πολλὰς γυναῖκας παρουσίᾳ καί τινων ἀνδρῶν ἡ κυρία Εὐφροσύνη. Ἡμεῖς γράφομεν ὅ,τι ἠκούσαμεν.
― Μὴ φεύγῃς, μὴ φεύγῃς, ψυχή μου! ἐψιθύρισεν ἔκφρων ἡ μήτηρ.
Ἡ πεταλούδα, ἥτις εἶχε πετάξει μίαν ὀργυιὰν ἐπάνω πρὸς τὴν ὀροφήν, κατέβη (ἀπίστευτον πρᾶγμα!) εἰς τὴν κανδήλαν, καὶ ἔπιεν ἐκ τοῦ ἐλαίου…
Ἡ Εὐφροσύνη δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῇ· ὁρμεμφύτως ἤθελε μάρτυρας, διὰ νὰ πιστεύσῃ ὅ,τι ἔβλεπε.
― Μαρίνα! ἐφώναξε· Μαρίνα! ἔλα ᾽δῶ.
Ἡ Μαρίνα ἦλθε τρέχουσα.
― Τί θέλεις;
Ἀλλ᾽ ἡ πεταλούδα εἶχε γίνει ἄφαντος.
― Τί εἶναι; ἐπανέλαβεν ἡ νέα.
― Τίποτε.
― Πῶς τίποτε;
Ἡ Εὐφροσύνη ἔβλεπεν ἀλλόφρων τοὺς τοίχους καὶ τὴν ὀροφήν, ζητοῦσα ν᾽ ἀνακαλύψῃ κάπου τὴν πεταλούδαν, τὴν μικρὰν ψυχήν. Ἀλλ᾽ οὐδαμοῦ ἐφαίνετο αὕτη.
― Γιατί μ᾽ ἐφώναξες; ἐπέμενεν πάλιν ἡ Μαρίνα.
― Κύριε ἐλέησον! εἶπεν ἡ Εὐφροσύνη ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Τώρα ἦτον ἐδῶ, τώρα ἔφυγε.
― Ποιὸς ἔφυγε;
― Κανένας.
― Μὴν ἐτρελάθης, ἀδελφή μου; Σὲ καλό σου, εἶπεν ἔμφοβος ἡ Μαρίνα.
Ἡ Εὐφροσύνη ἀφῆκε στεναγμόν!
Καὶ πρὸς ἑαυτὴν ὑπεψιθύρισε: «Γιατί μοῦ φεύγεις, ψυχή μου; Γιατί μοῦ ἀγρίεψες; Δὲν μὲ ἀγαπᾷς; Ἄχ! τί τρελὴ ποὺ εἶμαι! Μοῦ ἔφυγες, γιὰ πάντα».
― Τί μουρμουρίζεις μέσα σου; ἠρώτησεν ἡ Μαρίνα.
― Τίποτε.
― Χριστὲ καὶ Παναγία! ἔκραξε ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ἡ Μαρίνα.
Καὶ ἐκοίταξε περιδεὴς τὴν ἀδελφήν της, ὑποπτεύουσα ὅτι αὕτη πράγματι θὰ ἔπαθε τὰς φρένας.
― Δὲν ἐτρελάθηκα, ἀδελφή, ὄχι, ἀπήντησε τώρα μόλις εἰς τὴν προτέραν ἀναφώνησιν τῆς ἀδελφῆς της ἡ Εὐφροσύνη. Ἡσύχασε, δὲν εἶναι τίποτε. Μὴν εἰπῇς τίποτε τῆς γριᾶς.
― Μὰ τί σοῦ συνέβη;
― Σοῦ τὸ λέγω ἄλλη φορά! Πᾶμε τώρα.
Κ᾽ ἐξῆλθον ἀμφότεραι ἐκ τοῦ νεκρωσίμου θαλάμου.
Ἡ Εὐφροσύνη δὲν ἐπανεῖδε πλέον τὴν μικρὰν χρυσόπτερον πεταλούδαν, ἂν καὶ ἐπὶ πολύ, κατὰ πᾶσαν ἑσπέραν, ἤρχοντο ἡ μήτηρ της καὶ ἡ ἀδελφή της νὰ τῆς κάμουν συντροφίαν, καὶ αὐτὴ δὲν ἔπαυσε νὰ εἰσέρχεται περὶ τὸ μεσονύκτιον εἰς τὸν νεκρικὸν θάλαμον, διὰ νὰ προσθέτῃ ἔλαιον εἰς τὴν ἐπιμνημόσυνον κανδήλαν. Ἀλλ᾽ ἡ Μαρίνα ἔκτοτε ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύῃ πᾶσαν νύκτα εἰς τὴν τοιαύτην ἐπίσκεψιν.
Ἔμενεν εἰς τὴν μικρὰν αἴθουσαν μόνη ἡ γραῖα, ἥτις ἦτο πολὺ πικραμένη, ἔλεγε, καὶ τῆς ἐπόνει ἡ καρδούλα της. Καὶ ὅσον τῆς ἐπόνει, τόσον ηὔξανε τὴν δόσιν τῆς μαστίχης.
Ἀλλ᾽ ἡ ὡραία χρυσόπτερος πεταλούδα δὲν ἐφάνη πλέον· καὶ εἶχεν ἀποπτῆ εἰς τὴν αἰωνιότητα ἡ μικρὰ ἀθῴα ψυχή ― Ψυχὴ χωρὶς Ἔρωτα.
(1891)
Ἀριστοτέλους - Περί Ψυχῆς
ΒΙΒΛΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
1. Συνεζητήσαμεν αρκετά τα υπό των πρότερον φιλοσοφησάντων παραδοθέντα περί ψυχής. Ας επανέλθωμεν δε οπίσω, ίνα επαναλάβωμεν τα πράγματα τρόπον τινά εξ αρχής και ας προσπαθήσωμεν να προσδιορίσωμεν τι είναι η ψυχή και τις δύναται να είναι ο γενικότατος ορισμός αυτής.
2. Λέγομεν λοιπόν ότι μία τάξις όντων είναι η ουσία· εν αυτή δε διακρίνομεν πρώτον την ύλην, ήτις καθ' εαυτήν δεν είναι τούτο το ωρισμένον πράγμα, έπειτα δε μορφήν και είδος, κατά το οποίον το πράγμα λέγεται ότι είναι τούτο το πράγμα, και τρίτον το εκ των δύο τούτων σύνθετον. Είναι δε η μεν ύλη δύναμις , το δε είδος εντελέχεια, και αύτη είναι διττή, ούτως ως η επιστήμη και η θεωρία (ήτοι ως έξις και κατοχή γνώσεως ή δεξιότητος και ως εν ενεργεία γνώσις).
3. Ουσίαι δε προ πάντων φαίνονται ότι είναι τα σώματα, και εκ τούτων τα φυσικά (γη, ύδωρ κλπ.). Διότι ταύτα είναι αι αρχαί των άλλων σωμάτων (των τεχνητών). Εκ των φυσικών δε σωμάτων άλλα μεν έχουσι ζωήν, άλλα δε δεν έχουσι. Ζωήν λέγομεν την αρχήν της δι' εαυτού θρέψεως και αυξήσεως και φθοράς του σώματος. Ώστε παν σώμα φυσικόν έχον ζωήν είναι ουσία, αλλ' ουσία σύνθετος, σύνθετος δε εξ ύλης και είδους, ως είπομεν.
4. Επειδή δε τούτο είναι σώμα τοιούτον, έχον δήλα δη ζωήν, το σώμα δεν δύναται να είναι ψυχή. Διότι το σώμα δεν είναι εξ εκείνων τα οποία κατηγορούνται εις υποκείμενόν τι, αλλά αυτό μάλλον είναι υποκείμενον και ύλη. Αναγκαίως άρα η ψυχή είναι ουσία, ήτοι είναι είδος σώματος φυσικού, όπερ έχει δυνάμει ζωήν. Αλλ' η ουσία είναι εντελέχεια. Η ψυχή λοιπόν είναι εντελέχεια σώματος τοιούτου, οίον είπομεν. [σ. 50]
5. Αλλ' η εντελέχεια λέγεται κατά δύο τρόπους αναλόγους ο μεν προς την επιστήμην, ο δε προς την θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι η ψυχή είναι ως η επιστήμη. Διότι εν τη υπάρξει της ψυχής εμπεριέχεται και ύπνος και εγρήγορσις, αναλογεί δε η μεν εγρήγορσις προς την θεωρίαν, ο δε ύπνος προς την έξιν ή κατοχήν της γνώσεως άνευ ενεργείας. Πρότερα όμως κατά την γένεσιν εφ' ενός και του αυτού πράγματος είναι η επιστήμη . Δια ταύτα η ψυχή είναι η πρώτη εντελέχεια φυσικού σώματος, όπερ δυνάμει έχει ζωήν.
6. και όπερ είναι οργανικόν.
Όργανα δε είναι και τα μέρη των φυτών, αλλά είναι όργανα εντελώς απλά· λ.χ. το φύλλον, είναι σκέπασμα του περικαρπίου, το δε περικάρπιον είναι σκέπασμα του καρπού. Αι ρίζαι δε αναλογούσι προς το στόμα, διότι και τα δύο ταύτα παραλαμβάνουσι την τροφήν. Εάν λοιπόν πρέπει να δώσωμεν ορισμόν κοινόν εις παν είδος ψυχής, λέγομεν, ότι είναι η πρώτη εντελέχεια σώματος φυσικού οργανικού.
7. Δια τούτο δεν πρέπει να ζητώμεν αν η ψυχή και το σώμα είναι εν, όπως ούτε αν ο κηρός (η ύλη) και το σχήμα (το είδος) αυτού είναι εν, όπως εν γένει δεν πρέπει να ζητώμεν αν είναι εν η ύλη έκαστου πράγματος και το πράγμα του οποίου είναι η ύλη. Διότι το εν και το είναι λέγονται μεν κατά πολλάς σημασίας, αλλ' η κυρία σημασία αυτών είναι η εντελέχεια.
Μετάφραση: Παύλου Γρατσιάτου
Eros y Psique, por Annie Louisa Swynnerton
Ο μύθος της πτερόεσσας ψυχής. Πλάτων, Φαίδρος ή Περί έρωτος.
Στο βίντεο της ανάρτησης μπορούμε να παρακολουθήσουμε σε animation τον μύθο της φτερωτής ψυχής από τον πλατωνικό διάλογο Φαίδρο. Το φιλμ είναι από την ψηφιακή έκθεση «ο Πλάτων στο Μουσείον του» του ΙΜΕ.
Ο Σωκράτης περιγράφει την ψυχή ως μια αθάνατη ουσία η οποία κινείται στον υπερουράνιο χώρο διαιρεμένη σε τρία μέρη, τα δύο από τα οποία έχουν μορφή αλόγου και το τρίτο μορφή ηνιόχου. Το ένα άλογο είναι κακότροπο και συμβολίζει το αισθησιακό στοιχείο του ανθρώπου και την ευτέλεια της σάρκας, και το άλλο πνευματικό και συγγενεύει με τους θεούς, ικανό να ατενίζει το υπερουράνιο κάλλος.
Το ένα, λοιπόν, από τα δύο άλογα, αυτό που είναι στην καλύτερη θέση, έχει σώμα στητό και καλοδεμένο, τον αυχένα του ψηλό, τη μύτη του γαμψή, είναι άσπρο, με μαύρα μάτια, είναι φιλότιμο, συνετό και σεμνό, αγαπά την αληθινή δόξα, δεν έχει ανάγκη από χτυπήματα, αλλά καθοδηγείται μόνο με λόγο και το παράγγελμα. Το άλλο, πάλι, έχει στραβό σώμα, είναι παχύ, κακοσχηματισμένο, με χοντρό αυχένα και κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, μαύρο με μάτια γκριζογάλαζα και αιματώδη, ρέπει στην ύβρη και τη αλαζονεία, είναι κουφό και έχει τριχωτά αυτιά, και πολύ δύσκολα υπακούει στα χτυπήματα με το μαστίγιο και στα κεντρίσματα.
Όταν, λοιπόν, ο ηνίοχος δει το ερωτικό όραμα, και με τις αισθήσεις θερμάνει ολόκληρη τη ψυχή του από αυτή τη θέα και βαθμιαία ο ίδιος γεμίσει από τα προκλητικά κεντρίσματα του πόθου, το άλογο που είναι υπάκουο στον ηνίοχο, επειδή και τότε - όπως και πάντα - συγκρατιέται από τη σεμνότητα, ελέγχει τον
εαυτό του και δεν πηδά πάνω στον αγαπημένο· όμως το άλλο άλογο δε δίνει σημασία ούτε στο μαστίγιο, ούτε στα κεντρίσματα του ηνιόχου, πετάγεται απότομα και με βία προς τα μπρος και ταλαιπωρώντας με κάθε τρόπο τον σύντροφό του και τον ηνίοχο, τους αναγκάζει να ορμήσουν επάνω στον αγαπημένο και να θυμηθούν την ομορφιά των ηδονών. Και βέβαια αυτοί στην αρχή αγανακτούν και αντιστέκονται καθώς νιώθουν να αναγκάζονται να κάνουν φοβερά πράγματα· όμως στο τέλος, όταν δε βρίσκει τέρμα το κακό άλογο, αφήνονται να συρθούν από το κακό άλογο, υποχωρώντας και συμφωνώντας να κάνουν ό,τι εκείνο τους διατάζει. Όταν αντικρίζει την όψη αυτή ο ηνίοχος, με τη μνήμη του, γυρίζει πίσω, στην πρωταρχική φύση της ομορφιάς, και τη βλέπει πάλι να δεσπόζει, συνοδευόμενη από τη σωφροσύνη, επάνω σ΄ ένα βάθρο αγνότητας. [253c-254b].
Φαίδων 105c-e
Απάντησε λοιπόν, συνέχισε εκείνος, ποιο είναι αυτό που, παρουσιαζόμενο στο σώμα, θα το κάνει να είναι ζωντανό;
Η ψυχή, απάντησε.
Και έτσι είναι πάντοτε;
Πως μπορώ να το αρνηθώ; είπε εκείνος
Οτιδήποτε επομένως κι αν έχει στην κατοχή της η ψυχή, το έχει πάντοτε πλησιάσει σέρνοντάς του ζωή;
Και βέβαια το έχει πλησιάσει, είπε.
Τι από τα δυο λοιπόν συμβαίνει: Υπάρχει κάτι αντίθετο στη ζωή ή όχι;
Υπάρχει, είπε.
Ποιο;
0 θάνατος.
Επομένως η ψυχή ποτέ δεν θα δεχτεί το αντίθετο από κείνο που καθ’ αυτήν φέρει πάντοτε μέσα της, όπως έχουμε συμφωνήσει με βάση τα προηγούμενα; […] Η ψυχή, λοιπόν, δεν δέχεται τον θάνατο;
Όχι
Άρα η ψυχή είναι αθάνατη;
Αθάνατη είναι.
Ωραία, είπε. Αυτό λοιπόν ισχυριζόμαστε ότι έχει αποδειχτεί; Ή έχεις άλλη γνώμη;
Και μάλιστα πολύ ικανοποιητικά, Σωκράτη.
Φαίδων 106d-e
Από τη στιγμή λοιπόν που το αθάνατο είναι και άφθορο, τι άλλο θα ήταν η ψυχή, αν όντως είναι αθάνατη, παρά και ανώλεθρη;
Κατά πάσα ανάγκη.
Άρα, όταν φτάνει ο θάνατος στον άνθρωπο, το θνητό του μέρος, καθώς φαίνεται, πεθαίνει, και το αθάνατο, σώο και άφθορο, απομακρύνεται και φεύγει, παραχωρώντας τη θέση του στον θάνατο.
Έτσι φαίνεται.
Άρα, Κέβη, είπε, η ψυχή είναι αθάνατη και ανώλεθρη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, και πράγματι θα υπάρχουν οι ψυχές μας στον Άδη.
Φαίδων 107c-d
Διότι, αν ο θάνατος ήταν απαλλαγή από καθετί, θα ήταν ανέλπιστο κέρδος για τους κακούς που, όταν πεθάνουν, απαλλάσσονται συγχρόνους και από το σώμα τους και από την κακία τους μαζί με την ψυχή· όμως επειδή φαίνεται ότι είναι αθάνατη, δεν θα μπορούσε να έχει άλλη αποφυγή κακών ούτε σωτηρία εκτός του να γίνει όσο γίνεται πιο καλή και πιο συνετή.
Διότι η ψυχή πηγαίνει στον Άδη μη έχοντας τίποτε άλλο έκτος από την καλλιέργεια και την ανατροφή της.
Φαίδων 108a-c
Η ψυχή λοιπόν που διαθέτει ευπρέπεια και φρόνηση ακολουθεί υπάκουα και δεν αγνοεί τι της συμβαίνει. Εκείνη όμως που είναι παθιασμένη με το σώμα, όπως ακριβώς εξέθεσα προηγουμένως, βρίσκεται για πολύ χρόνο σε έξαψη σχετικά με το σώμα και τον ορατό τόπο, και μετά από πολλή αντίσταση και πολλές δοκιμασίες, με καταναγκασμό και με δυσκολία, προχωρεί, οδηγημένη από τον δαίμονα που την έχει αναλάβει. Όταν φτάσει εκεί όπου είναι ήδη οι άλλες, την ακάθαρτη ψυχή που έχει κάνει κάτι κακό, που έχει αγγίξει αίμα άδικα ή έχει διαπράξει ανάλογα εγκλήματα, τα οποία να είναι αδέλφια των άλλων και έργα αδελφών ψυχών, ο καθένας την αποφεύγει και απομακρύνεται από αυτήν και δεν θέλει να γίνει ούτε συνταξιδιώτης ούτε οδηγός της, κι αυτή περιπλανιέται και δεν ξέρει πού να πάει, μέχρις ότου συμπληρωθούν κάποιοι χρόνοι που, όταν έρθουν, από την ανάγκη οδηγείται στη διαμονή που της πρέπει.
Εκείνη αντίθετα που πέρασε τη ζωή μέχρι τέλους αγνή και μετρημένη και έτυχε να έχει συνταξιδιώτες και οδηγούς τους θεούς, κατοικεί αμέσως η καθεμία στον τόπο που της ταιριάζει.
Brocky, Karoly - Cupid and Psyche (1850-5)
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΗ
Αρχαίοι Ελληνες
Φιλία εστί μία ψυχή εν δυσί σώμασιν ενοικουμένη.
– Η φιλία [ή η αγάπη] είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δυο σώματα.
Αριστοτέλης
Κοινωνία γαρ ψυχή και σώματι διαλύσεως ουκ έστιν η κρείττον.
– Η ένωση της ψυχής και του σώματος [η γέννηση] δεν είναι με κανένα τρόπο καλύτερη από το χωρισμό τους [το θάνατο].
Πλάτων
Ουδέν άλλο έχουσα ες Άδου η ψυχή έρχεται πλην της παιδείας και τροφής.
– Η ψυχή έρχεται στον Άδη χωρίς να κουβαλάει τίποτε άλλο πέρα από την παιδεία της και την αγωγή της.
Πλάτων
Πολύ κρείττων εστίν ο της ψυχής ή ο του σώματος έρως.
Ξενοφών
Η μεν του σώματος ισχύς γηράσκει, η δε της ψυχής ρώμη αγήραστος εστίν.
Ξενοφών
Νομίζω τους ανθρώπους ουκ εν τη οικία τον πλούτον και την πενίαν έχειν, αλλ’ εν ταις ψυχαίς.
Ξενοφών
Δει γαρ την μεν τέχνην χρήσθαι τοις οργάνοις, την δε ψυχήν τω σώματι.
– Πρέπει η μεν τέχνη να χρησιμοποιεί όργανα, η δε ψυχή το σώμα.
Αριστοτέλης
Ψυχήσιν Θάνατος ύδωρ γενέσθαι, ύδατι δε θάνατος γην γενέσθαι, εκ γης δε ύδωρ γίνεται, εξ ύδατος δε ψυχή.
Ηράκλειτος
Πειρώ τω μεν σώματι είναι φιλόπονος, τη δε ψυχή φιλόσοφος.
– Να προσπαθείς να είσαι φιλόπονος όσον αφορά το σώμα και φιλόσοφος όσον αφορά την ψυχή.
Ισοκράτης
Συμπάσχει η ψυχή τω σώματι νοσούντι και τεμνομένω και το σώμα τη ψυχή.
Κλεάνθης ο Τρως
Ο μεν γεωργός, την γην, ο δε φιλόσοφος την ψυχήν εξημεροί.
Θεόκριτος
Εκκλησιαστικά Ρητά
Τι γαρ ωφελήσει άνθρωπον εάν κερδήση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;
κατά Μάρκον (η’ 36)
Θεού άγνοια θάνατός εστι ψυχής.
Μέγας Βασίλειος
Η Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής.
Ιερός Αυγουστίνος
Το σώμα το λιώνει η τεμπελιά και την ψυχή η αδιαφορία.
Ευσέβιος ο Καισαρείας, 279-339 μ.Χ., Πατέρας της εκκλησίας & ιστορικός
Amor e Psyche (1891) - Veloso Salgado
Νεότεροι
Τέσσερις χιλιάδες τόμοι μεταφυσικής δεν θα μας μάθουν τι είναι η ψυχή.
Βολταίρος
Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Νίκος Καζαντζάκης
Αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις, τότε έχει μείνει λίγη ακόμα ψυχή για να χάσεις.
Τσαρλς Μπουκόφσκι
Το άπλυτο κορμί το πλένεις. Καθαρίζει. Η βρόμικη ψυχή πώς πλένεται;
Μενέλαος Λουντέμης
Η ομορφιά ξεγελάει τη σάρκα για να πάρει την άδεια να φτάσει μέχρι την ψυχή.
Σιμόν Βέιλ
Τα όνειρα είναι η ρίζα της μεταφυσικής, η πηγή της ιδέας ότι ψυχή και σώμα είναι ξεχωριστά.
Φρήντριχ Νίτσε
Όποτε με προσβάλει κάποιος, προσπαθώ να ανυψώσω την ψυχή μου τόσο ψηλά, ώστε η προσβολή να μην τη φτάνει.
Καρτέσιος
Ο Άνθρωπος είναι μια φυλακή όπου η ψυχή παραμένει ελεύθερη.
Βίκτωρ Ουγκώ
Όλα αξίζουν τον κόπο, αν η ψυχή δεν είναι μικρή.
Φερνάντο Πεσσόα
Δεν έχουμε ψυχή, είμαστε ψυχή. Έχουμε σώμα.
C.S. Lewis
Η σάρκα είναι η στάχτη, η ψυχή είναι η φλόγα.
Βίκτωρ Ουγκώ
Οι άνθρωποι χρειάζονται δυσκολίες και αντιστάσεις για να αποκτήσουν ψυχική δύναμη.
Έμιλυ Ντίκινσον
Η ψυχή θα πρέπει να μένει πάντα μισάνοιχτη, έτοιμη να καλωσορίσει την εκστατική εμπειρία.
Έμιλυ Ντίκινσον
Αμαρτία είναι ό,τι σκοτεινιάζει την ψυχή.
Αντρέ Ζιντ
Οι ψυχές των ανθρώπων είναι σαν βαθιά πηγάδια. Κανένας δεν ξέρει τι υπάρχει στον πάτο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μαντεύεις κρίνοντας απ’ αυτά που επιπλέουν στην επιφάνεια κάπου-κάπου.
Haruki Murakami
Μια ψυχή μετριέται με το μέγεθος της επιθυμίας της.
Γκυστάβ Φλωμπέρ
Η ψυχή σου είναι ένα σκοτεινό δάσος. Τα δέντρα όμως είναι ενός συγκεκριμένου είδους: είναι γενεαλογικά δέντρα.
Μαρσέλ Προυστ
Ο συγγραφέας είναι μηχανικός των ανθρώπινων ψυχών.
Μαξίμ Γκόρκι
Eros y Psique, por Albacini
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
Ταινία - Ψυχή Βαθιά
Η Ψυχή Βαθιά είναι ελληνική δραματική πολεμική ταινία του 2009, σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη. Η ταινία διαδραματίζεται την εποχή του Ελληνικού Εμφυλίου και ακολουθεί την ιστορία δύο αδελφών οι οποίοι κατατάσσονται σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Η ταινία εξελίσσεται το 1949, τους τελευταίους μήνες του Εμφυλίου Πολέμου, στον Γράμμο και στο Βίτσι. Ο Ανέστης, 17 ετών, έχει επιστρατευθεί από τον ανθυπολοχαγό Τριαντάφυλλο του Εθνικού Στρατού, και ο αδελφός του Βλάσης, 15 ετών, από τον Καπετάν Ντούλα του Δημοκρατικού Στρατού ως οδηγοί καθώς μεγάλωσαν και ξέρουν την περιοχή. Μαζί με άλλους στρατιώτες και αντάρτες, όπως η πολυβολήτρια Γιαννούλα, ο Καλαματιανός δεκανέας, ο ταξίαρχος Τσαγκλής, η 14χρονη αντάρτισσα Φούλα, συμμετέχουν στον πόλεμο στον οποίο σκοτώνονται πολλοί νέοι. Τα δύο αδέλφια μέσα στη φρίκη του πολέμου καταφέρνουν να συναντηθούν κρυφά τρεις φορές. Στην τελευταία φορά, ο Ανέστης προσπαθεί να πείσει τον Βλάση να έρθει με το μέρος του, όπως ο Βλάσης έχει γίνει πολυβολητής, γνωστός ως συναγωνιστής Φλόγας, και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Γράμμου.
Η ταινία γυρίστηκε στη Δυτική Μακεδονία. Γυρίσματα γίνανε στον Γράμμο, το Μάνκοβιτς και στο Βίτσι, καθώς και στην Καστοριά και στα χωριά Απόσκεπος, Γράμος, Βυσσινιά, Καζάνι, Κορέστεια, Κρανιώνα, Λιθιά, Μαύροβο, Μαυρόκαμπος, Νεστόριο, Οξυά, Πολυκάρπι, Πολυκέρασο, Σιδηροχώρι, Τοιχιό, Χαλάρα και Χάρο. Βοηθοί σκηνοθέτη ήταν οι Κώστας Αθουσάκης και Ντάνυ Μπόλντα. Τα κουστούμια της ταινίας επιμελήθηκε η Λουκία Χατζέλου και το μακιγιάζ η Κυριακή Μελλίδου. Τα ειδικά εφέ ανέλαβε η βουλγαρική εταιρία Alpha Stunts.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ανέφερε ότι ήθελε από νέος να γυρίσει μια ταινία για τον ελληνικό εμφύλιο. Πραγματοποίησε ο ίδιος έρευνα σε επίσημα ντοκουμέντα, επιστημονικές μελέτες, και γραπτές και προφορικές μαρτυρίες. Το όνομα της ταινίας (Ψυχή Βαθιά) ήταν ένα από τα συνθήματα των ανταρτών στον ελληνικό εμφύλιο
Στίχοι: Άγνωστος
Μουσική: Γιάννης Αγγελάκας
Νέοι καιροί ανατέλλουν
όμορφες μέρες μας μέλλουν
δίχως τυράννους και φτώχεια
δίχως σκλαβιά.
Οι αντάρτες του Γράμμου χορεύουν
της νίκης κορφές σημαδεύουν
με κόκκινο χρώμα Ψυχή Βαθιά
για δίκιο, τιμή, λευτεριά.
Αντάρτισσες του ονείρου θυγατέρες
δεν σας τρομάζουν οι σφαίρες
στο χτήνος ορμάτε Ψυχή Βαθιά
για δίκιο, τιμή, λευτεριά.
Ταινία - Ψυχή και Σάρκα ή Εσύ και εγώ
Το Ψυχή και Σάρκα ή Εσύ και εγώ είναι αισθηματική και κοινωνική, έγχρωμη κινηματογραφική ταινία ελληνικής παραγωγής 1974. Η σκηνοθεσία είναι του Ερρίκου Ανδρέου και το σενάριο του Κλέαρχου Κονιτσιώτη.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν ο Κώστας Πρέκας, η νικήτρια των καλλιστείων Κορίνα Τσοπέη, η αμερικανίδα Deborah Reede και ο Βασίλης Τσιβιλίκας.
Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους, όπου έκοψε 88.239 εισιτήρια
Ο Πέτρος Ράλλης, πιλότος στο επάγγελμα, ζει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή με τη σύζυγο του Έλλη και το μικρό παιδί τους τη Ράνια, μέχρι που γνωρίζει τυχαία σε επαγγελματικό ταξίδι του τη Μαίη μια νέα, πολύ όμορφη αλλά κακομαθημένη πλούσια κοπέλα. Έτσι, ξεκινάει η μεγάλη ανατροπή στην ζωή του Πέτρου, αφού η Μαίη γίνεται ενοχλητική,απαιτητική και ζηλιάρα ενώ ο Πέτρος αισθάνεται παγιδευμένος και μπερδεμένος αφού αγαπάει την οικογένεια του.Μια μέρα ο Πέτρος εξαφανίζεται, επειδή η Μαίη έρχεται έξω απο το σπίτι του , με ενα κότερο,Καταλήγουν μαζί σε ενα ερημικό νησί πιστεύοντας απο τη Μαίη ότι θα ζήσουν μαζί, μετά και απο μιά παρεξήγηση που θέλει νεκρό τον Πέτρο, απο την σύζυγο και στον περίγυρο του. Το έργο τελειώνει με την επιστροφή του Πέτρου σπίτι του και την επανένωση με την γυναίκα του Έλλη.
Natoire - Psyché à sa toilette
ΜΟΥΣΙΚΗ
Καράβια μοιάζουν οι ψυχές
Στίχοι: Δημήτρης Υφαντής
Μουσική: Δημήτρης Υφαντής
Πρώτη εκτέλεση: Τρίφωνο
Καράβια μοιάζουν οι ψυχές
κι ανέμους να ζητήσεις
ταξιδευτές στ αμπάρια τους
σαλπάρουν οι αναμνήσεις
-R-
Μαλαματένια άγκυρα
και χρυσαφένιοι κάβοι
πιάνουν και δένουν στην ζωή
για λίγο το καράβι
Καράβια μοιάζουν οι ψυχές
στο χρόνο αρμενίζουν
τις νύχτες έχουν οδηγό
τ αστέρια που φωτίζουν
Οι ψυχές και οι αγάπες –Β. Παπακωνσταντίνου
Μουσική: Απόστολος Μπουλασίκης
Στίχοι: Απόστολος Μπουλασίκης
Copyright: 1997
Δισκογραφική εταιρία: Minos
Τίποτα στο κόσμο δεν τον νοιάζει
παρά μόνο το μυαλό του ανοικτό να μένει
μέσα στην αδράνεια τρομάζει
ξαναβλέπει στη φορμόλη την ψυχή σβησμένη
κόβει το κορμί του και το θάβει
σε νερό και σε φωτιά να χωριστεί.
Στους δεκάξι παγωμένους εφιάλτες
κάτι απρόσωπα λαμπάκια της νυκτός δανείζει
σ’ άνυδρους ανέραστους αντάρτες
στοιχειωμένος σε μια εθνική οδό που πήζει
βρίσκει την αχτίδα π’ απομένει
και μαζί της τη φυγή θα μοιραστεί.
Οι ψυχές και οι αγάπες
σιαμαίες αυταπάτες
όμοιες σαν άσπρα πλήκτρα
σαν φωτάκια μες τη νύκτα
βρίσκουν σώματα παρθένα
στη συνήθεια πουλημένα
με φιλιά τα εξαγνίζουν
τους χαρίζονται.
Τούτος ο αρχέγονος ρυθμός των Αφρικάνων
κάτι από μπάλο Συριανό θυμίζει
ανθρωποθυσία στους θεούς των ηφαιστείων
σαν αναπαραγωγής βωμό γυαλίζει
κράτησε αγάπη μου για λίγο την πνοή σου
κλείσε όλη τούτη τη στιγμή σ’ ένα φιλί.
Κοίταξε τριγύρω τα Μετέωρα πως πέφτουν
μπάλες από χιόνι μείνε ζωντανή ακόμη
κρίνε με σαν άνθρωπο που ψάχνει την ψυχή του
κι άμα τον γουστάρεις θα σου πω συγγνώμη
είναι κάτι μήνες που φιλοξενώ τον τρόμο
κι έχω ανάγκη να με βλέπεις σαν μωρό παιδί.
Αχ μωράκι σαστισμένο
μέσα στο μυαλό σου ξένο
τι να πρωτοτραγουδήσεις
και ποια πόρτα να κτυπήσεις
να σου πω για να σε πείσουν
στα μετάξια να σε ντύσουν
να φανούν λευκά δοντάκια
μες το γέλιο σου.
Χίλιες και μια νύχτες ανοιχτά της οικουμένης
αλυσοδεμένος πολικός αστέρας
άφηνα τους άλλους να μιλούν για μένα
και φοβόμουν μη με δει το φως της μέρας
τα χαμένα χρόνια θα τα πάρω πίσω
φτάνει που και που να λες ακόμα σ’ αγαπώ.
Κόκκινος ορίζοντας τα χρόνια π’ απομένουν
κάνε το σινιάλο να σε βρει ψυχή μου
πρόσωπα λιμάνια κράτησε τα "φεύγουν"
πάρε με αγκαλιά και κράτα με μαζί σου
βιντεοταινίες η ζωή που είδα
του άστεγου του νου μου η πατρίδα είσαι εσύ.
Αχ αγάπη μου αγάπη
διαμαντάκι μες στη στάχτη
και νησάκι που `χει φάρο
ένα μεθυσμένο γλάρο
γύρω σου που φτερουγίζει
τ’ όνομά σου συλλαβίζει
σημαδεύει τη ματιά σου και αφήνεται.
Έλα, ψυχούλα μου
Μουσική: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Είσαι τόσο παιδί κατά βάθος,
είσαι τόσο καλό κατά λάθος
είσαι τόσο αφελής
που άμα θέλεις μπορείς
όσα χάνουν οι ξύπνιοι να βρεις.
Είσαι τόσο αστείο μορτάκι
σου φιλάω και το δαχτυλάκι
που ’χει πάθει ζημιά
τι τον θες τον καυγά,
τι τον θες αφού πιάνεις λαβράκι
Ελα ψυχούλα μου, έλα καρδούλα μου
Ξέρω δεν είσαι ό,τι δείχνεις
άλλοι σε παίξανε άλλοι σε μπλέξανε
κλάψε γιατί όταν κλαις μικροδείχνεις.
Δάγκωσ’ τα χείλη σου
είμαι μαντήλι σου
σβήνω τον πάγο απ’το βλέμμα.
Έλα στραβάδι μου
πιάσου απ’το χάδι μου
κράτα εδώ μη σε πάρει το ρέμα
Μην ποζάρεις σαν μούτρο σε μένα
δε σε παίζω με φύλλα κρυμμένα.
Βρίσκω αυτή τη ρωγμή
που η ζωή ηρεμεί
το χαμένο λατρεύει κορμί.
Δεν υπάρχουν νερά του Ιορδάνη
κι oταν πιάνεις μωρό μου λιμάνι
μην την ψάχνεις πολύ
όλοι οι αμαρτωλοί,
όλοι είναι απ’ το ίδιο χαρμάνι.
είσαι τόσο καλό κατά λάθος
είσαι τόσο αφελής
που άμα θέλεις μπορείς
όσα χάνουν οι ξύπνιοι να βρεις.
Είσαι τόσο αστείο μορτάκι
σου φιλάω και το δαχτυλάκι
που ’χει πάθει ζημιά
τι τον θες τον καυγά,
τι τον θες αφού πιάνεις λαβράκι
Ελα ψυχούλα μου, έλα καρδούλα μου
Ξέρω δεν είσαι ό,τι δείχνεις
άλλοι σε παίξανε άλλοι σε μπλέξανε
κλάψε γιατί όταν κλαις μικροδείχνεις.
Δάγκωσ’ τα χείλη σου
είμαι μαντήλι σου
σβήνω τον πάγο απ’το βλέμμα.
Έλα στραβάδι μου
πιάσου απ’το χάδι μου
κράτα εδώ μη σε πάρει το ρέμα
Μην ποζάρεις σαν μούτρο σε μένα
δε σε παίζω με φύλλα κρυμμένα.
Βρίσκω αυτή τη ρωγμή
που η ζωή ηρεμεί
το χαμένο λατρεύει κορμί.
Δεν υπάρχουν νερά του Ιορδάνη
κι oταν πιάνεις μωρό μου λιμάνι
μην την ψάχνεις πολύ
όλοι οι αμαρτωλοί,
όλοι είναι απ’ το ίδιο χαρμάνι.
Nicolas Colombel - Cupid and Psyche
Στης ψυχής το παρακάτω
Στίχοι: Οδυσσέας Ιωάννου
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Άλμπουμ: Στης ψυχής το παρακάτω. 2001 .
.. Άλλη μια μάχη νικημένος,
νικημένος στα σημεία
τώρα δεν έχω παραμύθια,
παραμύθια ούτε αστεία.
'Aλλη μια νύχτα με τα όνειρα μπλεγμένος.
Πόσα λάθη είμαι ακόμα, είμαι ακόμα χρεωμένος;
Η αλήθεια μου άδειο πιάτο
και πηδάω στον αέρα
στης ψυχής το παρακάτω
στου μυαλού το παραπέρα
Χρόνια που πέρασαν μια χούφτα,
φύγαν σαν μια χούφτα αέρας,
ό,τι μου αφήσαν τσιγάρα, τα τσιγάρα μίας μέρας.
Φίλοι που κάναν στη ζωή μου,
στη ζωή μου τη γιορτή τους
άδειο μπουκάλι είμαι κι εγώ
είμαι κι εγώ μες τη δική τους.
Της ζωής μου μόνο εγώ , μόνο εγώ της απομένω,
ένα φως αφήνω πάντα, πάντα αφήνω αναμμένο
και στα χέρια μου οι μέρες, είν' οι μέρες φρέσκο χιόνι,
έχω ακόμα μια ελπίδα, μια ελπίδα που με σώνει..
Ψυχές –Μ. Ασλανίδου
Στίχοι: Λίνα Δημοπούλου
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Πρώτη εκτέλεση: Μελίνα Ασλανίδου
Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στη γη
για να πληρώσουν κάποιων άλλων αμαρτίες
λέγονται άγγελοι και είναι αληθινοί
κι είναι κρυμμένοι σε αφώτιστες γωνίες
Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στη γη
σε κάποιους άλλους να χαρίσουν τα φτερά τους
κάποτε μένουνε μονάχοι και γυμνοί
με άδεια χέρια και κουρέλια την καρδιά τους
Υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στη γη
κι ώσπου να λήξει στη ζωή η βάρδιά τους
κυκλοφορούν παραμιλώντας στη βροχή
μα δεν τους βλέπεις ούτε ακούς τα βήματά τους
Είναι ψυχές που συναντήσαν το Θεό
τη μέρα που έκανε κι εκείνος το ρεπό του
κι έτσι εκπέσανε για πάντα στον καημό
μοιραίοι κι όμορφοι σαν θάλασσες του νότου
Cesar Franck - PSYCHE AND EROS Pro Arte Symphony Orchestra ~ James Arthur Gardner, conductor ~ 2003
Edward Burne-Jones - Cupid and Psyche - Palace Green Murals - Psyche entering the Portals of Olympus
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου