Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου "Μνήμες της ρίζας" ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Δημήτρης Παπακωνσταντίνου "Μνήμες της ρίζας"
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΥΚΙΔΑ 
ΑΘΗΝΑ 2020
Χρονολογία Έκδοσης Ιούλιος 2020
Αριθμός σελίδων 76
Διαστάσεις 21x14
ISBN13 9786185333645

Επιμέλεια: Κώστας. Θ. Ριζάκης 
Σελιδοποίηση: Εύη Κώτσου 
Εξώφυλλο- Σκίτσο διαχωριστικό : Γλύκα Διονυσοπούλου

Αντί προλόγου:

"Γεννήθηκες ελεύθερος", είπε ο άνεμος στα κλαδιά του πεύκου. "Να θυμάσαι τις εκτάσεις! Δεν είναι για σένα το λίγο. Είσαι άνθρωπος!"

Εκείνος άκουγε μόνο. Έπειτα έδειξε με το χέρι τις ρίζες που ξεκινούσαν από τα πόδια του και χώνονταν στη γη. "Ναι, ήμουν άνθρωπος", είπε. "Τώρα όμως, δέντρο. Δε γίνεται να μην αγαπάς. Ωστόσο, όσον αγαπάς, τόσο οι ρίζες σου βαθαίνουν. Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει".

Ο άνεμος γέλασε και τράνταξε τα κλαδιά. "Ξέρω", σφύριξε απαλά. "Μη νοιάζεσαι! Μ' αρέσει κι εμένα να περνάω τον καιρό μου στο δάσος”.
Δ.Π.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΥΛΛΟΓΗΣ 

A΄Μνήμες της ρίζας

Ρίζες

Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα
ξυπνούσε η γη κάτω απ' τα πόδια τρομαγμένη
άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε
και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.

Περάσαμε όλο το πρωί εδώ στον τόπο μας
αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια
κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας
κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.

Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας
δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα
την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι
μέσα απ' τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.

                         🌼     🌼

Τόση ζωή

Άκουγα πάλι το τραγούδι των νερών
και τα μικρά θλιμμένα φλάουτα των φύλλων
ανάσκελα στο χώμα και μουρμούριζα
τριξίματα της γης αρχαίων μύθων.

Η Περσεφόνη, αχ, στα έγκατα της γης
στ' άφεγγα λούζεται
κι όλο χτενίζει τα μαλλιά μ' ένα κοχύλι
και στο γυμνό κορμί της πόθοι ανασταίνονται
κι έρωτας άνοιξης καημός την τριγυρίζει.

Ένα λουλούδι μες στα στήθια κατακόκκινο
θα ήταν -λέω- αρκετό δάκρυα να φέρει
όμως τριγύρω οι ψυχές σκιές αθόρυβες
ώρες και ώρες θα κοιτούσαν μ' απορία

τόση ζωή, τόση ομορφιά μες στα υπόγεια
τόση ζωή, τόση ομορφιά λησμονημένη.

                         🌼     🌼

 Ο κύκλος

Υγρά τα μάτια σου το απόγευμα όπως έσκυβες
κοντά κοντά στο πρόσωπό μου κι απορούσες
πώς σ' εγκατέλειψαν οι λέξεις, πώς σ' αρνήθηκαν
κι ούτε μια τοσοδά σωστή πια δε νογούσες.

Έμοιαζες άδολο μικρό παιδάκι άβουλο
και πιο μικρός, μωρό γινόσουν κάθε μέρα
πίσω ξανά προς την αρχή ο κύκλος έκλεινε.

Κι ήμουν εγώ πια ο πατέρας σου, πατέρα.

                         🌼     🌼

H μάνα μου

Στην πίσω αυλή στα δυο πλακόστρωτα σκαλάκια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου
καθάριζε ραδίκια κι όλο μού 'λεγε
μ' εκείνη τη φωνή την πονεμένη
για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες
που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,
κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα
στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες
κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια
στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.

Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα
-άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω-
με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά
και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.

Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε
-μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν-
πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.
Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.

                         🌼     🌼

Tαξιδιώτες

                              “δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
                               Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
                              στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες”
                                                        Κ.Π. Καβάφης


Χάρτινα είναι τα καράβια και στον μόλο
μήτε μαντίλια ανεμίζουν μήτε φλάμπουρα.
Αποσκευές δεν κουβαλούν κατάκοποι
κι ούτε στα μέτωπα ο ίδρωτάς τους λάμπει.
Πάνε στην άκρη του νερού για λίγο στέκονται
κι έπειτα σημειώνουν στο χαρτί υπνωτισμένοι
το λίγο ρίγος της στιγμής κάθε σφυγμό
σαν άρρωστοι καιρό που 'χουνε μάθει
να καταγράφουν μέρα ώρα και την πίεση
στις φλέβες της καρδιάς που αργοχτυπάει.

(Μάταια, όπως το ρολόι που κανείς
χρόνια και χρόνια μήτε ακούει, ούτε κοιτάζει.)

Κι έπειτα σα χωρίσουνε σκυφτοί δεν χαιρετιούνται.
Ξέρουν πως τ' άλλο το πρωί νωρίς θα βρίσκονται
στην ίδια πάντα διαδρομή στην ίδια θέση.

Λίγο πριν γίνει πορφυρή ξανά η θάλασσα
από φωτιά που αργοξυπνά κι ανηφορίζει.

 Β΄Ο Τόπος μου

O τόπος μου

“Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο” 
Γιώργος Σεφέρης - Ομιλία στη Στοκχόλμη 

Ένα ακρωτήρι, Θε μου, στο νερό είναι ο τόπος μου
λίγο το χώμα λιγοστά τα δέντρα κι οι κοιλάδες
κλειστές στον κόρφο των βουνών που εποπτεύουνε
από ψηλά το μεροκάματο ως τη δύση.

Βράχια αρμυρά σπαρμένα στη σειρά, ο τόπος μου.
Κυκλάδες, Δώδεκα Νησιά κι η ωραία Κρήτη
κι άλλα χιλιάδες με ονόματα αφρισμένα που χαρίσανε
μια νύχτα οι γοργόνες μεθυσμένες.

Λιμάνια ολόφωτα με βάρκες θαλασσιές: Αυτός
ο τόπος μου!
Ο Αϊ-Νικόλας, η Σαπφώ κι η αγια- Μαρίνα
με την καρίνα κεντημένη ολοστόλιστη
φύκια πλεγμένα του βυθού και αστερίες.

Ένα ακρωτήρι, Θε μου, στο νερό είναι ο τόπος μου
και παραμέσα Λάρισα, Κοζάνη, Σαλονίκη
πολύ ακριβό, αλλά χαλάλι όσα δώσαμε
ψυχές αμέτρητες μας κόστισε το χώμα.

Ο τόπος ξέρει τα τραγούδια που του γράψαμε
ξέρει την πίκρα και τα “βόηθα Παναγιά μου”
ξέρει το δάκρυ των παλιών και τα νυχτέρια τους
όπως τροχίζανε στην πέτρα τα μαχαίρια.

Ξέρει χορούς στ' αλώνια κουρνιαχτούς
ξέρει τα γύφτικα κλαρίνα, τα βιολιά τους
ξέρει τους γάμους, τις χαρές, τις μπαλωθιές
και τα πικρά της ξενιτιάς λευκά μαντίλια.

Ο τόπος ξέρει τη σκιά μας και τα βήματα
τα όνειρά μας τα τρελά και τις αγάπες
τα ονόματα τα χέρια και τα έργα μας
τη φτώχεια τους καημούς και τη χαρά μας.

Ένα ακρωτήρι, Θε μου, στο νερό είναι ο τόπος μου.

                         🌼     🌼

Απανεμιά
μεσημέρι στη γη των Αργείων

Με γόνατα στο στήθος διπλωμένα
σαν τα μωρά κοιμούνται οι προπαππούδες μας
στις άγιες κατακόμβες κι ησυχάζουν
στα πέτρινα μικρά μικρά κρεβάτια τους.

Κι επάνω εμείς χτίζουμε σπίτια, ερωτευόμαστε
γυαλίζουμε το νέο μας αμάξι
ψωνίζουμε στις λαϊκές, λέμε τ' αστεία μας
και ψήνουμε σουβλάκια στους τουρίστες.

Κι όλα στο φως τ' Aυγούστου ήρεμα κι ατάραχα
απανεμιά και λαϊκά παλιά τραγούδια
μ' άχρωμους στίχους που κανείς ποτέ δεν έμαθε
αδιάφορα να ηχούν να σε κοιμίζουν.

                         🌼     🌼

Παλιά ιστορία

Σχολειό δεν πήγε ο παππούς μου, δεν κατάλαβε
γιατί τον έστειλαν στ' Αφιόν μ' ένα ντουφέκι
παιδί ακόμα και μετά στο Εσκί Σεχίρ
τη μάνα του με δάκρυα ζητούσε.

Μεγάλος έπειτα στη δεύτερη φωτιά
δίχως σπορά την αυλακιά μισή αφήκε
κι ούτε που ρώτησε αν σκούριαζαν τ' αλέτρια του
μήτε και τ' άλογα πού πήγαν τρομαγμένα.
Μόνο τα πέντε του παιδιά κοντά του έσφιγγε
στις ρεματιές μέχρις η νύχτα να περάσει
κι εκείνα κλαίγανε στον ύπνο για ψωμί
κι η Τσαριτσάνη στους καπνούς παραδομένη.

Κι όταν τον έπιασαν οι οχτροί και τον βασάνισαν
στη μέση της αυλής μπρος στα παιδιά του
για το κρυμμένο του πιστόλι στο υπόγειο
μήτε μιλιά του πήραν απ' τα χείλη.
Μόνο οι γυναίκες ξεφωνίζανε ολόγυρα
μες στα σοκάκια πως “σκοτώνουνε τον Μήτσο”
γιατί δε σάλευε ανάσκελα στα χώματα
κι ίσα π' ανάσαινε στα αίματα πνιγμένος.

Σχολειό δεν πήγε ο παππούς, ποτέ δεν έμαθε
πούθε κινάει ο κακό, πούθε μας βρίσκει.
Κι όπως απόμεινε κουφός ως τα στερνά,
της λεφτεριάς δεν άκουσε ποτέ του την καμπάνα.


                         🌼     🌼

Καράβι

Παράξενο καράβι στη Μεσόγειο
“κάλιο με θύμησες να ζεις”, λέει και δε δένει
στο Αϊβαλί, μήτε στη Σμύρνη την κατάφωτη
μήτε τον Βόσπορο περνάει κατά τον Πόντο.

“Παλιές πληγές μην τις σκαλίζεις”, συλλογίζεται.
“Άλλοι καιροί, άλλοι Θεοί κι η Μοίρα άλλη”.

Μετρά τα βράχια στ' ανοιχτά κατά την Κάλυμνο.
Γλυκά και άγια τα νερά κι όλοι τα θέλουν
χρόνους παλεύουν τα θεριά να τ' αφανίσουνε
μήτε στον χάρτη να βρεθούν, σκόνη να γίνουν.

Παράξενο καράβι στη Μεσόγειο,
αν σε ρωτήσει η γοργόνα δακρυσμένη,
πες της πως χάθηκε για πάντα ο Αλέξανδρος.

Κι αλλόγλωσσοι λογίζονται γενιά του.

                         🌼     🌼

Κράτα καλά

Κι αν τίποτα δε μείνει να θυμίζει
αυτή τη γη που τόσο αθώα αγαπήσαμε
κράτα στον κόρφο σου καλά λίγα χαλίκια
κι ένα κοχύλι ασπριδερό που κρύβει μέσα του
τον βόγγο των κυμάτων τις φωνές
των θαλασσόλυκων παππούδων που οργώναν
τα κύματα στον ήλιο και γνωρίζανε
τα γλαροπούλια στη σειρά με τ' όνομά τους.

Κράτα δυο φύλλα ελιάς ασημοπράσινα
κι ένα πλατύ από τ' αμπέλια του Τυρνάβου
να στάζει νέκταρ των θεών από τα έγκατα
κράτα μια γκλίτσα σκαλιστή και μια φλογέρα

γιομάτη αγέρηδες φωνές σαλαγητά
γιομάτη ήχους απ' τ' Ομήρου τα κοπάδια.


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λάρισα, όμως ζει με την οικογένειά του μόνιμα στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ποιήματά του φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους και σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Κάποια από αυτά απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Μερικά έχουν μεταφραστεί στη γαλλική γλώσσα.

Εργα
“Μικρή Περιήγηση”, ποίηση, εκδόσεις “ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ”, Θεσσαλονίκη 1996. Β΄έκδοση, Αθήνα 2017 από τις εκδόσεις “ΕΝΤΥΠΟΙΣ”. 
“Ψιθυριστά στο φως, στο έρεβος”, ποίηση, εκδόσεις “ΠΗΓΗ”, Θεσσαλονίκη 2016. 
“Νυχτοπερπατήματα”, νουβέλα σε ψηφιακή μορφή (e-book), από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 
“Αχαρτογράφητα”, ποίηση haiku σε συνεργασία με την ποιήτρια και μεταφράστρια Παναγιώτα Τσορού. Το βιβλίο εκδόθηκε ως ψηφιακό (e-book) από τις εκδόσεις “24 γράμματα”. 
“Ο Μέσα Ήλιος”, ποίηση, εκδόσεις “ΕΝΤΥΠΟΙΣ”, Αθήνα 2018. 
“Η τροχιά του βέλους”, νουβέλα, από τις εκδόσεις “Όστρια”, Αθήνα 2018. 
“ Μνήμες της ρίζας”, ποίηση, εκδόσεις  “ΚΟΥΚΙΔΑ”, Αθήνα 2020 .





















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου