i. ΑΝΑΘΗΜΑ
Στίς ἀκυβέρνητες πολιτεῖες
τό κρασί τῶν δειλῶν ἔχει χρῶμα κόκκινο
σάν τό ζεστό αἷμα τῶν σκοτωμένων ὀνείρων.
Κι αὐτήν τήν χρονιά
τά χελιδόνια δέν ἦρθαν
γυρεύοντας τήν χαμένη ἄνοιξη
σέ ἄλλους τόπους μακρινούς.
Τό νησί τῶν σαρκοφάγων βούλιαξε,
οἱ ἁλυσίδες σκούριασαν,
οἱ σιδερένιες πόρτες ἔκλεισαν.
Ἀβάσταχτη ἐρημιά χωρίς φωνή,
μόνο οἱ σκιές τῶν πληγωμένων πουλιῶν
ἀναφτεριάζουν τίς νύχτες
καί στριγγλίζουν ἀναζητώντας
μιάν ἐντολή στόν καθαρτήριο λειμῶνα τῶν ψυχῶν.
Τά γύψινα φτερά τῶν ἀγγέλων σπαράγματα
μιᾶς ἀνέλπιδης ζωῆς.
Τώρα πιά οἱ ἥρωες κοιμοῦνται ἀνήσυχα
ἀπολαμβάνοντας τήν μέθη τῆς ἐξουσίας.
Πῆραν τούς μεγάλους δρόμους πού δέν ὁδηγοῦν πουθενά.
Ὁ χρόνος ἀδυσώπητος ἔφαγε και τά τελευταῖα κομμάτια
τῆς σάρκας τους.
Τά μάρμαρα λυγίζουν ἀπό τό βάρος τῆς ὀμορφιᾶς τους.
Τά ἀγάλματα βαρέθηκαν νά περιμένουν,
κατεβαίνουν ἀπό τά βάθρα τους,
κρύβουν τήν γύμνια τους,
ντύνονται βιαστικά
καί χάνονται μέσα στό πολύχρωμο πλῆθος.
Τώρα πιά δέν τά ξεχωρίζεις.
💚
Ex-voto
Aux cités en dérive
le vin des lâches est de couleur rouge
pareil au sang chaud des rêves tués.
Cette année
les hirondelles ne sont pas non plus venues
cherchant le printemps perdu
à d’ autres lieux lointains.
L’île des carnivores s’enfonca,
les chaînes se rouillèrent,
les portes en fer se fermèrent.
Solitude insupportable sans voix,
seules les ombres des oiseaux blessés
secouent les ails pendant les nuits
et hurlent cherchant
un ordre dans la prairie purifiante des âmes.
Les ailes en plâtre des anges
morceaux restés d’une vie désespérée.
Maintenant les héros dorment inquiets
en jouissant de l’ivresse du pouvoir.
Ils ont emprunté les vastes rues qui n’ aboutissent nulle part.
Le temps impitoyable devora les dernières pièces
de leur chair.
Les marbres se plient sous le fardeau de leur beauté.
Les statues s’ennuyèrent d’attendre,
elles descendent de leurs piedestals,
cachent leur nuidité,
s’habillent en hâte
et se perdent dans la foule multiocolore.
Impossible de les distinguer désormais.
ii. ΑΓΑΠΗ
Ἀναρωτιέμαι
πῶς μπορεῖ νά χωρέσει ἡ ἀγάπη μας σ’ ἕνα τόσο μικρό σπίτι;
Ἁπλώναμε τά χέρια μας,
ἀγκαλιάζαμε τά σύννεφα
καί ταξιδεύαμε μαζί τους
γνωρίζοντας τόν κόσμο.
Ἀναρωτιέμαι
πῶς μπορεῖ νά χωρέσει ἡ καρδιά μας τόσο μεγάλα ὄνειρα;
💚
AMOUR
Je me demande
comment notre amour peut-il être contenu dans une si petite maison ?
Nous étendions nos mains,
nous embrassions les nuages
et nous voyagions avec eux
en connaissant le monde.
Je me demande
comment notre cœur peut-il contenir de si grands rêves ?
iii. ΤΟ ΑΝΕΣΠΕΡΟΝ ΦΩΣ
Μά πόση ὀμορφιά μπορεῖ νά κρύβεται
μέσα στό φθαρτό σῶμα ἑνός ἀνθρώπου;
Μά πόση ἀθανασία μπορεῖ νά φωλεύει
μέσα στήν διάφανη ψυχή ἑνός προσώπου;
Τό μελωδικό θρόισμα τῶν φύλλων τῆς καρδιᾶς σου
μυστικός ψίθυρος στό αὐτί τοῦ Θεοῦ.
Τό γαληνό ἀντιφέγγισμα τῶν ματιῶν σου
γλυκό τραγούδι στόν καθρέφτη τῆς ζωῆς.
Ἡ γεύση τῆς μοναδικότητας μιᾶς στιγμῆς
δρόμος πλατύς γιά τήν αἰωνιότητα.
💚
La lumière éternelle
Mais quelle beauté peut – elle se cacher
dans le corps périssable d’un homme?
Mais combien d’immortalité peut – elle se nicher
dans l’âme transparent d’un visage?
Le bruissement mélodique des feuilles de ton coeur
murmure secret à l’oreille de Dieu.
Le reflet tranquille de tes yeux
chanson douce au miroir de la vie.
Le goût d’un moment unique
route ample vers l’éternité.
iv. ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ
Τίς ἡμέρες
ὅταν μέ γυρεύεις,
θά μέ βρίσκεις
στήν ζεστασιά μιᾶς ἡλιαχτίδας
καί στήν δροσιά ἑνός ἴσκιου
πού θά σ’ ἀκολουθεῖ.
Τίς νύχτες
ὅταν αἰσθανθεῖς τήν ἀνάγκη
νά μοῦ μιλήσεις,
σήκωσε τό βλέμμα σου στόν οὐρανό
καί θά δεῖς τό πιό φωτεινό ἀστέρι
νά σοῦ χαμογελᾶ.
💚
JOURS ET NUITS
Pendant les journées
quand tu me chercheras,
tu me trouveras
dans la chaleur d’un rayon de soleil
et dans la fraîcheur d’une ombre
qui te suivra.
Pendant les nuits
quand tu auras envie
de me parler,
lève le regard vers le ciel
et tu verras la plus brillante étoile
te sourire.
v. ΛΙΓΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΠΟ ΒΕΛΟΥΔΟ
Τίς νύχτες βρίσκω παρηγοριά στήν ἀγκάλη τοῦ φεγγαριοῦ
πού μπαίνει σάν διαρρήκτης ἀθόρυβα στό σπίτι
ἀπό τό μισόκλειστο παράθυρο τῆς κρεβατοκάμαρας
ξεδιπλώνοντας πάνω στό γυμνό κορμί μου τό ἀσημένιο σεντόνι τῆς ἀγάπης.
Στά φτερά του βόμβοι ἐρώτων ἀνοιγοκλείνοντας τήν ἀγάπη μας
πάνω στα δακρυσμένα βλέφαρα,
στά βύθη τῶν ματιῶν σου ἀστερίες σελαγίζουν τίς κοραλλένιες ἄκρες τους,
τό καθάριο νερό τοῦ καταρράκτη ἀναταράζει
τίς δινούμενες ὑπόγειες τῆς ἄνοιξης ὑδρορροές,
λούζει τά ξανθά μαλλιά τῶν ἔφηβων ὀνείρων στίς ἀμμουδερές ἀκτές τοῦ κορμιοῦ μας
μέ τό φυλλορρόημα τῆς ἱερῆς βελανιδιᾶς.
Ἀκολουθοῦμε τά χνάρια τοῦ φεγγαριοῦ πάνω στήν ἄμμο
μέχρι τήν πλέρια γυμνή θάλασσα,
ἀκύμαντη, γαληνά γαλανή φωνάζει τά ὀνόματά μας,
ἐμβάπτιση στά νάματα τῆς ἱδρωμένης σάρκας, λαμπηδόνες σέ σκοῦρο μπλέ,
ἄνθη βανίλιας σκορποῦν ἄτακτα στό πάτωμα τοῦ μαρμάρινου ἐξώστη μας
δίπλα στό κόκκινο βελουδένιο μαξιλάρι τῆς γιαγιᾶς
μέ τήν χρυσοκέντητη κλωστή ὁλόγυρα,
κι ἦταν τότε πού ἡ σιωπή τῆς νύχτας ἔσπαζε τά δεσμά μας.
Ἐκεῖ κάπου στήν ἄκρη ἑνός φύλλου πού ἔπεσε μονάχο του ἀπό τόν οὐρανό
ἀντικρύσαμε γυμνή τήν ἀλήθεια.
💚
Un peu de rouge de velours
Dans les nuits je me console dans les bras de la lune
qui entre doucement en cambrioleur dans la maison
par la fenêtre demi fermée de la chambre à coucher
en dépliant sur mon corps nu le drap argenté de l’amour.
Sur ses ails des bourdonnements d’eros en ouvrant et fermant notre amour
sur les paupières en larmes,
au fond de tes yeux des étoiles de mer flamboient leurs bouts en coral,
l’eau pure de la cascade secoue
les chéneaux souterrains en tourbillion du printemps,
lave les cheveux blonds des rêves adolescents
sur les plages en sable de notre corps,
avec les feuilles tombantes de la chêne sacrée.
Nous suivons les traces de la lune sur le sable
jusqu’ à la pleine mer nue,
sans ondes, tranquillement bleue elle appelle nos noms,
baptême dans les eaux de la chair en sueur, éclair dans le bleu foncé
des fleurs de vanilla dispersées en vrac sur le sol de notre balcon en marbre,
à coté du coussin rouge en velours de la grand-mère
bordé tout autour par le fil doré,
et c’ était alors que le silence de la nuit cassait nos liens.
Là quelque part au bout d’une feuille tombée seule du ciel
nous aperçumes la verité nue.
Μετάφραση : Παρασκευή Μόλαρη
Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργίου γεννήθηκε τό 1976 στό Ἀγρίνιο. Τὸ 1998 ἀποφοίτησε ἀπό τήν Φιλοσοφική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων. Εἶναι λειτουργός τῆς Μέσης ἐκπαίδευσης καί τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2020 κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις Ἰωλκός ἡ πρώτη του ποιητική συλλογή Σέ πρῶτο πληθυντικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου