Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΑΤΟΣ "Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ"


ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
(Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΕΥΧΩΝ)

Ήταν εκεί.
Όλη η ανθρωπότητα σε στάση προσοχής, ή μήπως προσευχής;
Δεν έβλεπα καλά.
Όλες οι εθνικότητες, όλες οι θρησκείες, όλες οι φυλές.
Ήταν εκεί..
Άνθρωποι όλων των εποχών.
Ανακατεμένοι ήταν κι όμως όλοι γνωστοί μεταξύ τους.
Ήταν εκεί σα βαρκούλες να λικνίζονται σε ένα πολύβουο γαλανό ωκεανό.
Ήταν δισεκατομμύρια ψυχές στην κοιλάδα των ευχών.
Έβλεπα τόσα φωτάκια στον ωκεανό να τρεμοπαίζουν και σκιές να κείτονται πάνω σε βαριές ανάσες και να ζητούν λίγο από το φως των μεγάλων τους στιγμών...
Ήταν και κάποια άλλα φώτα που έλαμπαν σα τον αυγουστιάτικο ήλιο το απομεσήμερο.
Μεγάλες ακοίμητες καντήλες που όλα τα μισόσβησμένα κεράκια ακουμπούσαν πάνω τους για να πάρουν λίγο από το φως τους.
Και οι καντήλες οι ακοίμητες έγερναν για να προσφέρουν φως..
Ακόμα κι εκείνη την ύστατη στιγμή
Και πολλά από τα κεράκια τα μισοσβησμένα φορούσαν αρχόντων και βασιλιάδων στολές και στρατηγών και πνευματικών παράσημα.
Πολλά στολίδια φορούσαν τα σβησμένα κεράκια φορτωμένα με αρώματα και παλάτια και δόξα πολλή.
Πλούτη και βραβεία έφεραν στο στήθος με βάρος ασήκωτο για την ελεύθερη ψυχή!
Ξαφνικά αυτό που είδα έκανε τη καρδιά μου να σταματήσει.
Κάποια σβησμένα κεράκια φορούσαν μεγάλους διαμαντοστόλιστους σταυρούς που από μακρυά έμοιαζαν σα ξίφη ματωμένα...
Και είδα ράσα που κάπνιζαν σαν κάρβουνο χωρίς λιβάνι.
Χωρίς πραγματικό σκοπό.
Και είδα θρόνους άδειους και φθαρμένα βελούδινα άμφια να ρέουν προς της κενής ματαιοδοξίας τον πυρετό.
Τα κεράκια που τρεμόπαιζαν...
Μα είδα και σχήματα ευλογημένα, Άγια - "πνιγμένα" στον πόνο των λογισμών που κρύωναν - να τυλίγουν ευλαβικά τις ψυχρές κι αστέριωτες ακόμα ψυχές.
Δε μίλαγαν παρά περίμεναν αυτήν την υπέροχη στιγμή.
Και οι μεγάλες οι καντήλες οι ακοίμητες που έλαμπαν σαν τον ήλιο στο καλοκαιρινό ουρανό δεν είχαν τίποτα να φορέσουν και καμιά τιμή να ενδυθούν και να παινεύονται.
Κλειδιά από βαριές αμπαρωμένες πόρτες δεν έπνιγαν το λαιμό τους και δούλοι ανονείρευτοι δε σκέπαζαν τη κάθε τους ματιά.
Δεν είχαν τίποτα μα τα είχαν όλα...
Κι όταν η κοιλάδα πλημμύρισε με φως και γλυκόπιοτο έλεος οι ακοίμητες καντήλες φώτιζαν ακόμα.
Στο πρώτο σάλπισμα φώτισαν ακόμα πιο πολύ...
Η κοιλάδα πλημμύρισε δάκρυ αλμυρό σαν την έρημο και πικρό σαν τη νοσταλγία.
Οι βασιλιάδες οι άρχοντες και οι κήρυκες της αλήθειας, πέταξαν τα βαριά τους στολίδια και έβρεξαν το κεφάλι τους με χάδι μετάνοιας δροσερό.
Οι μεγάλες καντήλες προσέρχονταν προς το φως...
Οι καντήλες οι ακοίμητες για την ανθρώπινη ανάγκη και φωνή, προσέρχονταν προς το ακοίμητο φως!
Έβλεπα καλά κι ας τρεμόπαιζε ελάχιστα η λάμψη στο χαμηλό μου κεράκι.
Ήταν κι εκείνη η δροσερή αρωματοφόρος πνοή ανάμεσα μας...
Τόλμησα να ψελλίσω:
"Μα, αυτό που εμείς είχαμε αντιληφθεί ως τιμωρία, βρίσκεται μέσα στο έλεος ως φάρος φωτεινός.
Σαν την αγάπη που κεραυνοβολεί το μίσος και το διωγμό."

Κι όμως, για εμάς τους ασήμαντους υπήρχε απέραντο έλεος.
Ακόμα και για τα σβησμένα κεράκια...
Υπήρχε έλεος απέραντο σε καιρούς κοντινούς σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ζωή.
Πολύ κοντινούς!

Κωνσταντίνος Γεωργάτος









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου