Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

ΠΕΤΡΟΣ Ι.ΚΟΤΑΜΑΝΙΔΗΣ "Η ΜΟΝΑΞΙΑ" - Διήγημα

Πίνακας - Salvador Dali

Ηταν ένα σταυροδρόμι όπως χιλιάδες άλλα μέσα σ΄ αυτή τη πόλη. ΄Όμοιο με όλα τα άλλα. Όχι όμως γι΄ αυτούς!
Όταν ένα Σαββατόβραδο σφίξανε τα χέρια και είπανε «γεια σου», γνώριζαν ότι άφηναν πίσω τους ένα κόσμο που τον περπάτησαν μαζί χέρι-χέρι, τον πάλεψαν και τον χάρηκαν μαζί στιγμή-στιγμή.
΄Αφηναν τούτο τον κόσμο –τον κόσμο τους- όπως τον αποκαλούσαν, για να περπατήσουν τώρα πια ο καθένας σ΄ ένα διαφορετικό κόσμο. Στον προσωπικό τους κόσμο, εκεί όπου η μόνη συντροφιά είναι η μοναξιά! 
- Θα ξαναβρεθούμε κάποτε, ε; είπε εκείνος.
- Ναι, βέβαια, πρόσθεσε εκείνη. ΄Ισως τηλεφωνηθούμε. . . 
Γνώριζαν και οι δύο ότι τίποτα από τα δυο δε θα γινότανε. Μήτε ξανασυνάντημα, μήτε ξανατηλεφώνημα. ΄Ητανε λόγια αποχαιρετισμού. Μια καθαρά τυπική διαδικασία.
΄Ηξεραν ότι ο καθένας θα τράβαγε από ένα δρόμο. Και γνώριζαν ότι οι δρόμοι τους από δω και πέρα ήτανε παράλληλοι. Σημείο επαφής δεν υπήρχε πια!. . . 
- Λοιπόν, γεια σου, ξαναείπε χαμογελώντας εκείνη και βιαστικά, δίχως να περιμένει απόκριση, έτρεξε και χάθηκε στο πλήθος.
- Γεια σου, είπε κι εκείνος και άπλωσε το χέρι, σα να έκανε χειραψία με κάποιον αόρατο συνομιλητή του. Αόρατο για τους άλλους. ΄Όχι γι΄ αυτόν. Αυτός χαιρέταγε κιόλας τον καινούργιο κόσμο του. Χαιρέταγε τη μοναξιά.
Τα δάκρυα στα μάτια του δε τα πρόσεξε κανείς.

Την πρώτη γνωριμία με τη μοναξιά την έχουμε συγχρόνως με τη γέννησή μας, άσχετα με το πότε τη συνειδητοποιούμε. Σ΄ αυτό τον κόσμο ερχόμαστε εντελώς μόνοι και ακόμα πιο μόνοι φεύγουμε! Κάτι χαρούμενα διαλείμματα μεταξύ ζωής και θανάτου, τα ονομάζουμε ευτυχία!
Αυτός άρχισε να συνειδητοποιεί τη μοναξιά του, την ώρα που άφηνε το τελευταίο του βλέμμα στο μικρό νησί πάνω από το καράβι. Δύο χρόνια στρατού σε τούτο τον τόπο. ΄Αφηνε πίσω τους συντρόφους, άφηνε πίσω τους φίλους. ΄Ηταν το πρώτο του ραντεβού με τη μοναξιά. Δεν τόξερε. Τότε πίστευε, ότι το να γυρνάς από το στρατό στη πολιτική ζωή, είναι σα να γυρνάς από το τίποτα στο κάτι και πίστευε ότι αυτό το «κάτι» θα του έφερνε και όλα τα άλλα Εξάλλου δε γύρευε και πολλά. Γνώριζε ότι η ευτυχία Δε βρίσκεται στα ψηλά, Δε ν κατοικεί στα σύννεφα. Μέσα σε τούτα τα δύο χρόνια θητείας είχε συνειδητοποιήσει ότι η ευτυχία βρίσκεται μέσα στις λεπτομέρειες της καθημερινότητας, μέσα σε χίλιες-δυο λεπτομέρειες που τις αφήνουμε και μας ξεφεύγουν έτσι, χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν γύρω μας. Το θυμήθηκε τούτο και χαμογέλασε, όταν, στρατιώτης ακόμα, τον ρώτησαν τι ήθελε για να νιώσει ευτυχισμένος και απάντησε:
- Να ξυπνήσω ένα πρωί και δίπλα στο κρεβάτι μου, να υπάρχει ένα ποτήρι ζεστός καφές, που να μπορώ να τον πιω ανέμελα και αργά-αργά. Να μπορώ να γυρνώ στους δρόμους με τα χέρια στις τσέπες και να σιγοσφυρίζω, να μπορώ να χαζεύω ξένοιαστος τις βιτρίνες. Αυτά θέλω. Και με αυτά πιστεύω ότι θα νιώσω ευτυχισμένος. Απλά, απέριττα, καθημερινά πράγματα που όλα μαζί συνθέτουν την προσωπικότητά μας. Αυτά που μας δημιουργούν την αίσθηση της ευτυχίας. Οι μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες, που δίχως να το καταλαβαίνουμε συνθέτουν την «ψυχική μας ευφορία».
Όμως η ζωή έχει και πολλά ξαφνικά προσγειώματα. ΄Όπως τώρα αυτό το χωρισμό. Που δεν άργησε να του δώσει να καταλάβει πως τίποτα πια δεν ήτανε όπως τα είχε αφήσει πριν φύγει για το στρατό. Θόλωσαν λίγο τα πράγματα που τις πρώτες ημέρες όλα του φάνταζαν όμορφα σαν πρωτοφανέρωτα. Ρούφαγε στιγμή τη στιγμή και απολάμβανε τις «ελευθερίες του». Γρήγορα όμως ένιωσε ότι η ζωή που διάβαινε δεν τον γέμιζε πια! Κάπου υπήρχε ένα πρόβλημα. ΄Ένα τόσο δα μικρό πρόβλημα, που όμως τον εμπόδιζε να αισθανθεί χαρούμενος, τον εμπόδιζε να νιώσει αληθινά απελευθερωμένος. . . . 
Μέσα του σιγά-σιγά άνθιζε πάλι το φυτό της μοναξιάς. Ζήταγε το φίλο, το σύντροφο. Χάθηκαν όλοι. Καθένας τράβηξε και ένα ξεχωριστό δρόμο. Ζήταγε την κουβέντα, ζήταγε να δώσει σε κάποιον όλα αυτά που έκρυβε μέσα του. Συνειδητοποίησε ότι η ζωή δε πήγαινε εκεί που αυτός ήθελε να την πάει, παρά εκεί που αυτή επιθυμούσε. ΄Ενιωθε ότι οι άνθρωποι χάνονταν ανάμεσα σε αριθμητικές πράξεις, πιέζονταν ανάμεσα σε χρονικά διαστήματα. Πάσχιζαν να αυγατίσουνε το βιό τους, πάλευαν να μοιάσουνε σε «μοντέλα-είδωλα» που οι ίδιοι είχαν εφεύρει. Του φάνταζαν με καλοκουρδισμένα μηχανάκια, που από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, βάζανε σε κίνηση το μηχανισμό τους, κυνηγώντας το «μεγάλο», το «εντυπωσιακό», χάνοντας την ουσία, χάνοντας την αλήθεια
Αναζήταγαν την ευτυχία σε πράγματα τρανά, πάνω από το μπόι τους, πάνω από τις δυνάμεις τους. Η ήττα ήτανε αναπόφευκτη. Ο πόνος και η δυστυχία μόνιμοι σύντροφοι! Λησμόνησαν ότι ένα μικρό ασήμαντο πράγμα, ίσως να είναι αυτό που τελικά οδηγεί στην ευτυχία. ΄Ετσι, μη μπορώντας να την αγγίξουν την θεοποίησαν. Την φτιάξανε είδωλο μαζί με όλες τις άλλες αξίες.
Εμεινε ο καθένας μόνος του να παλεύει ενάντια σε φτιαχτά εμπόδια, φοβούμενος και να χαμογελάσει, φοβούμενος και να ομολογήσει ότι πονάει, ότι υποφέρει. Δεν αφήνει εύκολα κανείς το πόνο να βγει έξω, να γίνει βογκητό, να γίνει κραυγή. Τον κρατά καλά κλεισμένο μέσα του. Φοβάται μη συνειδητοποιήσουν οι άλλοι ότι μέσα του υπάρχουν αισθήματα, ότι υπάρχει μια καρδιά που χτυπά, που ματώνει, που αντιστέκεται. . . . 
Το άσχημο είναι ότι και αυτός φοβήθηκε να κραυγάσει, αρνήθηκε να αντισταθεί!

# # # # #

Τη γνώρισε τον καιρό που άρχισε να πιστεύει ότι η ζωή Δε μπορεί να έχει καμιά αξία, τον καιρό που άρχισε να παζαρεύει την παράδοσή του, τον καιρό που άρχισε να εξομοιώνεται με όλους τους άλλους. 
Τούτη η κοπέλα αρχής-εξαρχής του πρόσφερε τη ζωή. Τη ζωή που κράταγε στις χούφτες των χεριών της. Στο πρόσωπό της γνώρισε την αξία του χαμόγελου-του χαμόγελου που είχε ξεχάσει-. Στα μάτια της βρήκε την κατανόηση, μα συνάμα και την προτροπή να συνεχίσει να στέκεται ορθός. Τούτη η κοπέλα με τη δροσιά και τη ζωντάνια της τον ξανάνιωσε.
Του υπενθύμισε ότι η ευτυχία είναι οι μικρές ασήμαντες πράξεις της καθημερινότητας. Τούμαθε ότι η ευτυχία είναι να μπορείς χωρίς φόβο να ανοίγεις την καρδιά σου και να ομολογείς τα όσα κρυφά σε βασανίζουν. Τούμαθε ότι ευτυχία είναι να μπορείς να σφίγγεις το χέρι κάποιου όταν πονάς και να γνωρίζεις ότι αυτό το χέρι είναι έτοιμο να σου δώσει τη κάθε στιγμή ένα χάδι. Να υπάρχουν δύο χείλη να σου δίνουν ένα χαμόγελο, να υπάρχουν δύο μάτια να σου δίνουν ζεστασιά, κουράγιο, δύναμη. Τούτη η κοπέλα του πρόσφερε τη ζωή! Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Απλά τη ζωή! Επιτέλους είχε βρει ένα σύντροφο στη ζωή!
Θα θυμάται για πάντα εκείνο το περίπατο που 'χαν κάνει στα παλιά κάστρα της πόλης. Πάσχα ήταν. Την κράταγε στην αγκαλιά του και φάνταζε μια οργιά ψηλότερος. Της χάιδευε τα μαλλιά και θαρρούσε ότι άγγιζε με τα δάκτυλά του τον κόσμο ολάκερο. Και εκείνη χαμογελούσε και ήτανε το χαμόγελο της ζωής. Φόραγε μια ζακέτα γκρι, αρκετά μεγάλη γι΄ αυτή, έτσι που τα χέρια της χάνονταν μέσα στα μανίκια. ΄Ητανε τόσο όμορφη όταν του κουνούσε τα χέρια της μέσα από τα μανίκια. Γέλαγαν και το γέλιο τους φάνταζε Σα μια γλυκιά θαλασσινή αύρα.
Ναι! Είχε βρει το σύντροφο! Το σύντροφο που ήξερε να του απλώνει το χέρι όταν το χρειαζόταν. Το σύντροφο, που ήξερε να χαμογελάει καλοσυνάτα, καθάρια, δίχως υποχρεώσεις και συμφέροντα.
Η ζωή πήρε ένα κάποιο διαφορετικό χρώμα. Οι άνθρωποι φάνταζαν πιότερο άνθρωποι, η πόλη πιότερο ανθρώπινη. ΄Επιασε τον εαυτό του, να χτίζει πάλι όνειρα, να βάζει στόχους. Επιασε τον εαυτό του να παλεύει για τη πραγμάτωση αυτών των στόχων.
Τα ιδανικά που είχαν νεκρωθεί μέσα του ξύπνησαν. Ζήταγαν να βγουν στην επιφάνεια, να γίνουν παντιέρα να ανεμίσουν στους ουρανούς. Ζήταγαν να γίνουν τραγούδι, να το σιγοσφυρίζουν όλοι οι ανθρώποι. Επαναστάτησε ο μέχρι πριν λίγο υποδουλωμένος του εαυτός. Κτύπησε τη γροθιά του, τινάχτηκε ορθός και πετάχτηκε στους δρόμους. Ναι, αυτή η κοπέλα ήτανε η προσωποποίηση της ευτυχίας. Αυτή η κοπέλα τούμαθε ότι ευτυχία είναι να μπορείς να προσφέρεις ένα γαρούφαλο σε κάποιον, κομμένο από το κήπο της καρδιάς σου και η μόνη πληρωμή που θα γύρευες να είναι ένα χαμόγελο. Αυτή η κοπέλα τούμαθε ότι ευτυχία είναι να μπορείς να σφίγγεις το χέρι σου με το χέρι κάποιου άλλου, έτσι όπως ο εργάτης κρατάει σφιχτά κάτω από τη μασχάλη του το μεσημεριανό του φαγητό. 
Αυτή η κοπέλα τούμαθε ότι, ευτυχία είναι να μπορείς να κοιτάς κατάματα τον άλλο, δίχως να κατεβάζεις τα μάτια σου από ντροπή ή φόβο, όπως κατάματα αγναντεύουμε τη θάλασσα, τα πουλιά, τον ήλιο.
Αυτό! Τίποτα περισσότερο δεν είναι η ευτυχία!

# # # #

Σκοτείνιασαν όλα όταν κάποτε του είπε ότι έπρεπε να φύγει.
- Μα γιατί; τη ρώτησε. Δεν είσαι ευτυχισμένη εδώ;
- Ναι, μα πρέπει να ψάξω να γνωρίσω την απόλυτη αγάπη, τον έρωτα.
Την κοίταξε παραξενεμένος.
- Μα η ευτυχία δεν είναι αγάπη; Αγαπάς ό,τι σε κάνει να νιώθεις ευτυχισμένος!
- Εσύ το γνώρισες αυτά, το έζησες του απάντησε. Θέλω να το νιώσω και εγώ. Για μένα αγάπη είναι κάτι το διαφορετικό. Μπορεί κάτι να σε κάνει δυστυχισμένο και όμως εσύ να το αγαπάς. Αγάπη για μένα σημαίνει και πόνος, σημαίνει και δάκρυ, σημαίνει ίσως και δυστυχία. Πρέπει να γνωρίσω το πόνο, την δυστυχία, για να εκτιμήσω το μέγεθος της αληθινής ευτυχίας που πιθανά θα μου προσφέρει κάποιος. Πρέπει να περπατήσω μόνη, για να μπορώ αργότερα να εκτιμήσω το χέρι που θα απλωθεί για να με τραβήξει από τη μοναξιά μου. Πρέπει να τα γνωρίσω όλα αυτά. Πρέπει να τα βιώσω! ΄Ισως να μη το καταλαβαίνεις, μα πρέπει. Κατάλαβέ με!
- Καταλαβαίνω της απάντησε. Καταλαβαίνω πολύ καλά.

# # # #

Όλα του φάνταζαν πια σαν ξένα. Χάσανε την ομορφιά που αυτή τους έδωσε! Η επιστροφή στον παλιό κόσμο ήταν αναπόφευκτη! Τούτη η πόλη ένιωθε σα να τον πνίγει. Κάθε σπίτι κάθε αυλή, κάθε δρόμος, κάθε άνθρωπος είχανε τη μορφή της.
«Αυτή η πόλη με πνίγει. Δεν την αντέχω. Ατέλειωτοι δρόμοι γεμάτοι μοναξιά. Ατέλειωτοι δρόμοι γεμάτοι παγωνιά. Ατέλειωτοι δρόμοι άσφαλτος, κρύα, παγωμένη, αφιλόξενη.
Καμπαρέ, Ντισκοτέκ, Παμπ! Απελπισία, πόνος, μοναξιά, ναρκωτικά. . . 
Αυτή η πόλη με πνίγει. Με σφίγγει όλο και πιο σφιχτά στην αγκαλιά της. Με στραγγαλίζει!
΄Ανθρώποι μιλάνε, χειρονομούνε, στέκονται για μια στιγμή, κάνουν παζάρια, χαμογελάνε πικρά. Φεύγουν!
Μπουτίκ, Μπαράκια, Μπορντέλα! ΄Όλα στη σειρά. Διαλέγεις και μπαίνεις. ΄Ότι και αν διαλέξεις χαμένος είσαι εσύ! Χαμένος είναι ο άνθρωπος!
Κι εσύ στριμωγμένος ανάμεσα σε όλα αυτά! Και συ ένα μόριο από όλα αυτά. Και πώς να βρω το κουράγιο να σου απλώσω το χέρι να σε τραβήξω από εκεί! Βλέπεις δεν είμαι το όμορφο και ατρόμητο πριγκιπόπουλο με το φτερωτό άλογο, ούτε ο γενναίος και άφοβος ιππότης, ο «σούπερμαν» που νικάει όλους τους «κακούς» και σώζει την αγαπημένη του από τα δόντια του δράκου! Είμαι ένας σαν όλους τους άλλους. ΄Ένας απλός άνθρωπος, που γελάει όταν γελούν οι άλλοι, κλαίει όταν κλαίνε οι άλλοι, γεμίζει από περηφάνια όταν φουσκώνουν από περηφάνια οι άλλοι. Είμαι απλά ένας από τους πολλούς! Κάποιος με ένα συνηθισμένο όνομα και ακόμα πιο συνηθισμένη ζωή! Μια ζωή, χωρίς τίποτα το ενδιαφέρον! Κάποιος φοβισμένος ανθρωπάκος!
Λοιπόν; Με τι κουράγιο να σε τραβήξω;
Εμείς, είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε έτσι. Αποτραβηγμένοι και μόνοι. Αυτό που φοβήθηκα όσο τίποτα, αυτό θα με ακολουθήσει ως το θάνατό μου. Η ΜΟΝΑΞΙΑ»! 












               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου