Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

ΜΑΡΙΑ ΣΙΔΕΡΗ "ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ"


Heinrich Fueger 1817 Prometheus brings fire to mankind



  Ο Προμηθεύς αντιπροσωπεύει το Αργυρό Γένος (μητροτροπική Κοινωνία) από την ακμή έως την προφανώς βίαιη διαδοχή του από το χαλκούν – πατροτροπική Κοινωνία. Για την αναγωγή αυτή, αρκεί η γνήσια ιδιότητά του , του Τιτάνος. Γνώρισμα του Αργυρού Γένους ήταν η λατρεία του Τιτανικού Πάνθεου, που συναθροίζει και πολλές άλλες τάξεις θεϊκών οντοτήτων, εμπρόσωπων και απρόσωπων (Αρχών). 
 Ο Προμηθέας ήταν γιος του Ιαπετού και της Κλυμένης, αλλά κατά επισημώτερη μαρτυρία (βλ. και Αισχύλου "Προμηθέας δεσμώτης") της Θέμιδος – Γαίας. Το όνομα του πατέρα του δηλώνει τί αυτός αντιπροσωπεύει -και τι κλοδοτει στους γόνους του-και στο απόλυτο, θεϊκό επίπεδο: √I → ίημι, ίω = πέμπω, αποστέλλω, ιδίως άγγελο). Λέγω, προφέρω, Εκπέμπω, ρίπτω, Εξακοντίζω. Οδηγώ ρεύμα ποταμού, θέτω, πέμπω τον εαυτόν μου (βλ. τον Υιόν του), σπεύδω. Και από το ρήμα: ιαίνω: θερμαίνω, τήκω, αναζωπυρώ, φαιδρύνω (βλ. «φως ιλαρόν), θεραπεύω, σώζω. Β’ συνθετικό: Πέτομαι: Ίπταμαι, √ΠΕΤή παίω ή πατάσσω: Κτυπώ, καταβάλλω, νικώ κ.τ.ο. Τα δύο ρήματα είναι ομόσημα και ομόριζα: √ΠΑF, αλλά αμφίβολη. Φαίνεται ότι τα αρχαϊκά πέτομαι και παίω είναι της αυτής ετυμολογικής και ριζικής διαφάνειας, όπως και το επώνυμο του Απόλλωνος και άλλων νικητήριων των δεινών, θεϊκών προσώπων, όπως ο αρχαιότατος Ιδαίος Παιών, ο Ασκληπιός, ο Ήλιος. Αυτή η πιθανότητα ενισχύεται από την ειδική έννοια του πέτομαι, που δεν είναι απλώς ή μόνο «ίπταμαι», αλλά κυρίως σημαίνει «ορμώ», «εφορμώ», «σπεύδω», «τρέχω (σα να πετώ γρήγορα) εμπρός» κ.τ.ο. Συνεπώς δεν αποκλείεται το όνομα Ιαπετός να είναι έκταση του επωνυμίου (του Απόλλωνος αργότερα) «Ιηπαίων». Στις χετικές Βανικές (Πελασγικές) επιγραφές, η ρίζα √ΙΠ, √ΙΠΤ, σημαίνει κατακλίζω, φέρω πλημμύρα. στην ελληνική διάλεκτο η √ΙΒ = στάζω, αναβλύζω, αντλώ, κάθυγρος γη. Η √ΙΠ, στην ελληνική επίσης, δημαίνει ό,τι στην πελασγική συν και «τιταίνειν»: έλκω, τείνω, τεντώνω. 
 Το όνομα της μητέρας του: √ΘΕ → τίθημι: θέτω, ιδρύω, θεσπίζω. Αλλά και η Δικαιοσύνη ως ομόσημο της θέμιδος, σημαίνει εκπλήρωση του ορθού σκοπού, ικανοποίηση. Αυτός ο σκοπός που εκπληρώνεται είναι η ποίηση των ουσιωδών κόσμων, των Νοερών / Ιδεατών, των Αισθητών/εμπράγματων, οντολογικών πληρωμάτων και η ικανοποίηση από την εκπλήρωση αυτού του σκοπού, η δικαίωση, είναι ό,τι απολαμβάνει η μητρική ουσία, η ΄Υλη, και το κινητήριο, ενεργητικό και βουλητικό, αλλά και πνευματικό της στοιχείο, η Ψυχή του Κόσμου («Ίδη» στα Νοερά, «Ίπτα» ή «Ίππα» στα Αισθητά), όταν η έμφυτη τάση της και φυσική ικανότητά της, η γένεση μορφών και Ζωής, πραγματοποιείται, ύστερα από ένα πολύπλοκο, εξαντλητικά μακρό, πολυσχιδές και πολλαπλά ριψοκίνδυνο, υψηλής αβεβαιότητας διαλεκτικό «θείο πάθος» μεταβάσεων και σταδιακών μετασχηματισμών, μεταμορφώσεων, μεταποιήσεων, από το «μη Είναι» των Νοητών στο ακραία πολυποίκιλο Είναι εν τω Γίγνεσθαι των Αισθηρών. Εν ολίγοις, πρόκειται για την αρχική – αφετηριακή, τουλάχιστον, εκπλήρωση των θεμελιωδών κόσμων που έκτιοτε θα διέπουν το φυσικό Γίγνεσθαι: του νόμου της αυτοοργάνωσης και του νόμου της πολυπλοκότητας του υλικού – αισθητού Σύμπαντος, και της αρχής της αφθονίας, σύμφωνα με την οποία στη φύση ό,τι είναι δυνατόν να γίνει τείνει να πραγματοποιείται, στο πλαίσιο της άλλης αρχής, της ομοιομορφίας της φύσης – των θεμελιωδών γεωμετρικών, μαθηματικών και συμπεριφοριστικών προτύπων που επαναλαμβάνονται με άπειρες παραλλαγές στα πλήθη μορφών του μικρόκοσμου και μακρόκοσμου. 
 Ο Προμηθευς ήταν πατέρας (από την Κελαινώ (Μελαχρινή, αλλά και: «κέλομαι», «κελεύω»: καλώ, παρακινώ, προτρέπω, γοητεύω, διατάσσω) των: Λύκου, Χιμέραιως και Δευκαλίωνος. 
  Ήταν επίσης αδελφός των Άτλαντος ("αταλάντευτος και απαθής )Επιμηθέως ( =αυτός που σκέπτεται επί τινος ήδη γεγονότος) Μενοίτιου (: Μενοινάω, ώω: Επιθυμώ σφοδρά κάτι, προθυμούμαι, επιμελούμαι, φροντίζω, επιζητώ, προσπαθώ να αποκτήσω κάτι και: μενοιχή: σφοδρή επιθυμία). 
 Προμηθεύς σημαίνει «αυτός που έχει και παρέχει - δωρίζει την Πρόνοια (προμήθεια)»: Η παραγωγική κατάληξη «ευς» δίνει ακριβώς αυτή την ερμηνεία, στην οποία εκλεκτικά αναφέρεται καιο Κορνούτος λέγοντας για τον Προμηθέα τα εξής: « Ο Προμηθεύς έπλασεν χρησιμοποιώντας την γη, το γένος των ανθρώπων. και με τούτο υπονοείται ότι έδωσε στη συνολική ψυχή την ικανότητα που λεγόταν παλιά «προμήθεια», και οι νεώτεροι καλούν «Πρόνοια». Σύμφωνα με αυτήν γεννήθηκαν και τα άλλα, αλλά και οι άνθρωποι, που βλάστησαν από την γη. Γιατί η αρχική σύσταση του κόσμου οφείλεται σε εκείνη την ικανότητα, την «προμήθεια». 
 Η στενή εννοιολογική και πραγματική συνυφή της Προμηθεϊκής αξίας και του ανάλογου αρχέτυπου με το φως, οδηγεί στην αναζήτηση και τη διαπίστωση και στη γλωσσική, λεκτική απόδοση της έννοιας του φωτός, εξαιρετικά σημαντικής, άλλωστε, στην ελληνική φυσική, ψυχική και στοχαστική φυσική και «μεταφυσική» ζωή και στάση, μερικούς από τους λόγους που ο πρώτιστος, υπερανθρώπινος εξ αρχής Ήρωας συνδέθηκε μαζί του,και φυσικά ( μέσω του πατέρα του, βλέπε εννοιες του ονόματος του) και, προ πάντων μέσω του έργου του, του προφανους που δηλώνεται στη μυθική αφήγηση. 
 Εκτός από τις γνωστές και σήμερα αμταπτωτες έννοιες της λέξης "φως", σημειώνεται και η ακόλουθη: 
Φως – Φωτός √ΦΥ → ΦΥΣΙΣ: Ανήρ, ιδίως: Γενναίος ανήρ, ήρως. 
 Στον πυρήνα του μύθου εξέχει ως συμβάν η «κλοπή» του φωτός από τον Προμηθέα. Αλλά η περιοχή του Ολύμπου και αποσημαντικά, η τομή του Αισθητού κόσμου και του κόσμου των Νοερών, είναι απέραντος και είναι ολόκληρος ένας τόπος «ολολαμπής». Οι δυνάμεις – Νόμοι του φωτός εκπορεύονται από την κορυφαία θέση του άνω τόξου της τομής, που κατά μία εξεικονιστική δυνατότητα αντιστοιχεί στον «θρόνο» του Διός, του οποίου η ουσία είναι ο Αιθήρ, που στα Ιερά Λόγια εν ραψ. Κ.Δ.΄ χαρακτηρίζεται ως «πυρ κορυφαιότατον και καθαρότατον. Από «εκεί» εξακτινίζεται στο εσωτερικό της τομής κάθε φωτεινή αξία, σε δέσμη διακεκριμένων πεδίων, που είναι και φορείς ξεχωριστών νόμων και δυνάμεων, από τους οποίους τον καθένα «διαχειρίζεται» ως νόηση και συνείδηση, που μεταφράζεται σε κανονικότητα λειτουργίας, μία ή περισσότερες θεότητες. Ένα από τα πεδια των φωτεινών αξιών, είναι αυτό του Φωτός ως Πνεύματος. Σε αυτόν τον «οίκο» του φωτός εφορεύει η Αθηνά, ως δέσποινα και πηγή του Κριτικού Πνεύματος (Ιεροι Λόγοι), μία απόδοση του οποίου είναι η Πρόνοια, κοσμική, συμπαντική, αλλά και ειδική, όπως φαίνεται από τις δραστηριότητες της Αθηνάς. Ο Πλάτωνας στον Πρωταγόρα διασαφηνίζει τη σχέση Αθηναϊκού Φωτός – Πνεύματος και Προμηθεϊκού πυρός, σε συνάρτηση και με το Ηφαιστειακό (τεχνικό, δημιουργικό) πυρ: «Αλλά στον Προμηθέα δεν ήταν πλέον δυνατόν (δεν επιτρεπόταν) να εισέλθει στην κατοικία του Διός, στην ακρόπολη του Ολύμπου – άλλωστε, εκτός από την απαγόρευση, οι φρουρές του Διός ήταν φοβερές – αλλά στο κοινό οίκημα της Αθηνάς και του Ηφαίστου, στο οποίο εργάζονταν, εισήλθε κρυφά . και, αφού έκλεψε την τέχνη του Ηφαίστου που συντελείται με τη φωτιά και στη φωτιά, και την άλλη τέχνη, εκείνη της Αθηνάς, τις έδωσε στον Άνθρωπο. Και από αυτή την πράξη του Προμηθέως έγινε εύκολος ο βίος για τους ανθρώπους …». Ώστε, η δωρεά του Προμηθέως στην ανθρωπότητα δεν ήταν η τέχνη του να ανάβουν φωτιά – αυτό το φαινόμενο συμβαίνει και αυτόματα στη φύση και θα ήταν πολύ εύκολο ακόμη και σε όχι ανεπτυγμένης διάνοιας ανθρώπουςς να παρατηρήσουν και να εξασφαλίσουν αυτό το πολύτιμο, βέβαια, αλλά με όχι εξελικτικές αυτοδυναμες δυνητικότητες μέσον. Αλλά ήταν δυνατόν, με την κατάλληλη – Τιτανική μετουσίωση να γίνει πολλαπλα και αναγκαία χρήσιμο στους ανθρώπους,έως και ζωτικά απαραίτητο, ως πνευματικό πυρ, ζωοποιος ουσια. Η προσφορά του Αθηναϊκού πυρός – πνεύματος, συνεκδοχικά της ίδιας της Αθηνάς πνευματικοτητας-διανοητικοτητα, υγεία, κριτικη ικανότητα - και του Ηφαιστειακού πυρός ως απόλυτου μέσου για την εξέλιξη των τεχνολογικών έργων,είναι αυτονόητα θεμελιώδεις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, επιβίωσης, και ανάπτυξης πολιτισμού. 
 Ο Προμηθεύς, πρωτίστως, είναι η μήτρα του προτύπου (αρχετύπου) «ήρως», που κυριαρχεί στον ψυχισμό του Ελληνισμού, όπου γεννήθηκε ,ονοματοδοτήθηκε και έλαβε ουσιώδη προσλαμβανουσα διασταση αυτή η οντολογική, εν τέλει, ιδιοτυπία: οι Ήρωες – που βρίσκονται στην εποπτεία της Αθηνάς κατά την τέλεση των άθλων τους, ενώ από την ίδια τους την καταγωγή, έχουν τη δυνατότητα της αθανασίας. Αν και οι περισσότεροι από το πάνθεον των ηρώων είναι παλαιότατες, αρχαϊκές – αφετηριακές οντότητες, θεοί ενός πρεσβυγενούς θρησκευτικού συντάγματος, που για αίτια κοινωνικών και πολιτειακών αλλαγών υποβαθμίστηκαν σε «θνητούς με θεϊκή μίξη», χωρίς το δεύτερο να εγγυάται εκ των προτέρων την, έστω μετά τον θάνατο του θνητού τους «μέρους», αθανατοποίησή τους. Για να πετύχουν, στο αφηγηματικό, αλλά και ιστοριολογικό – πραγματικό πλαίσιο αυτό το (δυνητικό) προνόμιο, έπρεπε να αποδυθούν στους άθλους, να δοκιμάσουν ακραίες ταλαιπωρίες [(και «άθλος», είναι το ουσιαστικό το επιθέτου «άθλιος»: ταλαίπωρος, ελεεινός, δυστυχής. Οι έννοιες αυτές προέκυψαν ως μεταφορές από την αυστηρή πρώτη σημασία της λέξης, που σημαίνει (σήμαινε, μάλλον, γιατί πλέον η μετασήμανσή της την περιορίζει στις δευτερογενείς έννοιές της) «αυτός που έχει το άθλον» ή «τον αγωνιζόμενο υπέρ του άθλου» ή «αυτόν που έχει κερδίσει το άθλον» (άθλον, το βραβείο, το γέρας)]. Αναγκαίος, εν ολίγοις, όρος για την αναγωγή/αναγόρευση κάποιου στην κατηγορία του ήρωος ήταν (και, εν πάση περιπτώσει, είναι ακόμη) η πέραν του προσωπικού συμφέροντος, πέραν και αυτών των στοιχειωδών στοιχείων αυτοπροστασίας των βασικών ατομικών αγαθών, προσφορά υπέρ των άλλων, υπέρ του «κοινού αγαθού». Αλλά ο Προμηθεύς μυθεύεται ως Τιτάν, και, παρά τις όποιες μυθολογικές «προσαρμογές», αδιαπραγμάτευτα αθάνατος, αμφιθαλής γόνος του πρώτου Πατέρα και της πρώτης Μητέρας των Θεών του Αισθητού άπειρου κόσμου, του Ουρανού και της Γης. Είναι λοιπόν ο φιλάνθρωπος Θεός που προσάγει και παραδειγματικά στην ηθική σφαίρα των ανθρώπωναυτήν την Αρχή ακριβώς, της άνευ όρων και ορίων προσφοράς, της αυτοθυσίας από Αγάπη (Αισχύλος). 
 Ο Προμηθεύς είναι, πριν από κάθε τι άλλο που αναδύεται από τη μυθολογική αφήγηση, ΠΥΡΦΟΡΟΣ, ΦΩΣΦΟΡΟΣ, ΕΩΣΦΟΡΟΣ: να προσέξουμε ότι αυτή η τελευταία λέξη ως το όνομα, αλλά και το μυθικό πρόσωπο που φέρεται με αυτό, εντελώς αυθαίρετα παραβιάζεται πλέον στην οντολογική του μάλιστα διάσταση: ταυτοποιείται συχνά με το «οντολογικό κακό» – επινόηση και αυτό μη Ελληνικων θεωριών – αντιπροσωπεύει το μίσος στον Άνθρωπο. Αντίθετα, όμως, και αληθινά, ο Προμηθεύς – Εωσφόρος είναι ο πρώτος, ίσως, υιός του Ανθρώπου, ο πάσχων ένεκεν της Φιλανθρωπίας του και της Αγάπης του προς τον Άνθρωπο. Όπως γράφει ο Φιλόστρατος (Βίος Απολλωνίου): «μυθολογείται το όρος … ότι και ο Προμηθεύς επρόκειτο να δεθεί εκεί, εξαιτίας της φιλανθρωπίας του…». 
 Ο κόσμος μας είναι γέννημα και συνέχεια του Πυρός, ως πηγή πρωταρχικής δύναμης, νόμων και ενεργειών. Ο ρυθμός και όλο το σχήμα/σώμα και προοπτική του κόσμου μας, η ίδια η εναρμόνια τάξη (κοσμική αρμονία) οφείλονται πρωταρχικά στο πυρ – ως Φως ή και θερμότητα. 
 «Η φωτιά του Ηρακλείτου είναι ακόμη πιο μεγαλοπρεπής από τον ποταμό του. Μεταβάλλονται και τα δύο ακατάπαυστα μέσα στη μονιμότητα του Γίγνεσθαι/Είναι (Κ. Αξελός: Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία). Αλλά αν το ποτάμι είναι το Γίγνεσθαι, το πυρ είναι το γίγνεσθαι του ποταμού/Είναι εν τω γίγνεσθαι». 
 Ο Προμηθεύς, κατά τον Αισχύλο, έφερε το πυρ μέσα σε πρηστήρα. Η σημασία του ουσιαστικού «πρηστήρ»: πίμπρημι, πρήθω: κατακαίω) θύελλα με κεραυνούς, ορμητικός ανεμοστρόβιλος, τυφώνας. Αυτή η περιγραφή παραπέμπει στον «ΝΑΡΘΗΚΑ» του Προμηθέως, σε άλλες, ευλογώτερες αναλογίες. Το ίδιο εύλογες αναλογίες ανακύπτουν και από την άλλη σημασία της λέξης: ζεύγος φυσητήρων χαλκέως (μεταλλουργού), φυσούνες που ζωογονούν, «φουντώνουν» το πυρ. Ακόμη: πρηστήρες: οι φλέβες του τραχήλου μας, που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στην κεφαλή και τανάπαλιν → φωτιά, ζωή και ένταση στους λογισμούς μας, τόσο στη φαντασία, όσο και στη νόηση. Η διαδικασία γένεσης μιας ιδέας, ακολουθεί την πορεία: σύλληψη, επεξεργασία, εκτέλεση, και είναι δυνατή μόνον από μία ψυχή σε κίνηση, μια διάπυρη ψυχή, από τον τόπο της Φαντασίας στον τόπο της Φαντασίας και της Λογικής, ώς τον τόπο της Λογικής και της Φαντασίας. Από τη λέξη «πρηστήρ» παράγεται το ρήμα πρηστηριάζω: κατακαίω, όπως με πρηστήρα. 
 Ως «πυρ» νοείται οτιδήποτε συνάπτεται με τη θερμότητα, το φως, η φλόγα, η ακτίνα κ.λπ. από όπου και αν προέρχεται, εφέστιο ή ανέστιο (κτιστό ή άκτιστο). 
 Ο κόσμος ορίζεται από τους Νόμους της θερμότητας και αυτό συμβαίνει σε ό,τι τον αφορά, από το ίδιο το αίτιό του: ύλη και ενέργεια, καμπυλώνονται διά του θερμού Αιθέρος (Ι.Λ.). Το αρχικό μίγμα θετικής ύλης και ενέργειας – έκλυση της κοσμογονικής ίλιγγας που έγινε στο «στατικό πεδίο του κενού», το χάος, ήταν, προφανώς, διάπυρο, οριακής θερμότητας φαινόμενο (πρβλ: εκπομπές μαύρων οπών) (Ι.Λ.). 
 Στη συνέχεια, οι θεμελιώδεις νόμοι της θερμότητας και της θερμοδυναμικής, καθορίζουν την πορεία του Κόσμου μας. 
 Το πυρ υπακούει σε μέτρα: Ρυθμός, παλμός, πνεύμα/ψυχή του Κόσμου, Νους, Λόγος, είναι συνάψεις του πυρός, που μέσω του εύφλεκτου και αύφωτου φορέως του Αιθέρος παρέχονται ισόρροπα, λογικά, κατά το «δέον και το χρεόν» στον Κόσμο. 
 Οι κοσμικές δυνάμεις, που με τη δική τους εμπνοή σκέπτονται οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές τον Κόσμο, δεν είναι «υλικές» μόνο, αλλά και ανάλογες, και παραγωγοί των υλικών γεγονότων και συμβάντων, παθών, ιστοριών (φαινομένων και αφανών, αλλά ικανών να αποδοθούν, αφού βέβαια διαγνωσθούν, με μία κάποια διατύπωση). 
 Ο Προμηθεύς έδωσε τη φωτιά, το πυρ, στους ανθρώπους, που ο Δίας σκόπευε να τους αφανίσει, θέλοντας να διανείμει τον Κόσμο «του» μόνον σε αθανάτους, όπως φαίνεται (Αισχύλος), ή, πάλι όπως εξάγεται από το ίδιο κείμενο, έχοντας απογοητευθεί από τις δυνατότητες του (προμηθεϊκής φύσης – πλάσης) ανθρώπου και σκοπεύοντας να αντικαταστήσει αυτό το ανθρώπινο γένος με «κάποιο άλλο». Το Προμηθεϊκό πυρ είναι και το φυσικό στοιχείο, συνημμένο και με τη γέννηση – ανάπτυξη των τεχνών, και, ταυτοχρόνως, ως ψυχο/πνευματική αναζωπύρωση. Τους έδωσε, συνοπτικά, το πυρ το ζωοποιόν – το Πνεύμα ολόφωτο, τη φωτιά, αλλά και τη θέρμη της ψυχής τους που ζωπυρώνει το Πνεύμα και το δεσμεύει στον ψυχοδιανοητικό τόπο, αλλά και τη συναίσθηση των πραγμάτων, την ψυχική, αντανακλαστική ικανότητα, τις ανάλογες έλλογες αντιδράσεις απέναντι στις δράσεις των φυσικών φαινομένων, αλλά και όσων αυτά σημαίνουν. Τους πλούτισε με συνείδηση κι έτσι ενεργοποιήθηκε ο ποιητικός Νους, ο «ηλιακός» ή άλλης φύσεως (άλλου γένους, «θύραθεν» έξις της ψυχής - Αριστοτέλης) από τον λοιπό ψυχοδιανοητικό κόσμο. 
 Αλλά το πυρ που έφερε ο Προμηθεύς δεν ήταν (μόνον) ουσία (πνευματική ή σωματική). Ήταν και έκταση της νοητικής αρχής, αιτία της ουσίας, Λόγος αυτόνομος και προϋπάρχων του ανθρώπινου λογικού. 
 Ήταν πυρ ως «αρχή» που κατευθύνει τη ροή και τη σύλληψη των ανθρώπινων πραγμάτων, είναι η αλήθεια της οντότητας του Ανθρώπου πέρα από την υπόσταση ως περιορισμένη ύπαρξη, πέρα από τα φαινόμενα και το τυχαίο, πέρα από τα συμβαίνοντα και την τρέχουσα ανάγκη, της επιβίωσης, αν και διατρέχει, δίνοντας διεξόδους, λύσεις και όλα τα παραπάνω.   Η λέξη «αρχή» ονομάζει αυτό που προσλαμβάνοντάς το κάποιο ον ως αφετηρία υλικής ή πνευματικής διαδρομής, αποκτά διέξοδο, αρχίζοντας από την ίδια τη γέννησή του, την ίδια την επιφάνειά του από το σπερματικό πέλαγος της δυνητικότητας και προχωρώντας στην ενεργή όλη ύπαρξή του, ακολουθώντας την αέναη οδό της ανέφικτης εντελέχειάς του.   Ταξιδεύοντας με τις ακτίνες αυτού του πυρός, ο Άνθρωπος διαφεύγει από την πληθωρικότητα των φαινομένων, τις σαγήνες και τα πάθη τους, τους άλογους οίστρους, τις μανίες. Φθάνει και συνδέεται με το θείο φως, που παρουσιάζει το νόημα του κόσμου και του ίδιου του Ανθρώπου, που αν και συμπεριλαμβάνεται στο Όλον – άρα και στο καθολικό νόημά του - έχει, εν τούτοις, ως ουσία και είδος, ως τάση, ικανότητα και δραστηριότητα, ριζικές διαφοροποιήσεις από τα άλλα όντα του κοσμικού πληρώματος. Αυτό, η διαφορετικότητα δηλαδή, είναι καθολικός κανόνας, χαρακτηριστικό συμβαίνον του κόσμου των Αισθητών. Αλλά ο Άνθρωπος συνιστά μία μοναδικότητα και επειδή μπορεί και έρχεται σε ρήξη με το άλλο Πραγματικό. Η διττή ροπή του, προς το καλό και προς το κακό ισότονα, η ανάγκη του να ρυθμίζει και να αναρυθμίζει τον κοινωνικό, συνεπώς, σε μεγάλο βαθμό και τον ψυχοπνευματικό του βίο η επίγνωση και η άρνησή του θεμελιωδών φαινομένων/στοιχείων της ύπαρξης και κυρίως του θανάτου, που τον παρασύρουν σε άρνηση και άλλων, συναφών προς αυτά – κυρίως της Γέννησης, της σωματικότητας και της Ζωής. Το ότι έρχεται στον κόσμο βουτηγμένος στην άγνοια και τη λήθη. ότι πρέπει να μαθαίνει πάντα όσα αφορούν στον κόσμο, το είδος του, την κοινωνία και τον εαυτό του, αρχίζοντας από μηδενική βάση. Αυτή του η έλλειψη είναι όμως και ο λόγος που μπορεί να ανακαλύψει το απέραντο στάδιο των δυνατοτήτων του, που μπορούν πάντως να τον οδηγήσουν στην υπερβολή – την ύβριν, την παραβατικότητα έναντι του Θείου Νόμου, όπου και συχνότατα οδηγείται, παρά στην μεσότητα, στο Μέτρον. 
 Ο μύθος υπαινίσσεται ότι κάτι τέτοιο θα είχε σημειωθεί και από το Προμηθεϊκό – Τιτανικής φύσης – ανθρώπινο γένος, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα οδηγούσε στην καταστροφή του από τον Δία – όπως συνέβη και άλλοτε, κυρίως, επειδή ήσαν πλάσματα Τιτάνος: του ίδιου Προμηθέως, σύμφωνα με τον μύθο. Η θέση της αρχαίας Ελληνικής θεολογίας ότι ο Άνθρωπος είναι Τιτανικής φύσης, Τιτανικό «παράγωγο» ή «τέχνημα», αλλά όχι γέννημα, έχει νόημα πολλαπλό, ενώ υπάρχουν διάφορες αφηγήσεις σχετικά με την προέλευση του τιτανικού Ανθρώπου, από τις οποίες η καθαρά θεολογική ιστορεί ότι αυτή ανάγεται στην καύση, μετά τον σπαραγμό, του Διονύσου από τους Τελχίνες – Τιτάνες. Το ανθρώπινο είδος, λέγεται στα Ιερά λόγια του Ορφέως, είχε σαν «πρώτη ύλη» την αιθάλη από τη στάχτη του σώματος του θεού, η οποία δεν αναφέρεται με ποιο υλικό έγινε κατάλλληλη για πλάση, ό,τι δηλαδή, λέγεται «πηλός» ή ιλύς» σε πολλές περιπτώσεις και διαφορετικές «στιγμές» της όλης Δημιουργίας ή Κοσμογονίας – Γένεσης. Θα υπέθετε κάποιος ότι η Διονυσιακή γαιώδης «ύλη» - σποδός, θα ζυμωνόταν με οίνο – ανάλογο του αίματος αλλά και της ζωτικής φλόγας έμβλημα, της ψυχοπνευματικής «φωτιάς». Αλλά ο σχετικός με τον Προμηθέα μύθος πρέπει να είναι παλαιότερος του Διονυσιακού, και τούτο επιβεβαιώνεται από την αφήγηση του Απολλοδώρου ότι: «ο Προμηθεύς αφού έπλασε τους ανθρώπους με γη και ύδωρ, έδωσε σ’ αυτούς και το πυρ του Διός που λαθραία το έκρυψε σε νάρθηκα...». Η γη, βέβαια, αλλά ιδίως το ύδωρ, φυσικό ή αλληγορικό του κυρίαρχου ψυχικού τόπου, των συναισθημάτων και της βούλησης, προηγείται του οίνου, όπως κρίνεται σημαντικό να αναφέρεται και στα Ιερά Λόγια. Η Τιτανική φύση του Ανθρώπου δεν αναιρείται, το αντίθετο, από την εκδοχή ότι προέρχονται από την ύλη του Διονύσου. Ο Θεός αυτός αναγράφεται ως «Τιτανική Ενάς»: μία πρωταρχική ενότητα τιτανικών ουσιών, αρχών, νόμων, τάσεων και καταστάσεων, που τον συναρτούν προς τη φάση της Συμπαντικής Εξέλιξης, κατά την οποία όλος ο σφαιρικός χώρος είχε εκπυρωθεί, ήταν ένας «Ήλιος». Ο σπαραγμός του Διονύσου αινίσσεται την απελευθέρωση των πολλαπλών και ποικίλων δυνάμεων – αιτιών και την από αυτές πραγμάτωση των πρώτων ουράνιων συστημάτων – πλανητικών, ηλιακών, αστρικών, γαλαξιακών κ.λπ. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι φανερό ότι και η υπόθεση ότι ο Διονυσιακός μύθος προηγείται του Προμηθεϊκού, είναι εξ ίσου ισχυρή με την Προμηθεϊκή εκδοχή. Για να λυθεί αυτό το μάλλον σχολαστικού χαρακτήρα αίνιγμα, μπορούμε να καταφύγουμε άμεσα στα εξής: α. Ότι και οι δύο μύθοι γεννήθηκαν «παράλληλα», στον ίδιο χρόνο, αλλά ίσως όχι στον ίδιο τόπο: πιθανόν ο Διονυσιακός μύθος ήταν γέννημα και πεποίθηση των Ελληνικών φύλων, ενώ ο Προμηθεϊκός φαίνεται περισσότερο Πελασγικού - Αιολικού πνεύματος, και επειδή έχει ως κορυφαίο στοιχείο του την «ανταρσία» του Προμηθέως προς τον (Ολύμπιο) Δία. β. Ότι ο Προμηθέας είναι άλλο ένα Διονυσιακό πρόσωπο, μια ακόμη όψη του Θεού – Σωτήρα αυτού του κόσμου και των ανθρώπων, που διαπνέεται από την αγάπη και τη δύναμη της επανένωσης αυτών που ο «πολύς μερισμός και η διαίρεση» τα κρατούν μακριά και ενάντια το ένα προς το άλλο, και οι σχέσεις τους διαρρηγνύονται στο καθεστώς «το μον και το σον»: του «δικό μου και το δικό σου». Σε αυτή την υπόθεση δεν αντιτίθενται αναιρετικά η γη και το ύδωρ του Προμηθέως, και επειδή αναλογούν απλώς στην ύλη και την όποια «κολλητική και συνεκτική» της ύλης ενέργεια, αλλά και επειδή ο παλαιότερος («πρώτος») Διόνυσος, ο Ζαγρεύς ή Κρηταγενής, είναι συναρτημένος με τους όρους του Χρυσού Γένους και του πρώτου Αργυρού: Γεωργός, ειρηνικός, παλαιότερος του «κατηφούς Οίνου», γιος του Διός και της Περσεφόνης – και ο Δίας αυτός δε φαίνεται πιθανό να ήταν ο Ολύμπιος, αλλά ο Πελασγικός, αυτός που επικαλείται ο Αχιλλεύς στην Ιλιάδα. 
 Οι άνθρωποι, λοιπόν, γεννιούνται ανόητοι, στερημένοι την Πρόνοια. Αλλά ο δημιουργός τους είναι η Πρόνοια ή μάλλον, φορέας και πάροχος της Πρόνοιας, ο Προμηθεύς. Ήταν, λοιπόν, εύλογο να θελήσει να τους την δωρίσει, ξαναδίνοντάς τους αυτό που είχαν στερηθεί: τη φλόγα, το πυρ της Νόησης, της συνείδησης, της Σκέψης, αλλά και της υπερβατικής Λογικής: θεολογία, Φιλοσοφία, όπως και της κορυφαίας αναγωγής: του ενορατικού άλματος προς το ύψιστο Αγαθό, την βαθειά κάθαρση/εξαγνισμό από την επανένωση με το Εκείνο, όταν το Είναι τους τυλίγεται και καταλάμπεται από το πυρ της υπέρτατης κατανόησης, του σωτηρίου κελεύσματος της επιστροφής στον καθαρό, «αυτάρκη προς ευδαιμονίαν» τόπο της εκπήγασης των κόσμων και του νοήματός τους. Και αυτό είναι το περιεχόμενο και η κατεύθυνση της ελπίδας που έδωσε ο Προμηθέας, μαζί με τα άλλα δώρα του, στους Ανθρώπους: η ελπίδα μίας αθανασίας όχι απαραίτητα μηχανικής, που θα καταργεί τον θάνατο ως φαινόμενο, αλλά ουσιαστικής, ίσως και υπερούσιας, που τον υπερκεράζει ως νόημα: Μνήμη αντί της Λήθης. Αλήθεια αντί της ψευδαίσθησης, Άκος αντί Άγους, φρόνηση αντί της Άτης, Μέτρο, μεσότητα αντί της Υπερβολής και της Έλλειψης, που σημαίνει Σοφία και Ευφροσύνη και Λόγος αντί της υπέρνοιας, της αφροσύνης και του παραλογισμού. Αυτήν την όχι «πραγματιστική», αλλά απόλυτα και ειδικά ανάλογη της ανθρώπινης ιδιότητας διάταση του «πυρός» που δώρισε ο Προμηθεύς στους ανθρώπους, προβάλλει και ο Θεόφραστος: «Λένε ότι ο Προμηθεύς, αφού ο ίδιος έγινε σοφός, πρώτος μετέδωσε πλατειά στους ανθρώπους τη Φιλοσοφία, που αλληγορείται στον επίκοινο μύθο ως μετάδοση του πυρός» 
 Γιατί λοιπόν θύμωσε ο Δίας; Διότι είχε ως τότε ταραχτεί από τον Άνθρωπο πολλές φορές και δίχως να διαφαίνονται σοβαρές πιθανότητες αναστρεψιμότητας αυτού του κακού, ο κόσμος του οποίου ήταν εκείνος εγγυητής. Είχε αλλοιωθεί η Συμπαντική αρμονία, την οποία εκείνος εξασφάλιζε, γιατί οι άνθρωποι κατασκεύαζαν νόμους και τον όλο βίο τους, αντλώντας όχι από τον κοσμικό θείο νόμο, αλλά όπως-όπως, από ό,τι εμφανιζόταν ως συμφέρον του κι αυτό μοιραία στενό ως προς κάθε κλίμακα. Γιατί το πραγματικό και κοινό συμφέρον του Ανθρώπου είναι να συμμετέχει στην αρμονία, το Νόημα, το Εγώ του κόσμου – στον Λόγο του Θεού, πράγμα που από παλιά φαίνεται πως λησμονεί. 
 Αλλά ο Προμηθεύς ήταν (και) ελπιδοφόρος, άρα και πάροχος της Ελπίδας. Για τούτο και αμφισβήτησε, αναίρεσε μάλιστα, το θέλημα/βούληση και γνώμη του κυρίαρχου Θεού. Γιατί ο Ζευς δεν προσπάθησε καν να ανατρέψει το πεπραγμένο; Επειδή ο Προμηθεύς ήταν Θεός επίσης μιας παλαιότερης γενιάς, ενός πρωϊμότερου σταδίου της Γένεσης του Κόσμου (Αισχύλος), γιος του Ιαπετού και της Θέμιδος, Τιτάν β΄ γενεάς. Ήταν αθάνατος αν και τόσο ο Αισχύλος, όσο και ο μύθος τον παρουσιάζουν αιώνιο – όχι αθάνατο: Αλλά αυτή η αντίφαση θεολογικών και λογικών διδομένων και μύθου, λύνεται από τον ίδιο τον μύθο, με μία αφηγηματική αποστροφή: Όταν ο Ηρακλής πλήγωσε κατά λάθος τον Κένταυρο Χείρωνα, που ήταν αθάνατος, εκείνος εκχώρησε την αθανασία του στον Προμηθέα, που είχε ελευθερωθεί από τον Ηρακλή επίσης, προτιμώντας τον θάνατο από μία ατέρμονη ζωή γεμάτη πόνους. Εν τούτοις, τα δεινά του Προμηθέως και των άλλων Τιτάνων, οι οποίοι φθάνουν και να παρουσιάζονται ως «όχι αθάνατοι» στις ύστερες αφηγήσεις δεν αγνοούνται στην θεολογία, όπου συναντώνται και θέσεις όπως: η εσχατολογική πρόρρηση: «θα΄ρθει καιρός που ο Κρόνος θα ανταποδώσει την εναντίον του εξέγερση και τα δεινά, ως εκδίκηση ανέκλητη, και θα λάβει πάλι τη βασιλεία του, Και τούτο σημαίνει ότι πάλι, όπως τότε, πριν γεννηθούν οι μορφές και πάρει διάκοσμον ο χώρος, μέλλει να καλύψει το σκότος το αρχαιότατο τους ζωδιακούς κύκλους που κυβερνούν και έχουν τους αστέρες, τους διάπυρους και φωτεινούς. Πολλοί θα τείνουν τα χέρια ικέτες προς τους Θεούς, αλλά πουθενά τότε πλέον δε θα υπάρχουν οι περισσότεροι Θεοί. Εκείνη την αιωνιότητα θα ερμηνεύσει η νύχτα η εσχάτη…» (Σχολιαστής Ησιόδου «θεογονίας» 209//Πλίνιος, Επιστολαί VI), αινίττονται ότι μάλλον η Τιτανική, παρά η Ολυμπία Τάξη είναι προορισμένη για την αφθαρσία. 
 Αλλά, μάλλον η στενή συνάφεια του Προμηθέως με τον Άνθρωπο συμπαρασύρει και την κατά τα άλλα δεδομένη αθανασία του, σύμφωνα με τον νόμο ή αρχή της συμπαθείας, κατά την οποία δηλώνεται η αιτιώδης σχέση των θείων όντων προς τα γεννήματα και τα ποιήματα του Είναι/Γίγνεσθαι. 
 Επομένως, εξηγείται και από αυτήν την μυθική αφήγηση η όχι μόνον κατ΄ανάγκην, αλλά και κατ΄αγάπην προοδευτική ανάπτυξη (ή και πολλαπλασιαστική παλιγγενεσία) των θείων όντων. Όπως ο Προμηθεύς, που για την αγάπη του προς τους ανθρώπους, ως ένας πρωταρχικός Διόνυσος, εγκατέλειψε τη θέση του στον Όλυμπο και αναμίχθηκε στο ανθρώπινο δράμα, από την αρχή (πλάση των ανθρώπων) έως και στη συνέχειά του – στα πάθη του για χάρη των πλασμάτων του. ο Προμηθεύς ήταν στον Όλυμπο ή, τουλάχιστον – ή ακόμη περισσότερο – μπορούσε να «πηγαίνει» και εκεί [επειδή ο Προμηθεύς ήταν Τιτάν, περισσότερο σύμφωνο προς όσα πολλά λέγονται στην παλαιά θεολογία σχετικά με την «κατοικία» τους, τον τόπο άμεσης παραγωγής του έργου τους, μάλλον είναι όσες περιοχές του απείρου διαθέτουν καλή, θετική ύλη και ενέργεια, χρόνο ρυθμικό και απεριόριστο (Αιώνα ή Κρόνο)]. 
 Στο παράθεμα από τον Πρωταγόρα του Πλάτωνος που ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, ενυπάρχει μία αλληγορική δέσμη, που συνάπτεται και παραπέμπει και στην αλλαγή της κοσμικής, αλλά και της Ιστορικής ρύθμισης, πρόδηλα, βέβαια, στην αντικατάσταση του μητροτροπικού κόσμου από τον πατροτροπικό, όπου η βία είναι τρόπος διασφάλισης της εξουσίας… 
 Αν και δεν είναι ένας ακόμη θνήσκων (επειδή δεν πεθαίνει) και αναστώμενος Θεός, η καθήλωση και το μαρτύριο από έναν άλλο Θεό, που θέλει τους ανθρώπους καθηλωμένους επίσης σε μία πρωτογενή κατάσταση, ενώ επιθυμεί και την καταστροφή τους ακόμη, δένει τον Προμηθέα στενότατα με το θνητό ον στο οποίο κυρίως εφορεύει. Η παράβαση αυτή αίρεται στο μύθο με τη λύτρωσή του από τον Ηρακλή, πριν όμως, λέγει (Αισχ. Π. Δεσμ.). «Για να προσφέρω στους ανθρώπους τα δώρα μου, έμπλεξα σε τούτες ο δύστυχος τις συμφορές. «Αλλά ο Προμηθεύς – θεός φιλάνθρωπος – είναι μία διάσταση και μία θέση της πρώτης, προοντολογικής Αρχής της Πρόνοιας, που ταυτίζεται προς την Νύχτα – προοντολογική Νόηση, φορέα του Πνεύματος και της Ψυχής». 
 Λέγεται, τότε, «Μαντοσύνη». Η ρίζα της λέξης είναι √ΜΑΝ → μανθάνω, μάθηση, μάντης, ίδια με τη ρίζα του κυρίου (β’) συνθετικού του ονόματος «Προμηθεύς» - προμήθεια, προ-μανθάνω – κ.τ.ο. «Και είναι», λέγει ο Πλάτων, «αυτή, η ικανότητα της διοράσεως προς τα μελλοντικά, η Μαντοσύνη – που εφαρμόζεται ως Πρόνοια - το κέντρο γύρω από το οποίο πηγάζει και προκύπτει το άθροισμα των στοιχείων της αληθινής Επιστήμης. Και είναι αυτή, η μαντική, ουσία με υπόσταση πραγματική (ουσία όντως ούσα)». Ο Ορφεύς είχε πει: «Νύκτα Θεών άρχει. μαντοσύνην δε οι δώκεν έχειν αψευδέα πάντηι» («Η νύχτα βασιλεύει στους Θεούς. και τους έδωσε να έχουν την ικανότητα της μαντοσύνης, επειδή είναι αλάνθαστη πάντα»). 
 Ο Προμηθεύς είναι και ρητώς ο πάροχος αυτής της αρετής στους ανθρώπους και στον πρακτικό τομέα (τέχνες, επιστήμες), αλλά και σε εκείνον που εμείς σήμερα κατατάσσουμε στο επίπεδο της μαγείας, των παραεπιστημονικών δραστηριοτήτων. 

Ο Προμηθεύς με τον λόγο του Αισχύλου απαριθμεί τις δωρεές του (αφού πρώτα λέγει ότι οι νέοι Θεοί – οι Ολύμπιοι - χρωστούν σε κείνον τις τιμές που έχουν): «…τώρα τα πάθη των ανθρώπων να ακούσετε, πώς ενώ πρώτα ήσαν σαν τα μωρά, τους έβαλα και φρένες . και όχι παράπονο μ’αυτούς πως έχω, μόνο να σας δείξω την καλή προαίρεσή μου. Λοιπόν πρώτα βλέπαν και του κάκου έβλεπαν. Άκουγαν και δεν άκουγαν, μα όμοιοι με ονείρων μορφές σε όλο το μάκρος της ζωής τους όλα τα πάντα έτσι ανάκατα σύγχυζαν, κι ούτε προσήλια, χτιστά σπίτια γνώριζαν, ούτε τα ξύλα να δουλεύουν, μα σε ανήλια σπήλαια χωμένοι ετρύπωναν σαν τα μυρμήγκια να δουλεύουν. 
 Κι ούτε χειμώνα εγνώριζαν βέβαιο σημάδι, ούτε ανθοφόρου άνοιξης, ούτε του θέρους του καρπερού κανένα, μα έτσι πορεύονταν με δίχως κρίση, ως που τους έδειξα των άστρων τις αξεδιάλυτες ανατολές και δύσεις. 
 Κι εγώ τον αριθμό, την πιο τρανή σοφία, και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, της Μνήμης, της μητέρας, των Μουσών, εργάτες. 
 Κι έζεψα πρώτος στον ζυγό τα ζώα σκυμμένα κάτω από ζεύγλες και σαμάρια, για να παίρνουν τους πιο μεγάλους πάνω τους κόπους του ανθρώπου. 
Κι έδεσα χαλινόστεργα τ’ άλογα στο άρμα, της αρχοντιάς καμάρι, και τα θαλασσοπλάνητα δε βρήκε άλλος παρά εγώ λινόπτερα του ναύτη αμάξια 
 Τι μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες . κι η πιο μεγάλη – που αν κανείς αρρώσταινε, δεν είχε αντίδοτο κανένα … και μαραινόταν έτσι με δίχως γιατρικά, ως που εγώ πάλι τους έδειξα μείγματα πολλών φαρμάκων. Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους, κι έκρινα πρώτος από τα όνειρα ποια πρέπει να βγουν αλήθεια και τους έμαθα να κρίνουν τα τυχαία λόγια και τις συντυχιές του δρόμου. 
 Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων ώρισα καθαρά, ποια είναι τα καλά σημάδια και ποια τα απαίσια, καθώς τις συνήθειες που έχουν, τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά τους. 
 Εγώ, και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να’ναι, τι χρώμα να’χουν για ν’αρέσουν στους Θεούς τους και της χολής και του λοβού τις τόσες όψεις. Και μες τη στάχτη τυλιχτούς καίοντας τους λαγόνες και της ράχης το κόκαλο, δύσκολης τέχνης το δρόμο άνοιξα στους ανθρώπους, και μάτια στης φλόγας τους έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια. 
 Μα έξω από αυτά, και τα κρυμμένα στα κατάβαθα της γης χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι, του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από εμένα πως τα βρήκε πρώτος θε να πει;»   Αναφέρεται, λοιπόν, ο Προμηθεύς ως η ίδια η Πρόνοια του Ανθρώπου και στον γνωστικό τομέα, αλλά στον καθαρά μεταφυσικό, φιλοσοφικό, ψυχοπνευματικό: Μνεία στις Μούσες, στην Επιστήμη, τη Μαντική, την Τεχνική. Αλλά και η απάντησή του στον Χορό των Ωκεανίδων «μήπως προχώρησε πιο πέρα ακόμα»: «έδιωξα από τα μάτια τους το φάσμα του θανάτου», απαντά. 
 «Και ποιο φάρμακο ηύρες για τούτη την αρρώστια»; 
 «Γέμισα την ψυχή τους τυφλές ελπίδες»… «Τυφλές» δεν σημαίνει άλογες, παράλογες ή ψευδείς, αλλά συναισθηματικές, θετικές, αυθιγενείς, αντανακλαστικές, αναπόδεικτες, καθαρή πίστη. «Μεγάλο ωφέλημα αυτό που εδώρησες στους θνητούς», απαντούν οι Ωκεανίδες στα λόγια αυτά. 
 Έπειτα αναφέρεται στην προσφορά του πυρός. 
  Ο Προμηθεύς εδέθηκε στον Καύκασο με βάναυσα δεσμά, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι το έργο του ήταν απρόσβλητο. Ο Καύκασος, βέβαια, του μυθικού δράματος, αλληγορεί τον γήινο τόπο, το «κοίλο μισό του ουρανού», την καύκη ή καύκα, το κύπελλο του κόσμου, αυτό που υποδέχεται και παρουσιάζει τη δύναμη της ίδιας της μητέρας του Προμηθέως, που αποκαλύπτεται ότι είναι η Θέμις – Γαία (Αισχύλος). 
 Χρειάζεται την Πρόνοια ο Δίϊος Κόσμος, όπου πρυτανεύει γεννώντας τον η Φύση, που προσφέρει τα κίνητρα και τα αντικείμενα της Γνώσης, της προσέγγισης στην Αλήθεια της φανερής και αφανούς αρμονίας της. Είναι η φύση που μιλά, και ο άνθρωπος πρέπει να μπορεί να την ακούει και να ακολουθεί τη φωνή της προς το «κατά φύσιν ζην». 
  Όπως είπε ο Μουσαίος, «χθονίης φωνή πινυτόν φάτο μύθον»: «η φωνή της γης ομίλησε και είπε έναν εμπνευσμένο μύθο». Αυτόν τον εμπνευσμένο λόγο, ο άνθρωπος κατανοώντας τον, κατέκτησε το δικό του «εικότα μύθον», ως έκφραση της αλήθειας που κατακτά και οδηγό για γνώμη και απόφαση. Είναι ο φυσικός λόγος για τον αισθητό κόσμο, ως ανταπόκριση του εμπνευσμένου λόγου – αληθούς λόγου ή θείου λόγου. Και είναι το πρώτο βήμα στη διατύπωση του περιεχομένου και των σημαινόντων του φυσικού ειδέναι, της φυσικής εξήγησης των φαινομένων ώς τα ποιητικά τους αίτια και τα σημαινόμενά τους. Εδώ λοιπόν δέθηκε ο Προμηθεύς, εδώ σταυρώθηκε, εδώ καρφώθηκε, εδώ έθρεψε το πνεύμα του Διός (αετό, γέννημα του Τυφώνα και της Έχιδνας), με την ψυχή και τη διαισθητική διάνοιά του (ήπαρ) κατά την ημέρα, όταν ο νέος Πατέρας των Θεών και ανθρώπων (Ζευς – Ήλιος) βασίλευε. Την Νύχτα, προφανώς ανανεωνόταν η σοφία του Τιτάνα – ήρωα, από την ίδια την Μητέρα της Σοφίας/Επιστήμης. 
  Επειδή το βασίλειο του Διός είναι ο κόσμος των αισθητών και οφείλεται το «σώζειν τα φαινόμενα», που οδηγούν, μέσα αλλά και πέρα από τη μηχανική ή παραγωγική αιτιότητα (causa eficiens) στην θέα, την κατανόηση της τελολογικής αιτιότητας (causa finalis) → αναγωγή, ανάμνηση…. 
 Γιατί και η επιστήμη δεν είναι κάτι άλλο [(αν είναι αληθής (όπ. ανωτ.)] παρά οδός προς την αλήθεια, ένα από τα όργανα με τα οποία η ψυχή γνωρίζει την αλήθεια των πραγμάτων («ό αληθεύει η ψυχή»). Άλλα μέσα είναι η τέχνη, η φρόνηση, η σοφία, ο νους, που αντιπαραβάλλονται με τα «υπόληψις» και «δόξα» («ό επιστάμεθα μηδ’ ενδέχεσθαι άλλως έχειν» και «πάσα μάθησις διανοητική εκ προϋπαρχούσης γίγνεται γνώσεως») → λόγος φύσεως, αληθής λόγος → ανάμνηση, κάθαρση. 
 Σε τούτα, που είναι ενεργήματα Προμηθεϊκά στον τόπο των θνητών όντων και στον τόπο των ανθρώπων, θέλει και πρέπει να συμμετέχει ο Θείος Νους που έθεσε τα θεμέλια, τις δομές αυτού του νέου, πολύπλοκου και πολύπλαγκτου κόσμου. 
 Και ο πρώτος τρόπος να συνεργεί, είναι ελέγχοντας τον Προμηθέα, την πρόνοια, τη δύναμη της γνώσης και τα έργα αυτής της κρίσιμης παρουσίας μέσα στην οντολογική πληθώρα του Ανθρώπου. 
 Συνοπτικά και εκτός των νόμων και των ορίων του μύθου, ο Προμηθέας είναι «… προστάτης της κατά την δύναμη των αντιθέτων ροπών ενωμένης οδού της ανόδου και της καθόδου, όπως και της διπλής κατάστασης που εκδηλώνεται μέσα στη διαδικασία της γενέσεως ως γονιμότητα και ευφορία, αλλά και ως δυστοκία και ευτέλεια και ποταπότητα κάθε είδους. 
 Και τούτος ο άρχοντας των ενωμένων αντιθέτων … δεν είναι λάθος να πιστεύουμε πως είναι ο Προμηθεύς . Κανείς άλλος. Αυτός, που ο Πλάτων στον «Πρωταγόρα» ονομάζει χειριστή και παρατηρητή της ανθρώπινης ζωής, όπως αντιστοίχως, ονομάζει τον Επιμηθέα χειριστή και παρατηρητή της ζωής των αλόγων ζώων. Αυτός, που ο Ορφεύς και ο Ησίοδος υπαινίσσονται ότι, με την κλοπή του πυρός από τον Όλυμπο, και την παράδοσή του στους ανθρώπους, έφερε την ψυχή από το νοητό του Είναι επίπεδο, στο επίπεδο όπου συντελείται η γένεση των όντων, και ότι αυτός είναι ο κυβερνήτης του ανθρώπινου βίου και υπαίτιος τόσο για τις άριστες και πλήρεις χάριτος γενέσεις, όσον και για τις αισχρότερες» (Πρόκλος, Υπόμνημα στην «Πολιτεία» Πλάτωνος). 
 Αλήθεια, ο άνθρωπος βρίσκεται σε μία Προκρούστεια κλίνη, εκτός αν από νωρίς παιδευτεί και μάθει να πολεμά την ανοησία που συνεχώς τον παρασύρει στην άγνοια της Αλήθειας, την λήθη της ουσίας των πραγμάτων και του εαυτού του, κάτι που, όχι παράδοξα, όπως θα φαινόταν επιπόλαια, τον οδηγεί στην περιφρόνηση αυτών ακριβώς που αγνοεί και στην Ύβριν: «Η Ύβρις είναι γέννημα της άγνοιας, και αυτό είναι η μεγάλη αυταπάτη και το αίσχος …», λέγεται στα Ιερά Λόγια. 
 Ανάλογα λέγονται και αλλού στην ίδια θεολογία, ενώ παρόμοια είναι και όσα η Δήμητρα λέγει προς την Μετάνειρα, όταν η δεύτερη διαμαρτυρήθηκε για την καύση αθανατοποίησης του Δημοφώντα: «Ανόητοι και άφρονες, άνθρωποι, ούτε του επερχόμενου καλού, ούτε και του κακού τη μοίρα είστε ικανοί να προνοήσετε» (Ομηρικός Ύμνος Δήμητρος). 
 Δεν είναι δίχως οδυνηρές και βαθύτατα βλαπτικές συνέπειες η συμπαρουσία του Ανθρώπου στον κόσμο μας και πριν από κάθε τι, στον πλανήτη. Η Πρόνοιά του, που κόστισε στον Πλάστη του, έναν Θεό, μία συνείδηση απόλυτη, βάσανα, μαρτύρια και οργή, δεν φαίνεται να επικρατεί της άνοιάς του και της αλαζονείας του. η μοναδικότητά του ερμηνεύεται συλλήβδην ως «υπεροχή», ο ίδιος αυτοαποκαλείται, σχετικά πρόσφατα, είναι αλήθεια, «κορωνίδα της Δημιουργίας», και υποβιβάζει το Σύμπαν και τον πλανήτη που βρίθουν από ζωή και μυστικά απρόσιτα σε εκείνον, ως «σπίτι του» και «κατασκευή ειδική για να την παρατηρεί» («ανθρωπική αρχή»). Αποτέλεσμα αυτών των αυθαίρετων μεγαλομανιών, είναι να έχει κυριέψει τον κόσμο το χάος, εισβάλλοντας προ πολλού και στον ψυχοδιανοητικό μας τόπο. Αλλά δεν είναι σφάλμα του Προμηθέα αυτή η μοιραία ίσως παρεκτροπή, επειδή η Αγάπη, η Ελπίδα, η Σοφία, η Ελευθερία, τα δώρα του Θεού – ήρωα στο είδος μας, είναι αρετές, και είναι αντίπαλες της ανοησίας, της καταστροφής του Άλλου και της αυτοκαταστροφής άλλωστε.

Μαρία Σίδερη

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου