Η Χάριετ Μπίτσερ Στόου (14 Ιουνίου 1811 - 1 Ιουλίου 1896) ήταν Αμερικανίδα συγγραφέας και υπέρμαχος της κατάργησης της δουλείας.
Η Στόου έζησε σ' ένα περιβάλλον πνευματικών και διανοούμενων ανθρώπων. Ο πατέρας της, ο Λάιμαν Μπίτσερ, ήταν λειτουργός της Ανεξάρτητης Εκκλησίας του Λίτσφιλντ, στην πολιτεία Κονέκτικατ, όπου και γεννήθηκε η Χάριετ το 1811. Η αδελφή της, Αικατερίνη, δασκάλα. Η κοινότητα όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια, ήταν από τις πιο πολιτισμένες και μορφωμένες της περιοχής της Νέας Αγγλίας.
Μέσα σ' αυτόν τον κύκλο το συγγραφικό ταλέντο της νεαρής Χάριετ άρχισε ν' ανθίζει νωρίς με τη δημοσίευση περιγραφών και διηγημάτων σε σχολικά έντυπα.
Σε ηλικία 22 ετών άρχισε να την απασχολεί το πρόβλημα της ανθρώπινης δουλείας. Ο πατέρας της είχε εκλεγεί πρόεδρος του νεοϊδρυμένου Θεολογικού Φροντιστηρίου Λέιν του Σινσινάτι στο Οχάιο και η οικογένειά του τον συνόδευσε εκεί. Πάλι η Χάριετ έλαβε ενεργό μέρος στη φιλολογική και σχολική ζωή, δημοσιεύοντας τα χειρόγραφά της σε εφημερίδες του τόπου και συγγράφοντας μια σχολική γεωγραφία.
Το Οχάιο ήταν ελεύθερη πολιτεία, αλλά μόνο ένας ποταμός τη χώριζε από άλλες κοινότητες, όπου επικρατούσε ο θεσμός της δουλείας. Η Χάριετ πολλές φορές είδε σκλάβους να αγωνίζονται να περάσουν τον ποταμό λαχταρώντας την ελευθερία. Η αγωνία των βασανισμένων αυτών ανθρώπων τη συγκινούσε βαθιά. Άρχισε να παίρνει μέρος σε διαμάχες για την πολιτική, οικονομική και ηθική ανάγκη να απελευθερωθούν οι Μαύροι.
Εν τω μεταξύ το 1836 είχε παντρευτεί έναν καθηγητή του Θεολογικού Φροντιστηρίου, τον Κάλβιν Έλις Στόου.
Το 1852 ο άντρας της διορίστηκε καθηγητής στο Μπόουντιν του Μπράνσγουϊκ της πολιτείας Μέιν. Εκεί, αν και κάπως μακριά από τις σπαρακτικές σκηνές των δούλων, χρησιμοποίησε τη μνήμη της και τη φαντασία της σ' όλη τους την έκταση και έγραψε το μνημειώδες έργο "Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά". Το βιβλίο έγινε ανάρπαστο και μεταφράστηκε σε 23 γλώσσες. Άνθρωποι που συμπαθούσαν τους δούλους αλλά έμεναν αδρανείς, αισθάνθηκαν την ανάγκη να ενεργήσουν για την απελευθέρωσή τους. Ο "Μπαρμπα-Θωμάς" είχε χρησιμεύσει ως ισχυρό κίνητρο.
Η οικογένεια Στόου γνώρισε μεγάλη φήμη, χωρίς όμως η Χάριετ να κολακευθεί υπερβολικά από αυτό. Ζούσε ήσυχα με τον άντρα της και με τον γιο της, Φρειδερίκο, συνεχίζοντας το γράψιμο. Το 1856 έβγαλε ένα νέο της βιβλίο, με τίτλο "Ντρεντ: Μία Ιστορία του Μεγάλου Θλιβερού Βάλτου", όπου ζωγράφιζε έντονα τον ξεπεσμό μιας κοινωνίας που ανεχόταν τον θεσμό της δουλείας.
Μεταξύ άλλων, η Χάριετ Μπίτσερ Στόου έγραψε άρθρα στο περιοδικό της εποχής "Μηνιαία Ατλαντίς", τον "Ανεξάρτητο" της Νέας Υόρκης και στα περιοδικά της Χριστιανικής Ενώσεως, που όλα τα εξέδωσε σε διάφορες εποχές ο αδελφός της Χένρι Γουόρντ Μπίτσερ.
Όταν ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο γιος της Φρειδερίκος κατετάγη στον Στρατό της Ενώσεως. Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του λοχαγού, αλλά η υγεία του είχε κλονιστεί και η μητέρα του αγόρασε ένα κτήμα στη Φλόριντα, ελπίζοντας ότι το κλίμα εκεί θα ωφελούσε την υγεία του. Εκεί πέρασαν πολλούς χειμώνες.
Τελικά η Χάριετ Μπίτσερ Στόου απεβίωσε την 1η Ιουλίου 1896 στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ.
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης από το 1852
Η Kαλύβα του μπαρμπα-Θωμά
Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, (πρωτότυπος τίτλος στα αγγλικά: Uncle Tom's Cabin or, Life Among the Lowly) είναι βιβλίο της Αμερικανίδας συγγραφέως Χάριετ Μπίτσερ Στόου (Harriet Beecher Stowe). Εκδόθηκε το 1852 και είχε σημαντικό αντίκτυπο στην συμπεριφορά απέναντι στους Αφροαμερικανούς και τη δουλεία στις ΗΠΑ. Ειδικά στην τελευταία περίπτωση το μυθιστόρημα αυτό ενέτεινε τη διαμάχη μεταξύ Αμερικανικού Βορρά και Νότου, η οποία οδήγησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο.
Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά ήταν το πιο δημοφιλές σε πωλήσεις μυθιστόρημα του 19ου αιώνα (και το δεύτερο πιο δημοφιλές βιβλίο εκείνου του αιώνα μετά τη Βίβλο) και θεωρείται πως συνδαύλισε το αποσχιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1850. Τον πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του πουλήθηκαν 300.000 αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ. Ο αντίκτυπος του βιβλίου ήταν τόσο μεγάλος, ώστε όταν ο Αβραάμ Λίνκολν συνάντησε τη συγγραφέα στην αρχή του Αμερικανικού Εμφυλίου, λέγεται πως της είπε: «Ώστε αυτή είναι η μικρή κυρία που έκανε αυτόν τον μεγάλο πόλεμο».
Η υπόθεση
Η υπόθεση του βιβλίου ξεκινούσε όταν ο Σέλμπυ αποφάσισε να πουλήσει τον μεσήλικο μπάρμπα-Θωμά και τον πεντάχρονο γιο της Ελίζας σε έναν δουλέμπορο για να ξεπληρώσει τα χρέη του. Όταν η Ελίζα έμαθε τα σχέδια του αφεντικού της δραπέτευσε μαζί με τον μοναχογιό της. Ο μπάρμπα-Θωμάς δεν την ακολούθησε, γιατί δεν ήθελε να προδώσει το αφεντικό του.
Ο δουλέμπορος αναζήτησε την Ελίζα, αλλά δεν κατάφερε να την εντοπίσει. Πήρε μαζί του τον μπάρμπα-Θωμά και ταξίδεψαν προς την Ορλεάνη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μια καλή γυναίκα τον αγόρασε από τον δουλέμπορο, επειδή έσωσε την κόρη της.
Στο τέλος του βιβλίου η Ελίζα κατάφερε να κερδίσει την ελευθερία της, ενώ ο μπάρμπα- Θωμάς πέθανε από την κακοποίηση ενός σκληρού αφέντη. Με την είδηση του θανάτου του ο Σέλμπυ έσπασε. Οι τύψεις του τον οδήγησαν να ελευθερώσει όλους τους δούλους και τους έδωσε ευχή και κατάρα να μην ξεχάσουν ποτέ τη θυσία του μπάρμπα-Θωμά.
Ολοσέλιδη εικονογράφηση από τον Billings Hammatt για την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά (πρώτη έκδοση: Boston: John P. Jewett and Company, 1852). Η γκραβούρα δείχνει την Ελίζα να λέει στον Μπαρμπα-Θωμά ότι έχει πωληθεί και τρέχει μακριά για να σώσει το παιδί της
Η έκδοση
Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά πρωτοεμφανίστηκε ως σειρά σε 40 εβδομαδιαίες συνέχειες στο περιοδικό Εθνική Εποχή, ένα περιοδικό κατά της δουλείας, και ξεκίνησε με το τεύχος της 5ης Ιουνίου του 1851. Εξαιτίας της δημοτικότητας της σειράς, ο εκδότης Τζον Jewett πρότεινε στη συγγραφέα τη μετατροπή της σειράς σε βιβλίο. Αν και η Στόου είχε επιφυλάξεις σχετικά με το αν κάποιος θα διάβαζε την Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά σε μορφή βιβλίου, τελικά συναίνεσε στην πρόταση.
Πεπεισμένος ότι το βιβλίο θα γίνει δημοφιλές, ο εκδότης πήρε την ασυνήθιστη (για την εποχή) απόφαση να προσθέσει έξι ολοσέλιδες γκραβούρες του Hammatt Billings στην πρώτη εκτύπωση. Εκδόθηκε σε μορφή βιβλίου στις 20 Μαρτίου 1852, και σχεδόν αμέσως εξαντλήθηκε. Ορισμένες άλλες εκδόσεις τυπώθηκαν σύντομα (όπως η πολυτελής έκδοση του 1853, η οποία διαθέτει 117 γκραβούρες του Billings)
Κατά το πρώτο έτος δημοσίευσης, πουλήθηκαν 300.000 αντίτυπα του βιβλίου. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε όλες τις κύριες γλώσσες του κόσμου, και τελικά έγινε το δεύτερο καλύτερο σε πωλήσεις βιβλίο μετά την Αγία Γραφή. Ορισμένες από τις αρχικές του εκδόσεις είχαν εισαγωγή από τον James Sherman, έναν υπουργό Θρησκευμάτων στο Λονδίνο γνωστό για τις απόψεις του περι κατάργησης της δουλείας.
Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά "πούλησε" εξίσου καλά και στη Μεγάλη Βρετανία, με την πρώτη έκδοση του Λονδίνου να εμφανίζεται το Μάιο του 1852 και να ανέρχεται σε 200.000 αντίτυπα. Σε λίγα χρόνια πάνω από 1,5 εκατ. αντίγραφα του βιβλίου κυκλοφόρησαν στη Μεγάλη Βρετανία, αν και οι περισσότερες από αυτές ήταν πειρατικά αντίτυπα (όπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες)
[Η πραγματική ιστορία του μπάρμπα-Θωμά]
Το βιβλίο ήταν βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή των σκλάβων που ζούσαν στην Αμερική. Η Στόου είχε εμπνευστεί την ιστορία του μπάρμπα-Θωμά από τη ζωή του Τζόσια Χάνσον, ενός μαύρου που είχε ζήσει ως σκλάβος για 40 χρόνια στο Μέριλαντ. Ο Χάνσον είχε γεννηθεί σκλάβος το 1789 σε μια φάρμα όπου ήταν σκλάβος και ο πατέρας του.
Όπως είχε αναφέρει αργότερα στην αυτοβιογραφία του, το μόνο που θυμόταν από τον πατέρα του ήταν ότι τον είχαν μαστιγώσει 100 φορές στην πλάτη και του είχαν κόψει το αυτί επειδή είχε σηκώσει κεφάλι στον αφέντη. Ο ιδιοκτήτης πούλησε τον πατέρα του στην Αλαμπάμα όταν ο Χάνσον ήταν παιδί. Από τότε δεν τον είδε ποτέ ξανά στη ζωή του. Τα αδέρφια του ανήκαν σε άλλα αφεντικά και εκείνος μεγάλωσε με τη μητέρα του. Ο Χάνσον ήταν έντιμος και εργατικός γι’αυτό όταν μεγάλωσε έγινε υπεύθυνος για τους υπόλοιπους σκλάβους.
[«Τζόσια Χάνσον», ο σκλάβος που ενέπνευσε την ιστορία του μπάρμπα-Θωμά]
Ο δρόμος προς την ελευθερία άνοιξε όταν το 1825 το αφεντικό του ζήτησε να οδηγήσει 18 σκλάβους στο Κεντάκι. Ο Χάνσον, μακριά από τον αφέντη του για τρία χρόνια, κατάφερε να συγκεντρώσει τα χρήματα που απαιτούνταν για να αγοράσει την ελευθερία του. Όταν επέστρεψε έδωσε στο αφεντικό του 350 δολάρια για να του υπογράψει το χαρτί της ελευθερίας του. Το αφεντικό του πήρε τα χρήματα, αλλά του είπε πως αν ήθελε να ζήσει ελεύθερος έπρεπε του πληρώσει φόρο 1.000 δολάρια. Τότε ο Χάνσον πήρε τη γυναίκα και τα παιδιά του και δραπέτευσε.
Μετά από αρκετές εβδομάδες έφτασαν στο Οντάριο και μπόρεσαν να ζήσουν ελεύθεροι. «Όταν τα πόδια μου ακούμπησαν για πρώτη φορά την ακτή του Οντάριο, έπεσα κάτω, πήρα την άμμο στις χούφτες μου, τη φίλησα και άρχισα να χορεύω. Όσοι με έβλεπαν με περνούσαν σίγουρα για τρελό». Έτσι περιέγραψε ο Χάνσον την πρώτη ημέρα της ελευθερίας του.
Το βιβλίο της Στόου ήταν βασισμένο στη ζωή του. Με γλαφυρό τρόπο, αλλά χωρίς υπερβολές παρουσίαζε την κακομεταχείριση των μαύρων από τους λευκούς. Το ξύλο, τους βιασμούς, την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής. Τον μαύρο ως εμπόρευμα. Ήθελε να ευαισθητοποιήσει το κοινό και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφερε
Portrait of Harriet Beecher Stowe by Francis Holl, 1853
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Ο μονόλογος του νέγρου σκλάβου:
«–Μόνο μιζέρια είναι η ζωή μας. Μόνο μιζέρια! Γιατί να προσπαθώ να κάνω το οτιδήποτε, να γίνω οτιδήποτε; Τι αξία έχει να ζω; Μακάρι να πέθαινα… Αφέντης μου! Και ποιος τον όρισε αφέντη μου; Αυτό σκέφτομαι συνέχεια. Τι δικαιώματα έχει επάνω μου; Είμαι τόσο άντρας όσο κι αυτός. Ποιο δικαίωμα έχει λοιπόν να με κάνει να δουλεύω σαν άλογο του κάρου; Να με παίρνει από μια δουλειά που μπορώ να την κάνω καλύτερα απ’ αυτόν; Λέει πως θα με δαμάσει και θα με ταπεινώσει. Και με βάζει επίτηδες να κάνω τις πιο βαριές και τις πιο σιχαμερές δουλειές! Και πρόσεχα, και υπομονή έκανα, μα το πράγμα όσο πάει και χειροτερεύει. Άνθρωπος και οστά δεν μπορεί να το ανεχτεί. Αυτός δε χάνει ευκαιρία για να με προσβάλει και να με βασανίσει.
Χτες μόλις, εκεί που φόρτωνα πέτρες στο κάρο, ο κυρ‐Τομ, ο νεαρός γιος του, στεκόταν και πλατάγιζε το μαστίγιο τόσο κοντά στο άλογο, που το τρόμαξε το έρημο .
Όσο πιο ευγενικά μπορούσα, του ζήτησα να σταματήσει. Κι εκείνος γύρισε κι άρχισε να κοπανάει εμένα με το βούρδουλά του. Του έπιασα τότε το χέρι, κι ο νεαρός άρχισε να κλοτσάει και να τσιρίζει∙ και, σαν τον άφησα, πήγε τρέχοντας στον πατέρα του να του πει πως τον παίδευα. Εκείνος τότε μ’ έδεσε σ’ ένα δέντρο, έκοψε βίτσες, τις έδωσε στο μικρό αφέντη και του είπε να με δείρει μέχρι να κουραστεί. Κι έτσι έγινε!…».
(Χάριετ Μπίτσερ Στόου, «Η καλύβα του μπάρμπα- Θωμά»)
Portrait of Stowe by Alanson Fisher, 1853
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου