Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ


Μη πετάς ποτέ πέτρα σε πηγάδι
Που κάποιο μεσημέρι σε ξεδίψασε.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ

  Ουμβέρτος Αργυρός -Πηγάδι στην εξοχή

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ - ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Πώς βρέθηκα λοιπόν ανεβασμένος
πάνω σε τούτο το
κωδωνοστάσι;
Νύχτα κι αγέρας σκοτεινός φυσάει
κι όπως βαριά στενάζουν οι καμπάνες
με διαπερνά το ρίγος της αβύσσου

Κατρακυλώ στη σιδερένια σκάλα
Κι αν όμως είν’ η θύρα κλειδωμένη;
Κι αν ίσως δεν μπορώ να ξεκλειδώσω;

Νιώθω νερά στα πόδια μου
κοάζουν
τριγύρω μου βατράχια
με φωτίζει
ξάφνου ο θαμπός φανός του νεωκόρου
που σκύβει από ψηλά και μου φωνάζει

Ανέβα πάλι επάνω, χριστιανέ μου
τι θέλεις τέτοιαν ώρα στο πηγάδι
θα σε τραβήξουν κάτω τα τελώνια

Κι απορημένος κάνει το σταυρό του

Ο ληξίαρχος (1989)


  Ουμβέρτος Αργυρός - Στο πηγάδι


Άρης Αλεξάνδρου - Ολόκληρη νύχτα

Όπου νάναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.
Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.
Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη μαρκίζα
Γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.
Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα σου.

Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι
Σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.

Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.
Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές
Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου
οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες
και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε
ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.

Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνία της χαραυγής.
Απίθωνα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.
Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί
σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.


Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα
ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.

Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού
ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.
Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι
έσβηνε στη φωνή της.

Έβλεπα τα χέρια μου και είταν μονάχα δυο
μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο
μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου
μονάχα δυο.


 Σοφία Βλάχου  - Ένα χαρούμενο πρωϊνό στο πηγάδι


Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά. - Απέλπιδα κραυγή
Μπορεί να φώναζες,αλλά τη «μαύρη» φωνή σου
δεν την άκουγε ο λευκός δυνάστης!
Κλαίω για την ψυχή του:
ένα ξεροπήγαδο!



Wishing Well Art by Maddsgn

Μάνος Ελευθερίου - Τ’ ΟΝΕΙΡΟ-ΓΥΑΛΙ

Σε τούτο το φριχτό πηγάδι
πέταξα τη μαύρη πέτρα
πριν γίνω τ’ όνειρο-γυαλί

γιατί τα σύμβολα σιγά σιγά ξεφτίζουν
κι οι αναμνήσεις έρχονται καιόμενες
γυναίκες.

Σε μια πατρίδα γονατισμένη
με τόσα ερείπια αισθήματα
τόση σπατάλη σε όρκους και υποσχέσεις
σε ξεπεσμούς ανθρώπων που λογάριασες
ένα κομμάτι γυαλί σπασμένο
είναι η γλώσσα μου.

Ό,τι να πει ματώνει.

Το μυστικό πηγάδι (1983)



Πίνακας  Ιωάννα Ξέρα   

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ - ΣΤΟΥ ΙΑΚΩΒ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Πόλεμος ανάμεσα στα νερά.
Σηκώνει τον κάδο η Σαμαρείτιδα.
Είν’ ωραία ωσάν νεράκι.

Για άλλο ωστόσο νερό τής
τραγούδησε
ο έρμος Ναζωραίος.


 Darko Topalski At the Well

ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ - ΤΑ ΠΗΓΑΔΙΑ

Τί περιμένουμε ἀκόμα μπροστά σ’ αὐτά τά χαλάσματα;
Παράφοροι κάποτε ὡραιοθῆρες, τί ἐλπίζουμε πιά;..

Πολύ ἀργά ζητήσαμε, ἴσως, τόν κόσμο.

Περάσαμε πόνους καί θάνατους, χτυπῶντας τήν πέτρα,
ἀνοίγοντας πηγάδια στό σῶμα μας,
ἀναζητῶντας πετράδια μέχρι σήμερα ἄγνωστα,
σπαταλώντας τά μάτια μας
σέ λαγούμια βαθιά.

Δέ μένει ἄλλος χῶρος νά σκάψουμε.
Ἴσως κιόλας τό σῶμα μας νά τόχαν σκάψει ἄλλοι πρωτύτερα,
πρίν γεννηθοῦμε ἀκόμα·
γι’ αὐτό καί ὅ,τι λέμε, ὅ,τι φτιάχνουμε, δέν εἶναι παρά ἡ ἀνάμνηση
ἀπ’ τά σχέδια πού ἀγγίξαν τά χέρια μας
καθώς ψηλαφούσαμε γυρεύοντας μιά διέξοδο
ἀπό τήν ἄλλη πλευρά…

Πολύ ἀργά ζητήσαμε, ἴσως, τόν κόσμο.

«Ὁ γυρισμός», 1963

  Wishing Well painted by Natalie Macawaris‎

ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ - ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Τη σκοτεινή
το φόβο που δεν είναι φόβος,
ένα πηγάδι π’ ανεβαίνω πέφτοντας.
κάτι ανάμεσα χαμό
κι ελπίδα.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ - ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Έριχνε ποιήματα σ’ ένα πηγάδι μέσα.
Θα το εξαφανίσω,
είχε πει κι απλώνοντας το χέρι του στον ουρανό,
έκοβε κάθε τόσο κι από ένα.
Ώσπου ο ουρανός άδειασε.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ -  ΕΖΗΣΑ

Μέσα σ’ ένα πηγάδι έζησα
και πάνω μου περνώντας
το φεγγάρι μακρινό.


 Women at the Well By Paul Signac

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ - ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΠΕΠΛΟ VII

Τό ἕβδομο πέπλο κρύβει
τό πηγάδι.
Σκύβω στο φιλιατρό
και ρίχνω πέτρα – κρότος τίποτα

ούτε νερό ούτε τέλος
είμαι στον κούφιο άξονα
του κόσμου, ο άλλος πόλος

κάτω από θόλους και ψαλμούς
το μαύρο ξεγεννάει τους ποιητές του
τρις στον αέρα
τους σηκώνει ο Διονύσιος.

Δοκιμή Ανάστασης.

 ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983

  Village Well - Art Nomad Sandra Hansen  


PABLO NERUDA - ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Φορές βυθίζεσαι, πέφτεις
στην τρύπα σου της σιωπής,
στην άβυσσό σου από περήφανη οργή,
και μόλις που μπορείς
να γυρίσεις, ακόμα με κουρέλια
εκείνου που βρήκες
στο βάθος της ύπαρξής σου.

Αγάπη μου, τί συναντάς
στο κλειστό σου πηγάδι;
Φύκια, βάλτους, πέτρες;
Τί βλέπεις με μάτια τυφλά,
πικρή και πληγωμένη;

Ζωή μου, δεν θα βρεις
στο πηγάδι που πέφτεις
αυτό που εγώ φυλάω για σένα στα ύψη:
ένα μάτσο γιασεμιά με δρόσο,
ένα φιλί πιο βαθύ απ’ την άβυσσό σου.
Μη με φοβάσαι, μην πέφτεις
στην πικρία σου πάλι.

Τίναξε τη λέξη μου που ήρθε να σε πληγώσει
κι άστην να πετάξει απ΄το ανοιχτό παράθυρο.
Αυτή θα με ξαναπληγώσει
χωρίς εσύ να την κατευθύνεις
μια και ήταν γεμάτη από μια στιγμή σκληρή
κι αυτή η στιγμή θα αφοπλιστεί στο στήθος μου.

Χαμογέλασέ μου ακτινοβόλα
αν το στόμα μου σε πληγώνει.

Δεν είμαι ένας γλυκός βοσκός
όπως στα παραμύθια με νεράιδες,
αλλά ένας καλός ξυλοκόπος που μοιράζεται μαζί σου
γη, άνεμο κι αγκάθια των βουνών.

Αγάπα με, χαμογέλα μου,
βοήθα με να ‘ μαι καλός.
Μην πληγώνεσαι για μένα, θα είναι άχρηστο,
μη με πληγώνεις γιατί μου πληγώνεσαι.

 Μετ: Γιώργος Μίχος.

 Woman of the Well  by Glenda Stevens

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ -  ΠΗΓΑΔΙ

Μέσα μου ανοίχτηκε
βαθύ πηγάδι
σκοταδερό
μέσα του κάθε φωνούλα
βόγγισμα λυπητερό

μέσα μου ολάνοιχτο
βαθύ πηγάδι,
χωρίς νερό

κι η πέτρα μέσα του
πάει, πέφτει, χάνεται
και δε χτυπά

βαθειά όλα μέσα μου
και άδεια
και τίποτε
και τίποτε δε φέγγει τίποτε
που ν’ αγαπώ


Diego Rivera - Η γυναίκα στο πηγάδι


Αντώνης Θ. Παπαδόπουλος -  Το πηγάδι

Ζήσαμε σε μιαν άλλη εποχή
ψιθυρίζοντας στίχους του ουρανού και της θάλασσας.
Καθόμαστε στην πλατεία με τα χαμόσπιτα
χαζεύοντας τις γελαστές πόρτες
που ανοιγόκλειναν δειλά.
Τώρα οι τοίχοι έχουν ψηλώσει.
Η πλατεία βάθυνε σιγά – σιγά,
λιγοστεύοντας πάνω μας τον ουρανό.
Κάποιος θα μίλαγε για πηγάδι.
Για ένα πηγάδι
ξερό.

 Alchimowicz Hiacynt -  AT WELL


Μαρί Πόνσοτ - ΠΗΓΑΖΟΝΤΑΣ

Από μία βάρκα σε μια λίμνη όπου ο ήλιος έχει σηκωθεί είμαστε παρατηρητές.
Να κολυμπάμε άσκοπα είναι πολυτέλεια το ίδιο όπως το να περπατάμε
μεγαλόφωνα προς την πηγή ενός ρηχού ρέματος.

Όπως σκύβουμε πάνω από το βαθύ πηγάδι, ψιθυρίζουμε.

Τους φίλους στα σπίτια τούς έλκει ο ένας ζεστός αέρας·
Τους ξένους που συναντιούνται σε αμμουδιές τούς έλκει η μία υγρή θάλασσα.

Πώς θα ήταν να είμαστε νερό, ένα σώμα από νερό
(νερό τι είναι είναι άλλο μυστήριο) (Είμαστε
νερό διαιρεμένο.) Θα ήταν ένας εαυτός χωρίς τοίχους,
με επιφανειακή τάση, ειδική βαρύτητα μια τοπική
ανταλλαγή ανάμεσα σε βράχο και σε σύννεφο από πτώση και ανύψωση,
ανύψωση για να πέσουμε, πτώση για να υψωθούμε.

(μετ: Μαρία Θεοφιλάκου)

  Christ and the Samaritan Woman at the Well - Ferdinand Georg Waldmuller


Βάλτερ Πούχνερ - ΟΤΑΝ ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΜΙΛΑ

Όταν το πηγάδι μιλά δεν φεύγεις
συνήθως δεν μιλάει· το άνοιγμα
στόμα βουβό σιωπηλά σε κοιτάζει
σε έλκει σε μαγνητίζει να κατεβείς
στης μύησης τα μυστήρια στον πάτο.

Όταν το πηγάδι μιλά, εσύ ακούς
και προσπαθείς να καταλάβεις
είναι λόγια βαθιά απ’ τον βυθό παρμένα
αφηγήσεις από τα έγκατα, παραμύθια
ξένα παράξενα και τόσο γοητευτικά.

Όταν το πηγάδι μιλά, εσύ γράφεις
ευαγγελιστής τον λόγο μαρτυράς
στην επιφάνεια βγήκε από το στόμιο
τον σιγανό, έκανε δρόμο μεγάλο
και τον διασώζεις για το μέλλον.

Όταν το πηγάδι μιλά, σιωπά η κτίση
οι φωνές της γης το δοξαστικό λένε
και την αρχή και το τέλος, το νόημα
το γιατί και το πώς, το άλφα ωμέγα
και οι ουρανοί αφουγκράζονται.

Όταν το πηγάδι σταματήσει να μιλά
η μαγεία χάνεται ο μαγνητισμός
ξεχνάει ο κόσμος πάλι και τρέχει
σαν τα νερά απ’ την πηγή στο αλάτι
κ’ εσύ στο μαγγανοπήγαδο της ζήσης.



 Meeting at the Well, Venice, 1891 by Federico del Campo

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  -  ΠΗΓΑΔΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

Είχαμε τα πηγάδια μας μέσα στα σπίτια μας.
Πίναμε το νερό της βροχής, λουζόμασταν,
κρατάγαμε μια τάξη και μια πάστα. Μια νύχτα
κάποιος σηκώθηκε, άδειασε μες το πηγάδι
την κούπα του με το φαρμάκι. Οι άλλοι κάναν
πως κοιμόνταν βαθιά. Μετά, ένας ένας
σηκώνονταν με τη σειρά τους, άδειαζαν
την κούπα τους με το φαρμάκι. Σαν ξημέρωσε
κανένας δεν έπινε νερό. Ώσπου, τέλος,
βούλιαξε η σκάλα μέσα στο πηγάδι. Οι ένοικοι
ανέβηκαν στη στέγη, ανοίξανε το στόμα
ασάλευτοι εκεί πάνω ώρες ολάκερες μην πέσει
μια σταγόνα βροχής. Ο πλανόδιος φωτογράφος
πέρασε κάτω στο δρόμο. Δεν τους είδε. Κοιτούσε
τα πένθιμα αγγελτήρια κολλημένα στους στύλους
και στις μεγάλες πόρτες των κλειστών μαγαζιών.

Αθήνα 31/ΙΙΙ/71. 

 Edouard Bernard Debat-Ponsan At the Well

Γιάννης Ρίτσος  - Ο τόπος μας

Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.

Children At The Well είναι ένας πίνακας του Anton Ebert

Γρηγόρης Σακαλής - Πηγάδι 

Σ’ ένα πηγάδι καθρεφτίστηκα
μα ήταν πολύ βαθύ
δεν φαινόμουν καλά
άρχισα να κατεβαίνω μέσα του
λίγο στην αρχή
ύστερα περισσότερο
μα πάλι δεν φαινόμουν
μόνο κάτι σκιές έβλεπα
που μου μοιάζανε
ένα βουητό ακουγόταν
κι είπα να φύγω
να επιστρέψω στον έξω κόσμο
κι άρχισα να σκαρφαλώνω
σιγά-σιγά
έκανα χρόνια να φτάσω
στην κορυφή
όταν πια έφτασα
άκουσα μια φωνή να μου λέει
«μη κοιτάς μέσα σου
είναι βαθύ πηγάδι
θα τρελαθείς».



 Mother & daughter at the well , Hobson, Henry Edrington ,

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ  - ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ

Κοιμισμένο πηγάδι
σιγανό
και σπασμένο βιβλίο

το χέρι μου άγγιζε ψηλά την
κάλτσα σου
κοντά στ’ όνειρό της
η γλώσσα μου σκεφτότανε τα
δόντια σου

το χέρι μου αγαπούσε το θάνατο
το άλλο μου χέρι ήταν από κερί
και έλιωνε
τα μάτια σου ήταν από κερί
και έλιωναν

κι έξω ήταν νύχτα
και έβρεχε
κοιμισμένο πηγάδι
σιγανό
και σπασμένο βιβλίο.

ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952

 Στο πηγάδι -  Daniel Ridgway Knight

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - Ο ΑΓΙΟΣ

Αυτός κοιτούσε βαθιά
βαθιά
μες στο πηγάδι
το βάθος του
δεν τέλειωνε
σε τούτη τη ζωή

οι σάρκες ξεκολλούσανε
κι έπεφταν μία μία
σε λίγο δε θα του έμενε
παρά ο σκελετός

—Το πήρα απόφαση –έλεγε–
το πήρα πια απόφαση
θα ζήσω μέσα στους πνιγμένους
και μέσα στους λεπρούς


 The Holy Well, 1916 by Sir William Orpen
Paul Celan

Πηγάδια σκαμμένα στον αέρα: Κάποιος, στο καπηλειό, θα παίζει βιόλα στον κατήφορο τής μέρας / Κάποιος θα στέκεται με το κεφάλι πάνω στη λέξη «Αρκετά» / Κάποιου σταυρωτά τα πόδια απ’ το κατώφλι θα κρέμονται δίπλα στο μαγκάνι.

Τούτος ο χρόνος, / χωρίς βιάση να περάσει, / ξανά στα μούτρα μάς πετά Δεκέμβρη και Νοέμβρη, / ξεσκάβει τις πληγές του, για να χωρέσ’ εσένα, φρεσκοσκαμμένο ταφοπήγαδο, / δωδεκάστομο.

Old well," by Aleksandr Kryushyn

Γιώργος Σεφέρης -Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.

Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια
για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.

Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.

Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.

 Μυθιστόρημα, Β’


Wishing Well. Painting by Val Stokes

Γιώργος Σεφέρης - [Ο τόπος μας είναι κλειστός]

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού
τις προσκυνούμε.

Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτί-
σουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.



 GARDEN WELL by artist Jeff Barnhart.

Διονύσιος Σολωμός - Οἱ σφαγμένοι τῆς Ἑλλάδας


«Ἀπό τους  φοβερούς γκρεμνούς, τις χαμηλές κοιλάδες και τα ψηλά  βουνά, ἀπό την  ερημιά τῶν ποταμῶν και τῆς θάλασσας, ἀπό τους   δρόμους, τις σπηλιές, τα πηγάδια, ἀκόμη και μέσα ἀπό τα ζεστά  κρεβάτια, σηκωθεῖτε, ὦ σφαγμένοι τῆς Ἑλλάδας, και προσευχηθεῖτε!».

( Απόσπασμα ) 

 Jesus Well of Living Water - Sue Lemke 

Σταύρος Τραγάρας - Μια συκιά μέσα στο πηγάδι


Στην αρχή ήταν τρυπανιά. Μετά έγινε πηγάδι με καλούπια τσιμεντένια. Πότιζε μπαμπάκια στην Αγιακατερίνη.Ύδρευμα, κρατήρας ζείδωρος. Με μια πετρελαιομηχανή «Μαλκότση» με μόνιμη βάση και ιμάντα. Ο αφέντης του πηγαδιού έφυγε για πάντα. Τα μπαμπάκια τελείωσαν. Στη θέση τους στάρια και καλαμιές. Το πηγάδι «μούλωσε». Μέσα φύτρωσε μια συκιά. «Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» έλεγε ο Ηράκλειτος. Μακριά από την ύβριν των ανθρώπων. Κι όταν και της συκιάς ήρθε το τέλος, μετατράπηκε σε θεϊκό γλυπτό, που απλώνει τους ορφανούς κορμούς της χέρια ικεσίας στον ουρανό.


Ladies Taking Water From The Well | Pakistan art

ΑΡΓΥΡΗΣ ΧΙΟΝΗΣ  - ΠΛΗΡΩΜΗ

Στη μέση του μεσημεριού
η δίψα σου
στης δίψας σου τη μέση
ένα πηγάδι
δίχως νερό,

γιομάτο σαύρες
και ψοφίμια

Κι έσκυψες
πάνω απ’ το πηγάδι
κι έκλαψες
κι εκείνο σου ’πε,
«ευχαριστώ για τη δροσιά»
.

ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΦΩΤΟΣ 1966


 A prince receiving water from village girls at a well by Celestial Images

Ντίνος Χριστιανόπουλος - Εκείνοι που μας παίδεψαν

Εκείνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιο πολύ,
όμως η  δική σου τρυφερότητα πόσο καιρό ακόμα θα βαστάξει;
Ὅ,τι μας γλύκανε, το ξέπλυνε ο χρόνος κι η συναλλαγή,
εκείνοι που μας χαμογέλασαν βουλιάξαν σε βαθιά πηγάδια
και μείναν μόνο κείνοι που μας πλήγωσαν,
εκείνοι που αρνήθηκαν να τους ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι που μας παίδεψαν βαραίνουν πιο πολύ...

(1955)


 Water From The Well  -  Tilly Willis


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Η Φόνισσα 

Η γραία Χαδούλα εισήλθε. Πλησίον της θύρας ήτον η καλύβη, ικανώς λευκάζουσα, με εξωτερικόν όχι πολύ ακμαίον ούτε καθάριον. Εφαίνετο ότι προ πολλού χρόνου δεν είχεν ασβεστωθή, κι εμαρτύρει περί της αρρώστιας της οικοκυράς. Αταξία εργαλείων, χόρτων και δεμάτων υπήρχεν έμπροσθεν ταύτης. Η θύρα ήτο κλειστή. Τα δύο παράθυρα κλειστά. Μόνον εις φεγγίτης με ύαλον υπήρχε προς τα άνω, αλλά διά να φθάση ως εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, διά να στηλώση το ανάστημά της και ίδη αν ήτον άνθρωπος μέσα, έπρεπε ν' ανέλθη τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και να φθάση εις το μικρόν, άφρακτον σανίδωμα, το καλούμενον «χαγιάτι».

Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπε ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασίων. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με τον μάγγανον, και δίπλα, η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης. Επάνω εις αυτήν την κτιστήν όχθην, παρά το χείλος της στέρνας, εκάθηντο δύο μικρά κοράσια, το εν ως πέντε ετών, το άλλο ως τριών ετών, και έπαιζαν με μίαν καλαμιάν και με σπάγγον και εν καρφίον δεμένον εις την άκρην, ως να εψάρευαν τάχα εντός της στέρνας.

— Να!... μου έδωκε το σημείο ο Αϊ-Γιάννης, είπε μέσα της, σχεδόν ακουσίως η Φραγκογιαννού, άμα είδε τα δύο θυγάτρια... Τι λευθεριά θα της έκαναν της φτωχιάς, της Περιβολούς, ανίσως έπεφταν μες στη στέρνα κι εκολυμπούσαν!... Να ιδούμε, έχει νερό;

Πλησιάσασα, έκυψε, και είδεν ότι η στέρνα ήτον σχεδόν γεμάτη· ως δύο τρίτα οργυιάς νερού.
— Τι τ' αφήνει εδώ, κείνος ο πατέρας τους, μικρά κορίτσια, είπε πάλιν η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν μπορούν να πέσουν και μοναχά τους μέσα;... 
Έστρεψεν ανήσυχον βλέμμα προς την καλύβην. Αλλ' αυτή είχε την όψιν ότι δεν υπήρχεν άνθρωπος μέσα. 
Εκοίταξε μετά περιεργείας τα δύο κοράσια. Το μεγαλύτερον τούτων ωραίον, ξανθόν, αν και σχεδόν άνιπτον, έκαμνεν ωραίαν εντύπωσιν. Το μικρότερον, χλωμόν, κακονδυμένον, εφαίνετο μάλλον να πάσχη από «ζούραν», ήτοι παιδικόν μαρασμόν. 
— Κοριτσάκια, είπεν η Φραγκογιαννού, τι εκάνετ' εδώ;... Πού είν' η μάνα σας; 
Το μεγαλύτερον κοράσιον απήντησε: 
— Πίτι.
— Στο σπίτι, ηρμήνευσεν η γραία. Μα πού στο σπίτι; Εδώ ή στο χωριό; 
— Ζεν είναι ζω, είπε πάλιν το μικρόν. 

Φαίνεται ότι εξετέλει εντολήν του πατρός της, μη θέλοντας να ενοχλώσιν οι διαβάται την άρρωστην. Αύτη, άλλως, ευρίσκετο πράγματι εντός της καλύβης, καίτοι τα παράθυρα ήσαν κλειστά, ίσως διά να μη την βλάπτη ο εσπερινός αήρ του ρεύματος. Φαίνεται ότι ο σύζυγός της προ ολίγου μόνον είχε κατέλθει εις τον γειτονικόν αγρόν, προς μικράν συμπληρωτικήν εργασίαν, και είχεν οκνήσει* ή νομίσει περιττόν να κλείση και την θύραν του περιβόλου του λαχανοκήπου. 

Η γραία Χαδούλα ηρώτησε και πάλιν: 
— Κι είναι στο χωριό, η μάνα σας; Και σεις πώς είστε 'δω μοναχά σας; 
— Είναι πατέλας ζω, είπεν η μικρά. 
— Πού; 
— Εκεί κάτω, έδειξεν η μικρά. 
— Και τι κάνει; 
Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να είπη. Τέλος επρόφερεν: 
— Έχει ζ'λεια· (έχει δουλειά). 
— Πώς σε λένε, κορίτσι μου; 
— Μένα; Μ'σούδα (Μυρσούδα). 
— Και την αδερφή σου; 
— Τούλα (Αρετούλα). 

Η Φραγκογιαννού εσκέφθη: «Θα φωνάξουν, τάχα;... Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή!... Πρέπει να κάμω γλήγορα, προσέθηκε μέσα της. Αυτός, όπου είναι, τώρα σε λίγο, θά 'ρθη δω, γιατί θα σουρουπώση, και δε θα βλέπη να κάνη δουλειά εκεί κάτω... Και πρέπει να φεύγω το γληγορότερο, χωρίς να με ιδή, όπως δεν με είδε ως τώρα». 
Εδίστασε προς στιγμήν. Ησθάνθη μέσα της φοβεράν πάλην. Είτα είπε, σχεδόν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!... αυτό είναι μια απόφαση». 
Και δράξασα με τας δύο χείρας τα δύο κοράσια, τα ώθησε με μεγάλην βίαν. 

Ηκούσθη μέγας πλαταγισμός. 
Τα δύο πλάσματα έπλεαν εις το νερόν της στέρνας. 
Η μεγαλυτέρα κορασίς έρρηξεν* οξείαν κραυγήν, ήτις αντήχησεν εις την μοναξιάν της εσπέρας. 
— Μα...! 
Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού έστρεψε το πρόσωπον προς την λευκήν καλύβην, όπου μέχρι τούδε είχεν εστραμμένα τα νώτα. 
Και συγχρόνως ητοιμάζετο να φύγη, και συνάμα έστρεφε τον κανθόν* του όμματος προς την στέρναν, διά να ιδή αν διήρκει η αγωνία. 
Ανέλαβε το καλάθι της, το οποίον είχεν αποθέσει κατ' γης, και απεμακρύνθη δύο βήματα. 
Τα δύο μικρά πλάσματα ήσπαιρον* μέσα εις το νερόν. Η μικρά είχε βυθισθή ήδη. Η μεγαλύτερα επάλαιε. 
Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, η γραία ήκουσεν όπισθέν της κρότον θύρας ανοιγομένης και ασθενή φωνήν. 

Εστράφη. Η θύρα της καλύβης είχεν ανοιχθή. Η άρρωστη γυνή, η μήτηρ των δύο κορασίων, ωχρά, και τυλιγμένη με μαλλίνην σινδόνα, ομοία με φάντασμα, ίστατο εις το χάσμα της θύρας. 
— Τι είναι; είπε μετά τρόμου η πάσχουσα γυνή. 
Τότε η Φραγκογιαννού, με μεγάλην ετοιμότητα, καθώς ίστατο ορθία, δύο βήματα προς την στέρναν, έρριψε το καλάθι της κάτω, το οποίον είχεν αναλάβει αρτίως,* και άρχισε να τρέχη, να πηδά, και να φωνάζη: 

— Τα κορίτσια!... Τα κορίτσια!... Πέσανε μέσα!... Κοίταξε!... Δεν έχετε το νου σας, χριστιανοί;... Πώς κάμανε;... Και τ' αφήνετε μοναχά τους, κοντά στη στέρνα, νερό γεμάτη!... Καλά που βρέθηκα!... Να, τώρα πέρασα κι εγώ... Ο Θεός μ' έστειλε! 
Κι εν τω άμα κύψασα και αφαιρέσασα εν ακαρεί την φουστάνα της, μείνασα με την λεγομένην «μαλλίναν», την εν είδει μεσοφορίου, απορρίπτουσα τας πατημένας χονδράς εμβάδας, μείνασα με τας κάλτσας τας τρυπημένας εις την πτέρναν, ερρίφθη βαρεία, μετά πατάγου μέσα εις το νερόν της στέρνας. 

Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κι έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερόν. Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκυψε κι έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλυτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματος της, και από τον ένα πόδα, κι ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού. 
Τέλος η μήτηρ είχε φθάσει πλησίον της σκηνής, και η Φραγκογιαννού έσυρεν αποφασιστικώς το σώμα προς τα έξω. Απέθηκε τούτο πλησίον του άλλου σώματος. 

Τα δύο μικρά πλάσματα εφαίνοντο αναίσθητα. 

Η Φραγκογιαννού μετά προσπαθείας, ψάξασα με τους πόδας εις το νερόν, ανεύρεν επί της μεσημβρινής πλευράς το στόμιον της στέρνας, το φραγμένον διά πλατείας σανίδος με υψηλήν ως κοντάριον λαβήν, και πατήσασα το ένα πόδα επί της εσοχής εκείνης του τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα όλη στάζουσα. 

— Είδες! Δεν το εσυλλογίστηκα! ανέκραξεν επιδεικτικώς η Φραγκογιαννού. Τάχα δεν έπρεπε να τραβήξω τον κόπανο επάνω, να ξεφράξω την μπούκα, για ν' αδειάση μονομιάς η στέρνα, πριν πνιγούν τα κοριτσάκια, τα καημένα! 
Ήτο αληθές, άλλως, ότι δεν το είχε σκεφθή. Πλην υπάρχει υποκρισία και εν τη ειλικρινεία. 
Η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα* των ενδυμάτων της, τα διάβροχα,* και ρίπτουσα βλέμμα επί τα δύο αναίσθητα σώματα, ήρχισεν εν βία και σπουδή να λέγη: 

— Κρέμασμα ανάποδα θέλουνε... Χτύπημα με το καλάμι, για να ξεράσουν μαθές!... Καλά που είναι γλυκό το νερό... Πού είναι ο άνδρας σου, χριστιανή μου;... Έτσι τ' αφήνουν, μικρά κορίτσια, μοναχά τους, να παίζουν με το νερό της στέρνας;... Καλά που ήρθα! Ο Θεός μ' έστειλε... Από τον Ανάγυρο έρχομαι, απ' τον ελιώνα... Καλά που ήτον η πόρτα του μπαχτσέ ανοικτή!... Πού 'ναι ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος; Ό,τι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλουμ! Τρέχω... Τι να ιδώ! Δεν πρόφθασα... Ούτε ήξευρα πως είσ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι... Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη... Την τρομάρα που πήρα!... Τώρα, κρέμασμα ανάποδα, και γλήγορα... Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα... Πού 'ναι... τος ο άνδρας σου; Πού 'ν' τος; 
Και δράξασα μετά βίας το εν σώμα, το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτο νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε. 

Απόσπασμα 

 A woman drawing water at a well by Nazzareno Cipriani

Αλέξης Πανσέληνος – Το θαμμένο πηγάδι

Βραδάκι της 11ης Φεβρουαρίου 1948, η πόλη ετοιμαζόταν για τον καθημερινό της λήθαργο. Στην παραλιακή πύκνωνε η κίνηση, βιαστικά βήματα πνίγονταν στην πηχτή βροχή που κολλούσε στα πρόσωπα, γλιστρούσε στον λαιμό και πότιζε τα ρούχα ως μέσα. Εργάτες με τσάπες και φτυάρια στον ώμο σαν τουφέκια, ναυτικοί, Άγγλοι φαντάροι που άδειαζαν τα καμπαρέ για να επιστρέψουν στο Καραμπουρνάκι, όπου στρατωνίζονταν, νοικοκυραίοι που βιάζονταν να κονέψουν – ασφάλεια δεν υπήρχε σαν έπεφτε η νύχτα. Όλοι καθρεφτίζονταν διπλοί στα νερά του δρόμου, σαν μικρές βαρκούλες που έτρεχαν πλάι στα δεμένα πλεούμενα του λιμανιού. Ξέμακρα αραιές βροντές. Δεν ήταν βροχή. Ήχοι από μάχη ήταν – άγνωστο που. Στην δεξιά γωνία της πλατείας Αριστοτέλους ένα τριώροφο, με διπλές κολόνες στα κομψά του μπαλκόνια, με τις γωνίες αρμονικά στρογγυλεμένες, τα γαλλικά του παράθυρα κατάκλειστα, έστεκε βυθισμένο στην σιωπή. Στην προκυμαία τα φανάρια, κρεμασμένα από λεπτές μετάλλινες έλικες στις απολήξεις των στύλων, είχαν ανάψει. Αργοσαλεύοντας στο βουβό αντιμάμαλο, τριζοβολούσαν οι κάβοι, και τα γυμνά ξάρτια, σαν χειμωνιάτικες λεύκες στην ομίχλη, έσβηναν όσο το βλέμμα βυθιζόταν προς το λευκό πύργο. Σκάλες χτιστές, με κιγκλίδωμα από τη μια πλευρά, κατέβαζαν στο ύψος του νερού όσους έπρεπε να πάρουν βάρκα για να ακοστάρουν τα μεταγωγικά, φουνταρισμένα αρόδο.

Μόλις χτες βράδυ τέτοια ώρα είχε ξεσπάσει βομβαρδισμός απρόσμενος. Όλα έδειχναν πως οι αντάρτες ήταν έτοιμοι να μπουν στην πόλη. Τα φώτα είχαν σβήσει, οι πόρτες μαντάλωσαν, σιωπή απλώθηκε από την παραλία ως την Άνω Πόλη και βουβαμάρα. Το πρωί οι αρχές είχαν ανακοινώσει πως οι εχθρικές δυνάμεις είχαν μείνει κρυμμένες, κανένας κίνδυνος, η Εθνοφρουρά κι η αγγλική ταξιαρχία εγγυούνταν την ασφάλεια των πολιτών. Κανείς δεν ήταν σίγουρος γι' αυτά, αλλά ο καλός λόγος πιάνει τόπο· το πρωί ο κόσμος πήγε στη δουλειά, τα μαγαζιά άνοιξαν. Πληροφορίες έτσι κι αλλιώς έβγαιναν με το τσιγκέλι, δεν έγινε γνωστό πού είχαν πέσει βόμβες, αν είχαν θύματα.

Ανάμεσα στις σκιές που γλιστρούσαν στην παραλιακή, ξεχώρισε μια ψηλή σιλουέτα. Κάποιος με κούκο ναυτικό, ριγμένο πίσω να σκεπάζει τον σβέρκο του που μούσκευε απ' το νερό. Πλησίασε τα κάγκελα μιας σκάλας. Ένα δικάταρτο αργοσάλευε στο νερό, με διακοσμητικά κολονάκια στην κουπαστή της στρογγυλής του πρύμης και τη στενή σανίδα της σκάλας τραβηγμένη, σημάδι πως ο ναύτης ή ο καπετάνιος μέσα δεν ήθελε επισκέψεις. Ο άντρας σφύριξε σιγανά.

Απ' την καμπίνα κάποιος πρόβαλε, έσπρωξε τη σανίδα στην προκυμαία, κι ο επισκέπτης τη δρασκέλισε, πάτησε στην πισσαρισμένη κουβέρτα και τράβηξε ίσια μέσα. Ο άλλος καταπόδι του σφάλισε την πόρτα και έσυρε τις κουρτίνες μπρος στα φινιστρίνια. Η λάμπα έριχνε πορτοκαλιές ανταύγειες στα πρόσωπά τους καθώς σκυμμένοι εξέταζαν το πακέτο από κερόχαρτο, που ο επισκέπτης ακούμπησε με θόρυβο στο τραπέζι, φανερά ικανοποιημένος. Δυο γερμανικά λούγκερ με γεμιστήρες.

Ο Καβρουμάς περιμένει στην Εγνατία, έστειλε μήνυμα μ' έναν πολιτοφύλακα που περιπολεί εκεί. Απόψε λέει. Το σπίτι χθες χτυπήθηκε, κι αύριο θα 'ναι αργά – οι αρχαιολόγοι που σκάβουν απ' την Αψίδα του Γαλέριου ώς την πλατεία Ναυαρίνου χτενίζουν αυτή την περιοχή. Μπορεί να φτάσουν πρώτοι.
“Τι ανακατεύονται οι αρχαιολόγοι δεν καταλαβαίνω. Ζαβός είναι ο μπαγλαμάς, ο παλιοχαμάλης...”
“Για να το λέει, ξέρει... Ή κάτι βρήκε ή κάτι είχε λαθραίο που πρέπει να το βγάλει από κει... Αν είναι έτσι, σαλπάρεις απόψε κιόλας”.
Βιαστικά ετοιμάστηκαν και ξαναπάτησαν στην προκυμαία.
Άδεια και έρημη η πλατεία Αριστοτέλους έμοιαζε σκηνικό. Στη Μητροπόλεως κίνηση ακόμη αραιή, στρατιώτες κι ένοπλοι με πολιτικά γελούσαν κάτω από ένα φανάρι. Τσαλαβουτώντας στα νερά που κατέβαζαν οι δρόμοι έκαναν δεξιά στην Ερμού κι έπειτα ανηφόρισαν την Αγίας Σοφίας, αραιά και πού να φέγγει κανένα παράθυρο απ' τα σιωπηλά πλουσιόσπιτα. Μια μυρωδιά καμένου ξύλου έξυνε τα ρουθούνια τους. Ο Ισίδωρος οδηγούσε μπρος, ο Φάνης με το κεφάλι χωμένο σε πλεχτή σκούφια κοντανάσαινε και αναρευόταν τα φασόλια που είχε χλαπακιάσει για να προλάβει ν' ασφαλίσει το καΐκι.
Στο ύψος της πλατείας Αγίας Σοφίας, πήραν την Εγνατία αριστερά. Ο μακρύς αρχαίος δρόμος στένευε στο βάθος κι έσβηνε στην ομίχλη και στην σκοτεινιά της άφεγγης νύχτας. Λακκούβες έχασκαν παντού και τα δεντράκια αργοκουνούσανε τα φύλλα που 'δερνε βουβή η βροχή.
Ξάφνου ο Ισίδωρος έκοψε βήμα, με το χέρι σταμάτησε τον ναυτικό. Τα χαλάσματα στο πεζοδρόμιο τους έκλειναν τον δρόμο. “Χτυπήθηκε, λέει ο κοπρίτης... Αυτό διαλύθηκε εντελώς”. Πλάι ένας τοίχος παλιού σπιτιού ορθωνόταν μισογκρεμισμένος. Δυο μέτρα πάνω από την πόρτα της πρόσοψης με τους παραστάτες, η θέα ήταν ελεύθερη στον ουρανό, ανάμεσα σε ακανόνιστα σπασίματα. Το υπόλοιπο σπίτι είχε καταρρεύσει εσωτερικά και μόνο ένα σανιδένιο πάτωμα, σαν χαλασμένο δόντι, έγερνε στηριγμένο στην μεσοτοιχία του διπλανού σπιτιού που έστεκε απείραχτο.


  Delacroix's Two Women
at the Well (1832)
Δρασκέλισαν χαλάσματα, έσπρωξαν την ξεπαρταλωμένη πόρτα, πέρασαν μέσα. Στο ισόγειο κάποιοι απ' τους τοίχους μέναν όρθιοι. Η βροχή είχε διώξει την σκόνη που, ακόμα το πρωί, χόρευε πάνω απ' τα χαλάσματα της χτεσινής καταστροφής. Τα σημάδια έδειχναν πλούσιο νοικοκυριό. Ταπετσαρίες, μαρμάρινοι πάγκοι, διακοσμητικές υδρίες, όλα κάτω από χώματα και πέτρες. Οι τραβέρσες του ορόφου είχαν σηκωθεί προς τον ουρανό σαν σκελετός κήτους που έλιωσε.
Ένα σφύριγμα – πίσω από έναν τοίχο πρόβαλε η σιλουέτα του Καβρουμά, του χτεσινού χαμάλη που 'χε πλουτίσει εκβιάζοντας εαμικούς και παραδίνοντάς τους έπειτα στην Ασφάλεια. Πάλευε να ξετυλίξει μια σχοινένια ανεμόσκαλα.
“Τύχη στην ατυχία, καρδάσια”, σφύριξε ο Καβρουμάς. “Ξέρεις ποιανού είναι το αρχοντικό; Του Ουζιέλ. Μου 'δωσε τα κλειδιά μια αρμένισσα που τους δούλευε πριν από την Κατοχή. Την ξετρύπωσα στην Τριανδρία, παράστησα πως είχα γράμμα από τον Οβριό, “ο κύριος Αβραάμ σώθηκε”, της είπα, “ζει κι είναι στην Ιταλία. Μ' ορμήνεψε να πουλήσω το σπίτι”. Το 'χαψε δεν το 'χαψε η γριά μ' έδωσε το κλειδί και πέρασα τρεις μήνες σαν άρχοντας – εδώ μέσα, που ο πατέρας μου δούλευε στο χτίσιμο... Αυτός μ' έχει ειπωμένα για το πηγάδι. Το 'χαν παραχωμένο απ' όταν ξαναφτιάχτηκε το σπίτι, επί Αβδούλ Χαμίτ. Αρχαίο σου λέει. Δεν ήθελε κήπους και πηγάδια ο Ουζιέλ, ήθελε αρχοντικό να δίνει χορούς και να 'χει λούσα. Το σκέπασαν λοιπόν και πάνω του έγινε η κουζίνα. Ο γέρος μου χτυπούσε με την αξίνα τις πλάκες που αντηχούσαν κούφιες από κάτω, για χάζι, μικράκι ήμουν, σα μ' έφερνε να φάω καμιά σούπα και με δώσει απ' τ' αποφόρια των αρχοντόπουλων η μάνα τους. Και που λες, χτες βράδυ που έλειπα κι έγινε το κακό... λίγο έλειψε να 'μαι μέσα (γέλασε ξανά με το δυσάρεστο γέλιο του) με την κόρη της κυρα-Ευανθίας της καθηγήτριας, που πέρσι της τουφεκίσαν τον κουκουέ τον άντρα της και όλο με καλοπιάνει, που δεν γύριζε να με φτύσει το λέσι... Φέρνω εδώ την κόρη και την καλαφατίζω με την ησυχία μου... Χεχεχε... Διάολε, έχει ο καιρός γυρίσματα, έτσι, Ισίδωρε;”
“Δε βλέπω άλλο σπίτι καμένο”, είπε ο Φάνης με σιχασιά στη φωνή.
“Έπεσαν όλμοι, συνέχισε ο παλιός χαμάλης στον ίδιο τόνο. “Μάλλον πάνω, απ' τα βόρεια... Μπορεί τίποτα ελεύθεροι... Χωρίς να το ξέρω κοιμόμουν πάνω σε μια μπόμπα, καρδάσια! Το σπιτικό του Εβραίου κάποιος πριν από μένα το ΄κανε αποθήκη πυρομαχικών. Στ' άλλα πιο κάτω έσπασαν παράθυρα, άνοιξαν στέγες. Τούτος εδώ ο διάβολος τινάχτηκε ολοσούμπιτος στον αέρα... Γύρισα και σπίτι δεν βρήκα. Αλλά ψάχνοντας να ξεχώσω κάτι δικά μου πράγματα απ' το ισόγειο... (σταμάτησε και τους κοίταξε θριαμβευτικά) φανερώθηκε το πηγάδι!”
Οι άλλοι τον κοιτούσαν με μάτι γυάλινο.
“Το πηγάδι, μωρέ πεζεβέγκηδες! Α, να πάρει και να σηκώσει, δεν καταλαβαίνετε. Αρχαίο πηγάδι είναι... Το 'θαψε ο γερο-Ισαάκ, μη βρει μπελά, αν και τότε δεν είχε Αρχαιολογία... Χέστηκε ο Τούρκος κι αν είχε βρει το Μεγαλέξανδτρο θαμμένο στο κελάρι του ο χαχάμης... Αλλά ο γέρος μου είχε ακουστά ιστορίες γι' αυτό από τους ανθρώπους της περιοχής... Και μ' είχε πει... Για το θαυματουργό νερό! Πως τράβαγαν κρυφά κι έπιναν τα κορίτσια κι η κυρά του η καλή κι έμεναν νέες κι όμορφες... Τ' ανακάλυψε ένα σκυλάκι που 'χε κι έπαιζε μια απ' τις μικρές, σαν έπεσε στο πηγάδι. Το 'βγαλαν ύστερ' από τρία χρόνια, απείραχτο, κι άρχισε να τρέχει και να γαβγίζει πάνω-κάτω... Είναι κι άλλες ιστορίες που 'λεγαν οι παλιοί... Ε, ναι! Τι άλλο; Για τον θησαυρό του Κάσσανδρου, του Αλέξανδρου... ή δεν ξέρω ποιανού... Πολλά χρυσά...”.
“Αν είναι μόνο γι' αθάνατο νερό, πάω πίσω στο καΐκι”, είπε ο Φάνης.
Ο Καβρουμάς τον άδραξε απ' το μπράτσο.
“Μην είσαι βλάκας! Θέλω μπράτσα για ν' ανεβάσω ένα κασόνι που είδα...”, είπε πιο δυνατά, τονίζοντας μια μια τις λέξεις. “Κατέβηκα τ' απόγευμα κι έφεξα μέσα... Κάτω κάτω έχει νεράκι, ως ένα μέτρο. Άλλο ένα μέτρο απ' το νερό είναι ένα άνοιγμα... Κρεμάστηκα με το σκοινί και το είδα μια μικρή κασέλα, σιδεροδεσιά, καρφιά στις κόχες, χερούλι πλάι... Αλλά έχει μπάζα... Δεν μπορώ μόνος”.
Πέρασε πλάι, εκεί όπου ήταν η κουζίνα. Ανάμεσα στις σπασμένες πλάκες είδαν θαμμένο πηγάδι. Ασφάλισαν την ανεμόσκαλα πλακώνοντας μπάζα. Ο Ισίδωρος άναψε την λάμπα κι έφεξε να κατέβει πρώτος ο χαμάλης που ήξερε τα πατήματα. Ύστερα, καθώς τον είδε να χάνεται σ' ένα άνοιγμα πάνω στην λιθιά του πηγαδιού, ακολούθησε κι έκανε νόημα στον Φάνη να 'ρθει κι αυτός. Το πηγάδι ήταν κάτι παραπάνω από δυο μέτρα φάρδος, με πέτρες σμιλεμένες και μικρά κεραμίδια χωμένα στα διάκενα. Το άνοιγμα στο πλάι είχε σκαλιστό πλαίσιο.
Τελευταίος κατέβηκε ο Φάνης, ρίχνοντας μια ματιά να σιγουρευτεί πως η ανεμόσκαλα στέκει στη θέση της και να θαυμάσει τον ουρανό που άρχισε να καθαρίζει. Τα χώματα που έτριβε η σκάλα στο φρόχειλο του πηγαδιού έπεσαν πίσω στο νερό και το θόλωσαν. Την ώρα που έσκυβε να μπει στο άνοιγμα πίσω από τους άλλους, αισθάνθηκε δυο χέρια να τον αρπάνε απ' τους αστραγάλους. Με μια φωνή βούτηξε στο πηγάδι. Πάλευε με κλειστά μάτια, κρατώντας την ανάσα, αισθανόταν να τον πνίγουν. Για μια στιγμή πρόλαβε πάνω απ' τη στάθμη του νερού και άκουσε τις άγριες φωνές των άλλων που ΄χαν ριχτεί πάνω από το άνοιγμα να δουν τι είχε γίνει. Ο Ισίδωρος τράβηξε το λούγκερ, πήδηξε μέσα κι αυτός πίσω απ' τον Καβρουμά και πατώντας τώρα στο βυθό πάσχιζε να κρατήσει το δεξί του λεύτερο να σημαδέψει. Η λάμπα μισόφεγγε δίπλα στο άνοιγμα. Τα μάτια του Ισίδωρου προσπάθησαν να ξεχωρίσουν τον άγνωστο. Ήταν αποφασισμένος να του την ανάψει – ας ακουγόταν ώς την Εγνατία... ο κόσμος ήταν μαθημένος ν' ακούει πιστολιές και τουφεκιές, κανείς δεν θα ΄βγαινε βραδιάτικα να δει.
Έπειτα σαν να ξεχώρισε το κεφάλι το άγνωστου, πίεσε την σκανδάλη και έριξε στα τυφλά. Ο πυροβολισμός βούιξε άγρια στα στενά τοιχώματα και για μια στιγμή έχασαν την ακοή τους και νιώσαν σαν να 'σπασαν τα τύμπανα. Ο Καβρουμάς χτυπημένος θανάσιμα λύγισε, τα χέρια του σπαρτάρησαν και έπεσε με τα μούτρα στο νερό.
“Τον σκότωσα;” ρώτησε ο Ισίδωρος.
“Φέξε να τον δω τον άλλο τον ρουφιάνο... ποιος είναι”, σφύριξε λαχανιασμένος ο Φάνης.
Ο άγνωστος στεκόταν τώρα ο μισός έξω απ' το νερό, κοιτώντας έκπληκτος το λούγκερ που κάπνιζε και το νεκρό σώμα του Καβρουμά που είχε κάτσει στον πάτο. Καθώς ο Φάνης σκαρφάλωσε κι άρπαξε την λάμπα, είδανε θέαμα αλλόκοτο. Ήταν ένας άντρας, ίσως στα τριάντα, με γενειάδα πλεγμένη κοτσίδες, μουστάκια που σκεπάζανε το στόμα. Το πανωκόρμι του ήταν σκεπασμένη με θώρακα από δέρμα βοδιού, δεμένον στους ώμους με τελαμώνες, τα γυμνά μπράτσα, λευκά κάτω από τις ξανθές τρίχες, τα έζωναν στους καρπούς δερμάτινες ταινίες με άκανθες και σταυρούς, και στο κεφάλι, στερεωμένο με λουρί κάτω απ' το σαγόνι του, κράνος με χάλκινο στεφάνι που τέλειωνε σε σταυρό πάνω απ' το μέτωπο, με τον φτερωτό δράκο των άτακτων Καταλανών μισθοφόρων που έχουν βρεθεί μαζί με τους Ζηλωτές όταν είχαν εγκαθιδρύσει αυτόνομη κομμούνα στην πόλη. Πριν ακριβώς εξακόσια χρόνια.
“Τι είσ' εσύ ρε μασκαρά!” έκανε ο Φάνης κολλώντας το πρόσωπο στα μούτρα του αιχμαλώτου.
Και τότε διέκρινε στον γυμνό λαιμό του άλλου τα γδαρσίματα απ' τα νύχια του χαμάλη που του 'χαν σκίσει το κρέας, και τώρα έκλειναν, μπρος στα έκπληκτα μάτια του, σαν σχέδια χαραγμένα στο δέρμα που τα έσβηνε το νερό.
“Οι πληγές του κλείνουν”, Βόγκησε. “Το νερό!” έκανε μετά σαν τρελός και γύρισε να δει τον Ισίδωρο που πριν λίγο γελούσε μαζί του με τα λόγια του σκοτωμένου. “Το αναθεματισμένο το νερό... Τι λες γι' αυτόν εδώ; Σου μοιάζει εσένα για Άγγλος, Γερμανός, ή για δικός μας κατσαπλιάς; Ε; Τι λες τώρα; Τον βλέπεις, μωρέ;”
Και τραβώντας τον αιχμάλωτο από κει που τον κρατούσε, τον έσυρε χωρίς αντίσταση κοντά να του τον δείξει. Δεν χρειαζόταν. Το πηγάδι ήταν πολύ στενό, τον έβλεπε καλά ο Ισίδωρος. Δεν πίστευε στα φαντάσματα, και ο Καβρουμάς, που μόλις τον είχε σκοτώσει, τον απασχολούσε περισσότερο από τον άντρα με την παράξενη αρματωσιά.
“Τι είσαι, λέγε!”
“Μασκαράς είναι”, μούγκρισε ο Φάνης, “τι άλλο να 'ναι; Παράνομος, αντάρτης, Ρώσος, Βούλγαρος, Σέρβος, ξέρω και γω; Παλιοκομμούνι του κερατά, κρύβεται εδώ να μην τον πιάσουν, Σέρβος αντάρτης, τι να 'ναι ο πούστης! Τι είσαι, μωρέ;”
“Έχω μήνυμα της σύναξης προς τον Κράλη...”
“Θα σου πιω το αίμα, ρουφιάνε!” φώναξε ο άλλος μανιασμένος “Ποια σύναξη; Και τι κράλη μου λες;”
“Α! Εσύ! Εσύ!”
Ο μακρυμάλλης όρμησε κι έχωσε τα χέρια του στα νερά κι ανάσυρε τον νεκρό Καβρουμά, τινάζοντάς τον πέρα δώθε για να τον ζωντανέψει.
“Εσύ, άθλιε!” φώμαξε με φωνή αλλοιωμένη τώρα από την ένταση. “Το πηγάδι! Το πηγάδι! Χάθηκα! Πού το μήνυμα που με ήρπασες;
Παρατηρώντας το άψυχο κορμί ο Καταλανός έσπρωξε πέρα τους δυο άλλους και όρμησε να χωθεί στο άνοιγμα που έχασκε πάνω τους. Η λάμπα έφυγε απ' τα χέρια του Φάνη. Μες στο σκοτάδι τον άκουσαν να στηρίζεται με τα στιβάλια στις προεξοχές της πέτρας και να σκαρφαλώνει. Κρατημένος από την ανεμόσκαλα, ο Ισίδωρος έφτασε γρήγορα στο ύψος του ανοίγματος. Ψύχραιμα, αποφασιστικά σήκωσε ξανά το λούγκερ και έριξε. Ακούστηκε η φωνή του άλλου, ένα σύρσιμο στα χώματα κι έπειτα ρόγχος δυνατός που σταμάτησε το ίδιο απότομα όπως είχε αρχίσει.
Λίγη ώρα αργότερα οι δυο άντρες δρασκέλισαν πάλι τη σανίδα και αμπαρώθηκαν στο καΐκι. Κάτω από το φως της λάμπας ο Ισίδωρος άπλωσε στο τραπέζι το κιτρινισμένο χαρτί και τα μάτια του πέρασαν τις καλλιγραφημένες αράδες χωρίς να τις καταλαβαίνει. Κομπιαστά, αλλά δυνατά διάβασε όλο το κείμενο. Κι ο καπτα-Φάνης άκουγε, ρουφώντας αργά μέσ' από ένα τσίγκινο κύπελλο το κρύο τσάι που είχε μείνει από το πρωί στην τσαγιέρα.

Ένδοξε της Σερβίας Κράλη, και Κραταιέ Αυτοκράτορ Στέφανε, και Σέρβοι εν Χριστώ αδελφοί, λάβετε την απόφασιν της διοικούσης συνελεύσεως της πόλεως Θεσσαλονίκης, και άπαντος του ευσεβούς λαού και κλήρου των εν Χριστώ συστασιωτών Αδελφών Ζηλωτών, ότι χρεία μεγίστη όπως απέχητε της πόλεως ίνα μηδόλως εξαφθή η οργή των ευσεβών κατά εισβολέως ξενικού και κατατάξωσι ημάς μετά των οπαδών του Σφετεριστού κυρ Ιωάννη Καντακουζηνού, και αποβάλωσι εις πυρ το εξώτερον. Οι αρχηγοί ητήσαντο την βοήθειαν Υμών, Άναξ Σεβαστέ και Ένδοξε. Ημείς άλλα φρονούντες και περί της κοινής σωτηρίας της Ζηλωτείας Στάσεως και του λαού, διά της παρούσης, ην ενεπιστεύθημεν τω αδελφώ Χοσετίω, σπαθαρίω παρά τω ευσεβεί ημών στρατεύματι, καίτοι δε Καταλανού πιστού τω αληθεί Θεώ, ηρωικώς μαχηθέντος υπέρ του Σταυρού και της Πίστεως, δεόμεθά Σου όπως απόσχης της υπό των Αρχόντων ημών αιτουμένης βοηθείας. Τούτο δε λέγομεν, αδελφοί, προς υμάς. Ότι έχομεν κράτος δικαίου, ειρήνην τε και δικαιοσύνην, και ότι πάντες νυν ομολογούσι στερράν κατά Χριστόν διοίκησιν λαού και πόλεως κατά τας προσταγάς του Ιερού Ευαγγελίου, πάνυ κατισχύσαντες των Δυνατών τη βοηθεία Παναγίας της Παρθένου και πάντων των Αγίων. Ότι νυν δίκαιον εν τη Πόλει εστί το των ακλήρων και των ηγιασμένων μαρτύρων ημών των όπλων της Ζηλωτείας ημών Στάσεως και της ρομφαίας της Δικαοσύνης καταπεσόντων επί των επαράτων εχθρών της βασιλείας των Ουρανών. Και πάσα αρωγή υμών θέλει ερμηνευθεί ως διά των όπλων άλωσις και κυριαρχία και νέα δουλεία του ευσεβούς λαού τη υμετέρα κραταιά χειρί και τω σερβικώ στρατεύματι. Δι' ο και ικετεύομεν όπως απόσχητε της αιτηθείσης βοηθείας. Και έσεται βραδύτερον καιρός...

Εκεί το γράμμα σταματούσε σκισμένο.
“Δεν ξέρω τι σκατά γράφει”, είπε ο Φάνης στραγγίζοντας το τσάι από το κύπελλο. “Αλλά το γράμμα αυτό, αν δεν είναι ψεύτικο, πάντως ποτέ δεν έφτασε στον προορισμό του... Λες να 'πιανε τίποτα, αν βρισκόταν ο κατάλληλος άνθρωπος;”
Μέσα στο στενό πηγάδι, στο γκρεμισμένο αρχοντικό Ουζιέλ, ο Καβρουμάς ανασηκώθηκε από τα νερά και κοίταξε γύρω του απορημένος. Πού πήγαν οι άλλοι; Τι απόγινε ο κατσαπλιάς που κρυβόταν στο ίδιο σπίτι μαζί του τόσες βδομάδες; τι έγινε ο θησαυρός στην κρύπτη;
“Α, θα μάθω, λέσια, καθάρματα, πού θα μου πάτε; Θα μάθω!”
Κι έτσι βρεγμένος, να στάζει ολόκληρος βγήκε ξανά στην Εγνατία και τράβηξε βιαστικά για την Γενική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης.


 Η γυναίκα που παίρνει νερό -  Ramya Sadasivam

Χόρχε Μπουκάι: Η πόλη των πηγαδιών

Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη. Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά … αλλά πηγάδια. Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).

Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη.

Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη.


Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό.

Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό όν που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο.

Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα.

Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά.

Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτ’ άλλο δεν χωρούσε.

Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους …

Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή. Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του.

Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους.

Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του…

Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης. Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του …

Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε.

Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει …

Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος … βρήκε νερό!

Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό.

Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω.

Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ’ άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά.

Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα …

Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι το οποίο άρχισαν να αποκαλούν : ‘Το Περιβόλι”.

Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα.

“Δεν είναι κανένα θαύμα”, απαντούσε το Περιβόλι.

“Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό , προς τα μέσα”.

Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού , αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι , για να βαθύνουν , θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν.

Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα…

Στην άλλη άκρη της πόλης , ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει…Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει…

Κι έφτασε κι αυτό στο νερό…Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό…

“Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό ;” , το ρωτούσαν.

“Δεν ξέρω τι θα συμβεί” απαντούσε.

“Αλλά προς το παρόν , όσο περισσότερο νερό βγάζω , τόσο περισσότερο βρίσκω”.

Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη . Μια μέρα , σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο…

Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα , γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο , επιφανειακά , όπως όλοι οι άλλοι , αλλά η αναζήτησή τους , τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής.

Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…


Απόσπασμα από το βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ» – Χόρχε Μπουκάι

 Fetching water from the well by Willy Martens

ΠΑΡΑΜΥΘΙ -Το φεγγάρι στο πηγάδι

Ένα βράδυ, όταν ακόμα ο Ναστρεντίν ήταν μικρός, τον έστειλε ο γαμπρός του στο πηγάδι να φέρει λίγο νερό. Η νύχτα ήταν λαμπερή, όπως είναι συνήθως οι νύχτες στην Ανατολή. Το φεγγάρι, ολόγιομο στον ουρανό, έκανε τη νύχτα μέρα. Ο Ναστρεντίν, αφού έριξε τον κουβά στο πηγάδι, στάθηκε για μια στιγμή μαγεμένος από το θέαμα.

Όταν έσκυψε όμως να δει αν ο κουβάς του είχε γεμίσει νερό, σάστισε. Είδε το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στην επιφάνεια του νερού και νόμισε ότι είχε πέσει μέσα στο πηγάδι. Αυτό το πράγμα τον γέμισε φρίκη, να πέσει μέσα στο πηγάδι ένα τόσο όμορφο δημιούργημα του Θεού! Ένιωσε αμέσως την υποχρέωση ότι έπρεπε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.

Έτσι, βάλθηκε να βγάλει το φεγγάρι από το πηγάδι, με τη βοήθεια του κουβά του. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν κατάφερνε να το βγάλει. Σιγά σιγά το πηγάδι άδειασε και σε μια στιγμή ο κουβάς του Ναστρεντίν πιάστηκε σε μια πέτρα.

-Επιτέλους! Το ‘πιασα το φεγγάρι! αναφώνησε ο Ναστρεντίν. Πόσο βαρύ είναι, Θεέ μου! Μα θα το βγάλω, που θα μου πάει;

Λέγοντας αυτά, τράβηξε το σχοινί τόσο δυνατά, που έσπασε. Ο Ναστρεντίν έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε χάμω ανάσκελα. Πέφτοντας ανάσκελα, είδε το φεγγάρι στον ουρανό.

-Να, το φεγγάρι πήγε στη θέση του! φώναξε ευχαριστημένος.

Daniel Ridgway Knight - At The Well

Η Ιστορία της Σαμαρείτιδος 

Ευαγγέλιο Κυριακής Κατά Ιωάννη, Δ'(4) 5-42

ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν ᾿Ιακὼβ ᾿Ιωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·
ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη.
ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν.
οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι.
λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.
ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.
λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν;
μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Ιακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ;
ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν·
ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον.
λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.
λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε.
ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω·
πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας.
λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.
οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.
λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν ῾Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί.
ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.
ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν.
πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν.
λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.
λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.
καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς;
᾿Αφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις·
δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;
ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν.
Εν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.
ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν;
λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον.
οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη.
καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων.
ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων.
ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε.
Εκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα.
ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.
καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ,
τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.



Νεοελληνική Απόδοση

Ο Ιησούς και η Σαμαρείτισσα

Έρχεται τότε σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Συχάρ, κοντά στο χωράφι που έδωσε ο Ιακώβ στον Ιωσήφ το γιο του.
Και εκεί ήταν το πηγάδι του Ιακώβ. Ο Ιησούς, λοιπόν, επειδή είχε κουραστεί από την οδοιπορία, καθόταν έτσι απλά δίπλα στοπηγάδι. Ήταν περίπου δώδεκα η ώρα το μεσημέρι.
Έρχεται τότε μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να αντλήσει νερό. Λέει σ’ αυτήν ο Ιησούς: «Δώσε μου να πιω»– γιατί οι μαθητές του είχαν φύγει στην πόλη, για να αγοράσουν τροφές.
Του λέει λοιπόν η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: «Πώς εσύ που είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιεις από εμένα, μια γυναίκα που είμαι Σαμαρείτισσα;» – γιατί δε συναναστρέφονται Ιουδαίοι με Σαμαρείτες.
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Αν ήξερες τη δωρεά του Θεού και ποιος είναι αυτός που σου λέει, “δώσε μου να πιω”, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό».
Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, ούτε κουβά έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ. Από πού λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό;
Μήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Ιακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι και ήπιε από αυτό αυτός και οι γιοι του και τα θρεφτάρια του;»
Αποκρίθηκε ο Ιησούς και της είπε: «Καθένας που πίνει από το νερό τούτο θα διψάσει πάλι.
Όποιος όμως πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω δε θα διψάσει στον αιώνα, αλλά το νερό που θα του δώσω θα γίνει μέσα του πηγή νερού που θα αναβλύζει για ζωή αιώνια».
Λέει προς αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψώ μήτε να περνώ εδώ να αντλώ».
Ο Ιησούς της λέει: «Πήγαινε, φώναξε τον άντρα σου και έλα εδώ».
Αποκρίθηκε η γυναίκα και του είπε: «Δεν έχω άντρα». Της λέει ο Ιησούς: «Καλά είπες: “Άντρα δεν έχω” –
γιατί πέντε άντρες είχες και τώρα αυτός που έχεις δεν είναι άντρας σου. Αυτό είναι αληθινό που έχεις πει».
Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Κύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης.
Οι πατέρες μας σε τούτο το όρος προσκύνησαν το Θεό. Αλλά εσείς λέτε ότι στα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να προσκυνεί κανείς».
Της λέει ο Ιησούς: «Πίστευέ με, γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που ούτε στο όρος ετούτο ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνείτε τον Πατέρα.
Εσείς προσκυνείτε αυτό που δεν ξέρετε. Εμείς προσκυνούμε αυτό που ξέρουμε, γιατί η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους.
Αλλά έρχεται ώρα, και μάλιστα είναι τώρα, που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με Πνεύμα και με αλήθεια. Και πράγματι, ο Πατέρας τέτοιοι ζητά να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν.
Πνεύμα είναι ο Θεός, και εκείνοι που τον προσκυνούν με Πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν».
Λέει σ’ αυτόν η γυναίκα: «Ξέρω ότι έρχεται ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα».
Της λέει ο Ιησούς: «Εγώ είμαι, που σου μιλώ».
Και πάνω σ’ αυτό ήρθαν οι μαθητές του και θαύμαζαν επειδή μιλούσε με γυναίκα. Κανείς όμως δεν είπε: «Τι ζητάς;» ή «Τι μιλάς μαζί της;»
Άφησε, λοιπόν, την υδρία της η γυναίκα και πήγε στην πόλη και λέει στους ανθρώπους:
«Ελάτε να δείτε έναν άνθρωπο που μου είπε όλα όσα έκανα. Μήπως αυτός είναι ο Χριστός;»
Εκείνοι εξήλθαν από την πόλη και έρχονταν προς αυτόν.
Στο μεταξύ τον παρακαλούσαν οι μαθητές λέγοντας: «Ραβί, φάε».
Εκείνος τους είπε: «Εγώ έχω να φάω τροφή που εσείς δεν ξέρετε»
Έλεγαν λοιπόν οι μαθητές μεταξύ τους: «Μήπως κάποιος του έφερε να φάει;»
Τους λέει ο Ιησούς: «Δική μου τροφή είναι να κάνω το θέλημα εκείνου που με έστειλε και να τελειώσω το έργο του.
Εσείς δε λέτε: “Ακόμα είναι τέσσερις μήνες και ο θερισμός έρχεται”; Ιδού, σας λέω, σηκώστε πάνω τα μάτια σας και παρατηρήστε τα χωράφια: λευκά είναι, έτοιμα για θερισμό ήδη.
Ο θεριστής λαβαίνει μισθό και συνάζει καρπό για ζωή αιώνια, για να χαίρονται μαζί ο σπορέας και ο θεριστής.
Γιατί σε αυτό αληθεύει το ρητό, Άλλος είναι που σπέρνει και άλλος που θερίζει.
Εγώ σας απέστειλα να θερίζετε αυτό για το οποίο εσείς δεν έχετε κοπιάσει. Άλλοι έχουν κοπιάσει και εσείς έχετε εισέλθει στον κόπο τους».
Τότε, από εκείνη την πόλη, πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν εξαιτίας του λόγου που έδωσε μαρτυρία η γυναίκα: «Μου είπε όλα όσα έκανα».
Μόλις λοιπόν ήρθαν προς αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Και έμεινε εκεί δύο ημέρες.
Και πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας του λόγου του,
και στη γυναίκα έλεγαν: «Δεν πιστεύουμε πια από τη δική σου διήγηση, γιατί εμείς οι ίδιοι έχουμε ακούσει και ξέρουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας του κόσμου».


Franceschini, Giacomo - Gesù e la Samaritana al pozzo

Εικόνα η ανάσυρση του Ιωσήφ από το πηγάδι

Η εικόνα έχει θέμα την αρχή από τη ζωή του Ιωσήφ, γενάρχη των Εβραίων, σύμφωνα με το βιβλίο της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη. Αποδίδεται η ανάσυρση του Ιωσήφ από το πηγάδι, όπου τον έριξαν τα μεγαλύτερα αδέρφια του, και η πώλησή του από τους ίδιους σε Ισμαηλίτες εμόρους που αναχωρούν στο βάθος του πίνακα, με προορισμό την Αίγυπτο (Γένεσις 37,23-31). Η εικόνα και τρεις ακόμη, που εκτίθενται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, προέρχονται από μεγαλύτερο σύνολο τουλάχιστον δέκα γνωστών εικόνων. Για τη φιλοτέχνησή τους, ο δημιουργός τους Θεόδωρος Πουλάκης, που καταγόταν από τα Χανιά της Κρήτης, είχε ως πρότυπο χαλκογραφία του Φλαμανδού χαράκτη Jan Sadeler. Ο ζωγράφος υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ομοτέχνους το 17ο αιώνα.https://www.mbp.gr/





Η συγκλονιστική ιστορία της Γερακίνας, της όμορφης 16άχρονης που έπεσε στο πηγάδι και έγινε δημοτικό τραγούδι

Στα 1854 η Νιγρίτα βρίσκεται κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Σ΄ ένα από τα πιο φτωχικά σπίτια της πόλης στην περιοχή «Τσακαλάδες» γεννιέται από την οικογένεια Ροκάνη ένα κορίτσι και του δίδεται το όνομα Γερακίνα.

Η ζωή του κοριτσιού δε διαφέρει απ΄ αυτή των συνομηλίκων του, της εποχής εκείνης. Η Γερακίνα γίνεται γνωστή για την ομορφιά της , αλλά και για την καλοσύνη της. Βρισκόμαστε πλέον στο 1870.

Η Γερακίνα, 16 ετών ερωτεύεται τον Νιγριτινό Τριαντάφυλλο Γκοστίνου, ο οποίος διέμενε επίσης στους Τσακαλάδες. Το μεσημέρι της 6ης Αυγούστου του 1870 η Γερακίνα πάει για νερό στο πηγάδι της γειτονιάς. Το πηγάδι ήταν περιφραγμένο με σανίδες, οι οποίες είχαν μεγάλα κενά μεταξύ τους.

Η περίφραξη ήταν χαμηλή. Η Γερακίνα στην προσπάθειά της να σύρει στην επιφάνεια τον κουβά χάνει την ισορροπία της και χωρίς να προλάβει να αντιδράσει βρίσκεται στον πυθμένα του πηγαδιού.

Η απελπισμένη κραυγή της ακούγεται σ΄ όλη την περιοχή.

Οι γείτονες τρέχουν να βοηθήσουν ανάμεσά τους κι ο Τριαντάφυλλος, ο οποίος κατεβαίνει στο πηγάδι, αλλά μάταια, η Γερακίνα είναι ήδη νεκρή. Το συγκεντρωμένο πλήθος ξεσπά σε εκδηλώσεις λατρείας και πόνου.

Όλη η Νιγρίτα έκλαψε την άτυχη κόρη και τη συνόδεψε στην τελευταία της κατοικία, αφού τη στόλισε με φλουριά και βραχιόλια.

Το τραγικό τέλος της Γερακίνας συγκλονίζει τον Τριαντάφυλλο που πεθαίνει από τη θλίψη του έπειτα από 3 μήνες.

Το περιστατικό έγινε θρύλος και μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές, τις οποίες και συγκινούσε πάντοτε. Αργότερα μια παρέα Νιγριτών μουσικόφιλων συνέθεσε το τραγούδι «Γερακίνα» με το γνωστό περιεχόμενο. https://epiloges.tv/


Κίνησε η Γερακίνα για νερό ωρε κρύο να φέρει. Ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ τα βραχιόλια της βροντούν. Τα βραχιόλια της βροντούν, ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ. Κι έπεσε μες το πηγάδι κι έβγαλε ωρε φωνή μεγάλη. Ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ τα βραχιόλια της βροντούν. Τα βραχιόλια της βροντούν, ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ. Κι έτρεξε ο κόσμος όλος κι έτρεξα ωρε κι εγώ ο καημένος. Ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ τα βραχιόλια της βροντούν. Τα βραχιόλια της βροντούν, ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ. Γερακίνα θα σε βγάλω και γυναίκα θα σε πάρω. Ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ τα βραχιόλια της βροντούν. Τα βραχιόλια της βροντούν, ντρούγκου ντρούγκου ντρούγκου ντρουγκ ντρουγκ ντρουγκ.

 The old water well, Victor Hugo Harmatiuk


ΜΟΥΣΙΚΗ 



Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι 
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης 
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις 
Ερμηνεία: Λάκης Παππάς
 από το: Παραμύθι Χωρίς Όνομα

Ρίχνω την καρδιά μου στο πηγάδι
να γενεί νερό να ξεδιψάσεις

Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι
να γενεί ψωμάκι να χορτάσεις

Στη φωτιά τη ρίχνω την καρδιά μου
τα χεράκια σου έλα να ζεστάνεις

Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου
να γενεί δροσούλα ν’ ανασάνεις

Vlaho Bukovac - The Wishing Well


Της Λήθης Το Πηγάδι – Γιάννης Χαρούλης
Στίχοι: Μίλτος Πασχαλίδης
Μουσική: Μίλτος Πασχαλίδης


Της παπαρούνας τον ανθό Να μην τον εμυρίσεις Γιατί σε μένα μάτια μου Μια μέρα θα γυρίσεις Να μου γυρέψεις τη φωτιά Και του τρελού το χάδι Πάντα ζητούσες τα φιλιά Που αφήνουνε σημάδι Τα χάδια μου τα πέταξα Στις λήθης το πηγάδι Να μην τα βρουν οι αγκαλιές που βγαίνουνε σεργιάνι Με διαβατάρικα πουλιά Έρωτα να μην πιάνεις Γιατί είναι διαβατάρικα Και γρήγορα τα χάνεις Και σου κουρσεύουν τη λαλιά Κι ανάσα πια δεν έχεις Κι όλο γυρίζεις το πρωί Χάδι να μου γυρεύεις Τα χάδια μου τα πέταξα Στις λήθης το πηγάδι Να μην τα βρουν οι αγκαλιές που βγαίνουνε σεργιάνι

 Werner Hermann | Two girls in costume at a well (1861)


Μάρθα Φριντζήλα – Σε Βαθύ Πηγάδι
Μουσική: Μιχάλης Χανιώτης Στίχοι: Βαγγέλης Καπράλος - Μιχάλης Χανιώτης ΣΤΙΧΟΙ Σε βαθύ πηγάδι ρίχνω παραγάδι, όνειρα κρυμμένα ψάχνω στα καμμένα. Αχ, ψυχή μου δε σε γιόρτασα, αχ, ζωή μου που σε ξόδεψα. Σαν τα πουλιά, σαν τα πουλιά που ο βοριάς τα κυνηγά, τα χρόνια μου περάσαν κουρασμένα. Σαν τα πουλιά, σαν τα πουλιά και του καιρού η παγωνιά άφησε τα μαλλιά μου χιονισμένα. Σε βαθύ σκοτάδι ρίχνω παραγάδι, χίλια δυο αστέρια στων παιδιών τα χέρια, καντηλάκια μες στην καταχνιά, σ’ έρημους διαβάτες συντροφιά. Σαν τα πουλιά, σαν τα πουλιά απ’ την αρχή χτίζουν φωλιά με μάτια καθαρά σαν ηλιαχτίδες. Σαν τα πουλιά, σαν τα πουλιά σε πέλαγα αλαργινά, στην άγονη γραμμή μικρές πυξίδες

Paul Falconer Poole - Greek Shepherd and Maiden by a Well ...


Μπάμπης Στόκας - Η σιωπή μες στο πηγάδι
Στίχοι - Μουσική Μπάμπης Στόκας


Έριξα όλη τη σιωπή μου
σ` ένα πηγάδι στην αυλή μου
πέταξα αγάπες και φωνές
κι ό,τι είχα αφήσει μες στο χθες μαζί μου.

Έφυγες και πας, πίσω δε γυρνάς
είν` η καρδιά μου πια γεμάτη απ` αγάπη.

Πέταξα όλη τη σιωπή μου
σ` ένα τσιγάρο στην αυλή μου
άφησα πάθη κι ενοχές
κι ό,τι είχα κλείσει μες στο χθες μαζί μου.

  Jean-Baptiste-Camille Corot Young Woman at the Well


Το πηγάδι -Νίκος Παπάζογλου

Στίχοι: Τάκης Σιμώτας Μουσική: Νίκος Παπάζογλου Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου Από τον δίσκο "Σύνεργα" (LYRA) 1990 © LYRA Χθες βράδυ ονειρεύτηκα ένα βαθύ πηγάδι μα ο κουβάς που ρίξαμε χάθηκε στο σκοτάδι. Ψηλά επάνω στέκονταν γεμάτη η σελήνη μα ο παφλασμός δεν τάραξε την νεκρική γαλήνη. Το πρόσωπό σου κράτησα κι είδα τα δυο σου μάτια γεμάτα δροσερό νερό κρυστάλλινα κανάτια. Σφίξε με αγάπη μου θά 'ναι φρικτό το στέρεμα της κρήνης ακόμα παίζουμε κρυφτό στον κήπο στην καρδιά της μνήμης. Κρύψε με μες στα χέρια σου πες μου να μην φοβάμαι θα σ' αγαπώ παντοτινά πάντα δικός σου θά 'μαι.


Γυναίκα αντλώντας νερό από ένα πηγάδι -  Jacobus Johannes Lauwers



Παραδοσιακό -Το γυάλινο πηγάδι


-«Άιντες κι αμάν αμάν, το μάθατε τι έγινε,
το μάθατε τι έγινε στο γυάλινο πηγάδι;
Θεριό εφανερώθηκε τον κόσμο για να φάει.
Γυναίκας ρούχα φόρεσε, γυναίκας πασουμάκι,
γυναίκα πάει και κάθεται στο γυάλινο πηγάδι.
Ξεπλέκει τα σγουρά μαλλιά και κάθεται και κλαίει
κι ο γιος του ρήγα πέρασε και τηνε χαιρετάει.
− Τι έχεις κόρη μου και κλαις και βαριαναστενάζεις;
− Η αρρεβώνα μου ’πεσε στο γυάλινο πηγάδι
κι όποιος θα πέσει να τη βρει γυναίκα θα με πάρει.»



Wishing Well  by Eliezer Dimaculangan




Απόγευμα στο δέντρο

Μουσική/Στίχοι: Ιωαννίδης Αλκίνοος


Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη
Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που ‘σαι άδεια

Ο κόσμος ξεμακραίνει, είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη, στάσου λίγο
Βαθαίνουν τα πηγάδια, το φεγγάρι
ζωή μου που ‘σαι άδεια, γέλα λίγο αν μ’ αγαπάς

Ο κόσμος ξεμακραίνει, είναι βράδυ, μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη, στάσου λίγο αν μ’ αγαπάς
Βαθαίνουν τα πηγάδια, το φεγγάρι όταν κοιτάς
ζωή μου που ‘σαι άδεια, γέλα λίγο αν μ’ αγαπάς

Ανθίζουνε τ’ αστέρια ,όνειρό μου
όταν περνάς
δώσ’ μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ’ αγαπάς


 Serrure Auguste | Loving couple at the water well (1882) 


Στα φιλιατρά του πηγαδιού
Στίχοι: Θοδωρής Γκόνης
Μουσική: Πέτρος Ταμπούρης


Στα φιλιατρά του πηγαδιού
τα λιθαρένια χείλη
ποιος έγραψε τη λέξη αυτή
μ`αθάνατο κοντύλι.

Όσες φορές εδίψασα
πάνω απ`τα γράμματά της
τόσες φορές επνίγηκα
στ’ αυλάκια, στα νερά της.

Στα φιλιατρά του πηγαδιού
πέντε σχοινιά κυλάνε
πέντε σχοινιά και ποιος θα πει
ποια χέρια τα κρατάνε.



 Old water well from Siena

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 

Η ανάγκη των ανθρώπων για την καθημερινή και απαραίτητη χρήση του νερού, τον εξανάγκασε αυτόν να κατοικήσει και ν’ αναπτύξει κοινωνίες κοντά σε πηγές με άφθονο νερό ώστε να καλύπτει τις άμεσες ανάγκες του. Συν τον χρόνο όμως οι κοινωνίες διευρύνθηκαν και η ανάγκη για την κάλυψη της καθημερινότητάς για νερό, τον υποχρέωσε να ανακαλύψει διαφόρους τρόπους εξεύρεσης, αποθήκευσης ή και μεταφοράς νερού στον τόπο διαβίωσής του.
Ο διαδομένος τρόπος εξεύρεσης νερού σε σημεία που δεν υπήρχαν πηγές, επινοήθηκαν κατασκευάσθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τα πηγάδια. Στην Αρχαία Ελλάδα το πηγάδι λεγόταν Φρέαρ και η λέξη πηγάδι είναι συνώνυμο της πηγής. Πηγάδια λέγονται βασικά οι αυτοτροφοδοτούμενες αποθήκες νερού. Δηλαδή σε κάποιο προσιτό μέρος, που ενδείκνυται ανάλογα με διάφορα σημάδια ότι κάτω από το έδαφος και σε λίγα μέτρα βάθος βρίσκεται νερό, ή υπάρχει κάποιος υπόγειος δίαυλος νερού (υπόγειο ποτάμι), τότε έσκαβαν προσπαθώντας να εντοπίσουν το νερό. Όταν έσκαβαν σε αρκετό βάθος, προστάτευαν με διαφόρους τρόπους τα τοιχώματα και αυτά τα ονόμασαν τα πηγάδια.
Η κατασκευή του πηγαδιού ξεκίνησε από διάφορα σημεία του εδάφους όπου υπήρχε λίγο στάσιμο ύδατος ή ένδειξη, ότι κάτω από αυτό υπήρχε νερό. Όταν υπήρχε η ένδειξη και κυρίως κάποια μικρή λακκούβα με νερό, ο άνθρωπος για περισσότερο απόθεμα ξεκίνησε να ανοίγει την τρύπα περιμετρικά και προς το βάθος, όσο πιο περισσότερες ανάγκες ανέκυπταν τόσο μεγαλύτερη και βαθύτερη κατασκεύαζε την τρύπα. Όπου υπήρχαν λίγα αποθέματα νερού και κατά τους θερινούς μήνες λιγόστευε ο άνθρωπος συνέχιζε να σκάβει στο εσωτερικό της τρύπας μέχρι να ξαναβρεί το νερό που λόγω της ξηρασίας είχε κατέλθει η στάθμη.
Συν το χρόνο αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που ανέκυπτε με τα τοιχώματα της τρύπας, δηλαδή συνεχείς κατολισθήσεις των τοιχωμάτων όπου τα χώματα από τα τοιχώματα μπάζωναν την κοίτη, θόλωναν το νερό κατασκεύασε τοιχώματα με λίθους.
Τοιουτοτρόπως ξεκίνησε η κατασκευή των πηγαδιών. Το σκάψιμο και το χτίσιμο ενός πηγαδιού για την απόκτηση του απαραίτητου πόσιμου νερού, δεν είναι μια απλή κοινή τεχνολογία. Για αυτή την εργασία υπήρχαν ειδικοί τεχνίτες, οι λεγόμενοι πηγαδάδες.
Κάθε πηγαδάς όταν τον καλούσαν για ν’ ανοίξει ένα πηγάδι, έπρεπε κατ’ αρχήν να ελέγξει το έδαφος εάν έχει νερό, ή υδροφόρο κοίτασμα, όπως αναφέρουν σήμερα οι γεωλόγοι. Συνήθως οι πηγαδάδες είχαν τις απαιτούμενες για εκείνη την εποχή γνώσεις και όταν αντιλαμβάνονταν ότι είναι σίγουροι για την ανεύρεση του νερού τότε ξεκινούσαν τις εργασίες για το σκάψιμο του πηγαδιού.
Εάν ο πηγαδάς δεν εύρισκε νερό, οι κόποι του πήγαιναν πάντοτε χαμένοι, ο ιδιοκτήτης, μάλλον ο εργοδότης δεν είχε υποχρέωση να τον πληρώσει. Όλες οι δαπάνες βάρυναν τον πηγαδά όταν αυτός με δική του ευθύνη αναλάμβανε να εντοπίσει το νερό. Αρκετές φορές μερικοί εργοδότες αναλάμβαναν την πρωτοβουλία από μόνοι τους και με δική τους ένδειξη, οι πηγαδάδες τρυπούσαν το υποδεικνυόμενο μέρος. Τότε έβρισκε, δεν έβρισκε νερό, ο πηγαδάς πληρωνόταν για όλες τις εργασίες που είχε πραγματοποιήσει.
...................................................................................................

 Old water well  - Venice

Κτίσιμο πηγαδιού

Όταν βρίσκανε το απαιτούμενο στρώμα με το νερό, η νοικοκυρά του σπιτιού, έφερνε βασιλικό και αγιασμό και τα έριχναν μέσα στο νερό προτού πιεί κανείς. Ο βασιλικός ρίχνονταν για να μην μυρίζει το νερό και ο αγιασμός για να είναι αγιασμένο το νερό και να μην στερέψει ποτέ το πηγάδι.
Μετά την εξόρυξη των χωμάτων άρχιζε το χτίσιμο εσωτερικά του πηγαδιού. τα εργαλεία των κτιστών ήσαν, το μπικούνι, ο ματρακάς ή βαριά, το σφυρί, η χτενιά, το βελόνι, η γωνιά, το μυστρί, το φτυάρι, η αξίνα, το στεφάνι (ένα σιδερένιο στεφάνι ίσον με το εσωτερικό του χτισμένου πηγαδιού για να χτίζεται ομοιόμορφα) και το ζύγι. Συνήθως η εσωτερική περιφέρεια του πηγαδιού γινόταν πολύ μεγάλη για να είναι πιο εύκολο το κτίσιμο και να φτιάξουν φίλτρα νερού.
Το κτίσιμο του πηγαδιού ήθελε μια ειδική τεχνική και είχε δυο σκοπούς και έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική. Από την μια έπρεπε να επιτρέπει την είσοδο του νερού και από την άλλη να φράσει τα τοιχώματα που παρασύρονταν στον πυθμένα και συγχρόνως να είναι καλαίσθητο. Έτσι το κτίσιμο γινόταν από ειδικούς μαστόρους που για αυτή την εξειδικευμένη εργασία πληρώνονταν αδρά. Στην αρχή έκτιζε μεγάλες πέτρες και στην συνέχεια άλλες πιο μικρές και σε κυκλικό σχήμα για αντιστήριξη. Το κτίσιμο συνεχίζονταν ως την επιφάνεια του εδάφους.
Μετά κτίζονταν τα Φιλιατρά, ένα προστατευτικό τοίχωμα συνήθως ογδόντα εκατοστά μ’ ένα μέτρο. Αυτό το τοίχωμα φτιάχνονταν και λειτουργούσε σαν προστατευτικό για τους ανθρώπους αλλά και για τα ζώα. Το κτίσιμο του φιλιατρού ήταν καλαίσθητο και εξωτερικά και στο επάνω μέρος τοποθετούσαν μεγάλες ημικυκλικές πέτρες. Επάνω στην τελευταία πέτρα, οι πηγαδάδες χάραζαν συνήθως το όνομά τους και την ημερομηνία κατασκευής του πηγαδιού. Επίσης περιφερειακά από το φιλιατρό, έκτιζαν ένα πεζούλι (διάζωμα ύψους είκοσι έως τριάντα εκατοστών και πλάτος ένα μέτρο από την εξωτερική περιφέρεια του φιλιατρού). Αυτό κτιζόταν με σκοπό ν’ αποφεύγονται οι λάσπες και τα νερά κατά την μετάγγιση του νερού και ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Από την στάθμη του νερού και επάνω εσωτερικά τα τοιχώματα καλύπτονταν με κουρασάνι, για να μην αναπτύσσονται ζωικοί και φυτικοί μικροοργανισμοί.

Επάνω στα πηγάδια τοποθετούσαν μια κάλυψη, συνήθως από σανίδες και αργότερα από μεταλλικά φύλλα, για την προστασία του νερού από σκόνες, φύλλα δένδρων και για προστασία των ανθρώπων και κυρίως για τα παιδιά.

Ακόμη δίπλα από το φιλιατρό τοποθετούσαν μια μεγάλη πέτρα μορφοποιημένη σε σχήμα λεκάνης. Μέσα σε αυτή έριχναν νερό για να πίνουν τα ζώα, ιδίως τα υποζύγια. Σε αρκετές περιπτώσεις τοποθετούσαν ένα μεγάλο κορίτο (μακρόστενη λεκάνη νερού, κατασκευασμένη από κορμό δένδρου, διαμορφωμένη άλλοτε να τρώγουν και άλλοτε να πίνουν ταυτόχρονα νερό αρκετά ζώα).
Σε μερικά πηγάδια έφτιαχναν μικρούς κορίτους τοποθετημένους στο φιλιατρό και είχαν έξοδο του νερού μια τρύπα. Εκεί μέσα έριχναν το νερό από τον κουβά της άντλησης και κάτω από το κορίτο τοποθετούσαν την βίκα το βαρέλι, ή το ασκί και αυτό λειτουργούσε σαν βρύση με χωνί. Μέχρι να αδειάσει ο κορίτος είχαν τον χρόνο να ξαναρίξουν τον κουβά στο πηγάδι και ν’ αντλήσουν κι άλλο νερό χωρίς να καθυστερούν, αλλά και να χάνουν νερό κατά την μετάγγιση.

water-well by klaic on DeviantArt

Άντληση

Για να αντλήσουν το νερό από το πηγάδι συνήθως χρησιμοποιούσαν κουβάδες ή σούγλους, ξύλινους και τελευταία μεταλλικούς. Όμως πιο παλιά χρησιμοποιούσαν και κουβάδες ασκιά.

Η άντληση γινόταν με την βοήθεια σχοινιού, έδεναν το αγγείο και το έριχναν μέσα στο πηγάδι και με το ίδιο το σχοινί το ανέβαζαν στην επιφάνεια. Συνήθως χρησιμοποιούσαν και καρούλια, παλάγκα, βίντσια, μάγγανα, ή ανέμες για να γίνεται πιο ευκολότερη η ανέλκυση του κουβά. Επίσης σε αρκετές περιπτώσεις ιδίως στα δημόσια πηγάδια, ο καθένας που αντλούσε νερό είχε και το δικό του σχοινί, και δεν χρησιμοποιούσαν καρούλια ή ανέμες.

Μετά το πέρας του χτισίματος, σειρά είχε ο σιδηρουργός, ή μαγγανάς που κατασκεύαζε το μαγγάνι, ή την ανέμη. Αυτά ήταν ένας κύλινδρος περίπου 8 ιντσών και μήκους ανάλογα με την διάμετρο του πηγαδιού. Στα δύο άκρα του κυλίνδρου ήταν στερεωμένη η μανιβέλα, για βοηθάει τον χειριστή ν’ ανεβάσει το φορτίο πιο εύκολα.

Δυο τρεις φορές τον χρόνο μέσα στο πηγάδι έριχναν ακατάσβεστο ασβέστη για να επιτυγχάνεται η σωστή απολύμανση. Τοιουτοτρόπως σκότωναν τις κοψαντερίθρες και τις μπακούλες. Συνήθως έριχναν πάρα πολύ ασβέστη και ο πυθμένας του πηγαδιού άσπριζε και το νερό φαινόταν γάργαρο και καθαρό, ενώ από τον ήλιο λαμπίριζε όλο το πηγάδι. Επίσης κάθε δυο χρόνια περίπου γινόταν εργασίες συντήρησης και καθαρισμός του πηγαδιού. Συνήθως αφαιρούσαν διάφορα αντικείμενα που έπεφταν εντός του πηγαδιού, επιτηρούσαν και συντηρούσαν το χτισμένο μέρος μήπως είχε μετακινηθεί κάποιος λίθος, ακόμη το σχοινί το άλλαζαν σε τακτά διαστήματα ανάλογα με την φθορά που είχε. Όταν έπεφτε κάποιο αντικείμενο συνήθως κουβάδες, χρησιμοποιούσαν τον γάντζο ή το τσιχλί ή και τσιγκέλι, για την εξαγωγή από το νερό.

Συνήθως κοντά στα πηγάδια φύτευαν και ένα υδρόφιλο δένδρο για ίσκιο. Τα δένδρα αυτά αναπτύσσονταν γρήγορα, λόγω της ύπαρξης του αρκετού νερού.

water-well - Verona 

Χωριά που έλαβαν τα ονόματά τους από το πηγάδι:
Αργυρό Πηγάδι Αιτωλακαναρνίας, Κομπηγάδι Αιτωλακαναρνίας, Πηγαδάκια (Αρκαδίας, Ζακύνθου, Λέσβου), Πηγαδησάνοι Λευκάδος, Πηγάδια (Αιτωλακαναρνίας, Αργολίδος, Αχαΐας, Δράμας, Ευβοίας, Ιωαννίνων, Μεσσηνίας, Ξάνθης), Πηγάδιον (Αρκαδίας, Ηλείας, Μαγνησίας), Πηγαδίτσα Γρεβενών, Πηγαδούλα Θεσπρωτίας, Πέντε Πηγάδια Πρέβεζα, Πηγαϊδάκια Ηρακλείου.

Ονόματα περιοχών και πηγαδιών:
Μαγγανοπήγαδο, Πηγαδούλι, Πηγάδα, Ξεροπήγαδο, Πηγαδόνερο, Γυφτοπήγαδο, Νερότρουπα, Νερόλακκος, Κοντοπήγαδο, Πηγαδόχειλα, Στενοπήγαδο, Τουρκοπήγαδο, Διαβολοπήγαδο, Σταυροπήγαδο, Πηγάδα Μελιγαλά Μεσσηνίας, Πηγάδι του Κερατά, Φονοπήγαδο, Πηγάδι Τόγια Αμαλιάδα, Πηγάδι Ορφανής, Αγά Πηγάδι,

Ιστορικά στοιχεία που εμπλέκονται πηγάδια:
Κατά τα χρόνια των πολέμων και των κοινωνικών αναταραχών τα πηγάδια και φυσικών καταστροφών τα πηγάδια βοήθησαν τον άνθρωπο και αυτά με τον τρόπο τους.

- Μέσα σε αρκετά κάστρα κατά τις πολιορκίες ήσαν οι ζωοδότες για τους έγκλειστους.
- Στο Σούλι τα πηγάδια επάνω στο ξεροβούνι, ξεδίψασαν τους Σουλιώτες και έδωσαν ζωή στην περιοχή.
- Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατά την εκστρατεία του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη, στην πεδιάδα της Αργοναυπλίας διέταξε να πετάξουν μέσα στα πηγάδια διάφορα χαλκώματα να δηλητηριασθούν τα νερά τοιουτοτρόπως να μην βρίσκει νερό ο στρατός του Δράμαλη.
- Ανάστατοι έγιναν οι κάτοικοι του Χωριού Μακρύσια κοντά στον Αλφειό Ποταμό, με την εύρεση εκεί αρχαίου θησαυρού. Στις 2/9/1915, ο παπάς του ναϊδρίου Άγιος Ιωάννης στο χωριό αυτό, θέλοντας ν’ ανοίξει πηγάδι και φθάνοντας σε βάθος οκτώ μέτρων συνάντησε χώμα με το χρώμα του χρυσού. Εξακολουθώντας όμως να σκάπτει ανακάλυψε ολόκληρα τεμάχια χρυσού αρκετού βάρους.
- Κατά τον τελευταίο Εμφύλιο πόλεμο, με το σοβαρότατο επεισόδιο στην Πηγάδα Μελιγαλά στην Μεσσηνία.
- Σε πυρκαγιά στην Ανάληψη Αμαλιάδας τον Αύγουστο του 1985, όταν καιγόταν το χωριό πέταξαν το ρούχα και τα κλινοσκεπάσματα μέσα στο πηγάδι για να τα γλιτώσουν.


- Επίσης μέσα σε πηγάδια έχουν ρίξει χρήματα, τιμαλφή και διάφορα αντικείμενα για να τα προφυλάξουν από ληστρικές επιδρομές.

Photo by Fernando Tuya on flickr 

Παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις όσον αφορά τα πηγάδια:

- Άτυχος πάει να πνιγεί, στερεύουν τα πηγάδια.

- Βαθύ πηγάδι, δροσερό νερό.

- Γυρεύει αναμμένα κάρβουνα στο πηγάδι.

- Γυρεύει με το βελόνι ν’ ανοίξει πηγάδι.

- Ένας ζουρλός ρίχνει την πέτρα στο πηγάδι, χίλιοι γνωστικοί δεν μπορούν να την βγάλουν.

- Ενός παιδιού η μάνα έπεσε στο πηγάδι, η αυγή θα μας δείξει τίνος παιδιού θα λείψει.

- Κάθε βρυσούλα και δροσιά, κάθε πηγάδι και φίδι.

- Καλόμαθε ο κουβάς, στο πηγάδι άρχοντας κι αγάς.

- Με πιρούνια πηγάδι δεν ανοίγεις.

- Μην ρίξεις πέτρα στο πηγάδι που σε δρόσισε.

- Ο σούγλος χαλάει, μα το πηγάδι μένει.

- Όπου φτύσουν πολλοί, γίνεται πηγάδι.

- Όσο πιο βαθύ είναι το πηγάδι, τόσο πιο δροσερό νερό έχει.

- Ο τρελός έριξε πέτρα στο πηγάδι κι έπεσαν χίλιοι γνωστικοί να την βγάλουν.

- Σαν θέλεις μάγκανα, πήγαινε τελευταίος στο πηγάδι.

- Τα χάδια στα πηγάδια και τα φιλιά στα σκοτάδια.

- Του σώγαμπρου η γνώμη, πέφτει στο πηγάδι.


Το μαγγάνι και η ανέμη κατά την περιστροφή τα σίδερα επειδή τότε δεν υπήρχαν τα ρουλεμάν, γρύλλιζαν, πολλές φορές έριχναν νερό για να σωπάσουν, μα όταν στέγνωνε το νερό παλι το ίδιο. Από αυτό το γρύλισμα βγήκε και η παροιμοιώδης φράση: «Δεν θέλω μάγγανα», εννοεί δεν θέλω να μαλώσω και ν’ ακουστώ.




jardin de la chambre Molène de la maison d'hôtes de charme la Ferme de Kerscuntec en Finistrère, bretagne Sud, entre Quimper et Bénodet, entre mer et campagne.

 

Οι τελευταίες φωτογραφίες είναι από το pinterest


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου