Δευτέρα 22 Ιουνίου 2020

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Kitchen Waltz  by Robert Casilla

Μανώλης Αλυγιζάκης - ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Ήταν μια νύχτα που ο αγέρας φυσούσε σαν να ‘θελε να ξεριζώσει το σπίτι και να το παρασύρει ως την άλλη άκρη του κόσμου. Ήταν μια σκοτεινή νύχτα έξω στη γη όταν ο Ετεοκλής ήταν τριών χρονών κι ο αδερφός του Νικόλας πέντε. Η μητέρα τους τόσο κουρασμένη απ’ τον καημό και τη φροντίδα για το πώς να ταΐσει τα παιδιά της, σαν κάθε μάνα που ζούσε στα ερείπια του πολέμου, μια γυναίκα με τον άντρα της στην πρώτη γραμμή, έπλενε τα πιάτα στο λιγοστό φως που φώτιζε ο λύχνος. Ήταν μια σκοτεινή νύχτα που ο αγέρας αλυχτούσε. Γύρω απ’ τις χαραμάδες της πόρτας και του παραθύρου ορμούσε μέσα η παγωνιά και καθώς περνούσε τα στενά δημιουργούσε μιαν απόκοσμη μουσική, σαν να διάβαινε τους διαδρόμους της Κόλασης. Θυμόταν καλά ο Ετεοκλής, ότι καθόταν στο μαγκάλι, ένα ντενεκέ όπου εκεί μέσα άναβε η μητέρα τους τη φωτιά και μ’ αυτή προσπαθούσε να ζεστάνει λίγο το παγωμένο δωμάτιο κι η ζέστη μόλις έφτανε δυο μέτρα γύρω απ’ το μαγκάλι όταν καθόντουσαν και ζέσταιναν τα χέρια τους γύρω απ’ αυτό ενώ άκουγαν τη θυμωμένη καταιγίδα μόλις μερικά μέτρα παραέξω, πέρα απ’ την μοναδική πόρτα και το θαρραλέο παράθυρο προς τη βορεινή μεριά του σπιτιού.

Ξαφνικά μέσα στην κατακραυγή των στοιχείων της φύσης έξω απ’ το σπίτι μια ξαφνική ροπή αγέρα άνοιξε την πόρτα κι ένας άντρας στεκόταν εκεί στο σχήμα του ανοιχτού χώρου και κοιτούσε προς τα μέσα: ο πατέρας τους που μόλις γύρισε απ’ τον πόλεμο. Στάθηκε εκεί στο άνοιγμα της πόρτας στιγμή που φάνηκε σαν αιώνας μην ξέροντας τι να πει. Δεν είχε δει τα παιδιά του και τη γυναίκα του για είκοσι επτά ολόκληρους μήνες. Η μητέρα τους άφησε μια κραυγή να βγει απ’ το στόμα της, σαν κλάμα, σαν φόβος και χαρά μαζί, κι ακούστηκε σαν τ’ όνομα του άντρα που στεκόταν στην πόρτα, του άντρα της, του άντρα που παντρεύτηκε κάποτε και σύντομα μετά το γάμο τους και μετά τη γέννηση των δυο αγοριών, όταν ο Ετεοκλής ήταν μόλις μωρό, έφυγε για το μέτωπο. Ο άντρας της ήταν εκεί. Σηκώθηκε και τον κάλεσε να έρθει μέσα κι έκανε μερικά βήματα προς το μέρος του και τον αγκάλιασε, με τόση δύναμη και δίχως να ξέρει πώς να εξηγήσει το ηφαίστειο που έβραζε μέσα της. Τον αγκάλιασε για πολλή ώρα, μετά τραβήχτηκε λίγο κι ο πατέρας τους γονάτισε και κάλεσε τους γιους του, αλλά ούτε ο ένας ούτε ο άλλος τόλμησαν να πλησιάσουν τον άντρα που δεν γνώριζαν. Για τον Ετεοκλή ήταν τελείως άγνωστος, όχι όμως και για το Νικόλα , που ίσως θυμόταν μερικές εικόνες απ’ τον μπαμπά του, αφού ήταν σχεδόν τριών χρονών όταν ο πατέρας τους τους άφησε για τον πόλεμο. Μα κανένα απ’ τα δυο παιδιά δεν κουνήθηκε κι ο άντρας με τα στρατιωτικά ρούχα τα ξανακάλεσε ώσπου ο Ετεοκλής τόλμησε και πλησίασε με δισταχτικά βήματα τον άντρα με την ανοιχτή αγκαλιά με το Νικόλα να τον ακλουθεί από πίσω. Τα κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του στιγμές που μοιάζαν αιώνιες, είπε λόγια που τα παιδιά μόνο ένιωσαν κι ήταν λόγια γλυκά ενός πατέρα που έζησε την έλλειψη των παιδιών του, καθώς όταν έφυγε για τον πόλεμο δεν γνώριζε αν θα τα έβλεπε ξανά. Τις ένιωσαν αυτές τις λέξεις και χώθηκαν στην αγκαλιά του ανθρώπου που ήρθε μέσα στην κοσμοχαλασιά της καταιγίδας , η οποία πάγωσε τον χώρο με το φτωχικό μαγκαλάκι που μάταια μόνο του πολεμούσε να ζεστάνει.

Η μητέρα τους πήγε στη μια γωνία του δωματίου και στα σκοτεινά πήρε μερικά ξύλα και τα `βαλε στη φωτιά. Αργά-αργά το φως απ’ τις φλόγες φώτισε λίγο το χώρο καθώς εκείνη έψαχνε να βρει να φέρει κάτι στον άντρα της να φάει, μερικές ελιές, ένα κομμάτι ψωμί, ένα ποτήρι νερό απ’ τη στάμνα της, κι ένα κομμάτι τυρί στο πιατάκι. Κάθισαν όλοι μαζί γύρω απ’ το μαγκάλι κι ο μπαμπάς τους έφαγε καθώς ήχοι παράξενοι ακούστηκαν ενώ μασούσε το ξερό ψωμί με τις ελιές, και ο αέρας έξω απ’ το χαμώϊ σιγοντάριζε τους ήχους μέσα στο σπίτι με τη δική του μουσική, που ακουγόταν απόκοσμη, σαν μουσική χαρούμενη, σαν τη φωνή του μπαμπά τους, που δεν είχαν ακούσει για χρόνια, τα επικίνδυνα χρόνια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα.

Ήταν η πρώτη φορά που ο Ετεοκλής γνώρισε τον μπαμπά του, η πρώτη φορά που το τριών χρονών παιδί ένιωσε την αίσθηση του πατέρα στο σπίτι τους, του πατέρα που μόλις γύρισε απ’ τη θητεία του στον πόλεμο που κατέστρεψε την πατρίδα τους. Εκείνα τα χρόνια που αδερφός σκότωνε αδερφό και πατέρας σκότωνε γιο, μόνο γιατί ανήκαν σε διαφορετικό πολιτικό κόμμα, μια τραγωδία που έζησαν όλοι οι Έλληνες της εποχής εκείνης. Κι όλες οι φατρίες που πολεμούσαν η μια εναντίον της άλλης είχαν υποκινηθεί κι είχαν αρματωθεί με τα ίδια εργαλεία θανάτου, απ’ τους ίδιους ξένους φίλους-σύμμαχους, απ’ τα ξένα συμφέροντα των χωρών που εκμεταλλεύονταν την κάθε ευκαιρία και τον πόλεμο που υποκινούσαν για το χρηματικό κέρδος. Ο Ετεοκλής έμαθε αυτά τα μαθήματα πολύ νωρίς στη ζωή του, τραύματα που του έμελλε να κουβαλά σ’ όλη του τη ζωή.


ΣΠΥΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ - Το ζεϊμπέκικο του Πατέρα

(στον Πατέρα μου Μηνά)

Μόνος ανέβηκες στην πίστα απόψε
μ’ ορθάνοιχτα τα δυο σου χέρια
ό,τι σε πίκρανε απ’ τη ψυχή σου κόψε
η σκέψη σου να’ναι άσπρα περιστέρια.

Δεν είσαι αυτό που δείχνεις, μα κάτι άλλο
γι’ αυτό και ψάχνεις με το βλέμμα χαμηλά
ζητώντας το ακαθόριστο και το μεγάλο
πολλά γνωρίζει η καρδιά σου, μα δε μιλά.

Κάθε στροφή και μια ολόκληρη ζωή
στην αγκαλιά σου, δες, χωρέσαμε όλοι
και ταξιδεύεις στο άπειρο χωρίς πνοή
δεν σε αγγίζει κεραυνός, ούτε το βόλι.

Έτσι μόνος κίνησες για το ταξίδι το στερνό
σαν σε χορό, που μόνο εσύ γνωρίζεις
απόψε είπες: «τον Χάρο προσπερνώ»
μόνο για λίγο με κοιτάς και ψιθυρίζεις.

«Άκου, προχώρα και μη σταματήσεις
κοίτα, δεν πονάω και μη φοβάσαι
θα’ μαι κοντά σου και μη λυγίσεις
σώπα, τώρα φεύγω και μη λυπάσαι»

Έτσι έφυγες λες και χόρευες μονάχος
ανάλαφρος χωρίς κάτι να σε βαραίνει
με ένα χαμόγελο πλατύ δίχως άγχος
τώρα τίποτα γήινο δεν σε πικραίνει.

ΣΠΥΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ
(από τη Συλλογή: «Τ’ ανέμου χάρισμα»)
Κώστας Βασιλάκος - Μαζί ( Στον πατέρα)

Όταν η δίψα ξέραινε τα χείλη
κάτω από ραγισμένες σκεπές
πίναμε αλάτι από το μέτωπο της γης,
γιατί νοστίμευε τα λόγια μας.
Όταν πέφταμε μέχρι το χώμα
σαν τα σκιάχτρα στους αμπελώνες
δέναμε σφικτά με κλωστές τον άνεμο,
γιατί λύγιζε τις ζωές μας.
Μαζί κουβαλάγαμε την πέτρα
με τα λυπημένα τραγούδια
στα πεζούλια της ξερολιθιάς .
Μαζί στρώναμε τη λευκή πετσέτα
με τις ελιές και τη ρετσίνα
κάτω απ’ τα σαγόνια του ήλιου.
Μου λείπουν τα ροζιασμένα χέρια
που άνοιγαν αυλάκια στα σύννεφα
για να φυτεύω όνειρα.
Οραματίζομαι τη στιγμή που οι ψυχές
θα χορεύουν αγκαλιά με τ’ αστέρια.
Έτσι και αλλιώς το έχει ανάγκη ο ουρανός.

Από την υπό έκδοση ποιητική μου συλλογή!
Κώστας Βασιλάκος 21/06/2020
Μαρία Βούλγαρη - Στον πατέρα μου
Σιγοψιθύριζες ουρλιαχτά ντυμένα στιγμές φόνισσες μέσα από ένα λαβύρινθο μακρινό που δεν περπάτησα ποτέ.
Κι όμως σε κάθε του γωνιά σε συναντούσα. Σε κάθε μου προσευχή σε γνώριζα. Σε κάθε ανάγνωση της νοσταλγίας μου σε φορούσα πουκάμισο λευκό επάνω μου.
Σε όλα τα γνώριμα κι άγνωστα βλέμματα που ακουμπούσαν επάνω μου σε ξεχώριζα. Σε όλα τα κρυφά αποσιωπητικά που κεντούσαν τις νύχτες μου με ερωτηματικά. Σε όλα τα φανερά αφανέρωτα υπέροχά σου.
Σε όλα τα διωκόμενα του χρόνου.

Σήμερα κοίταζα τη φωτογραφία σου.
Κάθε μέρα την κοιτάζω.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.
Ευαίσθητη αθεράπευτα. Αυτό είμαι.
Έλεγες πως αυτή η ζωή είναι ένα πέρασμα. Κι εσύ τώρα πέρασες. Στην απέναντι όχθη. Πέρασες στο αιώνιο φως. Στην αιώνια γαλήνη. Εκεί που δεν υπάρχει ούτε πόνος, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός.

Κι εγώ εδώ, σε υπερδόσεις ευαισθησίας νοσταλγώ την αληθινή αγάπη που μου χάρισες. Την παντοτινή αγάπη που έλουζε με ζεστασιά την ύπαρξή μου σε όλα μου τα βήματα. Την ανιδιοτελή σου αγάπη που γέμιζε τους ήλιους μου με περισσότερο φως.
Μόνο με αγάπη σε θυμάμαι πατέρα. Μόνο όμορφες στιγμές θυμάμαι κοντά σου. Ήσουν τόσο καλός! Τόσο γλυκός! Τόσο τρυφερός! Τόσο όμορφος! Τόσο σπάνιος! Τόσο ευγενικός! Τόσο δοτικός! Τόσο υπέροχος! Τόσο στοργικός! Τόσο μοναδικός !
Μια σπάνια και αξιολάτρευτη μορφή Ανθρώπου.

Θα είσαι για μένα, ο πολύτιμός μου αιώνια! Ο μονάκριβός μου!
Ο Άγγελος φύλακάς μου! Το πιο όμορφο δώρο της ζωής μου!
Η παρακαταθήκη μου!
Ολόκληρη η δύναμή μου! Η ευλογία μου! Η πίστη μου! Η υπομονή μου!
Το χαμόγελό μου!
Η ευγένεια της ψυχής σου, φως ολόλαμπρο στο δρόμο μου!
Όλα αυτά κι ακόμα τόσα που βρίσκω τις λέξεις τόσο λίγες και τόσο φτωχές για να σε περιγράψουν…
Σε ευχαριστώ που ήσουν πατέρας μου. Είσαι για πάντα!
Έγινες ένα άγγελος τώρα…ένα πανέμορφο φωτεινό αστέρι…

Όσο κι αν ορφάνεψα από σένα στη γη, ξέρω πως πλούτισα στον ουρανό.
Να με προστατεύεις πατέρα.
Να μας προστατεύεις όλες…
τη μαμά, την Κατερίνα κι εμένα…
Σε αγαπάμε αιώνια!
Maria Voulgari

Από http://metaximas.org/


ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

Παιδί μου, είπες, θέλω να ζήσω στην Παράδεισο
και μου ‘σφιξες το χέρι με απόγνωση
γύρισα το πρόσωπο και σκούπισα ένα δάκρυ.
Πατέρα σου είπα, θα πάμε στο σπίτι μας το βράδυ
θα χαιρετήσουμε τις πέτρες της αυλόπορτας
και θα βαδίσουμε μαζί ψηλά πάνω στ΄ ανώι.
Έσφιξες το χέρι και με κοίταξες
μετά κοιτούσες μόνο τον ορίζοντα.
Ήξερες να οργώνεις και να σπέρνεις.
Ήξερες το ψωμί να πλάθεις, το σιταρένιο.
Όμως τώρα δεν όργωνες εσύ,
άλλοι όργωναν τα σύννεφα κι ερχόντουσαν
με άγριες διαθέσεις να θερίσουν.
τα πράγματά σου μόνος τα ετοίμασες
περίμενες ετούτο το ταξίδι.
Δεν σε ένοιαζε το κόμιστρο της ζήσης σου
σκεφτόσουνα μόνο τους φίλους
και τους ήλιους που θα χάσεις
κι ήθελες τον στερνό καφέ να μας κεράσεις
μα θα ‘χει καφενέδες στην Παράδεισο;
θα ‘χει καλούς ανθρώπους να σε ακούνε;
σα γεωργός βαδίζεις σε άγνωστο Ορίζοντα
και σαν αγρότης πάλι τα σπαρτά μας θα θερίσεις.
Όμως μες τη ζωή
θα τρέχουν τη σοδειά μας άλλοι να θερίσουν.
και η δικιά σου απολαβή το γέλιο κι η αξιοπρέπεια
γέλιο θα ακούς κι τις φωνές απ’ τα εγγόνια σου
και στη ζωή θ’ ακούς, χαρά τραγουδημένη.
μες τη φαμίλια πάντα κάποιος θα προκόβει και θα ορθώνεται
-Μη φοβάσαι σου φώναξα. Τίποτα μη φοβάσαι
και σου έπιασα την δυνατή παλάμη τη φιλόξενη
που μάζευε τα φρούτα απ’ το χωράφι
Μες το καλάθι τα κυδώνια καταπράσινα
κι από κάτω χρυσοπράσινα λεμόνια
με το ραβδί σου μάζευες τα σύννεφα
και σαν ακρίτας φύλαγες και πότιζες τη γης μας
κι είδα τα ροζιασμένα χέρια σου, γεμάτα ευωδίες και Λουλούδια
Ποιος θα κλαδεύει άραγε το κλήμα μας
και ποιος το σπίτι τώρα θα φροντίζει και τη γη μας;
σε αδίκησαν, μες τη ζωή σε πόνεσαν
μα εσύ με γέλιο πάντα προχωρούσες.
κι έφυγες με το γέλιο τα χαράματα γι’ άλλη ζωή
και με το γέλιο σαν λεβέντης προχωρούσες.
Θα σε θυμόμαστε πατέρα μας αγέρωχο
Θα σε θυμόμαστε λεβέντη να βαδίζεις
Θα σε θυμόμαστε βιγλάτορα στο σπίτι μας
Θα ζεις μες τις ορμήνιες και τις μνήμες.
ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ 


ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑΚΗ - ΨΥΧΟΓΥΙΟΥ

 ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ 


Σε παράδεισου κήπο το κορμί σου αφημένο.
Οι πρεσβευτές των ονείρων, - ξενόφερτοι πραματευτάδες –
κρούουν τη θύρα.
Μετέωρη πλανιόταν η σιωπή.
Κατάκαιε τα μάτια το ποδοβολητό του ήλιου,
πώς τα όσια και ιερά να δουν;
Στη μελαγχολία της θύμησης, η επιθυμία να σ’ εύρω,
μεγιστοποιούσε την ανάγκη του θέλω.
Να σε δω θέλω, να σου μιλήσω, να σ’ αγκαλιάσω.
Να σου πω της προσευχής τα λόγια,
σαν τις νύχτες η αναφορά στ’ όνομά σου με κάνει,
να γονυπετώ στο καντήλι που φωτίζει τη μορφή σου.
Κείνες τις ώρες που οι λυγμοί θηλιές γίνονται
και πνίγουν τα « Σ’ αγαπώ μου »,
παιδί γίνομαι και την αγκαλιά σου αποζητώ.
Κλείνω τα μάτια. Ακουμπώ του βλέμματός σου το γέρμα,
την ελιά ζερβά στην πλάτη που κληρονόμησα,
το λυπημένο χαμόγελο.
Τα δετά χέρια αγγίζω και φιλώ τ’ ακροδάχτυλα
που ακούμπαγαν τρυφερή παρουσία το λίκνο μου.
Ω! Πατέρα μου, πανάξιε γεννήτορα,
το πόσο μ’ αγάπησες θυμάμαι, το πόσο σ’ αγαπώ
σου εξομολογούμαι.
Να ξυπνήσω δεν θέλω, σαν η νύχτα δίπλα μου σε φέρνει
μυρωδιά τρυφερή στ’ αχνοπάτημα της παράκλησης μου.
Χρόνοι περάσαν πολλοί, μα δεν ξέχασα.
Ούτε κι εσύ.
Το βλέπω στην αύρα που κυκλώνει τα βλέφαρα,
στη σκιά που τα βήματά μου ακολουθεί
σαν στην ανάγκη μου σφίγγεις το χέρι.
Ένα δάκρυ σου στέλνω να σβήσεις τη δίψα σου,
ένα χαμόγελο, μέσα του ν’ αφήσεις την καρδιά σου.
Πατέρα μου, σαν η ώρα θε να ‘ρθει,
ευχήσου μου καλό κατευόδιο και περίμενε με,
εκεί, στης γέννησής μου το πέρασμα.
Να σε γνωρίσω, μη χαθούμε…

Η κόρη σου ΦΩΤΕΙΝΗ


Αρετή Γουργιώτου -  ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΝ ΜΠΑΜΠΑ ΜΟΥ

Το χαμόγελό σου. 

Αυτό μου λείπει. 
Και κείνο που πάντα μου έλεγες 
" Όλα θα γίνουν ,μην στενοχωριέσαι παιδί μου" 

Παιδί μου;;; 
Έπαψα να είμαι παιδί, από την ημέρα που μίσεψες. 
Λες κι ο Χρόνος σε μια στιγμή διάβηκε, 
κι έγιναν τ' ' άσπρα μαλλιά στεφάνι μου, 
κι οι ρυτίδες αυλάκωσαν το λείον, προσώπου 
και ψυχής, σε μια στιγμή. 
Και τα χέρια σου , μεγάλη Απουσία , 
κι η περπατησιά σου, κι οι θάλασσες των ματιών σου 
κι η αγάπη σου. 

Έξω βρέχει και μέσα μου. 
Συγχώραμε με για τις πίκρες που σου έδωσα . 
Μα πιο πολύ για τα " Σ' αγαπώ' που δεν είπα. 

Αρετή Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ "ΕΣΩ ΙΡΙΔΙΣΜΟΙ

Αρετή Γουργιώτου  -REQUIEM
Σιγήστε, της σιωπής εκτυμβωτές!
Το Requiem της ψυχής αφουγκραστείτε.
Δεν ακούτε της ρίζας τον ήχον καθώς το χώμα αποχωρίζεται;
Η αιωνόβια ελιά σας αποχαιρετά!
Φυλλούρισε, έδωσε καρπούς ωραίους,
ίσκιωσε αποσταμένους διαβάτες,
παιχνίδισε με ουρανό και ήλιο και φεγγάρι.
Απόκαμε πια σε τούτη τη γης.
Έγειρε κατά την θάλασσα.

Σιγήστε, λοιπόν!

Αρετή ΓουργιώτουΦΥΚΟΕΣΣΑ
" ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ "
Ντίνα Ζαγάρη - Για έναν πατέρα

Στα άκρα έζησε μια ζωή ξένη
Βρώμικα σεντόνια έντυναν τον ύπνο του
-όταν είχε ύπνο-
Με κίτρινα δάχτυλα αγκάλιαζε τη μοναξιά
την κράταγε σφιχτά και της τραγούδαγε
με στόμα ξεδοντιασμένο
Τις νύχτες κυρίως έπιανε απ' το χέρι το
παιδί που ήταν και τον γέρο που έγινε
και περπατούσαν στο πάρκο της πόλης
Σα να ήταν πάρκο
Σα να ήταν πόλη
Σα να ήταν άνθρωποι

Ντίνα Ζαγάρη
Από την συλλογή «Πεζές σκέψεις δίχως (Π)οίηση» εκδόσεις Άπαρσις



Στέλλα - Σοφία Ζυγούρη Για τον ΠΑΤΕΡΑ μου

ΠΑΤΕΡΑ
Πόνο τον πόνο μέτρησα μα οι αριθμοί τελειώσαν.
Το δάκρυ κάπου στέρεψε και οι λυγμοί πνιγήκαν.
Ρώτησα τότε την καρδιά μην έχει λησμονήσει;
Έπαψε πλέον να πονά και στη ζωή γελάει;
Και την απάντηση σκληρή την έδωσε η σιωπή της.
Πιο δυνατή από κραυγή και πιο πικρή από δάκρυ.
Πιο οδυνηρή από λυγμός, πιο ιερή απ’ αγάπη..!
Τίποτα πιο ιδανικό, τίποτα πιο τέλειο ήταν η λατρεία μας "θρησκεία κι Ευαγγέλιο"..
Ήσουν για με "Θεός" στη γη, μα δεν σε προσκυνούσα
σε θαύμαζα, σε λάτρευα, με λάτρευες και ζούσα..
Ήσουν η καρδούλα μου, το γέλιο, η χαρά μου
πώς ν' αντέξω να σ' έχω πια μόνο στα όνειρά μου;
Μου έχεις πάρει μυαλό, καρδιά, ζωή χαρά και σκέψη
τέτοιο πόνο Πατέρα μου άνθρωπος πώς ν' αντέξει;
ΠΑΤΕΡΑ ...
Σε αγαπούσα και σε φρόντιζα …σαν "γιό" μου
το λατρεμένο σου παιδάκι ήμουν εγώ!
Σε είχα "σύντροφο" Πατέρα και "Θεό" μου..
Έμπιστο φίλο και "μονάκριβο αδελφό"..!
Τα μάτια σου γαλάζιες θάλασσες
βύθιζα την ψυχή μου σε κοίταζα κι η σκέψη σου
γινόταν και δική μου! Τα μάτια αυτά να στερηθώ
ξέρεις πως δεν αντέχω.. Τ' άστρα κοιτώ στον ουρανό
το λατρεμένο βλέμμα σου νιώθω πως πάλι έχω...!
Γιορτή του Πατέρα (3η Κυριακή του Ιουνίου)
Την 3η Κυριακή του Ιουνίου, λένε
γιορτάζεται η «μέρα του Πατέρα».
Μα πόσο λίγοι στ’ αλήθεια την γνωρίζουν
και πώς περνάει στα «ψιλά» μια τέτοια μέρα.?
Είναι ο Πατέρας στήριγμα, θεμέλιο
δύναμη ισχυρή και προστασία.
Πληγή αγιάτρευτη μες τη ζωή με κάθε τρόπο
είναι η δική του «φυγή» και «απουσία».
Πάντα γιορτάζαμε Πατέρα μου αυτή τη μέρα
έστω κι αν κάθε μέρα μαζί γιορτή μας ήταν!
Τώρα που λείπεις, εγώ πάλι Σε γιορτάζω.
Δάκρυα για «δώρο» δεν θέλεις να σου στείλω.
Μα σε λατρεύω πάντοτε, ψυχή μου σου φωνάζω
και στης καρδιάς την «αγκαλιά» σφιχτά Σε κλείνω.
Δακρυσμένο Αστέρι
(Πατέρα μου λείπεις...
Πόσο πονάει η μοναξιά… όταν δεν είσαι μόνος..
Έχεις κοντά σου, δίπλα σου, ότι αγαπάς σπουδαίο. .....
Ότι κι εσένα πιο πολύ πονά και αγαπάει.
Μα δεν μιλάει, αλίμονο, η μια ψυχή στην άλλη.
Το δάκρυ της φτωχής ψυχής δεν βλέπει που κυλάει
και το προσμένει να το δει να τρέχει απ' τα μάτια...
Και ψάχνει λύτρωση η ψυχή
κάπου μακριά, στ' αστέρια..
Στα μύρια τ' ασημόφωτα, ίσως ένα ...να κλαίει…
Και μας προέκυψε... Ποίηση!
Ίσως γιατί η καθημερινότητα είναι πολύ πεζή για να κυλήσει..
Η σιωπή βαριά για τη σκέψη..
Η ψυχή προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα δικά της …αδιέξοδα. ..
Και μας προέκυψε ποίηση ..!
Μήπως γιατί η τέχνη αντιπαλεύει χρόνο και θάνατο;
Θέλησα να σε δροσίσω με σταγόνες από το «αθάνατο νερό» της.
Γι’ αυτό σ’ έκρυψα σε στίχους για να σε κρατήσω αθάνατο!

Στον Λατρεμένο μου ΠΑΤΕΡΑ!!
Αγάπη μου μυριάκριβη, φτεράκι της ψυχής μου,
έφυγες τόσο απρόσμενα κλέφτη της λογικής μου..
Κλειδί του Παραδείσου και ήλιε των ματιών μου,
το «τέλος» από την νιότη μου.. κι «αρχή» των γηρατειών μου..
Τα λόγια ήσουν στα χείλη μου, ο χτύπος στην καρδιά μου
οι σκέψεις απ' τη μέρα μου, στα όνειρα η χαρά μου..
δεν είμαι στην αγκάλη σου.. χάδια δεν σου γυρεύω..
όμως σε κάθε ανάσα μου ΠΑΤΕΡΑ ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΩ..!




Αθηνά Ζωγράφου - ΠΑΤΕΡΑ... 

'' Τις μέρες μου αναζήτησα
σε λόγια ανείπωτα
και χαμένες στιγμές
Κι όπου κι αν πήγα
εσένα έβλεπα
δυνατό κι ηλιοφωτισμένο
παρόντα κι απόντα ..
Μα πάντα εκεί !

Τις μέρες μου αναζήτησα
κι ήσουν εκεί
λύτρωση κι απαντοχή μου
συντροφιά της ψυχής
στα δύσκολα μονοπάτια
που συνήθως επέλεγα

Ήσουν εκεί
Στήριγμα
ακόμη και μετά τη φυγή σου
Η πρώτη ...η μεγάλη
η αληθινή μου αγάπη...'' Α.Ζ.

Για τον πατέρα μου
[ Πολλά χρόνια χωρίς τη φυσική του παρουσία...μα πάντα δίπλα μου..]




Κατερίνα Ηρακλέους  - στον πατέρα!

ο πατέρας μου..
μια καλοκάγαθη φυσιογνωμία...
δυο χέρια προσφοράς..
βλέμμα πίστης και αρχής στην οικογένεια του!

τον θυμάμαι πίσω από ένα μεγάλο πάγκο να ράβει!
ηταν ο καλύτερος ράφτης,
το έλεγαν άλλοι....
στο μικρό του χώρο απέναντι από τον πάγκο κάθονταν γέροντες 

και μίλαγαν με τις ώρες..
αγαπούσε βαθιά την τρίτη ηλικία!

ήταν ο αφοσιωμένος σύζυγος και πατέρας!

" Όταν έχεις δύο να δίνεις το ένα" έλεγε...
μεγαλώνοντας ρίζωνε μέσα μας αυτή η συμβουλή του!

έφυγε νωρίς..

το ψιθύρισε στο αυτί της μητέρας μας...
- αύριο θα φύγω..
και έφυγε Σεπτέμβρη μήνα 54 χρονών.

Η μνήμη μας ενόσω ζούμε θα τον μνημονεύει!


Αντώνης Θαλασσέλης - ΣΤΟ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΣΑΒΒΑ

Τα μάτια σου θολωμένα
παλιές εικόνες κουβαλούσαν
καθώς έσταζε το δάκρυ σου αντρίκειο .
Στίχους Κάρφωνες σκυφτός
στο πάγκο των αναμνήσεων
σκαρώνοντας φτερά
στον αμανέ της ζωής.

Ζωγράφιζες στα βλέφαρα
το παράπονο σου
κι αναζητούσες με λαχτάρα
να βρεις την άκρη του κόσμου.
Τα λόγια σου σοφά
γκρίζα τα χρώματα βάφουν
στα μυστικά κιτάπια της ζωής.

Αητού φτερά ξεδίπλωνες,
σαλτάριζες στο φεγγάρι
τη λάμψη του να κλέψεις.
Στην τελευταία παράσταση
ζαλισμένος Ακροβάτης
δεν άντεξες στο σκοινί.

Τώρα σ’ αναζητώ στα όνειρά μου
στα βήματα τα σκόρπια.
Αχ ας ερχόσουν για λίγο
έτσι μόνο για μια στιγμή,
πολλά που δεν είπα να σου πω…
Α ρε Πατέρα! Α ρε Πατέρα!

Αντώνης Θαλασσέλης
Δήμητρα Καρά
Παρελαύνουν οι στιγμές
κι εγώ τριών
μόλις αποκοιμιέμαι.
Η αγκαλιά του
κι' ένα κορμάκι σύννεφο
σε φανελένια πιτζάμα,
συγκεράζονται σ΄αθάνατο χάδι.
Αιώρηση στην τρυφερότητά
κι ύστερα χείλη απαλά
στο μέτωπο πατρικά.

Και το σεντονάκι απαλά
να σφραγίζει τη γαλήνη
των νυχτερινών μου πτήσεων.
***
Τα παιδιά μου αποκοιμιούνται
και το ίδιο σεντόνι
εξακολουθεί ν' ανεμίζει
καραβόπανο στα όνειρά τους!

Δ.Κ.

Γιώργος Καραγιάννης - ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ

Αβάστακτης νοσταλγίας ήχοι σε πολιορκούν
και όλο θεριεύουν,
την αποσύνθεσή σου επιζητούν
κι ως την αυγή επιμένουν.
Αλλά εσύ το βήχα σου άθικτο κρατάς,
με την αναπνοή σου να ζεσταίνεται
απ’ το γέλιο σου τ’ αστείρευτο,
αλλά κι απ’ το άρωμά σου, απ’ το δικό σου καπνό,
που σου ’δινε ιδιαίτερη αίσθηση,
σιγουριά στο βηματισμό.

Μέσα σε μια φεγγαραχτίδα,
με χρώματα, ακούσματα και μυρωδιές,
κρατώ το δικό σου τρανό μυστικό
και μάλλον, δεν θα τ’ αποχωριστώ.

Κι όσο περνά ο καιρός,
αυτή η συνήθεια απόχτησε σκοπό…

Τι ήταν να σου φτιάξω έναν καφέ
και να σου διορθώσω το πέτο;
Πρόσχημα να σε ζήσω, πατέρα.
Μα δεν ευτύχησα πολύ να σε χαρώ,
όταν σ’ έφερα στην πόλη, στο δικό μου σπίτι,
για να εισαχθείς στο μπλε κτίριο,
στο πνευμονολογικό.

Μου έμεινε τώρα το κλειδί απ’ το πατρικό,
να σε θυμάμαι στην καρέκλα σου,
να κάθεσαι στο μπαλκόνι
και το σούρουπο ν’ αγναντεύεις
τα πουλιά που χάνονταν πίσω απ’ το βουνό.

Τώρα χάνομαι κι εγώ, πατέρα, στις σκιές της ζωής,
που την ανασκαλεύουν μνήμες,
να σε συναντώ, να μιλάμε
και να μου λες με παράπονο:
«Πέρασε καιρός και πρέπει να ’ρθεις».

Κι εγώ, να σου απαντώ, πως δίκιο έχεις,
αλλά η ζωή έχει πολλές απαιτήσεις
και δεν τα κάνω όλα ωραία.

Μόνο που εσύ και στο δικό μου ύπνο,
δεν ησυχάζεις
κι ας κάθομαι δίπλα σου ώρες και συζητώ...
Όπως έκανες –θυμάμαι-
όταν ήμουν έφηβος και τα βράδια αργούσα.
Σηκωνόσουν και μου ’δινες την ίδια συμβουλή:
«Μη αργείς, παιδί μου…
Όλα τα κακά συμβαίνουν τη νύχτα».
Κι εγώ σου απαντούσα τόσο πειστικά,
πως δεν θα ξενυχτήσω ξανά, πατέρα.

Κυριακή Καρσαμπά - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ

'Ηρθε μια νύχτα με ολόγιομο φεγγάρι
που ασήμι έσταζε στον έρημο τον κήπο.
Λιγνή φιγούρα, ανάλαφρη όπως πάντα.
Κάθισε στο αγαπημένο του
παγκάκι, δίπλα στο αγιόκλημα
και κάπνισε απολαυστικά ένα τσιγάρο
όπως παλιά.

Πρώτα είχε επιθεωρήσει τους φράχτες
με τις μπουκαμβίλιες
είχε μυρίσει τα γιασεμιά
κι έπειτα με περισσή στοργή
είχε τα δέντρα του ποτίσει.

«Κανείς δε νοιάζεται πια για τον κήπο…»
είχε μουρμουρίσει.
«Θα έρχομαι εγώ να τον φροντίζω…»
Κι εγώ που κοίταζα κρυφά
μέσα στο όνειρο
κι άκουσα το παράπονό του,
αναρωτήθηκα:

Μήπως οι πεθαμένοι
δεν είναι τόσο πεθαμένοι όσο νομίζουμε;

Μήπως δεν ησυχάζουν
για πάντα στη γαλήνη τους,
επιθυμίες κρατούν και νοσταλγούν
πάλι αυτόν τον κόσμο των βασάνων;

Θαρρώ πως πλήττουν...
Πλήττουν από αυτάρκεια!

Κ.Κ.

Παρασκευή Κηπουρίδου - Αχ!!!πατέρα

Ανεξίτηλη η εικόνα σου
Σε χρόνια δύσκολα
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
μ’ ένα δισάκι στον ώμο.
Μας χαιρετούσες κι έφευγες
όπου εύρισκες δουλειά
Άφηνες πίσω τη μάνα
τα ηνία να κρατά
Μάνα,πατέρας,
αγρότισσα,νοικοκυρά,
οικονομολόγος,συμβουλάτορας
Ένα ακρόβραχο
να σκάνε πάνω της
τα άγρια κύματα της ζωής
όσο εσύ,τίμιο ιδρώτα έχυνες
για τον επιούσιο.
Μέχρι την ποθητή επιστροφή
που τρύπωνε η χαρά
από κάθε χαραμάδα.
Δε σε τρόμαξε η δουλειά
Του χάρου σε ρήμαξε η απονιά,
την ώρα που έφυγε εκείνη
άκαιρα, άδικα και ξαφνικά.
Έχασες το έδαφος κάτω από τα πόδια
Συθέμελα κουνήθηκε η γη
Κι εμείς μαζί
Δεκαετίες μετά κι εσύ
πλήρης ημερών πια
την άλλη όχθη πέρασες
Σας φαντάζομαι μαζί από ψηλά
προστατευτικά ν’ απλώνετε φτερά
όπως κάνατε όταν ήμασταν παιδιά
Το χώμα ας είναι ελαφρύ
σας χρωστώ αυτό που είμαι
πκ
Βάσω Ιορδάνου Κοσμίδου

"Να σπέρνεις αγάπη, να θερίζεις αγάπη" Ήταν η αγαπημένη φράση του πατέρα!
Άλλωστε είχε σπείρει με αγάπη για την οικογένειά του και είχε θερίσει με αγάπη, αμέτρητες φορές!
Και τώρα...
Στο ύψωμα τα στάχυα χρυσαφένια τον καλούσαν...
Χρόνια, δεκαετίες, έσπερνε τα στάχυα του, σαν Πατέρας, σαν Παππούς αργότερα και θέριζε το βιος της οικογένειας.
Απόψε, ήθελε εκεί να βρεθεί. Άλλωστε, τον καλούσαν.
- Έλα, ήταν σαν να του έλεγαν, κουνώντας τις χρυσαφένιες χαίτες τους, αφημένες στο νοτισμένο αεράκι.
" Έλα, λίγο κουράγιο, μας έσπειρες, φυτρώσαμε χρόνια, μεγαλώσαμε στην αγκαλιά σου.
Έλα, κουρασμένε θεριστή μας...
Χειμώνας αιώνιος σε καρτερεί.
Έλα θέρισε μας, να έχεις να πορεύεσαι, σε τούτο το χειμώνα.
Έλα, αυτό το καλοκαίρι, αιώνια θα σε συνοδεύει εντός σου. Ανάμνηση, θερισμάτων, σε τούτα τα αλώνια της ζωής. Τα στάχυα σου είμαστε! Τα στάχυα, που δώσαμε τροφή, στα παιδιά σου. Τα στάχυα σου, που ακούσαμε όλα τα ανείπωτα μυστικά σου. Που είδαμε τα δάκρυά σου, να ποτίζουν τα αλώνια τούτα. Κόκκινες παπαρούνες, οι πληγές σου, από το λιοπύρι της κούρασης.
Εμείς, λυγίζαμε από τους ανέμους. Εσύ, όχι!
Σε ακούγαμε να λες: "Κυρ Θεριστή, δεν έχεις δικαίωμα να λυγίσεις, έχεις παιδιά να θρέψεις. Στάχυα, ξανθά μου στάχυα, μάννα εξ ουρανού είστε για μένα."
Και με τις ροζιασμένες παλάμες σου, χάιδευες τις χαίτες μας τρυφερά, σαν να χάιδευες τα μαλλιά των παιδιών σου!
Έλα θέρισέ μας, γερό θεριστή μας, μακρύς τούτος ο χειμώνας να έχεις να πορεύεσαι."
Στη λέξη "πορεύεσαι", σαν να ξύπνησε από λήθαργο, ο γερό θεριστής.
Στις αυλακιές του προσώπου του έτρεχε ιδρώτας. Πότιζε τα χρόνια του και ήτανε πολλά!
Στράφηκε το βλέμμα του, προς τη θάλασσα. Ήξερε που ήταν, πριν του τη κρύψουν τα χρυσαφένια του στάχυα.
Μακρινή αγαπημένη οπτασία, γιατί δεν τόλμησε να βυθιστεί ποτέ μέσα της;
Φοβήθηκε την πρώτη παρθένα επαφή;
Φοβήθηκε μήπως τον πάρει μακριά από τα στάχυα του, με τόσες χάρες στην αγκαλιά της;...
Μέτρησε νοερά τα αφρισμένα λευκά κύματα της, άσπρα πρόβατα. Χαμογέλασε...
" Αντίπαλα στα στάχυα μου" σκέφτηκε...
Μα τι είναι αυτό τον γελούν μήπως τα γέρικα μάτια του;
Από τα βάθη της θάλασσας, εκεί που ενώνεται με τον ουρανό, ξεχύθηκε λευκό άλογο...
Ήρθε στάθηκε δίπλα του χαμήλωσε...
Πώς να του αρνηθεί;
Ανέβηκε στη.ράχη του.
Τα ζαρωμένα από τα χρόνια χέρια του, πιάστηκαν από τη μακριά χαίτη του.
" Δροσερή που είναι! Σαν στάχυ βρεγμένο στη δροσιά της αυγής..." Σκέφτηκε.
Εκείνο πέρασε ξανθούς αμμόλοφους, που έλαμπαν σαν τα ξανθά στάχυα του.
Άρχισε να χαμηλώνει, τα πόδια του γέρο θεριστή, αγγίζουν τη δροσιά της θάλασσας. Πρωτόγνωρο αίσθημα, άγγιγμα ονειρεμένο!
Για μιας, βοσκός άσπρων προβάτων έγινε. Κύματα, που άκουγαν προσταγές, αν είχε να τους δώσει.
Ύψωσαν και τον αγκάλιασαν...
" Βαθειά λιβάδια που έχει η θάλασσα! Μα και εδώ αθέριστα τα φύκια με περιμένουν..."
Σκέφτηκε και χαμογέλασε πάλι.
Πριν κατάδυση στο βυθό της ζωής του κάνει.
Στράφηκε προς τον ουρανό. Ίσα που πρόλαβε και είδε το άσπρο άλογο, στο ολοφώτεινο φεγγάρι, μέσα του να χάνεται.
" Καβαλάρης Πανσελήνου απόψε έγινα;
Και τα άσπρα κύματα, που προβατάκια τα έλεγα, άστρα είναι!"
Δακρυσμένος ο γερό θεριστής, κατάδυση στο βυθό της θάλασσας, της ζωής του κάνει...
Μα ανάδυση, του χαρίζει, η Πανσέληνος του Θεριστή μήνα.
Του χρωστούσε η ζωή, αθέριστα άστρα να θερίσει...

Γράφτηκε τον Ιούλιο του 2018
Δημοσιεύθηκε25/8/ 2018
"Μικρές Ιστορίες και Διηγήματα"
Βάσω Ιορδάνου Κοσμίδου
.
Μαρία Κουτούση - Στον πατέρα μου

Κράτησα το ρολόι σου , πατέρα,
για να μετράω το χρόνο της απουσίας σου...
Κράτησα τα γυαλιά σου
για να βλέπω με τα μάτια σου το καλοκαίρι.
Τα βήματά σου στην αυλή
ήχος που στοίχειωσε στ' αυτιά μου...
Κράτησα τα λόγια σου- σοφά σε χρόνο ανύποπτο.
Μου έμαθες το λίγο ν' αγαπώ,
που πλούτος γυρίζει στην ψυχή μου...
Ετοίμασες ένα ζεστό χώρο στην καρδιά μου
για να μην κρυώνεις τις νύχτες που μου λείπεις.
Κράτησα μόνο τα καλά, πατέρα...
Κοιμήσου ειρηνικά,
μέχρι το νέο​ χάραμα...
Γιατί η Αγάπη δεν τελειώνει...
και ξέρει να ανασταίνει τη ζωή
στη μυστική της ώρα...
Μ.Κ.
Ιωάννα Λάζου
 
όταν σου κράτησα το χέρι
είχες μια σκάλα και ξέφυγες
στα επέκεινα πατέρα.
την ίδια μέρα
μου έκανες αντάμωμα με τον Μορφέα
-Που είσαι Πατέρα;
-Έλα κάτσε σιμά μου να σου πω
"παλιός πόνος ο άνθρωπος"
μόνο αυτό θα πω
τίποτα άλλο μην θυμάσαι
μου γύρισες την πλάτη
και εμείς ήπιαμε τσίπουρο Αρτινό
και ένα μαύρο κρασί
έρεε στο στρίφωμα της γης.
ι.λ
Τάσος Μάντζιος -ΠΑΡΕ ΜΕ

Ανασηκώθηκε άξαφνα, 
απ΄το κρεβάτι 
ο πατέρας, 
κοιτώντας το ταβάνι επίμονα 
-ένα συγκεκριμένο σημείο του ταβανιού- 
πάρε με,είπε 
κι ύστερα, 
πάρε με,ξαναείπε, 
πάρε με 
και ξανάπεσε 
κι άλλο,δεν είπε τίποτα 
κι ανίσχυρα αμίλητοι εμείς,
 μονάχα αυτή η επίμονη αυθάδεια του ψυγείου 
να γουργουρίζει. 

Κι ήτανε Άνοιξη 
κι ο αέρας τραμπάλιζε απαλά 
το μπουγαδόσκοινο, 
ξεκούρδιστη του καιρού χορδή, 
ανόητη ταλάντωση, 
μπροστά στο αμετάκλητο 

κι ένα δωμάτιο φτωχικό, 
φριχτό αντηχείο, 
ν΄αναπαράγουν χρόνια τώρα 
οι τοίχοι 
την απόγνωση 
κι όλο να λένε 
πάρε με, 
πάρε με 
κι άλλο,τίποτα να μη λένε, 
μόνο, 
πάρε με.

Από τα "Οξέα του ποιήματος"

Τζούτζη Μαντζουράνη
Σε θυμάμαι,
να με κρατάς αγκαλιά
μετά τα βαφτίσια μου...
με το άσπρο σου κουστούμι
και το χαμόγελο στα όμορφα χείλη σου...
"ο μπαμπάς κατουρημένος"
ήταν ο τίτλος της φωτογραφίας...
γιατί, τάχα, είχες κατουρηθεί από τη χαρά σου
για τα βαφτίσια μου.....
Σε θυμάμαι,
να με μαθαίνεις να περπατώ,
πατώντας τις μικρές μου πατούσες
πάνω στα πόδια σου...
Κι' έτσι ακολούθησα τα βήματά σου...
Σε θυμάμαι
να χαμογελάς,
κάθε φορά που γύριζα σπίτι..
"τουρίστα εδώ είσαι;"
με ρωτούσες ...
και ήξερα ότι καλώς έλειπα...
Ύστερα, σε θυμάμαι
να με πηγαίνεις νύφη στην εκκλησία,
χωρίς να μιλάς.
και όταν σου έσφιξα το χέρι
και σου είπα,
"άντε, πάμε, να τελειώνει και αυτό,"
έσφιξες τα χείλη και προχωρήσαμε...
Σε θυμάμαι,
να σου κρατώ το χέρι
στο νοσοκομείο, και να σε παρακαλώ,
να το ξεπεράσεις το εγκεφαλικό..
να σου ψιθυρίζω, "μη μ' αφήσεις,
Μη μ' αφήσεις"...
έτσι όπως μερικά χρόνια πριν μου ψιθύριζες εσύ.
Και μ' άκουσες...
Μετά,
σε θυμάμαι να μου φεύγεις,
λίγο λίγο,
μέσα από τα χέρια μου,
να γλιστράς... κατά τον Πάρνωνα
και "τα γιαλέ"...
και ήξερα πια,
ότι δεν είχα δικαίωμα
να σε κρατήσω.
Θυμάμαι ακόμα,
τις τρεις τελευταίες ανάσες σου.
Αυτές που μου φύσηξες στο πρόσωπο
καθώς σε κρατούσα αγκαλιά,
πριν ξεψυχήσεις...
Θυμάμαι που σου 'κλεισα τα μάτια,
θυμάμαι που σε φίλησα,
θυμάμαι που σου είπα "καλό σου ταξίδι"....
Και έπειτα,
δεν θυμάμαι πια..
Έμαθα να ζω χωρίς εσένα.
Έμαθα να χάνω αγαπημένους,
έμαθα να τρώω χαστούκια απ' τη ζωή,
έμαθα να στέκομαι όρθια,
όπως μού το είχες μάθει εσύ...
Έμαθα...
Και ακόμα μαθαίνω...
Όλα αυτά που μου δίδαξες εσύ,
πατέρα μου.
Τ.Μ. 21 ΙΟΥΝΙΟΥ 2015
ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΕΤΣΙΟΥ - ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Ο πατέρας μου κρύβει όλο το μυστήριο του σύμπαντος.
Να προλάβω να κρατηθώ από τα χέρια του.
Το στόμα του σκοτεινή νύχτα, άναστρη και αντρειωμένη.
Να προλάβω να κοινωνήσω το φως για να αναγνωρίσω την
αλήθεια.
Την αλήθεια αυτή που με οδηγεί αιώνες τώρα,
μέσα από τους λαβύρινθους στα χρωματιστά μου
γλειφιτζούρια.
Σε νύχτες παλιές, καθόλου σκοτεινές.
Χαραμάδες, γλυκιές αγκαλιές στα δυό ζεστά μου σώματα
ανάμεσα.
Ολόκληρη η ύπαρξη με όνομα και χάρη.
Δεν φοβόμουν αλήθεια εκεί ξεχασμένη.
Να ξεχάσω να αλλάξω καταφύγιο για μια φορά ακόμη.
Δυο σχισμές τα μάτια του.
Ανατολές και δειλινά εξίσου.
Να προλάβω να δω τα δάκρυα του.
Σαν το χιόνι που τον νανούριζε να προλάβω παντού να
απλωθώ.
Ο πατέρας μου θα αγγίξει όλο το μυστήριο του σύμπαντος.
Πώς να ψηλαφίσει κανείς τον εαυτό του?
Να ακούσω εκλιπαρώ το τελευταίο του αντίο.
Να προλάβει να με βρει πριν χαθώ για πάντα
σε μονοπάτια αθώα κι ανύποπτα.
Να προλάβει να με βρει εκλιπαρώ.

Χριστίνα Μυτιληναίου -Ιακωβίδου ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ

Αυτά τα γαλάζια σκούρα μάτια τα μεγάλα,
που κλείναν μέσα ομορφιά, αγάπη, περηφάνεια...
Τα μάτια που γεμίζανε τον κόσμο με ελπίδες,
δείχναν τη φροντίδα τους σε ΄κάθε πονεμένο...

Αυτά τα μάτια τα γλυκά, τ' άκακα γαλάζια μάτια,
που στέλνανε μηνύματα αγάπης, όνειρα
ελπιδοφόρα...

Αυτά τα μάτια μ' οδηγούν σε κάθε δύσκολη
στιγμή, σε κάθε δύσβατο της ύπαρξης
δρομάκι...

Αυτά τα γαλάζια μάτια τα μεγάλα...
Θάλασσες ήρεμες, απάνεμα λιμάνια...

Χ.Μ.Ι. 25/7/2001




Σοφία Δ. Νινιού  - Κατεβαίνοντας την Πειραιώς



Και λοιπόν; Έχω ανάγκη να σου πω δυο πράματα. Ξέρω ότι δε θα σε ξαναδώ. Και πως αντίο δεν είπαμε. Υπάρχουν και τέτοιοι αποχωρισμοί. Κι όσο το σκέφτομαι, δεν έχω και πολλά να πω. Μόνο νέα. Τα παλιά μείναν πίσω. Η ζωή προχωράει. Δεδομένο αυτό. Κι εσύ είσαι έξω από τη ζωή μου πια. Και τι σου χρειάζονται τα νέα; Να τα κάνεις τι; Εσύ τώρα είσαι αλλού. Ποιος ξέρει πού; Δεν υπάρχουν για όλα απαντήσεις. Μου πήρε χρόνια να το εμπεδώσω. Ίσως γιατί πάντα εύρισκα πρόθυμους να μ’ απαντάνε. Τη μάνα, μερικούς δασκάλους, μα ποτέ εσένα. Το ψάχνω στο μυαλό μου αλλά ειλικρινά δε θυμάμαι να σε ρώτησα ποτέ «γιατί». Ρώταγα μόνο ό,τι απαντιόταν με ναι ή όχι. Απάνταγες και στο «πότε». «Ποτέ» δεν έλεγες. Το κορόιδευες το ποτέ. Παρακάλαγα να με πας εδώ ή εκεί και για να εκβιάσω το ναι πρότασσα το πότε. Κι εσύ έλεγες σοβαρότατα με ύφος γελαστό: «Προυτσούλια προυτσούλια …».

Ακόμα δεν ξέρω γιατί δε σε ρώτησα από την αρχή τι σημαίνει αυτό. Δεν είχα θέμα να δηλώσω άγνοια. Το όχι δεν ήθελα να αποδεχτώ και να παραδεχτώ, οπότε ήταν προτιμότερο να το κρύψω πίσω από το απροσδιόριστο «προυτσούλια-προυτσούλια …», που δεν αποδείκνυε ήττα. Μπορεί σ’ αυτή την ιδιωματική εκφορά του χρονικού προσδιορισμού «πολλά πρωί» με την έννοια «ούτε στ’ όνειρό σου δε θα δεις αυτό που μου ζητάς» να οφείλεται η πεισματική μου άρνηση να ξεκινάω με την αυγούλα την εκπλήρωση υποχρεώσεων αλλά και στόχων. Τελικά δεν είχες καθόλου δίκιο να με κοιτάς απαξιωτικά κάθε φορά που κίναγα για τις όποιες διεκπεραιώσεις μεσημεριάτικα. Αλλά κι αυτή η διαφωνία σου χώραγε σε μια ματιά. Και τελείωνε μ’ αυτήν.

Πώς την λένε αυτή την έλλειψη αναλυτικής διάθεσης και κριτικής ανάλυσης απέναντι και στα μικρά και στα μεγάλα; Αρχικά το θεώρησα ίδιον του χαρακτήρα σου. Ιδιοτροπία. Σ’ έπαιρνα έτσι όπως ήσουν. Και σιγά σιγά άρχισα να βολεύομαι. Έλεγα, εντάξει μωρέ, δε θα πεις τίποτα και θα την γλυτώσω. Κι άρχισα να ρισκάρω με άλλον αέρα για τις επιλογές μου κάθε φορά. Και να σε παρακάμπτω όλο και με περισσότερη άνεση. Μέχρι που φτάσαμε να συνωμοτούμε σιωπηλά. Ήξερα πως ό, τι κι αν έκανα δε θα μιλούσες˙ δε θα έφερνες αντίρρηση με κανέναν τρόπο. Όμως όλα τα έβλεπες. Με παρατηρούσες. Και πού και πού έριχνες κάτι ματιές, που υπονοούσαν σύνολα αθροιστικά των υπερβάσεων και των παραβάσεών μου.
Στην ουσία μου δίδαξες τη γλώσσα της σιωπής, τη δικιά σου γλώσσα. Και το κατάλαβα τώρα που έφυγες. Πραγματικά δεν έμεινε κάτι που δεν πρόλαβα να σου πω. Τρόπος του λέγειν αυτή η κουβέντα «έχω ανάγκη να σου πω». Πιο πολύ έχω ανάγκη να σε θυμάμαι. Να σκέφτομαι όσα ζήσαμε. Γι’ αυτό και το καθιέρωσα να επισκέπτομαι τους χώρους, που γράψανε ιστορία. Κατεβαίνοντας με τ’ αυτοκίνητο την Πειραιώς, προς θάλασσα δηλαδή, πάντα ξαναζώ τη σκηνή με τη ζητιάνα που βάδιζε τροχάδην να φτάσει έγκαιρα στο πόστο της, πολύ παρακάτω. Εκεί που ο δρόμος συναντάει τη Σ.Κ.Υ.Π. (1)  Εγώ είχα σπάσει την κυρίαρχη συνήθη σιωπή του δρομολογίου να προλάβω να σου φωνάξω: « Μπαμπά, κοίτα κοίτα! Την βλέπεις αυτήν που τρέχει έτσι; Παρακάτω κάνει την παραπληγική. Δε θα το πιστέψεις!»
Κι όταν μιαν άλλη φορά την συναντήσαμε στο πόστο της και γύρισες και της έκανες διακριτικά την παρατήρηση για την άνομη επιχειρηματική της δράση, έπρεπε ν’ ανεχτώ να θίγεσαι από τη φραστική χυδαία επίθεση του θρασύτατου θηλυκού επαγγελματία επαίτη. Κι έτσι μ’ έμαθες πως κάθε φορά, που θα χτυπάω την υποκρισία, θα μαζεύω τα κομμάτια μου. Αλλά θα την χτυπάω.
Γι’ αυτό κι αποφάσισα, μέρα που είναι, να μην έρθω στο μνήμα, αλλά με μια αυτοκινητάδα να ζωντανέψω στιγμές μνημειώδεις. Έβαλα χαμηλά το φτηνό μου ραδιάκι, έτσι όπως σ’ άρεσε, και πήρα δρόμο. Σε καμμιά ώρα πια αργοκατέβαινα την Πειραιώς. Στα μουγκά. Γιατί
απέναντι στα μεγάλα σιωπούμε.
Αριστερά σταματημένα αυτοκίνητα. Και δεξιά το ίδιο. Κι η άσφαλτος να μικραίνει στο βάθος. Εκεί πρέπει να φτάσω. Αντέχοντας σφάλματα. Μεριάζοντας τα περισσεύματα, που μπλέκονται στους εξοντωμένους τροχούς μου.
Με περίμενε η νύχτα φωτεινή, χωμένη σ’ εξατμίσεις και λεκιασμένους δρόμους. Ακόμα την ταξιδεύω. Πάνε τρία καλοκαίρια κι άλλοι τόσοι χειμώνες, που την αγγίζω σε πορεία αυτοκίνητη. Κι ακόμα δεν κατάλαβα πώς γίνεται να έχεις φύγει για πάντα και να είσαι κάθε
λεπτό παρών.
Τι ζει και τι πεθαίνει;

1. Σχολή Κλωστοϋφαντουργίας Πειραιά
Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων της Σοφίας Δ. Νινιού «Απουσίες και Πορτραίτα»

Σμαρώ Νότου - Ακριβέ μου πατέρα μ’ ακούς;

Ακριβέ μου πατέρα μ’ ακούς;
Πάλεψα να σου μοιάσω.
Από παιδί πάσχιζα να συγχρονιστώ με το βήμα σου
κι ας μην κατάφερα ποτέ μου να σε φτάσω.
Θέλω να το ξέρεις αυτό.

Ακριβέ μου πατέρα, όλα τα μπόρεσες.
Δε πέρασε μέσα σου ποτέ η δειλία.
Καμωμένος για τα δύσκολα
με θάρρος πορεύτηκες και με δουλειά πολλή.
Τρόχισε τη ζωή σου η ευθύνη
κι εκείνη η απόλυτα πειθαρχημένη ανάγκη σου
να είμαστε εμείς καλά.
Πρώτα εμείς, οι κανάρες σου, πάντα εμείς.
«Οι κόρες μου» λες και φωτίζει το βλέμμα σου.

Ακριβέ μου πατέρα, όσο κακοτράχαλη
κι αν ήταν η πλαγιά, εσύ τη διάβηκες.
Στις ράχες του απέραντου κάμπου
άπλωνες κάθε πρωί τα όνειρά μας
και ούτε για μια στιγμή δεν τα εγκατέλειψες.
Δεν άφησες ποτέ το σκοτάδι να τα τυλίξει.
Ακόμη και με τα γκρίζα σου μαλλιά το αντιμάχεσαι.

Ακριβέ μου πατέρα, το τσίμπημα της οχιάς
σε πόνεσε μα δε μόλυνε το αίμα σου.
Δεν πέρασε μέσα σου ποτέ η κακία.
Δεν εξαπάτησες, δεν πρόδωσες, δεν παραπλάνησες.
Ακλόνητος έμεινες στις αξίες σου με παλικαριά.
Σκουπίδια δεν άγγιξες…

Ακριβέ μου πατέρα, δεν έμαθες να διαβάζεις
όμως τα λόγια σου σημαίνουν
πολλά περισσότερα από απλές λέξεις.
Δεν έμαθες να γράφεις
μα έμαθες να κρατάς το κεφάλι ψηλά.
Ο λόγος σου συμβόλαιο
σιχαίνεται την άδικη σκέψη.
Το έντιμο μόνο ασπάζεσαι.
Η πορεία σου όλη ένα θαυμαστικό.
Τεράστιο όπως το ανάστημά σου.

Ακριβέ μου πατέρα μ’ ακούς;
Είσαι ο ήρωας μου.
Ο ήρωας με το πιο γλυκό πρόσωπο
και την πιο ζεστή καρδιά.
Το μεγαλύτερο στήριγμα
το καλύτερο παράδειγμα
το πιο λαμπρό αστέρι του ουρανού μου.
Τίποτα και κανείς δε θα μπορέσει
να αντικαταστήσει τη δική σου αγάπη.
Ποτέ και τίποτα δε μπορεί να τη μετριάσει.
Μ’ ακούς;
Απ’ όλες τις ευχές μου η πιο βαθύτερη
να σ’ έχει ο Θεός καλά.
Ακριβέ μου πατέρα μ’ ακούς; Σ’ αγαπάω…!

Σμαρώ Νότου
Απο την ποιητική  συλλογή ''Ασήμι στο άγρυπνο του νου''

Γιώργος Λ. Οικονόμου - Μιά κουβέντα με τον πατέρα

Μου λείπεις πολύ ,μπαμπά
-κι εμένα παιδί μου
-την αγαπούσες τη μαμά;
-πολύ,μα τα’φερε δύσκολα η ζωή
-θυμάσαι τις ξυλιές που μου’δωσες;
-μια φορά ήταν μόνο
-γιατί δεν πήγαμε ποτέ μαζί στον Πειραιά ;
-ήμουν άνεργος,δεν είχα να ξοδέψω
-εκείνη την κατάρα πώς την ξεστόμισες;
-όταν πονάει ο άνθρωπος,λέει πολλά.
μα πάει τώρα πέρασε
-σ ‘αρέσουν αυτά που γράφω ;
-κοιμήσου τώρα δε θα κλείσουν ποτέ
αυτές οι πληγές. 

21/6/2020

Θανάσης Πάνου -ΤΟ ΟΛΑΝΘΙΣΤΟ ΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΑ

Πήγαινε δημοτικό, όταν κάποιος συμμαθητής του τον ρώτησε τι δουλειά έκανε ο πατέρας του. Δεν ήξερε να απαντήσει και αυτός τον κορόιδεψε. 
Ύστερα από τον θάνατο του πατέρα τρελάθηκε η μητέρα του και δεν του μίλαγε καθόλου. Δεν ήξερε ούτε τι δουλειά έκανε, αν ήταν όμορφος, αν τον αγαπούσε, ούτε καν αν κάπνιζε.
Αυτή η καταραμένη έλλειψη όμως δεν μείωσε ποτέ την απέραντη αγάπη του. Όταν τον αναπολούσε, ιδρωμένοι άγγελοι πύρωναν την σκέψη του καιφύτρωνε στην πλάτη του μια ολόλευκη καμπούρα. 
Ερχόταν και ο πατέρας του, ανέβαινε επάνω της και δραπετεύαν χαρούμενοι να παίξουνε στο δάσος. 
Και όταν έπεφτε το φως, ανάλαφρος ο πατέρας του, παιδί στην ηλικία του, ξεπέζευε και στη θέση της καμπούρας φύτρωνε μιας μέρας άνθηση, ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. 
Γι αυτό μέχρι τα γεράματα του, το μνήμα του πατέρα του ήταν ολάνθιστο με κατακόκκινα τριαντάφυλλα.

Θανάσης Πάνου - Στον Αφρικάνο πατέρα
...
Πέθανε ο πατέρας μας, πέθανε.
Μα θα ξανάρθει.
Παιδιά σκεπάστε καλά το λάκκο
κι ούτε ύαινα ούτε γύπας ούτε αγρίμι άνθρωπος
ας μην μπορεί το πτώμα να σπιλώσει.
Θα ξανάρθει απόγονος με άνεση να γεννηθεί
θα φυτρώσει από το χώμα νιος καρπός.

Συχώρα μας πατέρα,
για το κρύο χώμα που σε σκεπάζουμε,
μη θυμώνεις
σου έχουμε μεγάλο σεβασμό,
να είσαι όσο μένεις εκεί,
ευτυχισμένος.

Τα δάκρυα μας άφθονη βροχή
τη γη σου κάνουν ελαφρή
ω πατέρα των κατακλυσμών
πατέρα μας μεγάλε
εμείς δεν ξέρουμε αν είναι δυνατόν
χωρίς να σε περιμένουμε
πως άραγε να ζήσουμε.

Ρένα Πετροπούλου - Κουντούρη 

....................
Είναι χειμώνας. Ο πατέρας μου τυλιγμένος στο γκρι κασμιρένιο του παλτό κι εγώ δίπλα του τόση δα, μ’ ένα κοντό φορεματάκι, ροζ φιόγκο στα μαλλιά, ένα άσπρο ολόμαλλο παλτό, μ’ άσπρες κάλτσες και μαύρα λουστρίνια παπούτσια, με τις γάμπες μου γυμνές να ξεπαγιάζουν απ’ το κρύο, να τον κρατώ σφιχτά από το χέρι. Περπατάμε στο πεζοδρόμιο του πιο κεντρικού δρόμου της πόλης, εκεί όπου είναι μαζεμένα όλα τα εμπορικά καταστήματα, τι όμορφες που είναι οι κούκλες στις βιτρίνες και τι κομψά ρούχα που φοράνε, μ’ αρέσουν τα φώτα του δρόμου κι οι επιγραφές με τα χίλια χρώματα που αναβοσβήνουν, δεν προλαβαίνω όμως να τα κοιτάξω όλα αυτά τα θαυμαστά γιατί αγωνίζομαι φιλότιμα να συντονιστώ με τα βήματα του πατέρα μου.
«Μπαμπά μην τρέχεις, δε σε προλαβαίνω…» του φωνάζω κι εκείνος γελάει. Μου φαίνεται ότι δεν περπατά αλλά βαδίζει γρήγορα, σα γίγαντας, κάνοντας μεγάλες δρασκελιές. Ένα βήμα δικό του ισοδυναμεί με δέκα δικά μου. Ευθύς όμως ξεχνώ την αγωνία μου για να τον φτάσω, αφού με σηκώνει σα πούπουλο στην αγκαλιά του. Δε δίνω όμως καμία σημασία στο φιλί του, που σκάει σαν τσιχλόφουσκα στα ρόδινα μου μάγουλα, γιατί την προσοχή μου έχει αποσπάσει ένας καστανάς που ψήνει κάστανα στη φουφού του έξω από ένα κατάστημα παιχνιδιών.
«Αχ, τι καλά! Μπαμπά, κοίτα κάστανα!» λέω και χτυπώ παλαμάκια απ’ τη χαρά μου. Μια γλυκιά μυρωδιά από φρεσκοψημένα κάστανα πλανιέται στον αέρα, μυρίζει χειμώνα και κάνει τα σάλια μου να τρέχουν, ενώ η ματιά μου καρφώνεται στη λαμπερή, φωτισμένη βιτρίνα πίσω από τον καστανά. Διπλό το όφελος, σκέφτομαι. Ο μπαμπάς θα μου πάρει και κάστανα και παιχνίδια.
Κι ύστερα όταν θα πάμε σπίτι, θα βάλει στο πικ απ μουσική και θα με πάρει αγκαλιά, να χορέψουμε…
-------------------------------------------------------------
Ρένα Πετροπούλου Κουντούρη
(απόσπασμα από το μυθιστόρημα ''Ζωή ερήμην''2004,
Εμπειρία Εκδοτική)

Μαρίνα Προμπονά

i.
Απόψε Σε συνάντησα, καλόγνωμε Πατέρα. Τα βήματα Σου άκουσα να ’ρχονται από πέρα... Από το δρόμο τ’ ουρανού ήρθες λαχανιασμένος, αιωνιότητας αθλητής, ροδοστεφανωμένος, και χρυσοστολισμένος. Με λόγια απροσποίητα, Πατέρα, που γνωρίζεις, τη λύπη πάλι με χαρά Εσύ αντισταθμίζεις. Δακρύζω, μα και χαίρομαι, στο λέω με καμάρι.... Από τα λόγια ευφραίνομαι κι απ’ τη δική Σου χάρη. Πατέρα μου, αν ήξερα πως θα ’ρθεις καλοκαίρι, θα Σου ’στρωνα δροσοσταλιά σε αστροφεγγιάς τα μέρη.... Θα μάζευα όλους τους συγγενείς, για να Σε συναντήσουν, να Σ’ αγκαλιάσουν, τα «Ευχαριστώ» όλοι να Σου χαρίσουν. Πατέρα μου!
Mαρίνα Προμπονά "ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ" Συνύπαρξη 2018

ii.
Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ "ΑΛΣΟΣ ΠΡΟΜΠΟΝΑ"Περισσός
Νύχτες της πείνας, χειμωνιά παγωμένη κι η καρδιά Θρήνος ολούθε, κατοχή ανατροπή σ' όλη την πάτρια γη. Και ο πατέρας ζει στον "κήπο Στου" Προμπονά, στον Περισσό νεαρό παιδί με καρδιάς χτύπο , χείλη σφιγμένα απ' την οργή ΚΑΤΟΧΗ...!!! Ζούσε την πείνα των γειτόνων μάθαινε των παιδιών τον πόνο -φόβος και πόνος , πείνα, πίκρα, τέλος στης ανθρωπιάς τη γλύκα.- Γύρω , ολούθε φυλακή και μες στον "κήπο" ζωή ανθηρή... ΌΜΩΣ, Εκείνος, κάθε νύχτα ζωή έδινε στη ζωή Με της ψυχής την άγια γλύκα τάιζε τους στη γύρω περιοχή... Τους έριχνε λαχανικά και ο ,τι άλλο είχ' ο κήπος κι ας ήξερε ότι σε λίγο θα τον πετούσαν ως κολίγο... Αυτά είπαν στο μνημόσυνό Σου, Καλόγνωμε, γλυκέ πατέρα, δεν σε πτοούσε η φοβέρα !!! Ήσουνα πάντα αλτρουιστής ποτέ σου ωφελιμιστής...!
Mαρίνα Προμπονά

iii.Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ!!!
Δύσκολα χρόνια ,φτώχεια και πόνος απ' του συστήματος την επιβολή κι εγώ φοιτήτρια, ο πατέρας μόνος κι ο γιος ανάπηρος, χωρίς δύναμη Δίσεκτος χρόνος στον κόσμο δόλος... Τρέχω περήφανη ν' ανακοινώσω το βαθμό μου, χαρά να δώσω: Πήρα το Άριστα του λέω, πατέρα, τη βάση, το πέντε, λίγο πιο πέρα... Δεν θα ξεχάσω 'κείνο το ύφος Η περηφάνια Του, ζωής μου χτύπος Μου 'πε εν ολίγοις: "πω, πω ντροπή! Της τεμπελιάς σου η προκοπή! Μόνο για τ' Άριστα θα μου μιλάς Και πάψε ανώριμη να χαμογελάς" Πέρασαν χρόνια κι αυτό το "Άριστα!" με επηρέασε ,θαρρώ, τα μέγιστα.. Πόσο το δίκιο Σου, τρυφερέ Πατέρα για 'κείνο το "πέντε" σωστή η φοβέρα... Να 'ταν να 'ρχόσουν ένα μεσημέρι το "Άριστά"Σου χαρά να μου φέρει.
Mαρίνα Προμπονά

iv.Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Η ΤΟΥΛΟΥΜΠΑ
Σαν γυρνούσε κάθε βράδυ είχε πάντοτε στο χέρι το δωράκι της καρδιάς του την "τουλούμπα"απ' του "Γραβιά" Γέλαγε και με κοιτούσε με Αγάπη στη ματιά. Κι εγώ έτρεχα να πάρω την τουλούμπα, το γλυκό μου, την τουλούμπα έκανα για 'κείνη τούμπα... Πρόσεχε..., σιγά- σιγά μην πνιγείς ,καλή μου, μου 'λεγε ξεκαρδισμένος, μα εγώ την αποστολή μου: Να κερδίσω την τουλούμπα Τέτοια χρόνια τώρα που 'ντα; Αχ Καλόγνωμε πατέρα πόσο ήσουνα καλός την τουλούμπα κάποτ' έφερες και ας ήσουν νηστικός
Mαρίνα Προμπονά

v.Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ
Από παιδί με έβαζε λογαριασμούς να κάνω κ έλεγε με σιγουριά τι έπρεπε να βάνω κι εγώ, δεκάχρονο παιδί πάθαινα πανικό τα ποσοστά..., τα ποσοστά ... πόσο τοις εκατό; Για ώρες βασανιζόμουν ,δε μου 'λεγε μια λέξη και ξαφνικά τον άκουγα:δύο επί τρία έξι... και γέλαγε από ψυχής κι εγώ θύμωνα τόσο , γιατί από τα ποσοστά δεν μπόραγα να γλυτώσω. Πέρασαν χρόνια κι εγώ τα ποσοστά μου ψάχνω καλόγνωμε Πατέρα μου, βόηθα να τα μετρήσω Τις λύπες μου με τις χαρές να τις αντισταθμήσω! Πατέρα μου!
Mαρίνα Προμπονά


Αγάθη Μιλτιάδη Ρεβύθη

Για τον δικό μου πατέρα  που δεν πρόλαβε να γεράσει 

Έλα μαζί μου στο άπειρο το πέταγμα,
να θυμηθείς τα χνάρια στο φτερό σου,
με σθεναρή αντίσταση τα φύλαξα,
ο ουρανός το μέγα όνειρο σου

Άνθη της πέτρας φυτρωμένα στα σκαλιά,
ήλιο μαζεύουν απ’ την αιώνια σκιά σου,
σπόροι παράκλησης της μέθης αγκαλιά,
καρποί αθάνατοι , γεύση πικρή, γεύση γλυκιά

Στίχοι με νότες εξαγνίζοντας τα κρίματα,
τραγουδούν το θάνατο να ξεγελάσουν,
ο σπαραγμός τους δεν κρατά προσχήματα,
μόνο τιμούν και συνεχίζουν τ’ όνομα σου

Αγάθη Μιλτιάδη Ρεβύθη

Μαρίνα Σολδάτου - ΘΥΜΑΜΑΙ
Δεν είχαμε ξοδέψει κανένα δάκρυ,
πάντα ίσχυε για εμάς η απαγόρευση κυκλοφορίας..
Συχνά τα αδήλωτα δένδρα του κήπου
αναστέναζαν με τον άνεμο
κι ο πατέρας, περήφανος κηπουρός,
συμβούλευε μπολιάζοντας τις λέξεις..

Είχα, θυμάμαι, μιά κόκκινη κορδέλα
δεμένη με τα βάθεια της θαλάσσης των μαλλιών μου,
οπού κυβερνούσε τ´ ατίθασο
και κανείς, μα κανείς, δεν ξεστόμιζε βρισιές
για το απέραντο της ταξιδιάρας μου σκέψης..

«Κανένα χαμαλίκι έχετε για να κάνουμε απόψε;»
ρωτούσα τους ουρανούς που με βομβάρδιζαν με προσμονή..

Κι ο πατέρας τραγουδούσε πάντα την Επτάνησο
κι έγερνε ημιθανής στους πόθους των ματιών των σύγνεφων..

«Πού έκρυψες την μορφή σου βλογημένε;
Μακράν της μητρός ταξίδεψες;
Σε κέρδισε τ´ ακρογιάλι της Ιθάκης
κι ήρθε η νόνα μου, αρχέγονη και μυστηριακή
με την μαύρη μαντήλα στ´ ολόλευκο πρόσωπο
να σε μαγέψει ξωτικά και λάγνα περιστέρια;»

Δεν είχαμε ξοδέψει κανένα δάκρυ,
γιατί απλά τα μάτια ήταν μοναχά τους δάκρυ,
γιατί απλά στέρεψαν τα μάτια εικόνα κι ο λογισμός μάτια..

Στον πατέρα μου...


Στον πατέρα μου... Προσωπογραφία με σινική μελάνη, Μαρίνα Σολδάτου..




ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΙΑΣ -   Πατρός του Αγίου

Στην αγκαλιά του Ήφαιστου μεγάλωσες.
Το αμόνι και το σίδερο, οι παιδικοί σου φίλοι.
Σφυρί, καλέμι και φωτιά, τα πρώτα σου παιχνίδια.
Δούλεψε παραγιέ δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στα υπόγεια φαρνατζίδικα, έδεσε το κορμί σου.
Στράντζα και κύλινδρος ρουφήξανε το εφηβικό σου αίμα.
Μουντζούρα, ιδρώτας, βάσανα, της νιότης σου η εικόνα.
Δούλεψε βλαστάρι δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Στο παγωμένο μέταλλο ξέσπασε η οργή σου.
Η τέχνη των μαστόρων σου γαλήνεψε το νου σου.
Στα ροζιασμένα χέρια σου εφώλιασεν η γνώση.
Δούλεψε άνθρωπε δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μπέσα, αντριλίκι και καρδιά, μοίρασες στους δικούς σου.
Τεχνίτης, μάστορας μαζί, έγραψαν στο όνομα σου.
Της λαμαρίνας γητευτής η εικόνα στα όνειρα μας.
Δούλεψε μάστορα δούλεψε, αυτό είναι το ριζικό σου.

Μάστορα, φίλε, αδερφέ, της εργατιάς καμάρι.
Του Προμηθέα είσαι απόγονος, της ανθρωπιάς πατέρας.
Η γειτονιά μας κάστρο σου, το σπίτι μας απάγκιο.
Δούλεψες μάστορα δούλεψες, μας έπλασες ανθρώπους.

γιώργος θ. τζιας από τη συλλογή «…του αστεριού ο τοκετός»

Μέλη Φωτιάδου - Πατέρα

Τα ροζιασμένα χέρια σου σαν μια αρχέγονη δύναμη με τον χρόνο μάχες έδωσαν.
Μια ζωή να φυτεύεις σπόρους αγάπης και να θερίζεις καρπούς από χρυσά στάχυα στο χωράφι της επιβίωσης.
Σταυραετός που μας έβαζες στα φτερά σου να ατενίζουμε όνειρα και προσδοκίες ,εκεί που το ουράνιο τόξο χρωματίζει μετά τις καταιγίδες.
Από παιδί πότιζες με τον ιδρώτα σου την γη και αυτή βλάσταινε ανταμοιβή να σου χαρίσει μετάλλια των κόπων σου.
Ήτανε και οι φορές που η απογοήτευση επίκληση έκανε στην βροχή να νοτίσει την ανομβρία ,θρήνος μην γίνει ο σπόρος στον κάμπο.
Βαριά κληρονομιά να είμαστε τίμιοι άνθρωποι και να προσφέρουμε καρβέλι καλοσύνης σε όποιον το στερείτε.
Ο σεβασμός υπόκλιση έκανε στο βλέμμα σου που πολλές φορές αυστηρό δήλωνε αρχές για τους νόμους της ηθικής.
Πώς να είναι ένας Πα<τέρας>που κακοποιεί τα παιδιά του?
Πώς τις παιδικές ψυχές τις γεμίζει λύκους ?
Τα ατσαλένια χέρια του πώς τσαλακώνουν φτερά και ματώνουν χνάρια ζωής?
Ο ήρωας πώς γίνεται δράκος των παραμυθιών ?
Πατέρα πεφταστέρια κρατάω στο μαξιλάρι μου τους κόπους σου για μένα.
Τα χρόνια κι αν περάσανε,τα ροζιασμένα χέρια σου ακόμη βγάζουν αγκάθια απ ότι με πληγώνει.

~Μέλη Φωτιάδου~

Μαρίνα Μιχαήλ Χρηστάκη - Στον πατέρα

Κάποιες φορές τα αισθήματα ανεβαίνουν
κατευθείαν στον ουρανό.
Υψώνονται χωρίς πουθενά να σκοντάφτουν,
καταργώντας κάθε εμπόδιο.

Γίνονται άστρα, κι αχτίνες λεπτές
τα συνδέουν με τα σώματα που τα γέννησαν.
Τις βλέπουν μόνο τα μικρά παιδιά,
σαν βγαίνουν στις πλατείες και στα πάρκα.

Βαρβάρα Χριστιά - Πατέρας άγγελος Τις Κυριακές των παιδικών μου χρόνων γέμιζαν οι χούφτες του πατέρα μου φλούδα λεμόνι και βασιλικό. Μοσχοβολούσαν χάδι, αφοσίωση και αγάπη. Τώρα, τις Κυριακές τα βράδια, κρυφά τα συννεφένια σκαλοπάτια κατεβαίνει και μπερδεμένα στα μαλλιά μου μέσα τα δάχτυλά του άγγελοι μου αγρυπνούν. Βαρβάρα Χριστιά









1 σχόλιο:

  1. Υπάρχουν δημιουργοί νάρκισσοι και δημιουργοί γενναιόδωροι κι Εσύ Γεωργία Κοτσόβολου ανήκεις , έχω την αίσθηση, στους πολύ γενναιόδωρους! Να 'σαι καλά να χαίρομαι!!!Ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή