O Άνταμ Σμιθ (αγγλικά: Adam Smith, 16 Ιουνίου 1723 – 17 Ιουλίου 1790) ήταν Σκωτσέζος οικονομολόγος και ηθικός φιλόσοφος. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της πολιτικής οικονομίας και θεμελιωτής της σχολής των κλασικών οικονομικών. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού, ο Σμιθ είναι συγγραφέας των έργων «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» (1759) και «Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου των εθνών» (1776), με το δεύτερο να αναφέρεται συνήθως απλά ως Ο Πλούτος των Εθνών και να θεωρείται ως το κύριο έργο του Σμιθ και η πρώτη νεωτερική εργασία πάνω στα οικονομικά.
Ο Σμιθ μελέτησε ηθική φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια της Γλασκώβης και της Οξφόρδης, όπου ήταν ένας από τους πρώτους φοιτητές που επωφελήθηκαν των υποτροφιών που θέσπισε ο Τζον Σνελ. Με το πέρας των σπουδών του έδωσε μια σειρά από δημόσιες διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου που οδήγησαν στη συνεργασία του με τον Ντέιβιντ Χιουμ κατά τη διάρκεια του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού. Ο Σμιθ κατέλαβε θέση καθηγητή στην Γλασκώβη όπου δίδαξε ηθική φιλοσοφία και δημοσίευσε τη Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων. Αργότερα ανέλαβε θέση επισκέπτη καθηγητή, κάτι που του επέτρεπε να ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη και να συναναστραφεί με άλλους διανοούμενους της εποχής του. Ο Άνταμ Σμιθ έθεσε τα θεμέλια της κλασικής οικονομικής θεωρίας της ελεύθερης αγοράς. Ο Πλούτος των Εθνών ήταν ο προάγγελος των σύγχρονων οικονομικών. Σε αυτό και σε άλλα έργα του, εξήγησε το πώς το λελογισμένο ατομικό συμφέρον και ο ανταγωνισμός μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ευημερία. Ο Σμιθ ήταν αμφιλεγόμενος στην εποχή του και η γενική του προσέγγιση και το στυλ γραφής του πολλές φορές σατιρίστηκε από συγγραφείς προσκείμενους στους Τόρις, σύμφωνα με την ηθικοπλαστική παράδοση των Hogarth και Swift.
Το 2005, ο Πλούτος των Εθνών ανακηρύχθηκε ανάμεσα στα 100 καλύτερα σκωτσέζικα βιβλία όλων των εποχών. Η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ λέγεται ότι συνήθιζε να έχει στην τσάντα της ένα αντίγραφο του βιβλίου
Νεότητα
Ο Σμιθ γεννήθηκε στην πόλη Κιρκάλντυ της Σκωτίας. Ο πατέρας του λεγόταν επίσης Άνταμ Σμιθ και εργάστηκε ως δικηγόρος και δημόσιος υπάλληλος. Παντρεύτηκε την Μαργαρίτα Ντάγκλας το 1720, αλλά πέθανε δύο μήνες μετά τη γέννηση του Άνταμ Σμιθ. Αν και η ακριβής ημερομηνία γέννησής του δεν είναι γνωστή, έχει διασωθεί η ημερομηνία της βάπτισης του (5 Ιουνίου 1723) και συχνά αυτή χρησιμοποιήθηκε ως ημερομηνία γέννησής του, μια και αυτή παρέμεινε άγνωστη. Ελάχιστα γνωρίζουμε για την παιδική του ηλικία. Ο Σκωτσέζος δημοσιογράφος και βιογράφος του Σμιθ, Τζων Ρέι (John Rae), αναφέρει πως ο Σμιθ απήχθη από τσιγγάνους σε ηλικία τεσσάρων ετών και απελευθερώθηκε μόνο αφού κάποιοι οργάνωσαν αποστολή για τη διάσωσή του[N 1]. Ο Άνταμ Σμιθ φέρεται να ήταν στενά συνδεδεμένος με τη μητέρα του, η οποία τον ενθάρρυνε να πραγματοποιήσει τις ακαδημαϊκές του φιλοδοξίες. Ο Άνταμ Σμιθ παρακολούθησε το σχολείο Μπουργκ (που ο Ρέι χαρακτηρίζει ως «ένα από τα καλύτερα δευτεροβάθμια σχολεία εκείνης της εποχής στη Σκωτία») από το 1729 ως το 1737, όπου μελέτησε λατινικά, μαθηματικά και ιστορία.
Εκπαίδευση
Αναμνηστική πλάκα για τον Άνταμ Σμιθ στην πατρίδα του, το Κιρκάλντυ. |
Ο Σμιθ εισήχθη στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης όταν ήταν δεκατεσσάρων ετών και σπούδασε ηθική φιλοσοφία υπό την επίβλεψη του Φράνσις Χάτσεσον. Εκεί ανέπτυξε το πάθος του για την ελευθερία, τη λογική και την ελευθερία του λόγου. Το 1740, ο Σμιθ ήταν o απόφοιτος υπότροφος που παρουσιάστηκε για μεταπτυχιακές σπουδές στο Κολέγιο Μπάλλιολ της Οξφόρδης, στο πλαίσιο του Snell Exhibition (ετήσια υποτροφία που χορηγείται σε φοιτητή του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης).
Ο Σμιθ θεώρησε τη διδασκαλία στη Γλασκώβη πολύ ανώτερη από αυτή στην Οξφόρδη, την οποία βρήκε πνευματικά καταπιεστική[16]. Στο βιβλίο V, κεφάλαιο ΙΙ του «Πλούτου των Εθνών», γράφει: «Στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων καθηγητών έχουν επί πολλά χρόνια παραιτηθεί εντελώς, ακόμη και από την κατ' επίφαση διδασκαλία». Ο Σμιθ επίσης ανέφερε ότι είχε παραπονεθεί σε φίλους πως υπάλληλοι του Όξφορντ μια φορά τον ανακάλυψαν να διαβάζει ένα αντίγραφο της Πραγματείας για την Ανθρώπινη Φύση του Ντέιβιντ Χιουμ, και στη συνέχεια κατάσχεσαν το βιβλίο του και τον τιμώρησαν αυστηρά επειδή το διάβαζε. Σύμφωνα με τον Γουίλιαμ Ρόμπερτ Σκοτ, «Ο χρόνος (του Σμιθ) στην Οξφόρδη έδωσε ελάχιστη, αν όχι καμία, βοήθεια προς ό,τι επρόκειτο να είναι το έργο της ζωής του». Παρ 'όλα αυτά, ο Σμιθ είχε την ευκαιρία, ενόσω ήταν στην Οξφόρδη, να αυτοδιδαχθεί διάφορα θέματα, με την ανάγνωση πολλών βιβλίων από το ράφια της μεγάλης Βιβλιοθήκης Μπόντλιαν. Όταν δεν μελετούσε μόνος του, ο χρόνος του στην Οξφόρδη δεν ήταν ευχάριστος, σύμφωνα με τις επιστολές του. Προς το τέλος της παραμονής του εκεί, ο Σμιθ άρχισε να υποφέρει από τρέμουλο, πιθανότατα σύμπτωμα νευρικής κρίσης. Έφυγε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1746, πριν από τη λήξη της υποτροφίας του.
Στο βιβλίο V του «Πλούτου των Εθνών», ο Σμιθ σχολιάζει τη χαμηλή ποιότητα της διδασκαλίας και τη λιγοστή πνευματική δραστηριότητα στα αγγλικά πανεπιστήμια, σε σύγκριση με αυτά της Σκωτίας. Αυτό το αποδίδει τόσο στις πλούσιες χρηματοδοτήσεις των κολεγίων της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, που καθιστούσαν το εισόδημα των καθηγητών ανεξάρτητο από την ικανότητά τους να προσελκύσουν φοιτητές, όσο και στο γεγονός ότι οι διακεκριμένοι άνθρωποι των γραμμάτων θα μπορούσαν να έχουν ακόμη πιο άνετη διαβίωση, όπως οι ιερείς της Εκκλησίας της Αγγλίας.
Η δυσαρέσκεια του Σμιθ στην Οξφόρδη θα μπορούσε να οφείλεται εν μέρει στην απουσία του αγαπημένου του δασκάλου στη Γλασκώβη, Φράνσις Χάτσεσον. Ο Χάτσεσον θεωρήθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης στην εποχή του και κέρδισε την επιδοκιμασία φοιτητών, συναδέλφων, ακόμη και απλών κατοίκων με τη θέρμη και τον ζήλο ομιλιών του (που ο ίδιος μερικές φορές τις έκανε ανοιχτές για το κοινό). Με τις διαλέξεις του προσπάθησε όχι μόνο να διδάξει φιλοσοφία, αλλά να κάνει τους μαθητές του να ενσωματώσουν αυτή τη φιλοσοφία στη ζωή τους, αποκτώντας έτσι ο ίδιος το ταιριαστό προσωνύμιο, «ο κήρυκας της φιλοσοφίας». Σε αντίθεση με τον Σμιθ, ο Χάτσεσον δεν ήταν δημιουργός συστήματος. Μάλλον ήταν η γοητευτική προσωπικότητα του και η μέθοδος των διαλέξεών του που επηρέασε σε τέτοιο βαθμό τους φοιτητές του και προκάλεσε τον μεγαλύτερο από αυτούς να αναφερθεί με σεβασμό σε αυτόν ως «ο -για πάντα αξέχαστος- Χάτσεσον», έναν τίτλο που ο Σμιθ, σε όλη την αλληλογραφία του, χρησιμοποίησε για να περιγράψει μόνο δύο άτομα, τον καλό του φίλο Ντέιβιντ Χιουμ και τον σημαντικό μέντορά του Φράνσις Χάτσεσον.
Καριέρα στη διδασκαλία
Ο Σμιθ άρχισε να δίνει δημόσιες διαλέξεις το 1748 στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, τις οποίες επιχορηγούσε η Φιλοσοφική Εταιρεία του Εδιμβούργου και τελούσαν υπό την αιγίδα του Λόρδου Κέιμς. Η θεματική των διαλέξεων αφορούσε στη ρητορική και τη λογοτεχνία και, αργότερα, το αντικείμενο της «προόδου της αφθονίας». Σε αυτό το τελευταίο αντικείμενο προχώρησε πρώτα στην αναλυτική ερμηνεία της οικονομικής φιλοσοφίας του «του προφανούς και απλού συστήματος της φυσικής ελευθερίας». Παρά το ότι ο Σμιθ δεν είχε εμπειρία στις δημόσιες παρουσιάσεις, οι διαλέξεις του στέφθηκαν από επιτυχία.
Το 1750 συνάντησε τον κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερό του φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ. Στα κείμενά τους που καλύπτουν θέματα ιστορίας, πολιτικής, οικονομίας και θρησκείας, ο Σμιθ και ο Χιουμ μοιράστηκαν στενώς πνευματικούς και προσωπικούς δεσμούς μεταξύ τους παρά με άλλες σημαντικές προσωπικότητες του Σκωτσέζικου Διαφωτισμού.
Το 1751, ο Σμιθ κέρδισε μία θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης, διδάσκοντας λογική, ενώ το 1752 εξελέγη μέλος της Φιλοσοφικής Εταιρείας του Εδιμβούργου, στην οποία τον συνέστησε ο Λόρδος Κέιμς. Όταν, το επόμενο έτος, ο επικεφαλής της Ηθικής Φιλοσοφίας απεβίωσε, ο Σμιθ ανέλαβε τη θέση του. Εργάσθηκε ως ακαδημαϊκός δάσκαλος για τα επόμενα δεκατρία έτη, τα οποία ο ίδιος χαρακτήριζε ως «μακράν τη χρησιμότερη και ως εκ τούτου μακράν την ευτυχέστερη και πλέον αξιόλογη περίοδο [της ζωής του]».
Ο Σμιθ δημοσίευσε τη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» το 1759, ενσωματώνοντας ορισμένες από τις διαλέξεις του της Γλασκώβης. Αντικείμενο αυτής της εργασίας ήταν το πως η ανθρώπινη ηθική εξαρτάται από την συμπάθεια μεταξύ παράγοντα και θεατή, ή μεταξύ των ανεξαρτήτων και λοιπών μελών της κοινωνίας. Ο Σμιθ όρισε την «αμοιβαία συμπάθεια» ως τη βάση των ηθικών συναισθημάτων. Βάσισε την ερμηνεία του όχι σε μία ειδική «ηθική αίσθηση», όπως είχαν κάνει ο 3ος Λόρδος Shaftesbury και ο Hutcheson, ούτε ως ωφέλεια όπως ο Χιουμ, αλλά στην αμοιβαία συμπάθεια, ένα όρο ο οποίος περιγράφεται καλύτερα στη σύγχρονη γλώσσα με τον όρο συναισθηματική ταύτιση, δηλαδή με την ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς τα συναισθήματα τα οποία εκφράζει κάποιος άλλος.
Μετά την δημοσίευση της «Θεωρίας των ηθικών συναισθημάτων», ο Σμιθ έγινε τόσο δημοφιλής ώστε πολλοί εύποροι φοιτητές εγκατέλειψαν τις σχολές τους σε άλλες χώρες για να εγγραφούν στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και να διδαχτούν από αυτόν. Μετά τη δημοσίευση επίσης, ο Σμιθ άρχισε να δίνει περισσότερη προσοχή στις διαλέξεις του σε νομικά και οικονομικά θέματα και λιγότερο στις θεωρίες του περί ηθικής. Για παράδειγμα, ο Σμιθ δίδαξε ότι το αίτιο αύξησης του εθνικού πλούτου είναι η εργασία παρά η ποσότητα του χρυσού και του αργύρου, που αποτελεί τη βάση του μερκαντιλισμού, της οικονομικής θεωρίας που κυριαρχούσε στην οικονομική πολιτική της Δυτικής Ευρώπης την εποχή εκείνη.
Το 1762 το Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης απένειμε στον Σμιθ τον τίτλο του Διδάκτορα των Νομικών Επιστημών. Στο τέλος του 1763, δέχτηκε μία προσφορά από τον Charles Townshend (στον οποίο τον είχε συστήσει ο Ντέιβιντ Χιουμ) να διδάξει τον θετό γιό του, Henry Scott, το νέο Δούκα του Buccleuch. Ο Σμιθ τότε παραιτήθηκε από τη θέση του στο Πανεπιστήμιο, για να αναλάβει τη διδασκαλία του Scott και προσπάθησε να επιστρέψει τα δίδακτρα στους φοιτητές του, αφού παραιτήθηκε στο μέσον της διδακτικής περιόδου, αλλά αυτοί αρνήθηκαν.
Διδασκαλία και ταξίδια
Η εργασία του Σμιθ στη διδασκαλία περιελάμβανε περιοδείες στην Ευρώπη με τον Σκοτ, διάστημα κατά το οποίο εκπαίδευε τον Σκοτ σε διάφορα θέματα, όπως η σωστή πολωνική γλώσσα. Πληρωνόταν £300 ανά έτος (συν τα έξοδα), μαζί με το ποσό των £300 ανά έτος σύνταξης• περίπου δύο φορές το προηγούμενο εισόδημά του ως καθηγητής. Ο Σμιθ ταξίδεψε για πρώτη φορά ως διδάσκαλος στην Τουλούζη της Γαλλίας, όπου παρέμεινε για ενάμιση χρόνο. Σύμφωνα με δική του αναφορά, βρήκε την Τουλούζη κάπως βαρετή, καθώς έγραψε στον Χιουμ ότι «είχε αρχίσει να γράφει ένα βιβλίο για να περάσει τον χρόνο του». Μετά από περιοδεία στη νότια Γαλλία, η ομάδα μετακόμισε στη Γενεύη, όπου ο Σμιθ συναντήθηκε με τον φιλόσοφο Βολταίρο.
Από τη Γενεύη, η ομάδα μετακόμισε στο Παρίσι. Εκεί ο Σμιθ γνώρισε αρκετούς μεγάλους πνευματικούς ηγέτες της εποχής, που αναπόφευκτα είχαν επίδραση σε μελλοντικά έργα του. Αυτή η λίστα περιελάμβανε τους: Βενιαμίν Φραγκλίνο, Turgot, Ζαν λε Ροντ ντ' Αλαμπέρ, André Morellet, Helvétius και, κυρίως, τον Φρανσουά Κενέ, επικεφαλής της Φυσιοκρατικής Σχολής. Εντυπωσιασμένος από τις ιδέες του, ο Σμιθ σκέφτηκε να αφιερώσει τον «Πλούτο των Εθνών» σ'αυτόν - αν δεν είχε πεθάνει ο Κενέ πιο πριν. Οι Φυσιοκράτες ήταν αντίθετοι με τον μερκαντιλισμό, την κυρίαρχη οικονομική θεωρία της εποχής, όπως φαίνεται και στο σύνθημά τους για την ελεύθερη αγορά «Laissez faire et laissez-passer, le monde va de lui même!» (= «Αφήστε να κάνουν, αφήστε να περάσουν, ο κόσμος προχωράει από μόνος του!»). Ήταν επίσης γνωστό ότι έχουν δηλώσει πως μόνο η γεωργική δραστηριότητα παρήγαγε πραγματικό πλούτο, ενώ οι έμποροι και οι βιομήχανοι (κατασκευαστές) όχι. Αυτό, ωστόσο, δεν αντιπροσώπευε την πραγματική σχολή σκέψης τους, αλλά επρόκειτο για ένα απλό «προπέτασμα καπνού» που κατασκεύασαν προκειμένου να κρύψουν τις πραγματικές επικρίσεις τους για την αριστοκρατία και την εκκλησία, υποστηρίζοντας ότι αυτοί ήταν οι μόνοι πραγματικοί πελάτες των εμπόρων και των κατασκευαστών. Ο πλούτος της Γαλλίας σχεδόν καταστράφηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ΄ και τον Λουδοβίκο ΙΕ΄ σε καταστροφικούς πολέμους, βοηθώντας τους αμερικανούς αντάρτες ενάντια στους Άγγλους, και ίσως το πιο καταστροφικό (κατά την άποψη της κοινής γνώμης) ήταν αυτό που θεωρήθηκε ως η υπερβολική κατανάλωση των αγαθών και υπηρεσιών που κρίνεται ότι δεν έχει καμία οικονομική συνεισφορά - μη παραγωγική εργασία. Υποθέτοντας ότι η αριστοκρατία και η εκκλησία είναι ουσιαστικά δυσφημιστές της οικονομικής ανάπτυξης, το φεουδαρχικό σύστημα της γεωργίας στη Γαλλία ήταν ο μόνος σημαντικός τομέας για τη διατήρηση του πλούτου του έθνους. Δεδομένου ότι η αγγλική οικονομία της εποχής απέφερε διανομή εισοδήματος που ήταν σε αντίθεση με εκείνη που υπήρχε στη Γαλλία, ο Σμιθ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διδασκαλίες και οι πεποιθήσεις των Φυσιοκρατών ήταν «παρ'όλες [τους] τις ατέλειες [ίσως], η πλησιέστερη προσέγγιση προς την αλήθεια που έχει μέχρι στιγμής δημοσιευθεί στο θέμα της πολιτικής οικονομίας». Η διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας -η φυσιοκρατική «στείρα τάξη» (classe steril) - ήταν ένα κυρίαρχο θέμα στην ανάπτυξη και την κατανόηση αυτού που θα ονομαζόταν κλασική οικονομική θεωρία.
Ύστερα χρόνια
Ο μικρότερος αδερφός του Χένρυ Σκοτ πέθανε στο Παρίσι το 1766, και η περιοδεία του Σμιθ ως δασκάλου έλαβε σύντομα τέλος. Την ίδια χρονιά, ο Σμιθ γύρισε στο σπίτι του στο Κιρκάλντυ, και αφιέρωσε μεγάλο μέρος των επόμενων δέκα ετών στη συγγραφή του magnum opus του. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Χένρυ Μοϊζ, έναν τυφλό νεαρό που είχε δείξει μια πρώιμη έφεση για τη μάθηση. Ο Σμιθ όχι μόνο άρχισε να διδάσκει τον Μοϊζ, αλλά επιπλέον εξασφάλισε την υποστήριξη τόσο του Ντέιβιντ Χιουμ όσο και του Τόμας Ριντ στην εκπαίδευση του νεαρού. Ο Σμιθ εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών του Λονδίνου (Royal Society of London) τον Μάιο του 1773, ενώ το 1775 εξελέγη μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου (Literary Club). Ο Πλούτος των Εθνών δημοσιεύτηκε το 1776 και έτυχε εξαιρετικής υποδοχής από το κοινό, αφού η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε μόλις έξι μήνες.
Το 1778, ο Σμιθ διορίστηκε επίτροπος των τελωνείων της Σκωτίας, και μετακόμισε με τη μητέρα του στο Πάνμιουρ Χάουζ (Panmure House), μια αριστοκρατική κατοικία στη συνοικία Κανονγκέιτ του Εδιμβούργου. Ο Σμιθ ήταν μέλος της Φιλοσοφικής Εταιρείας του Εδιμβούργου. Έτσι, όταν αυτή μετατράπηκε στη Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Εδιμβούργου (Royal Society of Edinburgh) με βασιλικό διάταγμα το 1783, αυτός έγινε αυτόματα ιδρυτικό μέλος της. Επιπλέον, εκλέχθηκε από τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης στην τιμητική θέση του Πρύτανη, στην οποία θήτευσε από το 1787 έως το 1789. Πέθανε έπειτα από επώδυνη ασθένεια στη βόρεια πτέρυγα του Πάνμιουρ Χάουζ, στο Εδιμβούργο, στις 17 Ιουλίου 1790, και θάφτηκε στο νεκροταφείο του Κανονγκέητ. Λίγο πριν ξεψυχήσει, ο Σμιθ εξέφρασε την απογοήτευσή του που δεν είχε πετύχει περισσότερα πράγματα στη ζωή του.
Εκτελεστές της λογοτεχνικής κληρονομιάς του Σμιθ ήταν δυο φίλοι από τον κόσμο των σκωτικών επιστημών: ο φυσικός και χημικός Τζόζεφ Μπλακ και ο πρωτοπόρος της γεωλογίας Τζέμς Χάτον. Ο Σμιθ άφησε πίσω του πολλές σημειώσεις, καθώς και κάποιο αδημοσίευτο υλικό. Ωστόσο, άφησε εντολή να καταστραφεί οτιδήποτε ήταν ακατάλληλο προς δημοσίευση. Ανέφερε ως μάλλον κατάλληλη για δημοσίευση μια πρώιμη αδημοσίευτη Ιστορία της Αστρονομίας, και πράγματι εμφανίστηκε το 1795, μαζί με άλλο υλικό, όπως τα «Δοκίμια για Φιλοσοφικά Ζητήματα».
Ο Σμιθ κληροδότησε τα βιβλία του στον ανιψιό του Ντέιβιντ Ντάγκλας, Λόρδο του Ρέστον, που ζούσε μαζί του. Ο Ντέιβιντ ήταν γιος του Συνταγματάρχη Ρόμπερτ Ντάγκλας (από το Στραθέντρι του Φάιφ), πρώτου ξαδέρφου του Σμιθ. Η βιβλιοθήκη τελικά μοιράστηκε ανάμεσα στα δυο παιδιά του Ντάγκλας, τη Σεσίλια Μάργκαρετ (σύζυγο Κάνιγκαμ) και τη Ντέιβιντ Αν (σύζυγο Μπάνερμαν). Η κυρία Κάνιγκαμ πούλησε κάποια από τα βιβλία μετά τον θάνατο του συζύγου της, αιδεσιμότατου Κάνιγκαμ (από το Πρέστονπανζ), ενώ τα υπόλοιπα πέρασαν στον γιο της, Ρόμπερτ Όλιβερ Κάνιγκαμ, καθηγητή του Κουήνς Κόλετζ του Μπέλφαστ. Αυτός δώρισε μερικά από τα βιβλία στο πανεπιστήμιο, ενώ τα υπόλοιπα πωλήθηκαν μετά τον θάνατό του. Τα βιβλία της κυρίας Μπάνερμαν, αντίθετα, κληροδοτήθηκαν ακέραια στο Νιού Κόλετζ του Εδιμβούργου μετά τον θάνατό της το 1879.
Προτομή του Άνταμ Σμιθ, έργο του Patric Parc
Προσωπικότητα και πεποιθήσεις
Χαρακτήρας
Δεν γνωρίζουμε πολλά για τις προσωπικές απόψεις του Άνταμ Σμιθ, πέρα από όσα συνάγουμε από τα δημοσιευμένα άρθρα του. Τα προσωπικά του έγγραφα καταστράφηκαν μετά θάνατον, κατόπιν δικής του απαίτησης. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, ενώ φαίνεται να είχε πολύ στενή σχέση με τη μητέρα του, με την οποία έμεινε μετά την επιστροφή του από την Γαλλία και η οποία απεβίωσε έξι χρόνια πριν από εκείνον.
Πολλοί σύγχρονοι και βιογράφοι του Άνταμ Σμιθ τον περιγράφουν ως αφηρημένο σε σημείο κωμικό, με παράξενες συνήθειες στο λόγο και στο βάδισμα και ένα χαμόγελο «ανέκφραστης καλοήθειας». Ήταν γνωστό ότι μονολογούσε, μία συνήθεια που εδραιώθηκε στην παιδική του ηλικία, όταν χαμογελούσε πιάνοντας συζήτηση με αόρατους συνομιλητές. Κατά περιόδους υπήρξε κατά φαντασίαν ασθενής, ενώ φέρεται να στοίβαζε βιβλία και χαρτιά σε ψηλές στοίβες στο γραφείο του. Σύμφωνα με μία πηγή, ο Σμιθ ξενάγησε τον Τσαρλς Τάουνσεντ σε βυρσοδεψείο. Ενώ συζητούσε για το ελεύθερο εμπόριο, ο Σμιθ έπεσε σε λάκκο απ’ όπου χρειάστηκε βοήθεια για να απεγκλωβιστεί. Λέγεται επίσης ότι είχε βάλει ψωμί και βούτυρο μέσα σε τσαγιέρα, ήπιε το παρασκεύασμα και δήλωσε ότι ήταν το χειρότερο ρόφημα τσαγιού που είχε πιει ποτέ. Σύμφωνα με μία άλλη πηγή, ο Σμιθ, αφηρημένος, βγήκε από το σπίτι φορώντας μόνο το νυχτικό του και κατέληξε 24 χλμ. έξω από την πόλη, πριν τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα καμπάνες γειτονικής εκκλησίας.
Ο Τζέιμς Μπόσγουελ που υπήρξε μαθητής του Σμιθ στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης κι αργότερα τον συναναστράφηκε στη Λογοτεχνική Λέσχη, λέει ότι ο Σμιθ θεωρούσε ότι αν μιλούσε για τις ιδέες του κουβεντιάζοντας θα μείωνε τις πωλήσεις των βιβλίων του, άρα οι συζητήσεις του ήταν μη εντυπωσιακές. Σύμφωνα με τον Μπόσγουελ, ο Σμιθ είπε κάποτε στον Σερ Τζόσουα Ρέινολτς ότι «είχε ως κανόνα ποτέ να μη συζητά σε συντροφιές για τα πράγματα που καταλάβαινε».
Πορτραίτο του Άνταμ Σμιθ από τον Τζων Κέι, 1790
Θρησκευτικές πεποιθήσεις
Σχετικά με τη φύση των θρησκευτικών απόψεων του Άνταμ Σμιθ αναπτύχθηκε σημαντική επιστημονική συζήτηση. Ο πατέρας του είχε δείξει έντονο ενδιαφέρον για τον Χριστιανισμό και ανήκε στην μετριοπαθή πτέρυγα της Εκκλησίας της Σκωτίας. Το γεγονός ότι ο Άνταμ Σμιθ έλαβε την Υποτροφία Snell δείχνει ότι μπορεί να πήγε στην Οξφόρδη με την πρόθεση να επιδιώξει σταδιοδρομία στην Εκκλησία της Αγγλίας.
Ο Αγγλο-Αμερικανός οικονομολόγος Ronald Coase αμφισβήτησε την άποψη ότι ο Άνταμ Σμιθ ήταν Ντεϊστής, με βάση το γεγονός ότι στα έργα του ποτέ δεν επικαλείται ρητά το Θεό ως μια εξήγηση της αρμονίας του φυσικού ή του ανθρώπινου κόσμου. Σύμφωνα με τον Coase, αν και ο Σμιθ αναφέρεται μερικές φορές στον «Μέγα Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος», μεταγενέστεροι λόγιοι όπως ο Jacob Viner έχουν «υπερβάλει όσον αφορά την έκταση στην οποία ο Άνταμ Σμιθ είχε αφοσιωθεί σε μια πίστη και σε έναν προσωπικό Θεό», μια πεποίθηση για την οποία ο Coase βρίσκει λίγα αποδεικτικά στοιχεία σε εδάφια, όπως αυτά στον «Πλούτο των Εθνών», στα οποία Άνταμ Σμιθ γράφει ότι η περιέργεια της ανθρωπότητας για τα «μεγάλα φαινόμενα της φύσης», όπως «η γενιά, η ζωή, η ανάπτυξη και η διάλυση των φυτών και των ζώων», έχει οδηγήσει τους ανθρώπους «να ερευνήσουν τις αιτίες τους», και ότι «η δεισιδαιμονία επιχείρησε αρχικά να ικανοποιήσει την περιέργεια αυτή, παραπέμποντας όλες αυτές τις υπέροχες παρουσίες στην άμεση θέληση των θεών. H Φιλοσοφία στη συνέχεια προσπάθησε να λογοδοτήσει για όλα αυτά, ξεκινώντας από τις πιο συνήθεις αιτίες ή από αυτές που ήταν πιο οικείες για την ανθρωπότητα από ότι η θέληση των θεών».
Κάποιοι άλλοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η κοινωνική και οικονομική φιλοσοφία του Άνταμ Σμιθ είναι από τη φύση της θεολογική και ότι ολόκληρο το μοντέλο της κοινωνικής του δομής λογικά εξαρτάται από την έννοια της δράσης του Θεού στη φύση.
Ο Άνταμ Σμιθ ήταν επίσης στενός φίλος και αργότερα εκτελεστής της διαθήκης του Ντέιβιντ Χιουμ, ο οποίος συνήθως χαρακτηριζόταν στην εποχή του ως άθεος. Η δημοσίευση της επιστολής του Άνταμ Σμιθ στον William Strahan το 1777, στο οποίο περιγράφεται το θάρρος του Χιουμ στον επικείμενο θάνατό του παρά την έλλειψη θρησκευτικής πίστης, προσέλκυσε σημαντικές αντιπαραθέσεις.
Δημοσιευμένα έργα του
Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων
Το 1759 ο Σμιθ δημοσίευσε το πρώτο του έργο, τη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων». Συνέχισε κάνοντας εκτεταμένες αναθεωρήσεις στο βιβλίο, εως το θάνατό του[N 2]. Αν και «ο Πλούτος των Εθνών» αναγνωρίζεται, από πολλούς, ως η πιο σημαντική εργασία του Σμιθ, πιστεύεται ότι ο ίδιος θεωρούσε τη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» ανώτερη.
Στο έργο του αυτό, ο Σμιθ εξετάζει με κριτική διάθεση την ηθική σκέψη της εποχής του, και παραθέτει τον ισχυρισμό ότι η συνείδηση προκύπτει από τις κοινωνικές σχέσεις[. Ο στόχος του Σμιθ με την συγγραφή αυτού του έργου ήταν να εξηγήσει από πού πηγάζει η ικανότητα της ανθρωπότητας να διαμορφώσει ηθικές κρίσεις, παρά την φυσική κλίση των ατόμων προς την ιδιοτέλεια. Ο Σμιθ προτείνει μια θεωρία της συμπάθειας, κατά την οποία οι άνθρωποι παρατηρώντας άλλους, αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους και εξάγουν συμπεράσματα για την ηθική της δικής τους συμπεριφοράς.
Οι μελετητές αναγνωρίζουν παραδοσιακά μια αντίφαση ανάμεσα στη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» και τον «Πλούτο των Εθνών». Ενώ το πρώτο τονίζει την συμπάθεια προς τους άλλους, το δεύτερο επικεντρώνεται στο ρόλο της ιδιοτέλειας. Πιο πρόσφατα όμως ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι δεν υπάρχει καμία αντίφαση. Ισχυρίζονται ότι στη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων», ο Σμιθ αναπτύσσει μια θεωρία της ψυχολογίας, κατά την οποία τα άτομα αποζητούν την έγκριση ενός «αμερόληπτου θεατή» ως αποτέλεσμα μιας φυσικής επιθυμίας να έχουν εξωτερικούς παρατηρητές οι οποίοι τους συμπονούν. Αντί να αντιμετωπίζουν τα δυο έργα ως αλληλοσυγκρουόμενα, θεωρούν ότι απλά δίνουν έμφαση σε διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης που ποικίλουν ανάλογα την περίσταση.
Αυτές οι απόψεις παραβλέπουν ότι η επίσκεψη του Σμιθ στη Γαλλία (1764-1766) μετέβαλε ριζικά τις προηγούμενες απόψεις του και ότι «ο Πλούτος των Εθνών» είναι ένα ανομοιογενές συνονθύλευμα προηγούμενων διαλέξεών του και όσων του δίδαξε ο Κενέ. Πριν από το ταξίδι του στη Γαλλία, στη «Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων» ο Σμιθ αναφέρεται σε ένα «αόρατο χέρι» («Προτιμώντας να στηρίξει μια εγχώρια βιομηχανία αντί μια αλλοδαπή, το άτομο αποσκοπεί στη δική του εργασιακή ασφάλεια. Και κατευθύνοντας αυτή τη βιομηχανία με τέτοιο τρόπο ώστε το παραγόμενο προϊόν της να είναι υψηλότερης αξίας σκοπεύει μόνο στο δικό του κέρδος. Έτσι κι εδώ ,όπως και σε άλλες περιπτώσεις, καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι να προωθήσει ένα στόχο χωρίς να ήταν η πρόθεση του»), το οποίο εξασφαλίζει ότι η λαιμαργία των πλουσίων βοηθά τους φτωχούς, καθώς οι αντοχές των πλούσιων είναι τόσο περιορισμένες ώστε να πρέπει να ξοδεύουν τις περιουσίες τους σε υπηρέτες. Μετά την επίσκεψή του στη Γαλλία, ο Σμιθ θεωρεί στον «Πλούτο των Εθνών»(1776) την ικανοποίηση της λαιμαργίας των πλούσιων ως μη παραγωγική εργασία. Η μικροοικονομική/ψυχολογική πλευρά στην παράδοση του Αριστοτέλη, Πάφεντορφ και Χάτσενσον, δασκάλου του Σμιθ - στοιχεία συμβατά με τη νεοκλασική θεωρία - μετεξελίχθηκε στη μακροοικονομική άποψη της κλασικής θεωρίας που ο Σμιθ έμαθε στη Γαλλία.
Η πρώτη σελίδα του Πλούτου των Εθνών, έκδοση Λονδίνου, 1776
Ο Πλούτος των Εθνών
Το έργο του Ο Πλούτος των Εθνών υπήρξε μία από τις πρώτες προσπάθειες να μελετηθεί η ιστορική ανάπτυξη της βιομηχανίας και του εμπορίου στην Ευρώπη. Αυτό το έργο βοήθησε στη δημιουργία του σύγχρονου ακαδημαϊκού κλάδου των οικονομικών και παρέσχε μία από τις πιο γνωστές διανοητικές δικαιολογήσεις του ελεύθερου εμπορίου, του καπιταλισμού και του φιλελευθερισμού.
Ανάμεσα στους κλασικούς και νεοκλασικούς οικονομολόγους υπάρχουν θεμελιώδεις διαφωνίες ως προς το βασικό μήνυμα του πιο σημαντικού έργου του Σμιθ, το «Μια έρευνα της φύσης και των αιτιών του πλούτου των εθνών». Οι νεοκλασικοί δίνουν έμφαση στην Αόρατο Χείρα του Σμιθ, μια ιδέα στην οποία αναφέρεται στη μέση του έργου του - Βιβλίο Δ', κεφάλαιο Β'. Οι δε κλασικοί οικονομολόγοι πιστεύουν πως ο Σμιθ θεμελίωσε το πρόγραμμά του για την προώθηση του «πλούτου των εθνών» στις αρχικές του προτάσεις.
Ο Σμιθ, κάνοντας χρήση του όρου «το αόρατο χέρι» στην «Ιστορία της Αστρονομίας», αναφερόταν στο «αόρατο χέρι του Δία». Ο όρος «ένα αόρατο χέρι» εμφανίζεται ξανά τόσο στη «Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων» (1759) όσο και στον «Πλούτο των Εθνών» (1776). Αυτή η τελευταία δήλωση περί «ενός αόρατου χεριού» έχει ερμηνευθεί ως «το αόρατο χέρι» με ποικίλους τρόπους. Επομένως, έχει σημασία να αναγνωστεί το πρωτότυπο:
Καθώς κάθε άτομο, λοιπόν, προσπαθεί όσο μπορεί και να εναποθέσει το κεφάλαιό του στη στήριξη της εγχώριας βιομηχανίας, και, έτσι, να κατευθύνει τη βιομηχανία αυτή της οποίας τα προϊόντα μπορεί να έχουν μεγάλη αξία. Κάθε άτομο αναγκαστικά μοχθεί ώστε να καταστήσει τα ετήσια έσοδα της κοινωνίας όσο μεγαλύτερα γίνεται. Πράγματι, ούτε επιδιώκει την προώθηση του κοινωνικού συμφέροντος, ούτε γνωρίζει κατά πόσο το προωθεί. Με την προτίμηση της εγχώριας έναντι της διεθνούς βιομηχανίας, επιδιώκει μονάχα τη δική του ασφάλεια. Και κατευθύνοντας έτσι τη βιομηχανία αυτή καθώς τα προϊόντα της μπορεί να έχουν μεγάλη αξία, επιδιώκει μονάχα το δικό του κέρδος, και καθοδηγείται από ένα αόρατο χέρι που προωθεί σκοπούς που δεν ήταν στην πρόθεσή του. Ούτε είναι πάντα χειρότερο για την κοινωνία που δεν ήταν μέρος της. Μέσα από την επιδίωξη του δικού του συμφέροντος, συχνά προωθεί το συμφέρον της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά από όταν ηθελημένα προωθεί το τελευταίο. Ποτέ δεν είδα να γίνεται καλό από όσους επικαλέστηκαν το εμπόριο για το κοινό καλό. Είναι πράγματι μια επιτήδευση, όχι πολύ συχνή στους εμπόρους και πολύ λίγα λόγια αρκούν στο να τους αποθαρρύνουν από αυτήν.
Όσοι θεωρούν την παραπάνω δήλωση το κεντρικό μήνυμα του Σμιθ αναφέρονται επιπλέον και σε αυτό το ρητό του:
Δεν περιμένουμε το δείπνο μας από την καλοσύνη του κρεοπώλη, του ζυθοποιού ή του αρτοποιού, αλλά από τη έγνοια που έχουν για το δικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε στη φιλαυτία τους, όχι στην ανθρωπιά τους και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις ανάγκες μας αλλά για τα πλεονεκτήματά τους.
Η δήλωση του Σμιθ πάνω στα οφέλη ενός «αόρατου χεριού» προφανώς έχει σκοπό να απαντήσει στον ισχυρισμό του Μπέρναρντ Μάντεβιλ περί «ιδιωτικών αμαρτιών» που μπορούν να μετατραπούν σε «δημόσια οφέλη». Καταδεικνύει την πίστη του Σμιθ ότι όταν το άτομο επιδιώκει την ιδιοτέλειά του, προωθεί με άμεσο τρόπο το καλό της κοινωνίας. Ο ιδιοτελής ανταγωνισμός στην ελεύθερη αγορά, υποστήριξε, θα τείνει να ανταμείψει την κοινωνία στο σύνολό της διατηρώντας χαμηλά τις τιμές, ενώ κτίζονται κίνητρα για μια ευρεία ποικιλία αγαθών και υπηρεσιών. Παρόλα ταύτα, ήταν επιφυλακτικός απέναντι στους επιχειρηματίες και προειδοποίησε για «τη συνωμοσία τους ενάντια στο κοινό ή κάποιο άλλο τέχνασμα με το οποίο μπορούν να ανεβάσουν τις τιμές». Επανειλημμένα, ο Σμιθ προανήγγειλε την αθέμιτη φύση των επιχειρηματικών συμφερόντων που μπορούν να σχηματίσουν σκευωρίες ή μονοπώλια, καθορίζοντας την υψηλότερη τιμή «που μπορεί να απομυζηθεί από τους αγοραστές». Ο Σμιθ επίσης προειδοποίησε ότι ένα πολιτικό σύστημα που κυριαρχείται από επιχειρηματίες επιτρέπει την συνωμοσία επιχειρήσεων και βιομηχανίας ενάντια στους καταναλωτές, με μηχανορραφίες των επιχειρηματιών στην απόκτηση επιρροής στην πολιτική και τη νομοθεσία. Το συμφέρον των κατασκευαστών και εμπόρων, σύμφωνα με τον Σμιθ «είναι πάντα διαφορετικό ή και αντίθετο από αυτό του κοινού... Η πρόταση οποιουδήποτε νέου νόμου ή κανονισμού του εμπορίου που προκύπτει από αυτή την τάξη, θα έπρεπε να ακούγεται πάντοτε με μεγάλη επιφύλαξη, και δεν θα έπρεπε να επικυρώνεται έως ότου έχει εξεταστεί όχι μόνον διεξοδικά αλλά και καχύποπτα.
Το ενδιαφέρον των νεοκλασικών πάνω στη δήλωση του Σμιθ περί «αόρατου χεριού» προέρχεται από τη δυνατότητα να ειδωθεί ως πρόδρομος των νεοκλασικών οικονομικών και της θεωρίας Γενικής Ισορροπίας. Στο έργο του, ο Πολ Σάμιουελσον αναφέρεται στο «αόρατο χέρι» του Σμιθ 6 φορές. Για να δώσει έμφαση σε αυτή τη σχέση, ο Σάμιουελσον αναφέρει το «αόρατο χέρι» του Σμιθ μιλώντας για «γενικό συμφέρον» όπου ο Σμιθ γράφει «δημόσιο συμφέρον». Ο Σάμιουελσον καταλήγει πως «ο Σμιθ δεν κατόρθωσε να αποδείξει την ουσία του δόγματος του αόρατου χεριού. Πράγματι, μέχρι τη δεκαετία του 1940 κανείς δεν ήξερε πώς να αποδείξει, ακόμη και να δηλώσει κατάλληλα, τον πυρήνα της αλήθειας σε αυτή την πρόταση για μια τέλεια ανταγωνιστική αγορά».
Οι κλασικοί οικονομολόγοι, αντιθέτως, βλέπουν στις πρώτες προτάσεις του Σμιθ στον το πρόγραμμά του για την προώθηση του «Πλούτου των Εθνών». Λαμβάνοντας την έννοια της οικονομίας από τη σχολή των φυσιοκρατών ως μια κυκλική διαδικασία σημαίνει πως για να υπάρξει ανάπτυξη, οι εισροές της περιόδου 2 πρέπει να υπερέχουν των εισροών της περιόδου 1. Επομένως οι αποδόσεις της περιόδου 1 που δεν χρησιμοποιήθηκαν ως εισροές της περιόδου 2 αντιμετωπίζονται ως μη παραγωγική εργασία εφόσον δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Αυτό έμαθε ο Σμιθ πλάι στον Κενέ στη Γαλλία. Πάνω στη γαλλική πρόβλεψη ότι η μη παραγωγική εργασία πρέπει να απωθείται ώστε να χρησιμοποιηθεί περισσότερη εργασία παραγωγικά, ο Σμιθ πρόσθεσε τη δική του πρόταση, η παραγωγική εργασία να γίνεται ακόμη πιο παραγωγική εμβαθύνοντας τον καταμερισμό εργασίας. Αυτό θα σημάνει υπό ανταγωνισμό χαμηλότερες τιμές, και συνεπώς διευρυμένες αγορές. Οι διευρυμένες αγορές και η αυξημένη παραγωγή θα οδηγήσει σε νέα βήματα για την αναδιοργάνωση της παραγωγής και την εφεύρεση νέων τρόπων παραγωγής οι οποίοι με τη σειρά τους μειώνουν τις τιμές κ.ο.κ. Το κεντρικό μήνυμα του Σμιθ, λοιπόν, είναι πως υπό δυναμικό ανταγωνισμό μια αναπτυσσόμενη μηχανή εξασφαλίζει τον «Πλούτο των Εθνών». Προέβλεψε την εξέλιξη της Αγγλίας σε εργαστήριο του Κόσμου, αποκλείοντας όλους της τους ανταγωνιστές. Οι εισαγωγικές φράσεις του «Πλούτου των Εθνών» συνοψίζουν αυτή την πολιτική:
Η ετήσια εργασία κάθε έθνους είναι το ταμείο που του παρέχει αρχικά όλα τις απαιτήσεις και τις ανέσεις της ζωής που καταναλώνει ετησίως ... Αυτός ο καρπός... αναφέρεται στο, μεγαλύτερο ή μικρότερο, ποσοστό όσων τον καταναλώσουν... όμως αυτό το ποσοστό οφείλει να ρυθμίζεται από κάθε έθνος υπό δυο συνθήκες:
πρώτον, από την ικανότητα, την επιδεξιότητα και την κρίση με την οποία η εργασία συνήθως εφαρμόζεται, και
δεύτερον, με την αναλογία μεταξύ του αριθμού όσων απασχολούνται σε χρήσιμη εργασία και εκείνων που δεν απασχολούνται.
Ο τάφος του Άνταμ Σμιθ στο Canongate Kirkyard
Άλλα έργα
Λίγο πριν το θάνατό του, ο Σμιθ κατέστρεψε όλα του τα χειρόγραφα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, φαίνεται ότι σχεδίαζε δύο μεγάλες πραγματείες, μία για τη θεωρία και την ιστορία του δικαίου και μία για τις επιστήμες και τις τέχνες. Το έργο του Δοκίμια επί Φιλοσοφικών θεμάτων (Essays on Philosophical Subjects) που δημοσιεύτηκε μετά θάνατον, μια ιστορία της αστρονομίας ως την εποχή του Σμιθ, καθώς και μερικές σκέψεις του για την αρχαία φυσική και μεταφυσική, προφανώς περιέχουν μέρη αυτού που θα γινόταν η τελευταία πραγματεία του. Οι Διαλέξεις Νομολογίας (Lectures on Jurisprudence) ήταν σημειώσεις από πρώιμες διαλέξεις του Σμιθ, καθώς και ένα αρχικό σχέδιο του Πλούτου των Εθνών, το οποίο δημοσιεύτηκε ως μέρος της Έκδοσης της Γλασκώβης του 1976 με τα έργα και την αλληλογραφία του. Άλλα έργα του, συμπεριλαμβανομένων αυτών που δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον, περιλαμβάνουν τις Διαλέξεις επί της Δικαιοσύνης, Αστυνομίας, Εισοδήματος και Όπλων (Lectures on Justice, Police, Revenue, and Arms) (1763, πρώτη έκδοση το 1896) και Δοκίμια επί Φιλοσοφικών Θεμάτων (Essays on Philosophical Subjects) (1795).
Έργα του μεταφρασμένα στα ελληνικά
*Σμιθ, Άνταμ (1999) [1η έκδοση: 1991. 1η έκδοση στα αγγλικά: 1776]. Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών [An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations]. Μετάφραση-Εισαγωγή: Δημήτριος Καλιτσουνάκης. Πρόλογος: Πέτρος Γέμτος. (2η έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. ISBN 978-960-02-1376-8.
*Σμιθ, Άνταμ (2009) [Έκδοση Penguin στα αγγλικά: 2008-08-07]. Μπρουντζάκης, Ξενοφών Α, επιμ. Η Αόρατος Χειρ [The Invisible Hand]. Μετάφραση: Μάρκος Βουτσίνος. (1η έκδοση). Αθήνα: Το Ποντίκι. ISBN 978-960-9421-11-9. (Αποσπάσματα από τον Πλούτο των Εθνών[95].)
*Σμιθ, Άνταμ (2010) [1η έκδοση: Ελληνικά Γράμματα 2000 (ISBN 978-960-344-912-6). 1η έκδοση στα αγγλικά: 1776]. Αστρινάκη, Άννα, επιμ. Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών [An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations]. Μετάφραση: Χρήστος Βαλλιάνος. Πρόλογος: Γ. Δουράκης (2η έκδοση). Αθήνα: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη. ISBN 978-960-469-739-7.
*Σμιθ, Άνταμ (2012) [1η έκδοση στα αγγλικά: 1759]. Δρόσος, Διονύσης Γ, επιμ. Η θεωρία των ηθικών συναισθημάτων [The Theory of Moral Sentiments]. Πρόλογος: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος. Μετάφραση-Εισαγωγή: Διονύσης Γ. Δρόσος. (1η έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. ISBN 978-960-02-2588-4.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου