Μόλις έφτασε στην αποβάθρα, ακούμπησε τη βαλίτσα και κοίταξε το μεγάλο ρολόι του σταθμού. Ήταν πέντε παρά είκοσι. Είχε τρία τέταρτα ακόμα ώσπου να περάσει η ταχεία. Θα σταματούσε, θα επιβιβαζόταν και θα έφευγε μακριά. Κάθισε στο γνώριμο παγκάκι, στην άκρη του υπόστεγου. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τη γραμμή ως πέρα στη μεγάλη στροφή, εκεί όπου ξεκινούσε το δάσος με τις αγριοκαστανιές.
Όσο πλησίαζε η προκαθορισμένη ώρα, ένιωθε μιαν ανεξήγητη νευρικότητα. Ανεξήγητη, διότι συνέβαινε παρά το ό,τι γνώριζε επακριβώς τι θα ακολουθήσει. Στην αρχή θα διέκρινε μόνο μια στήλη μαυρόασπρου καπνού να κινείται πάνω από τα δέντρα. Αν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός θα ακουγόταν και το αγκομαχητό της μηχανής καθώς ανέβαινε τη μικρή ανηφόρα ως το ξέφωτο. Αν είχε άπνοια ή αντίθετο άνεμο, η στήλη του καπνού θα πλησίαζε βουβά σαν σιωπηλός από την κούραση στρατιώτης.
«Σε λίγο θα φανεί!», μουρμούρισε λίγο πριν η ταχεία ξεπροβάλλει από τα τελευταία δέντρα. Φυσικά και φάνηκε. Στην ώρα της, όπως κάθε μέρα, μπήκε στην μεγάλη ευθεία. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Όταν ξεπρόβαλε και το τελευταίο βαγόνι από τα δέντρα, κοίταξε πάλι το μεγάλο ρολόι. Από εκείνη τη στιγμή είχε μετρήσει πως θα περνούσαν ακριβώς τρία λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα ώσπου να φτάσει στο σταθμό τους. Ίσα που προλάβαινε να σηκωθεί, να ισιώσει το τσαλακωμένο φουστάνι της, να ρίξει μια ματιά στο καθρεφτάκι της μήπως έπρεπε να ενισχύσει λίγο το κραγιόν στα χείλη της, να συγυρίσει το μαλλί της και να μετακινηθεί με τη βαλίτσα της ως την άκρη της αποβάθρας.
Ακριβώς σαράντα δευτερόλεπτα πριν από την άφιξη της αμαξοστοιχίας, ο σταθμάρχης θα έβγαινε από το γραφείο του. Σχεδόν ταυτόχρονα με την έξοδο του σταθμάρχη, ο μηχανοδηγός της ταχείας με τρία σφυρίγματα, δυο σύντομα και ένα μακρόσυρτο, θα ειδοποιούσε πως πλησίαζε. Ο σταθμάρχης βαστούσε το σινιάλο με το κόκκινο και το πράσινο χρώμα. Αν σήκωνε το πράσινο, η αμαξοστοιχία θα περνούσε χωρίς να σταθεί. Όμως, εκείνη ζούσε για να τον δει να σηκώνει το κόκκινο σινιάλο.
Ω! πόσα όνειρα είχε κάνει, όταν θα ερχόταν η στιγμή που ο σταθμάρχης θα σήκωνε το κόκκινο σινιάλο.
Η ταχεία θα έκοβε ταχύτητα και θα σταματούσε σιγά-σιγά στην αποβάθρα. Από τις κουκέτες θα ξεπρόβαλαν κυρίες με πλατιά καπέλα και κύριοι με κοστούμια. Θα έσκυβαν στα παράθυρα και θα ρωτούσαν πού βρίσκονται και σε πόσην ώρα θα φύγουν. Ο ελεγκτής θα άνοιγε την πλαϊνή πόρτα του βαγονιού και θα την βοηθούσε να ανεβεί με τη βαλίτσα της τα τρία απότομα σκαλοπάτια.
Μετά θα την οδηγούσε στην κουκέτα της. Θα έπιανε τη θέση δίπλα στο παράθυρο. Καθώς η ταχεία θα ξεκινούσε, θα έβλεπε την μικρή τους κωμόπολη να ταξιδεύει προς τα πίσω. Μετά από λίγο η μικρή πλατεία με το σιντριβάνι, το δημοτικό μέγαρο, το σχολειό και η εκκλησιά θα αποτελούσαν παρελθόν, ενώ εκείνη θα ταξίδευε με ταχύτητα προς το μέλλον.
Ω! πόσα όνειρα είχε κάνει για την στιγμή που θα σήκωνε το κόκκινο σινιάλο.
Από το πρόγραμμα που ήταν αναρτημένο στον πίνακα ανακοινώσεων του σταθμού είχε αποστηθίσει όλο το δρομολόγιο της ταχείας αμαξοστοιχίας. Γνώριζε κατά σειρά τις μεγάλες και τις μικρές πόλεις που στάθμευε αλλά και τα δεκάδες χώρια και κωμοπόλεις, τα οποία προσπερνούσε περιφρονητικά. Δεν είχε φτιαχτεί γι’ αυτά η ταχεία. Δεν ήταν μια απλή οτομοτρίς που γέμιζε από χωριάτες με ταγάρια στον ώμο και πάνινες φθαρμένες βαλίτσες και από λαϊκές μαντιλοδεμένες γυναίκες που κουβαλούσαν κοφίνια σκεπασμένα με ένα ραμμένο πανί. Αυτή ήταν η υπερήφανη ταχεία αμαξοστοιχία, που είχε κουκέτες ξεχωριστές για κάθε επιβάτη, σαλόνι με καφέ-μπαρ και σερβιτόρους με λευκά πουκάμισα.
Ήξερε πως θα περνούσε μέσα από τρεις μεγάλες σήραγγες και από πέντε μικρότερες· θα ταξίδευε πάνω σε ψηλά γεφύρια και μέσα από πυκνά δάση ώσπου να φτάσει στον τελικό προορισμό της, στην μεγάλη πόλη δίπλα στη θάλασσα.
Ω! πόσα όνειρα είχε κάνει, αν ο σταθμάρχης σήκωνε το κόκκινο σινιάλο.
Από το λιμάνι της μεγάλης πόλης θα ξεκινούσε το μεγάλο ταξίδι που ονειρευόταν από παιδί. Θα έφτανε σε τόπους μακρινούς, σε μέρη μαγικά, θα έψαχνε τον τόπο που οι άνθρωποι χαίρονται τη ζωή. Ίσως χρειαζόταν να ψάξει πολύ αλλά αυτό δεν την ένοιαζε. Θα ρωτούσε πολυταξιδεμένους καραβοκύρηδες, σοφούς απόμαχους της ζωής και γυναίκες ναυτικών. Δεν μπορεί, κάποιος, κάποτε θα είχε πλευρίσει με το πλοίο του το λιμάνι της χαράς.
Το είχε ονειρευτεί πολλές φορές αυτό το λιμάνι. Πρώτα θα αντίκριζε το ψηλό κάστρο, μετά θα φαίνονταν τα άσπρα σπιτάκια στην ακροθαλασσιά κι ύστερα η πολύβουη αποβάθρα. Οι ψαρόβαρκες θα σήκωναν τα δίχτυα τους, οι καμινάδες των σπιτιών θα μύριζαν ψημένο ψωμί και οι καφενέδες θα πρόσφεραν βανίλια υποβρύχιο στους ταξιδιώτες.
Αποκλείεται να το προσπεράσεις χωρίς να το αναγνωρίσεις. Ένα τέτοιο λιμάνι δεν το προσπερνάς απαρατήρητο. Στην απαλή αύρα θα αιωρούνταν το άρωμα των λουλουδιών, το τραγούδι των πουλιών και το μουρμούρισμα των ρυακιών. Οι αγκαλιές των γιαγιάδων στις αυλές, το χαμόγελο των κοριτσιών στο λιθόστρωτο, οι λεβέντικοι χοροί των παλικαριών στις πλατείες, μα προπαντός τα γέλια των παιδιών στην αμμουδιά, θα σε ανάγκαζαν να το προσέξεις.
Σαν έφτανε στο χαρούμενο νησί δεν θα έφευγε ποτέ ξανά.
Ω! πόσα όνειρα είχε κάνει!
Καθώς η ταχεία πλησίαζε, κοίταξε με αγωνία τον σταθμάρχη. Η αμαξοστοιχία για άλλη μια φορά δεν έκοψε ταχύτητα. Με ένα παρατεταμένο σφύριγμα, προσπέρασε το σταθμό. Μόλις πρόλαβε να σηκώσει το μαντίλι της. Ίσως την είδε ο μηχανοδηγός, γιατί πάτησε άλλη μια φορά τη σειρήνα, κάτι που δεν το συνήθιζε. Έβαλε το μαντίλι στην τσάντα της, σήκωσε τη βαλίτσα και προχώρησε προς την έξοδο του σταθμού.
-Καληνύχτα, είπε στον σταθμάρχη. Αύριο πάλι.
Αυτός κούνησε το κεφάλι σκεφτικός. Στο σταθμό της μικρής τους κωμόπολης η ταχεία των 6 και 25΄ δεν σταματούσε ποτέ.
Κι όμως, εκείνη δεν έχανε τις ελπίδες της. Ήταν σίγουρη πως κάποια στιγμή θα κατάφερνε να φύγει.
Θοδωρής Μπελίτσος, Ν. Σμύρνη, Ιούνιος 2020
Ακούγοντας The Band και Paul Butterfield στο ‘Mystery train’
Σημείωση: Ο πίνακας "Clareston Road, the last Signal Box" του Lawrence Roche αντλήθηκε από το "The Guild of Railway Artists"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου