Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

ΡΟΥΛΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ "ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΟΓΟ"



Ο πατέρας ήταν αγρότης, ζευγάς στα δικά μας χωράφια και σε ξένα. Το βιός μας λίγες ρίζες ελιές, ένα αμπέλι και κάμποσα ξερικά στρέμματα, όπου έσπερνε το σιτάρι της χρονιάς και το κριθάρι. Είχε ένα γαϊδουράκι κι ένα άλογο. Αυτά ήταν η «φτώχεια μας», όπως έλεγε η μάνα. Αλλά και ο πλούτος μας.
Μόνο που το άλογο ήταν σαν μέλος της οικογένειας. Έτσι το έβλεπα εγώ. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά; Η εικόνα του πατέρα και του αλόγου είναι βαθιά χαραγμένη μέσα μου. Περήφανος ο πατέρας. Έτσι το ίδιο περήφανο και το άλογο. Με το άλογο και το κάρο γίνονταν όλες οι δουλειές, να μεταφέρουμε τις ελιές στο λιοτρίβι, το λάδι, το στάρι κ.λ.π. Μ’ αυτό κάναμε όλες τις μετακινήσεις μας, απ’ την πόλη στο κτήμα ή στα διπλανά χωριά, σε κάποιο πανηγύρι. Το άλογο, μετά από αυτόν ήταν το πιο σημαντικό μέλος στην οικογένεια.
Ο πατέρας δεν είχε περίσσια λόγια, χάδια, και φιλιά. Αλλά μας αγαπούσε. Το ξέραμε, το βλέπαμε, όλη του ή έγνοια ήταν για μας. Η αγάπη του πατέρα δεν ήταν μόνο λόγια. Πολλές φορές όμως, έδειχνε πως το άλογο το πρόσεχε και το φρόντιζε περισσότερο. Το χάιδευε, του μιλούσε, έπαιρνε το ξυστρί να το ξεστρίψει, πρόσεχε αν τα πέταλά του είχαν φαγωθεί ή αν είχε μπει ανάμεσά τους κάποιο χαλικάκι ή αγκάθι. Το πήγαινε στον αλμπάνη* όταν καταλάβαινε από το βάδισμά του πως χρειαζόταν καινούρια πέταλα. Γνωρίζαμε πως αν ήταν καλά ο πατέρας και το άλογο, θα είμαστε κι εμείς καλά. Δεν είχαμε πολλά, αλλά δεν στερηθήκαμε τίποτα.
Ο πατέρας ξυπνούσε χαράματα να ετοιμαστεί για το κτήμα. Κάθε μέρα πήγαινε στα χωράφια εκτός τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Κάθε μέρα, αφού νιβότανε, πήγαινε στο υπνοδωμάτιο και κάτω από το εικονίσματα έκανε το σταυρό του και έλεγε δυο λόγια προσευχής. Το ίδιο έκανε και πριν κοιμηθεί. Μ’ ένα «Δόξα σοι ο Θεός» τελείωνε τη μέρα του. Πριν φύγει για τη δουλειά, έπινε τον καφέ του στη κουζίνα και έφερε στον ώμο του το τράστο*, όπου η μάνα του είχε βάλει το προσφάι της μέρας και το κρασί. Έτσι κινούσε τη μέρα του, χρόνια και χρόνια. Έτσι κυλούσε και η ζωή, με τις λιγοστές χαρές και με τις δυσκολίες.
Επέστρεφε το βράδυ, ακούγαμε τις ρόδες του κάρου, το χλιμίντρισμα του αλόγου και κάθε φορά έτρεχα στην αυλή ν’ ανοίξω τη δίφυλλη μεγάλη σιδερένια πόρτα. Και όταν ξέζευε το άλογο απ’ το κάρο, πήγαινα κοντά του, να πάρω το τράστο απ’ τα χέρια του. Η μάνα, παρότι μ’ έβλεπε να τρέχω προς τον πατέρα έλεγε: «Τράβα να πάρεις το τράστο του πατέρα σου. Είναι κουρασμένος». Ήταν σαν να έπαιρνα, μ’ αυτόν τον τρόπο, λίγη απ’ την κούραση της μέρας του. Πολλές φορές τον βοηθούσα να ξεζέψει το άλογο απ’ το κάρο ή να το ζέψει. Μετά έβαζα στον σούγλο* νερό να το ποτίσω. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινα το άλογο στο αχούρι και να βάλω στο παχνί, σανό ή κριθάρι στον ντορβά.
Αγαπούσα το άλογο, δεν το φοβήθηκα ποτέ. Πολλές φορές είχα ανέβει στην ράχη του δίχως σέλα να κάνω βόλτες. Η μάνα μου συνήθως φώναζε: «Κατέβα, γαργαλιέται το άλογο. Θα σε πετάξει χάμω». «Δεν με πετάει» απαντούσα με μια φωνή που πρόδιδε την παιδική μου αγωνία. Πραγματικά, ποτέ δεν με πέταξε. Εκείνα τα καλοκαίρια στο κτήμα, όταν γυρνούσε ο πατέρας από τα χωράφια, το έπαιρνα και το πήγαινα στο πηγάδι να το ποτίσω. Πάντα θυμόμουν τα λόγια της μάνας… «Το άλογο, είναι το πιο καθαρό ζώο. Ποτέ δεν πίνει νερό αν δεν είναι καθαρό. Ακόμη, κι αν πρώτα έχει πιει άνθρωπος. Είναι πιο καθαρό κι από εμάς, τους ανθρώπους». Φυσικά, ήθελα να το διαπιστώσω. Ανέσυρα τον κουβά με το κρύο νερό από το πηγάδι και ήπια πρώτη. Μετά, δίνω να πιει και ο Ψαρής. Έτσι φωνάζαμε το άλογο μας. Το μύρισε καλά κι αμέσως πίσω-πάτησε γυρνώντας το κεφάλι του από την άλλη μεριά. Όμως εγώ, είχα πιει νερό από τον ίδιο κουβά που πρώτα, είχε πιει ο Ψαρής. Άδειασα λοιπόν τον κουβά, τον γέμισα ξανά καθάριο νερό από το πηγάδι και ξεδίψασε.
Ένα καλοκαίρι, εκεί στα έντεκα μου χρόνια, το άλογό μας αρρώστησε. Ξάπλωσε στο χώμα κι όσο αν προσπαθούσε ο πατέρας να το κάνει να σηκωθεί, ήταν αδύνατον. Η μάνα, αναστατωμένη κι αυτή, έγραψε κάτι σ’ ένα χαρτί. Μου το έδωσε λέγοντας: «Τρέχα στο φαρμακείο και πες στον φαρμακοποιό ότι το άλογό μας είναι άρρωστο και να σου δώσει αυτό το φάρμακο». Πήρα το χαρτί στα χέρια κι άρχισε να τρέχω. Πέταξα τις σαγιονάρες που φορούσα κι ελευθερώθηκα Έφτασα γρήγορα στο κέντρο της πόλης και χωρίς ντροπή, επειδή ήμουν ξυπόλυτη, μπαίνω στο φαρμακείο. Με κομμένη την ανάσα είπα στον φαρμακοποιό τι ακριβώς ήθελα. Πήρα το φάρμακο και πάλι τρέχοντας επέστρεψα σπίτι. Έφεραν και τον κτηνίατρο να είναι σίγουροι. Το άλογο μετά από δύο μέρες ήταν καλά. Αν ψοφούσε το άλογό μας, δεν θα πεινούσαμε μόνο, δεν θα ζούσαμε.
Ύστερα από τέσσερα χρόνια, έφυγα για πάντα απ΄ την πόλη μας. Τα καλοκαίρια μόνο για λίγες μέρες πήγαινα να δω τους γονείς και τα’ αδέλφια μου.
Μα κάποιο καλοκαίρι, αισθάνθηκα ένα σαράκι να τρώει την ψυχή μου. Κάτι έλειπε, απουσίαζε. Μια διαίσθηση-αυτό το συναίσθημα πάλι. Ρώτησα τη μάνα: «Μάνα, τι κάνει το άλογο;» «Τώρα…πάει αυτό, ψόφησε». Έμεινα βουβή κι ένιωσα έναν κόμπο στο λαιμό να με πνίγει. Μαχαίρι στην καρδιά. Ένα διαρκές σφίξιμο στο στήθος, όπως όταν χάνουμε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Αργότερα, όταν συνήλθα, την ξαναρώτησα: «Και το κάρο;» «Το πουλήσαμε» «Και πώς πάει ο πατέρας στο κτήμα;» «Με το γαϊδουράκι». Ο πατέρας σ’ ένα γαϊδουράκι; Αυτός που χόρευε στα πανηγύρια όρθιος στη σέλα του αλόγου; Τώρα με το γαϊδουράκι; Αυτό ήταν ταπείνωση για τον πατέρα. Ίσως κατάλαβε η μάνα μου πώς ένοιωσα και θέλοντας μ’ αυτό τον τρόπο να με παρηγορήσει, πρόσθεσε: «Γέρασε πια ο πατέρας σου. Τι θαρρείς; Και να ζούσε το άλογο, δεν θα μπορούσε να το κάνει ζάφτι*».
Όμως βυθισμένη στις σκέψεις μου, σαν να μην άκουσα τα λόγια της. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Άραγε πώς να ένιωσε ο πατέρας όταν το άλογό μας άφησε την ύστερη του πνοή; Ολάκερη η ζωή του, η ζωή μας ήταν συνυφασμένη με αυτό το άλογο. Με τον Ψαρή μας. Ήμουν σίγουρη πως εκείνη την ημέρα, ο πατέρας θα ένιωσε αδύναμος χάνοντας το στήριγμά του. Αγαπούσα και πονούσα και τον πατέρα και το άλογο. Ένιωθα καλύτερα, με τη σκέψη ότι δεν ήμουν παρούσα σ’ εκείνη τη θλιβερή στιγμή κι ας η καρδιά μου πλάνταζε από έντονους και διαρκείς πόνους. Η οδύνη ήταν μεγάλη. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι για ένα ζώο. Δεν ξέρω για ποιον θα πονούσα περισσότερο. Άλλωστε για μένα, ο πατέρας και το άλογο ήταν ένα και το αυτό!
Το βραδάκι βγήκα στο δρόμο περιμένοντας την επιστροφή του. Πραγματικά, ήταν αλήθεια ο πατέρας γυρνούσε σπίτι με το γαϊδουράκι. Δεν άντεχα να τον βλέπω. Αυτή η εικόνα μου ήταν άγνωστη. Δεν ταίριαζε του πατέρα.

Μπήκα στο σπίτι και απ’ το τζάμι της πόρτας στην κουζίνα τον παρακολουθούσα. Όταν ο πατέρας έβγαλε το σαμάρι απ΄ το γαϊδουράκι, το πότισε, του έβαλε σανό και το πήγε στο αχούρι. Τότε κατέβηκα στην αυλή να πάρω το τράστο του, όπως έκανα όταν ήμουν παιδί. Να πάρω έτσι λίγη απ’ την κούραση της μέρας του. Κοίταξα με περίσσια αγάπη και στοργή τον πατέρα καθώς μου έδινε το τράστο. Ναι, γέρασε ο πατέρας… άσπρισαν τα όμορφα μαλλιά του. Το πρόσωπό του αυλακωμένο σαν τη γη που όργωνε τόσα χρόνια. Ο ήλιος, ο αέρας και ο ιδρώτας το είχαν σμιλέψει. Το κουρασμένο βλέμμα του ανέδυε μια μεθυστική γαλήνη. Εκείνη τη μέρα λοιπόν, για πρώτη φορά, είδα ζωγραφισμένη την κόπωση στο πρόσωπό του. Ο πατέρας μου ήταν πράγματι πολύ κουρασμένος.

Επεξηγήσεις:

*Αλμπάνης: Πεταλωτής.
*Τράστο: Υφαντό ταγάρι.
*Αχούρι: Σταύλος, εκεί βάζαμε και τις μπάλες με τον σανό.
*Ζάφτι: Κουμαντάρει, να το κάνει καλά.
*Σούγλος: Ντενεκές, κουβάς.

Ρούλα Τριανταφύλλου -Μνήμες 2019

η φωτογραφία από το διαδίκτυο








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου