Ζούσε κάποτε σ’ ένα μακρινό βασίλειο της Ανατολής ένας βασιλιάς. Οι τύχες και οι μοίρες τού χάρισαν όλα τα καλά του κόσμου, πέντε όμορφες κόρες αλλά ούτε ένα αγόρι.
Τα χρόνια περνούσαν, τα πλούτη του βασιλιά αύξαναν αλλά ταυτόχρονα μεγάλωνε και η θλίψη του για την έλλειψη αγοριού – διαδόχου. Σαν ένιωθε πως τα χρόνια περνούν και η ζωή του λιγόστευε, σκέφτηκε πως θα βρει τον κατάλληλο διάδοχο για το βασίλειό του.
Μια μέρα κάλεσε τους σοφούς του βασιλείου του για να συζητήσουν τον τρόπο διαδοχής του. Μαζί τους στη συζήτηση ήταν και οι πέντε κόρες του βασιλιά. Οι σοφοί γέροντες της χώρας πρότειναν στο βασιλιά να επιλέξει το ικανότερο αρχοντόπουλο το οποίο, αφού παντρευόταν μια από τις κόρες, θα γινόταν βασιλιάς. Άρεσε στον βασιλιά η πρόταση αυτή, αλλά δεν γνώριζε τον τρόπο να επιλέξει το ικανότερο αρχοντόπουλο. Τότε οι σοφοί τού είπαν να καλέσει όλα τα αρχοντόπουλα της χώρας, κι από αυτά να επιλέξει τα πέντε ικανότερα. Ο Βασιλιάς, όπως και οι κόρες του, συμφώνησαν με αυτήν την πρόταση και αμέσως έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο.
Μετά από πολλές μέρες και πολύ κόπο ο βασιλιάς και οι σοφοί γέροντες διάλεξαν τα πέντε αρχοντόπουλα. Σε αυτά συμφώνησαν και οι κόρες, γιατί αυτούς θα παντρεύονταν.
Η διαδοχή – το σχέδιο
Ένα πρωί ο βασιλιάς στη μεγάλη σάλα του παλατιού κάλεσε τα πέντε αρχοντόπουλα για να τους ανακοινώσει το σχέδιο της διαδοχής του. Με βαριά φωνή και έχοντας δίπλα τις κόρες του άρχισε να μιλά.
«Καλά μου αρχοντόπουλα, ο Θεός μου χάρισε πολλά πλούτη, όμορφες κόρες αλλά όχι και αγόρι για διάδοχο. Επειδή βλέπω το χρόνο να φεύγει και εγώ αρχίζω να γερνάω αποφάσισα πριν φύγω από τη ζωή να ορίσω το διάδοχό μου. Επειδή, όμως, θέλω ο διάδοχος να είναι ικανός για να κυβερνήσει αυτή τη χώρα, σκέφτηκα έναν τρόπο επιλογής του ικανότερου. Ελπίζω όλοι σας να συμφωνήσετε σε αυτό. ένας από σας θα επιλεγεί ως διάδοχος και θα παντρευτεί μια από τις κόρες μου, που θα γίνει και η βασίλισσα της χώρας».
Τα αρχοντόπουλα άκουγαν με προσοχή και αγωνία το σχέδιο του βασιλιά, θαύμασαν την προνοητικότητα και τιμιότητά του και περίμεναν να ακούσουν τις λεπτομέρειες του σχεδίου. Κάποιο αρχοντόπουλο πήρε το θάρρος και την άδεια του βασιλιά και είπε:
«Πολυχρονεμένε, βασιλιά μας, συμφωνούμε με αυτά που λες και περιμένουμε να ακούσουμε τις λεπτομέρειες του σχεδίου σας».
Ο βασιλιάς χάρηκε για την κατανόηση των αρχοντόπουλων και στη συνέχεια άρχισε να εξηγεί το υπόλοιπο μέρος του σχεδίου. «Θα σάς δώσω από μια μπάλα, ατόφια χρυσό. Θα την πετάξετε με δύναμη στο μεγάλο δρόμο της πόλης μας. Στο τέλος αυτού του δρόμου υπάρχει ένα σταυροδρόμι….. με πέντε πινακίδες που δείχνουν ποιο δρόμο θα βαδίσει ο καθένας. Ανάλογα με την πινακίδα που θα δείξει η μπάλα, εκεί θα πορευθεί και κάθε αρχοντόπουλο. Ο δρόμος που θα πάρετε θα σάς οδηγήσει σε τόπους άγνωστους. Θέλω ο καθένας σας, αφού περάσουν τρεις μήνες, να επιστρέψει στο παλάτι έχοντας μαζί του την απάντηση για το ποιο στοιχείο – γνώρισμα θεωρούν ως σημαντικότερο για έναν λαό κι ένα βασιλιά. Όποιος φέρει την καλύτερη απάντηση θα παντρευτεί μια από τις κόρες μου και θα γίνει ο βασιλιάς αυτής της χώρας».
Κάθε αρχοντόπουλο πήρε τη χρυσή μπάλα και άρχισε να τη ρίχνει στο μεγάλο δρόμο. Στο τέλος ο καθένας είδε σε ποια πινακίδα στάθηκε η μπάλα και ανάλογα άρχισε το μεγάλο οδοιπορικό.
Το πρώτο αρχοντόπουλο αρχίζει να βαδίζει το δρόμο της οργής. Μετά από μέρες πεζοπορίας φθάνει σε μια χώρα περίεργη. Άνθρωποι οργισμένοι και θυμωμένοι στους δρόμους. Ένταση και θυμός για όλα. Μια ζωντάνια και μια αντίδραση για όλα. Όλοι σε εγρήγορση. Ευαίσθητοι και εκρηκτικοί. Απείθαρχοι και ανυπότακτοι. Δύσκολα ηρεμούν αλλά και δύσκολα τους πείθεις. Πιο δύσκολο, όμως, να τους επιβάλεις κάτι μη αρεστό. Η ανησυχία και η έκρηξη κυριαρχούν.
Το δεύτερο αρχοντόπουλο παίρνει το δρόμο της αγάπης. Φθάνει σε μια χώρα όπου βασιλεύει η αλληλεγγύη, η ηρεμία και η αλληλοβοήθεια. Οι άνθρωποι συνεννοούνται κι επικοινωνούν σε πνεύμα κατανόησης και αδελφοσύνης. Οι έχθρες και οι έριδες απουσιάζουν. Πρόσωπα ήρεμα κι άνθρωποι έτοιμοι να σου συμπαρασταθούν. Η ψυχή τους είναι πλούσια σε ανθρωπιά.. Κάθε πράξη τους στοχεύει στην εξάλειψη του πόνου του άλλου. Η φιλευσπλαχνία παντού κυριαρχεί.
Το μονοπάτι της δράσης πήρε το τρίτο αρχοντόπουλο. Στο δρόμο προς τη χώρα της δράσης βλέπει ανθρώπους αεικίνητους και αισιόδοξους. Παντού η ενέργεια, η αποφασιστικότητα και η πρωτοβουλία. Μια σιγουριά στα πρόσωπα όλων και μια αίσθηση δύναμης και υπεροχής. Μαχητές και δημιουργικοί δεν ησυχάζουν ποτέ. Δημιουργούν, χτίζουν, ελπίζουν και κοιτάζουν με θάρρος το μέλλον. Πιο εύκολα φτάνουν στο έργο και λιγότερο χάνονται σε ανούσιες σκέψεις.
Το δρόμο της σκέψης ακολούθησε το τέταρτο αρχοντόπουλο. Στη χώρα αυτή όλοι οι άνθρωποι στους δρόμους και την αγορά σκέπτονταν και συζητούσαν. Καθημερινά διαλογίζονταν για όλα και εξέταζαν τα πάντα ορθολογικά. Ένας αέναος προβληματισμός και μια πνευματικότητα διέκρινε τους πολίτες. Θεωρίες και ιδέες περνούσαν από άτομο σε άτομο και όλη η χώρα ήταν ένα εργαστήρι πνευματικής έρευνας, συζήτησης και θεωρητικών αναζητήσεων.
Τον τελευταίο δρόμο των λέξεων επέλεξε το πέμπτο αρχοντόπουλο, που ήταν και το μικρότερο σε ηλικία. Καθώς βάδιζε στους κεντρικούς δρόμους της πόλης έβλεπε πολύ σεμνούς και στοχαστικούς ανθρώπους που κρατούσαν ένα χαρτί και ένα μολύβι και σημείωναν λέξεις σπάνιες, περίεργες και εύηχες. Όταν συζητούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν λέξεις ακριβείς και πλούσιες σε περιεχόμενο. Ντύθηκε το αρχοντόπουλο φτωχικά και καθόταν σε μια γωνιά του δρόμου ως ζητιάνος. Καθώς οι περαστικοί τον βοηθούσαν, το αρχοντόπουλο σημείωνε τις λέξεις που άκουγε από τους ανθρώπους… σιγά – σιγά γέμισε τρία βιβλία με σπάνιες λέξεις. Τις άλλες ώρες της ημέρας πήγαινε σε άλλα μέρη και παρακολούθησε τον τρόπο που σκέπτονταν και επικοινωνούσαν. Όλη η χώρα έμοιαζε με ένα εργαστήρι λέξεων και σκέψεων και οι άνθρωποι ακτινοβολούσαν στοχαστικότητα και πνευματικότητα.
Εν τω μεταξύ όσο τα αρχοντόπουλα βρίσκονταν μακριά από το βασίλειο και πλησίαζε ο καιρός να γυρίσουν πίσω φέρνοντας μαζί τους και ό,τι έμαθαν τους άλλους τόπους, ο βασιλιάς κάλεσε τις πέντε κόρες και τις πρότεινε και οι ίδιες να πάνε σε διαφορετικές χώρες και γυρίζοντας να φέρουν μαζί τους ό,τι πολύτιμο βρουν. Έδωσε σε κάθε μια ένα χρυσό κουτί για να βάλουν μέσα τα πολυτιμότερα.
Οι πέντε κόρες
Η πρώτη κόρη στη χώρα που έφθασε συγκέντρωσε πολλά χρυσά νομίσματα νομίζοντας πως με αυτά θα πείσει τον πατέρα της και το μέλλοντα διάδοχο.
Η δεύτερη κόρη αρκέστηκε στη συλλογή πανάκριβων λίθων και διαμαντιών ελπίζοντας να εντυπωσιάσει ως μελλοντική βασίλισσα.
Η τρίτη πιο λογική στο χρυσό κουτί έβαλε σπόρους λουλουδιών και φυτών. Έβλεπε καθαρά πως ο πλούτος και η ευτυχία μιας χώρας θα εξαρτηθεί από τον πλούτο της γης και την ποικιλία των προϊόντων.
Η τέταρτη κόρη, πιο ρεαλίστρια και πιο κοντά στις ανάγκες της νέας εποχής, εντυπωσιάστηκε στη χώρα που πήγε από μικρά και χρηστικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης που κάνουν τη ζωή των ανθρώπων ευκολότερη και την οικονομία πιο υγιή. Μικρά λοιπόν αντικείμενα και εργαλεία χώρεσαν στο χρυσό κουτί αυτής της κόρης.
Η τελευταία και η μικρότερη κόρη, πιο ευαίσθητη και ανήσυχη, βρέθηκε σε μια χώρα περίεργη. Για να μπορέσει να τη γνωρίσει καλύτερα ντύθηκε φτωχά. Έβλεπε γύρω της ανθρώπους να κοιτάζονται, να μιλούν ευγενικά με λέξεις και λόγια όμορφα και πειστικά. Τα σπίτια των ανθρώπων γεμάτα βιβλία και πίνακες ζωγραφικής. Κάθε μέρα περνούσε από ένα κεντρικό δρόμο όπου σύχναζε ένας ζητιάνος σεμνός που κρατούσε ένα μικρό βιβλίο με λευκές σελίδες και σημείωνε κάτι συνεχώς. Έριχνε κάθε φορά στο ζητιάνο κι από ένα χρυσό νόμισμα, κάτι που προκαλούσε την περιέργειά του. Κάποια μέρα και καθώς η κόρη έριχνε το χρυσό νόμισμα στο φτωχό πανέρι του ζητιάνου συνέβη κάτι ασυνήθιστο. Ο ζητιάνος σταμάτησε για λίγο την κόρη, την ευχαρίστησε για τη βοήθειά της και της έδωσε ένα βιβλίο, γεμάτο με λέξεις, που σημείωνε κάθε μέρα.
Η κόρη ξαφνιάστηκε, τον ευχαρίστησε κι έφυγε χαρούμενη. Το βράδυ πριν κοιμηθεί άκουσε μια φωνή περίεργη. «Να ο πλούτος που ψάχνεις…. Το μικρό αυτό βιβλίο του ζητιάνου να το βάλεις στο χρυσό κουτί και να γυρίσεις γρήγορα στον πατέρα σου». Η κόρη ένιωσε περίεργα, κοιμήθηκε και το πρωί θυμήθηκε εκείνη την περίεργη φωνή. Σκέφτηκε πως κάποια τύχη τη βοηθά, έβαλε το μικρό βιβλίο στο χρυσό κουτί κι ετοιμάστηκε να γυρίσει στο βασίλειο του πατέρα της.
Ωστόσο, όσο οι πέντε κόρες γύρευαν το πολυτιμότερο αγαθό τα πέντε αρχοντόπουλα γύρισαν στο παλάτι, όπως είχε συμφωνηθεί. Ο κόσμος αγωνιούσε για τον νικητή και το μέλλοντα βασιλιά. Τα πέντε αρχοντόπουλα παρουσιάστηκαν όλα μαζί στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού μπροστά στο Βασιλιά και το συμβούλιο των σοφών. Όλοι λαχταρούσαν τη στιγμή που κάθε αρχοντόπουλο θα παρουσίαζε εκείνο το στοιχείο που θεωρείται το σημαντικότερο για ένα βασιλιά και λαό.
Η οργή
Το πρώτο αρχοντόπουλο παρουσίασε ως σημαντικό στοιχείο την ΟΡΓΗ, εξηγώντας πως αυτή κρατά σε εγρήγορση το βασιλιά και τον καθιστά ικανό να αντιδρά στο άδικο και το κακό. Έτσι βέβαια πρέπει να είναι και ο λαός. Γιατί η απουσία της οργής συνοδεύεται από οκνηρία και ύπνωση.
Ξαφνιάστηκε ο βασιλιάς με την πρότασή του, ενώ οι σοφοί έπεσαν σε βαθιά περισυλλογή.
Η αγάπη
Το δεύτερο αρχοντόπουλο πρότεινε την ΑΓΑΠΗ. Αυτή, έλεγε, πως θα κάνει ένα βασιλιά ανθρώπινο και αγαπητό στο λαό. Η αγάπη επίσης θα βοηθήσει να είναι ο λαός μονιασμένος και θα εξαλειφθούν οι συγκρούσεις.
Άρεσε στο βασιλιά η πρόταση αυτή, ενώ οι σοφοί ενθουσιάστηκαν, ωστόσο ανυπομονούσαν για τις προτάσεις των άλλων.
Η δράση
Ήρθε η σειρά του τρίτου αρχοντόπουλου. Όλοι περίμεναν τη δική του πρόταση. Αυτός προτείνει ως στοιχείο τη ΔΡΑΣΗ. Μόνο αυτή είπε κάνει το βασιλιά κινητικό και ενεργητικό. Ένα βασιλιά που παλεύει για το καλό του λαού και δεν αφήνεται μόνο στις απολαύσεις των απολαβών του. Μόνο έτσι ο λαός θα δημιουργήσει και θα προοδεύσει, γιατί ό,τι δεν δρα είναι νεκρό.
Απόρησε ο βασιλιάς για την πρότασή του, ενώ οι σοφοί ακούγοντας και τους προηγούμενους βυθίστηκαν ακόμη περισσότερο στα διλήμματά τους για την καλύτερη πρόταση.
Η σκέψη
Το τέταρτο αρχοντόπουλο ακούγοντας τα προηγούμενα φάνηκε λίγο διστακτικό. Ωστόσο έδωσε τη δική του πρόταση, τη ΣΚΕΨΗ. Εξήγησε πως αυτή είναι το μέγιστο προσόν ενός άξιου βασιλιά. Ένας βασιλιάς που σκέπτεται, παίρνει και σωστές αποφάσεις, χωρίς να σέρνεται από τα βίαια συναισθήματα. Ένας λαός σκεπτόμενος κρίνει σωστά τα καθημερινά, τις πράξεις του βασιλιά και δεν λαθεύει στη ζωή του.
Άρεσε στο βασιλιά η πρόταση αυτή. Οι σοφοί ένιωσαν ανακούφιση, γιατί ένα από τα αρχοντόπουλα πρότεινε αυτό, που τους χαρακτηρίζει, η σοφία.
Η λέξη
Όλοι όμως αγωνιούσαν για το πέμπτο αρχοντόπουλο, που ήταν και το μικρότερο. Τι άραγε θα πρότεινε;
Διστακτικό στην αρχή το πέμπτο αρχοντόπουλο. Μετά από πολλή σκέψη και αυτογνωσία άρχισε να μιλά για τη ΛΕΞΗ ως το κυριότερο στοιχείο. Όλα στη ζωή μας είναι λέξεις. Σκέψεις, συναισθήματα, διαταγές, συμπεριφορές. Ένας λαός που γνωρίζει πολλές λέξεις καταλαβαίνει καλύτερα τον κόσμο και τον εαυτό του. Ένας βασιλιάς που χειρίζεται σωστά το λόγο μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα το λαό, χωρίς άλλα «όπλα».
Η αξιολόγηση – Η επιλογή της λέξης
Ο βασιλιάς παραξενεύτηκε από την πρότασή του, ενώ οι σοφοί φάνηκαν απροετοίμαστοι για μια τέτοια πρόταση….
Τα πέντε αρχοντόπουλα έφυγαν από την αίθουσα κι άφησαν μόνο του το βασιλιά και τους σοφούς για την αξιολόγηση των προτάσεων. Εν τω μεταξύ ο λαός έμαθε για τις προτάσεις κι άρχισε το σχολιασμό τους. Οι γνώμες διχάστηκαν κι η αβεβαιότητα πλανιόταν παντού. Ποιανού η πρόταση θα γίνει αποδεκτή;
Ο βασιλιάς και οι σοφοί εξέτασαν κάθε πρόταση χωριστά, τονίζοντας τα θετικά και τα αρνητικά. Τις περισσότερες θετικές γνώμες συγκέντρωσε η πρόταση του πέμπτου αρχοντόπουλου, η ΛΕΞΗ, την οποία υποστήριξε με πάθος και επιχειρήματα ο γηραιότερος. Μεταξύ άλλων είπε.
«Η πρώτη πρόταση είναι καλή, αλλά δεν μπορεί η οργή να αποτελεί ασφαλές γνώρισμα για ένα βασιλιά κι ένα λαό. Η οργή πολλές φορές προκαλεί αδικίες κι εχθρότητες. Η αγάπη είναι καλή, έγινε η βάση μιας θρησκείας, αλλά δεν μπορεί όμως να κρατήσει ένα βασίλειο, ούτε ένα λαό. Είναι κάτι ανέφικτο και λίγο άδικο. Δεν μπορεί να μοιράζεται εύκολα σε όλους. Η δράση, ως πρόταση, καλή, αλλά προϋποθέτει τη σκέψη και το στοχασμό. Η αστόχαστη δράση είναι επικίνδυνη. Η σκέψη φαίνεται να πείθει ως στοιχείο, αλλά πολλές φορές οδηγεί σε ατέλειωτους προβληματισμούς και αναβλητικότητα. Ο βασιλιάς και ο λαός χρειάζονται γρήγορες αποφάσεις κι αποδεκτές από όλους».
Συνεχίζοντας ο γηραιότερος είπε «πίσω λοιπόν από την οργή, την αγάπη, τη δράση και τη σκέψη βρίσκονται οι ΛΕΞΕΙΣ. Μόνο αυτές ορίζουν τα στοιχεία αυτά. Μ’ αυτές ο βασιλιάς θα μπορεί να ορίζει το καλό, το ηθικό, το δίκαιο και το αναγκαίο. Μόνο με αυτές θα μπορεί να φοβίζει αλλά και να εμψυχώνει το λαό. Η λέξη είναι η δύναμη της εξουσίας. Αλλά και ο λαός χρειάζεται τις λέξεις. Αυτές που δίνουν την ευκαιρία να ερμηνεύει την ουσία των πραγμάτων αλλά και του κόσμου».
Η θέση του γηραιότερου σοφού έγινε αποδεκτή από όλους. Ο βασιλιάς κάλεσε τα πέντε αρχοντόπουλα και τους ανακοίνωσε την τελική του επιλογή, λέγοντας:
«Άξια αρχοντόπουλα, βασιλιάς θα γίνει το μικρότερο αρχοντόπουλο, που πρότεινε τη ΛΕΞΗ». Όλοι συγχάρηκαν το νικητή και του ευχήθηκαν καλή τύχη.
Όπως όμως είχε συμφωνηθεί ο νικητής θα παντρευόταν ως βασίλισσα εκείνη την κόρη που θα έφερνε το πολυτιμότερο αγαθό. Τα υπόλοιπα αρχοντόπουλα θα παντρεύονταν τις άλλες κόρες.
Οι κόρες και τα χρυσά κουτιά
Πλησίασε, όμως, και η ώρα επιστροφής των πέντε θυγατέρων με τα χρυσά κουτιά. Στη μεγάλη αίθουσα παρόντες ο γερο-βασιλιάς και ο διάδοχος – νικητής. Οι κόρες εμφανίστηκαν όλες μαζί κι άρχισε μια – μια να δείχνει το θησαυρό που έφερε για να γίνει βασίλισσα.
Η πρώτη εμφανίστηκε ταλαιπωρημένη και το μόνο που πρόσφερε ήταν ένα χρυσό νόμισμα. Δικαιολογήθηκε πως κάποιοι ληστές στο δρόμο της έκλεψαν όλο το θησαυρό. Ωστόσο και η δεύτερη παραπονέθηκε πως κακοποιοί τη λήστεψαν και πως το μόνο που διέσωσε ήταν ένα μαργαριτάρι. «Αυτό μου έμεινε» είπε κλαίγοντας. Η τρίτη είχε τη δική της ατυχία. Μια δυνατή βροχή γέμισε το ποτάμι και καθώς προσπαθούσε να το περάσει έχασε όλους τους σπόρους. Της έμεινε μόνο ο σπόρος ενός σπάνιου λουλουδιού, που είχε όλα τα χρώματα της φύσης. «Κρίμα» είπε. «Μπορούσα να κάνω πιο πλούσια τη γη μας, αν είχα σώσει περισσότερους σπόρους». Η τέταρτη εξομολογήθηκε πως στην επιστροφή μην αντέχοντας το βάρος των εργαλείων αναγκάστηκε να τα πετάξει όλα, εκτός από ένα μαγικό «μαχαίρι». «Αυτό» είπε «κάνει για όλες τις δουλειές».
Σειρά είχε η τελευταία κόρη που δεν αναγνωρίστηκε από τον πατέρα της, γιατί κάποια «καλή» νεράιδα στο δρόμο την έκανε άσχημη, για να τη σώσει από τους ληστές. Μέσα από τα φτωχά της ρούχα βγάζει ένα βιβλίο με κίτρινα φύλλα γεμάτα από λέξεις. Λέξεις από όλον τον κόσμο. Το έδειξε με φόβο και σεμνότητα, σίγουρη πως δεν θα εκτιμηθεί από κανέναν.
Το βιβλίο
Το αρχοντόπουλο – διάδοχος βασιλιάς μόλις το είδε το βιβλίο, το αναγνώρισε, όχι όμως και την κόρη. Θυμήθηκε την ιστορία με τη ζητιανιά του και το κορίτσι που του έδινε κάθε φορά κι ένα χρυσό νόμισμα. Εν τω μεταξύ η κόρη άρχισε να διηγείται την ιστορία για το πώς βρήκε αλλά κι επέλεξε αυτό το βιβλίο ως θησαυρό ζωής και πολύτιμο στοιχείο. «Νομίζω», είπε «πως το βιβλίο με τις λέξεις δεν χάνεται αλλά κάθε μέρα γίνεται και πιο πλούσιο, όπως κι αυτός που το διαβάζει. Κι αυτό μας ενδιαφέρει… πως θα γίνουμε πλουσιότεροι… κι αυτός ο πλούτος δεν χάνεται… δεν είναι φθαρτός».
Η κόρη τελείωσε και ο πατέρας της καθώς και ο νέος βασιλιάς συγκινήθηκαν από την ιστορία της αλλά και τα λεγόμενά της.
Το αρχοντόπουλο γνώρισε την κόρη, αλλά πώς θα παντρευόταν μια άσχημη βασιλοπούλα; Σκέφτηκε πολύ και καθώς θυμήθηκε όλη την παλιά του ιστορία – γνωριμία με την κόρη, μέσα του έκλαψε και πήρε την απόφαση.
«Βασιλιά – πατέρα, εγώ αυτή, την τελευταία θα παντρευτώ. Παραβλέπω την ασχήμια της. Πλούτος της κι ομορφιά της είναι τα λόγια της, οι σκέψεις της και πάνω απ’ όλα οι επιλογές της. Εξάλλου και οι δυο τα ίδια πράγματα φέραμε ως στοιχεία για έναν ικανό βασιλιά κι ένα λαό ευτυχισμένο. Τις λέξεις. Γιατί αυτές και το φόβο μπορούν να σταματήσουν και τη λύπη να διώξουν και χαρά να προκαλέσουν και τον οίκτο να αυξήσουν. Αυτές είναι η χώρα μας…. Αυτές είμαστε όλοι μας…»
Ο γάμος
Τότε ο βασιλιάς συγκινημένος σηκώθηκε κάλεσε το αρχοντόπουλο – διάδοχο και την κόρη κοντά του, τους αγκάλιασε και τους ανακήρυξε ως το νέο βασιλικό ζευγάρι. Εκείνη την ώρα μια αύρα διαπερνά την αίθουσα και η κόρη – βασιλοπούλα αποκτά την παλιά της μορφή. Έλαμψε ο χώρος από την ομορφιά της. Όλοι χάρηκαν και περισσότερο το αρχοντόπουλο, γιατί δίπλα του θα είχε μια πανέμορφη βασίλισσα.
Οι γάμοι ορίστηκαν, καλέστηκε όλος ο λαός και κάθε προσκεκλημένος, όμως, υποχρεώθηκε αντί για δώρο να έχει μαζί του ένα χαρτί πάνω στο οποίο να είναι γραμμένη η αγαπημένη τους λέξη.
Ακολούθησε ο γάμος και όλοι φάνταζαν ευτυχισμένοι… Από τις λέξεις των καλεσμένων άρχισε να γράφεται το βιβλίο της χώρας… Σιγά – σιγά και τα γειτονικά βασίλεια έπραξαν το ίδιο κι έτσι μέχρι σήμερα γράφεται το βιβλίο του κόσμου.
*** Το παραμύθι είναι διασκευή από αυτό που άκουσα από την γιαγιά μου στην παιδική μου ηλικία…. In memoriam…..
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου