Ricardo Fernandez Ortega art
Αναζητώντας την Κλειώ (Για μια θέση στον παράδεισο)
Κάποτε ήταν ένας γόης, όλοι είχαν να το λένε, δίχως άλλο ,αντίρρηση καμία, οι άνδρες φοβόνταν τη γυναίκα τους μη χάσουν και οι γυναίκες λέγαν πως δεν μπορούσαν κάτι να του αρνηθούν, ίσως και να του αντισταθούν.
Ο τρόπος που τις πλησίαζε παρορμητικός ,ο τρόπος που τις μιλούσε αόριστος μελλοντικός ,
για το παρόν όμως …υπερθετικός , ο τρόπος που τις κοίταζε διεισδυτικός, η αυτοπεποίθηση του μοναδική, η διεκδίκηση του αφοπλιστική.
Ο Πάρις το ήξερε καλά αυτό, το είχε συνειδητοποιήσει και το εκμεταλλευόταν στο έπακρο παντού και πάντα, στη παρέα ,στη δουλειά ,όπου μπορούσε , περήφανος ήταν και καμάρωνε γι΄ αυτό .
Του άρεσε να διηγείται τις περιπέτειες του ,να τον θαυμάζουν ,μα και στις γυναίκες άρεσε να αφήνονται στο απατηλό του όνειρο ,λάτρευαν να τις συνεπαίρνει , ίσως όχι όλες, πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά τις περισσότερες οφείλουμε να παραδεχτούμε πως τις κατακτούσε.
Εκτός των άλλων αγαπούσε τον αθλητισμό, του άρεσε να τρέχει, σαν τελείωνε τις δουλειές του δεν τον κρατούσε τίποτα ,έφευγε κατευθείαν από το σπίτι του και έτρεχε, μάλιστα έπαιρνε μέρος σε κάθε μαραθώνιο μικρό η μεγάλο, τα όρια της αντοχής του να δει, και είχε διακριθεί ,μετάλλια πολλά και καυχιότανε για αυτά ,χρυσά χάλκινα και αργυρά, τον λάτρευαν γι΄ αυτό , τον ζήλευαν τον είχαν για θεό, τούτο μόνο θα σας πω.
Χρησιμοποιούσε το χάρισμα που είχε αναπτύξει (να γοητεύει) με το καιρό και άφηνε τις γυναίκες γοητευμένες να αφήνονται στο όνειρο που ήθελαν να χαθούν και…. που τους πρόσφερε απλόχερα. Μόνο όταν τελείωνε η παράσταση ,μόνο όταν τον έβλεπαν να παίρνει το αδιάφορο ύφος, να αλλάζει από τη μια ημέρα στην άλλη ,να φοράει τη παγωμένη μάσκα, τότε σα να ανατρίχιαζαν σαν να μη μπορούσαν να καταλάβουν τι έγινε ,πως αυτή η τόσο θερμή συμπεριφορά μεταμορφωνόταν. Ποιο ήταν το αληθινό του πρόσωπο ,το πρώτο αυτό που τις κατακτούσε , αυτό που τις γοήτευε η αυτό που τις άφηνε να αναρωτιούνται τι συνέβη.
Και τελικά έμεναν γοητευμένες αναπολώντας τη συντροφιά του θαυμάζοντας τον, γνωρίζοντας συνειδητά πως όλα ένα όμορφο όνειρο είναι, που… όπως σε όλα τα όνειρα, κάποια στιγμή ξυπνάμε μα δεν παραπονιόμαστε που χάθηκε, απλά θα θέλαμε να ήταν μια πραγματικότητα που θα διαρκούσε για πάντα ,αλλά αυτό δεν γίνεται… όλοι το ξέρουμε.
Όλοι ξέρουμε πως τα όνειρα τα φανταχτερά τα τόσο μα τόσο ελκυστικά ,είναι δυστυχώς απατηλά, διαρκούν λίγο, άλλωστε αν το καλοσκεφτεί κανείς ,ούτως η άλλως ξεφτίζουν τα όνειρα ,σαν προσπαθήσουμε να τα φέρουμε στη ζωή μας , φθείρονται από κάτι που λέγεται πραγματικότητα και όσες το είχαν συνειδητοποιήσει δεν είχαν παράπονο, παρέμεναν στη σκιά της ζωής του και απλά τον παρατηρούσαν η με τον καιρό τον ξεχνούσαν ,οι υπόλοιπες έμεναν με το πληγωμένο τους εγωισμό ,αν και έτοιμες να τον συγχωρέσουν αν το επιθυμούσε και ας μη το ομολογούσαν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό.
Το τελευταίο όμως καιρό ο Πάρις φερόταν παράξενα, είχε ένα ανεξήγητο πείσμα σαν να ήθελε κάτι που δεν μπόρεσε πουθενά να βρει , ήθελε απεγνωσμένα να κερδίσει την αγάπη και ας μην την έδινε αυτός , πίστευε πως μπορούσε να τη ζωγραφίσει με τόσο όμορφα χρώματα ,τόσο σαγηνευτικά τόσο απατηλά με τα λόγια του, με τόσο πόθο και πάθος ειπωμένα, που δεν χρειαζόταν να είναι πραγματικά ,τους έφτανε που τα έφτιαχνε σκεφτότανε και τις άφηνε να τα αγγίξουν μα μετά τα εξαφάνιζε , τόσο ξαφνικά όσο τα εμφάνιζε.
Όμως ένας προσεκτικός παρατηρητής θα παρατηρούσε ,μια σκιά στα μάτια του ,μια θλίψη, ίσως και αυτό να ήταν που δημιουργούσε ασυναίσθητα ένα μυστήριο γύρο του και ως γνωστόν οι γυναίκες γοητεύονται από τα μυστήρια , θέλουν να τις αφήνεις να φαντάζονται, να αφήνονται στο άγνωστο ,μόνο άμα έχουν πάθει τα φοβούνται και γίνονται καχύποπτες αλλά και πάλι καμιά φορά αφήνουν τον εαυτό τους να υποκύψει στη γοητεία του άγνωστου , τα παιχνίδια της καρδιάς τους αρέσουν ακόμη και αν είναι επικίνδυνα …ίσως αυτή η πρόκληση τις γοητεύει, ίσως αδημονούν να υποτάξουν και αυτές με τη σειρά τους αυτόν που κατάκτησε τη καρδιά τους τόσο εύκολα και όσο πιο δύσκολο , πιο μεγάλο το κατόρθωμα, τόσο πιο μεγάλη αξία έχει ,ίσως λέω, δεν ξέρω….
Πάντως ένα το σίγουρο , πως ,τώρα τελευταία ο Πάρις είχε γίνει σιωπηλός, νευρικός ,σαν να μη ήθελε τίποτα, σα να μη τον ευχαριστούσε τίποτα , σα να μη μπορούσε να βρει χαρά πουθενά, άλλες φορές πάλι γινόταν αυταρχικός και προσπαθούσε με κάθε μέσο να επιβάλλει τη δική του άποψη και θέληση και αν δεν τα κατάφερνε θύμωνε και μετά έπεφτε σε μελαγχολία, σχεδόν σε κατάθλιψη , οι μεταπτώσεις του συχνές και αιφνιδιαστικές.
ΙΙ
Σήμερα όμως ήταν μια ξεχωριστή ημέρα . Σήμερα είχε ένα ραντεβού, που το κανόνιζε με το μυαλό του εδώ και πολύ καιρό ,αλλά που συνεχώς το ανέβαλλε. Σήμερα είχε αποφασίσει να ζήσει μια βραδιά με τη Κλειώ , που αγάπησε όσο τίποτα στη ζωή του, που ονειρεύτηκε όπως ποτέ δεν είχε ξανά ονειρευτεί, ότι έλεγε στις γυναίκες της ζωής του, στη πραγματικότητα σε αυτήν τα έλεγε, σε αυτήν απευθυνότανε, στα μάτια τους τη ματιά της Κλειώ προσπαθούσε να δει, στην αγάπη τους κάτι που να μοιάζει στην αγάπη της Κλειώ, όπως την είχε φανταστεί ,έψαχνε να βρει.
Αυτή τη φορά, όμως το πήρε απόφαση, δεν άντεχε άλλο, η θλίψη θρυμμάτιζε τη ψυχή του ,που δεν της μίλησε ποτέ και μόνο με τη σκέψη πως θα την έβλεπε και πάλι να βρίσκεται δίπλα του ,κοντά του ίσως και στην αγκαλιά του, μια λαχτάρα τον πλημμύριζε για το απαγορευμένο ,το ανέφικτο, το ανεκπλήρωτο, ένοιωθε μια δύναμη να τον γεμίζει , να τον κάνει πλούσιο να προσφέρει , να δώσει , να αγαπήσει , από την άλλη όμως σα να φοβόταν ,σα να ένοιωθε αδύναμος σα μικρό παιδί που τρόμαξε από κάποιο κακό όνειρο και που ήταν αναγκασμένο για κάποιο άγνωστο μα επιτακτικό λόγο να ξαναδεί .
Πολλές φορές χανόταν στις σκέψεις του και με κόπο οι γύρο του προσπαθούσαν να τον ξαναφέρουν πίσω στο πραγματικό κόσμο.
Ένοιωθε μια πλημμύρα από θλίψη, κάτι σα να του ματώνει τη καρδιά , ήταν ανήσυχος, οι αϋπνίες όλο και πιο συχνά τον επισκέπτονταν ,κάνοντας τον να μη μπορεί να συγκεντρωθεί, να μην έχει κουράγιο να δουλέψει, να σκεφτεί, να χαρεί.
Έτσι αποφάσισε επιτέλους να συναντηθεί με αυτή που πραγματικά αγαπούσε ,με αυτή που πραγματικά είχε ερωτευτεί, αυτή που ..μόνο αυτή ήθελε να έχει δική του ,με αυτή που ,όταν ήταν μόνος του της μιλούσε , της έλεγε αστεία, το πόνο του ,την αγάπη του, το θυμό του ,το παράπονο του, μάλιστα κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί της έλεγε καληνύχτα ,κάθε πρωί καλημέρα, ότι του συνέβαινε της το έλεγε , λες και ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε να μιλήσει, να του εκμυστηρευτεί ,να του ανοίξει τη ψυχή του. Ο μόνος άνθρωπος που είχε σε αυτόν στο κόσμο .
Πάντως τώρα τελευταία είχε κλειστεί στον εαυτό του ,όλοι είχαν αντιληφθεί τη αλλαγή, αν και η αλήθεια είναι και παλιότερα που μιλούσε ,ποτέ δεν μίλαγε για τον εαυτό του ,πάντα αστεία έλεγε, πείραζε τον κόσμο γύρο του η προσπαθούσε να δείξει πόσο άξιος είναι ,πόσο σωστός, πόσο ικανός σε όλα ,με δύο λόγια αυτάρεσκα να παινεύεται, μόνο σε κάτι τέτοια να ξοδεύεται.
Η μεγάλη ημέρα λοιπόν είχε φτάσει, από το πρωί δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να προετοιμάζει το δείπνο που είχε υποσχεθεί ,είχε φανταστεί πως θα ζήσει .
Δείπνο με την αγαπημένη του Κλειώ, που τόσο λαχταρούσε να τη ξαναδεί.
Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα τη γνώριζε αν και δούλευαν στον ίδιο χώρο σε διαφορετικά τμήματα δεν είχε σημασία αυτό, πάντως, αν ήθελε είχε τις ευκαιρίες να την πλησιάσει .
Καμιά φορά έπρεπε να συζητούν για προβλήματα που προέκυπταν στη δουλειά και που έπρεπε να συνεργαστούν μαζί για να λυθούν, λίγες φορές, αλλά πάντως υπήρχαν οι ευκαιρίες.
Μια φορά είχαν βγει για καφέ μαζί με άλλους συναδέλφους ,τότε την είχε προσέξει , τότε ένοιωσε - συνειδητοποίησε , μια ακατανίκητη δύναμη να τον τραβάει στην Κλειώ , όμως εκείνη την ημέρα δεν μίλησε πολύ ,σε κανέναν, ούτε στη Κλειώ, κάτι τυπικές κουβέντες, αυτός που λίγο να του άρεσε μια γυναίκα κατευθείαν τη πολιορκούσε, απροκάλυπτα διεκδικούσε ,εκείνη την ημέρα έμεινε αμίλητος να τη κοιτάζει σαν να φοβόταν.
Έπειτα ξανασυναντηθήκαν οι δύο τους μια ημέρα ,το είχε προσπαθήσει με πρόσχημα κάποιο επαγγελματικό ζήτημα και αυτή δέχτηκε, μίλησαν για τη δουλειά, για κάποια αόριστα θέματα, όμως τίποτα άλλο δεν μπόρεσε να πει, είχε φορέσει το απόμακρο ύφος πάλι.
Από τη στιγμή που χωρίσανε ,συνέχεια τη σκεφτότανε ,σα να έσκυψε ο ίδιος αυτοπρόσωπος ο θεός Έρωτας ,να απαίτησε από αυτόν σεβασμό ,να του δηλώσει πίστη, να ακολουθήσει τη δική του ερωτική τελετή ,με ευλάβεια περίσσια το τυπικό να σεβαστεί, να ξεφύγει μη σκεφτεί, σα να του έδειξε την Κλειώ και να του είπε σε αυτήν να ταχθεί ,ευτυχισμένη να τη κάνει, να το αποφύγει μη προσπαθήσει, να τη λατρέψει δίχως άλλο , αλλιώς η τιμωρία θα είναι σκληρή ,αν ανάξιος του έρωτα αποδειχτεί και του χάρισε της σκέψης της ….την εμμονή.
Η ώρα είχε φτάσει σηκώθηκε από το γραφείο του ,ήταν έτοιμος από ώρα ,είχε ξυριστεί ,κάνει μπάνιο, βάλει κολόνια, χτενιστεί και τώρα άνοιξε το συρτάρι του γραφείου πήρε χαρτιά από πάπυρο για να είναι ταιριαστά με τη στιγμή και ένα μικρό κουτί με τύλιγμα από βελούδο και το έβαλε στη τσέπη του, όλα ήταν έτοιμα.
Όλα έτοιμα , η παράσταση άρχιζε , η αυλαία του θεάτρου είχε ήδη σηκωθεί.
ΙΙΙ
Άνοιξε τη δίφυλλη πόρτα του σαλονιού διάπλατα και μπήκε μέσα με ένα αμήχανο ύφος, ο γνώριμος σε όλους Πάρις δεν υπήρχε πια.
Είδε το δωμάτιο , όλα άψογα τακτοποιημένα, το τραπέζι καλυμμένο με πορφυρό βελούδινο ύφασμα και ένα μπρούτζινο κηροπήγιο στη μέση.
Δύο καρέκλες αντικριστά η μία στην άλλη, έμοιαζαν σα έτοιμες να αναμετρηθούν ,σαν τον έρωτα τους να θέλουν ζυγιάσουν, τι αξία έχει.
Τα πιάτα στη σωστή τη θέση ,κατά πως ταιριάζει σε μια τέτοια μοναδική στιγμή, τα μαχαιροπήρουνα στη σωστή θέση ,κατά πως πρέπει , ο φωτισμός προσεγμένος, κάποιο μυστικισμό να προσδώσει σε αυτό το κάλεσμα το ερωτικό ,όλη η ατμόσφαιρα να επινοεί, να υπονοεί, πως κάτι τούτη τη βραδιά θα γεννηθεί, ένας έρωτας θα πάρει σάρκα και οστά σε τούτη τη μικρή γωνιά απάγγειο θα βρει. Το ημίφως ταιριάζει σε περιπτώσεις σαν αυτή ,
αφήνει τη φαντασία να καλπάσει ,όλα φαίνονται πιο όμορφα στο ημίφως , μαγευτικά σαγηνευτικά συναρπαστικά , ίσως γιατί τίποτα δεν πρέπει τελείως φανερό, όλα να υπονοούνται ,κανένα ψεγάδι στο φως ,όλα όπως θα θέλαμε να είναι, όπως τα φανταζόμαστε ,τα ονειρευόμαστε και παντού στα έπιπλα είχε τοποθετήσει κεριά ,πάντα η φλόγα δημιουργεί μια ζεστή ατμόσφαιρα στη ψυχή, μετά κοίταξε το τζάκι αν είχε αρκετή φωτιά και ξύλα για να κρατήσει καθ΄ όλη τη διάρκεια του δείπνου .
Πήγε γρήγορα και πρόσθεσε ξύλα στο τζάκι, του φαινόταν πολύ σημαντικό να μην έσβηνε η φωτιά κατά τη διάρκεια του δείπνου, να μην σηκωνόταν να βάλει και άλλα ξύλα ,έπρεπε η φλόγα να διατηρήσει τη δύναμή της χωρίς καμιά βοήθεια , του φαινόταν εκείνη τη στιγμή πολύ σοβαρή η λεπτομέρεια αυτή, να έμοιαζε πως ήταν αναμμένη μόνο από τη φλόγα του έρωτα τους.
«Λοιπόν πρέπει να εντυπωσιάσω την Κλειώ μου ,δεν πρέπει να ξανά χάσω την ευκαιρία, να τη γοητεύσω να με αγαπήσει ,όλα λοιπόν στην εντέλεια».
Ήταν λοιπόν τώρα ικανοποιημένος από το στολισμό του δωματίου ,ήταν υπέροχος έτσι του φαινόταν ,απόλυτα δεμένος ,με μια λέξη ερωτικός.
Δύο κολονάτα ποτήρια στέκονταν περήφανα στη θέση τους πάνω στο τραπέζι γεμάτα κόκκινο κρασί , τη ζάλη την ερωτική ,να προσκαλέσουν να προκαλέσουν, να προτρέψουν ….στη καρδιά τους μια θέση να βρει.
Ένα βάζο ψηλό λεπτό κομψό σαν να είχε συναίσθηση της κομψότητας του και του σημαντικού του ρόλου έκανε ότι μπορούσε για να αναδείξει τα κόκκινα τριαντάφυλλα Red Royal που ξεπρόβαλαν από μέσα του σαν άλικος πίδακας, σαν συντριβάνι από φλόγες πάθους ξέχειλο και τοποθέτησε με προσοχή τα ζωηρά πράσινα τους φύλλα με τέτοιο τρόπο ,ώστε να κρύβουν τα αγκάθια ….είπαμε ψεγάδι κανένα φανερό.
«Η φωτιά δυνατή ,το τραπέζι έτοιμο, αλλά σαν να κρυώνω, ιδέα μου θα είναι ,θα πρέπει να είναι ζεστό το δωμάτιο, με τίποτα δεν πρέπει να κρυώνει η Κλειώ μου» σκέφτηκε ο Πάρις.
Ξαναπήγε στο υπόγειο που ήταν αποθηκευμένα τα ξύλα και πρόσθεσε μερικά ακόμη.
Κάθισε στο καναπέ κοιτάζοντας τις άδειες καρέκλες , το άδειο χωρίς ψυχή τραπέζι με τα αναμμένα κεριά ,το κρασί , έτσι όλα όπως έπρεπε να είναι για ένα δείπνο παράσταση σαγήνης και απόδειξη λατρείας ,σα να τρεμόπαιξε το χείλι του.
Ώστε είχε έρθει η μεγάλη στιγμή σκέφτηκε.
Έβγαλε από τη τσέπη τα χαρτιά και τα τοποθέτησε μπροστά του, μετά το ακριβό στυλό και άρχισε να γράφει.
«Σήμερα ένοιωσα την ανάγκη να σου μιλήσω» .
Πήρε το κρυστάλλινο ποτήρι και ήπιε μια γερή γουλιά κρασί.
«Κρυώνω» σκέφτηκε, «γιατί κρυώνω;»
Κοίταξε την άδεια θέση απέναντι του και ένα δάκρυ ανέτειλε στα μάτια του.
«Σταμάτα» είπε στον εαυτό του.
Άρχισε να γράφει
Πώς να σου πω το σ΄ αγαπώ μου, τι λέξη να χρησιμοποιήσω για να σου πω με ακρίβεια αυτό που νοιώθω , τι νόημα περικλείει αυτή η λέξη για μένα τούτη τη στιγμή , μια τόσο μικρή λέξη πόσα μπορεί συναισθήματα και σκέψεις να περιέχει. Ας αρχίσω να γράφω μία – μία λέξη που μου έρχεται στο μυαλό και εσύ θα μου πεις αν σε αγαπώ.
Πόνος να η πρώτη λέξη… θεέ μου, γιατί μια τέτοια λέξη;
Να η πρώτη λέξη που ήρθε στο μυαλό Κλειώ μου και τότε σα να την είδε να τον κοιτάζει με σοβαρό βλέμμα ,τα χείλη να μην χαμογελούν ,μόνο να τον κοιτάζει απόμακρη σαν να μην ήταν εκεί ούτε καν στη φαντασία του και τρόμαξε.
«Λυπήσουμε» της είπε
«Σε παρακαλώ μη με κοιτάς έτσι, μη χάνεσαι ,πες μου κάτι, μίλησέ μου
Εντάξει το παραδέχομαι δεν σου μίλησα τότε που σε είδα ,τότε που θα έπρεπε, τότε που ήταν η στιγμή ,σαν προσπάθησα να έλθω κοντά σου και μετά να απομακρύνθηκα ξαφνικά αφήνοντας μετέωρη τη λέξη που έμελε να πω , συγχώρεσε με.»
Τότε είδε να αλλάζει η μορφή της ,το πρόσωπο της άρχισε να του μοιάζει με της Μαρίνας το νεανικό του έρωτα ,που έφυγε από τη ζωή νωρίς απροειδοποίητα, θυμήθηκε σαν όνειρο εκείνες τις στιγμές, αυτή τη μακρινή εποχή , τότε που ένοιωσε σαν μικρό παιδί χαμένος ,όταν το έμαθε , δεν είπε τίποτα , απλά ήθελε να γυρίζει στους δρόμους μοναχός χωρίς να λέει λέξη , χωρίς να σταματάει πουθενά ,μόνο να περπατάει συνέχεια, χωρίς προορισμό ,χωρίς λόγο ,να μη σκέφτεται, να μη λυπάται ,να μη φοβάται , να μην πονάει ,μοναχά να περπατάει μέχρι να κουραστεί μέχρι να πονέσουν τα πόδια του ,μέχρι να θέλει να πέσει κάτω, η κούραση να μην τον αφήνει να σκέφτεται.
Μετά το απόλυτο κενό ,ο θάνατος της ψυχής, όλα παγωμένα μέσα του, η μοναχικότητα, η φαντασία να καλπάζει και να φτιάχνει δικούς της κόσμους ,μακριά από αυτόν που ζούσε, μια δική του χώρα στο πουθενά , αφού στο κόσμο του είδε στον έρωτα το θάνατο.
«Εντάξει δεν σου μίλησα τότε που έπρεπε. Θα με συγχωρέσεις Κλειώ μου ;»
Κρυώνω σκέφτηκε, θα κρυώνει και η Κλειώ μου, πρέπει να φέρω και άλλα ξύλα ,νόμιζα πως θα το αποφύγω ,αλλά πρέπει να φέρω και ας σταματήσω , δεν πειράζει θα με συγχωρήσει.
«Θα με συγχωρέσεις έτσι δεν είναι Κλειώ μου ;; θα γυρίσω αμέσως .»
Ο Πάρις κατέβηκε στο υπόγειο και άρχισε να μαζεύει βιαστικά ξύλα , μάλιστα του έπεφταν κάτω με τις γρήγορες κινήσεις και επέστρεψε με μια αγκαλιά ξύλα και τα έριξε με θόρυβο στη φωτιά που δυνάμωσε .
Τη κοίταξε ο Πάρις και έτριψε τα χέρια του να ζεσταθούν.
Κρυώνω πολύ ,κάτι για να ζεσταθώ ,δεν κάνει να με δει παγωμένο η Κλειώ , δεν πρέπει να γκρεμίσω την αγάπη για άλλη μια φορά , δεν έπρεπε να κρυώνω και όμως ….
Θα πιω άλλο ένα κρασί θα με ζεστάνει δεν μπορεί, δεν πρέπει να με δει έτσι η Κλειώ.
Κάθισε πάλι στο καναπέ κοιτάζοντας τις άδειες θέσεις , έκλεισε τα μάτια μήπως και την ξαναδεί ,άρχισε να τη βλέπει να του χαμογελάει συγκαταβατικά και μετά να αλλάζει πάλι μορφή να γίνεται σαν τη Δήμητρα ,τότε που έπρεπε να χωρίσουν ,μεγάλος πια , πολλά χρόνια αργότερα ,δεν γινόταν αλλιώς ,αυτό νόμιζε πως ήταν το σωστό ,για άλλη μια φορά έχανε τον έρωτα, άλλη μια απώλεια στη μνήμη του.
Ίσως να ήταν της μοίρας του να χάνεται ότι αγαπούσε, ότι είχε τολμήσει να ονειρευτεί.
«Μίλησε μου Κλειώ πες μου κάτι, να νοιώσω πως είσαι κοντά μου , δεν θα σε χάσω ; έτσι; και σένα; δεν θα ξανά νοιώσω πόνο ,δεν θα ξανά νοιώσω το άδειασμα της ψυχής ,θα μείνουμε για πάντα μαζί, θα είμαστε ευτυχισμένοι, θα είμαι πλούσιος τόσο που θα μπορώ να σου προσφέρω ευτυχία , δεν θα πληγωθεί κανείς ,θα σε βλέπω να χαμογελάς , κανείς δεν θα μπορεί να μας χωρίσει ούτε άνθρωπος ούτε ο θάνατος , ούτε η ζωή κανείς – κανείς.
Μίλησε μου σε παρακαλώ μη με αφήνεις μόνο…
Θυμήθηκε , ήταν Δεκέμβρης Χριστούγεννα και για άλλη μια φορά να περπατάει όπως τότε μέσα στη βροχή και στο κρύο ,να είναι παγωμένος και να μη πηγαίνει σπίτι του ,παρά μόνο να περπατάει, τα πόδια του να έχουν παγώσει, τα ρούχα του μουλιάσει επάνω του και να περπατάει χωρίς σταματημό ,το κρύο τον βοηθούσε πάλι να μη σκέφτεται ,η κούραση να μη νοιώθει το πόνο της ψυχής, όπου έβλεπε το δρόμο πλημμυρισμένο περνούσε ακριβώς από εκεί ,βουτούσε τα πόδια του και περπατούσε, έπρεπε να παγώσει περισσότερο ,το κρύο να μη τον αφήνει να σκέφτεται, όταν ξημέρωσε επέστρεψε σπίτι και κοιμήθηκε πολλές ώρες , εκείνη την εποχή κοιμόταν πολλές ώρες και δεν έτρωγε τίποτα ,απλά ζούσε σαν να μην υπήρχε .
Σαν πέρασε ο καιρός που όλα τα αλλάζει, ακόμη και τα ίδια με άλλη μορφή τα μοιάζει, άρχισε να αποκτάει τη συνήθεια να περπατάει ,να τρέχει και να πηγαίνει όσο πιο πολύ μακριά μπορεί ,χωρίς σταματημό, τότε ήταν που κάποιος φίλος του έδωσε την ιδέα να πηγαίνει σε αγώνες και τη βρήκε πολύ καλή.
Φόβος η επόμενη λέξη που έγραψε στο χαρτί , ο φόβος της απώλειας.
«Και αν όλα γίνουν όπως με τη Δήμητρα και τη Μαρίνα;
Πάλι θα πρέπει να περάσω όλα αυτά;
Να νοιώσω να πεθαίνει η ψυχή μου για άλλη μια φορά;
Για αυτό δεν σου μίλησα, για αυτό δεν σου έδειξα τα συναισθήματα μου , γι αυτό τράπηκα σε φυγή, μη με κατηγορείς, μη μου θυμώνεις ,το ξέρω δεν σε διεκδίκησα ,όχι αλήθεια λέω δε σε παράτησα δεν ήταν ψέματα αυτά που έγραψα τότε σε ένα χαρτί και δεν στα έδωσα ποτέ ,
απλά φοβήθηκα ,πως όλα θα τελειώσουν άδοξα ,πως τίποτα δεν θα γίνει έτσι όπως πρέπει ,
πως όλα θα γίνουν λάθος ,η ζωή θα τα κάνει λάθος, όπως το συνηθίζει , μη με κατηγορείς,…θα με συγχωρέσεις;
Θεέ μου πόσο εύκολο ,άμα δεν είσαι ερωτευμένος άμα δεν αγαπάς, δεν κινδυνεύεις, δεν φοβάσαι, δεν θα πληγωθείς, έχεις το πάνω χέρι είσαι κύριος του εαυτού σου, έχεις τον έλεγχο…. θεέ μου κρυώνω πρέπει να ρίξω και άλλα ξύλα στη φωτιά , δεν φτάνουν αυτά.»
Σηκώθηκε ο Πάρις από τη καρέκλα κοίταξε τη φλόγα, δεν είχε σβήσει, ούτε καν αδύναμη ήταν ,μάλλον δυνατή.
Τα χέρια του όμως σχεδόν έτρεμαν από το κρύο.
Έπιασε τη πένα του και έγραψε ….
Να σε αγαπώ και η αγάπη μου να σου χαρίζει την ευτυχία ,υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος από το να έχω αυτή την ικανότητα; να μπορώ να σου προσφέρω τη ζωή και μέσα από αυτή την ικανότητα μου να ζω και εγώ με έναν σκοπό στη ζωή , να με αφήνεις , να μου χαρίζεις τη χαρά να σε κάνω ευτυχισμένη, να βλέπω τα λόγια μου να σου χαρίζουν το χαμόγελο στα χείλη ,η πιο λαμπρή δόξα της ζωής, να είμαι αρχιτέκτονας της ευτυχίας σου, να σε κάνω να νοιώθεις ζωντανή.
Αν με απαρνηθείς σημαίνει πως δεν θα έχω τη δύναμη πια αυτή, και αν δεν τα καταφέρω θα είμαι στο έλεος σου και αν δεθώ μαζί σου και κάτι σε πάρει μακριά μου ; και αν δεν μπορώ να ζήσω πια χωρίς εσένα;
Πάλι μόνος θα μείνω όπως τότε, σε αγαπώ ,πρέπει νοιώσεις τη ζεστασιά της αγάπης μου ..όμως κρυώνω ….
Αν δεν μπορώ πια να ζω χωρίς εσένα δίπλα μου ;
Και αν χαθείς ,όπως χάνονται κάποια ημέρα όλα, αν όλα σβήσουν χαθούν , σε μια ανάμνηση που ματώνει , απομείνω μόνος σε κάποιο λιμάνι ερημικό….θεέ μου καλύτερα έτσι μόνος ….εδώ σε βλέπω μα ζω μακριά σου..όχι …μη σκέφτομαι τέτοια πράγματα σήμερα…όχι είσαι εδώ …με κοιτάς σε κοιτώ, μου μιλάς σου μιλώ, σου κρατώ το χέρι, είμαστε γοητευμένοι ο ένας από τον άλλον ,τα λόγια μας χορεύουν ταιριαστά και μιλάνε στη καρδιά μας και να ….έχουμε παρασυρθεί από τη μουσική τους, δεν χρειαζόμαστε μουσική άλλη , τι πιο όμορφο από τη μουσική του έρωτα μας .
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κινητό να φωνάζει να τον καλεί και συνάμα να γκρεμίζει τις σκέψεις του , να τις θρυμματίζει.
Ο Πάρις τώρα κοιτούσε το τηλέφωνο χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει γύρο του, δεν κοίταξε καν ποιος τον καλούσε.
«Όχι δεν θα το σηκώσω σήμερα, είμαι εγώ και η Κλειώ μου , είναι η νύχτα μας , είναι οι στιγμές που ονειρευόμουνα, η απαρχή του ονείρου .»
Κάποια στιγμή σταμάτησε να κτυπάει και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο γράμμα ,στο κρυστάλλινο ποτήρι με το κρασί ..το δικό της ήταν ανέγγιχτο ακόμη.
«Γιατί δεν πίνεις και εσύ; Δε θα πιούμε στην υγεία μας; Στην υγεία του έρωτα που γεννιέται;»
σηκώθηκε ήπιε από το ποτήρι της να μη φαίνεται πως κανείς δεν είχε πιει από αυτό.
Κάθισε στο καναπέ να βλέπει το τραπέζι ,να βλέπει τον εαυτό του να της μιλάει και αυτή να του χαμογελάει.
Εκείνη τη στιγμή ξανά κτύπησε το κινητό ,ήταν η Κλειώ.
Τα έχασε η καρδιά του άρχισε να κτυπά γρήγορα, δεν συνήθιζε να τον παίρνει τηλέφωνο και γενικά να μιλάνε από εκείνη την ημέρα που συναντηθήκαν για τελευταία φορά ,σπάνια μιλούσαν και αυτό μόνο για κάποιο θέμα που τύχαινε να προκύψει μιας και ήσαν συνάδελφοι, μάλλον κάποιο θέμα στη δουλειά θα είχε προκύψει ……
Ο φόβος άρχισε να του κτυπάει δυνατά τη ψυχή ,να ουρλιάζει και να του ζητά να χαθεί από το πρόσωπο της γης.
Έκανε μια κίνηση σαν να ήταν να σηκώσει το τηλέφωνο και να αρχίσει να της μιλάει…. μα σταμάτησε… μια μάχη μέσα του ξέσπασε, τα μάτια του ήταν κόκκινα.
Στο τέλος δεν έκανε τίποτα ,απλά κοιτούσε το τηλέφωνο ,χάθηκε στο κόσμο που είχε φτιάξει μόνος του, ήταν ένας κόσμος που νόμιζε πως δεν θα τον πονούσε, πως όλα τα έκανε όπως ήθελε αυτός, με τον τρόπο που ήθελε ,με το τέλος που θα ήθελε.
«Κακό τέλος, ναι κακό, αλλά θα είμαι έτοιμος για αυτό και εγώ μόνος μου θα το δώσω, δεν θα μου το κοινοποιήσει με αμετάκλητη απόφαση η ίδια η ζωή.»
Πήρε το γράμμα και πλησίασε προς τη θέση της και το άφησε ,μετά ακούμπησε πάνω στο τραπέζι το μικρό βελούδινο κουτί ,το άνοιξε και ξεπρόβαλλε μέσα από αυτό ένα πλατινένιο μονόπετρο δακτυλίδι ,δείγμα υπόσχεσης και προσμονής απάντησης καταφατικής. Ήθελε να της πει, πως θα ήταν κοντά της για πάντα ότι και να γινόταν και σα να είδε το πρόσωπό της να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει απόμακρα σιωπηλά.
«Δεν θα μου πεις κάτι;» τη ρώτησε
«Γιατί με αφήνεις να περιμένω μια σου λέξη;»
«Γιατί με αφήνεις να φοβάμαι;»
Αναμνήσεις από το παρελθόν έγραψε πάλι στο χαρτί ,θυμήθηκε κάποιες σκηνές από τη ζωή του ,πως ένοιωσε σαν κράτησε το χέρι για πρώτη φορά της Μαρίνας τότε που ήταν ερωτευμένος μαζί της, πως του είχε φανεί σαν ένα θειο δώρο, σαν να του χαμογέλασε η ίδια η ζωή αυτοπροσώπως, σαν να κοιτούσε αυτόν μοναχά και να του μιλούσε να του μηνούσε ,πως για πάντα ευτυχισμένο θα τον κρατούσε μιας και τον συμπαθούσε.
Μα χάθηκε από το μυαλό του αυτή η παλιά ξεχασμένη σκηνή.
Για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό να τα παρατήσει όλα και να πάρει τηλέφωνο τη φίλη του, που ήταν αυτή την εποχή μαζί, μα τότε ξανά ένοιωσε πως κρύωνε ,κοίταξε το τζάκι ήταν έτοιμο να σβήσει .
Θεέ μου ..είπε και γρήγορα κατέβηκε στο υπόγειο για άλλη μια φορά και γύρισε με ένα σωρό ξύλα που τα πέταξε στο τζάκι απεγνωσμένα θα έλεγε κανείς.
Μετά άρχισε να αναδεύει τη φωτιά για να δυναμώσει, μετά από λίγη προσπάθεια , άρχισε να φουντώνει και η ζεστή ανάσα της φλόγας τον κτύπησε στο πρόσωπο οπισθοχώρησε και σαν να είδε το πρόσωπο της Κλειώ να τον κοιτάζει με ένα θλιμμένο μα και θυμωμένο βλέμμα ,σα ένα κατηγορώ σιωπηλό που κραύγαζε και ήθελε να τον τιμωρήσει και πάλι κρύωνε .
Μα η φωτιά τώρα είναι δυνατή, γιατί κρυώνω, δεν μπορεί δεν είναι δυνατόν.
Το κινητό άρχισε να κτυπάει για άλλη μια φορά ,ήταν πάλι η Κλειώ ο Πάρις το κοίταξε και είδε τη Κλειώ με τη σιωπή της να θέλει κάτι να του πει .
«Θα με συγχωρήσεις;» τη ρώτησε
Κοίταξε την άδεια θέση της Κλειώ ,σα να περίμενε κάποια απάντηση της.
«Θεέ μου πόσο κρύο κάνει;»
Ξανακοίταξε το τζάκι να δει αν η φωτιά ήταν δυνατή και είδε τις φλόγες να χορεύουν σε ένα δικό τους σκοπό , σα να καλούσαν όποιον βρισκόταν γύρω να τις μιμηθεί ,να γευτεί τη χαρά του ερωτικού τους χορού, έτσι φάνηκε του Πάρη και είδε το πρόσωπο της Κλειώ να χάνεται σιγά - σιγά …. κρύωνε τώρα πολύ και ψιθύρισε για άλλη μια φορά
«θα με συγχωρήσεις Κλειώ;»
«Σ΄ αγαπώ» έγραψε και ένα ζεστό δάκρυ έσταξε και έβρεξε τη λέξη σαν να προσπαθούσε να τη ζωντανέψει με κάτι από τη ψυχή του.
Πήρε το κινητό ,βγήκε στο μπαλκόνι, κάθισε στο παγωμένο μάρμαρο.
Έκανε κρύο , μα ήταν φυσιολογικό σκέφτηκε ,είμαι έξω και κάνει κρύο, τίποτα παράξενο, θα καθίσω εδώ ,να μη σκέφτομαι,
« θα με συγχωρέσεις; θα μου δώσεις άλλη μια ευκαιρία;»
Είναι κάποιες φορές που ο άνθρωπος σαν να αποζητά το χαμό του, έτσι και ο Πάρις, κάθισε στο μπαλκόνι κοιτάζοντας το κινητό του , μήπως και χτυπούσε για άλλη μια φορά ,άλλη μια ευκαιρία.
Αυτός που τον ζήλευαν όλοι , αυτός που κυνηγούσε τις γυναίκες και πάντα ήξερε τι ήθελαν να ακούσουν, αυτός που πάντα έλεγε ότι ηχούσε όμορφα στα αυτιά τους , αυτός που στεκόταν περήφανα ψηλά στα μάτια όλων , καθόταν σε μια γωνιά του μπαλκονιού κρυώνοντας και παρακαλώντας να πάρει θάρρος να μιλήσει σε αυτήν που αγαπούσε αντί να προσπαθεί να αρπάξει με ψεύτικα λόγια κάτι που θα έμοιαζε με έρωτα.
«Ναι θα της ζητήσω συγγνώμη αυτό θα κάνω.»
Πήγε να σηκωθεί μα δεν μπόρεσε ήταν παγωμένος, τα χέρια του μουδιασμένα και βαριά ,
δεν βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί και να μπει στο σπίτι ,ξάπλωσε έκλεισε τα μάτια του και την ονειρεύτηκε και της έλεγε πως την αγαπούσε, πόσο την ποθούσε και συγγνώμη της ζητούσε ,μα σε μια στιγμή αυτή τον σταμάτησε τον έκανε να σιωπήσει με τη δική της σιωπή .
«Θα με συγχωρέσεις;»τη ρώτησε
Και αυτή με τη σιωπή της του απάντησε
«Να σε συγχωρήσω; Εσύ θα συγχωρήσεις τον εαυτό σου για αυτό που του κάνεις; από αυτόν ζήτησε να σε συγχωρήσει. Θα σε συγχωρήσει;»
Έπαψε να κρυώνει και να πονάει ο Πάρις και άρχισε να βλέπει τη σκιά του να χορεύει με τη σκιά της Κλειώ ,χωρίς να κουράζονται, αέναα στο χρόνο στο όνειρο και σιγά - σιγά μεγάλωναν οι σκιές ώσπου όλα έγιναν μια σκιά και βυθίστηκαν στη σιωπή και στο σκοτάδι από όπου ξεπρόβαλλε ένα όνειρο…..
IV
……..ήταν φυλακισμένος ,μόνο ένα μικρό παράθυρο με κάγκελα είχε το δωμάτιο που ήταν κλεισμένος , σε ένα κελί που με σκόνη ήταν γεμάτο.
Έβλεπε τον φωτεινό ουρανό από το παράθυρο, τον ήλιο, τα σύννεφα να περνάνε από μπροστά του αλλάζοντας σχήματα και χρώματα όταν κάποια στιγμή σε κάποιο σύννεφο είδε το απόμακρο πρόσωπο της Κλειώ να του λέει σιωπηλά
«θα τον συγχωρήσεις; Κοίτα τι έκανες; Εγώ θα σε συγχωρήσω αν με αγαπήσεις αρκετά ,
τόσο που να με κάνεις να ζωντανέψω, να πάρω σάρκα και οστά ,στο κόσμο σου το πραγματικό βρεθώ ,βγες από εκεί μέσα και έλα στο όνειρο μου ζωγράφισε το με τα χρώματα της ψυχής σου ,όμορφα καθώς ταιριάζει σε μια αγάπη, κάνε το σωστό.»
Τότε ο Πάρις άρχισε με δύναμη να κτυπάει τα κάγκελα του κελιού του, να τα γκρεμίσει να τη φτάσει ..μα μάτωσε τα χέρια του και δεν σταμάτησε μέχρι που σκέφτηκε κάτι άλλο να κάνει.
Άρχισε να ζωγραφίζει με το δάκτυλο του χεριού του πάνω στη σκόνη ,για την ακρίβεια να προσπαθεί να ζωγραφίσει το πρόσωπο της Κλειώ, μα… δεν τα κατάφερνε και έτσι ζωγράφισε πολλά πρόσωπα, μα που κανένα δεν της έμοιαζε, τότε άκουσε τη φωνή της να του λέει, άμα τα καταφέρεις τότε ίσως να με ζωντανέψεις, μα όσα και να ζωγράφισε κανένα δεν της έμοιαζε και στο τέλος απογοητεύτηκε και άρχισε για να ξεγελάσει τον εαυτό του να προσπαθεί να αγαπήσει αυτά τα πρόσωπα που δεν της έμοιαζαν ,να κάνει πως αυτή ήταν και να τους μιλάει και να τους λέει και να ξαναλέει πως την αγαπάει και είναι καιρός να ζωντανέψει, βρήκε απάγγειο στα πρόσωπα που θα τον οδηγούσαν στη Κλειώ, στο δρόμο που θα τον οδηγούσε στη Κλειώ ,μιας και έχασε την ίδια τη Κλειώ, μα υποσχέθηκε στον εαυτό του, πως κάποτε θα τα καταφέρει …μα άκουγε τη φωνή της κάθε φορά που έφτιαχνε ένα καινούριο πρόσωπο που δεν έμοιαζε με της Κλειώ να του λέει «δεν με αγαπάς αρκετά» και αυτός πείσμωνε και έφτιαχνε περισσότερα και λάτρευε περισσότερα και η φωνή της δυνάμωνε και του έλεγε μονότονα «δε με αγαπάς αρκετά»
V
Η επόμενη ημέρα τον βρήκε να κοιμάται στο παγωμένο μάρμαρο του μπαλκονιού. Ο ήλιος κτύπησε δυνατά τα βλέφαρα των ματιών του αναγκάζοντας τον να τα ανοίξει .
ένοιωθε μουδιασμένος και παγωμένος, σηκώθηκε , είδε στο φως της ημέρας το θλιβερό σκηνικό ενός μοναχικού δείπνου για δύο, τα μάζεψε όλα γρήγορα, να μη τα βλέπει, να τα ξεχάσει.
Βγήκε έξω από το σπίτι και άρχισε να περπατάει πάλι χωρίς σκοπό, βάδιζε γρήγορα, όσο μπορούσε, έβλεπε τους ανθρώπους να περνάνε από μπροστά του και να χάνονται ,όπως έβλεπε και τη ζωή να περνάει από μπροστά του και να χάνεται και να τρέχει και να τρέχει.
Συνέχισε να παίρνει μέρος σε διοργανώσεις ,σε μαραθώνιους ,μικρούς μεγάλους φτάνει να έφτανε στο σημείο να κουραστεί τόσο που να θέλει να πέσει κάτω από την εξάντληση .Πήρε και μετάλλια άλλα και διακρίθηκε και πάλι και καυχιότανε γι ΄ αυτό ,πως ήταν σπουδαίος ,
ικανός, πως έχει αντοχή και όταν ερχότανε κάποιος άνθρωπος στο σπίτι του, έβλεπε τα μετάλλια σε περίοπτη θέση , χρυσά ,αργυρά ,χάλκινα ..μα σαν έμενε μόνος του τα κοίταζε και ήξερε πως ήταν βραβεία της φυγής του, του φόβου του ,της αγωνίας του, είχε όλα τα βραβεία ,μα δεν είχε αυτό που από κανένα πολύτιμο μέταλλο δεν είναι φτιαγμένο και που δεν μπαίνει σε καμιά περίοπτη θέση παρά μόνο σε αυτή της καρδιάς, που κανείς δεν καυχιέται γι΄ αυτό, απλά το έχει , απλά το ζει, το μετάλλιο της ζωής, αυτό το είχε χάσει.
Κάποια ημέρα σταμάτησε να τρέχει, να πηγαίνει σε αγώνες ,άρχισε να αποξενώνεται από τους ανθρώπους ,να απομονώνεται ,δεν είχε όρεξη ούτε στα ψέματα να ζωγραφίζει έρωτες , παρά μόνο ήθελε να χαθεί , παραιτήθηκε από τη δουλειά του και απομονώθηκε στο πατρικό του σε κάποιο ορεινό μικρό χωριό, καλλιεργούσε ένα μικρό μποστάνι και είχε λίγα πρόβατα, ζούσε φτωχικά.
Εκεί όταν μιλούσαν για αυτόν έλεγαν πως ήταν παράξενος, πως όλο ξύλα έψαχνε να βρει και μάζευε και όλο έβριζε και όλο έλεγε και όλο μονολογούσε ,πως δεν είναι τα ξύλα πια καλά, πως δεν ζεσταίνουν πια , πως δεν μπορεί κάποιο δένδρο θα βρει, κάποιο παράδεισο να ζεσταθεί και όλο περπατούσε και όλο έτρεχε στη ζέστη στο κρύο στη βροχή τη μέρα και τη νύχτα, λίγη ζεστασιά να βρει.
Μα δεν θα τη βρει αφού δεν άκουσε του θεού Έρωτα τη προσταγή ,να ακολουθήσει τη δική του τελετή, το τυπικό να σεβαστεί… μόνο…. λίγη ζεστασιά θα ψάχνει να βρει, με τη τιμωρία αυτή θα ζει, με τη η μοίρα που …….διάλεξε; - τον διάλεξε; ….αυτή……….
ΤΕΛΟΣ
Μιχάλης Γεωργούλης
Μ.Γ. …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου