Κάπου στα παλιά η σκέψη με πάει
με τ΄ανεμοδαρμένο πρόσωπο γεμάτο
από καπνιά,
κλείνω τα μάτια κι αφήνω την ευλογημένη
σιωπή που είχε ένα πέτρινο σπιτάκι
ζωσμένο από καλάμια.
κι είχαν τα χέρια σου τόση αγάπη μάνα
όταν ζύμωναν ψωμί με ζάχαρη κι αλάτι.
Μου έλεγες, να κρατάς στη θράκα
πάντα σπίθα ζεστασιάς
όταν οι άνεμοι τρυπώνουν
μέσα απ΄τα σύννεφα,
το νόημα του χρόνου ήταν και θα ΄ναι
πάρε την ζωή όπως κι αν έρχεται
κι ας έχουμε δρόμο ακόμα,
κι αν δεις τίποτα όνειρα να στέκουν
στο γαλάζιο πρωινό θα ΄ναι οι χίμαιρες
μην φοβηθείς, θα ΄ναι τ΄αχνάρια
της σιωπής που άφησα.
Γλυκιά μου πονεμένη μάνα
τα γκρίζα σου μαλλιά φόρεσα,
ένα ξερό κομμάτι ψωμί κράτησα
για τα θλιμμένα χρόνια που έρχονται
μες στο πέτρινο σπιτάκι που μ΄απόμεινε,
τις νύχτες να κοιτώ στο σπασμένο παράθυρο
ένα πρόσωπο κουρασμένο, ένα φάντασμα
να παραιτούμαι να ευτυχήσω,
σαν άγγελος μέσα στο όνειρο όταν όλα εκπνέουν
μες στην ομίχλη του καπνού.
Ξυπνώ απ΄την φωνή της μάνας μου,
ξύπνα παιδί μου δεν έχει νόημα το όνειρο
που βλέπεις, δες τον ήλιο που φέγγει
σαν μια τεράστια μπάλα απ΄την ανατολή
την ομίχλη πως φεύγει κι αφήνει
καθάρια τη ζωή, σε λίγο που θα νυχτώσει
και πάλι θα δεις στο όνειρο να λιχνίζεται
η σκόνη απ΄αλεύρι κι αζύμωτο ψωμί
το μυστικό είναι να μην αφήσεις
τη θράκα να σβήσει.
Γρηγορία Πελεκούδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου