Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΑΙΣΧΥΛΟΣ


Ο Αισχύλος, ο μεγάλος μας ποιητής και ο αρχαϊκότερος των τραγωδών, γεννήθηκε το 525 Π.Χ.Χ. στην Ελευσίνα. Πατέρας του ήταν ο γαιοκτήμονας Ευφορίωνας, του γένους των Κορδιδών. Η ευγενική του καταγωγή συνέβαλε πιθανότατα σε μια καλού επιπέδου εκπαίδευση και αν και δεν έχουμε πολλές αναφορές για την μόρφωσή του, μπορούμε να συμπεράνουμε πως είχε πολύ καλή γνώση των έργων παλαιοτέρων λυρικών ποιητών, καθώς επίσης των Ομηρικών επών, ενώ ο Σόλων ανάμεσα σε άλλους, φαίνεται να έχει επιδράσει πολύ στην σκέψη του μεγάλου τραγωδού.
Ακόμη φέρεται να έχει μυηθεί στα Ελευσίνια μυστήρια, γεγονός που τον εξόπλισε με ήθος, γενναιότητα και σθένος, κάτι που αποτυπώνεται στα έργα του αλλά και στον βίο του, ενώ ο G. Thomson στο βιβλίο του Aeschylus & Athens: a study in the social origins of drama 1967, υποστηρίζει πως ο Αισχύλος είχε πολύ βαθιές γνώσεις της πυθαγορείου φιλοσοφίας , αφού σύμφωνα με την άποψή του, τα έργα του βρίθουν πυθαγόρειων ιδεών και συμβολισμών.
Για την κοινωνική του ζωή γνωρίζουμε πως εκτός άλλων σημαντικών ποιητών και φιλοσόφων, συναναστρεφόταν με τον μεγάλο λυρικό ποιητή Πίνδαρο καθώς και με τον περίφημο Σιμωνίδη τον Κείο, τον μεγάλο αυτόν ποιητή που έγραψε τα επιγράμματα για τους πεσόντες των Θερμοπυλών και του Μαραθώνα.
Ο Αισχύλος είχε την τύχη να ζήσει σε μια περίοδο που στην αττική συνέβησαν πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα εξαιρετικής σημασίας. Η δημοκρατική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη το 508-507 Π.Χ.Χ. και αργότερα η μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, μέντορα του Περικλή, προσδιόρισαν την ιδεολογία και τα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας, κάτι που διαμόρφωσε την αττική τραγωδία μέσω της οποίας εκφράζονταν οι προβληματισμοί της κοινωνίας που βίωνε την αλλαγή. Από την άλλη, σε στρατιωτικό επίπεδο οι μηδικοί πόλεμοι (492- 479 Π.Χ.Χ.), στους οποίους συμμετείχε και ο ίδιος και οι ηρωικές νίκες των ενωμένων Ελλήνων, δημιούργησαν στον Αισχύλο ένα αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας, καθώς επίσης καθιέρωσαν την Αθηναϊκή ηγεμονία, η οποία στήριξε ιδεολογικά και υλικά τα πνευματικά και καλλιτεχνικά προϊόντα της πεντηκονταετίας (479 – 431 Π.Χ.Χ.). Έτσι λοιπόν, ο μεγάλος αυτός τραγωδός, εξοπλισμένος με πνεύμα και μόρφωση, εμπειρίες και σθένος, όντας τέκνο της εποχής του, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία, διαμορφώνοντας την τραγωδία με τις προοδευτικές του καινοτομίες και το μυστηριακό του γνωστικό υπόβαθρο, έτσι ώστε δικαίως να αναφέρεται από όλους ως “ο πατέρας της τραγωδίας”.
Κατά την 70ή ολυμπιάδα ( 499 – 496 Π.Χ.Χ.) ο νεαρός τότε Αισχύλος, κάνει την πρώτη του εμφάνιση στους δραματικούς αγώνες και διαγωνίζεται ενάντια στους ποιητές Χοίριλο και Πρατίνα. Η πρώτη του νίκη ωστόσο, σημειώνεται το 484 Π.Χ.Χ. στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων, μια πρωτιά που κατάφερε να κρατήσει μέχρι το 468 Π.Χ.Χ., οπού νικήθηκε από τον κατά τριάντα χρόνια νεότερό του, αλλά ικανότατο Σοφοκλή, με τον οποίο μοιραζόταν πλέον τις νίκες κερδίζοντας, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. 
Το 472 Π.Χ.Χ. ο νεαρός τότε Περικλής, μιμούμενος τον Θεμιστοκλή που πριν τέσσερα χρόνια υπήρξε χορηγός του Φρύνιχου στις “Φοίνισσες” ένα έργο ύμνος για την νίκη στην Σαλαμίνα, γίνεται χορηγός του στους “Πέρσες” και ο Αισχύλος κερδίζει το πρώτο βραβείο. Το 458 Π.Χ.Χ. η “Ορέστεια” είναι το τελευταίο βραβείο που θα παραλάβει καθώς μετά από αυτό εγκαταλείπει την Αθήνα για την Σικελία.
Ο Αισχύλος, πέρα από μεγάλος δραματουργός, ποιητής, καινοτόμος , “φιλόσοφος” και μια από τις σπουδαιότερες πνευματικές μορφές των αιώνων, υπήρξε και μεγάλος μαχητής. Ως Αθηναίος πολίτης έλαβε μέρος στους μηδικούς πολέμους μαζί με τους αδερφούς του, Κυναίγειρο και Αμεινία.
Στην Μάχη του Μαραθώνα το 490 Π.Χ.Χ. πολέμησε με γενναιότητα και σθένος εναντίον των Περσών. Αναφέρεται δε,πως λιπόθυμος και με πολλά τραύματα μεταφέρθηκε από την μάχη, ενώ ο αδερφός του ο Κυναίγειρος, προκάλεσε τον θαυμασμό όλων , καθώς μετά την πρώτη φάση της μάχης, όταν οι Πέρσες τράπηκαν σε φυγή και κατευθύνονταν στα πλοία τους, αυτός προσπάθησε να κρατήσει ένα περσικό πλοίο με τα χέρια του. Όταν ένας Πέρσης του έκοψε τα χέρια εκείνος προσπάθησε να το κρατήσει με τα δόντια του και τότε τον αποκεφάλισαν. Αυτή του η πράξη οδήγησε τους Αθηναίους στο να τον ανακηρύξουν Ήρωα, ενώ ο ζωγράφος Πολύγλωτος τον απαθανάτισε σε τρεις πίνακες (460Π.Χ.Χ.) στην απεικόνιση της μάχης του Μαραθώνα στην Ποικίλη Στοά.
Ο Αισχύλος έλαβε μέρος και στην ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 (Π.Χ.Χ.), όταν οι Πέρσες για δεύτερη φορά προσπάθησαν να κατακτήσουν τους Έλληνες καθώς και στην μεγάλη μάχη των Πλαταιών (479 Π.Κ.Ε), ενώ σύμφωνα με τον Παυσανία έλαβε μέρος και στην ναυμαχία του Αρτεμισίου (480 Π.Χ.Χ.).Ο άλλος του αδερφός, ο Αμεινίας, διακρίθηκε και αυτός στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας και θεωρήθηκε ένας από τους γενναιοτέρους της μάχης ενώ ήταν ένας εκ των τριών που πήραν “αριστείο” για την προσφορά του αφού ήταν ο πρώτος που επιτέθηκε και εμβόλισε περσική ναυαρχίδα. Λέγεται μάλιστα ότι αυτό έγινε, όταν στην τακτική υποχώρηση του ελληνικού στόλου, πριν την πρώτη σύγκρουση, ώστε να γίνει μια ξαφνική αντεπίθεση και με αυτόν τον τρόπο να εμβολίσουν τα Περσικά πλοία, εμφανίστηκε μια γυναικεία μορφή που την είδαν όλοι και είπε:
ὦ δαιμόνιοιμέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούεσθε;
Ο Αμεινίας λοιπόν ήταν ο πρώτος που ακολουθώντας το σημάδι επιτέθηκε μπροστά, κάνοντας όλο τον υπόλοιπο στόλο να ακολουθήσει με αποτέλεσμα , ο ελληνικός στόλος να εμβολίσει και να σπάσει την συνοχή των Περσικών πλοίων.

ΑἰσχύλονΕὐφορίωνοςἈθηναῖοντόδεκεῦθει

μνῆμακαταφθίμενονπυροφόροιο Γέλας·

ἀλκὴν δ' εὐδόκιμονMαραθώνιονἄλσοςἄνεἴποι
καὶβαθυχαιτήειςΜῆδοςἐπιστάμενος. 


Tον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο
κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια·
την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα το άλσος
κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού καλά την ξέρει

Αυτό το επίγραμμα υπέδειξε να μπει στον τάφο του αφού πεθάνει, θεωρώντας την συμμετοχή του στην μάχη του Μαραθώνα και γενικά στους Μηδικούς πολέμους, ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του. Ο Αισχύλος επίσης διαγωνίστηκε με τον Σιμωνίδη για το επίγραμμα στον τύμβο των Μαραθωνομάχων, ωστόσο ο λυρικός ποιητής από την Κέα κέρδισε με το γνωστό:
Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι
χρυσοφόρωνΜήδων εστόρεσαν δύναμιν.
Το 470 Π.Χ.Χ. , ο ποιητής βρίσκεται στην Σικελία μετά από πρόσκληση του τυράννου των Συρακουσών, Ιέρωνα, με αφορμή την ίδρυση της πόλης Αίτνας. Εκεί μαζί του βρίσκονταν επίσης φιλοξενούμενοι στην αυλή του τυράννου, ο Πίνδαρος και ο Σιμωνίδης, γεγονός που ανατρέπει την πεποίθηση πως ο Αισχύλος έφυγε από την Αθήνα ντροπιασμένος από την ήττα που υπέστη από τον ποιητή Σιμωνίδη, ή πως έφυγε επειδή νικήθηκε από τον Σοφοκλή, πράγμα που έγινε αργότερα.
Την εκτίμηση και τον θαυμασμό που έτρεφε ο Ιέρωνας στο πρόσωπο του Αισχύλου, την αγάπη που είχε για τις τέχνες και τα γράμματα, καθώς και την φιλοξενία του, ο Αισχύλος την τίμησε γράφοντας την τραγωδία Αιτναίες.
Την δεύτερη φορά που έφυγε για την Σικελία, θα ήταν και η τελευταία φορά που θα άφηνε την Αθήνα. Ο Αισχύλος πέθανε στην Γέλα της Σικελίας το 456 – 455 Π.Χ.Χ. Ο θάνατός του λέγεται πως προήλθε από ένα παράδοξο και αμφισβητούμενο γεγονός, από έναν αετό, που έριξε στο κεφάλι του μια χελώνα, περνώντας το για πέτρα, μιας και αυτή ήταν μια συνηθισμένη τακτική ώστε οι αετοί να σπάζουν το καβούκι της χελώνας για να μπορούν να την φάνε.
Τον Θάνατο του Μεγάλου Τραγωδού οι Αθηναίοι τίμησαν ψηφίζοντας νόμο που επέτρεπε σε όποιον ήθελε, να διαγωνιστεί στους δραματικούς αγώνες με τραγωδίες του Αισχύλου. Ο Ευαίων και ο Ευφορίων, οι δύο γιοί του, ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα τους, συνέγραψαν τραγωδίες παρουσιάζοντας ταυτόχρονα στους αγώνες και έργα του Αισχύλου, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο την μνήμη του πατέρα τους. Ο Ευφορίωνας μάλιστα, φέρεται να νίκησε τον Σοφοκλή διαγωνιζόμενος με τραγωδία του πατέρα του.
Έναν αιώνα αργότερα , στο θέατρο του Διονύσου , στήθηκε χάλκινο άγαλμα του Αισχύλου, δηλώνοντας την αναγνώριση , την εκτίμηση και τον σεβασμό που έτρεφαν και οι μεταγενέστεροι στο πρόσωπό του.
Ο Αισχύλος με τις καινοτομίες του και με τις “εμπνευσμένες” νέες ιδέες του, εξύψωσε την τραγωδία δίδοντάς της τα χαρακτηριστικά που όλοι σήμερα γνωρίζουμε, ανοίγοντας νέους δρόμους για τους τραγωδούς και ποιητές που ακολούθησαν, από τον Μέγα Σοφοκλή και Ευριπίδη, μέχρι τον Σαίξπηρ, τον Γκαίτε τον Σέλλεϋ και τον Λόρδο Βύρωνα.
Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις καινοτομίες που εφάρμοσε σε μια παράγραφο, θα λέγαμε πως τα κύρια σημεία αυτών των αλλαγών ήταν η προσθήκη δεύτερου ηθοποιού, πράγμα το οποίο βοήθησε στην ανάπτυξη του διάλογου που με την σειρά του, οδήγησε σε εμβάθυνση της πλοκής. Η μείωση των χορικών, από πενήντα σε δώδεκα, δίνοντάς του παράλληλα έναν χαρακτήρα πιο μυστηριακό, αφού συνήθως ο χορός αναπαριστούσε το θείο, και παρενέβαινε, άλλοτε εκφράζοντας τις σκέψεις των ηρώων που οι ίδιοι δεν πρόδιδαν, και άλλοτε δίνοντας συμβουλές και παρηγοριά στους πρωταγωνιστές. Η δημιουργία τριλογίας με ενιαίο περιεχόμενο και προσθήκη σκηνικών μηχανών. Ακόμη, εισήγαγε ένα μυστηριακό και θρησκευτικό χαρακτήρα, λειτουργώντας ίσως σαν εισηγητής, των αρχαίων διονυσιακών θρησκευτικών τελετών σε μια πιο σύγχρονη μορφή θεάτρου. Αξίζει να σταθούμε, αναφορικά έστω , στην γλωσσική του ιδιαιτερότητα. Ο Αισχύλος εκφράζεται με μια γλώσσα, ποιητική, μυστηριακή και γλαφυρή που δεν προϋπάρχει της εποχής του. Εισήγαγε με λίγα λόγια ένα είδος γλωσσικό που διαμόρφωσε και στιγμάτισε την τραγωδία , την ποίηση, την φιλοσοφία και όχι μόνο, στην εποχή που τον ακολούθησε. Μέσα από αυτήν λοιπόν την λαμπρή γλωσσική ιδιαιτερότητα, ο μεγάλος τραγωδός διεύρυνε και ενδυνάμωσε την επιρροή που ασκούσε ο μυθικός και μυητικός συμβολικός λόγος, δημιουργώντας μια βαθύτερη, ιερότερη και πιο μυστηριακή σχέση μεταξύ του θεατή και του έργου, καθιστώντας τον, ικανό αποδέκτη και συμμέτοχο υψηλών και λεπτοφυών φιλοσοφικοθρησκευτικών στοχασμών και νοημάτων.
Αυτή ακριβώς η μυστηριακή κάθαρση ήταν το ζητούμενο και ο απώτερος σκοπός της Τραγωδίας κατά τον Αισχύλο.

Ο Συμβολισμός στην Τραγωδία
Εδώ οφείλουμε να τονίσουμε πως οι τραγωδίες κινούνται πάνω στα πρότυπα των μυθολογιών που μας παραδίδονται από τους μεγάλους θεολόγους (Ορφέα, Ησίοδο, Όμηρο). Αυτό σημαίνει πως πέρα από την πλοκή αυτή καθεαυτή, την συναισθηματική επιρροή που μπορεί να ασκεί στον θεατή, τα νοήματα που διαφαίνονται, τα διδάγματα και τις ηθικές αξίες που προβάλλονται, η τραγωδία είναι ως επί των πλείστων ένα θρησκευτικό δρώμενο χτισμένο πάνω σε ένα θεολογικό μυστηριακό υπόβαθρο.
Όπως αναφέρει ο Πλάτων δια στόματος Σωκράτη στην “Πολιτεία”, οι μύθοι έχουν σκοπό να μεταδώσουν αλήθειες οι οποίες μ' έναν κωδικοποιημένο τρόπο βρίσκονται κρυμμένες μέσα στα σύμβολα. Μας εφιστά την προσοχή τονίζοντας την ιερότητα των μύθων και την αξία τους, αλλά μας προειδοποιεί πως μπορούμε να παγιδευτούμε αν δεν τους προσεγγίσουμε με τον σωστό τρόπο, προβλέποντας ίσως την απαξίωση και την παρανόηση που άρχισε να αναπτύσσεται στα επόμενα χρόνια, η οποία δυστυχώς υπάρχει και στις μέρες μας.
Η ανακάλυψη νοημάτων και ο αποσυμβολισμός είναι το ζητούμενο και το μυητικό ταξίδι που καλούμαστε να κάνουμε ο καθένας προσωπικά. Η ίδια η προσπάθεια μας, ή ίδια η αναζήτησή μας είναι και το κλειδί της επιτυχίας, όπως θα μας πει ο Σαλούστιος στο «Περί Θεών και Κόσμου», ο οποίος αφιερώνει ολόκληρο το τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο στην σημασία των μύθων και τον τρόπο που πρέπει να προσεγγίζονται.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως ο Αισχύλος ήταν μυημένος στα ελευσίνια μυστήρια, και κάτοχος “θεολογικής” γνώσης. Οι μύθοι δηλαδή και το υπόβαθρο που χρησιμοποιεί είναι απόλυτα σύμφωνο με το ευρύτερο φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα , βάσει του οποίου μεγάλοι φιλόσοφοι της ύστερης εποχής, μας έδωσαν κάποια κλειδιά ή αποκωδικοποίησαν οι ίδιοι μέρη τραγωδιών. Πρέπει όμως να προφυλαχτούμε και από την μονόπλευρη οπτική των έργων. Κάθε έργο κρύβει μέσα του μια πολλαπλότητα και ένα εύρος το οποίο θα καταφέρουμε να εντοπίσουμε, μόνο όταν διευρύνουμε και εμείς οι ίδιοι το αντιληπτικό μας πεδίο, αναγνωρίζοντας πως τις περισσότερες φορές μπορεί να υφίσταται μια πολλαπλή κωδικοποίηση , ένας πολυεπίπεδος κόσμος συμβόλων. Αν λοιπόν βρεθούμε ποτέ σε σύγχυση προκειμένου να διαλέξουμε την μια ή την άλλη εξήγηση, τον έναν ή τον άλλον αποσυμβολισμό, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να δεχτούμε πως μπορεί να ισχύουν παραπάνω από μια εξηγήσεις και ας φαίνονται φαινομενικά πως είναι αντιφατικές. Οι εκδοχές και οι παραλλαγές των μύθων για παράδειγμα δεν ακυρώνουν ο ένας τον άλλον, αλλά τους προσδίδουν άλλο νόημα, μεγαλύτερο εύρος εμβαθύνοντάς τον και προσεγγίζοντας μια σφαιρική αλήθεια. Εξάλλου οι τραγωδίες δεν “παίζονταν” αλλά “διδάσκονταν” στα αρχαία θέατρα.
Έχοντας αυτό στο μυαλό μας, ο καθένας από εμάς, οφείλει να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό τις τραγωδίες και να αναζητά συνεχώς νοήματα και σύμβολα, με σοβαρότητα μέσα από προσωπική μελέτη και την καθοδήγηση των φιλοσόφων μας.

Έργα
Από τα εβδομήντα εννέα έργα του, ή από τα ενενήντα δύο όπως αναφέρεται στο λεξικό τουΣουίδα, που έγραψε ο Αισχύλος, σώζονται ακέραια μόνο επτά: ΠέρσεςEπτά επί ΘήβαςΠρομηθέας δεσμώτηςΙκέτιδες και η τριλογία Ορέστεια, που αποτελείται από τρεις τραγωδίες, ΑγαμέμνωνΧοηφόρεςΕυμενίδες.
Αποσπάσματα ακόμα, σώζονται από την Νιόβη, την τριλογία Μυρμιδόνες, που αναφέρεται στον Αχιλλέα, μέρος της οποίας είναι οι τραγωδίες “Νηρηίδες και Έκτορος λύσις”.
Εκτεταμένα αποσπάσματα έχουν σωθεί και από το έσχατο της τριλογίας “Περσέας” , σατυρικό δράμα “Δικτυουλκοί” καθώς και μικρότερης έκτασης αποσπάσματα έχουμε και στο σατυρικό δράμα “Θεωροί” ή “ “Ισθιμασταί”.

Jan Frans De Boever - Les Danaides


Ικέτιδες

Το παλαιότερο και λυρικότερο έργο του Αισχύλου. Γράφτηκε περί το 490 (Π.Κ.Ε), αποτελείται από 1073 στίχους και είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας την οποία συμπληρώνουν οι τραγωδίες, “Αιγύπτιοι” και “Δαναΐδες”. Η υπόθεση στηρίζεται στον μύθο της Ιούς, η ιστορία εξελίσσεται γύρω από τους απογόνους της οι οποίοι φέρουν μια τραγική μοίρα όπως εκείνη. Οι πενήντα κόρες το Δαναού (Δαναΐδες) μαζί με τον Πατέρα τους, ζητούν Άσυλο από τον Πελασγό, βασιλιά του Άργους, απ' όπου και κατάγονταν, ως Ικέτιδες, προκειμένου να αποφύγουν τον γάμο με τα πενήντα ξαδέρφια τους και υιούς του Αιγύπτου, θεωρώντας αυτήν την αιμομικτική ένωση, ανόσια. Ο Πελασγός , αφού πρώτα συμβουλευτεί τον λαό του, προσφέρει άσυλο και προστασία στις Ικέτιδες, λέγοντας πως ο ίδιος ο Δίας επιθυμεί την προστασία όλων των ικετών και καλώντας την κόρη του, την θεά Θέμιδα να κρίνει την πράξη του. Έτσι ο βασιλιάς Πελασγός δίνει αρνητική απάντηση στον απεσταλμένο του Αιγύπτου, λέγοντας πως είναι και προετοιμασμένοι για πόλεμο, αν αυτό χρειαστεί. Τελικώς η Πόλη, αποφασίζει να δώσει άσυλο στις Ικέτιδες, και οι Δαναΐδες κλείνουν το έργο υμνώντας και ευχαριστώντας του Θεούς.
Εδώ αξίζει να σταθούμε στην έννοια της πόλης και της διακυβέρνησής της, οπού ο Αισχύλος μας παρουσιάζει μια αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ πολιτών και εξουσίας. Ο Πελασγός είναι ένας σοφός και δίκαιος βασιλιάς όπως επίσης και οι πολίτες είναι αρκετά συνειδητοποιημένοι και με αίσθηση δικαίου. Μαζί, λαός και βασιλιάς, συναποφασίζουν για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε την δημοκρατική και δίκαιη λειτουργία της πόλης. Ο χορός, που συγκροτούν οι πενήντα κόρες του Δαναού, απαγγέλλει το μισό σχεδόν έργο, κάτι που σε κανένα από τα σωζόμενα έργα του Αισχύλου δεν γίνεται. Το όλο έργο και η σημασία του προφανώς και δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να αναλυθεί επαρκώς σε λίγες γραμμές, αλλά μπορούμε να πούμε, πολύ συνοπτικά πως πέραν των άλλων νοημάτων και ζητημάτων που θίγονται στις Ικέτιδες, το σημαντικότερο ζήτημα που προβάλλεται στο έργο, είναι η Ιερή πράξη της Ικεσίας και η αντιμετώπιση που πρέπει να έχει από τους Έλληνες καθώς και την γυναικεία θέληση και υπόσταση στα χρόνια της αρχαιότητας, όπως επίσης και στην στοργική αντιμετώπιση από τους άνδρες της εποχής.
«Κι ενάντια σ άνδρες
Άνδρες αυτοί
το δίκιο το γυναικείο στήριξαν»
Ο Πελασγός, αναφέρεται στους Αιγυπτίους λέγοντας, πως αυτό που ζητούν και η συμπεριφορά τους, είναι προσβολή στους ίδιους τους Θεούς και στην πόλη τους. Αυτό το σημείο μας δείχνει και μια θρησκευτική ηθική που διέπει τα έργα του Αισχύλου καθώς και την νοοτροπία των Ελλήνων, αποκαθιστώντας ίσως, κατά ένα μέρος, την παρερμήνευση των συμβολισμών των μύθων, από ερευνητές και μελετητές οι οποίοι αρνούνται να δουν την μυθολογία ως κάτι καθαρά συμβολικό, αλλά παγιδεύονται, ή επιλέγουν να βλέπουν σκοπίμωςμια ρεαλιστική και κυριολεκτική προσέγγιση της θρησκείας όπως αυτή δίνεται από τους μεγάλους θεολόγους όπως ο Ορφέας, ο Ησίοδος και ο Όμηρος.
Επανερχόμενοι στην τραγωδία Ικέτιδες και κλείνοντας, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε συνοψίζοντας παράλληλα , πως ο Αισχύλος σε αυτό το έργο, παρουσιάζει την ιερότητα του θεσμού της ικεσίας, υμνεί την δημοκρατία, το δίκαιο μα και το ήθος των ανδρών που το υπερασπίζονται, όπως αυτό ορίστηκε από τους Θεούς, υμνεί την ειρήνη και τοποθετεί την γυναίκα σε μια υψηλή θέση, όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και σαν οντότητα, αποδίδοντάς της χαρακτηριστικά όπως, μαχητικότητα, υπερηφάνεια, αίσθημα δικαίου ενώ προσδίδει σε αυτή ακόμα και θειότητα.



Απόσπασμα - Ἱκέτιδες (1-39)

ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ ΔΑΝΑΪΔΩΝ 
Ζεὺς μὲν ἀφίκτωρ ἐπίδοι προφρόνως
στόλον ἡμέτερον νάιον ἀρθέντ᾽
ἀπὸ προστομίων λεπτοψαμάθων
Νείλου. Δίαν δὲ λιποῦσαι
5χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ φεύγομεν,
οὔτιν᾽ ἐφ᾽ αἵματι δημηλασίαν
ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι,
ἀλλ᾽ αὐτογενεῖ φυξανορίᾳ,
γάμον Αἰγύπτου παίδων ἀσεβῆ τ᾽
10ὀνοταζόμεναι ‹διάνοιαν›.
Δαναὸς δὲ πατὴρ καὶ βούλαρχος
καὶ στασίαρχος τάδε πεσσονομῶν
κύδιστ᾽ ἀχέων ἐπέκρινεν
φεύγειν ἀνέδην διὰ κῦμ᾽ ἅλιον,
15κέλσαι δ᾽ Ἄργους γαῖαν, ὅθεν δὴ
γένος ἡμέτερον τῆς οἰστροδόνου
βοὸς ἐξ ἐπαφῆς κἀξ ἐπιπνοίας
Διὸς εὐχόμενον τετέλεσται.
τίν᾽ ἂν οὖν χώραν εὔφρονα μᾶλλον
20τῆσδ᾽ ἀφικοίμεθα
σὺν τοῖσδ᾽ ἱκετῶν ἐγχειριδίοις,
ἐριοστέπτοισι κλάδοισιν;
ὦ πόλις, ὦ γῆ, καὶ λευκὸν ὕδωρ,
ὕπατοί τε θεοί, καὶ βαρύτιμοι
25χθόνιοι θήκας κατέχοντες,
καὶ Ζεὺς σωτὴρ τρίτος, οἰκοφύλαξ
ὁσίων ἀνδρῶν, δέξασθ᾽ ἱκέτην
τὸν θηλυγενῆ στόλον αἰδοίῳ
πνεύματι χώρας· ἀρσενοπληθῆ δ᾽
30ἑσμὸν ὑβριστὴν Αἰγυπτογενῆ,
πρὶν πόδα χέρσῳ τῇδ᾽ ἐν ἀσώδει
θεῖναι, ξὺν ὄχῳ ταχυήρει
πέμψατε πόντονδ᾽· ἔνθα δὲ λαίλαπι
χειμωνοτύπῳ, βροντῇ στεροπῇ τ᾽
35ὀμβροφόροισίν τ᾽ ἀνέμοις ἀγρίας
ἁλὸς ἀντήσαντες ὄλοιντο,
πρίν ποτε λέκτρων, ὧν θέμις εἴργει,
σφετεριξάμενοι πατραδέλφειαν
τήνδ᾽ ἀκόντων ἐπιβῆναι.

✦✦✦✦

ΧΟΡΟΣ ΙΚΕΤΙΔΩΝΤων προσφύγων ο Δίας καλόβουλομάτι ας στρέψει σ᾽ αυτό το κοπάδι μας,που απ᾽ του Νείλου τις ψιλαμμουδένιεςεκβολές στα πανιά ξεσηκώθηκε·και την Άγια τη Χώρα – ομοσύνορητης Συρίας – αφήνοντας φεύγομε,όχι για αίμα χυμένον εξόριστεςμε του λαού δημοψήφιστη απόφαση,μ᾽ από αντρών συγγενών μας την έχθρητακι από φρίκη για γάμο παράνομο
με τους άθεους τους γιους του Αιγύπτου.
Και ο Δαναός ο πατέρας, που στάθηκεο αρχηγός της βουλής και ανταρσίας μας,αφού εστάθμισεν όλα, αποφάσισεπως το κάλλιο απ᾽ τα πάθη μας θα ᾽τανε,δρόμο απάνω στο κύμα να πάρομεκαι ν᾽ αράξομε στου Άργους τα χώματα,εδ᾽ οπούθε καυχιέται η γενιά μαςπως κρατάει, από του Δία την εμπνοήκι από τ᾽ αγίου χεριού του τ᾽ ακούμπισμαστην οιστρόδιωχτη επάνω Αγελάδα.
Σε ποιά χώρα λοιπόν θενα φτάναμε
για μας, άλλη απ᾽ αυτή, πιο καλόδεχτημ᾽ αυτά της ικεσίας στα χέρια μαςτα κλαδιά με ταινίες ζωσμένα;Μα ω συ πόλη, μα ω γη και καθάρια νεράκι ω θεοί τ᾽ ουρανού και του κάτω του κόσμου,που τους τρισέβαστους τάφους κατέχετε,και συ τρίτος, ω Δία Σωτήρα μου,που φυλάεις των δικαίων τα σπίτια,το γυναίκειο δεχτείτε κοπάδι μας,που προσπέφτουμε ικέτες σας,με φιλέσπλαχνο πνέμα της χώρας.Μα το σμάρι το αντρίκιο της άνομης
αιγυπτόσπορης φάρας, πρι βάλουνε
πόδι εδώ στ᾽ αμμουδένιο ακρογιάλι,πίσω, δώστε τους μια, με το γρήγοροτο σκαρί τους να πάνε στο πέλαγος,όπου αντάρα να βρουν χειμωνόδαρτημε βροντές μ᾽ αστραπές μ᾽ άγριους δρόλαπεςκαι χαθούν μες στη λύσσα της θάλασσας,πριν εμάς, ανιψιές του πατέρα των,κάμουν σκλάβες, και δίχως να θέλουμεσε κρεβάτια ανεβούνπου δε στρέγει κι ο θείος ο Νόμος.Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη.

Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης ενώ μεταφέρονται νεκροί κατά την διάρκεια της μάχης. (Εικονογράφηση του Αλφρέδου Τσωρτς, 1897)


Επτά επί Θήβας

Τελευταίο μέρος της τριλογίας για τον Θηβαϊκό κύκλο (προηγούνται τα έργα Λάιος και Οιδίπους και το σατυρικό δράμα Σφίγξ) που αναφέρεται στην μοίρα των Λαβρακιδών, το Επτά επί Θήβας ή επτά επί Θήβαις, είναι το έργο που έδωσε στον Αισχύλο το βραβείο στους ποιητικούς αγώνες της 78ης Ολυμπιάδας.
Εδώ η ιστορία βασίζεται στον μύθο του Οιδίποδα, του βασιλιά των Θηβών, οπού ανακάλυψε πως είναι ο υπαίτιος για την συμφορά που μάστιζε τον λαό του, επειδή είχε σκοτώσει , εν αγνοία του, τον πατέρα του Λάιο και είχε νυμφευθεί την μητέρα του Ιοκάστη. Όταν ο Οιδίποδας ανακάλυψε την αλήθεια μη μπορώντας να αντέξει το βάρος των πράξεών του και την ντροπή του, έβγαλε τα μάτια του με μια βελόνα και αυτοεξορίστηκε.
Πάνω σε αυτό το τραγικό υπόβαθρο, εξελίσσεται η τραγωδία Επτά επί Θήβας, με τους δύο γιους του Οιδίποδα, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Ο πρώτος διαδέχεται τον πατέρα του, ανεβαίνοντας στον θρόνο ενώ ο αδελφός του, παντρεύεται την κόρη του βασιλιά του Άργους και ύστερα, εκστρατεύει ενάντια στην γενέτειρά του με σκοπό να ανακτήσει την εξουσία που με άδικο τρόπο του στέρησε ο αδερφός του.
Ο αγγελιαφόρος του Ετεοκλή, τον ενημερώνει για την παράταξη των Αργείων στρατηγών σε κάθε μια από τις πύλες και ότι στην έβδομη πύλη ο ίδιος ο Πολυνείκης θα ηγηθεί της επίθεσης. Παρά της παρακλήσεις του χορού να μην χυθεί αδελφικό αίμα, ο Ετεοκλής αποφασίζει να σταθεί απέναντι από τον αδερφό του και να τον αντιμετωπίσει. Απέναντι από κάθε στρατηγό, αντιπαρατάσσει έναν δικό του γενναίο άντρα και η μάχη αρχίζει.
Όσο διαρκεί η πολιορκία, ο χορός των Θηβαίων γυναικών θρηνεί και εκφράζει τους φόβους και τις ανησυχίες του για την πιθανή νίκη των ξενόφερτων δυνάμεων. Ωστόσο ο αγγελιαφόρος έρχεται και ανακοινώνει το τέλος της μάχης, την νίκη των Θηβών και τον χαμό των δύο αδερφών. Στο τέλος του έργου, η Αντιγόνη και η Ισμήνη, οι δύο κόρες του Οιδίποδα, θρηνούν δίπλα στα νεκρά σώματα, τον άδικο χαμό των αδερφών τους. Ο κήρυκας της πόλης ανακοινώνει την απόφαση των αρχόντων να θάψουν τον Ετεοκλή, αλλά τον Πολυνείκη να τον αφήσουν άταφο. Η Αντιγόνη δηλώνει την αντίθεσή της λέγοντας πως η ίδια θα έθαβε τον αδερφό της, έτοιμη να αντιμετωπίσει της συνέπειες της πράξης της. Έτσι κλείνει και το έργο. Με τον χορό χωρισμένο στα δύο να ακολουθεί την Ισμήνη που πάει να θάψει τον Ετεοκλή και το άλλο ημιχόριο την Αντιγόνη που πάει να θάψει τον Πολυνείκη.



Απόσπασμα - Ἑπτά ἐπί Θήβας (1-38)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΕΤΕΟΚΛΗΣ 
Κάδμου πολῖται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια
ὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεως
οἴακα νωμῶν, βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ.
εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ·
5εἰ δ᾽ αὖθ᾽, ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι,
Ἐτεοκλέης ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν
ὑμνοῖθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοις
οἰμώγμασίν θ᾽— ὧν Ζεὺς Ἀλεξητήριος
ἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει.
10ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν, καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτι
ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ,
ὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον, ὥς τε συμπρεπὲς
βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν,
πόλει τ᾽ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων
15βωμοῖσι, τιμὰς μὴ ᾽ξαλειφθῆναί ποτε,
τέκνοις τε, Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ·
ἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ,
ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον,
ἐθρέψατ᾽ οἰκητῆρας ἀσπιδηφόρους,
20πλείους ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε.
καὶ νῦν μὲν ἐς τόδ᾽ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός·
χρόνον γὰρ ἤδη τόνδε πυργηρουμένοις
καλῶς τὰ πλείω πόλεμος ἐκ θεῶν κυρεῖ.
νῦν δ᾽ ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ,
25ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, πυρὸς δίχα,
χρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ·
οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτων
λέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδα
νυκτηγορεῖσθαι κἀπιβούλευσιν πόλει.
30ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτων
ὁρμᾶσθε πάντες, σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ,
πληροῦτε θωρακεῖα, κἀπὶ σέλμασιν
πύργων στάθητε, καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοις
μίμνοντες εὖ θαρσεῖτε, μηδ᾽ ἐπηλύδων
35ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον· εὖ τελεῖ θεός.
σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ
ἔπεμψα, τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷ·
καὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶ δόλῳ.

✦✦✦✦

ΕΤΕΟΚΛΗΣΛαέ του Κάδμου, πρέπει σύμφωνα τα λόγιανα ᾽χει με τους καιρούς εκείνος που απ᾽ την πρύμνατο τιμόνι κρατώντας κυβερνάει μια χώρα,δίχως ν᾽ αφήνει ο ύπνος να του κλει το μάτι·γιατί αν το πράμα πάει καλά, ο Θεός η αιτία·μα αν πάλι —ο μη γένοιτο— συμφορά λάχει,ένας ο Ετεοκλής, πολλά στην πόλη θα ᾽χεινα του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγιακαι θρήνους, που άμποτε απ᾽ αυτά, στ᾽ αλήθεια ο Δίαςδιαφεντευτής, τη χώρα μας ας διαφεντεύει.
Μα τώρα πρέπει εσείς, κι όποιος του λείπει ακόμη
της νιότης του η ακμή, κι ο που έχει πια περάσει,να βάζει όλο το δρίμωμα της δύναμής τουπαίρνοντας πάνω του ο καθείς ό,τι του πέφτει,για να βοηθήσει την πατρίδα, τους θεούς μας,τους βωμούς των —μην ποτέ χάσουν τις τιμές των—τα παιδιά του, τη μάνα Γη γλυκιά θροφό μας·γιατ᾽ είν᾽ αυτή, που όταν μικροί σερνόσαστ᾽ έτσιστο καλόβολο χώμα της, πάνω της όλοφορτώθηκε το βάρος της ανατροφής σαςκαι πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους
να σας έχει πιστούς σ᾽ αυτή της την ανάγκη.
Ναι, βέβαια ώς σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνει·γιατ᾽ όλον τούτο τον καιρό, που είναι ζωσμένατα κάστρα μας, η τύχη του πολέμου κλίνειτο πιότερο σε μας με του θεού τη χάρη·μα τώρα, όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος,που με το νου και με τ᾽ αυτί μονάχα, δίχωςθυσίας φωτιές, τα μαντικά σημάδια κρίνεικαι δε λαθεύει η τέχνη του — αυτός των τέτοιωνκυβερνήτης χρησμών, μας λέει πως νυχτοκλώθουνφοβερήν έφοδο οι εχθροί γι᾽ αφανισμό μας.
Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοι
στις πύλες των φρουρίων ριχτείτε, πεταχτείτε,γεμίστε τα προστήθια, στις σκεπές των πύργωνσταθείτε και ριζώνοντας στα έβγα των κάστρωνέχετε θάρρος και καθόλου μη φοβάστετο πλήθος των εχθρών· ο θεός μαζί μας θα ᾽ναι.Μα έχω κι εγώ του στρατού στείλει κατασκόπουςκι ανιχνευτές, που βέβαιος είμαι πως του κάκουδε θα ᾽ν᾽ ο δρόμος των, κι αφού έρθουν και μου πούνε,φόβο δεν θα ᾽χω μες στα δίχτυα τους μην πέσω.Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη.
Προμηθέας Δεσμώτης, Νικολά Σεμπαστιάν Αντάμ

Προμηθέας Δεσμώτης

Ο Προμηθέας δεσμώτης είναι ένα έργο αχρονολόγητο, καθώς δεν μπορεί να τεκμηριωθεί οποιαδήποτε χρονολόγηση από τους μελετητές. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται πως το έργο είναι νόθο ή πολύ μεταγενέστερο, αλλά οι μελετητές συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για ένα όψιμο έργο του Αισχύλου. Αυτή η σύγχυση οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα σε μια αυστηρώς φιλολογική προσέγγιση του έργου, βάσει της οποίας το πνεύμα και οι θέσεις που διαπνέουν την τραγωδία είναι παράδοξες συγκριτικά με το ύφος και το θρησκευτικό ήθος του Αισχύλου, όπως αυτό διαφαίνεται μέσα από τα μεταγενέστερα έργα του. Ωστόσο στην αρχαιότητα ποτέ δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα του έργου.
Πρέπει όμως να έχουμε στο μυαλό μας, αφενός πως το έργο αυτό είναι “η αρχή”, ένα απόσπασμα από την τριλογία “Προμήθεια” και αφετέρου πως η προσέγγιση όλων των τραγωδιών, πόσω μάλλον του συγκεκριμένου έργου, δεν είναι δυνατόν να γίνει “ξερά” από φιλολογικής σκοπιάς. Οι συμβολισμοί, το θεολογικό υπόβαθρο των Ελλήνων της εποχής, πόσω μάλλον του μυημένου Αισχύλου, είναι το κλειδί στην κατανόηση βαθύτερων νοημάτων του Προμηθέα Δεσμώτη. Η σκληρότητα του Δία, τα πάθη του Προμηθέα, οι θεότητες που εμφανίζονται να συμπαραστέκονται στο δράμα του Τιτάνα και οι άλλες που τον επικρίνουν, η όλη πλοκή και εξέλιξη του έργου δεν είναι παρά ένα συμβολικά δοσμένο θρησκευτικό δράμα. Ωστόσο εδώ δεν θα αποτολμηθεί να παρουσιαστεί μια τέτοια ολοκληρωμένη παρουσίαση και αποσυμβολισμός των έργων του Αισχύλου (όπως ειπώθηκε και παραπάνω) αλλά μια περίληψη της πλοκής της τραγωδίας σε ένα ικανοποιητικό και κατανοητό επίπεδο.
Ο Προμηθέας ήταν ο Τιτάνας, που σύμφωνα με την μυθολογία, έκλεψε την φωτιά από τους θεούς και την δώρισε στους ανθρώπους. Ο Δίας, οργισμένος από την πράξη αυτή, τιμώρησε τον Προμηθέα καρφώνοντας τον σε ένα βράχο στον Καύκασο ενώ ένας αετός ερχόταν κάθε πρωί και του έτρωγε το συκώτι το οποίο γιατρευόταν κάθε μέρα επειδή ο ίδιος ήταν αθάνατος.
Ο Αισχύλος στην τραγωδία του, μιλάει για περισσότερες ευεργεσίες του Προμηθέα στο ανθρώπινο είδος. Λέει ότι χάρισε δώρα και γνώση στους ανθρώπους για να αποφύγουν τον αφανισμό, τους απάλλαξε από τον φόβο του θανάτου, έδωσε τέχνες και νου, την αριθμητική, τους έμαθε την τέχνη της μαντείας και της ιατρικής, της μεταλλουργίας και της ναυσιπλοΐας. Μπορούμε λοιπόν να κατανοήσουμε και να δούμε την φωτιά, ως σύμβολο όλων των παραπάνω, ως κάτι που φωτίζει και που δίνει γνώση, διαμορφώνει κι εξαγνίζει. Πάνω σε αυτό το υπόβαθρο εξελίσσεται η τραγωδία, η οποία αρχίζει με την σκηνή όπου το Κράτος και η Βία δένουν τον Προμηθέα πάνω στον βράχο και διατάζουν τον Ήφαιστο να τον καρφώσει , έτσι ώστε να αρχίσει η τιμωρία του όπως υπέδειξε η θέληση του μεγάλου Διός. Ο Ήφαιστος απρόθυμος καρφώνει τις αλυσίδες και δένει τον Προμηθέα σε έναν ψηλό βράχο του Καυκάσου, δείχνοντας συμπόνια για τα πάθη του Τιτάνα, που θα έστεκε εκεί, να βασανίζεται για όσο καιρό το έκρινε ο Δίας. Το Κράτος και η Βία οργισμένοι μιλούν για την πράξη του Τιτάνα και ύστερα ο Προμηθέας μένει μόνος του καρφωμένος στον βράχο.
Οι Ωκεανίδες, θυγατέρες του Ωκεανού έρχονται σαν χορός και συμπαρίστανται στον Προμηθέα, θρηνώντας μαζί του και παρηγορώντας τον. Ο χορός, εκφράζει και τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, ο οποίος σιωπηλός μέχρι εκείνη την στιγμή υπομένει τα πάθη του.
Σε λίγο εμφανίζεται και ο Ωκεανός, ο οποίος θέλοντας να βάλει ένα τέλος στο μαρτύριο του Προμηθέα, του ζητά να μεσολαβήσει ο ίδιος και να πείσει τον Δία. Ο Προμηθέας όμως δεν δέχεται την προσφορά του Ωκεανού και περήφανος για τις πράξεις του αναφέρει όλες τις ευεργεσίες που παρείχε στους ανθρώπους.
Στο δεύτερο μέρος εμφανίζεται η Ιώ, βασανισμένη και η ίδια από την μοίρα της και την αέναη καταδίωξη, κυνηγημένη από τον Οίστρο, μια αλογόμυγα σταλμένη από την Ήρα, κοντοστέκεται και προσφέρει λόγια παρηγοριάς στον Προμηθέα θρηνώντας για την δική του συμφορά. Ο Προμηθέας τότε συμπάσχει και ο ίδιος με την μοίρα της Ιούς, και προβλέπει πως από την δική της γενιά, κάποιος απόγονός της θα τον ελευθερώσει. Σε αυτό το σημείο ο Προμηθέας αναφέρει και μια προφητεία για την πτώση του Δία, η οποία μπορεί να αποφευχθεί μόνο αν ο ίδιος του αποκαλύψει ένα μυστικό που μόνο αυτός γνωρίζει. Η Ιώ συνεχίζει την πορεία της και εμφανίζεται ο Ερμής, αγγελιαφόρος του Δία και σταλμένος από τον Ίδιο, απαιτεί να μάθει το μυστικό που λέει πως γνωρίζει ο Προμηθέας και τον απειλεί πως αν δεν του το πει, τα βάσανά του θα αυξηθούν. Ο Προμηθέας, εμμένοντας στην αρχική του περήφανη θέση αρνείται να αποκριθεί στον υπηρέτη του Δία και ο χορός πλαισιώνει προστατευτικά, μέχρι το τέλος, τον Προμηθέα προσφέροντας παρηγοριά και λόγια συμπόνιας.
Η Λύτρωση του Προμηθέα έρχεται στο δεύτερο μέρος της τριλογίας “Προμηθέας Λυόμενος” όπου απελευθερώνεται από τον Ηρακλή. Η μυθολογία μας λέει πως ο Προμηθέας όχι μόνο ελευθερώνεται από τον Ηρακλή, αλλά θα είναι και ο μόνος Τιτάνας ο οποίος έγινε δεκτός στον Όλυμπο. Όλα δείχνουν πως το τέλος της τριλογίας του Αισχύλου , έκλεινε με μια συμφιλίωση ανάμεσα στις δύο δυνάμεις.



Απόσπασμα - Προμηθεύς δεσμώτης (1-35)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΚΡΑΤΟΣ 
Χθονὸς μὲν ἐς τηλουρὸν ἥκομεν πέδον,
Σκύθην ἐς οἷμον, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν.
Ἥφαιστε, σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολὰς
ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο, τόνδε πρὸς πέτραις
5ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι
ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις.
τὸ σὸν γὰρ ἄνθος, παντέχνου πυρὸς σέλας,
θνητοῖσι κλέψας ὤπασεν· τοιᾶσδέ τοι
ἁμαρτίας σφε δεῖ θεοῖς δοῦναι δίκην,
10ὡς ἂν διδαχθῇ τὴν Διὸς τυραννίδα
στέργειν, φιλανθρώπου δὲ παύεσθαι τρόπου.

ΗΦΑΙΣΤΟΣ 
Κράτος Βία τε, σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς
ἔχει τέλος δὴ κοὐδὲν ἐμποδὼν ἔτι·
ἐγὼ δ᾽ ἄτολμός εἰμι συγγενῆ θεὸν
15δῆσαι βίᾳ φάραγγι πρὸς δυσχειμέρῳ.
πάντως δ᾽ ἀνάγκη τῶνδέ μοι τόλμαν σχεθεῖν·
εὐωριάζειν γὰρ πατρὸς λόγους βαρύ.
τῆς ὀρθοβούλου Θέμιδος αἰπυμῆτα παῖ,
ἄκοντά σ᾽ ἄκων δυσλύτοις χαλκεύμασι
20προσπασσαλεύσω τῷδ᾽ ἀπανθρώπῳ πάγῳ,
ἵν᾽ οὔτε φωνὴν οὔτε του μορφὴν βροτῶν
ὄψῃ, σταθευτὸς δ᾽ ἡλίου φοίβῃ φλογὶ
χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος· ἀσμένῳ δέ σοι
ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος,
25πάχνην θ᾽ ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν·
αἰεὶ δὲ τοῦ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῦ
τρύσει σ᾽· ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω.
τοιαῦτ᾽ ἐπηύρου τοῦ φιλανθρώπου τρόπου.
θεὸς θεῶν γὰρ οὐχ ὑποπτήσσων χόλον
30βροτοῖσι τιμὰς ὤπασας πέρα δίκης·
ἀνθ᾽ ὧν ἀτερπῆ τήνδε φρουρήσεις πέτραν
ὀρθοστάδην, ἄυπνος, οὐ κάμπτων γόνυ·
πολλοὺς δ᾽ ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς
φθέγξῃ· Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φρένες·
35ἅπας δὲ τραχὺς ὅστις ἂν νέον κρατῇ.

✦✦✦✦

ΚΡΑΤΟΣΝά μας, στα πέριορα τ᾽ αλαργινά του κόσμουστους έρημους κι απάτητους Σκυθικούς δρόμους.Τώρα δουλειά σου, ω Ήφαιστε, όσα ο πατέραςπρόσταξε, να γνοιαστείς, και τον άνομο τούτοστα βράχια, στους ψηλούς γκρεμνούς να πεδικλώσειςμ᾽ αλυσίδων ασύντριφτα δεσμά ατσαλένια,γιατί έκλεψε της πάντεχνης φωτιάς τη φλόγα,– τ᾽ άνθος σου εσένα – και το χάρισε του ανθρώπου.Τέτοιο κρίμα λοιπόν χρωστάει να μας πλερώσει,
για να μάθει του Δία την εξουσία να στρέγει
και τους φιλάνθρωπους τους τρόπους του ν᾽ αφήσει.
ΗΦΑΙΣΤΟΣΚράτος και Βία, για σας η προσταγή του Δίατέλειωσε και πια τίποτε δε στέκει μπόδιο·μα εμέ, δε μου βαστά η ψυχή θεό συγγενή μουστ᾽ άγριο τούτο ποροφάραγγο να δέσω.Όμως να σφίξω την καρδιά μου ανάγκη πάσα,γιατί βαρύ ᾽ναι ν᾽ αψηφώ του Δία το λόγο.Ω εσύ, με τα υψηλά φρονήματά σου, τέκνοντης ορθόβουλης Θέμιδας, θέλεις δε θέλω,
σ᾽ αυτή την έρμη την κορφή θα σε καρφώσω,
π᾽ ούτε φωνή και κανενός την όψη ανθρώπουθα βλέπεις, μ᾽ απ᾽ του ήλιου τη φωτιά ψημένοςτ᾽ άνθος της όψης σου θ᾽ αλλάξεις και τη νύχταθα λαχταράς την πολυξόμπλιαστη να φτάσει,να σκεπάσει το φως, ως νά ᾽βγει ο ήλιος πάλιτη αυγινή την πάχνη να σκορπίσει· κι έτσικάποιο θα ᾽χεις κακό να τυραγνιέσαι πάντα,χωρίς να βρίσκεται ψυχή να σ᾽ αλαφρώσει.Τέτοιο έλαβες μιστό γι᾽ αγάπη των ανθρώπων·γιατί, θεός εσύ, δε σκιάχτηκες των άλλωντην οργή των θεών και πήγες να προσφέρεις
στους ανθρώπους χαρίσματα πέρ᾽ από το δίκιο,
που αντίς γι᾽ αυτά, στον άχαρο το βράχο τούτοολόρθος κι άγρυπνος φρουρός θενα φυλάγεις,δίχως τα γόνατά σου να λυγάς και θρήνουςπολλούς κι ανώφελα θα σκούζεις μοιρολόγια·γιατί εύκολα δεν τη γυρνάς του Δία τη γνώμηκι είναι πάντα σκληρός ο κάθε νέος αφέντης.Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη.

«Πέρσες»  σκηνοθεσία Κάρολος Κουν, σκηνικά-κοστούμια Γιάννης Τσαρούχης

Πέρσες

Η τραγωδία Πέρσες “Πέρσαι”, χρονολογούνται το 472 Π.Κ.Ε και είναι μαζί με τις Ικέτιδες τα αρχαιότερα σωζόμενα δράματα. Το έργο αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα του Αισχύλου, διαπνέεται από μια μεγαλοψυχία για τους ηττημένους εχθρούς αλλά έχει και ως σκοπό να θεμελιώσει ηθικές αρχές στην Αθηναϊκή πολιτεία, αφού ο Αισχύλος έβλεπε την ομόνοια που είχε δημιουργηθεί να χάνεται κάτω από την ολοένα και αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας. Είδε την αλαζονεία να φουσκώνει στον νου των νικητών και ορθώς πρόβλεψε τους κινδύνους που εμπεριείχε μια τέτοια συμπεριφορά, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα.
Γραμμένη οκτώ χρόνια μετά την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, η τραγωδία αναφέρεται στο γεγονός της συντριβής του περσικού στόλου, όπως τα μετέφερε ο Πέρσης Αγγελιαφόρος στην περσική αυλή, απευθυνόμενος στην μητέρα του Ξέρξη, Άτοσσα.
Η τραγωδία αρχίζει με τον χορό των Γερόντων, ανθρώπων συνετών, να εκφράζει την ανησυχία του για την τύχη της εκστρατείας. Νέα δεν έχουν έρθει καιρό τώρα και οι γέροντες φοβούνται μήπως τον Περσικό στρατό τον βρήκε συμφορά. Ύστερα ανακοινώνουν την άφιξη της μητέρας του Ξέρξη και σύζυγο του Δαρείου. Η Άτοσσα εμφανίζεται και απευθυνόμενη στον χορό, ζητάει την συμβουλή των γερόντων για να της ερμηνεύσουν ένα δυσοίωνο όνειρο που είδε. Στο όνειρό της ήρθαν δυο καλοντυμένες γυναίκες με κάλλος και ανάστημα αρχοντικό. Η μια φορούσε πέπλο περσικό και η άλλη Δωρικό. Ήταν μεταξύ τους αδελφές, αλλά μάλωναν και ο γιος της ο Ξέρξης ήρθε και της έζεψε στο άρμα του. Η πρώτη υπάκουη αφέθηκε στην θέληση του Ξέρξη και με καμάρι δέχτηκε τα χαλινάρια σαν στολίδι, η άλλη όμως, που πατρίδα είχε την Ελλάδα αντέδρασε κι έσπασε τα εξαρτήματα του δίφρου κι έσπασε τον ζυγό με λύσσα. Ο Ξέρξης τότε έπεσε καταγής, και ο πατέρας του με λύπηση κοιτάζοντάς τον έκλαιγε από ντροπή. Ο Ξέρξης τότε έσκισε τα ρούχα του.
Σε όλη την περιγραφή, επικρατεί μια αγωνία από την πλευρά της Άτοσσας η οποία δίνει στην σκηνή μια τραχιά και βίαιη υπόσταση. Ύστερα η Άτοσσα, αφού εκμυστηρεύεται πως είναι οι πρώτοι και οι μοναδικοί που άκουσαν το όνειρο, ζητά να μάθει από τους γέροντες προς τα που πέφτει η Αθήνα και προσπαθεί με ερωτήσεις να μάθει για αυτούς.Οι απαντήσεις των γερόντων δημιουργούν ένα μεγάλο μυστήριο στην Άτοσσα καθώς και έναν φόβο, μη μπορώντας να κατανοήσει την σκέψη τους και τρομάζοντας από την ικανότητά τους στον πόλεμο. Προειδοποιεί τους γέροντες πως αν ο Ξέρξης ηττηθεί τελικά και δεν καταφέρει να μεγαλώσει την Περσική αυτοκρατορία, κανείς να μην τον κατηγορήσει για την αποτυχία του.
Τότε μπαίνει και ο αγγελιαφόρος με τα νέα της συμφοράς για τους Πέρσες. Ο Ξέρξης είναι ζωντανός, αλλά ο στόλος καταστράφηκε ολοσχερώς, η περσική δύναμη υπέστη μεγάλη φθορά. Όλα χάθηκαν. Η δύναμη της επόμενης σκηνής είναι μια τρομερή περιγραφή της απόγνωσης που επικρατεί στην Περσική αυλή. Ο χορός, γέροντες σοφοί, γέροντες συνετοί, σύμβουλοι του αυτοκράτορα, κλαίνε και οδύρονται τραβώντας τα μαλλιά τους, χάνουν κάθε αυτοκυριαρχία ακούγοντας τα νέα της συμφοράς. Η Άτοσσα ζητά να μάθει λεπτομέρειες. Ο Αγγελιαφόρος της λέει πως οι δυνάμεις των Περσών ήταν πολύ περισσότερες, Δαίμονας έγειρε την ζυγαριά στο μέρος των Ελλήνων. Οι Θεοί λέει, έσωσαν την πόλη της Παλλάδας. Και ύστερα ακολουθεί η περιγραφή της εξόδου του Ελληνικού στόλου από τα στενά της Σαλαμίνας.

Πρώτος άρχισε, δέσποινα, με την οδηγία κάποιου κακού πνεύματος ή κάποιου θεού . Ήρθε απ το στρατό των Αθηναίων ένας στο γιο σου και είπε:
«Όταν απλώσει η νύχτα τοσκοτάδι θα ξεφύγουνοιΈλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν. Όπως όπως».
Και μόλις τ άκουσε ο Ξέρξης, χωρίς να σκεφτείδόλοτουΈλληνα ή φθόνοθεούφώναξε τους ναύαρχουςόλουςκαι πρόσταξε: «Όταν πάψει ο Ήλιος να καίειτοχώμα και υψωθείτοσκοτάδι, να παρατάξτε τα καράβια σας να φράξετετοδρόμοσετρειςσειρές. Πυκνά. Και μ άλλα να κυκλώσετεγύρω από τονησίτουΑίαντα. Και να φυλάτε τα στενά και τα περάσματα. Αν απ τονκλοιό και το χαμόσωθούνοιΈλληνες βρίσκοντας δρόμο τα καράβια, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε».
Έτσι τους είπε. Βέβαιος και ανύποπτος δενήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.
Και τηνίδια ώρα οιΈλληνεςήρεμα και πειθαρχημένοι ετοίμαζαν να φάνε. Οι ναύτες περνούσαν τα κουπιά στους σκαρμούς και μετά πουέδυσε ο ήλιος και η νύχτα έρχονταν πέρασαν όλα τα καράβια σεσχηματισμούς. Παρακινούσαν και κρατούσαν τηντάξη όπωςορίστηκε ο καθένας. Προχωρούσε η νύχτα και τελείωνε και αυτοίπουθενάδεδοκίμασαν να φύγουν.
Και όταν ξημέρωσε, όταν ανέβηκε τοάρμα τηςημέρας τότε απ τα καράβια τους αντήχησε χαρούμενη βοή σαν τραγούδι και τα βράχια γύρω αντιλάλησαν. Φόβος μας έπιασε πουγελαστήκαμε. Δενήταν τοτραγούδι τουςήχοςφυγής . Παιάνας ήταν. Να ορμήσουν. Και οισάλπιγγες τουςφλόγιζαν τα κουπιά αμέσωςτότε ακούστηκετοσύνθημα.
Και τα καράβια ήρθαν γρήγορα μπροστά μας.
Πρώτη προχώρησε η δεξιά πλευρά. Αλφαδιασμένα. Και όλα τα άλλα πίσωτους. Και αντήχησετότεμυριόστομο:
«Παιδιά της Ελλάδας προχωράτε, λευτερώστε την Πατρίδα. Λευτερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους βωμούς των πατρώων θεών, και των προγόνων τους τάφους. Τώρα ο Αγώνας για όλα» 

"Ὦ παῖδες Ἑλλήνωνἴτεἐλευθεροῦτε πατρίδ, ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών." 

Τότε και μεις αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά στα περσικά, απάντηση στην κραυγή τους. Και δεν υπήρχε ώρα για καθυστερήσεις. Οδηγήσαμε τα καράβια μας κοντά στα δικά τους. Το εμβόλισμα το άρχισε ένα Ελληνικό σ'ένα Φοινικικό
Μπερδεύτηκαν κουπαστές και πρύμνες. Τα συνέτριψε. Και τότεέγινεολοκληρωτική επίθεση. Στην αρχήάντεχαν οιγραμμές μας. Μα όταν πύκνωσαν τα καράβια στοστενόφράκαραν όλα. Έπεφταν τοένα στάλλο. Άνοιγαν οιπρώρες σπάζαν τα κουπιά. Μεταξύ μας βυθιζόμασταν. Και τότε τα Ελληνικάέτρεχαν γύρω μας μετέχνη και γρηγοράδα. Μας χτυπούσαν. Άνοιγαν τα καράβια μας και θάλασσα δεν φαίνονταν. Γεμάτηκορμιά πνιγμένων και ναυάγια. Και σαν μυρμήγκια στις παραλίεςοινεκροί. Τότεόσα μας έμειναν άρχισαν να φεύγουν.
Μα τότε αυτοί σα να καμάκιζαν τρεχόψαρα ή νασερναν τρανή ψαριά μας χτυπούσαν με τα κουπιά τους και με κομμάτια άρμενα μας τσάκιζαν τις ραχοκοκαλιές και βογκούσεόλη η θάλασσα από τα κλάματα και τον πόνο. Όλητημέρα ώσπου νύχτωσε. Δέκα μέρες να μιλούσα για τα κακά που πάθαμε δε θα τα τέλειωνα όλα. Να το πω έτσι. Τόσοινεκροίσεμια μέρα μέσα ποτέδεν ξανάγινε.
Ύστερα από αυτήν την περιγραφή, η Άτοσσα και ο χορός, κατηγορούν δείχνοντας παράλληλα έναν σεβασμό και δέος, στους Δαίμονες και τους Θεούς που στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων και έριξαν πάνω στους Πέρσες την συμφορά που τους βρήκε ενώ η Άτοσσα επιπλήττει τους γέροντες για την λανθασμένη εξήγηση που έδωσαν στο όνειρό της. Η μητέρα του Δαρείου φεύγει και επιστρέφει προσφέροντας χοές στο πνεύμα του Δαρείου και ο χορός καλεί μαζί της τον νεκρό βασιλιά επικαλούμενος τους υποχθόνιους θεούς.
Ο Δαρείος εμφανίζεται ως είδωλο πάνω από τον τύμβο του και πληροφορείται από την γυναίκα του την φοβερή καταστροφή των Περσών. Ο Δαρείος μιλά για παλαιούς χρησμούς, που ο Ξέρξης με την Αλαζονεία του και την απερισκεψία του κατάφερε να εκπληρώσει προκαλώντας τεράστια και πρωτοφανή καταστροφή στην αυτοκρατορία. Συμβουλεύει τους Πέρσες να έχουν φρόνηση και μέτρο και να μην εκστρατεύσουν άλλη φορά εναντίον της Ελλάδας. Επιρρίπτει την ευθύνη της καταστροφής στην ασέβεια και την ύβρη των Περσών που επέδειξαν όταν κατέστρεψαν Ιερά των Ελλήνων και τέλος προβλέπει τον θρίαμβο των Ελλήνων στις Πλαταιές. Η Άτοσσα πάει να ετοιμάσει ρούχα για τον Ξέρξη και το είδωλο του βασιλιά χάνεται ξανά στον Άδη. Ο χορός μένει μόνος επί σκηνής και εξυμνεί τον Δαρείο και τις καλές και συνετές μέρες της βασιλείας του. Ο Ξέρξης εμφανίζεται κουρελιασμένος θρηνώντας για την καταστροφή και οι γέροντες τον επικρίνουν για την ντροπή που έφερε στους Πέρσες. Στο τέλος, κι ενώ ο χορός , ρώτησε τον Ξέρξη για την τύχη των σπουδαίων αντρών που συμμετείχαν στην εκστρατεία, συνοδεύει τον βασιλιά Ξέρξη που θρηνεί, μέχρι τα ανάκτορα.
Είναι πλέον εμφανές, πως αυτός ο ύμνος για την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, γράφτηκε όχι με σκοπό να προβάλλει την υπεροχή των νικητών επί των ηττημένων, αντιθέτως δείχνει μια μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους, θα λέγαμε ακόμα και συμπόνια, ενώ παράλληλα χρησιμοποιείται και σαν προειδοποίηση για τους Έλληνες ώστε να μην πέσουν στα ίδια λάθη και να μην τους βρουν τα ίδια δεινά. 
Ο Αισχύλος που πήρε και ο ίδιος μέρος στην ναυμαχία, όπως και σε όλες τις κρίσιμες μάχες των μηδικών πολέμων, μας προσφέρει την μαρτυρία του, δοσμένη μέσα από τα νοήματα που θέλει να προσδώσει και την μεγαλοψυχία και το ήθος των Ελλήνων της εποχής.



Απόσπασμα - Πέρσαι (1-64)

ΠΑΡΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ 
Τάδε μὲν Περσῶν τῶν οἰχομένων
Ἑλλάδ᾽ ἐς αἶαν πιστὰ καλεῖται,
καὶ τῶν ἀφνεῶν καὶ πολυχρύσων
ἑδράνων φύλακες, κατὰ πρεσβείαν
5οὓς αὐτὸς ἄναξ Ξέρξης βασιλεὺς
Δαρειογενὴς
εἵλετο χώρας ἐφορεύειν.
ἀμφὶ δὲ νόστῳ τῷ βασιλείῳ
καὶ πολυχρύσου στρατιᾶς ἤδη
10κακόμαντις ἄγαν ὀρσολοπεῖται
θυμὸς ἔσωθεν.
πᾶσα γὰρ ἰσχὺς Ἀσιατογενὴς
οἴχωκε, νέον δ᾽ ἄνδρα βαΰζει,
κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεὺς
15ἄστυ τὸ Περσῶν ἀφικνεῖται·
οἵτε τὸ Σούσων ἠδ᾽ Ἀγβατάνων
καὶ τὸ παλαιὸν Κίσσιον ἕρκος
προλιπόντες ἔβαν, τοὶ μὲν ἐφ᾽ ἵππων,
τοὶ δ᾽ ἐπὶ ναῶν, πεζοί τε βάδην
20πολέμου στῖφος παρέχοντες·
οἷος Ἀμίστρης ἠδ᾽ Ἀρταφρένης
καὶ Μεγαβάτης ἠδ᾽ Ἀστάσπης,
ταγοὶ Περσῶν,
βασιλῆς βασιλέως ὕποχοι μεγάλου,
25σοῦνται, στρατιᾶς πολλῆς ἔφοροι,
τοξοδάμαντές τ᾽ ἠδ᾽ ἱπποβάται,
φοβεροὶ μὲν ἰδεῖν, δεινοὶ δὲ μάχην
ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ·
Ἀρτεμβάρης θ᾽ ἱππιοχάρμης
30καὶ Μασίστρης, ὅ τε τοξοδάμας
ἐσθλὸς Ἰμαῖος Φαρανδάκης θ᾽,
ἵππων τ᾽ ἐλατὴρ Σοσθάνης.
ἄλλους δ᾽ ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων
Νεῖλος ἔπεμψεν· Σουσισκάνης,
35Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής,
ὅ τε τῆς ἱερᾶς Μέμφιδος ἄρχων
μέγας Ἀρσάμης, τάς τ᾽ ὠγυγίους
Θήβας ἐφέπων Ἀριόμαρδος,
καὶ ἑλειοβάται ναῶν ἐρέται
40δεινοὶ πλῆθός τ᾽ ἀνάριθμοι.
ἁβροδιαίτων δ᾽ ἕπεται Λυδῶν
ὄχλος, οἵτ᾽ ἐπίπαν ἠπειρογενὲς
κατέχουσιν ἔθνος, τοὺς Μητρογαθὴς
Ἀρκτεύς τ᾽ ἀγαθός, βασιλῆς δίοποι,
45χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους
πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν,
δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη,
φοβερὰν ὄψιν προσιδέσθαι.
στεῦται δ᾽ ἱεροῦ Τμώλου πελάτης
50ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι,
Μάρδων, Θάρυβις, λόγχης ἄκμονες,
καὶ ἀκοντισταὶ Μυσοί· Βαβυλὼν δ᾽
ἡ πολύχρυσος πάμμεικτον ὄχλον
πέμπει σύρδην, ναῶν τ᾽ ἐπόχους
55καὶ τοξουλκῷ λήματι πιστούς·
τὸ μαχαιροφόρον τ᾽ ἔθνος ἐκ πάσης
Ἀσίας ἕπεται
δειναῖς βασιλέως ὑπὸ πομπαῖς.
τοιόνδ᾽ ἄνθος Περσίδος αἴας
60οἴχεται ἀνδρῶν,
οὓς πέρι πᾶσα χθὼν Ἀσιῆτις
θρέψασα πόθῳ στένεται μαλερῷ,
τοκέης τ᾽ ἄλοχοί θ᾽ ἡμερολεγδὸν
τείνοντα χρόνον τρομέονται.


✦✦✦✦

ΧΟΡΟΣΤων Περσών πὄχουν φύγει και πήγανεστων Ελλήνων τη χώρα, εμείς είμαστεοι Πιστοί που μας λένε,και των πλούσιων αυτών και πολύχρυσωνπαλατιών οι φυλάχτορες,που απ᾽ αξιά μας ο ίδιος ο αφέντης μαςΔαρειογέννητος Ξέρξης μάς διάλεξεν᾽ αγρυπνούμε στην χώρα του επάνω.Μα για το γυρισμό του χρυσόφραχτουτου στρατού μας και του βασιλέα μας10έχει αρχίσει πολύ κακομάντευτην᾽ ανταριάζει η καρδιά μου και μέσα τηςνα φρουμάζει – γιατ᾽ είν᾽ όλ᾽ η δύναμητης Ασίας φευγάτηκαι κανείς πεζοδρόμος με μήνυμακαι κανείς καβαλάρης δεν έφτασεστων Περσών, ως τα τώρα, την πόλη.Εκείνου αφήνοντας Σούσα κι Εγβάτανακαι τ᾽ αρχαία Κισσιανά τα πυργόκαστραφύγαν, άλλοι καβάλα στ᾽ αλόγατα,άλλοι μες στα καράβια κι οι αμέτρητοιμε τα πόδια πεζοί,20του πολέμου τ᾽ ολόπυκνο στίφος.Έτσι τότε ο Αρμίστρης κι ο ΑρτάφρενοςΜεγαβάτης κι Αστάσπης χυμήσανεκεφαλές των Περσών, του μεγάλου μαςΒασιλιά βασιλιάδες υπήκοοι,οδηγώντας το αμέτρητο στράτεμα,τοξοκράτορες και καβαλάρηδεςφοβεροί να τους δεις και στον πόλεμοτρομεροί με τ᾽ αδάμαστοτης ψυχής τωνε θάρρος.Κι ο Αρτεμβάρης περήφανος στο άτι του
κι ο Μασίστρης κι ο Ιμαίος σαϊττορίχτορας
μες στους πρώτους, μαζί κι ο Φαράντακοςκι ο που τ᾽ άτια προγκάει ο Σοστάνης.Κι άλλους πάλι ο μεγάλος πολύθροφοςΝείλος στέλνει· καθώς ο Σουσίσκανοςτης Αιγύπτου βλαστάρι, ο Πηγάσταγοςκαι της άγιας της Μέμφιδας ο άρχονταςο μεγάλος Αρσάμης κι ο κύριοςτης πανάρχαιας της Θήβας ο Αριόμαρδος,κι όσοι λάμνουν στους βάλτους τα προιάρια τους,40φοβερό κι εν᾽ αρίφνητο πλήθος.Κι ακλουθούσαν οι Λυδοί οι καλοζώητοι,ψυχομέτρι, μ᾽ όσα έθνη εξουσιάζουνεστεριανά κατά κείνα τα σύνορα,που ο γενναίος ο Αρκτέας κι ο Ματράγαθοςσαλαγούν, βασιλιάδες πολέμαρχοικι απ᾽ τις Σάρδεις κινούν τις πολύχρυσεςπάνω σ᾽ άρματα δίζυγα, τρίζυγα,μύρια τάγματαπου τρομάρα σε πιάνει να βλέπεις.Και του Τμώλου καυχιούνται οι πλησιόχωροι50το ζυγό της σκλαβιάς να περάσουνετης Ελλάδας: ο Μάδρος κι ο Θάρυβηςστων λογχών τα χτυπήματ᾽ ατράνταχτοισαν αμόνια· μαζί κι οι Μυσοί,φοβεροί ακοντιστάδες.Κι η χρυσή Βαβυλώνα κατέβασεμέγα ρέμα στρατού παντοσύσμιχτο,άλλους ναύτες για τ᾽ άρμενακι άλλους πὄχουν τα θάρρη τουςστο πιδέξιο του τόξου το τράβηγμα.Κι ακλουθούνε φουσάτ᾽ απ᾽ ολάκερητην Ασία οι σπαθοφόροι, υπακούονταςστην τρανή προσταγή του αφεντός μας.Έτσι τ᾽ άνθος, όλ᾽ οι άντρες, της χώρας μας
φευγάτ᾽ είναι κι η Ασία που τους έθρεψε,
λαχταρά ᾽π᾽ άκρη σ᾽ άκρη στενάζονταςμε καϋμό φλογερό, ενώ οι γέροι τουςοι γονιοί κι οι γυναίκες τουςτις ημέρες μετρούν και καρδιοσώνουνταιόσον πάει του μάκρου ο καιρός.Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη.


Orestes Pursued By The Furies Painting | William Bouguereau


Ορέστεια

Η Ορέστεια είναι η μόνη αρχαία σωζόμενη τριλογία,αποτελείται από τις τραγωδίες Αγαμέμνων, Χοηφόροι και Ευμενίδες. Παρουσιάστηκαν πρώτη φορά του 458Π.Χ.Χ. στην γιορτή των μεγάλων Διονυσίων όπου και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Βασίζεται πάνω στον μύθο των Ατρειδών, των απογόνων του Ατρέα που ομοίως και ο ίδιος, κουβαλάει την βαριά μοίρα των προγόνων του, αφού ανήκει και ο ίδιος στην καταραμένη γενιά του Τάνταλου.
Η Ορέστεια είναι μια εξαιρετική τριλογία, τα μέρη της οποίας μπορούν να σταθούν το κάθε ένα ξεχωριστά δίχως να χάσουν την αξία τους, ωστόσο η πλήρης κατανόηση και η εξαιρετική καλλιτεχνική ομορφιά της, γίνεται αντιληπτή μόνο όταν αντιμετωπιστεί ως σύνολο, σαν μια ολότητα.
Στην τραγωδία “Αγαμέμνων”, το πρώτο μέρος της τριλογίας, η Κλυταιμνήστρα, γυναίκα του Αρχιστράτηγου της Τρωικής εκστρατείας, φονεύει τον Αγαμέμνονα όταν αυτός γυρίζει νικητής μετά τον αφανισμό της Τροίας. Στην δεύτερη τραγωδία, “Χοηφόροι” ο γιος του Αγαμέμνονα, Ορέστης, θα πάρει εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα του σκοτώνοντας την μάνα του, μεταβιβάζοντας τις συμφορές των προγόνων του, πάνω του. Στην τελευταία τραγωδία της Ορέστειας, “Ευμενίδες” ο Ορέστης, κυνηγημένος από τις Ερινύες προστρέχει στο ιερό των Δελφών, ζητώντας προστασία από τον Θεό Απόλλωνα, ο οποίος προέτρεψε τον Ορέστη να πράξει τον φόνο. Ύστερα αντιμετωπίζει την κρίση των Αθηναίων δικαστών όπου και αθωώνεται.
Οι Ερινύες τότε, γίνονται Ευμενίδες και λυτρώνουν τον Ορέστη από την πράξη του και ο ίδιος πλέον συμφιλιώνεται με Θεούς και ανθρώπους.

Η Κλυταιμνήστρα διστάζει πριν σκοτώσει τον Αγαμέμνονα, έργο του Pierre-Narcisse Guérin.

Αγαμέμνων

Ο Αγαμέμνων είναι η μεγαλύτερης σωζόμενη τραγωδία του Αισχύλου και τα πρόσωπα που συμμετέχουν είναι αρκετά σε σχέση με τις άλλες του τραγωδίες. Η τραγωδία αρχίζει με τον φρουρό που αγρυπνά προσευχόμενος στους Θεούς για το μήνυμα που περιμένει να έρθει από τις Φρυκτωρίες σχετικά με την νίκη των Αχαιών επί της Τροίας, το οποίο θα μετέφερε στην βασίλισσα Κλυταιμνήστρα. Το μήνυμα της νίκης έρχεται και με κραυγές χαράς σπεύδει να ενημερώσει την βασίλισσα. Ακολουθεί ο χορός , που απαρτίζουν δώδεκα Αργείοι γέροντες, οι οποίοι αγνοώντας τα νέα αναπολεί την εκστρατεία στην Τροία, την θυσία της Ιφιγένειας και τους δυσοίωνους χρησμούς που δόθηκαν αδυνατώντας να καταλάβει γιατί η Κλυταιμνήστρα έδωσε εντολή για θυσίες. Η Κλυταιμνήστρα πληροφορεί τους γέροντες για την άλωση της Τροίας και περιγράφει την διαδρομή που ακολούθησε το μήνυμα μέσω των φρυκτωριών. Ο Χορός τραγουδά την νίκη των Ελλήνων συγκινημένος. Υμνεί την δικαιοσύνη που τιμώρησε αυτούς που ατίμασαν τον οίκο του Μενέλαου αρπάζοντας την γυναίκα του. Ωστόσο σκεπτόμενοι την συμφορά που κατατρέχει την οικογένεια των Ατρειδών συγκρατούν την χαρά τους και περιμένουν επιβεβαίωση της νίκης από τον Κήρυκα που έρχεται από τον γιαλό.
Ο Κήρυκας με συγκίνηση χαιρετά τους συμπατριώτες του και ευχαριστώντας τους θεούς, αναγγέλλει την επικείμενη άφιξη του νικητή Βασιλιά και προτρέπει τους γέροντες να ετοιμάσουν υποδοχή που να αρμόζει στον Αγαμέμνονα. Ο χορός ωστόσο δίχως να μιλήσει ξεκάθαρα, υπονοεί πως η επιστροφή του Αγαμέμνονα στο Ανάκτορο δεν είναι τόσο επιθυμητή όσο νομίζει ο ίδιος. Η Κλυταιμνήστρα όμως εμφανίζεται και δείχνοντας χαρά για την επιστροφή του συζύγου της, στέλνει τον κήρυκα να ειδοποιήσει τον βασιλιά πως τον περιμένει η πιστή του σύζυγος. Οι γέροντες καταριούνται την Ελένη, που έγινε αιτία για τόσους θανάτους και καταστροφές, τέλος εξυμνούν την επιστροφή του βασιλιά τους δείχνοντας έτσι την αφοσίωσή τους σε αυτόν.
Ο Αγαμέμνονας εισέρχεται στην σκηνή μεγαλοπρεπώς πάνω σε άρμα έχοντας μαζί την μάντισσα Κασσάνδρα, αιχμάλωτή του κι ευχαριστεί τους θεούς , τον λαό και τον χορό για την υποδοχή. Η Κλυταιμνήστρα με μια προσποιητή χαρά καλωσορίζει τον σύζυγό της ωστόσο αντιμετωπίζεται από την απαξίωση και την ειρωνεία του Αγαμέμνονα. Το Βασιλικό ζευγάρι μπαίνει στο ανάκτορο πάνω σε πορφυρό χαλί, που διέταξε η Κλυταιμνήστρα να μπει για να μην πατήσει χώμα ο κατακτητής της Τροίας. Στην σκηνή ο χορός προβλέπει τις συμφορές που θα επακολουθήσουν εκφράζοντας μια αόριστη αγωνία. Η Κλυταιμνήστρα θα εμφανιστεί ξανά, καλώντας την Κασσάνδρα στο παλάτι, η μάντισσα όμως δεν αποκρίνεται και οργισμένη η Κλυταιμνήστρα εισέρχεται ξανά μέσα. Ο χορός την πείθει και η ίδια θρηνεί και επικαλείται τους Θεούς. Οραματίζεται τα εγκλήματα που βαραίνουν τον οίκο των Ατρειδών και προβλέπει τον θάνατο του Αγαμέμνονα και τον δικό της. Παρόλ΄αυτά θα ακολουθήσει την μοίρα της και θα μπει και αυτή στο Ανάκτορο.
Η Κραυγή του βασιλιά ακούγεται και η Κλυταιμνήστρα βγαίνει κρατώντας το τσεκούρι που τον αποκεφάλισε, ενώ θριαμβολογεί για τα κατορθώματά της. Σκότωσε τον Αγαμέμνονα, γιατί αυτός είχε θυσιάσει την κόρη τους την Ιφιγένεια και την Κασσάνδρα , γιατί της έκλεψε τον συζυγικό της ρόλο. Στο τέλος εμφανίζεται ο Αίγισθος, συνένοχος και ο ίδιος και αμετανόητος, ενώ ο χορός προειδοποιεί για τα δεινά που θα έλθουν από αυτή την ανόσια πράξη.
Agamemnon  - Giovanni Battista Tiepolo


Απόσπασμα - Ἀγαμέμνων (1-39)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΦΥΛΑΞ
Θεοὺς μὲν αἰτῶ τῶνδ᾽ ἀπαλλαγὴν πόνων,
φρουρᾶς ἐτείας μῆκος, ἣν κοιμώμενος
στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν, κυνὸς δίκην,
ἄστρων κάτοιδα νυκτέρων ὁμήγυριν,
5καὶ τοὺς φέροντας χεῖμα καὶ θέρος βροτοῖς
λαμπροὺς δυνάστας, ἐμπρέποντας αἰθέρι
[ἀστέρας, ὅταν φθίνωσιν, ἀντολάς τε τῶν].
καὶ νῦν φυλάσσω λαμπάδος τὸ σύμβολον,
αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν
10ἁλώσιμόν τε βάξιν· ὧδε γὰρ κρατεῖ
γυναικὸς ἀνδρόβουλον ἐλπίζον κέαρ.
εὖτ᾽ ἂν δὲ νυκτίπλαγκτον ἔνδροσόν τ᾽ ἔχων
εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην
ἐμήν —φόβος γὰρ ἀνθ᾽ ὕπνου παραστατεῖ,
15τὸ μὴ βεβαίως βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ—
ὅταν δ᾽ ἀείδειν ἢ μινύρεσθαι δοκῶ,
ὕπνου τόδ᾽ ἀντίμολπον ἐντέμνων ἄκος,
κλαίω τότ᾽ οἴκου τοῦδε συμφορὰν στένων
οὐχ ὡς τὰ πρόσθ᾽ ἄριστα διαπονουμένου.
20νῦν δ᾽ εὐτυχὴς γένοιτ᾽ ἀπαλλαγὴ πόνων
εὐαγγέλου φανέντος ὀρφναίου πυρός.

ὦ χαῖρε λαμπτήρ, νυκτὸς ἡμερήσιον
φάος πιφαύσκων καὶ χορῶν κατάστασιν
πολλῶν ἐν Ἄργει, τῆσδε συμφορᾶς χάριν.
25ἰοὺ ἰού.
Ἀγαμέμνονος γυναικὶ σημαίνω τορῶς
εὐνῆς ἐπαντείλασαν ὡς τάχος δόμοις
ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι
ἐπορθιάζειν, εἴπερ Ἰλίου πόλις
30ἑάλωκεν, ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει·
αὐτός τ᾽ ἔγωγε φροίμιον χορεύσομαι.
τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι
τρὶς ἓξ βαλούσης τῆσδέ μοι φρυκτωρίας.
γένοιτο δ᾽ οὖν μολόντος εὐφιλῆ χέρα
35ἄνακτος οἴκων τῇδε βαστάσαι χερί.
τὰ δ᾽ ἄλλα σιγῶ· βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ μέγας
βέβηκεν· οἶκος δ᾽ αὐτός, εἰ φθογγὴν λάβοι,
σαφέστατ᾽ ἂν λέξειεν· ὡς ἑκὼν ἐγὼ
μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι.


✦✦✦✦

ΦΡΟΥΡΟΣΤους θεούς παρακαλώ να με γλιτώνουν τέλοςαπ᾽ τα βάσανα αυτά, που ολάκερο ένα χρόνοσαν το σκυλί πάνω στων Ατρειδών τις στέγεςκοιμάμενος τραβώ μ᾽ αυτή εδώ τη φρουρά μου·κι έμαθα των νυχτερινών τη σύναξη άστρωνκαι τους λαμπρούς των άρχοντες, που μες στα ουράνιαφαντάζουν και στη γη χειμώνα ή θέρος φέρνουν,άλλοι σαν πάνε σβήνοντας κι άλλοι σα βγαίνουν.Κι ακόμα καρτερώ το σύνθημα της φλόγας,τη λάμψη της φωτιάς, να φέρει απ᾽ την Τρωάδα
την είδηση πως πάρθηκε· γιατ᾽ έτσι ορίζει
η αντρόψυχη καρδιά γυναίκας που όλο ελπίζει.Και όταν τις νύχτες μου στο δροσομουσκεμένοπαραδέρνω το στρώμα, που όνειρα δεν ξέρει —και πώς; αφού μου παραστέκει πάντα ο φόβοςγια να μην κλείσει ο ύπνος τα ματόφυλλά μου —όταν βαλθώ να τραγουδήσω ή μουρμουρίσωγια να βρω στο τραγούδι γιατρικό της νύστας,πικρό μού γίνεται στο στόμα μοιρολόιγι᾽ αυτού του παλατιού τις τύχες, που σαν πρώταμε τον καλύτερο δεν κυβερνιέται τρόπο.
Μ᾽ ας πάρουν καλό τέλος πια τα βάσανά μου
κι απ᾽ το σκοτάδι ας βγει καλομηνύτρα λάμψη.
Ω! ω!Καλώς μάς ήρθες φως, που μες στη νύχτα δείχτειςαυγή σα μέρας και μηνάς πολλούς μες στ᾽ Άργοςχορούς που θα στηθούν γι᾽ αυτή την καλή τύχη.Ω! ω!Δυνατά κράζω τη γυναίκα του Αγαμέμνονανα σηκωθεί απ᾽ την κλίνη ευτύς και στο παλάτιφωνές χαράς γι᾽ αυτή τη λάμψη να σηκώσει,αν απ᾽ αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλη,30καθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξει.Κι ο ίδιος καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος,γιατί παίρνω δική μου των κυρίων την τύχη,αφού τρεις φορές εξ αυτή η φωτιά μου ρίχτει.Αχ! πότε να ᾽ρθει ο βασιλιάς μου να του σφίξωτ᾽ αγαπημένο χέρι μέσα στο δικό μου!πιότερα δε μιλώ· βόδι μεγάλο επάνωστη γλώσσα μου πατά· μ᾽ αν έπαιρναν οι τοίχοιφωνή θα τα ᾽λεαν ξάστερα· με νιώθουν όσοιτα ξέρουν, κι όποιος δεν τα ξέρει — ας μη με νιώσει.
 Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη.


Ο Ορέστης σκοτώνει την Κλυταιμνήστρα.Χάλκινο έλασμα, περίπου 570 π.Χ.

Χοηφόροι

Στην τραγωδία “Χοηφόροι” Ο Ορέστης επιστρέφει από την Φώκαια στο Άργος συνοδευόμενος από τον φίλο του Πυλάδη για να θρηνήσει τον χαμό του πατέρα του. Εκεί βασιλεύουν η Κλυταιμνήστρα μαζί με τον Αίγισθο. Την γαλήνη της Βασίλισσας, διαταράσσει ένα όνειρο που στέλνει ο Αγαμέμνονας. Η Βασίλισσα, ονειρεύτηκε πως αντί για βρέφος γέννησε φίδι, το οποίο την βύζαινε ρουφώντας αίμα αντί για γάλα.
Οι μάντεις προειδοποιούν την Βασίλισσα ερμηνεύοντας αυτό το δυσοίωνο όνειρο ως οργή των υποχθόνιων θεοτήτων. Ο Ορέστης παρευρίσκεται στον τάφο του πατέρα του, κρυμμένος παρακολουθώντας τον χορό των Χοηφόρων να προσφέρουν σπονδές στον Αγαμέμνονα. Ανάμεσά τους διακρίνει την αδελφή του Ηλέκτρα, η οποία αντιμετωπιζόταν ως δούλα στο ανάκτορο, με εντολή της μητέρας τους.
Ο αδελφός της αποφασίζει να της αποκαλυφτεί, ενώ της φανερώνει και το σχέδιό του για εκδίκηση. Ο Ορέστης μαζί με τον αδελφικό του φίλο, Πυλάδη, μεταμφιεσμένοι σε ξένους από της Φώκαια, ζητούν φιλοξενία στο παλάτι και παραπλανούν την Κλυταιμνήστρα ανακοινώνοντας της τον θάνατο του Ορέστη. Όταν η μητέρα του στέλνει κάποιον να φωνάξει τον Αίγισθο ο Ορέστης τους σκοτώνει και τους δύο, παίρνοντας εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα του Αγαμέμνονα.
Μετά την πράξη αυτή, ο χορός προσφέρει λόγια παρηγοριάς στα δύο αδέλφια και προαναγγέλλει την κάθαρση του οίκου των Ατρειδών. Ο Ορέστης ωστόσο , τυραννιέται από της Ερινύες και έντρομος φεύγει από το παλάτι καταδιωκόμενος από τις τύψεις.

Απόσπασμα - Χοηφόροι ( 1- 21)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΡΕΣΤΗΣ
Ἑρμῆ χθόνιε, πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη,
σωτὴρ γενοῦ μοι ξύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ·
ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι.
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
τύμβου δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθῳ τῷδε κηρύσσω πατρὶ
κλύειν, ἀκοῦσαι ‹. . . . . . . . . . . . . . . .
5. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . .› πλόκαμον Ἰνάχῳ θρεπτήριον.
τὸν δεύτερον δὲ τόνδε πενθητήριον
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
οὐ γὰρ παρὼν ᾤμωξα σόν, πάτερ, μόρον
οὐδ᾽ ἐξέτεινα χεῖρ᾽ ἐπ᾽ ἐκφορᾷ νεκροῦ.
‹. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .›
10τί χρῆμα λεύσσω; τίς ποθ᾽ ἥδ᾽ ὁμήγυρις
στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις
πρέπουσα; ποίᾳ ξυμφορᾷ προσεικάσω;
πότερα δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ νέον;
ἢ πατρὶ τὠμῷ τάσδ᾽ ἐπεικάσας τύχω
15χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγματα;
οὐδέν ποτ᾽ ἄλλο· καὶ γὰρ Ἠλέκτραν δοκῶ
στείχειν ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν πένθει λυγρῷ
πρέπουσαν. ὦ Ζεῦ, δός με τείσασθαι μόρον
20πατρός, γενοῦ δὲ σύμμαχος θέλων ἐμοί.
Πυλάδη, σταθῶμεν ἐκποδών, ὡς ἂν σαφῶς
μάθω γυναικῶν ἥτις ἥδε προστροπή.

✦✦✦✦

ΟΡΕΣΤΗΣΧθόνιε Ερμή, συ που στην εξουσία σου είναιτου πατέρα μου η δύναμη, εισάκουσέ μουκαι γίνου μου σωτήρας μου και σύμμαχός μου……………………………………………………………..Φτάνω στη χώρα αυτή κι εξόριστος γυρίζωκαι κράζω του πατέρα μου, σ᾽ αυτόν επάνωτου τάφου του τον όχτο να μ᾽ ακούσει.…………………………………………………………..Πλεξίδα του Ίναχου, που μ᾽ έθρεψε, προσφέρωκι αυτή την άλλη στου πατέρα μου το πένθος·γιατί δεν ήμουν μπρος να κλάψω το νεκρό τουκι ουδέ το χέρι μου άπλωσα στην εκφορά του…………………………………………………………..Α!
Τι ᾽ναι που βλέπω; σαν ποιά να ᾽ναι η συνοδεία
των γυναικών αυτών των μαυροφορεμένωνπου έρχονται δώθε; τί να φαντασθώ πως τρέχει;μη βρήκε νέα τα σπίτια μας συμφορά πάλι;Ή να πω κάλλια πως θα φέρνουνε στον τάφοτου πατέρα χοές, που τους νεκρούς πρααίνουν;Βέβαια αυτό θα ᾽ναι· γιατί θαρρώ κι η Ηλέκτραπροβαίν᾽ η αδερφή μου εδώ σε βαρύ πένθος·Ω Δία, δώσε του πατέρα μας το φόνονα εκδικηθώ και γίνε πρόθυμος βοηθός μου.
Πυλάδη, ας τραβηχτούμε για να μάθω αλήθεια
τί θέλει αυτών των γυναικών η λιτανεία.Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη..
Ο Ορέστης στους Δελφούς 

Ευμενίδες

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας Ορέστεια , “Ευμενίδες”, ο Ορέστης έχει καταφύγει στους Δελφούς, ως ικέτης στον ναό του θεού Απόλλωνα.
Η Ιέρεια θα μιλήσει για την ιστορία του ναού, ενώ όταν θα αποσυρθεί, ο Απόλλωνας θα ανταποκριθεί στην Ικεσία του Ορέστη για προστασία και θα τον συμβουλέψει να φύγει γρήγορα όσο οι Ερινύες κοιμούνται. 
Ο ίδιος ο Ερμής θα συνοδέψει τον Ορέστη στο ταξίδι του για την Αθήνα κατ' εντολή του ίδιου του Απόλλωνα. Από τον ναό βγαίνουν οι δύο θεοί και ο Ορέστης, ενώ μέσα οι κοιμούνται ακόμα οι Ερινύες.
 Ο Απόλλωνας θα υποστηρίξει τον Ορέστη στην απόφασή του για εκδίκηση, αφού ο ίδιος ο Θεός τον παρακίνησε να το κάνει.
Μέσα στον Ναό, το φάντασμα της Κλυταιμνήστρας εμφανίζεται και κατηγορεί της Ερινύες για απάθεια, ενώ τους ζητάει εκδίκηση, θεωρώντας πως η ίδια πλήρωσε για την ανόσια πράξη της. Αυτές τότε κατηγορούν τον Απόλλωνα ο οποίος προστατεύει τον Ορέστη και μη μπορώντας να πειστούν από τον λόγο υπεράσπισης του Θεού προς τον μητροκτόνο, συνεχίζουν την καταδίωξή του. Ο Απόλλων τότε οργισμένος τις πετάει έξω από τον ναό και ακολουθεί μια έντονη συζήτηση στην οποία θίγονται ζητήματα όπως το Δίκαιο και το Άδικο, η Εκδίκηση και η Εξιλέωση καθώς και το θέμα του Γάμου.
Ο Ορέστης καταφέρνει να φτάσει μέχρι την Ακρόπολη και ζητάει Άσυλο στην Θεά Αθηνά και της ζητάει να τον κρίνει. Οι Ερινύες όμως τον καταδιώκουν και εκεί ο Ορέστης, ικέτης αγκαλιάζει το άγαλμα της Αθηνάς, η οποία, αν και βρισκόταν στην Τροία εισάκουσε την προσευχή του και την ικεσία του και παρουσιάστηκε ενώπιόν τους.
Αμφότερες οι πλευρές, ο Ορέστης από την μία και μία από τις Ερινύες εκπροσωπώντας και τις υπόλοιπες, προβάλουν τα επιχειρήματά τους. Ο Ορέστης διηγείται τα γεγονότα μπροστά στην Θεά. Η Θεά τότε αποφαίνεται να γίνει ψηφοφορία επειδή η υπόθεση είναι εξαιρετικά περίπλοκη.
Οι Ερινύες , απειλούν πως στην περίπτωση που θα αθωωθεί ο Ορέστης, θα προκαλέσουν δεινά στην γη της Αθήνας και θα ξεκινήσουν έναν αιματηρό κύκλο φόνων των γονέων από τα παιδιά τους. Η Αθηνά διατάσσει τον κήρυκα να καλέσει σε σύναξη τους Αθηναίους, ενώ καταφθάνει και ο ίδιος ο Απόλλων.
Το δικαστήριο αρχίζει την ψηφοφορία η οποία καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα ισοψηφίας. Η Αθηνά, δίνει την τελευταία ψήφο υπέρ του Ορέστη κι έτσι ο Ορέστης αθωώνεται, έχοντας κριθεί από Θεούς και ανθρώπους.Οι Ερινύες οργισμένες, καθησυχάζονται από την Θεά Αθηνά, η οποία τους υπόσχεται θυσίες από τους Αθηναίους προκειμένου να εξευμενιστούν.
Οι Ερινύες δέχονται και μετατρέπονται σε Ευμενίδες, ήρεμες και πράες θείες οντότητες συγχώρεσης και λύτρωσης. Ο Ορέστης αθώος και απαλλαγμένος πλέον από την βαριά μοίρα αποχωρεί ενώ οι Αθηναίοι συνοδεύουν κάτω από τον Άρειο πάγο τους Θεούς και τους θνητούς και τους αποχαιρετούν.

Απόσπασμα - Ευμενίδες ( 1-33) 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΠΡΟΦΗΤΙΣ
Πρῶτον μὲν εὐχῇ τῇδε πρεσβεύω θεῶν
τὴν πρωτόμαντιν Γαῖαν· ἐκ δὲ τῆς Θέμιν,
ἣ δὴ τὸ μητρὸς δευτέρα τόδ᾽ ἕζετο
μαντεῖον, ὡς λόγος τις· ἐν δὲ τῷ τρίτῳ
5λάχει, θελούσης, οὐδὲ πρὸς βίαν τινός,
Τιτανὶς ἄλλη παῖς Χθονὸς καθέζετο,
Φοίβη· δίδωσι δ᾽ ἣ γενέθλιον δόσιν
Φοίβῳ· τὸ Φοίβης δ᾽ ὄνομ᾽ ἔχει παρώνυμον.
λιπὼν δὲ λίμνην Δηλίαν τε χοιράδα,
10κέλσας ἐπ᾽ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος,
ἐς τήνδε γαῖαν ἦλθε Παρνησοῦ θ᾽ ἕδρας.
πέμπουσι δ᾽ αὐτὸν καὶ σεβίζουσιν μέγα
κελευθοποιοὶ παῖδες Ἡφαίστου, χθόνα
ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην.
15μολόντα δ᾽ αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς,
Δελφός τε χώρας τῆσδε πρυμνήτης ἄναξ.
τέχνης δέ νιν Ζεὺς ἔνθεον κτίσας φρένα
ἵζει τέταρτον τοῖσδε μάντιν ἐν θρόνοις·
Διὸς προφήτης δ᾽ ἐστὶ Λοξίας πατρός.
20τούτους ἐν εὐχαῖς φροιμιάζομαι θεούς.
Παλλὰς Προναία δ᾽ ἐν λόγοις πρεσβεύεται.
σέβω δὲ νύμφας, ἔνθα Κωρυκὶς πέτρα
κοίλη, φίλορνις, δαιμόνων ἀναστροφή·
Βρόμιος δ᾽ ἔχει τὸν χῶρον, οὐδ᾽ ἀμνημονῶ,
25ἐξ οὗτε Βάκχαις ἐστρατήγησεν θεός,
λαγὼ δίκην Πενθεῖ καταρράψας μόρον·
Πλειστοῦ τε πηγὰς καὶ Ποσειδῶνος κράτος
καλοῦσα καὶ τέλειον ὕψιστον Δία,
ἔπειτα μάντις εἰς θρόνους καθιζάνω.
30καὶ νῦν τυχεῖν με τῶν πρὶν εἰσόδων μακρῷ
ἄριστα δοῖεν· κεἰ πάρ᾽ Ἑλλήνων τινές,
ἴτων πάλῳ λαχόντες, ὡς νομίζεται.
μαντεύομαι γὰρ ὡς ἂν ἡγῆται θεός.


✦✦✦✦

ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑΠρώτα δοξάζω απ᾽ τους θεούς στη δέησή μουτη Γαία την πρωτομάντισσα· κι απ᾽ αυτή πάλιτη Θέμιδα, που δεύτερη, όπως είναι λόγος,σης μητέρας της κάθησε το αρχαίο μαντείο·και τρίτη στη σειρά, με συγκατάθεσή της,δίχως κανείς ν᾽ αναγκαστεί, το πήρεν άλληθυγατέρα της Γης, η τιτανίδα η Φοίβη,που πάλι αυτή το χάρισε γενέθλιο δώροστο Φοίβο, πὄχει τ᾽ όνομα της παρανόμι.Κι αφήνοντας τη λίμνη και τους Δήλιους βράχους,
άραξε στους γιαλούς τους πλόιμους της Παλλάδας
κι ήρθ᾽ από κει σ᾽ αυτή του Παρνασσού τη χώρα,όπου τον ξεπροβόδισαν με πολύ σέβαςοι γιοι του Ηφαίστου ανοίγοντας να διαβεί στράτακι ήμερη κάνοντας τη γη, που ήταν πριν άγρια·και με τιμές τον δέχτηκε ο λαός μεγάλεςκι ο βασιλιάς Δελφός της χώρας κυβερνήτης.Κι ο Δίας στο νου του εμπνέοντας τη θεία την τέχνητον βάζει μάντη τέταρτο σ᾽ αυτούς τους θρόνουςκι είναι του Δία πατέρα του ο Λοξίας προφήτης.
Απ᾽ αυτούς πρώτα τους θεούς οι ευχές μου αρχίζουν,
μα ξέχωρα και την Προναία Παλλάδα βάζωκαι προσκυνώ τις νύφες του Κωρύκειου άντρουπου τα πουλιά αγαπούν και που θεοί συχνάζουν,— δεν το ξεχνώ, του τόπου ο Βρόμιος κύριος είναιαπό τότε που οδήγησε ο θεός τις Βάκχεςκι έβαλε σα λαγό να σκίσουν τον Πενθέα.Και καλώντας ακόμα τις πηγές του Πλείστου,τη δύναμη του Ποσειδώνα κ᾽ έξω απ᾽ όλουςτο Δία τον Ύψιστο, που τα πάντα τελειώνει,έπειτα μάντισσα στους θρόνους πάω ν᾽ ανέβω.
Και τώρ᾽ ας δώσουν από πριν πολύ πιο κάλλια
να μου συντύχει το έμπασμα κι όσοι είναι ας έρθουνγια χρησμό με τον κλήρο τους, κατά το νόμο·γιατ᾽ όσα προφητεύω εγώ, ο θεός μού εμπνέει.Μτφρ. Ι.Ν. Γρυπάρη



Τα ιστορικά στοιχεία και οι αναλύσεις των τραγωδιών είναι από 

Τα απόσπάσματα είναι από http://www.greek-language.gr/









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου