Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

ΠΑΝAΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΡΕΑΣ - ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ



i.825 Λ.Γ.Μ

Αυτές τις νύχτες δεν μπορώ να κοιμηθώ δραπετεύω
έχω είκοσι δύο χρόνια πίεση στο αίμα μου
δεν με χωράει το κορμί μου, ούτε κι ο κόσμος σας.
Θέλω να γεμίσω φως, ν' αντισταθώ στον άνεμο
θέλω ν' αγγίξω τη δόξα, να πιω τον έρωτα,
και εσείς με κλείσατε σε τοίχους και σύρματα.
Μετράω τις μέρες μου, που τις κάνατε 'γραμμές'
στο αγκάθινο καπέλο που μου βάλατε.
Μίσησα το στημένο παιγνίδι σας
τι θέλω εγώ μέσα σ' αυτά τα τολλ
τι ζητάω μέσα σ' αυτή τη φυλακή.
Δεν χωράω μέσα στα ρούχα σας
δεν χωράω στα τραγούδια σας.
Δεν θα συνθηκολογήσω με τους όρους σας,
τις μάχες μου θα δώσω σε άλλα πεδία.


ii. ΑΣΤΡΟΚΟΣΜΟΣ
 
Γεννηθήκαμε για να ανακαλύψουμε
να δούμε να αγγίξουμε να οσφρηστούμε ν’ ακούσουμε να γευτούμε
να χορτάσουν οι αισθήσεις μας άγνωστο.
Να ξεπεράσουμε την έννοια της λέξης ‘ζωή’
η καρδιά να χτυπήσει για το ρυθμό που ορίστηκε τότε,
κι η εγκλωβισμένη ψυχή μας να σπάσει τη σφραγισμένη πόρτα.
Ο ίδιος αέρας από χώμα που μας έπλασε
ο ίδιος σκόνη θα μας σκορπίσει πάλι.
Ζωή με προθεσμία και ένα εισιτήριο επιστροφής στο χέρι.
Μα έχουμε ένα σκοπό σε τούτο τον αστρόκοσμο.
Λίγο πιο ψηλά ν’ ανέβουμε, λίγο πιο μακριά να πάμε,
έναν ανοιχτό δρόμο να βρούμε και να πάρουμε
κι ας είναι καλοκαίρι ανηφοριά και μεσημέρι.
Ποιοι είστε εσείς που βάλατε λάθος πινακίδες στην αναζήτηση μας
κι η οργανωμένη πλάνη σας, μας οδήγησε σε γκρεμό

Ακόμα τότε ίσως να ήταν πιο όμορφα όλα,
όταν τα βλέπαμε πίσω από το καπνό σας.
Ούριος άνεμος φύσηξε όμως
και πήρε τη ψευδαίσθηση απ’ τη ζωή μας.
Κι ας ήταν το γκρίζο πιο φωτεινό απ’ το μαύρο !

Έχω αρχίσει και τρέμω τα σκούρα γράμματα της ιστορίας,
κι αυτός ο εφιάλτης με τα δάκτυλα που με δείχνουν,
όλο και παγώνει το κορμί μου τις νύχτες.
Όχι δεν θα μείνω βουβός !


 iii. ΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ 

Για το Μάρκο 

Σε θυμάμαι να πετάς τεράστιους χαρταετούς
μόνος τους έφτιαχνες χωρίς κανέναν ν’ ακούς
μάνες από καλάμια, πολύχρωμοι ένα μπόι μεγάλοι
μικρότεροι εμείς τρέχαμε να σου κάνουμε ‘’κεφάλι’’
Τους έσπρωχνε ο αέρας και έφθαναν στον ουρανό
πουλιά εξωτικά αλλόκοτα με ουρά μεγάλη
κι άφηνες όλη τη καλούμπα εσύ, να πάνε στο θεό
το’ ξερες η ζωή τους ήταν μια, δεν είχαν άλλη.
Μέχρι που χάνονταν στον ουρανό, κουκίδα
μα εσύ κρατούσες το σχοινί γερά είχες ελπίδα
στο πρόσωπο σου βλέπαμε μια Άγια ηρεμία
σαν να’ ταν η ψυχή σου εκεί να άγγιζε τα Θεία.
Οι φορτωμένοι με ελπίδες κι όνειρα χαρταετοί σου
στα ζύγια τους, σαν να κουβαλούσαν και τη ζωή σου
Μα πάντα κάποια στιγμή άλλαζε ο αέρας ξαφνικά
έκοβε το σπάγκο κι ο αητός χανόταν μακριά.
Σε λίγες μέρες άλλον έφτιαχνες και ήσουν πάλι εκεί
αλλά κι αυτός είχε την ίδια μοίρα τη σκληρή.
Τα χρόνια πέρασαν και η ζωή άλλαξε πολύ
χαθήκαμε άγνωστοι γίναμε, στης πόλης τη βουή.
Ήταν δεκαεπτά Νοέμβρη το εβδομήντα τρία
όταν μάθαμε για την άνανδρη σου δολοφονία.
Ήσουν ψηλά σε ταράτσα σε πολυκατοικία
αντιδρούσες κι εσύ ενάντια στη δικτατορία.
Εκείνο το πρωί δεν ήταν ο αέρας που τέντωσε το σχοινί
ήταν βλήμα όπλου παράφρονα που σου πήρε τη ζωή.
Άνανδρος δολοφόνος σου έκοψε αναίτια το νήμα της
στυγνής αυταρχικής εξουσίας έπεσες θύμα της.
Σημαδεύτηκε για πάντα και πάγωσε η παιδική μας η ψυχή
θυσιάστηκε ένας φίλος, ένα εικοσιτριάχρονο παιδί.
Ας είναι αιώνια η μνήμη σου Μάρκο κι ψυχή σου αναπαυμένη
ηρωικά ψηλά, εκεί στους χαρταετούς σου, που'ναι χαμένοι.






1 σχόλιο: