Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Ιμμάνουελ Καντ ( 22 Απριλίου 1724 - 12 Φεβρουαρίου 1804)


Ό,τι υπήρξε ο Αθηναίος σοφός για την αρχαία φιλοσοφική σκέψη –λέγουν– αυτό είναι και ο Kant για τη νεώτερη: ένα μοναδικό στο ύψος του ορόσημο. Και χωρίζουν την αρχαία φιλοσοφία σε τρία κεφάλαια: προσωκρατική, σωκρατική, μετασωκρατική· τη νέα σε άλλα τρία: προκαντιανή, καντιανή, μετακαντιανή.
— Ε. Π. Παπανούτσος

O Ιμμάνουελ Καντ (Immanuel Kant) γεννήθηκε στις 22 Απριλίου του 1724 στο Καίνιξμπεργκ της Πρωσίας (που σήμερα ονομάζεται Καλίνινγκραντ και ανήκει στη Ρωσία) και πέθανε στο Καίνιξμπεργκ στις 12 Φεβρουαρίου του 1804), ήταν Γερμανός φιλόσοφος και επιστημολόγος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές και φιλοσόφους όλων των εποχών, και ο μεγαλύτερος της νεότερης εποχής. Στην ελληνική γλώσσα το όνομά του παλαιότερα αποδιδόταν ως Εμμανουήλ Κάντιος

Βιογραφία

Ο Καντ γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στο Καίνιξμπεργκ (τώρα ρώσικο Καλίνινγκραντ) της Ανατολικής Πρωσίας, δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη γενέτειρα πόλη του και είχε γίνει αντικείμενο σχολιασμού για την εντυπωσιακή ακρίβειά του στις κοινωνικές συναναστροφές - υπόδειγμα αυτοπειθαρχίας και παραξενιάς. Χρηματοδότησε τις σπουδές του παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα και κερδίζοντας στοιχήματα στο μπιλιάρδο.
Το 1749 προσπάθησε να λύσει μια μαθηματική αντιδικία μεταξύ οπαδών του Καρτέσιου και του Λάιμπνιτς με σχετικοποίηση των θέσεών τους. Το 1755 δημοσίευσε ανώνυμα μια θεωρία του για τη δημιουργία του πλανητικού μας συστήματος και για την ύπαρξη γαλαξιών πέρα από το δικό μας γαλαξία. Το ίδιο έτος αναγορεύεται Διδάκτωρ και Υφηγητής του πανεπιστημίου της Καινιξβέργης. Αποδίδει δε το δώρο της γνώσης στον άνθρωπο σε θεϊκή παρέμβαση.
Το έτος 1770 έγινε τακτικός καθηγητής της Λογικής και Μεταφυσικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και παράλληλα έκανε παραδόσεις στη Φυσική, Κοσμολογία, Ανθρωπολογία, Θεολογία και Γεωγραφία. Κάποια εποχή δίδασκε στο πανεπιστήμιο 36 ώρες την εβδομάδα. Μετά από μερικές μικρότερες δημοσιεύσεις του για θέματα Φυσικής και Μεταφυσικής, παρουσίασε σε τρία θεμελιώδη έργα την υπερβατολογική φιλοσοφία του: «Κριτική του καθαρού Λόγου» (Kritik der reinen Vernunft, 1781), «Κριτική του πρακτικού Λόγου» (Kritik der praktischen Vernunft, 1788) και «Κριτική της κριτικής Δύναμης» (Kritik der Urteilskraft, 1790).

Ο Καντ και η φιλοσοφία του

Ο Καντ όρισε τον διαφωτισμό (Aufklärung), στο δοκίμιό του Was ist Aufklärung? (Τι είναι Διαφωτισμός;), ως την περίοδο που χαρακτηρίζεται από το γνωμικό στη λατινική γλώσσα, «Sapere aude!» («τολμήστε να είστε σοφός» ή «τόλμησε να γνωρίζεις») ή στην ερμηνεία που του δίνει ο ίδιος: "έχε το θάρρος, να χρησιμοποιείς το δικό σου νου", τη δική σου σκέψη. Αυτή η περίοδος διακρίνεται από την κριτική σκέψη έναντι των άκριτων υπαγορεύσεων και των προκαταλήψεων της εξουσίας, της θρησκείας, της κοινωνίας ευρύτερα. Το έργο του Καντ επέχει θέση συνδετικού κρίκου μεταξύ του Ορθολογισμού και του Εμπειρισμού, δηλαδή, των βασικών φιλοσοφικών ρευμάτων-παραδόσεων του 18ου αιώνα. Είχε, επιπροσθέτως, αποφασιστική επίδραση στο κίνημα του Ρομαντισμού και στη φιλοσοφία του Γερμανικού Ιδεαλισμού, αλλά και του Νεοκαντιανισμού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα. Το έργο του αποτέλεσε επίσης σημείο εκκίνησης για πολλούς άλλους φιλοσόφους του 20ου και του 21ου αιώνα.

Οι δύο αλληλένδετοι θεμέλιοι λίθοι αυτού που ο Καντ αποκαλούσε ως την «κριτική φιλοσοφία του» - την αντίστοιχη «Κοπερνίκεια επανάσταση», που ισχυριζόταν ότι συνέθεσε για τη φιλοσοφία - ήταν η Επιστημολογία (ή αλλιώς Θεωρία της γνώσης) του Υπερβατολογικού Ιδεαλισμού και η ηθική φιλοσοφία περί της αυτόνομης αιτιότητας της ελευθερίας του πρακτικού Λόγου. Αυτές τοποθετούσαν το ενεργό, έλλογο ανθρώπινο υποκείμενο στο κέντρο της αντικειμενικής γνώσης και ηθικής (την ανθρώπινη συμπεριφορά σε συνθήκες κοινωνικής συμβίωσης).

Ο Καντ επηρεάστηκε από τον σκεπτικισμό και τον αγνωστικισμό του εμπειριστή Χιουμ και έστρεψε την προσοχή του για την επίτευξη του στόχου της αντικειμενικότητας της γνώσης των πραγμάτων της εμπειρίας στην ανάλυση της υποκειμενικότητας με την έννοια των αναγκαίων και καθολικών, δηλαδή, μη εμπειρικών αρχών που καθιστούν δυνατή αυτήν την αντικειμενικότητα. Θεωρεί ότι κάθε γνώση των αντικειμένων εξαρτάται από την εμπειρία, επειδή στηρίζεται στις αισθήσεις μας. Τα πράγματα καθ' εαυτά μας είναι άγνωστα, επειδή υποστηρίζει τη θέση, ότι αντικειμενική γνώση είναι δυνατή, μόνο αν η αισθητηριακή επίδραση των πραγμάτων συντίθεται μέσω των μη εμπειρικών μορφών της αισθητικότητας μας (χώρος, χρόνος) και της διάνοιας. Τα πράγματα καθ' αυτά είναι απρόσιτα στη θεωρητική μας γνώση, διότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι τα αισθητηριακά δεδομένα εντός του χώρου και του χρόνου που είναι μορφές της ανθρώπινης αισθητικότητας και όχι των πραγμάτων καθ' αυτά. Έτσι, αν και τα πράγματα καθ' αυτά δεν μπορούν να μας γίνουν γνωστά, ο Καντ υποστηρίζει ότι το έλλογο καθεστώς του κόσμου, όπως η επιστήμη το αντιλαμβάνεται, δε δύναται να θεωρηθεί απλώς και μόνο ως η τυχαία συσσώρευση αισθαντικών αντιλήψεων. Αντιθέτως. είναι το αποτέλεσμα μιας «συνθετικής» λειτουργίας μη εμπειρικών μορφών αισθητικής εποπτείας, αλλά και εννοιών, βασιζόμενης σε νομοτελειακούς κανόνες (π.χ., χώρος, χρόνος / (αντικειμενική) αιτιότητα, αναγκαιότητα).

Καντιανή Ηθική

 Ο Κάντ εξηγεί με ευκρίνεια τα βασικά στοιχεία του ηθικού του συστήματος στο έργο του Θεμέλια της μεταφυσικής των Ηθών (1785). Εδώ, παρουσιάζει κριτικά τις συνθετικές a priori αρχές του Πρακτικού Λόγου, για να τις συνταιριάξει αργότερα με την κριτική παρουσίαση των συνθετικών a priori αρχών του Θεωρητικού Λόγου.

Η αφετηρία του Καντ είναι ότι το μόνο αυτοτελές καλό είναι η καλή βούληση. Ο χαρακτήρας, το ταλέντο, ο αυτοέλεγχος και η τύχη δεν είναι απαραίτητα καλά. Η βούληση είναι καλή όχι εξαιτίας των τελικών αποτελεσμάτων της, αλλά επειδή ακολουθεί τον αναγκαίο και καθολικό, μη εμπειρικό νόμο της ελευθερίας της βούλησης. Το ηθικό πράττειν είναι καλό καθ’εαυτό.

"Ακόμη και αν, [από] κάποια ιδιαίτερη δυσμένεια της μοίρας, ή από τη φειδωλή, σαν μητριάς, προίκα της φύσης, αυτή η βούληση δεν έχει καμιά απολύτως δύναμη να εκπληρώσει τις προθέσεις της. Αν, παρά τη μέγιστη προσπάθειά της, εξακολουθεί να μην επιτυγχάνει τίποτα, και μένει μόνον η καλή βούληση... ακόμη και τότε θα έλαμπε παρ'όλα αυτά σαν κόσμημα, για το δικό της χατήρι, σαν κάτι που φέρει όλη του την αξία του μέσα του."

Τα ανθρώπινα όντα δε μετέχουν του νόμου της ελευθερίας της βούλησης (του πρακτικού Λόγου), με κίνητρο να επιδιώκουν την ευτυχία. Το ένστικτο θα ήταν πιο αποτελεσματικό γι'αυτόν το σκοπό. Ο Λόγος μας δόθηκε για να παραγάγει μια βούληση καλή, όχι ως μέσο προς κάποιον απώτερο σκοπό, αλλά καλή καθ'εαυτήν. Η καλή βούληση είναι το ύψιστο αγαθό και προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα αγαθά, συμπεριλαμβανομένης της ευτυχίας.

Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τη βούληση καλή καθ’εαυτήν; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να αναζητηθεί η έννοια του καθήκοντος: Το να πράττω από καθήκον σημαίνει να δείχνω καλή βούληση παρά τις δυσκολίες, από σεβασμό για τον ηθικό νόμο της ελευθερίας. Πρέπει να διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: να πράττει κανείς σύμφωνα με το καθήκον και με κίνητρο το καθήκον. Ένας παντοπώλης εργάζεται τίμια για προσωπικό του όφελος και ένας φιλάνθρωπος χαίρεται με την ευχαρίστηση των συνανθρώπων του. Παρότι αυτές οι πράξεις είναι ορθές και ευγενείς, για τον Κάντ δεν έχουν ηθική αξία με την αυστηρή έννοια. Η αξία του χαρακτήρα φαίνεται μόνο όταν κάποιος πράττει όχι από προδιάθεση αλλά από καθήκον: ένας άνθρωπος που θέλει να αυτοκτονήσει και ποθεί το θάνατο, ωστόσο προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή σύμφωνα με τον ηθικό νόμο.

Η διδασκαλία του Καντ φαίνεται ναι είναι κατ' αρχήν εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη του Αριστοτέλη. Ο Αριστοτέλης πίστευε πως ο πραγματικά ενάρετος άνθρωπος είναι εκείνος που απολαμβάνει να εκτελεί ενάρετες πράξεις. Ο Καντ από την άλλη θεωρεί ως πραγματική απόδειξη για την αρετή την οδυνηρή πάλη του καλώς πράττειν, επειδή θεωρεί ότι η ανθρώπινη φύση δε συμμορφώνεται χωρίς εμπόδια στις καθολικές, πανανθρώπινες απαιτήσεις του που θέλουν π.χ. να μην κάνουμε εξαιρέσεις για λόγους προσωπικής ευχαρίστησης. Μόνον όταν είμαστε διατεθιμένοι να μας κοστίσει κάτι, να συγκρουστούμε με τις εγωιστικές διαθέσεις μας, μόνον τότε μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι πράττουμε με κίνητρο το καθήκον. 

Τι σημαίνει όμως να πράττω από καθήκον; Το να πράττω από καθήκον σημαίνει να πράττω με σεβασμό στον ηθικό νόμο. Ο τρόπος για να ελέγξω το αν πράττω με σεβασμό στον ηθικό νόμο είναι να αναζητήσω τον κανόνα ή την αρχή με την οποία ενεργώ. Εάν πράττω από σεβασμό στο νόμο, τότε πράττω μόνον έτσι, ώστε να θέλω η δική μου προσωπική αρχή να καταστεί καθολικός νόμος που να ισχύει ακόμη και έναντί μου, αυτή είναι η

περίφημη κατηγορική προσταγή του Καντ.

Υπάρχουν δύο είδη προσταγής: η υποθετική και η κατηγορική. Η υποθετική λέει: Εάν θέλεις να επιτύχεις ένα συγκεκριμένο σκοπό, πράττε με συγκεκριμένο τρόπο. Η κατηγορική λέει: Ανεξάρτητα από το σκοπό που θες να επιτύχεις, πράττε με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Υπάρχουν πολλές υποθετικές προσταγές, καθώς υπάρχουν αντίστοιχα και πολλοί σκοποί που θέλει κανείς να επιτύχει. Υπάρχει όμως μία κατηγορική προσταγή: η προσταγή της ηθικής. Η κατηγορική προσταγή είναι η ανάγκη να συμμορφώνεται κανείς με την καθαρή καθολικότητα του νόμου. «Άρα, υπάρχει μία μόνο κατηγορική προσταγή, και είναι η εξής: Πράττε μόνο βάσει εκείνης της αρχής, διά της οποίας μπορείς ταυτόχρονα να θέλεις να καταστεί αυτή καθολικός νόμος.»

Οι ανωτέρω καντιανές ιδέες διαμόρφωσαν κατά πολύ όλη την επιχειρηματολογία και ανάλυση της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Οι ιδιαιτερότητες του Καντ και της φιλοσοφίας του, πυροδότησαν άμεση και διαρκή διαμάχη, έθεταν δε υπό κριτική αμφισβήτηση θεσμούς και παραδόσεις. Παρόλα αυτά, η άποψή του ότι η γνώση υπόκειται σε περιορισμούς που δεν μπορεί να ξεπεράσει, ότι η ηθική έχει τις ρίζες της στην ελευθερία του ανθρώπου και στην αυτονομία του πρακτικού του Λόγου που δε λαμβάνει το νόμο του από τη θρησκεία ή τον Θεό, αλλά το νομοθετεί ο ίδιος σύμφωνα με έλλογες αρχές, και ότι η φιλοσοφία εμπεριέχει αυτο-κριτικές διαδικασίες, αναδιαμόρφωσαν οριστικώς τη φιλοσοφία.


 Πίνακας με τον Καντ να δίνει διάλεξη

Έργα του Καντ σε νεοελληνική απόδοση

Τέσσερα δοκίμια κριτικής φιλοσοφίας, μτφρ. Γιάννης Πίσσης, εκδ. Νήσος, 2012
Δοκίμια. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Ε.Π. Παπανούτσος. «Δωδώνη», Αθ. 1971.
Προλεγόμενα σὲ κάθε μελλοντικὴ μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ παρουσιαστεῖ σὰν γνώση. -Μετ. Ἰάνης Λὸ Σκόκκο. «Ἀναγνωστίδης», Ἀθ. 1978.
Κριτική του καθαρού λόγου. Τόμοι Α΄-Β΄, Μετάφραση Αναστάσιος Γιανναράς. «Παπαζήσης», Αθ. 1977+1979.
Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική Μεταφυσική. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Γιάννης Τζαβάρας. «Δωδώνη», Αθ.-Γιάννινα 1982.
Κριτική του καθαρού λόγου. Η υπερβατική διαλεκτική. Τόμοι Α΄-Δ΄. Πρόλογος-Μετάφρ. Μιχαήλ Δημητρακόπουλος, Αθ. 1983.
Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Γιάννης Τζαβάρας. «Δωδώνη», Αθ. 1984.
Kant, Im. κ.ά.: Τι είναι Διαφωτισμός; Συλλογή κειμένων. Μετάφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος. "Κριτική", Αθ. 1989 [επανέκδοση: Κριτική, 2014] ISBN 9789602189238
Η θρησκεία. Μετάφρ. Στάθης Φερεντίνος, «Γκοβόστης», Αθ. χ.χ. ζ) Η πρώτη Εισαγωγή στην «Κριτική της κριτικής δύναμης». Μετάφρ. Παρασκευή Μεϊντάνη, Επίμετρο Κοσμάς Ψυχοπαίδης. «Πόλις», Αθ. 1996. η) Για την αιώνια ειρήνη. Μετάφρ.-Επίμετρο Άννα Πόταγα, Πρόλογος-Επιμ. Λευτέρης Αναγνώστου. «Αλεξάνδρεια», Αθ. 1992.
Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου. Μετάφρ. Χάρης Τασάκος. "Printa", Αθ. 1999.
Η έννοια του αρνητικού μεγέθους στη φιλοσοφία. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Χάρης Τασάκος. “Printa”, Αθ. 2001.
Κριτική της κριτικής δύναμης. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Κώστας Ανδρουλιδάκης. «ΙΣμίλη», Αθήνα, 3η έκδ. 2013.
Κριτική του πρακτικού λόγου. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Παρατηρήσεις Μιχαήλ Δημητρακόπουλος, Αθ. 2004.
Κριτική του πρακτικού λόγου. Μετάφρ.-Σημειώσεις-Επιλεγόμενα Κώστας Ανδρουλιδάκης. «Εστία», Αθήνα, 5η έκδ. 2012.
Κριτική της κριτικής ικανότητας. Μετάφρ. Χάρης Τασάκος. "Ροές", Αθ. 2005 (1η έκδοση, “Printa”, Αθ. 2000).
Η διένεξη των Σχολών. Εισαγωγή-Μετάφρ. Θανάσης Γκιούρας. "Σαββάλας", Αθ. 2004.
Περί Παιδαγωγικής. Προλεγόμενα-Μετάφρ.-Σημειώσεις Παρασκευή Σιδερά-Λύτρα. "Κυριακίδη", Θεσσαλονίκη 2004.
Η θρησκεία εντός των ορίων του Λόγου και μόνο. Μετάφρ.-Σημειώσεις-Επιλεγόμενα Κώστας Ανδρουλιδάκης. "Πόλις", Αθήνα, 2η έκδ. 2008.
Μεταφυσική των ηθών. Μετάφρ.-Σημειώσεις-Επιλεγόμενα Κώστας Ανδρουλιδάκης, "Σμίλη", Αθήνα 2013.
Επιλογή από το έργο του. Εισαγωγή-Επιλογή-Μετάφρ. Κώστας Ανδρουλιδάκης. "Στιγμή", Αθήνα 2008.
Ανθρωπολογία από πραγματολογική άποψη. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Χάρης Τασάκος. “Printa”, Αθ. 2011.




Ο Καντ για την ιδιωτική εκπαίδευση και την αγωγή του ελεύθερου πολίτη

Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας

Σύμφωνα με τον Καντ, το μεγαλύτερο μειονέκτημα της ιδιωτικής αγωγής είναι ότι η εξουσία κατανέμεται μεταξύ των παιδαγωγών και των γονέων. Οι παιδαγωγοί είναι συνήθως έμμισθα πρόσωπα και το παιδί οφείλει «να συμμορφώνεται προς τα παραγγέλματα του παιδαγωγού αλλά και ν’ ακολουθεί τις ιδιοτροπίες των γονέων.» Στην ιδιωτική αγωγή είναι αναγκαίο οι γονείς να παραιτούνται από την άσκηση της εξουσίας τους, «υπέρ του παιδαγωγού.» Γενικότερα, ο Καντ θεωρεί ότι η δημόσια εκπαίδευση είναι καλύτερη από την «οικιακή», όχι μόνο ως προς τις ικανότητες που αποκτά ο μαθητής αλλά και «ως προς τον χαρακτήρα» που θα διαμορφώσει ως πολίτης· η οικιακή αγωγή, πολύ συχνά, «ουδόλως αποτρέπει τα οικογενειακά ελαττώματα, αλλ’ απεναντίας τα ευνοεί.» (παρ. 25)

Πόσον χρόνο χρειάζεται να διαρκεί η εκπαίδευση; «Μέχρι την εποχή κατά την οποία η «φύση» όρισε να διευθύνει μόνος ο άνθρωπος τον εαυτό του, μέχρι ν’ αναπτυχθεί το ένστικτο του φύλου, περίπου στα δεκαέξι χρόνια, όταν μπορεί ο ίδιος να γίνει πατέρας και «ν’ αναλάβει τη διατροφή άλλων.» Μετά τα 16 χρόνια, μπορούμε να μεταχειριζόμαστε «βοηθητικώς» την παιδεία και να επιβάλλουμε «μυστική πειθαρχία», όχι όμως και «κανονική εκπαίδευση.» (παρ. 26)
Κατά την πρώτη περίοδο της εκπαίδευσης, ο μαθητής οφείλει να επιδείξει «υποταγή και θετική υπακοή»· κατά τη δεύτερη, επιτρέπεται να χρησιμοποιήσει τη σκέψη και την ελευθερία του, ακολουθώντας όμως ορισμένους κανόνες. Στην πρώτη περίοδο έχουμε «μηχανική βία» και στη δεύτερη «ηθική». Ο μαθητής υποτάσσεται «θετικά» ή «αρνητικά»· στην πρώτη περίπτωση, το παιδί οφείλει να πράττει ό,τι του λένε, διότι κατέχει μόνο την «ικανότητα» της μίμησης και δεν μπορεί να κρίνει μόνο του (αφ’ εαυτού)· αν πράττει διαφορετικά, κινδυνεύει να τιμωρηθεί. Η αγωγή είναι «αρνητική», όταν το παιδί πρέπει να πράττει ότι θέλουν οι άλλοι, εάν θέλει να κάνουν κι αυτοί κάτι «ευχάριστο» γι’ αυτό – σε αυτή την περίπτωση, κινδυνεύει να μην επιτύχει «το ποθούμενο» αποτέλεσμα. Σε ολόκληρη την πρώτη περίοδο, αν και ο μαθητής είναι σε θέση να σκέφτεται, εξαρτάται ακόμη από τη διάθεσή του για παιχνίδι και διασκέδαση. (παρ. 28)
Η παιδεία καλείται να λύσει ακόμη ένα μεγάλο πρόβλημα: πώς μπορούμε να συμβιβάσουμε την υποταγή στο «κράτος του νόμου» με την «άσκηση της ελευθερίας»; Εφόσον ο περιορισμός της είναι λίγο πολύ αναγκαίος, πώς μπορεί να καλλιεργηθεί η ελευθερία σε συνθήκες περιορισμού; Ο μαθητής, γράφει ο Καντ, έχει καθήκον να συνηθίσει και «ν’ ανέχεται» τέτοιους περιορισμούς· χωρίς αυτό το σημαντικό στοιχείο, τα πάντα λειτουργούν εξωτερικά, ως «απλός μηχανισμός», και όποιος δεν εκπαιδευτεί δεν γνωρίζει να μεταχειρίζεται την ελευθερία του. «Δέον είναι», ο άνθρωπος να «αισθανθεί» την αναπότρεπτη και αναμενόμενη «αντίσταση» της κοινωνίας, προκειμένου να μάθει στην πράξη πόσο δύσκολο είναι να συντηρεί τον εαυτό του και να υπομένει τις στερήσεις· μόνον έτσι θα κατακτήσει την ανεξαρτησία με την προσωπική του αξία. (παρ. 29).

Για να πετύχουμε τα προηγούμενα, καλό είναι να έχουμε υπόψη μας τα εξής:

α) Οφείλουμε, από την πρώτη παιδική ηλικία, ν’ αφήνουμε το παιδί «ελεύθερο σε όλα», εκτός αν πρόκειται να βλάψει τον εαυτό του (λ.χ. όταν πιάσει ένα κοφτερό μαχαίρι) κι εφόσον οι πράξεις και οι ενέργειές του δεν έρχονται σε αντίθεση με την ελευθερία των άλλων (λ.χ. όταν κραυγάζει, όταν η χαρά του εκδηλώνεται θορυβωδώς ή παρενοχλεί τους άλλους).

β) Πρέπει να υποδείξουμε στο παιδί, ότι δεν μπορεί να πετύχει τον σκοπό του με τέτοια μέσα, παρεμβάλλοντας εμπόδια στην «εκπλήρωση του σκοπού των άλλων»: λ.χ. δεν θα το ευχαριστήσουμε, αν δεν κάνει εκείνο που θέλουμε, οφείλει να εκπαιδεύεται κλπ..

γ) Χρειάζεται να κάνουμε φανερό και ξεκάθαρο στο παιδί, ότι οι περιορισμοί που του επιβάλλονται χρησιμεύουν στο να μάθει να διαχειρίζεται την ελευθερία του, ώστε να μπορέσει στο τέλος να γίνει πραγματικά ελεύθερο, δηλαδή «να μην έχει πλέον ανάγκη τις φροντίδες των άλλων.» Αυτό το τελευταίο, η πραγματική ελευθερία κατά τον Καντ, έρχεται πολύ αργότερα, διότι τα παιδιά αργούν πολύ να κάνουν τη σκέψη, ότι στο μέλλον θα χρειαστεί να φροντίζουν τα ίδια για τη συντήρησή τους. Τα παιδιά «νομίζουν ότι θα είναι πάντοτε όπως στο σπίτι των γονιών τους, θα τρώνε και θα πίνουν χωρίς ν’ αναγκάζονται να φροντίσουν γι’ αυτό.»
Δίχως κατάλληλη διαπαιδαγώγηση, ιδίως οι μαθητές που έχουν γονείς ηγεμόνες ή πλούσιους, θα παραμείνουν παιδιά σε όλη τους τη ζωή, «όπως οι κάτοικοι της Οταϊτής». Ως προς αυτά, είναι «οφθαλμοφανώς προτιμητέα» η δημόσια εκπαίδευση, διότι τα παιδιά διδάσκονται από νωρίς «να μετρούν τις δυνάμεις τους» και να «γνωρίζουν τα όρια που διαγράφουν τα δικαιώματα των άλλων.»
Δύσκολο είναι ακόμη, να «προλάβει» η εκπαίδευση «την γνώση των γενετήσιων ζητημάτων, ώστε ν αποτρέψει πιθανά «ελαττώματα», πριν από τη είσοδο στην ηλικία της εφηβείας.» (παρ. 30).
Στη δημόσια εκπαίδευση, οι μαθητές δεν απολαμβάνουν ιδιαίτερα προνόμια, αφού αισθάνονται από παντού την «αντίσταση» στις (απεριόριστες) επιθυμίες τους· διακρίνονται μόνον όταν προοδεύουν «δια της εργασίας τους.» (παρ. 30). Η παιδεία τέτοιου είδους παρέχει και το «καλύτερο πρότυπο» του μελλοντικού πολίτη.

Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
Εμμανουήλ Κάντιου, Περί Παιδαγωγικής, μετάφραση Ιωάννου Οικονομίδη, Αθήνα 1929. Τα χωρία του Καντ αποδίδονται στη νέα ελληνική γλώσσα, με βάση τη μετάφραση του Ι. Οικονομίδη. Οι παραπομπές γίνονται στις αντίστοιχες παραγράφους του βιβλίου.

πηγή http://eranistis.net/







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου