Φ. Μαζαράκης, Θ. Μπελίτσος, Μ. Δανιήλ, Γ. Μπαρμπέρης
Παρασκευή, 22 Φλεβάρη 2019
Βιβλιοπωλείο Ad Libitum, Νικομηδείας 18 Ν. Σμύρνη
Την εκδήλωση συντόνισε η φιλόλογος Πέπη Δουρέκα, η οποία μετά το καλωσόρισμα, παρουσίασε στο ακροατήριο τον συγγραφέα, την κεντρική ομιλήτρια κ. Μαρία Δανιήλ και τους κ.κ. Γιώργο Μπαρμπέρη και Φώτη Μαζαράκη, οι οποίοι διάβασαν διηγήματα από το βιβλίο.
Στην αρχή ο Γ. Μπαρμπέρης ανέγνωσε από τη συλλογή το βραβευμένο διήγημα του συγγραφέα «Περνάς και δεν μας χαιρετάς…». Η αισθαντική φωνή του απογείωσε το κείμενο. Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε η ερμηνεία του, όταν τραγούδησε αντί απλά να απαγγείλει, τους στίχους ενός τραγουδιού που παρεμβάλλεται στο κείμενο.
Ακολούθως, η κ. Μαρία Δανιήλ ανέλυσε το περιεχόμενο του βιβλίου. Επισήμανε πως οι χαρακτήρες που επιλέγει ο συγγραφέας, είναι απλοί άνθρωποι οι οποίοι αγωνίζονται να επιβιώσουν. Δύο παραπλήσια σύντομα κείμενα, ένας πρόλογος κι ένας επίλογος, που περικλείουν τα 26 διηγήματα, είναι κατά την Μ. Δανιήλ κομβικά για την κατανόηση της ψυχολογικής αγωνίας του συγγραφέα να κατανοήσει και να αποδεχθεί τον άνθρωπο όπως είναι: με τις αδυναμίες, τα λάθη, τις μικρότητές του, αλλά και με τη μεγαλοσύνη του. Με τη συγγραφή απελευθερώνεται και νιώθει να πετάει. Όμως, αναζητώντας απαντήσεις στα ερωτήματα που τον απασχολούν, δεν μπορεί να πετάξει ευθύγραμμα. Πάει μια μπρος, μια πίσω και μετά πάλι μπρος. Αυτές ακριβώς οι παλινδρομήσεις τον οδηγούν στη συχνή χρήση της συγγραφικής τεχνικής in media res, δηλαδή να μη χρησιμοποιεί ευθύγραμμα το χρόνο. Συνήθως ξεκινά την αφήγηση λίγο πριν από το τέλος της υπόθεσης. Κυλάει λίγο προς τα μπρος, έπειτα στρέφεται πίσω, στην αρχή της υπόθεσης, για να ξαναφτάσει πάλι στο τέλος.
Στη συνέχεια ο Φώτης Μαζαράκης διάβασε το διήγημα «Το πεθαμένο σπίτι». Έπειτα ήταν η σειρά του συγγραφέα να πει δυο λόγια για το έργο του και η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση του διηγήματος «Τα λουστρίνια» από τον Γιώργο Μπαρμπέρη.
Θ.Μ.
-ο-ο-ο-
Η ομιλία της Μαρίας Δανιήλ
Αγαπητοί φίλοι κι φίλες
Συγκεντρωθήκαμε σήμερα στο φιλόξενο χώρο του Ad libitum για κατευοδώσουμε το νέο βιβλίο του Θοδωρή Μπελίτσου "Λογισμοί στο σύθαμπο" καθώς ανοίγεται στο πέλαγος της φιλαναγνωσίας. Κι ο Θοδωρής επέλεξε εμένα να σπάσω την μποτίλια στα πλευρά του σκάφους του. Τον ευχαριστώ για την τιμή και ελπίζω να ανταποκριθώ και στις δικές του προσδοκίες και στη δική σας επιθυμία να έχετε μια πρώτη εικόνα για το βιβλίο.
Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν;
Το «Λογισμοί στο σύθαμπο» είναι το 24ο από τα 26 βιβλία που έχει συγγράψει ο Θοδωρής. Το 25ο και το 26ο δεν έχουν εκδοθεί ακόμη. Ελπίζουμε σύντομα να γίνει κι αυτό.
Αποτελείται από 26 διηγήματα τα οποία γράφτηκαν ανάμεσα στο 2014 και το 2018. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται και δύο που βραβεύτηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Είναι το «Περνάς και δεν μας χαιρετάς...», που πήρε το Α΄ Βραβείο Διηγήματος Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας, το 2018 και το «Στου Μπαμπούμ φαντάζ'», που πήρε Βραβείο μυθοπλασίας και γλωσσικής απόδοσης στη ντοπιολαλιά της Λήμνου, επίσης το 2018.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει τους περισσότερους ήρωές του να ζουν σε αστικό περιβάλλον – 4-5 μόνο ζουν σε ημιαστικό ή επαρχιακό – και να αγωνίζονται να επιβιώσουν μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Ο καθένας έχει ξεκινήσει από διαφορετική αφετηρία, έχει οργανώσει ή προσπαθεί να οργανώσει τη ζωή του με διαφορετικό τρόπο, έχει βάλει διαφορετικούς στόχους. Διαφορετικά επαγγέλματα κι ενασχολήσεις: ο παπουτσής, ο ταξιτζής, η ξεναγός, ο μηχανικός αυτοκινήτων, η ρεπόρτερ, ο υπάλληλος της τράπεζας, ο χωροφύλακας, ο εργάτης στο χοιροστάσι, η καθαρίστρια, η αγρότισσα, η υπάλληλος, ο συγγραφέας. Άλλος έχει οικογένεια, άλλος δεν μπόρεσε να κάνει, άλλος δεν θέλησε να κάνει, άλλος είχε και την έχασε ή την διέλυσε. Άλλος είναι εργαζόμενος, άλλος απόμαχος της δουλειάς, άλλος άνεργος. Άλλος ντόπιος κι άλλος μετανάστης.
Και είναι πολύ εντυπωσιακό το γεγονός ότι όλη αυτή την μεγάλη ποικιλία επαγγελμάτων, συνθηκών, καταστάσεων ο συγγραφέας τη γνωρίζει πολύ καλά και μάλιστα με λεπτομέρειες. Αυτές τις λεπτομέρειες όμως μας τις δίνει μόνο όταν νιώθει πως υπηρετούν ένα συγκεκριμένο αισθητικό αποτέλεσμα. Διαφορετικά δίνει μόνο τόσα στοιχεία όσα είναι απολύτως απαραίτητα για να νιώσει ο αναγνώστης ότι μεταβαίνει στο περιβάλλον του ήρωα. Γι’ αυτό εξάλλου όλη αυτή η πολυποικιλότητα χώρεσε μέσα σε 150 μόνον σελίδες.
Για του λόγου το αληθές διαβάζω για τον παπουτσή:
Ξεκρέμασε τη χιλιοσημαδεμένη, μαύρη ποδιά και την πέρασε στο λαιμό του. Σαράντα χρόνια πάνω σ' αυτή την ποδιά είχε φτιάξει, επιδιορθώσει, μπαλώσει, βάψει, γυαλίσει, ράψει άπειρα παπούτσια: παιδικά πέδιλα, γυναικεία γοβάκια, ανδρικά σκαρπίνια, γαμπριάτικα λουστρίνια, νυφιάτικα ψηλοτάκουνα, γεροντίστικα πλατύσολα, μποτάκια μαύρα, καφετιά, κόκκινα, λευκά, με κορδόνια και χωρίς. Μια ζωή μετρούσε, έκοβε, κολλούσε, έραβε, ξαναμετρούσε, τρυπούσε, έβαφε, γυάλιζε, μπάλωνε.
Έψαξε στα καλούπια, βρήκε το πιο μικρό, που το είχε φτιάξει για τον εαυτό του, στο δικό του νούμερο, και ξεκίνησε. Διάλεξε το πιο ακριβό δέρμα, ένα μαλακό, γυαλιστερό από μοσχάρι σε μαύρο χρώμα και το κατέβασε από το ράφι, Το μέτρησε, το έκοψε κι έβαλε μπρος τη μηχανή. Κέντησε τα στολίδια στη γύρα της φτέρνας και στη μύτη, άνοιξε τις τρύπες για τα κορδόνια, το έραψε. Πήρε την πιο μαλακή σόλα, την προσάρμοσε κι άρχισε να ράβει το παπούτσι επάνω της. Ύστερα το τακούνι. Το σούρουπο έκλεισε το μαγαζί και πήγε για ύπνο ευτυχισμένος. Συνέχισε την επόμενη, τη μεθεπόμενη. Έφτιαξε τα καλύτερα παπούτσια που είχε φτιάξει ποτέ.
Ο συγγραφέας περικλείει τα 26 διηγήματα ανάμεσα σ’ έναν πρόλογο και σ’ έναν επίλογο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, που ως κείμενα είναι περίπου τα ίδια. Από το 2ο λείπει η αναφορά σ’ ένα τραγούδι αλλά κυρίως ένα πικρό σχόλιο για τη γενιά των προπατόρων του. Με το τέλος του βιβλίου, ο συγγραφέας μοιάζει σαν να έχει αποτινάξει από πάνω του ένα βάρος. Σαν να χρωστούσε μιαν αποδοχή και να κατάφερε, μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής να κατανοήσει και να αποδεχθεί τον άνθρωπο όπως είναι: με τα καλά του και τα στραβά του. Με τις αδυναμίες, τα λάθη, τις μικρότητές του, αλλά και με τη μεγαλοσύνη του. Κι αυτή η αποδοχή, σαν να τον έκανε πιο ανάλαφρο. Πώς γίνεται όμως να μπορέσει κάποιος να συνθέσει τόσο έντονες αντιθέσεις και να οδηγηθεί στην αποδοχή του ανθρώπου ως ολότητας; Ο συγγραφέας μας βρήκε μια λύση: Πέταξε.
Διαβάζω το κείμενο του οπισθόφυλλου:
Πέταξα πάλι απόψε. Χωρίς να καταλάβω το πώς, ανυψώθηκα στον αιθέρα. Δεν είναι η πρώτη φορά. Πάντα έτσι συμβαίνει, ανεξήγητα. Ασυνείδητα, χωρίς να το επιδιώκω, νιώθω ανάλαφρος, υπερνικάω τη βαρύτητα, απλώνω τα χέρια και υψώνομαι.
Είναι η ελπίδα μήπως δω τη γη σαν ζωγραφιά, όπως τη νόμιζα στην παιδική φαντασία; Ή μήπως η αγωνία να θυμηθώ τις αληθινές διαστάσεις του όμορφου γαλαζο-πράσινου κόσμου που κάποτε χαρίστηκε στη φυλή των προπατόρων μου;
Πέταξα πάλι απόψε. Ένα τίποτα είδα, έναν κόκκο στην αστρόσκονη του σύμπαντος.
Για τον άνθρωπο και τον κόσμο του μας μιλάει, λοιπόν, ο Θοδωρής. Που είναι ένας κόκκος. Τόσο μικρός! Μα που είναι ταυτόχρονα απ’ την αστρόσκονη του σύμπαντος. Τόσο μεγάλος!
Κι όντως χρειάζεται μεγαλοσύνη ψυχής για να πηγαίνεις τις Κυριακές στο νεκροταφείο, ν’ αφήνεις δυο τριαντάφυλλα στον τάφο μιας Νίκης «από την Λέρο ή την Κω -δεν έχει σημασία- που έζησε μια σύντομη ζωή στο περιθώριο της καθωσπρέπει κοινωνίας» κι έξω να σε περιμένει η οικογένειά σου.
Χρειάζεται δύναμη κι επίγνωση για να μπορείς να παραιτείσαι τότε που κερδίζεις, τάχα, την αποδοχή του προϊσταμένου σου, για να μην σου κάνουν το μυαλό και την ψυχή σου αλοιφή.
Θέλει τσαγανό για να μπορέσεις να εναντιωθείς στην καθεστηκυία τάξη της μικρής σου κοινωνίας, στους υποκριτές και τους πατριδοκάπηλους, που ξέρουν μόνο να στήνουν παράτες και ηρώα, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση για τη θυσία των ανθρώπων, θέλει -λοιπόν- τσαγανό να μπορείς να τους πετάς καταπρόσωπο «να πάρει ο δγιάβολος, για πεζικά».
Θέλει απίστευτη μεγαλοψυχία για να μπορέσεις να αρθείς πάνω από τον πόνο που σου έχουν προκαλέσει, πάνω από το μίσος και την ξεραμένη ψυχή που έχουν οι διώκτες σου και να πεις «άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασιν…», όπως λέει στη δική του γλώσσα ο μετανάστης από το Πακιστάν. Σ’ αυτό το σημείο -κι επειδή το συγκεκριμένο διήγημα ο συγγραφέας το αφιερώνει στη μνήμη του Ζακ-, θέλω να σας εξομολογηθώ ότι στη δική μου ψυχή υπάρχει ακόμη οργή από τη στυγνή δολοφονία. Δεν έχω μεγαλοψυχία. Αλλά είπαμε. Ο Θοδωρής κατάφερε να πετάξει!
Τον τόνο όμως στο βιβλίο δεν τον δίνουν αυτές οι περιπτώσεις. Αυτές οι περιπτώσεις μαζί με μια παιδική κατάφαση στην αγάπη, κάποια κάλαντα και μια λάμψη στα μάτια είναι δυο γουλιές αισιοδοξίας που μας προσφέρει ο συγγραφέας για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες βιώνουν τα περισσότερα πρόσωπα των διηγημάτων. Άνθρωποι δυνατοί ή αδύναμοι. Σκληροί ή τρυφεροί. Διάφανοι ή σκοτεινοί παλεύουν με τα ματαιωμένα τους όνειρα και τους αδικαίωτους στόχους, τα αδιέξοδα, την οργή, τις σπασμένες σχέσεις, τη μοναξιά, την απομόνωση, το μη περαιτέρω.
Κι όσο κανείς πετά και τα βλέπει αυτά από ψηλά, τόσο αντιλαμβάνεται ότι δυστυχώς αυτά δεν είναι η εξαίρεση. Είναι ο κανόνας. Και τότε τον καταλαμβάνει άγχος κι αγωνία. Τι έφταιξε και παιδεύεται έτσι ο άνθρωπος; Είναι αναστρέψιμη η κατάσταση; Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει κατά πώς του πρέπει και του αξίζει; Ταραχή τον πιάνει. Δεν μπορεί να πετάξει ευθύγραμμα. Δυσκολεύεται να πλανάρει. Πάει μια μπρος, μια πίσω και μετά πάλι μπρος.
Αγαπητοί φίλοι, έχω την αίσθηση ότι αυτή η ταραχή, το άγχος και η αγωνία αισθητοποιούνται στον τρόπο με τον οποίο επέλεξε ο συγγραφέας να παραθέσει τα γεγονότα στη διαδοχή του χρόνου. Ο χρόνος δεν κυλάει ευθύγραμμα στα διηγήματα του «σύθαμπου», εκτός αν ο άνθρωπος καταφέρει να διώξει την καταχνιά και να βρει λίγο φως, όπως στο «ες αύριον τα σπουδαία» ή όταν αποφασίζει να χτίσει γύρω του τείχη και να απομονωθεί από το κοινωνικό και φυσικό του περιβάλλον, όπως στο «απόλυτο σκοτάδι». Στα υπόλοιπα διηγήματα, η αφήγηση αρχίζει συνήθως λίγο πριν το τέλος της υπόθεσης. Κυλάει λίγο προς τα μπρος, έπειτα στρέφεται πίσω, στην αρχή της υπόθεσης, για να ξαναφτάσει πάλι στο τέλος. Χρησιμοποιείται δηλαδή σ’ αυτά τα διηγήματα μια τεχνική (το in media res) που συνήθως εφαρμόζεται σε εκτενή αφηγήματα. Όσο, λοιπόν, βλέπουμε τη συγκεκριμένη τεχνική να εφαρμόζεται ξανά και ξανά και ξανά, τόσο μας δημιουργείται η εντύπωση ότι το κουβάρι των γεγονότων ξετυλίγεται και τυλίγεται και πάλι ξετυλίγεται διαρκώς. Στο τέλος του βιβλίου, όλα τα γεγονότα είναι μες στη χούφτα μας. Και το κουβάρι ανέπαφο.
Κι έτσι καθώς κρατάμε όλα τα γεγονότα στα χέρια μας, γινόμαστε δυνάμει κοινωνοί στην εξεύρεση λύσης στα αδιέξοδα .
Εκτός κι αν λύση είναι αυτό που κάνει ο Ανέστης στο 13ο διήγημα (δηλαδή στο μέσον, στο κέντρο του βιβλίου). Που βοηθάει τα λυκοκάντζαρα να κόψουν το δέντρο που κρατάει τον κόσμο, για να ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Διαβάζω:
Εκείνη την ημέρα δεν πήγε στην πλατεία να πει τις ιστορίες του. Ούτε την επόμενη. Χάθηκε από τα στέκια. Μάζεψε κι άλλους και τις μέρες κατέβαιναν και δούλευαν το πριόνι που άφηναν τα λυκοκάντζαρα σαν χάραζε. Σε λίγο καιρό θα γύριζε ανάποδα ο ντουνιάς, όπως το είχε προβλέψει ο ποιητής.
Καθώς ανέβηκε να ρίξει έναν υπνάκο, είδε το σουλούπι του σε μια σπασμένη τζαμαρία. Είχε μαυρίσει, τα μπράτσα του είχαν δυναμώσει, τα χέρια του είχαν πλατύνει και μια ουρίτσα είχε φανεί χαμηλά πίσω του.
Μα πιο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη λάμψη που είχαν τα μάτια του.
Λίγο πιο πριν ο Ανέστης είχε ακούσει τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη να του ψιθυρίζει:
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: θα μετανιώσεις.
Καλοτάξιδο, Θόδωρε.
Διαβάζω το κείμενο του οπισθόφυλλου:
Πέταξα πάλι απόψε. Χωρίς να καταλάβω το πώς, ανυψώθηκα στον αιθέρα. Δεν είναι η πρώτη φορά. Πάντα έτσι συμβαίνει, ανεξήγητα. Ασυνείδητα, χωρίς να το επιδιώκω, νιώθω ανάλαφρος, υπερνικάω τη βαρύτητα, απλώνω τα χέρια και υψώνομαι.
Είναι η ελπίδα μήπως δω τη γη σαν ζωγραφιά, όπως τη νόμιζα στην παιδική φαντασία; Ή μήπως η αγωνία να θυμηθώ τις αληθινές διαστάσεις του όμορφου γαλαζο-πράσινου κόσμου που κάποτε χαρίστηκε στη φυλή των προπατόρων μου;
Πέταξα πάλι απόψε. Ένα τίποτα είδα, έναν κόκκο στην αστρόσκονη του σύμπαντος.
Για τον άνθρωπο και τον κόσμο του μας μιλάει, λοιπόν, ο Θοδωρής. Που είναι ένας κόκκος. Τόσο μικρός! Μα που είναι ταυτόχρονα απ’ την αστρόσκονη του σύμπαντος. Τόσο μεγάλος!
Κι όντως χρειάζεται μεγαλοσύνη ψυχής για να πηγαίνεις τις Κυριακές στο νεκροταφείο, ν’ αφήνεις δυο τριαντάφυλλα στον τάφο μιας Νίκης «από την Λέρο ή την Κω -δεν έχει σημασία- που έζησε μια σύντομη ζωή στο περιθώριο της καθωσπρέπει κοινωνίας» κι έξω να σε περιμένει η οικογένειά σου.
Χρειάζεται δύναμη κι επίγνωση για να μπορείς να παραιτείσαι τότε που κερδίζεις, τάχα, την αποδοχή του προϊσταμένου σου, για να μην σου κάνουν το μυαλό και την ψυχή σου αλοιφή.
Θέλει τσαγανό για να μπορέσεις να εναντιωθείς στην καθεστηκυία τάξη της μικρής σου κοινωνίας, στους υποκριτές και τους πατριδοκάπηλους, που ξέρουν μόνο να στήνουν παράτες και ηρώα, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση για τη θυσία των ανθρώπων, θέλει -λοιπόν- τσαγανό να μπορείς να τους πετάς καταπρόσωπο «να πάρει ο δγιάβολος, για πεζικά».
Θέλει απίστευτη μεγαλοψυχία για να μπορέσεις να αρθείς πάνω από τον πόνο που σου έχουν προκαλέσει, πάνω από το μίσος και την ξεραμένη ψυχή που έχουν οι διώκτες σου και να πεις «άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασιν…», όπως λέει στη δική του γλώσσα ο μετανάστης από το Πακιστάν. Σ’ αυτό το σημείο -κι επειδή το συγκεκριμένο διήγημα ο συγγραφέας το αφιερώνει στη μνήμη του Ζακ-, θέλω να σας εξομολογηθώ ότι στη δική μου ψυχή υπάρχει ακόμη οργή από τη στυγνή δολοφονία. Δεν έχω μεγαλοψυχία. Αλλά είπαμε. Ο Θοδωρής κατάφερε να πετάξει!
Τον τόνο όμως στο βιβλίο δεν τον δίνουν αυτές οι περιπτώσεις. Αυτές οι περιπτώσεις μαζί με μια παιδική κατάφαση στην αγάπη, κάποια κάλαντα και μια λάμψη στα μάτια είναι δυο γουλιές αισιοδοξίας που μας προσφέρει ο συγγραφέας για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες βιώνουν τα περισσότερα πρόσωπα των διηγημάτων. Άνθρωποι δυνατοί ή αδύναμοι. Σκληροί ή τρυφεροί. Διάφανοι ή σκοτεινοί παλεύουν με τα ματαιωμένα τους όνειρα και τους αδικαίωτους στόχους, τα αδιέξοδα, την οργή, τις σπασμένες σχέσεις, τη μοναξιά, την απομόνωση, το μη περαιτέρω.
Κι όσο κανείς πετά και τα βλέπει αυτά από ψηλά, τόσο αντιλαμβάνεται ότι δυστυχώς αυτά δεν είναι η εξαίρεση. Είναι ο κανόνας. Και τότε τον καταλαμβάνει άγχος κι αγωνία. Τι έφταιξε και παιδεύεται έτσι ο άνθρωπος; Είναι αναστρέψιμη η κατάσταση; Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει κατά πώς του πρέπει και του αξίζει; Ταραχή τον πιάνει. Δεν μπορεί να πετάξει ευθύγραμμα. Δυσκολεύεται να πλανάρει. Πάει μια μπρος, μια πίσω και μετά πάλι μπρος.
Αγαπητοί φίλοι, έχω την αίσθηση ότι αυτή η ταραχή, το άγχος και η αγωνία αισθητοποιούνται στον τρόπο με τον οποίο επέλεξε ο συγγραφέας να παραθέσει τα γεγονότα στη διαδοχή του χρόνου. Ο χρόνος δεν κυλάει ευθύγραμμα στα διηγήματα του «σύθαμπου», εκτός αν ο άνθρωπος καταφέρει να διώξει την καταχνιά και να βρει λίγο φως, όπως στο «ες αύριον τα σπουδαία» ή όταν αποφασίζει να χτίσει γύρω του τείχη και να απομονωθεί από το κοινωνικό και φυσικό του περιβάλλον, όπως στο «απόλυτο σκοτάδι». Στα υπόλοιπα διηγήματα, η αφήγηση αρχίζει συνήθως λίγο πριν το τέλος της υπόθεσης. Κυλάει λίγο προς τα μπρος, έπειτα στρέφεται πίσω, στην αρχή της υπόθεσης, για να ξαναφτάσει πάλι στο τέλος. Χρησιμοποιείται δηλαδή σ’ αυτά τα διηγήματα μια τεχνική (το in media res) που συνήθως εφαρμόζεται σε εκτενή αφηγήματα. Όσο, λοιπόν, βλέπουμε τη συγκεκριμένη τεχνική να εφαρμόζεται ξανά και ξανά και ξανά, τόσο μας δημιουργείται η εντύπωση ότι το κουβάρι των γεγονότων ξετυλίγεται και τυλίγεται και πάλι ξετυλίγεται διαρκώς. Στο τέλος του βιβλίου, όλα τα γεγονότα είναι μες στη χούφτα μας. Και το κουβάρι ανέπαφο.
Κι έτσι καθώς κρατάμε όλα τα γεγονότα στα χέρια μας, γινόμαστε δυνάμει κοινωνοί στην εξεύρεση λύσης στα αδιέξοδα .
Εκτός κι αν λύση είναι αυτό που κάνει ο Ανέστης στο 13ο διήγημα (δηλαδή στο μέσον, στο κέντρο του βιβλίου). Που βοηθάει τα λυκοκάντζαρα να κόψουν το δέντρο που κρατάει τον κόσμο, για να ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.
Διαβάζω:
Εκείνη την ημέρα δεν πήγε στην πλατεία να πει τις ιστορίες του. Ούτε την επόμενη. Χάθηκε από τα στέκια. Μάζεψε κι άλλους και τις μέρες κατέβαιναν και δούλευαν το πριόνι που άφηναν τα λυκοκάντζαρα σαν χάραζε. Σε λίγο καιρό θα γύριζε ανάποδα ο ντουνιάς, όπως το είχε προβλέψει ο ποιητής.
Καθώς ανέβηκε να ρίξει έναν υπνάκο, είδε το σουλούπι του σε μια σπασμένη τζαμαρία. Είχε μαυρίσει, τα μπράτσα του είχαν δυναμώσει, τα χέρια του είχαν πλατύνει και μια ουρίτσα είχε φανεί χαμηλά πίσω του.
Μα πιο πολύ εντυπωσιάστηκε από τη λάμψη που είχαν τα μάτια του.
Λίγο πιο πριν ο Ανέστης είχε ακούσει τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη να του ψιθυρίζει:
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: θα μετανιώσεις.
Καλοτάξιδο, Θόδωρε.
22/2/2019
-ο-ο-ο-
Η ομιλία του Θοδωρή Μπελίτσου
Αγαπητοί φίλοι καλησπέρα σας
Σας ευχαριστώ πολύ που αποφασίσατε να αφιερώσετε λίγο από τον προσωπικό σας χρόνο για να παρευρεθείτε στην παρουσίαση του βιβλίου μου. Είναι μεγάλη η τιμή που μου κάνετε και μακάρι να γινόταν να σας αναφέρω έναν-έναν ξεχωριστά: φίλους, παλιούς συναδέλφους, συμμαθητές μου από τα χρόνια της Ευαγγελικής Σχολής, συμφοιτητές μου από το Χημικό της Θεσσαλονίκης, ακόμα και παλιούς μου μαθητές κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα διότι η παρουσία τους εδώ σημαίνει ότι κάποιο θετικό αποτύπωμα άφησα στα χρόνια που με είχαν καθηγητή στο σχολείο.
Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε όλοι μας τεράστιες αλλαγές. Η ταυτότητα πολλών πραγμάτων έχει αλλάξει. Σταθερές αναφορές και βεβαιότητες δεκαετιών έχουν ανατραπεί, στην οικονομία, στην πολιτική, στις ιδεολογίες. Οι νοοτροπίες μας και οι αντιλήψεις μας δοκιμάζονται καθημερινά και ίσως δεν είναι πλέον ίδιες. Όλα αυτά καθιστούν την εποχή μας πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνικά.
Γιατί τα λέω αυτά. Διότι τα διηγήματα που περιέχονται στη συλλογή αυτή έχουν γραφτεί κατά την τελευταία πενταετία, δηλαδή στην καρδιά της κρίσης. Συνιστούν την προσπάθεια μου να καταγράψω τη σκέψη και τις αγωνίες μου, να διατυπώσω τα δικά μου σχόλια και τους προβληματισμούς μου για το νόημα της ύπαρξης, την αξία της ζωής και το μεγαλείο του ανθρώπου. Άλλοτε με πίκρα, άλλοτε με αισιοδοξία, μα πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο, τις αντιφάσεις του και τις αδυναμίες του.
Επιλέγω να γράφω για τον καθημερινό άνθρωπο, της διπλανής πόρτας όπως λέμε και να αποτυπώνω τη μοναξιά, τον φόβο, την υπαρξιακή αγωνία. Ορισμένες φορές πιάνομαι από γιορτές, επετείους, ιστορικά γεγονότα, μα με ενδιαφέρει το βίωμα της ιστορίας, όχι η ιστορία η ίδια. Συχνά οι χαρακτήρες των διηγημάτων μου είναι πρόσωπα που έζησαν τη δημιουργική τους περίοδο τον περασμένο αιώνα, άνθρωποι της ηλικίας μου δηλαδή ή λίγο μεγαλύτεροι, και στις μέρες μας βιώνουν τη διάψευση των ελπίδων και των οραμάτων τους. Σε αυτά τα διηγήματα μου βγαίνει μια μελαγχολία, είναι η αλήθεια.
Ψάχνοντας τον κοινό τόπο των διηγημάτων μου δεν θα τον εντοπίσει κάποιος σε πραγματολογικά ή σε θεματικά στοιχεία. Ούτε ενιαία πολιτική αντίληψη έχουν, όσα εμπεριέχουν κάποιου είδους πολιτικό σχολιασμό. Θα έλεγα πως τον κοινό τόπο αποτυπώνει ο τίτλος του βιβλίου: «Λογισμοί στο σύθαμπο».
Το σύθαμπο, δηλαδή η ώρα που το φως υποχωρεί και το σκοτάδι παίρνει τη θέση του, είναι η στιγμή που μου γεννήθηκαν οι ιδέες για τα περισσότερα από τα διηγήματά μου. Όλοι έχουμε θαυμάσει ένα όμορφο ηλιοβασίλεμα. Αλλά εκτός από την ομορφιά που εκπέμπει, αυτό που εισπράττω εγώ από κάθε ηλιοβασίλεμα είναι πως στέλνει ένα μήνυμα. Υπενθυμίζει στον άνθρωπο πόσο μικρός και αδύναμος είναι. Κάθε απόβραδο συμβαίνει αυτό. Ο ήλιος, δύοντας, μας το λέει: είστε ασήμαντοι, συνειδητοποιήστε το και αξιολογείστε διαφορετικά τη ζωή.
Γράφω στο διήγημα «Καλήν ημέραν άρχοντες…»:
«Ήταν ένα περίεργο σούρουπο. Δεκέμβρης. Χαμηλά στον ορίζοντα ένα χρυσοπόρφυρο μήλο έβαφε τα ήρεμα νερά του Μεσσηνιακού. Ο ήλιος που ολημερίς ήταν κρυμμένος πίσω από βαριά σύννεφα, είχε βρει ένα άνοιγμα και καληνύχτιζε τους υπηκόους του. Ήταν η ώρα που μπορούσες να τον αντικρίσεις κατάματα. Να νιώσεις τη δύναμή του, χωρίς να σε τρομάζει η λάμψη του. Να ρουφήξεις τη ζωντάνια και τη θέρμη του, χωρίς να τσουρουφλιστείς. Να μαγευτείς από την ισχύ του. Να νιώσεις αδύναμος και μόνο στη σκέψη πως μπορεί αυτή να είναι η τελευταία φορά που δύει. Στη σκέψη πως αποχωρίζεται για πάντα αυτόν τον πλανήτη που είναι δικό του δημιούργημα, πως αποφάσισε να φτιάξει έναν καινούργιο, απαλλαγμένο από το εγωιστικό ανθρώπινο γονίδιο.
Ήταν η ώρα που όλα τα ζωντανά πλάσματα σιωπούν και λουφάζουν τρομαγμένα. Συγκεντρώνουν τη σκέψη τους σε μια προσευχή προς το ζωοδότη πατέρα τους να τα σπλαχνιστεί και να επιστρέψει το επόμενο πρωί, λαμπερός και ξεκούραστος, ώστε να συνεχίσουν κι αυτά να υπάρχουν».
Αυτό το εγωιστικό ανθρώπινο γονίδιο και το πώς μπορεί να τιθασευτεί είναι που με βασανίζει σαν σκέψη, ειδικά αυτές τις στιγμές, του σύθαμπου. Τα συναισθήματα που με κατακλύζουν κάτι τέτοιες στιγμές γεννούν ιδέες, λέξεις, ιστορίες καμιά φορά, στις οποίες η κυρίαρχη, η πιο σημαντική αρετή είναι η ανθρωπιά.
Και η λέξη «ανθρωπιά» νομίζω πως διασχίζει οριζόντια σχεδόν όλα τα διηγήματά μου. Κι αν σε κάποια δεν διακρίνεται, ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω και τις κακές στιγμές μου.
Ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρουσες τις ιστορίες που περιέχει το βιβλίο. Φυσικά, την έμπνευση δίνει πάντα κάποιο ερέθισμα αλλά πρόκειται για προϊόντα καθαρής μυθοπλασίας. Οπότε μην αναζητήσετε συσχετισμούς με αληθινά πρόσωπα ή γεγονότα.
Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσω για άλλη μια φορά για την εδώ παρουσία σας, οφείλω να εκφράσω την μεγάλη υποχρέωση που νιώθω για τους τρεις φίλους, οι οποίοι μου έκαναν την τιμή να ασχοληθούν με το βιβλίο μου, να το διαβάσουν και να το κρίνουν.
Την Μαρία Δανιήλ, παθιασμένη φιλόλογο, για πολλά χρόνια συνάδελφό μου στο γυμνάσιο, με πολλές εκπαιδευτικές και συνδικαλιστικές περγαμηνές αλλά και με ερευνητικό και συγγραφικό έργο για κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Τον Γιώργο Μπαρμπέρη, που μόνο χημικός δεν είναι: πεζογράφος, ποιητής, καλλιτέχνης, σινεφίλ, κινηματογραφιστής, σεναριογράφος και τι δεν είναι. Μας είχε ξελασπώσει πολλές φορές στις σχολικές εορτές με τις ιδέες του, αν και δεν ήταν καθηγητής του σχολείου μας.
Τον Φώτη Μαζαράκη, παιδικό φίλο και συμμαθητή από την Ευαγγελική Σχολή, τον ευχαριστώ για ένα λόγο παραπάνω, διότι παρά το ό,τι προέκυψε ένα έκτακτο προσωπικό του κώλυμα, ήρθε εδώ μόνο και μόνο επειδή μου το είχε υποσχεθεί. Τον ευχαριστώ διπλά, λοιπόν, και του εύχομαι καλή επιτυχία στις δημοτικές εκλογές. Άνθρωποι με τη δικιά του ευαισθησία είναι χρήσιμοι στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Τέλος δεν πρέπει να παραλείψω τη φιλόλογο κ. Πέπη Δουρέκα και τον σύζυγό της, τον κ. Κώστα Παπαναστασίου, που μας φιλοξένησαν απόψε στο βιβλιοπωλείο τους, το Ad Libitum, το οποίο με το μεράκι τους, το έχουν καταστήσει έναν φάρο πολιτισμού στη γειτονιά και στη συνοικία μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Και η λέξη «ανθρωπιά» νομίζω πως διασχίζει οριζόντια σχεδόν όλα τα διηγήματά μου. Κι αν σε κάποια δεν διακρίνεται, ε, άνθρωπος είμαι κι εγώ, έχω και τις κακές στιγμές μου.
Ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρουσες τις ιστορίες που περιέχει το βιβλίο. Φυσικά, την έμπνευση δίνει πάντα κάποιο ερέθισμα αλλά πρόκειται για προϊόντα καθαρής μυθοπλασίας. Οπότε μην αναζητήσετε συσχετισμούς με αληθινά πρόσωπα ή γεγονότα.
Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσω για άλλη μια φορά για την εδώ παρουσία σας, οφείλω να εκφράσω την μεγάλη υποχρέωση που νιώθω για τους τρεις φίλους, οι οποίοι μου έκαναν την τιμή να ασχοληθούν με το βιβλίο μου, να το διαβάσουν και να το κρίνουν.
Την Μαρία Δανιήλ, παθιασμένη φιλόλογο, για πολλά χρόνια συνάδελφό μου στο γυμνάσιο, με πολλές εκπαιδευτικές και συνδικαλιστικές περγαμηνές αλλά και με ερευνητικό και συγγραφικό έργο για κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Τον Γιώργο Μπαρμπέρη, που μόνο χημικός δεν είναι: πεζογράφος, ποιητής, καλλιτέχνης, σινεφίλ, κινηματογραφιστής, σεναριογράφος και τι δεν είναι. Μας είχε ξελασπώσει πολλές φορές στις σχολικές εορτές με τις ιδέες του, αν και δεν ήταν καθηγητής του σχολείου μας.
Τον Φώτη Μαζαράκη, παιδικό φίλο και συμμαθητή από την Ευαγγελική Σχολή, τον ευχαριστώ για ένα λόγο παραπάνω, διότι παρά το ό,τι προέκυψε ένα έκτακτο προσωπικό του κώλυμα, ήρθε εδώ μόνο και μόνο επειδή μου το είχε υποσχεθεί. Τον ευχαριστώ διπλά, λοιπόν, και του εύχομαι καλή επιτυχία στις δημοτικές εκλογές. Άνθρωποι με τη δικιά του ευαισθησία είναι χρήσιμοι στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Τέλος δεν πρέπει να παραλείψω τη φιλόλογο κ. Πέπη Δουρέκα και τον σύζυγό της, τον κ. Κώστα Παπαναστασίου, που μας φιλοξένησαν απόψε στο βιβλιοπωλείο τους, το Ad Libitum, το οποίο με το μεράκι τους, το έχουν καταστήσει έναν φάρο πολιτισμού στη γειτονιά και στη συνοικία μας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Θοδωρής Μπελίτσος
Παρουσίαση του βιβλίου «Λογισμοί στο σύθαμπο»
Βιβλιοπωλείο Ad Libitum, N. Σμύρνη
Παρασκευή, 22 Φλεβάρη 2019
Παρουσίαση του βιβλίου «Λογισμοί στο σύθαμπο»
Βιβλιοπωλείο Ad Libitum, N. Σμύρνη
Παρασκευή, 22 Φλεβάρη 2019
-ο-ο-ο-
ΜΑΡΙΑ ΔΑΝΙΗΛ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Είναι φιλόλογος και υπηρέτησε επί τρεις δεκαετίες στο 2ο Γυμνάσιο Ν. Σμύρνης «Ομήρειο». Παράλληλα εκλεγόταν συνεχώς στην τοπική ΕΛΜΕ, της οποίας διετέλεσε πρόεδρος για πολλές θητείες. Υπήρξε αιρετή στο ΠΥΣΔΕ, ενώ εκλέχτηκε και στο Δ.Σ. της ΟΛΜΕ.
Αρθρογραφεί για εκπαιδευτικά και πολιτικά ζητήματα. Συμμετείχε σε ομάδες εργασίας του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης και σε Εκπαιδευτικά Συνέδρια της ΟΛΜΕ. Διετέλεσε υπεύθυνη του Ιστορικού Αρχείου της ΟΛΜΕ και έχει μετάσχει σε συλλογική έκδοση για τα «Νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία».
Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη διδασκαλία των κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας και αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Έχει εκδώσει την «Ομήρου Ιλιάδα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των μαθητών του γυμνασίου. Έχει ασχοληθεί ερευνητικά με τα έργα του Ευριπίδη και έχει δημοσιεύσει σχετικές μελέτες, καθώς με το έργο του περιηγητή Παυσανία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Αρθρογραφεί για εκπαιδευτικά και πολιτικά ζητήματα. Συμμετείχε σε ομάδες εργασίας του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης και σε Εκπαιδευτικά Συνέδρια της ΟΛΜΕ. Διετέλεσε υπεύθυνη του Ιστορικού Αρχείου της ΟΛΜΕ και έχει μετάσχει σε συλλογική έκδοση για τα «Νέα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία».
Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη διδασκαλία των κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας και αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Έχει εκδώσει την «Ομήρου Ιλιάδα» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των μαθητών του γυμνασίου. Έχει ασχοληθεί ερευνητικά με τα έργα του Ευριπίδη και έχει δημοσιεύσει σχετικές μελέτες, καθώς με το έργο του περιηγητή Παυσανία.
-ο-ο-ο-
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΡΜΠΕΡΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Είναι χημικός αλλά και λογοτέχνης. Έχει ασχοληθεί με τη θεατρική παιδεία ως υπεύθυνος σε Τμήματα Λαϊκής Επιμόρφωσης και με τον κινηματογράφο ως δημιουργός ταινιών μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ.
Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Ηδονικές συναντήσεις» και την ποιητική συλλογή «Ενδοφλέβιες διαδρομές».
Κείμενα και ποιήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς
ΦΩΤΗΣ ΜΑΖΑΡΑΚΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Ηδονικές συναντήσεις» και την ποιητική συλλογή «Ενδοφλέβιες διαδρομές».
Κείμενα και ποιήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς
-ο-ο-ο-
ΦΩΤΗΣ ΜΑΖΑΡΑΚΗΣ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Είναι δικηγόρος. Μεγάλωσε, ζει και εργάζεται στη Ν. Σμύρνη και έχει προσφυγική καταγωγή από την Μικρασία.
Είναι γνωστός στην πόλη μας από την πολυετή συμμετοχή του στα κοινά του Δήμου, ως δημοτικός σύμβουλος. Στο παρελθόν έχει διατελέσει αντιδήμαρχος, πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου και έχει υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις ευθύνης.
Μετά από πενταετή ανάπαυλα, θα είναι πάλι υποψήφιος στις επόμενες δημοτικές εκλογές.
Τι όμορφη παρουσίαση!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλοτάξιδο το βιβλίο σας!
Είναι αισιόδοξο όταν ατενιζεις το Λυκοδημο ή καλύτερα το Λυκο-δυοντα όριο του Συθαμπου από την ακτή της Μεσσηνιακής Μανης, να σε θεωρούμε ένα αστέρι απαραίτητο στο γαλαξία - των ιδεών- που ατενίζουμε με τη σειρά μας κι εμείς από τα Λιποβα στο νυχτερινό ουρανό ! Δεν είναι ? Να είσαι πάντα καλά Θοδωρε, να μας κρατάς συντροφιά με τις ιστορίες σου και ταυτόχρονα ν αφυπνίζει τις συνηδεισεις της κοινωνίας μας..
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια Θοδωρή, να είσαι πάντα καλά να δημιουργείς.
ΑπάντησηΔιαγραφή