Ο Δημήτριος Βικέλας (Ερμούπολη Σύρου, 15 Φεβρουαρίου 1835 – Αθήνα, 20 Ιουλίου 1908) ήταν Έλληνας λόγιος, ποιητής και πεζογράφος. Ως λογοτέχνης μνημονεύεται για το μυθιστόρημά του Λουκής Λάρας (1879), έργο πολύ σημαντικό για την εξέλιξη της νεοελληνικής πεζογραφίας. Είναι επίσης γνωστός για τη συμμετοχή του στην επιτροπή διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1896. Μάλιστα ήταν και ο πρώτος πρόεδρος της ΔΟΕ.
Η οικογένεια του πατέρα του, Εμμανουήλ Βικέλα, ήταν σπουδαία εμπορική οικογένεια με καταγωγή από τη Βέροια. Το αρχικό όνομά της οικογένειας ήταν Μπεκέλας ή Μπικέλας, μετατράπηκε όμως από τον πατέρα του Δημήτριου σε Βικέλας. Από την πλευρά της μητέρας του Σμαράγδας, ο Βικέλας καταγόταν από την εμπορική οικογένεια Μελά. Η Σμαράγδα ήταν αδερφή του συγγραφέα Λέοντος Μελά, ο οποίος έγραψε το γνωστό σε όλους μυθιστόρημα Ο Γεροστάθης και κόρη του μεγαλεμπόρου Γεώργιου Μελά. Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, αλλά από την ηλικία των τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη. Για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε και οικογενειακά στην Οδησσό λόγο εμπορικών δραστηριοτήτων.
Λόγω των μετακινήσεων της οικογένειας αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας, η φοίτησή του στα σχολεία δεν ήταν τακτική. Η μητέρα του, όμως, ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ' οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ' αυτήν όφειλε την κλίση του προς τα φιλολογικά ενδιαφέροντα. Σε κάποια από τις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του ξαναβρέθηκε στη Σύρο, όπου και φοίτησε στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, αυτός και ο συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδης, εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα, ενώ στα δεκαέξι του το 1851, παρουσιάζει την έμμετρη μετάφραση του έργου του Ζαν Ρασέ Έστέρ¨. Το έργο αυτό ανέβηκε θεατρικά στο σχολείο της Ερμούπολης από τους συμμαθητές του. Το 1852 μετέβη στο Λονδίνο για επαγγελματική εξάσκηση και εργάστηκε ως υπάλληλος και ως συνέταιρος στον εμπορικό οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα σπούδασε Βοτανική και πήρε δίπλωμα (το μόνο μάθημα που μπορούσε να παρακολουθήσει, λόγω ωραρίου), αλλά τα ενδιαφέροντά του ήταν φιλολογικά και μ' αυτά ασχολήθηκε κυρίως (μελέτη και μεταφράσεις). Από το 1855 έγραφε και ποιήματα, τα οποία δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας ή υπέβαλλε στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου. Το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική του συλλογή με τον τίτλο ¨στίχοι¨ και ακολούθησε στην συνέχεια το έργο του, περί Ελληνικής Φιλολογίας, περί Βυζαντινών κ.τ.λ
Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα. Λόγω όμως των προβλημάτων υγείας της συζύγου του έζησε αναγκαστικά πολλά χρόνια στο Παρίσι. Εκεί έγραψε και τον Λουκή Λάρα και έκανε πλήθος μεταφράσεων. Παράλληλα βέβαια ταξίδευε συχνά στην Αθήνα και στις εφημερίδες δημοσίευε τα διηγήματά του.
Εν τω μεταξύ η υγεία της συζύγου του επιδεινωνόταν και αναγκάστηκε να την εγκλείσει σε ψυχιατρική κλινική. Αυτό του επέτρεψε να περνάει περισσότερο καιρό στην Ελλάδα και τελικά το 1897 να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Εκτός από τα επιστημονικά του έργα, ασχολήθηκε με έργα κοινωφελή. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η ίδρυση του Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, το 1899, με γραμματέα τον Γεώργιο Δροσίνη,τον Οίκο των Τυφλών το 1898,την Σκοπευτική και Εργατική Σχολή το 1898 ενώ οργάνωσε και το Πρώτο Εκπαιδευτικό Συνέδριο το 1899.
Ο Βικέλας ήταν από το 1897 μέλος της Εθνικής Εταιρείας, στην οποία προσχώρησε έπειτα από παραίνεση του συγγενή του, Παύλου Μελά. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του 1897 οργάνωσε πλωτό νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών του μετώπου της Ηπείρου και προσπάθησε να κινητοποιήσει την διεθνή γνώμη υπέρ της κρητικής επανάστασης. Αργότερα διαχώρισε τη θέση του από εκείνη της οργάνωσης σχετικά με το Κρητικό Ζήτημα.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, τα οποία και εκδόθηκαν το 1908, όπως και η ζωή μου, Παιδικές Αναμνήσεις και Νεανικοί Χρόνοι. Ο θάνατος τον βρήκε στην Κηφισιά. Μετά το θάνατό του κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στον δήμο Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος ονόμασε τη βιβλιοθήκη του προς τιμήν του "Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη".
Άλλες δράσεις του επιφανής λόγιου και πρώτου προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ήταν ο συνεχής του δημοσιογραφικός αγώνας, στις στήλες της εφημερίδας " Μαγχεστριανός Φύλαξ" για τις απροκάλυπτες κλοπές, των Βρετανών και τις αρπαγές από αυτούς, των αρχαιολογικών θησαυρών της Κύπρου και την μεταφορά τους στο Λονδίνο (1899). Ακόμη στους "Times " του Λονδίνου, ο Βικέλας χαρακτήριζε ως επαίσχυντον πράξιν την λεηλασία των κυπριακών αρχαιοτήτων.
Η οικογένεια του πατέρα του, Εμμανουήλ Βικέλα, ήταν σπουδαία εμπορική οικογένεια με καταγωγή από τη Βέροια. Το αρχικό όνομά της οικογένειας ήταν Μπεκέλας ή Μπικέλας, μετατράπηκε όμως από τον πατέρα του Δημήτριου σε Βικέλας. Από την πλευρά της μητέρας του Σμαράγδας, ο Βικέλας καταγόταν από την εμπορική οικογένεια Μελά. Η Σμαράγδα ήταν αδερφή του συγγραφέα Λέοντος Μελά, ο οποίος έγραψε το γνωστό σε όλους μυθιστόρημα Ο Γεροστάθης και κόρη του μεγαλεμπόρου Γεώργιου Μελά. Ο Δημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου, αλλά από την ηλικία των τεσσάρων ετών εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη. Για ένα διάστημα εγκαταστάθηκε και οικογενειακά στην Οδησσό λόγο εμπορικών δραστηριοτήτων.
Λόγω των μετακινήσεων της οικογένειας αλλά και δικών του προβλημάτων υγείας, η φοίτησή του στα σχολεία δεν ήταν τακτική. Η μητέρα του, όμως, ήταν πολύ καλλιεργημένη και του προσέφερε αρκετά μαθήματα κατ' οίκον. Ο ίδιος αργότερα ομολόγησε ότι σ' αυτήν όφειλε την κλίση του προς τα φιλολογικά ενδιαφέροντα. Σε κάποια από τις πολλές μετακινήσεις της οικογένειάς του ξαναβρέθηκε στη Σύρο, όπου και φοίτησε στο Λύκειο του Χρήστου Ευαγγελίδη. Εκεί, αυτός και ο συμμαθητής του Εμμανουήλ Ροΐδης, εξέδιδαν χειρόγραφη εφημερίδα, ενώ στα δεκαέξι του το 1851, παρουσιάζει την έμμετρη μετάφραση του έργου του Ζαν Ρασέ Έστέρ¨. Το έργο αυτό ανέβηκε θεατρικά στο σχολείο της Ερμούπολης από τους συμμαθητές του. Το 1852 μετέβη στο Λονδίνο για επαγγελματική εξάσκηση και εργάστηκε ως υπάλληλος και ως συνέταιρος στον εμπορικό οίκο των αδελφών Μελά. Παράλληλα σπούδασε Βοτανική και πήρε δίπλωμα (το μόνο μάθημα που μπορούσε να παρακολουθήσει, λόγω ωραρίου), αλλά τα ενδιαφέροντά του ήταν φιλολογικά και μ' αυτά ασχολήθηκε κυρίως (μελέτη και μεταφράσεις). Από το 1855 έγραφε και ποιήματα, τα οποία δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας ή υπέβαλλε στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου. Το 1862 δημοσίευσε στο Λονδίνο την ποιητική του συλλογή με τον τίτλο ¨στίχοι¨ και ακολούθησε στην συνέχεια το έργο του, περί Ελληνικής Φιλολογίας, περί Βυζαντινών κ.τ.λ
Το 1876 η εταιρεία Μελά διαλύθηκε και αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα. Λόγω όμως των προβλημάτων υγείας της συζύγου του έζησε αναγκαστικά πολλά χρόνια στο Παρίσι. Εκεί έγραψε και τον Λουκή Λάρα και έκανε πλήθος μεταφράσεων. Παράλληλα βέβαια ταξίδευε συχνά στην Αθήνα και στις εφημερίδες δημοσίευε τα διηγήματά του.
Εν τω μεταξύ η υγεία της συζύγου του επιδεινωνόταν και αναγκάστηκε να την εγκλείσει σε ψυχιατρική κλινική. Αυτό του επέτρεψε να περνάει περισσότερο καιρό στην Ελλάδα και τελικά το 1897 να εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Εκτός από τα επιστημονικά του έργα, ασχολήθηκε με έργα κοινωφελή. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η ίδρυση του Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, το 1899, με γραμματέα τον Γεώργιο Δροσίνη,τον Οίκο των Τυφλών το 1898,την Σκοπευτική και Εργατική Σχολή το 1898 ενώ οργάνωσε και το Πρώτο Εκπαιδευτικό Συνέδριο το 1899.
Ο Βικέλας ήταν από το 1897 μέλος της Εθνικής Εταιρείας, στην οποία προσχώρησε έπειτα από παραίνεση του συγγενή του, Παύλου Μελά. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του 1897 οργάνωσε πλωτό νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών του μετώπου της Ηπείρου και προσπάθησε να κινητοποιήσει την διεθνή γνώμη υπέρ της κρητικής επανάστασης. Αργότερα διαχώρισε τη θέση του από εκείνη της οργάνωσης σχετικά με το Κρητικό Ζήτημα.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, τα οποία και εκδόθηκαν το 1908, όπως και η ζωή μου, Παιδικές Αναμνήσεις και Νεανικοί Χρόνοι. Ο θάνατος τον βρήκε στην Κηφισιά. Μετά το θάνατό του κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του στον δήμο Ηρακλείου Κρήτης, ο οποίος ονόμασε τη βιβλιοθήκη του προς τιμήν του "Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη".
Άλλες δράσεις του επιφανής λόγιου και πρώτου προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, ήταν ο συνεχής του δημοσιογραφικός αγώνας, στις στήλες της εφημερίδας " Μαγχεστριανός Φύλαξ" για τις απροκάλυπτες κλοπές, των Βρετανών και τις αρπαγές από αυτούς, των αρχαιολογικών θησαυρών της Κύπρου και την μεταφορά τους στο Λονδίνο (1899). Ακόμη στους "Times " του Λονδίνου, ο Βικέλας χαρακτήριζε ως επαίσχυντον πράξιν την λεηλασία των κυπριακών αρχαιοτήτων.
Η πρώτη Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή στους Αγώνες του 1896 με το Βικέλα στο κέντρο
Ολυμπισμός
Ο Δημήτριος Βικέλας έλαβε μέρος στο Διεθνές Αθλητικό Συνέδριο των Παρισίων το 1894 ,
μετά από προτροπή του προέδρου του Πανελλήνιου Αθλητικού Συλλόγου Ιωάννη Φωκιανού, επειδή ο τελευταίος δεν μπορούσε να συμμετάσχει και επειδή ο Δημήτριος Βικέλας ήταν ήδη γνωστός Έλληνας λογοτέχνης στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με ισχυρές διασυνδέσεις.
Η ιδέα του Βαρώνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν για τον Ολυμπισμό και την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας στην σύγχρονη εποχή βρήκε σάρκα και οστά στο Συνέδριο, στο οποίο ιδρύθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ,εκλέχθηκε πρώτος της πρόεδρος ο Δημήτριος Βικέλας ,και αποφασίστηκε να διεξαχθούν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 1896 μετά από πρόταση του Δημητρίου Βικέλα. Είναι αυτός που υποδέχτηκε στην Αθήνα τους αθλητές που ήρθαν να πάρουν μέρος στα αγωνίσματα που όρισε η τότε επιτροπή.
Η ιδέα του Βαρώνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν για τον Ολυμπισμό και την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας στην σύγχρονη εποχή βρήκε σάρκα και οστά στο Συνέδριο, στο οποίο ιδρύθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή ,εκλέχθηκε πρώτος της πρόεδρος ο Δημήτριος Βικέλας ,και αποφασίστηκε να διεξαχθούν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 1896 μετά από πρόταση του Δημητρίου Βικέλα. Είναι αυτός που υποδέχτηκε στην Αθήνα τους αθλητές που ήρθαν να πάρουν μέρος στα αγωνίσματα που όρισε η τότε επιτροπή.
Εργογραφία
Εσθήρ, τραγωδία του Ιωάννου Ρακίνα, και άλλα διάφορα ποιήματα. Εν Ερμουπόλει 1851
Στίχοι. Εν Λονδίνω 1862
Περί νεοελληνικής φιλολογίας, Εν Λονδίνω 1871
Περί Βυζαντινών. Μελέτη. Εν Λονδίνω 1874
Λουκής Λάρας, Αυτοβιογραφία γέροντος Χίου. Εν Αθήναις 1879
Από Νικοποόλεως είς Ολύμπιον(Ιστορική καί Φιλολογική Μελέτη). Μελέτη. Εν Λονδίνω 1875
Περί Σκωτίας(Περιήγηση). Μελέτη. Εν Λονδίνω 1875
Διαλέξεις καί Αναμνήσεις(Απομνημόνευμα). Μελέτη. Εν Λονδίνω 1875
Διηγήματα, Εν Αθήναις 1887
Ό Πάπα Νάρκισσος(Διήγημα), Εν Αθήναις 1887
Ό Φίλιππος Μάρθας(Διήγημα), Εν Αθήναις 1887
Ή Άσχημη Αδελφή(Διήγημα), Εν Αθήναις 1887
Διαλέξεις και Αναμνήσεις, Εν Αθήναις 1893
Η ζωή μου. Παιδικαί αναμνήσεις. Νεανικοί χρόνοι, Εν Αθήναις 1908
μεταφράσεις έργων του Σαίξπηρ κ.α
Λουκής Λάρας
Ο Λουκής Λάρας, το γνωστότερο λογοτεχνικό έργο του Δημητρίου Βικέλα
(πρωτοδημοσιεύτηκε στην «Εστία» το 1879 και μεταφράστηκε σε πολλές
γλώσσες), αποτελεί μοναδικό μνημείο της νεοελληνικής λογοτεχνίας: η
δράση του εκτυλίσσεται στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του ’21,
κεντρικό πρόσωπο, ωστόσο, δεν είναι – παραδόξως – κάποιος γενναίος
οπλαρχηγός, αλλά ένας νεαρός και άκαπνος γόνος εμπόρων από τη Χίο, που
μέσα στο χάος του πολέμου προσπαθεί να επιζήσει και να ξαναχτίσει τη ζωή
και την περιουσία του. Ορμώμενος από την αυτοβιογραφική μαρτυρία του
Λουκά Ζίφου, ο Βικέλας δημιουργεί έναν γνήσιο αντιήρωα, που όχι μόνο
εκπροσωπεί την τάξη των εμπόρων παραμονές της Επανάστασης, αλλά
αντικατοπτρίζει και τα ιδανικά της αστικής κοινωνίας του 1878, μιας
εποχής συγκρούσεων και μεγαλοϊδεατικών εξάρσεων
Ότε εφθάσαμεν προ της κατοικίας του Μεγάλου Αγά, οι δημογέροντες
εισήλθον εντός αυτής, εγώ δ’ έμεινα εις τον δρόμον, καθώς και εις
Καταρράκτην, περιμένων και αναλογιζόμενος όσα είδα, προ πάντων δε τα
αίματα εκείνα επί του τοίχου υπό τον εξώστην.
Μετ’ ολίγον μ’ έκραξαν και ανέβην εις την αίθουσαν, όπου εκάθητο ο Αγάς. Αιστερόθεν και δεξιόθεν του παρεκάθηντο άλλοι Τούρκοι, σύμβουλοι και πάρεδροί του, εις δε τας άκρας του θαλάμου, παρά την θύραν ίσταντο όρθιοι οι δημογέροντες και άλλοι τινές Χριστιανοί.
Έκλινα ταπεινώς τον αυχένα ενώπιον του μεγαλείου του Αγά. Με ηρώτησε δια του διερμηνέως πόθεν έρχομαι;
Ταύτα πάντα έγειναν δια μιας, τοσούτον ταχέως, τοσούτον απροσδοκήτως, ώστε ήμην ως ζαλισμένος, ότε ευρέθην εντός της φυλακής. Δεν ήξευρα τι μου γίνεται. Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι.
Άμα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δύο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους. Με παρηγόρησεν η θέα των. Υπάρχουν στιγμαί καθ’ ας ο άνθρωπος επιζητεί την ερημίαν, αλλ’ ως επί το πολύ θέλει και επιθυμεί την κοινωνίαν των ομοίων του.
Ήσαν πατήρ και υιός οι δύο φυλακισμένοι, το δ’ έγκλημά των ήτο η πώλησις μαστίχης. Διότι το ήμισυ περίπου του όλου προϊόντος της νήσου εκρατείτο, ως γνωστόν, δια τα χαρέμια του Σουλτάνου, δεν επετρέπετο δε εις τους χωρικούς να πωλήσωσι το επίλοιπον ειμή εις μόνον τον Αγάν, όστις ώριζε μόνος του την τιμήν της μαστίχης και την επλήρωνεν όπως και οπότε ήθελεν.·
Ο γέρων με ωμίλησε πρώτος ερωτών τις είμαι και διατί εφυλακίσθην, και διηγήθη αυτόκλητος την ιστορίαν μου. Ο νέος δεν ελάλει, αλλ’ έκλαιε σιωπηλώς· έκλαιεν, ο δε γέρων, κρατών του υιού την χείρα, διέκοπτε συχνάκις την προς εμέ ομιλίαν, δια να αποτείνη προς εκείνον λόγους ενθαρρύνσεως και παρηγορίας.
Η θέα των δύο εκείνων εκλόνισε την καρδίαν μου. Ενθυμήθην τον πατέρα μου και τον έρημον εις Σπέτσας τάφον του, ενθυμήθην την μητέρα και τας αδελφάς μου περιμενούσας εις Τήνον την επιστροφήν μου, και ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. Εφοβούμην τους Τούρκους! Καθώς μ’ εφυλάκισαν ανεξετάστως ως κατάσκοπον, ηδύναντο επίσης και να με καταδικάσωσι. Τι ήτο δι’ αυτούς ενός Χριστιανού η ζωή; Η δυστυχής μου μήτηρ είχε δίκαιον να με αποτρέπη. Διατί να έλθω εις Χίον;
Προς το εσπέρας μας έδωκαν ελαίας και άρτον, μετ’ ολίγον δε ο Αράπης ελθών μ’ εξήγαγε της φυλακής και μ’ έφερεν εις σκιάδα εντός του κήπου, όπου πέριξ τραπέζης χαμηλής, φορτωμένης από οπώρας ποικίλας, εκάθηντο επί ταπήτων τρεις Τούρκοι και δύο Χριστιανοί. Μεταξύ των πρώτων ανεγνώρισα τον Μουλά Μουσταφά, η δε θέα του μου έδωκε θάρρος, διότι ο άνθρωπος δεν μου εφάνη κακός κατά την τελευταίαν συνοδοιπορίαν μας.
Ήρχισαν εκ νέου να μ’ εξετάζωσι τις είμαι και πόθεν και τι θέλω; Επανελάμβανα δε τας αποκρίσεις της πρωίας. Προς επικύρωσιν των λόγων μου ηθέλησα να επικαλεσθώ του Μουλά την μαρτυρίαν.
Ο Αράπης μ’ έσυρεν έξω της σκιάδος και με ωδήγησε πάλιν εις την φυλακήν.
Δεν ήτο εκ των καλλιτέρων νυκτών μου εκείνη, ούτε η επομένη, αναγνώστα μου.
Την επιούσαν απήχθησαν της φυλακής οι δύο χωρικοί και δεν επέστρεψαν, έμεινα δ’ εντός αυτής μόνος και έρημος, μετρών τας ώρας και ελεεινολογών την τύχην μου, και συλλογιζόμενος τι άρα ν’ απέγεινεν ο Παντελής και ο όνος του.
Την επομένην πρωίαν με ωδήγησε πάλιν ο Αράπης ενώπιον του Αγά. Εβάδιζα περίλυπος και καταβεβλημένος. Μία μόνη μου έμεινεν ελπίς, η υπόληψίς μου ως πτωχού το πνεύμα, και ήμην αποφασισμένος να την εκμεταλλευθώ ως τελευταίαν σανίδα σωτηρίας. Ο Αγάς εκάθητο ροφών τον ναργιλέν του. Ο διερμηνεύς ίστατο πλησίον του με τα χείρας εσταυρωμένας επί του στήθους.
Ήμην ελεύθερος, η δε θύρα ήτο ανοικτή. Εξήλθα άνευ χρονοτριβής και βάδισα κατ’ ευθείαν προς την έξοδον του χωρίου. Αλλ’ η πύλη ήτο κλειστή και ουδείς παρ’ αυτήν. Ήτο Κυριακή, και οι Χριστιανοί ελειτουργούντο εισέτι εις την εκκλησίαν. Η πρώτη μου ώθησις ήτο να υπάγω κ’ εγώ να ευχαριστήσω τον Θεόν δια την λύτρωσίν μου, αλλ’ υπερίσχυσεν η επιθυμία του να εξέλθω όσω το ταχύτερον από το Θολόν Ποτάμι και να τρέξω εις αναζήτησιν του Παντελή. Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δύο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει άραγε εισέτι;
Η καλύβη ήτο κλειστή. Έκρουσα την θύραν, έκραξα: Παντελή, Παντελή! Αλλ’ ουδείς απεκρίθη.
Όπισθεν της καλύβης ήτο ο σταύλος. Ήνοιξα τον μάνδαλον και εισήλθα εντός αυτού και είδα, ω χαρά μου! είδα τον όνον του Παντελή ησύχως εκεί περιμένοντα. Μη γελάσης, αναγνώστα. Τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα! Εννόησα ότι ο ευλαβής κύριός του εκκλησιάζεται. Δεν με παρήτησεν ο αγαθός Παντελής! Μετ’ ου πολύ τον είδα επιστρέφοντα. Δεν περιγράφω την αμοιβαίαν της συναντήσεώς μας αγαλλίασιν.
https://www.timesnews.gr/
- Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξiζει να ησυχάσης ύστερα από τόσην κούρασιv σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη, με αυτό το ηλιοπύρι.
Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση, προτού τα τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα. Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καθέκλαι και εις ψάθινος καναπές ήσαv τα μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο άντικρυ της εστίας. Άνωθεν αυτού εκρέματο επί του τοίχου, εντός μαύρου ξυλίνου πλαισίου (χωρίς όμως ύαλον), λιθογραφία, κιτρίνη εκ της πολυκαιρίας, παριστώσα την άφιξιν του βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, εις δέ την προς ταριστερά η θύρα του κήπου. Μεταξύ των δύο θυρών έκειτο κιβώτιον ογκώδες πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα. Τον τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου αποδημίας εις το προσκυνητήριov εκείνο.
Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου.
Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν. Αλλά μετ' ολίγα λεπτά ηγέρθη πάλιν, επήρε τον επί του κιβωτίου τάπητα, τον εξεδίπλωσε, τον ήπλωσε μετά προσοχής επί του καναπέ και εστρώθη μετά μεγαλειτέρας ή πρότερον ευχαριστήσεως, ενώ η παππαδιά εξηκολούθει εν σιωπή την παρά τον νεροχύτην εργασίαν της.
Εδικαιούτο πράγματι ο παππά Νάρκισσος να θέλη ανάπαυσιν την μεσημβρίαν της Κυριακής έκείνης. Ήτο επί .ποδός από τα εξημερώματα. Εν ελλείψει άλλου ιερέως, ή διακόνου, ή και αναγνώστου, αυτός ανέγνωσε κατά το σύνηθες τον όρθρον και ετέλεσε την λειτουργίαν εις την μόνην εκκλησίαν του μικρού χωρίου του. Μετά δε την απόλυσιν της εκκλησίας μετέβη πεζός εις απομεμακρυσμένον μέρος της νήσου, μετά του ειρηνοδίκου και μαρτύρων, προς εξακρίβωσιν των ορίων ενός εκεί αγρού του, του οποίου ο γείτων αντεποιείτο μίαν λωρίδα. Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μικρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν. Συνετέλεσε δε και τούτο ίσως προς αύξησιν του βάρους των βλεφάρων του.
Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της παππαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των - ο κάματος του χορτασθέντος παππά - ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα προσεκάλουν τον ύπνον.
Με ημίκλειστα τα βλέφαρα ο ιερεύς παρηκολούθει την εργασίαν της συζύγου του, η δε ξανθή του γενειάς μόλις υπέκρυπτε μειδείαμα αφάτου αγαλλιάσεως. Εσκέπτετο ότι εντός ολίγων μηνών θα προστεθή κοιτίς βρέφους εις τον κοιτώνα των. Χθες μόνον έμαθε το χαρμόσυνον μυστικόν. Η παππαδιά το εξεμυστηρεύθη την νύκτα, εις τα σκοτεινά, συστελλομένη να το είπη εις το φως της ημέρας.
Και ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και συναρμολογούμεναι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας.
https://el.wikisource.org/
Μετ’ ολίγον μ’ έκραξαν και ανέβην εις την αίθουσαν, όπου εκάθητο ο Αγάς. Αιστερόθεν και δεξιόθεν του παρεκάθηντο άλλοι Τούρκοι, σύμβουλοι και πάρεδροί του, εις δε τας άκρας του θαλάμου, παρά την θύραν ίσταντο όρθιοι οι δημογέροντες και άλλοι τινές Χριστιανοί.
Έκλινα ταπεινώς τον αυχένα ενώπιον του μεγαλείου του Αγά. Με ηρώτησε δια του διερμηνέως πόθεν έρχομαι;
- Από την Ικαρίαν.
- Πώς ήλθον;
- Με πλοιάριον.
- Πότε;
- Προ τεσσάρων ημερών.
- Τι θέλω;
- Άδειαν να πωλήσω εις τα χωρία την πραγματείαν μου.
- Αγά μου, λέγει, ο νέος αυτός φορεί υποδήματα φραγκικά και θα είναι κατάσκοπος.
- Βάλετέ τον εις την φυλακήν, διέταξεν ο Αγάς.
Ταύτα πάντα έγειναν δια μιας, τοσούτον ταχέως, τοσούτον απροσδοκήτως, ώστε ήμην ως ζαλισμένος, ότε ευρέθην εντός της φυλακής. Δεν ήξευρα τι μου γίνεται. Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι.
Άμα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δύο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους. Με παρηγόρησεν η θέα των. Υπάρχουν στιγμαί καθ’ ας ο άνθρωπος επιζητεί την ερημίαν, αλλ’ ως επί το πολύ θέλει και επιθυμεί την κοινωνίαν των ομοίων του.
Ήσαν πατήρ και υιός οι δύο φυλακισμένοι, το δ’ έγκλημά των ήτο η πώλησις μαστίχης. Διότι το ήμισυ περίπου του όλου προϊόντος της νήσου εκρατείτο, ως γνωστόν, δια τα χαρέμια του Σουλτάνου, δεν επετρέπετο δε εις τους χωρικούς να πωλήσωσι το επίλοιπον ειμή εις μόνον τον Αγάν, όστις ώριζε μόνος του την τιμήν της μαστίχης και την επλήρωνεν όπως και οπότε ήθελεν.·
Ο γέρων με ωμίλησε πρώτος ερωτών τις είμαι και διατί εφυλακίσθην, και διηγήθη αυτόκλητος την ιστορίαν μου. Ο νέος δεν ελάλει, αλλ’ έκλαιε σιωπηλώς· έκλαιεν, ο δε γέρων, κρατών του υιού την χείρα, διέκοπτε συχνάκις την προς εμέ ομιλίαν, δια να αποτείνη προς εκείνον λόγους ενθαρρύνσεως και παρηγορίας.
Η θέα των δύο εκείνων εκλόνισε την καρδίαν μου. Ενθυμήθην τον πατέρα μου και τον έρημον εις Σπέτσας τάφον του, ενθυμήθην την μητέρα και τας αδελφάς μου περιμενούσας εις Τήνον την επιστροφήν μου, και ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. Εφοβούμην τους Τούρκους! Καθώς μ’ εφυλάκισαν ανεξετάστως ως κατάσκοπον, ηδύναντο επίσης και να με καταδικάσωσι. Τι ήτο δι’ αυτούς ενός Χριστιανού η ζωή; Η δυστυχής μου μήτηρ είχε δίκαιον να με αποτρέπη. Διατί να έλθω εις Χίον;
Προς το εσπέρας μας έδωκαν ελαίας και άρτον, μετ’ ολίγον δε ο Αράπης ελθών μ’ εξήγαγε της φυλακής και μ’ έφερεν εις σκιάδα εντός του κήπου, όπου πέριξ τραπέζης χαμηλής, φορτωμένης από οπώρας ποικίλας, εκάθηντο επί ταπήτων τρεις Τούρκοι και δύο Χριστιανοί. Μεταξύ των πρώτων ανεγνώρισα τον Μουλά Μουσταφά, η δε θέα του μου έδωκε θάρρος, διότι ο άνθρωπος δεν μου εφάνη κακός κατά την τελευταίαν συνοδοιπορίαν μας.
Ήρχισαν εκ νέου να μ’ εξετάζωσι τις είμαι και πόθεν και τι θέλω; Επανελάμβανα δε τας αποκρίσεις της πρωίας. Προς επικύρωσιν των λόγων μου ηθέλησα να επικαλεσθώ του Μουλά την μαρτυρίαν.
- Αγά μου, δεν με είδες…
- Φίλοι μου, είπε Τουρκιστί προς τους συνδαιτημόνας του. Δεν είναι δια κατάσκοπος το ανθρωπάριον τούτο. Δεν τα έχει σωστά. Είναι κουτός ο δυστυχής!
Ο Αράπης μ’ έσυρεν έξω της σκιάδος και με ωδήγησε πάλιν εις την φυλακήν.
Δεν ήτο εκ των καλλιτέρων νυκτών μου εκείνη, ούτε η επομένη, αναγνώστα μου.
Την επιούσαν απήχθησαν της φυλακής οι δύο χωρικοί και δεν επέστρεψαν, έμεινα δ’ εντός αυτής μόνος και έρημος, μετρών τας ώρας και ελεεινολογών την τύχην μου, και συλλογιζόμενος τι άρα ν’ απέγεινεν ο Παντελής και ο όνος του.
Την επομένην πρωίαν με ωδήγησε πάλιν ο Αράπης ενώπιον του Αγά. Εβάδιζα περίλυπος και καταβεβλημένος. Μία μόνη μου έμεινεν ελπίς, η υπόληψίς μου ως πτωχού το πνεύμα, και ήμην αποφασισμένος να την εκμεταλλευθώ ως τελευταίαν σανίδα σωτηρίας. Ο Αγάς εκάθητο ροφών τον ναργιλέν του. Ο διερμηνεύς ίστατο πλησίον του με τα χείρας εσταυρωμένας επί του στήθους.
- Προσκύνησε τον Αγάν, είπε. Σου δίδει την ελευθερίαν, αλλ’ επί όρω να υπάγης προς την χώραν, όχι προς τα χωρία, όθεν ήλθες.
- Τι χάσκει εκεί; Ηρώτησεν ο Αγάς.
- Αγά μου, είπα, αφήκα το υποκάμισόν μου εις το χωρίον και πρέπει να υπάγω να το πάρω.
- Καλά, είπε, καλά. Σου το φέρουν το υποκάμισόν σου, αλλά συ να υπάγης προς την χώραν.
- Τα χαψιάτικα, είπεν!
Ήμην ελεύθερος, η δε θύρα ήτο ανοικτή. Εξήλθα άνευ χρονοτριβής και βάδισα κατ’ ευθείαν προς την έξοδον του χωρίου. Αλλ’ η πύλη ήτο κλειστή και ουδείς παρ’ αυτήν. Ήτο Κυριακή, και οι Χριστιανοί ελειτουργούντο εισέτι εις την εκκλησίαν. Η πρώτη μου ώθησις ήτο να υπάγω κ’ εγώ να ευχαριστήσω τον Θεόν δια την λύτρωσίν μου, αλλ’ υπερίσχυσεν η επιθυμία του να εξέλθω όσω το ταχύτερον από το Θολόν Ποτάμι και να τρέξω εις αναζήτησιν του Παντελή. Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δύο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει άραγε εισέτι;
Η καλύβη ήτο κλειστή. Έκρουσα την θύραν, έκραξα: Παντελή, Παντελή! Αλλ’ ουδείς απεκρίθη.
Όπισθεν της καλύβης ήτο ο σταύλος. Ήνοιξα τον μάνδαλον και εισήλθα εντός αυτού και είδα, ω χαρά μου! είδα τον όνον του Παντελή ησύχως εκεί περιμένοντα. Μη γελάσης, αναγνώστα. Τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα! Εννόησα ότι ο ευλαβής κύριός του εκκλησιάζεται. Δεν με παρήτησεν ο αγαθός Παντελής! Μετ’ ου πολύ τον είδα επιστρέφοντα. Δεν περιγράφω την αμοιβαίαν της συναντήσεώς μας αγαλλίασιν.
https://www.timesnews.gr/
❀ ❀ ❀ ❀
Ο Παππα Νάρκισσος
Κεφάλαιο Α
Παππαδιά μου, είπεν ο παππά Νάρκισσος, αφού απέφαγε και έκαμε τον σταυρόν του, παππαδιά μου, μου κατεβαίνει ο ύπνος γλυκά γλυκά. Με την άδειάν σου θα τον πάρω.- Να τον πάρης και να τον καλοπάρης, παππά μου. Σου αξiζει να ησυχάσης ύστερα από τόσην κούρασιv σήμερον. Και ούτε θα έλθη κανείς να σε ταράξη, με αυτό το ηλιοπύρι.
Και ήρχισεν η παππαδιά να μεταφέρη από την τράπεζαν εις τον νεροχύτην τα ολίγα πινάκια και τα δύο μαχαιροπήρουνα, διά να τα καθαρίση, προτού τα τοποθετήση εις την εξέχουσαν επί του τοίχου σανίδα, μεταξύ του νεροχύτου και της εστίας. Διότι το δωμάτιον εκείνο ήτο συγχρόνως και μαγειρείον και εστιατόριον και αίθουσα. Η τράπεζα επί της οποίας έφαγον το λιτόν γεύμα των, τέσσαρες ξύλιναι καθέκλαι και εις ψάθινος καναπές ήσαv τα μόνα έπιπλά του. Ο καναπές ήτο άντικρυ της εστίας. Άνωθεν αυτού εκρέματο επί του τοίχου, εντός μαύρου ξυλίνου πλαισίου (χωρίς όμως ύαλον), λιθογραφία, κιτρίνη εκ της πολυκαιρίας, παριστώσα την άφιξιν του βασιλέως Όθωνος εις Ναύπλιον. Απέναντι της εισόδου, εις μεν την προς τα δεξιά γωνίαν του τοίχου ήτο η θύρα του κοιτώνος, εις δέ την προς ταριστερά η θύρα του κήπου. Μεταξύ των δύο θυρών έκειτο κιβώτιον ογκώδες πρασίνου χρώματος, επ' αυτού δε τάπης μικρός διπλωμένος εις τέσσαρα. Τον τοίχον, άνωθεν του κιβωτίου, εστόλιζεν ετέρα λιθογραφία, άνευ πλαισίου αύτη, προσηλωμένη επί του τοίχου διά τεσσάρων μικρών καρφίων, και παριστώσα, όχι πολύ εντέχνως, την άποψιν του εν Τήνω ναού της Ευαγγελιστρίας· ενθύμημα τούτο, προδήλως, ευλαβούς του οικοδεσπότου αποδημίας εις το προσκυνητήριov εκείνο.
Κατάντικρυ του κιβωτίου ήτο η θύρα της οικίας, εκατέρωθεν δε αυτής δύο παράθυρα, των οποίων τα φύλλα ήσαν κλειστά. Η θύρα εχωρίζετο οριζοντίως εις δύο φύλλα, εκ των οποίων το μεν κάτω ήτο κλειστόν, το δε άνω ανοικτόν προς τον στενόν έξω δρομίσκον, και εισήρχετο δι' αυτού εντός του δωματίου το άφθονον φως του μεσημβρινού ηλίου.
Εν τούτοις ο παππά Νάρκισσος εγερθείς εισήλθεν εις τον κοιτώνα, έφερεν εκείθεν το προσκέφαλόν του, το έθεσεν επί του καναπέ, έκλεισε και το άνω φύλλον της θύρας διά να γείνη το δωμάτιον σκοτεινόν και δροσερόν, και εξηπλώθη εις τον καναπέν. Αλλά μετ' ολίγα λεπτά ηγέρθη πάλιν, επήρε τον επί του κιβωτίου τάπητα, τον εξεδίπλωσε, τον ήπλωσε μετά προσοχής επί του καναπέ και εστρώθη μετά μεγαλειτέρας ή πρότερον ευχαριστήσεως, ενώ η παππαδιά εξηκολούθει εν σιωπή την παρά τον νεροχύτην εργασίαν της.
Εδικαιούτο πράγματι ο παππά Νάρκισσος να θέλη ανάπαυσιν την μεσημβρίαν της Κυριακής έκείνης. Ήτο επί .ποδός από τα εξημερώματα. Εν ελλείψει άλλου ιερέως, ή διακόνου, ή και αναγνώστου, αυτός ανέγνωσε κατά το σύνηθες τον όρθρον και ετέλεσε την λειτουργίαν εις την μόνην εκκλησίαν του μικρού χωρίου του. Μετά δε την απόλυσιν της εκκλησίας μετέβη πεζός εις απομεμακρυσμένον μέρος της νήσου, μετά του ειρηνοδίκου και μαρτύρων, προς εξακρίβωσιν των ορίων ενός εκεί αγρού του, του οποίου ο γείτων αντεποιείτο μίαν λωρίδα. Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μικρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν. Συνετέλεσε δε και τούτο ίσως προς αύξησιν του βάρους των βλεφάρων του.
Ο μεσημβρινός καύσων, ευαρέστως μετριαζόμενος από το σκότος του δωματίου, η άκρα σιωπή, διακοπτομένη από μόνην έξω των τεττίγων την μονότονον μουσικήν, εντός δε της οικίας από τας ελαφράς κινήσεις της παππαδιάς τοποθετούσης τα πινάκια εις την θέσιν των - ο κάματος του χορτασθέντος παππά - ο απαλός επί του καναπέ τάπης, τα πάντα προσεκάλουν τον ύπνον.
Με ημίκλειστα τα βλέφαρα ο ιερεύς παρηκολούθει την εργασίαν της συζύγου του, η δε ξανθή του γενειάς μόλις υπέκρυπτε μειδείαμα αφάτου αγαλλιάσεως. Εσκέπτετο ότι εντός ολίγων μηνών θα προστεθή κοιτίς βρέφους εις τον κοιτώνα των. Χθες μόνον έμαθε το χαρμόσυνον μυστικόν. Η παππαδιά το εξεμυστηρεύθη την νύκτα, εις τα σκοτεινά, συστελλομένη να το είπη εις το φως της ημέρας.
Και ενώ εστήριζε τρυφερώς τα νυσταλέα βλέμματα εις την νεαράν του γυναίκα, διέβαινον ταυτοχρόνως ενώπιον της φαντασίας του σκηναί διάφοροι του παρελθόντος βίου, προσλαμβάνουσαι βαθμηδόν μορφήν ονείρου και συναρμολογούμεναι εν τη ταχεία αυτών και νεφελώδει διελίξει με την ευφρόσυνον συναίσθησιν της παρούσης ευτυχίας.
https://el.wikisource.org/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου