Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2019

Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ ( 20 Οκτωβρίου 1920 - 13 Φεβρουαρίου 2005)

πηγή φωτογραφίας :https://www.sansimera.gr/

Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1920-2005) ήταν Ελληνίδα συγγραφέας. 

Η Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Οκτωβρίου 1920. Κόρη του Μιχάλη Γκρίτζη και της Ελένης Σάλαρη, τέλειωσε το Γυμνάσιο με μαθήματα κατ’ οίκον, ενώ ασχολήθηκε για λίγο με το χορό. Το 1942 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μα σε σύντομο διάστημα εγκατέλειψε τις σπουδές της και στράφηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών για την εκμάθηση της γαλλικής γλώσσας. Συγχρόνως έπαιρνε μαθήματα φωνητικής στο Ελληνικό Ωδείο. Το 1939 παντρεύτηκε το Γάλλο λόγιο και φιλέλληνα Ροζέ Μιλλιέξ ο οποίος ήταν δάσκαλός της στο Γαλλικό Ινστιτούτο και με τον οποίο απέκτησε δυο παιδιά.

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και επίσης πρόσφερε εθελοντική εργασία στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό. Από το 1945 ως το 1975 ταξίδεψε στη Γαλλία, την Κύπρο και την Ιταλία. Στη Γαλλία (1945-1946) το ζεύγος Μιλλιέξ συνέχισε τη δράση του υπέρ της Ελλάδας και η Τατιάνα παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας Τέχνης και Αισθητικής στο Λούβρο. Στο Παρίσι πήρε μέρος στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο Γυναικών με θέμα της την αντιστασιακή δράση των Ελληνίδων. Το 1947 επιστρέφει στην Αθήνα επειδή ο σύζυγός της ανέλαβε την διεύθυνση σπουδών του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών όπου και παρέμεινε ως το 1959. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Μιλλιέξ εργάστηκε στο Κέντρο Μικρασιατικών Μελετών, πήρε μέρος σε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής ανά την Ελλάδα και ασχολήθηκε εντατικά με τη συγγραφική της δραστηριότητα. Από το 1959 έως το 1971 το ζευγάρι μετακινείται στην Κύπρο όπου ο Ροζέ εργάστηκε στο Γαλλικό Μορφωτικό Κέντρο ενώ η Τατιάνα ασχολήθηκε με την πολιτιστική αναβάθμιση του τόπου. Μετά την Κύπρο μετακινήθηκαν στη Γένοβα της Ιταλίας όπου έκαναν προσπάθειες για την ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο. Από τη Γένοβα έδρασαν ενάντια στη δικτατορία του Γεώργιου Παπαδόπουλου που είχε αφαιρέσει από την Τατιάνα την ελληνική υπηκοότητα. Το 1974, στη μεταπολίτευση, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Την περίοδο 1974-1975 και 1983-1984 η Μιλλιέξ εργάστηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και από την περίοδο 1984-1985 στην ΕΡΤ2 ως υπεύθυνη εκπομπών. Ως δημοσιογράφος και κριτικός συνεργάστηκε με τις εφημερίδες «Ανεξάρτητος Τύπος» (1957-1959), «Ανένδοτος» (1964-1965), «Αυγή» (1974-1977), «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (1976-1984), «Τα Νέα» (Κύπρου - 1964-1970), «Δημοκρατική» (Κύπρου) κ.α. καθώς και με πολλά περιοδικά.

Ήταν μέλος της Ακαδημίας Ρασίν (Racine) του Παρισιού και από το 1981 πρόεδρος στη «Στέγη Καλών Τεχνών και Γραμμάτων», ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πεν Κλαμπ, του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, της Εταιρείας Κριτικών και Εικαστικών Τεχνών και της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων στην οποία ήταν πρόεδρος από το 1981 ως το 1986. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος, το βραβείο των Δώδεκα, το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος και το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Την πρώτη της επίσημη λογοτεχνική εμφάνιση πραγματοποίησε το 1945 με δημοσιεύσεις διηγημάτων της στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχε παράνομα κυκλοφορήσει μια μετάφραση του έργου του Ζαν Μπριλέ Βερκόρ «Η σιωπή της θάλασσας», ενώ ασχολήθηκε επίσης με θεατρικές μεταφράσεις. Το 1947 εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Πλατεία Θησείου». Το 1973 εκδίδεται από τον Κέδρο το βιβλίο της με τίτλο «Σπαράγματα» το οποίο είναι μέρος του αρχείου της το οποίο σώθηκε από την κατάσχεση της Δικτατορίας.

Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2005. 

Βραβεία

Κρατικό βραβείο διηγήματος
Το βραβείο των Δώδεκα
Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος
Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών 


Εργογραφία

(2005) Φεγγάρι στην Ακρόπολη, εκδ. Καστανιώτη
(2000) Αναγνωρίσεις, εκδ. Ελληνικά Γράμματα
(1996) Οδοιπορικό στην Ινδία, εκδ. Καστανιώτη
(1993) Το αλώνι της Εκάτης, εκδ. Καστανιώτη
(1991) Ονειρικά, εκδ. Καστανιώτη
(1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου, εκδ. Καστανιώτης
(1988) Στη σκάλα τ’ Ουρανού, εκδ. Καστανιώτης και 1990 εκδ. Καστανιώτη
(1986) Χρονικό ενός εφιάλτη (1966-1974), εκδ. Καστανιώτης και 1989 εκδ. Καστανιώτη
(1982) Αναδρομές, εκδ. Θεμέλιο και 1989 εκδ. Καστανιώτη
(1981) Το παραμύθι του Κάσιαλου, εκδ. Κέδρος και 1983 εκδ. Κέδρος
(1978) Βυθοσκοπήσεις, εκδ. Κέδρος
(1973) Σπαράγματα, εκδ. Κέδρος και 1990 εκδ. Καστανιώτη
(1971) Χρονικό 1966-1971, Κύπρος (πολυγραφημένη έκδοση που περιλαμβάνεται και στην έκδοση Χρονικό ενός εφιάλτη (1966-1974)
(1970) Σύνθεση των Πλατεία Θησείου και Σε πρώτο πρόσωπο, εκδ. Κύπρος, Α-Ω
(1963) …Και ιδού ίππος χλωρός…, εκδ. Φέξης και 1990 εκδ. Καστανιώτη
(1958) Σε πρώτο πρόσωπο, εκδ. Κέδρος
(1957) Αλλάζουμε; εκδ. Δίφρος και 1989 εκδ. Καστανιώτη
(1952) Ημερολόγιο, εκδ. του Γαλλικού Ινστιτούτου, 1986 εκδ. Κέδρος και 1993 εκδ. Καστανιώτη
(1951) Κοπιώντες και πεφορτισμένοι, εκδ. του Γαλλικού Ινστιτούτου και 1985 εκδ. Κέδρος
(1950) Στο δρόμο των αγγέλων, εκδ. του Γαλλικού Ινστιτούτου και 1994 εκδ. Καστανιώτη
(1947) Πλατεία Θησείου, εκδ. Τα Νέα Βιβλία
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2013) Κύπρος: νησί του πάθους και των μαρτυρίων, εκδ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2013) Συνταγές μέσα από τη λογοτεχνία, εκδ. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη
(2009) Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, εκδ. Καστανιώτη
(2009) Χριστουγεννιάτικες ιστορίες, εκδ. Καστανιώτη
(2001) Για τον Βαγενά, εκδ. Αιγαίον
(1993) Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991), εκδ. Δόμος 

Μελέτες

(1970) Κριτική Κυπριακής Λογοτεχνίας. Λευκωσία, Α-Ω
(1976) Η Τρίπολη του Πόντου, εκδ. Κέδρος

Μεταφράσεις

(1945) Βερκόρ, Η σιωπή της θάλασσας, εκδ. Ελληνογαλλικής Εταιρείας και 1981 εκδ. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)
(1966) Ριφφώ Μ., Με τους αντάρτες του Βιετνάμ, εκδ. Θεμέλιο
(1980 και 1998) Καρντινάλ Μ., Εγώ και «αυτό», εκδ. Κέδρος
(1982 και 1983) Καρντινάλ Μ., Πίσω στις ρίζες μου, εκδ. Κέδρος
(1983 και 1989) Ρόθενμπεργκ Μ., Παιδιά με πέτρινα μάτια, εκδ. Κέδρος
(1990) Zamyatin, Yevgeny, 1884-1937, Η πλημμύρα, εκδ. Καστανιώτη
 https://el.wikipedia.org/

  ❀ ✦ ❀ ✦ ❀ ✦  ❀
 
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

“Ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!”

Η Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ θυμάται το διάλογο που είχε με τον Παττακό, στην προσπάθειά της να πετύχει την αποφυλάκιση του Κοσμά Πολίτη:

-Και τι θέλεις και ήρθες;
-Κύριε Παττακέ, σήμερα το πρωί η αστυνομία του Ψυχικού συνέλαβε τον μεγαλύτερο Έλληνα πεζογράφο – που σίγουρα γνωρίζετε! – τον Κοσμά Πολίτη, γέροντα, καρδιακό, που την ημέρα του πραξικοπήματος…
-Της Επαναστάσεως (με διακόπτει με χτύπημα στο γραφείο με το χέρι).
Συνεχίζω:
-…βρήκε τη γυναίκα του νεκρή. Τώρα είναι θεομόναχος και άρρωστος. Κύριε Υπουργέ – πρώτη φορά τον προσφωνώ έτσι – αν δεν θέλετε να ξεσηκώσετε την παγκόσμιο γνώμη εναντίον σας για έναν συγγραφέα που θεωρείται και μελλοντικό Νόμπελ, πρέπει να διατάξετε να αφεθεί αμέσως ελεύθερος. Η καρδιά του κρέμεται από μια κλωστή. Αν πεθάνει θα θεωρηθείτε εσείς υπεύθυνοι για το θάνατό του. Για το καλό σας μιλώ.
Καινούριο χτύπημα του χεριού στο τραπέζι. Απευθύνεται στον υπασπιστή, τον κύριο Ντότσικα. “Πείτε σ’ αυτούς που τον πιάσαν πως δεν θέλω να ξεβρακώνουν τους γέρους. Τηλεφωνείστε αμέσως στο Ψυχικό για να μάθετε τους λόγους για τους οποίους κατηγορείται”.
Η απάντηση έρχεται αμέσως. Τους είναι άγνωστο το όνομα του Κοσμά Πολίτη. Αναπηδάω, ζητάω συγγνώμη, εγώ έπρεπε να το έχω σκεφθεί, το πραγματικό όνομα του συγγραφέα είναι Πάρις Τεβελούδης.
Παττακός: -Αχαχούχα, ώστε μεταχειρίζεται δύο ονόματα αυτός ο κύριος!
Εγώ: -Φυσικά, ο Πάρις Τεβελούδης ήταν Διευθυντής Τραπέζης, ο κοινωνικός του τίτλος δεν του επέτρεπε να είναι και συγγραφεύς. Έτσι πήρε το ψευδώνυμο Κοσμάς Πολίτης, που πολλοί διατείνονται πως το διάλεξε επίτηδες γιατί το έργο του είναι κοσμοπολίτικο.
-Ώστε έτσι; Κοσμοπολίτης; Και σένα πώς είπες πως σε λένε;
Είπα το όνομά μου κι από μέσα μου έτρεμα. Τώρα λέω θ’ αφήσουν τον Πολίτη και θα μπαγλαρώσουν εμένα.
-Άιντε, πήγαινε, η Επανάστασις σέβεται τους γερόντους, θα κάνουμε τα δέοντα. Και απευθυνόμενος στον υπασπιστή του: Κάνε ό,τι πρέπει.
(…)
Τον συνάντησα μπροστά στην πόρτα του περιβολιού τους. Ήρεμος, αλλά γερασμένος ξαφνικά, με κείνη την κρυφή ειρωνική του διάθεση πάντα, μου είπε χαμογελαστά: “Μόνο εσύ μπορούσες να ρίξεις τη χούντα και να με ελευθερώσεις”. Σκωπτικά αυτό και λυπημένα όσο η ψυχή του: “Αλλά ποιαν έννοια έχει η προσωρινή ελευθερία ενός ατόμου όταν χάνεται η έννοια της ελευθερίας;”. Ξέρω από τότε πως την περίμενε κάθε μέρα και δεν αξιώθηκε να δει το πέσιμο της χούντας.
ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ ΜΙΛΛΙΕΞ (από κείμενό της στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987)
https://logomnimon.wordpress.com/ 

  ❀ ✦ ❀ ✦ ❀ ✦  ❀


“Από την Τρίπολη του Πόντου”

Ο ΧατζηΓιώργης Δημητριάδης περιγράφει τους διωγμούς των κατοίκων της Τρίπολης του Πόντου:

Στις 13 του Νοέμβρη, όρμησε ξαφνικά μέσα στα σπίτια η χωροφυλακή κι αρχίνησε να χτυπάει, ν’ αρπάζει, να μακελεύει. Όσους λείπανε από τα σπίτια τους δεν τους αφήσανε μέσα να μπουν, μόνε τους οδηγούσανε με τη βία στο Τερέ – Πασί. (…) Και μείνανε στους φούρνους ζεστά ψωμιά, το ζυμάρι μέσα στην πινακωτή να φουσκώνει, και φύγανε γυναίκες με το ζυμάρι ακόμα ζεστό πάνω στα δάχτυλα. Η νύχτα έπεφτε βαριά και ο ουρανός ήταν έτοιμος να κλάψει μαζί μας. Τότε άρχισε ο έξαλλος δρόμος προς την Έσπια, για να βρούμε κάποια σκέπη για τη νύχτα, ενώ όλο και προσθέτονταν στην ουρά χριστιανοί διωγμένοι πριν μια μέρα από το Σατού κι από το Εσελί της Ελεβής. (…) Κι άκουγες σαν τα χαμένα αγρίμια να βγαίνουν ματωμένες από μέσα μας οι φωνές, Παναγή!!! Νικόλα!!! από κάτω… πιο δεξιά… μ’ ακούς παιδί μου; Κι ερχότανε η ηχώ, ώι… ώι… μανίτσα… (…) Και η πορεία εξακολουθεί. Περνούμε μέσα από ερημωμένα ελληνικά χωριά που έχουνε αδειάσει πριν λίγο, οι πατημασιές τους είναι ακόμα πάνω στο υγρό χώμα της γης τους και ο ύπνος πάνω στο μαξιλάρι τους. Σταματήσαμε στο χωριό Καραέρικ, 8 χλμ περίπου από την Έσπια κι όταν εφτάσαμε καίγανε ακόμα κούτσουρα στα τζάκια κι ήταν η χόβολη ζεστή. Εδώ μείναμε οχτώ μέρες, όπου και μας καταγράψανε. (…) Ζαλωθήκαμε λοιπόν τα στρωσίδια, τους αρρώστους και τους γέρους μας και πάλι ανοίχτηκε μπροστά μας ο ατέλειωτος δρόμος της δοκιμασίας. (…) Και μείναμε στο Πιρκ. Στο Πιρκ που στάθηκε το απέραντο νεκροταφείο χιλιάδων χριστιανών. Ήτανε 18 του Δεκέμβρη, δεν είχαμε καλά καλά εγκατασταθεί κι αρχίνησε το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει όλα ένα γύρο. Με το χιόνι γίνηκε αμέσως αισθητή η έλλειψη του ψωμιού. (…) Μα το χειρότερο ήτανε που δεν είχαμε αποχωρητήρια -σ’ αυτά τα μέρη της ανατολής είναι άγνωστα αυτά τα πράγματα- και η ανάγκη μας έκανε να χρησιμοποιούμε ένα μέρος του σπιτιού και το δρόμο. Δίχως νερά, μέσα σ’ αυτή τη διαρκή ακαθαρσία, όλοι είμαστε γιομάτοι ψείρα. Έτσι με το συνωστισμό, με τη βρώμα, με την ψείρα, ετοιμάζαμε τις φοβερές επιδημίες που δεν αργήσανε να χτυπήσουνε την πόρτα μας. Πρώτη η δυσεντερία, έπειτα ο τύφος, στο τέλος η πανούκλα. Ελάχιστοι που προφτάσανε και πήγανε σ’ άλλο χωριό μόνο γλιτώσανε. Όλοι οι άλλοι δε λέγαμε να το κουνήσουμε, είχαμε όλοι κάποιον αγαπημένο μας άρρωστο και δεν μας πήγαινε η καρδιά να τον εγκαταλείψουμε σαν το σκυλί. (…) Τρεις μήνες είχανε περάσει από τη μαύρη ώρα που μπήκαμε στο Πιρκ, έμπαινε ο Μάρτης μήνας κι από τις 13 χιλιάδες που είχαμε ξεκινήσει, δεν μένανε πια παρά 800, αδύναμοι κι ανίκανοι για κάθε δουλειά.
από το βιβλίο της ΤΑΤΙΑΝΑΣ ΓΚΡΙΤΣΗ – ΜΙΛΛΙΕΞ “Η ΤΡΙΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ” Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ
https://logomnimon.wordpress.com/

  ❀ ✦ ❀ ✦ ❀ ✦  ❀

ΚΑΙ ΙΔΟΥ ΙΠΠΟΣ ΧΛΩΡΟΣ

Κανένα πρόσωπο δε θέλει να κινηθεί, όλα είναι ζωγραφισμένα πάνω στο σκοτεινό τοπίο της βροχής, ο ουρανός έχει κατεβεί τόσο πολύ, που πνίγεται η ανάσα, και το δάσος βουλιάζει κάτω απ’ το βάρος του. Δεν θέλει να κοιτάξει το δάσος, στο δάσος μέσα είναι κρεμασμένοι, τους κρεμασμένους δεν τους γνωρίζει, όμως θα πέθαινε από τον τρόμο, αν τους έβλεπε εκεί να αιωρούνται…

Η κουκουβάγια την κοιτάζει κατάματα, από κείνη την ώρα που την αντίκρισε μέσα στην τρύπα της, κάτω από τα κόκκινα κεραμίδια της αποθήκης, με καρφωμένα τα γυάλινα, στρογγυλά της μάτια στα δικά της, γνώριζε πως κάτι πρόκειται να συμβεί, αυτό το πουλί όσο κι αν ήταν συνηθισμένη να το ακούει και να το βλέπει, δεν μπορεί να το συνηθίσει. «Γιατί, Ελένη; Δες το τι όμορφο που είναι, έξυπνο και περήφανο. Κάτι ξέρανε οι αρχαίοι μας, που συμβολίζανε μ’ αυτό τη σοφία… Όταν ήμασταν παιδιά, ο Αλέξανδρος είχε μαζέψει τρία ορφανά κουκουβαγάκια, πρέπει να έβλεπες τι ήμερα και χαριτωμένα που ήτανε, τρώγανε μέσα στα χέρια του, κοιμόντουσαν μαζί του, τον παίρναν από πίσω σαν σκυλάκια…».

Εγώ δεν τ’ αγαπάω, δεν τ’ αγαπάω. Τ’ απόγευμα, καθώς την κοιτούσε, ανακάλυψε πως το γνώριζε το βλέμμα του, ήτανε σίγουρη πως το είχε ξαναδεί. Πότε; Πότε; Του Αλέξαντρου τα μάτια γυάλινα, ακίνητα μάτια πεθαμένου κολλημένα απάνω της και στο χέρι του εκείνο το χαρτί, που αναστάτωσε τον κόσμο να το ανακαλύψει, όσο εκείνη θρηνούσε δίπλα στο σώμα του αγαπημένου της... Κι άλλη φορά την κοίταξε έτσι, το βράδυ που σκότωσε τα σκυλιά του. Κρατούσε άδειο το όπλο, γυρισμένο κατά πάνω της. Δε φοβήθηκε το όπλο, μα εκείνα τα μάτια, που ήταν ακίνητα, λαμπερά, τεράστια, ίδια με τα μάτια της κουκουβάγιας, που της αναγγέλλουν κάποια καταστροφή.

Στεκόταν στη βεράντα. Μόλις είχε φύγει η δασκάλα από το σπίτι. Είχαν αποξεχαστεί στην κουβέντα και δεν είδαν πως ήταν η ώρα του λεωφορείου. Έφυγε βιαστικά, για να μη συναντηθεί με τον Αλέξαντρο, που θα γύριζε σε λίγο από την πολιτεία. Το αυτοκίνητο δεν είχε ακόμα ακουστεί. Την παρακολουθεί, που όσο πάει ξεμακραίνει, πάνω στο σταχτί μονοπάτι, κι η μοναξιά της εντείνεται. Η Πελαγία κάνει μάθημα στο παιδί, η Πελαγία είναι ο μόνος της φίλος. Η λεπτή σιλουέτα της γράφεται πάνω στη θάλασσα, είναι στο ύψωμα τώρα, σε λίγο δε θα τη βλέπει πια, μόλις χαθεί θα σβηστούνε τα όρια, πάλι η υδάτινη επιφάνεια θα καλύψει όλο το χώρο. Από τη βεράντα δε φαίνεται το χωριό, μπροστά στο σπίτι τελειώνει το δάσος με τις πανύψηλες κουκουναριές. Ανάμεσα στους κορμούς του θα περνούσε εύκολα η θάλασσα, είναι όμως τεράστιες οι ρίζες των σκίνων και η άμμος λόφους λόφους καλύπτει τον αντικρινό ορίζοντα. Αριστερά, δεκαπέντε μέτρα από τη μάντρα του περιβολιού και σχεδόν απέναντι από τη βεράντα είναι η αποθήκη. Άλλοτε τη χρησιμοποιούσανε για αχούρι, τώρα στοιβάζουνε το σανό. Κάπου διακόσια μέτρα πιο κάτω είναι το πατητήρι. Από κει, στρίβοντας αριστερά, αρχίζει ο δρόμος για το χωριό. Ο άλλος δρόμος είναι εκείνος που πήρε η δασκάλα, ένα μικρό μονοπάτι αμμουδερό, που φαίνεται ότι οδηγεί στη θάλασσα. Η οπτική απάτη, που δημιουργεί, το κρύβει από τα μάτια κάθε ξένου κι οι χωρικοί το παίρνουν συχνά, όταν σταματάει η κυκλοφορία ή θέλουν ν' αποφύγουν κάποιο συναπάντημα. Ακριβώς κάτω από το λοφίσκο, που φαίνεται να είναι το τέρμα του μονοπατιού, αρχίζουν οι καλαμιές. Εκεί, αν δεν ξέρεις καλά τα κατατόπια, χάνεσαι σίγουρα. Πολλές φορές είχαν συμβεί ατυχήματα σε κείνο το μέρος, γιατί από ένα ορισμένο σημείο κι έπειτα η γης μουλιάζει, βυθίζεται, κι ούτε υποπτεύεσαι πως είναι βαλτοτόπι το πράσινο χαρούμενο τοπίο με τις ροδοδάφνες και τις καλαμιές. Εκεί, στο πιο επικίνδυνο σημείο, αφήσανε οι χωρικοί τα τρόφιμα για τους αντάρτες. Η Ελένη, πολλά βράδια, έκανε βάρδια. Περιμένοντας, φορούσε τις ψηλές μπότες του Άγγελου κι ο Μπρακ τη συνόδευε, σιωπηλός συνένοχος των εξόδων της. Όταν γύριζε σπίτι, άφηνε τις μπότες στην αποθήκη κι έμπαινε ξυπόλητη από το πίσω πορτάκι. Ο Αλέξαντρος δεν την υποπτεύτηκε ποτέ, την φανταζότανε κλειδωμένη στο δωμάτιό της κι όταν αποσύρονταν ήξερε πως δε θα τη φώναζε. Ένα βράδυ, που την άκουε, ανησύχησε και σηκώθηκε να δει τι συμβαίνει. Του είπε πως άκουσε θόρυβο στο κοτέτσι και κατέβηκε να δει. Του φάνηκε φυσικό. Όχι, δεν την υποπτευόταν την Ελένη, μόνο εκείνη τη δασκάλα δεν πολυχώνευε, οι ιδέες της του φαινόντουσαν πολύ προοδευτικές... «Λίγα πάρε δώσε με τη δασκάλα. Σε παρακαλώ, Ελένη, πολύ ξεσκολισμένη μου φαίνεται».

Εκείνη δεν απαντούσε. Έτσι γινότανε πάντα, εκείνος μιλούσε, αυτή σώπαινε.

Η Πελαγία, ο Αλέξαντρος, η κουκουβάγια, οι κρεμασμένοι, ο πληγωμένος όλοι ακίνητοι μέσα στο σκοτάδι την παρακολουθούσαν. Κανένας, κανένας όμως δεν είναι αληθινός, κανένας δε θέλει να της μιλήσει, να τη βοηθήσει...

Έμεινε πολύ ακόμα στη βεράντα, περιμένοντας το λεωφορείο. Φαινότανε πως θα ξεσπάσει μπουρίνι, η θάλασσα όσο πήγαινε κι ανέβαινε. Πάνω από τ’ απέναντι βουνά διακλαδίζονταν οι αστραπές κι έφτανε μουντό, ξεπνοϊσμένο το μπουμπουνητό πάνω από το δάσος. Το δάσος καιροφυλακτούσε. Αυτό ήτανε το πιο σίγουρο σημάδι της μπόρας. Τα δέντρα μουγκά, τα σκίνα αφτιασμένα, η άμμος σαλεύει κυματιστά, κρύφτηκαν μέσα της τα ερπετά κι είναι απ' τις ράχες τους η κίνησή της. Σε λίγο, τελείως ξαφνικά, θ’ αρχίσουν όλα μαζί να σειούνται, να βουίζουν, να θέλουν να ξεκολλήσουν από τη γη. Ξανακοιτάζει την αποθήκη, το πουλί βρίσκεται πάντα στη θέση του, είναι αναπουπουλιασμένο, ανήσυχο, οσμίζεται την καταιγίδα. Τώρα δεν την κοιτάζει πια.

Δυο χοντρές σταγόνες την περονιάζουν, μαζί με το κρώξιμο του πουλιού, τυλίγεται αυτόματα μέσα στα μπράτσα της. «Ανάθεμά σε, καταραμένο, ανάθεμά σε...» Τραβιέται μέσα. Η Πελαγία θα πρόφτασε να γυρίσει σπίτι της. Το λεωφορείο ούτε ακούστηκε ούτε φάνηκε. Κοιτάζει το ρολόι. Θα ’πρεπε να ’χε φτάσει τουλάχιστον πριν μισή ώρα. Βιαστικά αρχίζει να κλείνει τα παντζούρια το ’να ύστερα από τ’ άλλο. Ίσαμε που να τελειώσει έγινε μούσκεμα, η βροχή πέφτει ραβδωτά και με δύναμη, το δάσος ξεσηκώθηκε, όρμησε η θάλασσα, τα μπουμπουνητά κρέμονται πάνω από το σπίτι, κάπου κοντά πρέπει να έπεσε κεραυνός, τυφλώθηκε από το φως του, η βροντή και η δόνηση ήταν ταυτόχρονες σχεδόν. Πλάι της τρέμει το σκυλί, ο Μάνος στριγκλίζει. Τον σηκώνει στην αγκαλιά της, τον ημερεύει: Έλα... Ολόκληρο αγόρι, αντί να μου δίνεις κουράγιο με φοβίζεις. Καταπίνει τα δάκρυά του, κατεβαίνει απ’ την αγκαλιά της, πιάνει τη φούστα της.

- Ήτανε κεραυνός, μαμά;

- Ναι.

- Έπεσε πάλι στον πλάτανο της πλατείας;

- Μπορεί. Πάμε τώρα στο δωμάτιό μας.

Ο μεγάλος πλάτανος, μισός πεθαμένος, μισός καταπράσινος, λένε πως προστατεύει από τους κεραυνούς το χωριό, από τότε που έπεσε πάνω του και τον έκοψε στη μέση. Το θεόρατο καμένο κούτσουρο μένει πάντα ορθό, κι αυτό τραβάει στα σπλάχνα του και τους άλλους. Μόλις κάποιο βλαστάρι από τον άλλο μισό μεγαλώσει, το κόβουν αλύπητα για να μην προκαλέσει εκείνο τους κεραυνούς και χάσουν ολόκληρο το αγαπημένο τους δέντρο. Σίγουρα πάλι εκεί θα ’πεσε, είχε δίκιο το παιδί.

Του Μωράκ το τρίχωμα τρεμουλιάζει, χώνεται κάτω από το κρεβάτι, φοβάται. Το ρολόι χτυπάει εννιά. Το λεωφορείο δε φάνηκε. Πρώτη φορά έχει τόση καθυστέρηση κι έχει περάσει πια κι η ώρα της κυκλοφορίας. Θα τολμήσουν να έρθουν ή απόμειναν σε κανένα άλλο χωριό, και θα γυρίσουνε το πρωί; Ο Μάνος δεν την αφήνει από κοντά του, τον ταΐζει στο κρεβάτι, και ξαπλώνει δίπλα του, ντυμένη. Ας περιμένει ακόμα, καλού κακού, λίγο ακόμα. Σκέψου να ’ρθουνε και να μην τους ακούσει. Ανοίγει την πόρτα της, εντείνει την προσοχή της. Χτύπησε δέκα, το παιδί αποκοιμήθηκε, η βροχή εξακολουθεί με την ίδια ένταση να μαστιγώνει τα παντζούρια, το δάσος ξεριζώνεται κάθε τόσο, και το σπίτι φωτίζεται ολόκληρο από τις άξαφνες φιδωτές αστραπές. Άδικα περιμένει, δε θα ’ρθουν. Κι όμως...

Ανασηκώνεται, αφουγκράζεται. Της φάνηκε πως άκουσε την πόρτα, τώρα ακούει και τ’ όνομά της. Αδύνατον, θα ’κουγε τ' αυτοκίνητο και μ’ αυτόν τον παλιόκαιρο δεν είναι κανείς τρελός για να κυκλοφορεί. Κι όμως, ακούει το χερούλι της πόρτας. Κάποιος φωνάζει και τ’ όνομά της. Πετιέται ορθή, κατεβάζει όσο πιο πολύ μπορεί το φιτίλι της λάμπας κι ανοίγει την πόρτα της σάλας προσεχτικά.

- Ελένη!... Ελένη!...

Αυτή είναι η φωνή της Πελαγίας.

- Πελαγία, εσύ;

- Άνοιξε γλήγορα, για το Θεό.

«Τι συμβαίνει; Θεέ μου, τι συμβαίνει;» Ευτυχώς που είναι απάνω το παιδί, αλλιώς θα πήγαινε ο νους της στο χειρότερο... «Μήπως ο Αλέξαντρος;»

Ανοίγει, διακρίνει δυο τρεις ανθρώπους, «Ποιοι είναι; γιατί τους άνοιξα;»

Η φωνή της Πελαγίας την ησυχάζει.

- Γρήγορα περάστε μέσα, γρήγορα. Βοήθησέ μας, Ελένη, έχουμε ένα βαριά πληγωμένο μαζί μας.

Τους κάνει χώρο. Τα 'χει χαμένα, το ξέρει καλά η Πελαγία πως το δικό τους σπίτι είναι απαγορευμένος χώρος για τέτοια πράγματα. Πώς δεν σκέφτηκε τον Αλέξαντρο;

- Μη φοβάσαι, Ελένη, δε θα ’ρθει απόψε ο κουνιάδος σου.

- Πώς το ξέρεις;

- Θα σου πω έπειτα.

- Συμβαίνει τίποτα; Έπαθε τίποτα;

- Τίποτα σοβαρό.

Ανέβασαν τον άντρα στη σάλα, τον ξάπλωσαν στου Αλέξαντρου το ντιβάνι, ο γιατρός κι ο Παναγιώτης τον γδύσανε, τη ρωτήσανε αν είχε να τους δώσει στεγνά εσώρουχα και κανένα σεντόνι, να κόψουνε λουρίδες για να κάνουν επίδεσμο. Έφερε πρώτα το σεντόνι, ύστερα άνοιξε το συρτάρι του κομμού κι έβγαλε από μέσα μια αλλαξιά ρούχα του Άγγελου. Καθώς ανατάραξε τα ρούχα στο κλεισμένο συρτάρι, τη μπούχισε η μυρωδιά της λεβάντας και του μοσκολίβανου. Ένα λίγωμα απότομα την ανατάραξε, - έτσι μύριζε του Άγγελου το κορμί. «Έλα, Θεέ μου, ποτέ δεν είχε πάθει τέτοιο πράγμα». Τους έδωσε τα ρούχα, τους βοήθησε να δέσουν τα τραύματα και τον έντυσε μοναχή της. Στο νοσοκομείο τόσον καιρό, είχε μάθει πια να περιποιείται τραυματίες. Όταν ακούμπησε πάνω στο μαξιλάρι το κεφάλι του, πρόσεξε πόσο ήταν κίτρινο το πρόσωπό του, θα μπορούσε κανείς να τον πάρει για πεθαμένο. Κοίταξε ανήσυχη το γιατρό.

- Δεν πρέπει να κουνηθεί, τουλάχιστον είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά ούτε μπορούμε να τον μεταφέρουμε και πολύ μακριά. Μια καινούρια αιμορραγία θα τον σκότωνε.

- Μα αύριο, γιατρέ μου, θα γυρίσει ο κουνιάδος μου, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να τον βρει εδώ, δεν συμπαθεί καθόλου το κίνημα...

Μίλησε η Πελαγία:

- Μην ανησυχείς, προς το παρόν δεν πρόκειται να έρθει, τον πιάσανε μαζί με τους άλλους.

- Ποιους άλλους, πείτε μου, τέλος πάντων, τι συμβαίνει.

- Τ' απόγευμα στις πέντε σταματήσανε το λεωφορείο, κατεβάσανε όλους τους επιβάτες και τους διατάξανε να θάψουν τους κρεμασμένους, ο κουνιάδος σου αρνήθηκε να εκτελέσει τη διαταγή, τον πήρανε μ' ένα αυτοκίνητο για ανάκριση στην Αθήνα, τους άλλους τους αφήσαν ελεύθερους, γυρίσαν πριν από λίγο.

«Τους κρεμασμένους; Τους κρεμασμένους; Ποιους κρεμασμένους;» Δεν μπορεί να συλλάβει αυτή την εικόνα· η περιπέτεια του Αλέξαντρου δεν την απασχολεί. Η Πελαγία μιλάει ακόμα, την ακούει, μα δεν την παρακολουθεί, η εικόνα των κρεμασμένων είναι πιο δυνατή από κάθε άλλη.

- Πιάσανε ομήρους για το προχθεσινό σαμποτάζ. Τους κρεμάσαν επιτόπου, στη δημοσιά, τα παιδιά κατεβήκαν για να τους ξεκρεμάσουν, εκεί πληγώθηκε ο Δημήτρης.

Δημήτρη τον λένε το νέο αυτόν άντρα, που ανασαίνει δίπλα της. Για δεύτερη φορά την αναστατώνει η μυρωδιά της λεβάντας και τραβιέται σιγά από κοντά του. Ένιωσε την κίνησή της κι ανοίγει αργά τα μάτια του. Προσπαθεί να της χαμογελάσει, του χαμογελάει και κείνη.

- Κοιμήσου, ξεκουράσου, δεν πρόκειται να σ' ενοχλήσει κανείς.

Όλοι τους είναι κατάκοποι, τους στρώνει στο μέσα δωμάτιο, και λέει στην Πελαγία να ξαπλώσει δίπλα στο παιδί. Εκείνη θα μείνει κοντά στον πληγωμένο, δεν έχει ύπνο απόψε, της είναι αδύνατο να κοιμηθεί.

- Παρακολούθησε το σφυγμό του, κυρία Ελένη. Αν τον δεις και αδυνατίζει, ξύπνησέ μας, αν πάει καλά, άφησέ τον να κοιμηθεί, αν θέλεις δώσε μας και το ξυπνητήρι σου, πρέπει να γυρίσουμε πριν τις έξι στα σπίτια μας, δεν ξέρεις τι γίνεται, αν κάνουν κανένα γιουρούσι και δε μας βρουν, μπορεί να μας υποπτευθούν. Αλήθεια, τι ώρα ξημερώνει;

Τους έδωσε το ρολόι κι έφερε στη σάλα το καντήλι, το σκέπασε, δεν κάνει πια καθόλου φως, μένει ακίνητη μέσα στο σκοτάδι με τα δάχτυλά της στο σφυγμό του. Τακ τακ τακ... Όλη της η προσοχή εκεί στραμμένη. Τακ τακ τακ. Τίποτα, κανένα πρόσωπο δεν είναι αληθινό, ζωγραφισμένα είναι όλα. Όχι, όχι, τους κρεμασμένους δε θέλει να τους δει. «Θεέ μου, Θεέ μου, σταμάτησε ο σφυγμός του». Όχι, λάθος έκανε, τον ακούει, τακ τακ τακ, σκύβει περισσότερο για ν' ακούσει την αναπνοή του· η λεβάντα, ζεματισμένη από το σώμα του, μυρίζει σαν στο κατακαλόκαιρο, όταν σπάζει πάνω της ο ήλιος, το μεσημέρι... Όλα αυτά είναι ψέματα, η αλήθεια είναι το καλοκαίρι, ένα καλοκαίρι μενεξελί, με ζεστό ήλιο, και τα παιδιά που της φωνάζουν: Ελένη!... Ελένη!... κι άλλες χρυσόμυγες εδώ! Τρέχα... τρέχα... Ελένη!...
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα με τον ίδιο τίτλο.
http://www.sarantakos.com/














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου