Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Νίκος Κάσδαγλης (1928 - 14 Φεβρουαρίου 2009)


πηγή φωτογραφίας https://www.timesnews.gr/

Ο Νίκος Κάσδαγλης (1928 - 14 Φεβρουαρίου 2009) ήταν Έλληνας συγγραφέας και λογοτέχνης. Το πιο γνωστό από τα έργα του είναι οι «Κεκαρμένοι», το οποίο έχει μεταφερθεί και στον κινηματογράφο. Τιμήθηκε με το δεύτερο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1956 για το μυθιστόρημά του Τα δόντια της μυλόπετρας. Το 1969 βραβεύτηκε από το Ίδρυμα Φορντ για το λογοτεχνικό έργο του. Υπήρξε συνιδρυτής (1981) της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.

Γεννήθηκε στην Κω και εγκαταστάθηκε στη Ρόδο έπειτα από τον καταστροφικό σεισμό του 1933. Μετά το κλείσιμο των σχολείων από τους Ιταλούς, πήγε στην Αθήνα (1935) όπου γράφτηκε στην Ιόνιο Ακαδημία. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οργανώθηκε σε αντιστασιακές ομάδες της δεξιάς και με αφορμή τη δράση του αποβλήθηκε το 1943 από την Ιόνιο Ακαδημία. Ένα χρόνο αργότερα, στα Δεκεμβριανά, συνελήφθη από τον ΕΛΑΣ και φυλακίστηκε για είκοσι μέρες. Μετά από τρία χρόνια, κατά τα οποία έπαιρνε μαθήματα στο σπίτι και πήγαινε μόνο στις εξετάσεις, τέλειωσε το γυμνάσιο.

Μετά την απελευθέρωση και την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, το 1947 επέστρεψε στην Κω, όπου έμεινε μερικούς μήνες και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρόδο. Μετά τη στρατιωτική του θητεία στο πυροβολικό (1950-53), στην Καρδίτσα, προσελήφθη στην Αγροτική Τράπεζα της Ρόδου.

Το 1955 επέλεξε ως σύντροφο της ζωής του τη Ρένα Αθανασιάδου, την οποία παντρεύτηκε το 1957, και απέκτησαν δύο παιδιά την Άννα-Μαρία (1960) και τον Χριστόφορο (1964).

Μετά τον Εμφύλιο, ο Κάσδαγλης οδηγήθηκε σε σταδιακή αλλαγή του ιδεολογικού και πολιτικού του προσανατολισμού, αλλαγή που ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, οπότε και προσχώρησε στην αριστερά - χωρίς όμως να οργανωθεί ή να στρατευθεί ποτέ σε κάποιο κόμμα ή οργάνωση.

Κατά την περίοδο της χούντας υπέγραψε, τον Απρίλη του 1969, τη διακήρυξη των 18 γνωστών Ελλήνων λογοτεχνών για την απουσία πνευματικής ελευθερίας στην Ελλάδα, κάτω από τη δικτατορία - μετά τη δήλωση Σεφέρη στις 29 Μάρτη του ίδιου χρόνου. Το Νοέμβρη της ίδιας χρονιάς υπέγραψε τη διακήρυξη των 55 πολιτικών, καλλιτεχνών και συγγραφέων για την απουσία πολιτικής ελευθερίας στην Ελλάδα. Η διακήρυξη χρησιμοποιήθηκε για την αποβολή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τον Ιανουάριο του 1970, έπειτα από εντολή του Υπουργού Γεωργίας η Αγροτική Τράπεζα τον έθεσε σε διαθεσιμότητα. Τον Απρίλη δικάστηκε με την κατηγορία πως το μυθιστόρημά του Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου (που είχε εκδοθεί το 1961), αποτελεί «άσεμνο ανάγνωσμα». Ωστόσο αθωώθηκε.Τον Νοέμβρη του 1970 απολύθηκε από την Αγροτική Τράπεζα για «πολιτικές ενέργειες» - πράγμα που κόστισε πολλά χρόνια οικονομικής ταλαιπωρίας για την οικογένειά του. Μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974 επανήλθε στην τράπεζα με το βαθμό του υποδιευθυντού και παρέμεινε εως το 1982 όταν παραιτήθηκε.

Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 με το διήγημα Ο μηχανικός, το οποίο έγραψε όταν υπηρετούσε στο στρατό  και την ίδια χρονιά δημοσιεύθηκε η συλλογή θαλασσινών κειμένων Σπιλιάδες(σπιλιάδα = δυνατή πνοή ανέμου, ανεμοσυρμή) που αποτελείται από τέσσερα ηθογραφικά διηγήματα (Κουντρασταδόροι, Ο μηχανικός, Ο φονιάς, Χώμα και νερό) με επίκεντρο τη θάλασσα, που θα παραμείνει κεντρικό θέμα σε πολλά από τα γραπτά του.

Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν Τα δόντια της μυλόπετρας (1955), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, εξιστόρηση του έρωτα και του θανάτου ενός εφήβου στην Κατοχή, στο πλαίσιο της εμφυλιοπολεμικής δράσης και ενός ανελέητου αγώνα αλληλοεξόντωσης που παγιδεύει τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων στα σκληρά δόντια της μυλόπετρας. Στην ελληνική πεζογραφία καθιερώνεται κυρίως με το τρίτο βιβλίο του Κεκαρμένοι, 1959 (του ρήματος κείρομαι, από την επιβολή ατιμωτικής ποινής στους στρατιώτες, κεκαρμένοι ἐν χρῷ = κουρεμένοι σύρριζα). Ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής του βιβλίου τονίζει όλη την τραχύτητα και τη βαναυσότητα της ομαδικής ζωής του φαντάρου, μέσα στην οποία συνθλίβονται η προσωπικότητα και η ανθρωπιά του ατόμου, ενώ η γλώσσα και η φρασεολογία του στρατώνα και του πορνείου αποτυπώνουν ανάγλυφα τη χυδαιότητα του περιβάλλοντος. Έχει γράψει συνολικά 17 έργα.
:επτά μυθιστορήματα, έξι βιβλία με διηγήματα και νουβέλες, καθώς και πολυάριθμα άλλα μικρά κείμενα, δημοσιευμένα σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες.
Είναι από τους ελάχιστους Έλληνες συγγραφείς που αποτύπωσε την ωμή βία που ασκεί η εξουσία στον άνθρωπο και στο σώμα του με μια σειρά μυθιστορημάτων που αναφέρονται στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας, από την Κατοχή, τον Εμφύλιο Πόλεμο, τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών ως τους σύγχρονους τρομοκράτες, ενώ τα τελευταία χρόνια έγραψε για το κουρδικό ζήτημα και τον αγώνα του Κουρδικού λαού. Ένα από τα εμβληματικά στοιχεία του έργου του, που επικεντρώνεται σε ιστορικά και κοινωνικά θέματα της εποχής του είναι η βία, η επικράτηση του κακού και η απάνθρωπη συμπεριφορά.
«Ο Κάσδαγλης», όπως αναφέρει ο Γ. Παγανός στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας «αρύεται τους χαρακτήρες του από τα περιβάλλοντα όπου τοποθετεί τις «ιστορίες» του, από τους χώρους δηλαδή όπου γεννιέται η παθογένεια της δύναμης και της βίας: τους στρατώνες, το κολαστήρι της Μακρονήσου, τα Σώματα Ασφαλείας, τις τρομοκρατικές και αναρχικές οργανώσεις των πόλεων, τους προσφυγικούς καταυλισμούς, τις φυλακές και τα χωριά των Κούρδων».

Εκτός από τους Κεκαρμένους σε βιβλία του Κάσδαγλη βασίζονται τα σενάρια των ταινιών Οι σφουγγαράδες του Μάνου Ζαχαρία και Χώμα και νερό του Φρέντυ Βιανέλλη. Αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του, με συνέντευξη του ίδιου και αποσπάσματα κινηματογραφημένων έργων του έγινε στη σειρά ντοκιμαντέρ «ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ»

Ενώ ο κόσμος της λογοτεχνίας και οι αναγνώστες έχουν σίγουρα δώσει στον Κάσδαγλη τη θέση που του αξίζει στα νεοελληνικά γράμματα, δεν συμβαίνει το ίδιος και με το επίσημο ελληνικό κράτος. Γράφει ο Αναστάσιος Αγγ. Στέφος «Από το έργο του Ν.Κ. δύο μόνο κείμενα ανθολογούνται στα διδακτικά βιβλία των Νέων Ελληνικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση· Στην Γ΄ τάξη του Ενιαίου (νυν Γενικού) Λυκείου το αφήγημα Σοροκάδα (από το δυνατό νοτιοανατολικό άνεμο), δημοσιευμένο στο περιοδικό Ηριδανός με έντονη θαλασσινή ορολογία, που αναφέρεται στην κατάσταση που δημιουργείται στο νησί με την επίσκεψη ενός αμερικανικού πλοίου. Παλαιότερα, (1979), στα ΚΝΛ Γ΄ Γυμνασίου, είχε ανθολογηθεί και το διήγημα Χώμα και νερό (από τη συλλογή Σπιλιάδες), που εξιστορεί το πάθος για τη θάλασσα του νεαρού Ανέστη, γνήσιου θαλασσινού και ήρωα του διηγήματος. Το διήγημα αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται πλέον στα νέα δ.β. Νέων Ελληνικών, που κυκλοφόρησαν το 2006. Έτσι, στα ΚΝΛ Β΄ Γυμνασίου ανθολογείται μόνο ένα κείμενο Το Τόκιο (από τους Δρόμους της στεριάς και της θάλασσας: Ενότητα: Πηγαίνοντας κατά τον ήλιο, Ιαπωνία)· το κείμενο – όχι τόσο αντιπροσωπευτικό του συγγραφέα – οι ενότητες Λυκία και Άθως πιο σημαντικές για μαθητές – πραγματεύεται μια ταξιδιωτική περιγραφή στην Ιαπωνία· αναφέρεται ιδιαίτερα στην ιεροτελεστία και την απόλαυση του φαγητού, στην ιαπωνική πρωτεύουσα, θέμα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη του 1988, καθώς αναφέρει το εισαγωγικό σημείωμα. Έκπληξη, πάντως, προκαλεί η παράλειψη αναφοράς του ονόματος του Ν.Κ. στην Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας9, Α΄ Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου.»

Το Νοέμβριο του 2008 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αιγαίου, για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Ο Κάσδαγλης απεβίωσε στη Ρόδο το Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2009, σε ηλικία 81 ετών.
 
Εργογραφία

Μυθιστορήματα
Τα δόντια της μυλόπετρα (1955)
Οι Κεκαρμένοι (1959, επανέκδοση 1997)
Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου (1961)
Η δίψα (1970)
Η Μαρία περιηγείται τη Μητρόπολη των Μερών (Αθήνα, Κέδρος,1982, επανεκτύπωση 1994, αγγλική μετάφραση 2010)
Η νευρή(Αθήνα, Κέδρος, 1985)
Ακοίμητο το αίμα των νεκρών, Κουρδική τριλογία (1999)
Διηγήματα - νουβέλες
Ο μηχανικός (1952, διήγημα)- στο περιοδικό του Ρένου Αποστολίδη Νέα Ελληνικά.
Σπιλιάδες (1952)
Μυθολογία (1977)
Το θολάμι (νουβέλες - Αθήνα, Στιγμή, 1987)
Οι ελεήμονες (1990)
Στον Πανορμίτη (παιδικά διηγήματα, 1997)
Αλλάχ Ακμπάρ (1998)
Χρονικά/Δοκίμια
Το έλος - Χρονικά (Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1988)
Το Αραράτ αστράφτει - Αφήγηση Κούρδου αγωνιστή (Αθήνα, Κέδρος, 1994)
Ο Σεφέρης στη δωρική κρήνη (2000)
Άλλα
Δρόμοι της στεριάς και της θάλασσας οδοιπορικό (1988)
Ακοίμητο το Αίμα των Νεκρών
Το Χρονικό του Κέδρου, 1954-2004 (συλλογικό έργο)
Δεκαοχτώ κείμενα
Επιβολή: Τα κείμενα της βίας (1952-1998) (Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 2005) Κείμενα επιλεγμένα από τον ίδιο τον συγγραφέα και από τους Στ. Διαλησμά και Γ. Παγανό.
Μεταφράσεις
Michihico Hachiya, Το ημερολόγιο της Χιροσίμα.
Σταράκης Γιάννης, Στις φυλακές των Συνταγματαρχαίων
Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ο γέρος και η θάλασσα
 https://el.wikipedia.org/

✧ 一✧一✧一✧

 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Σοροκάδα*

Είναι μέρες που το νησί κλείνει. Μήτε πλεούμενο σιμώνει, μήτε αεροπλάνο.
Όξω από το Ναυτικόν Όμιλο, σιμά στο φανάρι του «Αϊ-Νικόλα» έχει ένα χαμηλό μόλο ίσα ίσα με τη θάλασσα. Πρέπει να ξιπολυθείς, για να πας στην άκρη του. 
 
Με σοροκάδα, μ' άρεζε να κολυμπάω πίσω από το μόλο, μέσα στους αφρούς που το καβάλαγαν, φυλαγμένος απ' τη δαιμονικήν ορμή της θάλασσας. Σαν ξεπρόβαινα στην άκρη του μόλου μ' άρπαζε ένα κύμα μακρύ, αμάχητο, και με σφεντόναγε μονομιάς εκατό μέτρα πέρα, στ' απάγκιο.

Στον πάτο, τρία τέσσερα μέτρα βαθιά, έχει κομμάτια καλώδια και λαμαρίνες. Ό,τι απόμεινε από 'να αμερικάνικο καταδρομικό, που το διαλύσανε.

Τούτο το πολεμικό είχε έρθει στη Ρόδο για επίσκεψη καλής θελήσεως — κάπως έτσι το λένε, θαρρώ. Το λιμάνι είχε τοιμαστεί για να καλοδεχτεί τους Αμερικάνους. Οι γυναίκες των αξιωματικών είχανε φτάσει απ' την παραμονή, και νιαουρίζανε στα σαλόνια των ξενοδοχείων — αλλόκοτην αίσθηση που σου δίνουν οι Αμερικάνες, σα μαζευτούνε πολλές.

Τα μπαρ ήταν έτοιμα όλα — ο Μπαμπούλας, που γινότανε Black Cat για την περίσταση, το Rio Grande, το Long John και τ' άλλα. Τα κορίτσια τους ήρθαν απ' τον Περσία μαζί με τις γυναίκες των αξιωματικών, και περιμέναν στις πόρτες τα ναυτάκια που θα ξεμπαρκάραν.

Μόνο που πήρε σοροκάδα τ' απόγιομα. Το λιμάνι άδειασε μονομιάς, οι βάρκες τραβηχτήκανε στη στεριά και τα καΐκια κρυφτήκανε στο φυλαγμένο κόρφο, το Μαντράκι. Δυο τρία βαπόρια που βρέθηκαν, λεβάραν* τις άγκυρες και πήγανε στην Ψαροπούλα, από σταβέντο*. Μόνο ο Αμερικάνος απόμεινε, φουνταρισμένος αρόδο*, όξω απ' το λιμάνι. Σαν κατάλαβαν απ' το Λιμεναρχείο πως δεν το 'χε σκοπό να κουνήσει, του μήνυσαν να φύγει, κι η σοροκάδα δε σήκωνε λεβεντιά.

Ο καπετάνιος κούνησε τους ώμους σαν του τα 'πανε. Το δελτίο καιρού έδειχνε άνεμο εφτά οχτώ μποφόρ, κι οι κανονισμοί του προβλέπανε πως με τέτοιον καιρό έπρεπε να 'ναι φουνταρισμένος με τις δυο άγκυρες, με τόσα κλειδιά καδένα στην καθεμιά. Καλού κακού φουντάρισε δυο κλειδιά παραπάνω, κι επιτέλους αν αγρίευε ο καιρός είχε κι άλλη καδένα. Βάστηξε επιφυλακή το μισό τσούρμο, και τις μηχανές αναμμένες, για να 'χει ατμό.

Δε γινόταν καλύτερη φροντίδα, αλίμονο αν αλλάζαν αραξοβόλι τ' αμερικάνικα πολεμικά, με την κουβέντα ενός ντόπιου λιμενάρχη· τι τους είχαν τους κανονισμούς!

Μόνο που φρεσκάρισε η σοροκάδα, με το σούρουπο. Δουλεύοντας επίμονα, ύπουλα, το μπόντζι* ξεκλείδωσε τη μια καδένα, και το καράβι απόμεινε φουνταρισμένο στο 'να σίδερο. Από κει και πέρα, δεν το γλιτώνανε. Βάρεσε συναγερμός, το τσούρμο χίμηξε να μανουβράρει, πού να προφτάσει! Το πολεμικό ξέσυρε σα φρόκαλο* το σίδερο, και κόλλησε πάνω στα βράχια του χαμηλού μόλου. Οι Αμερικάνοι πηδούσανε στη θάλασσα σαν τα μπακακάκια, κι οι ντόπιοι μαζευτήκανε στην ακρογιαλιά και τους μαζεύανε μισοπνιγμένους.

Την άλλη μέρα το πρωί η σοροκάδα έσπασε. Τ' αμερικάνικο καράβι ήταν καθισμένο ψηλά πάνω στα βράχια, κι ο κόσμος το χάζευε από μακριά — δεν τον αφήναν να σιμώσει. Έμοιαζε απείραχτο, να το πετάξεις στη θάλασσα και να ξαναφύγει, έτσι πίστεψαν οι πολλοί. Οι θαλασσινοί κουνούσαν το κεφάλι, ξέραν πως το καράβι είχε πεθάνει πια...

Το κουφάρι απόμεινε δυο τρεις μήνες καρφωμένο στα βράχια του χαμηλού μόλου, για να δοξάζει τους κανονισμούς. Ύστερα το διαλύσανε. Ένας βουτηχτής σκοτώθηκε πάνω στη δουλειά.

Αν κοιτάξεις με το γυαλί, βλέπεις ακόμα στον πάτο παλιές λαμαρίνες και κομμάτια καλώδια.
 
 
σοροκάδα: (σορόκος και σιρόκος): νοτιανατολικός άνεμος.
λεβάρω: (λέξη ιταλ.): τραβώ καταπάνω, ανασύρω, σηκώνω.
σταβέντο: (λ. ιταλ.): απάνεμα.
αρόδο και αρόδου: (λ. ιταλ.)· ναυτ. όρος που σημαίνει ότι κάποιο πλοίο έχει αγκυροβολήσει στ' ανοιχτά του λιμανιού, δηλ. δεν έχει αράξει σε αποβάθρα.
μπόντζι και μπότζι: κλυδωνισμός (ταλάντευση) του πλοίου μια προς τη δεξιά πλευρά, μια προς την αριστερή, ανάλογα με το κύμα. Ο κλυδωνισμός πλώρης-πρύμνης (δηλ. μια σηκώνεται ψηλά η πλώρη και μια η πρύμνη), λέγεται σκαμπανέβασμα.
φρόκαλο: σκουπίδι.

http://ebooks.edu.gr/

✧ 一✧一✧一✧

Τόκιο

Το ταξίδι του Κάσδαγλη στην Ιαπωνία πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1980, την εποχή δηλαδή που η μεγάλη ανάπτυξη των συγκοινωνιών άρχισε να διευκολύνει σημαντικά τα ταξίδια και τον τουρισμό. Αν και οι χώρες της Άπω Ανατολής είναι μακρινοί προορισμοί για τον Έλληνα και Ευρωπαίο ταξιδιώτη, ασκούσαν πάντοτε έντονη γοητεία εξαιτίας της διαφορετικής από τη Δύση πολιτισμικής τους παράδοσης. Το απόσπασμα που επιλέξαμε από την ταξιδιωτική περιγραφή της Ιαπωνίας αναφέρεται στην απόλαυση του φαγητού, θέμα ενδιαφέρον για τον αναγνώστη του 1988, έτος κυκλοφορίας του βιβλίου του Κάσδαγλη Δρόμοι της στεριάς και της θάλασσας.

Η Ιαπωνία είν' εντυπωσιακή, κι η αίσθηση αυτή ξεκινάει από τ' αεροδρόμιο, μόλις φτάνεις. Η σωστή οργάνωση στην αίθουσα υποδοχής δεν επιτρέπει κανένα λάθος, καμία παρεξήγηση. Ο επιβάτης θα περάσει τον υγειονομικό έλεγχο, τον τελωνειακό και τα διαβατήρια, δίχως να προλάβει να σκεφτεί τις πιθανές δυσκολίες. Οι υπάλληλοι σου δίνουν την αίσθηση πως περιμένουν ακριβώς εσένα, να σ' εξυπηρετήσουν. Όσο να ξεμπερδέψεις τις σύντομες διαδικασίες για να σε δεχτούνε στην Ιαπωνία οι αποσκευές είναι κιόλας πάνω στην κορδέλα,* και στριφογυρίζουνε. Στην Ιαπωνία όλα δουλεύουνε σαν καλολαδωμένη μηχανή.
Βγαίνοντας, καλά θα κάνεις να πάρεις το λεωφορείο ως το τέρμιναλ.* Η διαδρομή είναι μεγάλη, μιάμιση ώρα και βάλε, κι η ταρίφα για το ταξί περισσότερο από τρεις χιλιάδες δραχμές. Το ταξί στην Ιαπωνία είναι ίσως τέσσερις φορές πιο ακριβό από την Ελλάδα.
Φτάνω αργά στο ξενοδοχείο, κοντά στα μεσάνυχτα, μα έχω την αίσθηση πως το Τόκιο είναι μια πόλη νεκρή. Οι δρόμοι έρημοι, τα μαγαζιά κλειστά, οι επιγραφές σκοτεινές. Το Τόκιο, από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο, είναι μια βιομηχανική πόλη με περιορισμένη νυχτερινή ζωή.
Το ξενοδοχείο είναι μεγάλο, εμπορικό, τυποποιημένο. Οι υπάλληλοι στην υποδοχή συνεχίζουν τη δουλειά, αδιάφοροι για την παρουσία μου. Λέω σε κάποιον πως έχω κλείσει δωμάτιο, κι αμέσως αλλάζει το σκηνικό. Βιάζεται να μ' εξυπηρετήσει, χαμογελαστός, πρόθυμος.
Πρώτη εμπειρία: στην Ιαπωνία μην περιμένεις να σε ρωτήσουν. Πρέπει να ζητήσεις κάτι,για να ενδιαφερθούν. [...]
Στο ξενοδοχείο αλλάζω τα βρεμένα ρούχα μου, κάνω κι ένα ζεστό μπάνιο, καλού κακού. Δεν έχω φάει μετά το πλούσιο πρωινό, και πεινάω σαν λύκος. Στο ξενοδοχείο έχει δυο παραδοσιακά εστιατόρια, ένα δυτικό, και την καφετερία. Θα φάω γιαπωνέζικα, να δω πώς είναι.
Στο εστιατόριο, η περιπέτεια της συνεννόησης. Στον περιποιητικό μετρ,* που σιμώνει,* μιλάω αγγλικά. Θέλω να φάω γιαπωνέζικα, του λέω, μα δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' τη γιαπωνέζικη κουζίνα, και τον παρακαλώ να μου διαλέξει το μενού. Χαμογελάει αμήχανα, και τον παρεξηγώ, νομίζω πως δεν κατάλαβε. Ρωτάω αν υπάρχει κάποιος να μιλάει αγγλικά, για να συνεννοηθώ. Απαντά πως μιλάει αγγλικά, και με προσκαλεί μαζί του, να διαλέξω. Αποφεύγει την ευθύνη να διαλέξει για λογαριασμό μου, έστω κι αν τον βεβαιώνω πως, αν δε μ' αρέσει το φαγητό, δικό μου λάθος.
Η εκλογή στην Ιαπωνία δε γίνεται στην κουζίνα, μα στη βιτρίνα του μαγαζιού. Εκθέτουν όλα τα φαγητά του μενού, φτιαγμένα με πορσελάνη, με τις τιμές τους δίπλα, για να μην ξαφνιαστείς στο λογαριασμό. Τα πιάτα που μου δείχνει έχουν κρέας ωμό, ψάρι ωμό, και θαλασσινά, κι όλα τα συνοδεύουν πολλά χορταρικά, μανιτάρια, κρεμμύδια, μακαρόνια, και δε θυμάμαι τι άλλο.
Το κρέας και το ψάρι, ωμά, με κάνουν και διστάζω, και διαλέγω τα θαλασσινά. Παρόλο που διαλέγω μόνος μου ο μετρ κοντοστέκεται, μου εξηγεί πώς τα βράζουν, και δεν ξέρει αν θα μ' αρέσουν. Επιμένω, το ωμό κρέας και το ψάρι τα φοβάμαι περισσότερο, κι ας λέει ό,τι θέλει ο μετρ.
Η περιποίηση είναι πριγκιπική. Τρεις κοπέλες με κιμονό* με βολεύουνε σ' ένα τραπεζάκι, ρωτάν αν πρέπει να μου φέρουν τα ορεκτικά, που συνοδεύουν κάθε γιαπωνέζικο τραπέζι. Βέβαια, όλα.
Οι κοπέλες μού φέρνουν ένα σωρό μπολ με περίεργα φαγητά, που δεν καταλαβαίνω, λογιώ λογιώ σάλτσες, και τ' απαραίτητο ωμό κρέας και το ψάρι που τόσο πάσκισα ν' αποφύγω. Αρνιέμαι το πιρούνι που μου φέρνουν, και πιάνω ένα φαρδύ ξυλαράκι, μέσα σ' ένα πιάτο. Το χρησιμοποιώ για κουτάλι, και τσακώνω έναν από τους μεζέδες που μου φέρνουν. Γελάν όλοι, κι επεμβαίνει ο μετρ. Με μια γρήγορη κίνηση χωρίζει το φαρδύ ξυλαράκι σε δυο στενά, μου δείχνει πώς να τα κρατήσω, για να τσακώνω το φαΐ.

Η μεγαλύτερη σερβιτόρα, μεσόκοπη, μ' επίσημο μαύρο κιμονό, αναλαβαίνει να με περιποιηθεί. Μου δείχνει πώς ν' ανακατέψω τις σάλτσες, ποια πηγαίνει με το ψάρι, ποια με το κρέας, τι ταιριάζει στους άλλους μεζέδες. Το ωμό κρέας και το ψάρι γλιστράν από τα ξυλαράκια μέσα στη σάλτσα, μα τελικά τα καταφέρνω. Παρά το δισταγμό μου, στην αρχή, τα τρώω μ' ευχαρίστηση.
Στο μεταξύ μου φέρνουν ένα μάτι με αέριο, το συνδέουνε στο τραπέζι μου. Βάζουν πάνω ένα πήλινο τσουκάλι με νερό, κι η σερβιτόρα, χαμογελαστή, ρίχνει μέσα στο νερό που βράζει, λίγα λίγα, τα χορταρικά και τα θαλασσινά, και τα κομμάτια το ψάρι, κι ό,τι άλλο βρίσκεται στο πιάτο. Τρώω μέσα από ένα μπολ, και μου το γεμίζει συνέχεια απ' το τσουκάλι. Χρησιμοποιεί δυο μακριά ξυλαράκια για σερβίρισμα, σκαλισμένα και λακαρισμένα, πολυτελή. Τα δικά μου, πρόχειρα, θα πεταχτούνε μετά τη χρήση. Κάθε τόσο με σερβίρει σάκι, το γιαπωνέζικο ρακί, που το ζεσταίνουνε για να το πιουν.
Το πιάτο είναι τεράστιο, όχι όμως βαρύ. Το αποτελειώνω, πεινασμένος καθώς είμαι, άλλωστε οι Γιαπωνέζοι δε δίνουν ψωμί. Το ίδιο το φαγητό θα το 'λεγα άγευστο, αν δεν ήταν οι πικάντικες σάλτσες.
Η σερβιτόρα μου, αφού ψαρέψει και το τελευταίο χορταρικό, και το τελευταίο μακαρόνι μέσα από το τσουκάλι, μου σερβίρει ύστερα και το νερό, να το πιω για κονσομέ.* Δεν έχει άδικο, είναι νόστιμο, τόσα πράματα έχουνε βράσει μέσα.
Στο παραδοσιακό εστιατόριο με περιποιηθήκανε σαν να 'μουν πρίγκιπας, κι ύστερα με βάλαν να πληρώσω για την περιποίηση· λογικό. Ο λογαριασμός έξι χιλιάδες γιεν, κάπου χίλιες διακόσιες δραχμές.
Μια δεύτερη εμπειρία: στην Ιαπωνία έχει περισσότερη σημασία ο τρόπος που θα σε σερβίρουν, από το ίδιο το φαΐ. 
 
Απόσπασμα 

Ν. Κάσδαγλης, Δρόμοι της στεριάς
και της θάλασσας, Κέδρος

http://ebooks.edu.gr/ 

✧ 一✧一✧一✧
 


Κουντρασταδόροι


Εμείς οι ντόπιοι το λέμε όμορφο το νησί μας και τ΄ αγαπούμε. Όσο ζούμε εδώ δε θέλουμε να φύγουμε, και σα μας σφίξει η ανάγκη – φτωχός μαθές ο τόπος – πάντα τόνε θυμούμαστε με μεράκι.

Δεν έχει άλλον τρόπο να ζήσεις, από την τέχνη τη θαλασσινή. Είμαστε ψαράδες, σφουγγαράδες, ναύτες. Όχι πως η θάλασσά μας είναι πλούσια· τα καΐκια μας παγαίνουν μακριά, στη Μπεγγάζη, για σφουγγάρι, και τα φορτηγά βγαίνουν από τη ρότα τους για να πιάσουν στο νησί.

Λιμάνια μόνο έχουμε μπόλικα. Βαθιά λιμάνια, σίγουρα σε όλους τους καιρούς, τριγυρισμένα από κοφτερούς βράχους – στο νησί δε θα βρεις μιαν ακρίτσα αμμουδιά – αποκούμπι για τους ψαράδες στα μελτέμια, που βαστούν τους πιο πολλούς μήνες του χρόνου. Δύσκολα θα πετύχεις στον καιρό τους και μια μονάχα μέρα μπουνάτσα – κι είναι άγρια. Βοηθάει και το νησί, βλέπεις. Γιομάτο απότομα βουνά και βαθιές χαράδρες, αλλού απαγκιάζει ολότελα, κι αλλού μαζεύει τη δύναμη του ανέμου και τόνε ξαπολάει σα φίδι που σφυρίζει. Μέρες μέρες ο καιρός δυναμώνει τόσο, που κλείνει στο λιμάνι όλα τα πανάδικα και τις βάρκες.

Αυτές είναι οι δύσκολες μέρες· όσοι την περνάνε μεροδούλι μεροφάι σφίγγουνε το ζουνάρι τους, οι άλλοι το ρίχνουνε στο πιοτί, γιατί η θάλασσα είναι μαζί δουλειά και παιχνίδι μας.

Να δεις τα κουντράστα που κάνουν οι ψαράδες ανάμεσα λιμάνι και Νήμο, το νησάκι της Ανατολής. Σαράντα πενήντα βάρκες, οι πιο άξιες του νησιού, κόβουνε βόλτες και παραβγαίνουνε. Κανένας δε θέλει να παραδεχτεί πως τόνε ξεπερνά ο άλλος, κι άμα βγουν όξω στη στεριά όλο και κάτι ψάχνουν να διορθώσουνε – πότε στη βάρκα, πότε στο πανί. Ψηλώνουνε τις αντένες, μεγαλώνουν τα πανιά, που στην αμάχη τους τα φτιάξανε μεγάλα, δυσανάλογα για μικρά φελούκια. Κάθε μέρα τουμπάρουνε βάρκες με τα πελώρια αυτά πανιά, που θέλουν άξιους τιμονιέρηδες. Μια ξαφνική σιγανιά, ένας ατζαμής μέσα στη βάρκα, φτάνουν για να σε φέρουν καπάκι. Πολλούς έκαμε να χάσουν τα μυαλά τους το μεράκι. Ο Βάσος ο Τσώρης, ο Τσαμπίκος του Νικόλα, ο Κοκκιμήδης ο βλαμμένος· αυτός ήταν ο χειρότερος απ΄ όλους.

Ψαράς από μικρό παιδί, και καλός ψαράς, όμως κανένας δεν είχε το πείσμα του. Ξεκινούσε για ψάρεμα, και δεν ήξερες πότε θα γύριζε. Μάστορης στην τέχνη του όσο λίγοι, είχε μάθει τόπους και καιρούς, και δεν καταδεχόταν να γυρίσει με λιγότερο ψάρι από τους άλλους.

Εκείνο τον καιρό τον αρρεβωνιάσανε με μιαν ορφανή, την Αννέτα της μακαρίτισσας της Ευαγγελίας. Ήτανε στα χρόνια του πάνω κάτω, κι όλοι το ξέρανε πως αγαπιόνταν από καιρό. Κανένας δεν ξαφνιάστηκε.

Λίγες μέρες πιο ύστερα, ο Κοκκιμήδης πήρε τη βάρκα του πατέρα του κι έφυγε μακριά. Έπρεπε να δουλέψει σκληρά, να κάνει δικιά του βάρκα, πριν να παντρευτεί.

Δεν έλειψε πολύ καιρό· νησί κι αρρεβωνιαστικιά τον τραβούσανε πίσω. Γύρισε όμως με τη βάρκα του φορτωμένη ανατολίτικα ξύλα και μουριές, και το κεμέρι γεμάτο. Τού ΄πανε να συφωνήσει με το Νικολιό – τον πιο καλό μάστορη – να του φτιάξει τη βάρκα, όμως αυτός δεν άκουγε.

Έκατσε μόνος του και σκάρωσε το φελούκι με περίσσια υπομονή, χαλώντας και ξαναφτιάχνοντας, ώσπου του φάνηκε αψεγάδιαστο. Ύστερα το πέτσωσε, και το βαρκάκι έδειξε τέλειο, ολοστρόγγυλο στα βρεχάμενα, ίδιο αυγό.

Σαν τό ΄ριξε στη θάλασσα σφάνταζε, σωστός γλάρος. Το αρμάτωσε, στην πρώτη βόλτα πήρε και την αρρεβωνιαστικιά του μαζί.

Ο Βάσος ο Τσώρης, που καυχιότανε πως αν τον ξεπερνούσε άλλη βάρκα την έκαιγε τη δικιά του, τού ΄πεσε δίπλα και πάσκιζε να τον αφήσει πίσω. Όμως ο Κοκκιμήδης γρήγορα βρέθηκε μπροστά, κι έπιασε τα σοβράνα.

Η Αννέτα πήρε το Βάσο στο ψιλό :

— Ε, Βάσο! Χάννους ψαρεύεις; Να σου ρίξουμε κάβο να σε τραβήξουμε στο λιμάνι;

Ο άλλος λύσσαξε από το κακό του κι έκανε να πιάσει κουπί, μα τον προγκήξαν απο τις βάρκες και τα παράτησε.

Ο Κοκκιμήδης, σκυμμένος πάνω στο τιμόνι, έκανε πως δεν καταλάβαινε, όμως καμάρωνε κρυφά.

Πώς να μην καμαρώνει! Μονάχος τό ΄χε φτιάξει το βαρκάκι· κι είχε μέσα και την αρρεβωνιαστικιά του. Εκείνη άπλωσε το χέρι και τού ΄σφιξε το δικό του κάτω από τον πάγκο.

Ο Κοκκιμήδης έβαλε πλώρη κατά το Διαπόρι, και σε λίγο χάθηκε.

Οι ψαράδες κλείνανε το μάτι ο ένας τ΄ αλλουνού.

Άργησε πολύ να φανεί πίσω από τον κάβο. Εκεί τον περίμεναν κι οι τρεις τους, ο Βάσος, που δεν τό ΄χε χωνέψει, ο Τσαμπίκος κι ο Ξίππας, να κουντραστάρουν. Και πάλι την πάθανε. Το βαρκάκι του Κοκκιμήδη βρέθηκε μπροστά με την πρώτη βόλτα. Η Αννέτα γελούσε.

Οι τρεις κουντρασταδόροι γίνανε πράσινοι. Να τους φτιάξει τέτοια δουλειά ένα παιδαρέλι με καινούργια, αδοκίμαστη βάρκα!

Ο Κοκκιμήδης μπήκε στο λιμάνι, πήρε μια βόλτα και τα πρύμνισε για πάνω τους.

— Ε, καπετάν Βάσο! φώναξε μόλις τους έπεσε δίπλα· τι χαμπάρια;

— Η βάρκα μου είναι λερωμένη, τ΄ απολογήθηκε. Θαν τη βγάλω όξω να την τρίψω. Και το ποδάρι λασκάρισε. Δε βλέπεις την αντένα πού ΄πεσε; Θέλει τζουντάρισμα, να σηκωθεί. Και το πανί έχει κάνα δυο λάθητα και χτυπάει. Θαν το διορθώσω. Θα ξαναβγούμε κουντράστο;

— Αύριο κιόλας, καπετάν Βάσο.

— Όχι αύριο, δεν προφταίνω να τοιμαστώ. Σε τρεις μέρες. Αληθινό όμως κουντράστο, όχι σαν το σημερινό. Να ξεκινήσουμε από το λιμάνι, να φέρουμε βόλτα την ξέρα στον κάβο, και να γυρίσουμε. Νά ΄χουν τράτος οι βάρκες να δείξουνε. — Θά ΄ρθετε και σεις, παιδιά; ρώτησε τον Τσαμπίκο και τον Ξίππα, που ερχόντανε καταϊδρωμένοι ξοπίσω.

— Θά ΄ρτουμε! Θά ΄ρτουμε!

— Εντάξει λοιπόν, καπετάν Βάσο, είπε ο Κοκκιμήδης καθώς ξεμάκραινε. Σε τρεις μέρες.

Τότε πέταξε κι η Αννέτα το λογάκι της :

— Δεν πάτε να κουβαλάτε κρομμύδια ΄πό την Ανατολή με τις βάρκες σας, που μου θέλετε και κουντράστο;

Και γέλασε κοιτάζοντας στα μάτια τον Κοκκιμήδη, που άναψε σαν παντζάρι.

* * *

Ο Βάσος ο Τσώρης τό ΄κανε τάμα να βγάλει τα δανεικά. Τράβηξε όξω τη βάρκα του, την έτριψε καλά, και καταπιάστηκε με την αρματωσιά.

Ο Κοκκιμήδης είχε άλλες σκοτούρες. Παντρευότανε σ΄ ένα μήνα. Η Αννέτα είχε χαθεί· τοίμαζε τα προικιά της.

Σαν τά ΄πανε του Κοκκιμήδη, γέλασε.

— Να παρακαλάει να μην του τα σηκώσει όλα ο καιρός και του τσακίσει τ΄ άλμπουρο. Μικρό πανί είχε, μαθές, και θέλει να το μεγαλώσει; Βαρκάκια είν΄ αυτά, πόσο πανί θαν τους βάλεις! Άμα με περάσει ο Βάσος, τήνε τσακίζω τη βάρκα μου εγώ!

Όμως, σαν ήρθε η ώρα του κουντράστου, ο Βάσος έβαλε τέσσερεις νομάτους μέσα στη βάρκα του για σαβούρα. Το άλμπουρό της τό ΄χε δυναμώσει με ξάρτια για να μη σπάσει, και πριν την πετάξει στη θάλασσα την πέρασε άλειμμα, να γλιστράει.

Σαν ξεκινήσανε, σήκωσε ένα πανί σωστό νέφαλο, έκρυψε τον ουρανό. Από την αρχή ξεχώρισε, γύρισε την ξέρα πρώτος, και μπήκε στο λιμάνι διακόσες οργιές μπροστά από τον Κοκκιμήδη. Οι άλλοι δυο είχανε μείνει πίσω.

Όσο να ξαρματώσει ο Κοκκιμήδης, ο Βάσος είχε κάτσει στον καφενέ κι έπινε μαστίχα. Τόνε φώναξε να τον κεράσει μια. Εκείνος σίμωσε, κατσούφης.

— Θα ξαναβγούμε, καπετάν Βάσο;

— Όποτε θέλεις, γιε μου.

— Τη Δευτέρα.

— Τη Δευτέρα θα πάω για ψάρεμα στην Αλιμνιά.

— Νά ΄ρθω κι εγώ μαζί, να κουντραστάρουμε.

— Εν τάξει.

Ο Κοκκιμήδης ρούφηξε τη μαστίχα, κέρασε και κείνος μια, κι έφυγε. Δε μιλιότανε.

Την ίδια μέρα κουβάλησε την αρματωσιά στο σπίτι και παράτησε τα γαμπριάτικα. Ολονυχτίς δούλευε, μάκρυνε την αντένα, ξύλωσε το πανί, και το ξανάφτιαξε μεγάλο, τρανό.

Την Κυριακή το μεσημέρι το μελτέμι άρχισε να κόβει· ως το βράδυ είχε πέσει. Ο Κοκκιμήδης πήγε και βρήκε το Βάσο στον καφενέ. Ήπιανε μαστίχα.

— Ανάποδο τόνε βλέπω τον καιρό για το αυριανό κουντράστο, είπε κάποιος. Μπουνάτσα· δε σειέται φύλλο.

Ο Βάσος έδειξε κάτι σκόρπια νέφαλα.

— Θα βάλει αέρα τη νύχτα, είπε.

Ο Κοκκιμήδης κούνησε το κεφάλι.

— Θα φύγουμε λοιπόν αύριο, καπετάν Βάσο· έτσι;

Την άλλη μέρα γινόταν χαλασμός κόσμου· χοντρή φουρτούνα. Τ΄ αεράκι που σηκώθηκε τα μεσάνυχτα έγινε σκύλος το πρωί. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος κι ο καιρός έβγαζε φίδια. Τά ΄βλεπες να ξεχύνονται σα λάβα από τις ρεματιές, τη θάλασσα ν΄ ανατριχιάζει και να μαυρίζει στο πέρασμά τους, να ξεσπάει σε μικρά αφρισμένα κυματάκια, σα νά ΄βραζε. Πελώρια κύματα φανήκανε να σκάζουν στο βορινό κάβο, κι ο αντιμάμαλός τους έφτασε ως μέσα στο λιμάνι, που αναστατώθηκε.

Ο Κοκκιμήδης ήρθε ίσα ίσα τη στιγμή που ο Τσώρης σιγουράριζε με δεύτερο παλαμάρι τη βάρκα του.

— Ε, καπετάν Βάσο, θα ξεκινήσουμε; Η Αλιμνιά είναι μακριά.

— Δεν τόνε βλέπεις τον καιρό; να βγεις από το λιμάνι, να δεις χαμπάρια.

— Έλα τώρα, καπετάν Βάσο! Παλιός ψαράς εσύ, να φοβηθείς το μελτέμι! Νά ΄χει και κομμάτι γούστο δα το κουντράστο. Αμέ τι, με τα κουπιά θα παγαίνουμε; Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται.

— Σώπα, βρε ανήλικο, που θα μου πεις εμένα! Ο καλός ο καπετάνιος ξέρει πρώτα τον καιρό. Έχεις κέφι να σε πιάσει η τρόμπα.

— Η τρόμπα! όλο για την τρόμπα μιλάτε! Παλικάρι έγινα και μια φορά την είδα, κι αυτήν από μακριά. Ο καιρός έπιασε φουριόζος και θα κόψει γρήγορα. Καλοκαίρι είναι.

— Τράβα, μωρέ, που θα μου πεις πως κόβει· σκυλί λυσσασμένο!

— Άμα φοβάσαι, καπετάν Βάσο, κινάω μονάχος. Εγώ δε φοβάμαι.

— Θα πας για πνίξιμο. Δεν είναι καιρός να ΄βγεις έξω. Να, ρώτα και τους άλλους να σου πούνε – κι έδειξε μερικούς ψαράδες που τους τράβηξε η κουβέντα.

— Σωστά τα λέει ο Βάσος, κούνησε το κεφάλι ένας γεροκαπετάνιος που ΄παιζε το κομπολόι του. Μεγάλα καΐκια και ποδίζουνε σα σήμερα, όχι τα φελούκια.

— Μωρέ δεν πά΄ να λέτε, έκανε ο Κοκκιμήδης. Τα φάγατε τα ψωμιά σας, θαρρώ. Εγώ φεύγω.

Μπήκε μέσα στη βάρκα του κι άρχισε να την αρματώνει. Το μισό χωριό μαζεύτηκε να δει τέτοιαν αποκοτιά. Στείλαν να φωνάξουνε τον πατέρα του να τον βαστήξει, μα έλειπε στο Πάνω Χωριό. Η Αννέτα πήρε χαμπάρι κι έτρεξε στο λιμάνι. Τού ΄πιασε τα χέρια.

— Είν΄ άσκημος ο καιρός, είπε με παρακάλιο. Αύριο πας στο ψάρεμα.

— Για να πούνε πως φοβήθηκα; έκανε αγριεμένος.

Ο Βάσος τόνε σίμωσε κείνη τη στιγμή.

— Μη φύγεις, Κοκκιμήδη. Δες, να το φρύδι!

Κι έδειξε ένα στρογγυλό, σταχτογάλανο σύννεφο, που φάνηκε να σηκώνεται από σοβράνο. Εκείνος το κοίταξε σιωπηλός. Τό ΄χε δει κι άλλες φορές και τό ΄ξερε καλά. Όμως τώρα πια δεν ήθελε να τραβηχτεί. Δε μίλησε, μόνο πήρε την αρρεβωνιαστικιά του, που τον έβλεπε μ΄ ορθάνοιχτα, τρομαγμένα μάτια, και τη φίλησε σφιχτά στα χείλια.

Έλυσε ύστερα τον κάβο και πήδηξε στη βάρκα. Μόλις άνοιξε το πανί, έγειρε ίσαμε την κουπαστή, και ξεκίνησε με απότομο τίναγμα.

Τόνε βλέπανε πού ΄φευγε πρίμα κατά τη μπούκα του λιμανιού. Μια δυο φορές τόνε χτύπησαν τα φίδια, και φάνηκε πού ΄γειρε στο πλάι και πήρε νερό.

— Δε γλιτώνει! είπε ο Βάσος κι έδειξε το σταχτογάλανο σύννεφο που σκέπαζε μ΄ απίστευτη γρηγοράδα τον ουρανό.

Έμοιαζε τόξο χαραγμένο με το κουμπάσο, γκρίζο κι απειλητικό, χωρίς να το σπάει πουθενά η παραμικρή ραγισματιά.

Το τέλος ήρθε γοργό. Ακούστηκε ένα μακρινό βουητό, που ξέσπασε σε λυσσασμένο ουρλιαχτό του αέρα μέσα στις ρεματιές. Ήταν το μπουρίνι. Η βάρκα, που κόντευε να καβατζάρει, γονάτισε, έκανε να σηκωθεί, και ξανάγειρε· το πανί της βρέθηκε στα κύματα.

Ο Βάσος χίμηξε στη βάρκα του μ΄ ένα άλλο παλικάρι. Η Αννέτα πήδηξε και κείνη. Δεν τους έκανε καρδιά να της αρνηθούν.

Άδραξαν τα κουπιά, κι η βάρκα πέταξε. Προφτάσανε τον Κοκκιμήδη προτού να τον ξορίσει ο καιρός. Από μακριά τον είδανε που πάσκιζε να μαζέψει το πανί και να ξαρματώσει τη βάρκα.

— Να πεις του αρρεβωνιαστικού σου, είπε ο Βάσος, φτηνά τη γλίτωσε που τουμπάρισε δω κοντά. Αν είχε γυρίσει τον κάβο, μήτε που θα τόνε βλέπαμε.

Σιμώσανε, κι ο Κοκκιμήδης αρπάχτηκε λαχανιασμένος από την κουπαστή.

— Ένα παλαμάρι, παιδιά, να δέσω τη βάρκα, γύρεψε.

Η Αννέτα έσκυψε και του πήρε με λαχτάρα στα χέρια της το κεφάλι, μα ξαφνικά έμπηξε μια φωνή, βλέποντας πως η τουμπαρισμένη βάρκα ερχόταν κατά πάνω τους, σπρωγμένη με φόρα από ΄να θεόρατο κύμα.

Ο Κοκκιμήδης δεν πρόφτασε να καταλάβει τι γινόταν· η βάρκα τόνε χτύπησε στο κεφάλι, τα χέρια του παράλυσαν, και βούλιαξε.

Ο σύντροφος του Βάσου παράτησε τα κουπιά, βούτηξε στη θάλασσα και τον έβγαλε. Κι οι τρεις μαζί, με δυσκολία κατάφεραν να τραβήξουν το βαρύ, αναίσθητο κορμί. Το κεφάλι, γιομάτο αίματα, φαινόταν άσκημα χτυπημένο.

Γυρίσανε βιαστικά στο λιμάνι. Η Αννέτα τού βαστούσε το κεφάλι στην αγκαλιά της, να μη χτυπάει.

* * *

Έμεινε κάμποσον καιρό στο νοσοκομείο. Οι πληγές του γιατρεύτηκαν, όμως το μυαλό του είχε βλαφτεί. Έγινε σα μωρό παιδί. Στην αρχή δε θυμόταν τίποτα, μιλούσε τραυλίζοντας. Τώρα ακόμα λίγα πράγματα έμαθε να κάνει, και το μυαλό του είναι αδύνατο· ό,τι του λες το ξεχνάει ευθύς. Άδικα πολέμησαν ο πατέρας και τ΄ αδέρφια του – μάνα κι αδερφές δεν είχε – να τόνε συνεφέρουν. Ούτε την αρρεβωνιαστικιά του δε γνώριζε.

Μια νύχτα που οι δικοί του λείπανε στο ψάρεμα, η Αννέτα δεν κρατήθηκε· μπήκε στο σπίτι του. Ο Κοκκιμήδης ανακάθισε στο κρεβάτι ακούγοντας την πόρτα.

Πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε. Τα μάτια τού βλαμμένου την κοίταζαν, μεγάλα, γυάλινα. Πάσκισε να τον ερεθίσει, να τον κάνει να θυμηθεί — μα σαν το κατάφερε, εκείνος την άρπαξε απότομα, βίαια, σα ζώο. Η κοπέλα σπαρτάρισε, δοκίμασε να ξεφύγει κι έβαλε τις φωνές.

Οι γείτονες που τρέξαν τη γλιτώσανε μ΄ όλα της τα ρούχα κουρελιασμένα. Ο βλαμμένος άφριζε σα νά ΄χανε μπει μέσα του δαιμόνοι. Χρειάστηκε να τόνε δέσουν για να συχάσει.

Η Αννέτα, ντροπιασμένη, έκανε μέρες να βγει από το σπίτι. Σαν τ΄ αποφάσισε, οι φιλενάδες της δεν τη χαιρετούσαν κι οι άντρες τής κλεινανε το μάτι.

Πήρε τον κακό δρόμο. Δεν έμεινε πολύ στο νησί· έφυγε στη Ρόδο, δούλα, όμως κάποιοι δικοί μας σφουγγαράδες, που πέρασαν από κει, τη βρήκανε σε σπίτι με γυναίκες.

Άσπλαχνή ΄ναι η θάλασσα, π΄ ανάθεμά τη!.-












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου