Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ (John Ernst Steinbeck, Jr, 27 Φεβρουαρίου 1902 – 20 Δεκεμβρίου 1968) ήταν Αμερικανός συγγραφέας. Έγραψε το βραβευμένο με Βραβείο Πούλιτζερ μυθιστόρημα Τα Σταφύλια της Οργής (1939) και τη νουβέλα Άνθρωποι και Ποντίκια (1937). Συνέγραψε συνολικά είκοσι επτά βιβλία, τα οποία περιλαμβάνουν 16 μυθιστορήματα, έξι πραγματικές ιστορίες και πέντε συλλογές διηγημάτων. Το 1962 ο Στάινμπεκ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας
Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ Ο νεότερος γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1902 στην πόλη Σαλίνας στην Καλιφόρνια. Ήταν γερμανικής και ιρλανδικής καταγωγής. Ο Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ, ο προπάππος του Στάινμπεκ από την πλευρά του πατέρα του, είχε συντομεύσει το όνομα σε Στάινμπεκ όταν μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η οικογενειακή φάρμα στο Χάιλιχενχάους στη Γερμανία ονομάζεται μέχρι σήμερα «Γκροστάινμπεκ».
Ο πατέρας του, Τζον Στάινμπεκ Ο Πρεσβύτερος, υπηρέτησε στην περιοχή του Μοντερέυ ως ταμίας. Η μητέρα του Τζον, Όλιβ Χάμιλτον, μια πρώην δασκάλα, μοιραζόταν με τον Τζον το πάθος για διάβασμα και γράψιμο. Ο Στάινμπεκ ζούσε σε μια μικρή αγροτική πόλη που ήταν ουσιαστικά ένας μεθοριακός οικισμός, ευρισκόμενος στη μέση μερικών από τις πιο εύφορες εκτάσεις γης του κόσμου. Περνούσε τα καλοκαίρια του δουλεύοντας σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα και μετά με μετανάστες εργάτες στο αγρόκτημα Spreckels. Γνώρισε τη σκληρότερη διάσταση της ζωής των μεταναστών και τη σκοτεινότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, υλικό το οποίο εξέφρασε σε έργα όπως το Άνθρωποι και Ποντίκια. Εξερευνούσε επίσης το περιβάλλον του περπατώντας στα τοπικά δάση, αγρούς και φάρμες.
Το 1919, ο Στάινμπεκ αποφοίτησε από το Λύκειο του Σαλίνας και παρακολουθούσε με διαλείμματα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ μέχρι το 1925, φεύγοντας τελικά από το πανεπιστήμιο χωρίς να πάρει πτυχίο. Ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη κι έκανε κάθε είδους παράδοξη δουλειά ενώ κυνηγούσε το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Όταν απέτυχε να δημοσιεύσει κάποιο έργο του επέστρεψε στην Καλιφόρνια όπου εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως ξεναγός το 1928 και ως επιστάτης στο ιχθυοτροφείο του Ταχόε Σίτυ, όπου θα συναντούσε την τουρίστρια Κάρολ Χέννινγκ, τη μέλλουσα πρώτη του σύζυγο. Ο Στάινμπεκ και η Χέννινγκ παντρεύτηκαν τον Ιανουάριο του 1930.
Ο Στάινμπεκ έζησε το μεγαλύτερο μέρος Μεγάλης Ύφεσης και του γάμου του με την Κάρολ σε ένα εξοχικό που ανήκε στον πατέρα του στην κωμόπολη Πασίφικ Γκρόουβ στην Καλιφόρνια στην Χερσόνησο του Μοντερέυ, λίγα τετράγωνα μακριά από την πόλη του Μοντερέυ. Ο πατέρας του Στάινμπεκ τού παρείχε στέγαση δωρεάν μαζί με χαρτί για τα χειρόγραφά του και πολύ σημαντικά δάνεια στα τέλη του 1928, τα οποία επέτρεψαν στον Στάινμπεκ να εγκαταλείψει μια πολύ κουραστική δουλειά σε μια αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο και να επικεντρωθεί στην τέχνη του.
Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος Η Πεδιάδα της Τορτίλα (Tortilla Flat) το 1935, η οποία διαδραματίζεται στο Μοντερέυ, της πρώτης του εμπορικής επιτυχίας, οι Στάινμπεκ αναδύθηκαν από τη σχετική φτώχεια κι έχτισαν ένα καλοκαιρινό ράντσο-σπίτι στην κωμόπολη Λος Γκάτος. Το 1940 πήγε ένα ταξίδι γύρω από τον Κόλπο της Καλιφόρνια μαζί με τον στενό του φίλο, Εντ Ρίκετς, για να μαζέψουν βιολογικά δείγματα. Το έργο The Log from the Sea of Cortez περιγράφει την εμπειρία του. Αν και η Κάρολ συνόδευσε τον Στάινμπεκ στο ταξίδι, ο γάμος τους είχε αρχίσει να έχει προβλήματα μέχρι εκείνη την εποχή, και θα τελείωνε τελικά το 1941, τον καιρό που ο Στάινμπεκ δούλευε στο χειρόγραφο για το βιβλίο.
Το 1943,ο Στάινμπεκ κατέθεσε αίτηση διαζυγίου κατά της Κάρολ και νυμφεύθηκε την Γκουίντολιν («Γκουίν») Κόνγκερ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά - τον συγγραφέα Τόμας (Τομ) Μάιλς Στάινμπεκ το 1944 και τον συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή Τζον Στάινμπεκ IV (1946-1991). Ο Στάινμπεκ και η δεύτερη σύζυγός του χώρισαν το 1950. Τον Δεκέμβριο του 1950, ο Στάινμπεκ νυμφεύθηκε την προϊσταμένη σκηνής Ελέιν Σκοτ μέσα σε μια εβδομάδα από την οριστικοποίηση του διαζυγίου της από τον ηθοποιό Ζάκαρι Σκοτ. Αυτός ο γάμος διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Στάινμπεκ το 1968.
Το 1948 ο Στάινμπεκ περιηγήθηκε στη Σοβιετική Ένωση με τον φημισμένο φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα. Επισκέφτηκαν τη Μόσχα, το Κίεβο, την Τιφλίδα, το Μπατούμι και το Στάλινγκραντ. Το βιβλίο του για τις εμπειρίες τους Ρωσικό Ημερολόγιο, εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες του Κάπα. Εκείνη τη χρονιά εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην επίσημη ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης είπε, μεταξύ άλλων, ότι "ο ίδιος ο άνθρωπος έχει καταστεί η μεγαλύτερή μας απειλή και η μοναδική μας ελπίδα". Επίσης αναφέρθηκε στο ρόλο του συγγραφέα "επιφορτισμένο με το καθήκον να αποκαλύπτει τα τρωτά και σφάλματά μας, να φέρει στο φως τα σκοτεινά και επικίνδυνα όνειρά μας, με σκοπό να βελτιώσει την ζωή μας".
Το 1966, ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Τελ Αβίβ για να επισκεφτεί τον χώρο του Βουνού της Ελπίδας, μιας αγροτικής κοινότητας ιδρυμένης από τον παππού του στο Ισραήλ, του οποίου ο αδελφός, Φρίντιχ Γκροσστάινμπεκ, δολοφονήθηκε από Άραβες διαγουμιστές στις 11 Ιανουαρίου 1858.
Ο Τζον Στάινμπεκ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968 από καρδιακή ασθένεια και καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν 66 ετών και είχε υπάρξει σε όλη του τη ζωή καπνιστής. Η αυτοψία έδειξε σχεδόν πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών. Ο θάνατός του ήταν το τέλος μιας ζωής πολυκύμαντης και έντονης με τρεις γάμους και διαρκείς μετακινήσεις.
Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και μία τεφροδόχος που περιείχε τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας. Οι στάχτες του τοποθετήθηκαν μαζί με εκείνες των Χάμιλτον (παππούδων του). Η τρίτη σύζυγός του Ελέιν, θάφτηκε μαζί του το 2004. Είχε γράψει νωρίτερα στον γιατρό του πως ένιωθε πολύ βαθιά «μέσα στη σάρκα του» και πως δεν θα επιβίωνε τον σωματικό θάνατο του και ότι το βιολογικό τέλος της ζωής του θα ήταν και το οριστικό
Ο πατέρας του, Τζον Στάινμπεκ Ο Πρεσβύτερος, υπηρέτησε στην περιοχή του Μοντερέυ ως ταμίας. Η μητέρα του Τζον, Όλιβ Χάμιλτον, μια πρώην δασκάλα, μοιραζόταν με τον Τζον το πάθος για διάβασμα και γράψιμο. Ο Στάινμπεκ ζούσε σε μια μικρή αγροτική πόλη που ήταν ουσιαστικά ένας μεθοριακός οικισμός, ευρισκόμενος στη μέση μερικών από τις πιο εύφορες εκτάσεις γης του κόσμου. Περνούσε τα καλοκαίρια του δουλεύοντας σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα και μετά με μετανάστες εργάτες στο αγρόκτημα Spreckels. Γνώρισε τη σκληρότερη διάσταση της ζωής των μεταναστών και τη σκοτεινότερη πλευρά της ανθρώπινης φύσης, υλικό το οποίο εξέφρασε σε έργα όπως το Άνθρωποι και Ποντίκια. Εξερευνούσε επίσης το περιβάλλον του περπατώντας στα τοπικά δάση, αγρούς και φάρμες.
Το 1919, ο Στάινμπεκ αποφοίτησε από το Λύκειο του Σαλίνας και παρακολουθούσε με διαλείμματα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ μέχρι το 1925, φεύγοντας τελικά από το πανεπιστήμιο χωρίς να πάρει πτυχίο. Ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη κι έκανε κάθε είδους παράδοξη δουλειά ενώ κυνηγούσε το όνειρό του να γίνει συγγραφέας. Όταν απέτυχε να δημοσιεύσει κάποιο έργο του επέστρεψε στην Καλιφόρνια όπου εργάστηκε για κάποιο διάστημα ως ξεναγός το 1928 και ως επιστάτης στο ιχθυοτροφείο του Ταχόε Σίτυ, όπου θα συναντούσε την τουρίστρια Κάρολ Χέννινγκ, τη μέλλουσα πρώτη του σύζυγο. Ο Στάινμπεκ και η Χέννινγκ παντρεύτηκαν τον Ιανουάριο του 1930.
Ο Στάινμπεκ έζησε το μεγαλύτερο μέρος Μεγάλης Ύφεσης και του γάμου του με την Κάρολ σε ένα εξοχικό που ανήκε στον πατέρα του στην κωμόπολη Πασίφικ Γκρόουβ στην Καλιφόρνια στην Χερσόνησο του Μοντερέυ, λίγα τετράγωνα μακριά από την πόλη του Μοντερέυ. Ο πατέρας του Στάινμπεκ τού παρείχε στέγαση δωρεάν μαζί με χαρτί για τα χειρόγραφά του και πολύ σημαντικά δάνεια στα τέλη του 1928, τα οποία επέτρεψαν στον Στάινμπεκ να εγκαταλείψει μια πολύ κουραστική δουλειά σε μια αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο και να επικεντρωθεί στην τέχνη του.
Μετά την έκδοση του μυθιστορήματος Η Πεδιάδα της Τορτίλα (Tortilla Flat) το 1935, η οποία διαδραματίζεται στο Μοντερέυ, της πρώτης του εμπορικής επιτυχίας, οι Στάινμπεκ αναδύθηκαν από τη σχετική φτώχεια κι έχτισαν ένα καλοκαιρινό ράντσο-σπίτι στην κωμόπολη Λος Γκάτος. Το 1940 πήγε ένα ταξίδι γύρω από τον Κόλπο της Καλιφόρνια μαζί με τον στενό του φίλο, Εντ Ρίκετς, για να μαζέψουν βιολογικά δείγματα. Το έργο The Log from the Sea of Cortez περιγράφει την εμπειρία του. Αν και η Κάρολ συνόδευσε τον Στάινμπεκ στο ταξίδι, ο γάμος τους είχε αρχίσει να έχει προβλήματα μέχρι εκείνη την εποχή, και θα τελείωνε τελικά το 1941, τον καιρό που ο Στάινμπεκ δούλευε στο χειρόγραφο για το βιβλίο.
Το 1943,ο Στάινμπεκ κατέθεσε αίτηση διαζυγίου κατά της Κάρολ και νυμφεύθηκε την Γκουίντολιν («Γκουίν») Κόνγκερ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά - τον συγγραφέα Τόμας (Τομ) Μάιλς Στάινμπεκ το 1944 και τον συγγραφέα και πολεμικό ανταποκριτή Τζον Στάινμπεκ IV (1946-1991). Ο Στάινμπεκ και η δεύτερη σύζυγός του χώρισαν το 1950. Τον Δεκέμβριο του 1950, ο Στάινμπεκ νυμφεύθηκε την προϊσταμένη σκηνής Ελέιν Σκοτ μέσα σε μια εβδομάδα από την οριστικοποίηση του διαζυγίου της από τον ηθοποιό Ζάκαρι Σκοτ. Αυτός ο γάμος διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Στάινμπεκ το 1968.
Το 1948 ο Στάινμπεκ περιηγήθηκε στη Σοβιετική Ένωση με τον φημισμένο φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα. Επισκέφτηκαν τη Μόσχα, το Κίεβο, την Τιφλίδα, το Μπατούμι και το Στάλινγκραντ. Το βιβλίο του για τις εμπειρίες τους Ρωσικό Ημερολόγιο, εικονογραφήθηκε με φωτογραφίες του Κάπα. Εκείνη τη χρονιά εκλέχτηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων.
Το 1962 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην επίσημη ομιλία του στην Ακαδημία της Στοκχόλμης είπε, μεταξύ άλλων, ότι "ο ίδιος ο άνθρωπος έχει καταστεί η μεγαλύτερή μας απειλή και η μοναδική μας ελπίδα". Επίσης αναφέρθηκε στο ρόλο του συγγραφέα "επιφορτισμένο με το καθήκον να αποκαλύπτει τα τρωτά και σφάλματά μας, να φέρει στο φως τα σκοτεινά και επικίνδυνα όνειρά μας, με σκοπό να βελτιώσει την ζωή μας".
Το 1966, ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Τελ Αβίβ για να επισκεφτεί τον χώρο του Βουνού της Ελπίδας, μιας αγροτικής κοινότητας ιδρυμένης από τον παππού του στο Ισραήλ, του οποίου ο αδελφός, Φρίντιχ Γκροσστάινμπεκ, δολοφονήθηκε από Άραβες διαγουμιστές στις 11 Ιανουαρίου 1858.
Ο Τζον Στάινμπεκ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 20 Δεκεμβρίου 1968 από καρδιακή ασθένεια και καρδιακή ανεπάρκεια. Ήταν 66 ετών και είχε υπάρξει σε όλη του τη ζωή καπνιστής. Η αυτοψία έδειξε σχεδόν πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών. Ο θάνατός του ήταν το τέλος μιας ζωής πολυκύμαντης και έντονης με τρεις γάμους και διαρκείς μετακινήσεις.
Σύμφωνα με τις επιθυμίες του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και μία τεφροδόχος που περιείχε τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας. Οι στάχτες του τοποθετήθηκαν μαζί με εκείνες των Χάμιλτον (παππούδων του). Η τρίτη σύζυγός του Ελέιν, θάφτηκε μαζί του το 2004. Είχε γράψει νωρίτερα στον γιατρό του πως ένιωθε πολύ βαθιά «μέσα στη σάρκα του» και πως δεν θα επιβίωνε τον σωματικό θάνατο του και ότι το βιολογικό τέλος της ζωής του θα ήταν και το οριστικό
Το σπίτι του Στάινμπεκ στο Σαλίνας της Καλιφόρνια
.
Λογοτεχνική καριέρα
Ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος έχει υπογράψει δύο από τα γνωστότερα μυθιστορήματα. Το 1962 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του, στο οποίο παρουσιάζει με χιούμορ τους απλοϊκούς ανθρώπους στο σκληρό αγώνα τους για επιβίωση. "Στρατευμένος" εναντίον της κοινωνικής αδικίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης, πίστευε στην πανανθρώπινη συνείδηση και στη δυνατότητα του ανθρώπου να μεγαλουργήσει. Πολλές ταινίες άντλησαν "υλικό" από τα βιβλία του, ενώ και ο ίδιος έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Στάινμπεκ Το Χρυσό Κύπελλο (ή Η Χρυσή Κούπα) (Cup of Gold), που δημοσιεύτηκε το 1929, βασίζεται στη ζωή και τον θάνατο του κουρσάρου Χένρι Μόργκαν. Επικεντρώνεται στην επίθεση και λεηλασία της πόλης του Παναμά από τον Μόργκαν, η οποία κάποιες φορές αναφέρεται ως «Χρυσό Κύπελλο», και σε μια γυναίκα πιο ξανθιά και από τον ήλιο, η οποία λέγεται πως βρισκόταν εκεί.
Μετά το Χρυσό Κύπελλο, ανάμεσα στο 1931 και στο 1933 ο Στάινμπεκ παρήγαγε τρία μικρότερα έργα. Οι Βοσκές του Ουρανού (The Pastures of Heaven), δημοσιευμένο το 1932, αποτελούνταν συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες για μια κοιλάδα κοντά στο Μοντερέυ, που ανακαλύφθηκε από έναν Ισπανό δεκανέα ενώ καταδίωκε δραπέτες γηγενείς Ινδιάνους σκλάβους. Το 1933 ο Στάινμπεκ δημοσίευσε Το Κόκκινο Πόνι (The Red Pony), μια 100σέλιδη ιστορία με τέσσερα κεφάλαια, μια συρραφή αναμνήσεων από την παιδική ηλικία του Στάινμπεκ. Το Σ' Έναν Άγνωστο Θεό (To A God Unknown) διηγείται τη ζωή κάποιου που ρυθμίζει νόμιμα με την κυβέρνηση την πρόθεση να αποκτήσει τον τίτλο του (homesteader) και της οικογένειάς του, απεικονίζοντας ένα χαρακτήρα με μία πρωτόγονη και παγανιστική λατρεία για τη γη στην οποία εργάζεται.
Ο Στάινμπεκ κατάφερε την πρώτη του επιτυχία με το μυθιστόρημα Η Πεδιάδα της Τορτίλια (Tortillia Flat,1935), το οποίο κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια. Το βιβλίο απεικονίζει τις περιπέτειες μιας ομάδας αταξικών και συνήθως άστεγων νεαρών αντρών στο Μοντερέυ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο πριν την Ποταπαγόρευση. Οι χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιάζονται με μια ειρωνική σύγκριση με μυθικούς ιππότες σε μια αναζήτηση, απορρίπτουν όλα τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα της αμερικανικής κοινωνίας για να απολαύσουν έναν έκλυτο βίο, επικεντρωμένο στο κρασί, τη λαγνεία, τη συντροφικότητα και τις μικροκλοπές. Το βιβλίο έγινε ταινία το 1942, με πρωταγωνιστές τους Σπένσερ Τρέισι, Χέντι Λαμάρ και Τζον Γκάρφιλντ, φίλο του Στάινμπεκ.
Ο Στάινμπεκ ξεκίνησε να γράφει μια σειρά με «ιστορίες της Καλιφόρνια» και φανταστικές ιστορίες σχετικά με τις αμμοθύελλες που σάρωσαν τις πεδιάδες των ΗΠΑ και του Καναδά από το 1930 έως το 1936 (Dust Bowl), προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι ιστορίες αυτές τοποθετούνταν ανάμεσα σε καθημερινούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle), Άνθρωποι και Ποντίκια (Of Mice and Men) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath). Το Άνθρωποι και Ποντίκια, που ασχολείται με τα όνειρα δύο μεταναστών εργατών που δουλεύουν το χώμα της Καλιφόρνια, επευφημήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς.
Η θεατρική μεταφορά του Άνθρωποι και Ποντίκια σημείωσε τεράστια επιτυχία, με πρωταγωνιστές τον Μπρόντερικ Κρόφορντ ως τον πνευματικά παιδαριώδη αλλά σωματικά δυνατό πλανόδιο εργάτη αγροκτημάτων, «Λένι» και τον Ουάλλας Φορντ ως τον σύντροφό του, «Τζορτζ». Παρολ'αυτά, ο Στάινμπεκ αρνήθηκε να ταξιδέψει από το σπίτι του στην Καλιφόρνια για να παρακολουθήσει μια παράσταση του έργου όσο παιζόταν στη Νέα Υόρκη, λέγοντας στον Κάουφμαν ότι το έργο όπως υπήρχε στο δικό του μυαλό ήταν «τέλειο» και οτιδήποτε παρουσιαζόταν στη σκηνή θα ήταν απλώς μια απογοήτευση. Ο Στάινμπεκ θα έγραφε δύο ακόμα θεατρικά έργα (Το Φεγγάρι Χαμήλωσε και Burning Bright).
Το Άνθρωποι και Ποντίκια μεταφέρθηκε το 1939 από το Χόλιγουντ στον κινηματογράφο, όπου έπαιζε ο Λον Τσάνι ο Νεότερος (ο οποίος είχε υποδυθεί αυτό τον ρόλο και στην παραγωγή του έργου στο Λος Άντζελες) τον Λένι και ο Μπέρτζες Μέρεντιθ τον Τζορτζ. Ο Στάινμπεκ ακολούθησε το κύμα της επιτυχίας με Τα Σταφύλια της Οργής (1939), βασισμένο σε άρθρα που είχε δημοσιεύσει σε εφημερίδα στο Σαν Φρανσίσκο. Το μυθιστόρημα θα θεωρούνταν από πολλούς το καλύτερο έργο του. Κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 1940, ενώ έγινε περίφημη ταινία σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ, με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα ως Τομ Τζόουντ, ο οποίος προτάθηκε για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για αυτή την ερμηνεία του.
Η επιτυχία του Τα Σταφύλια της Οργής δεν στερήθηκε αμφισβητήσεων, καθώς οι φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις του Στάινμπεκ, η απεικόνιση της αρνητικής πλευράς του καπιταλισμού και η επανερμηνεία των ιστορικών γεγονότων των μεταναστεύσεων εξαιτίας του Dust Bowl οδήγησαν σε αντιδράσεις εναντίον του συγγραφέα, ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πράγματι, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο ήταν και άσεμνο και παραπλανητικό σχετικά με τις συνθήκες στην επαρχία, το Συμβούλιο της επαρχίας Κερν απαγόρευσε το βιβλίο από τα δημόσια σχολεία και βιβλιοθήκες της επαρχίας τον Αύγουστο του 1939. Αυτή η απαγόρευση ίσχυε μέχρι τον Ιανουάριο του 1941. Σχετικά με αυτές τις αντιρρήσεις, ο Στάινμπεκ έγραψε, «Η δυσφήμισή μου εκεί έξω από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τραπεζίτες είναι αρκετά κακή. Το τελευταίο είναι μια φήμη από αυτούς ότι οι κάτοικοι της Οκλαχόμα με μισούν και έχουν απειλήσει να με σκοτώσουν επειδή λέω ψέματα γι' αυτούς. Είμαι τρομοκρατημένος με την αυξανόμενη οργή από αυτό το καταραμένο πράγμα. Έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο, εννοώ ένα είδος υστερίας αναπτύσσεται για το βιβλίο και αυτό δεν είναι καθόλου υγιές.»
Οι κινηματογραφικές εκδοχές των Τα Σταφύλια της Οργής και Άνθρωποι και Ποντίκια (από δύο διαφορετικά κινηματογραφικά στούντιο) γυρίζονταν ταυτόχρονα, επιτρέποντας στον Στάινμπεκ να περνάει μια ολόκληρη μέρα στο πλατό του Τα Σταφύλια της Οργής και την επόμενη μέρα στο πλατό του Άνθρωποι και Ποντίκια.
Λογοτεχνική καριέρα
Ο Αμερικανός μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος έχει υπογράψει δύο από τα γνωστότερα μυθιστορήματα. Το 1962 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το έργο του, στο οποίο παρουσιάζει με χιούμορ τους απλοϊκούς ανθρώπους στο σκληρό αγώνα τους για επιβίωση. "Στρατευμένος" εναντίον της κοινωνικής αδικίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης, πίστευε στην πανανθρώπινη συνείδηση και στη δυνατότητα του ανθρώπου να μεγαλουργήσει. Πολλές ταινίες άντλησαν "υλικό" από τα βιβλία του, ενώ και ο ίδιος έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο.
Το πρώτο μυθιστόρημα του Στάινμπεκ Το Χρυσό Κύπελλο (ή Η Χρυσή Κούπα) (Cup of Gold), που δημοσιεύτηκε το 1929, βασίζεται στη ζωή και τον θάνατο του κουρσάρου Χένρι Μόργκαν. Επικεντρώνεται στην επίθεση και λεηλασία της πόλης του Παναμά από τον Μόργκαν, η οποία κάποιες φορές αναφέρεται ως «Χρυσό Κύπελλο», και σε μια γυναίκα πιο ξανθιά και από τον ήλιο, η οποία λέγεται πως βρισκόταν εκεί.
Μετά το Χρυσό Κύπελλο, ανάμεσα στο 1931 και στο 1933 ο Στάινμπεκ παρήγαγε τρία μικρότερα έργα. Οι Βοσκές του Ουρανού (The Pastures of Heaven), δημοσιευμένο το 1932, αποτελούνταν συνδεδεμένες μεταξύ τους ιστορίες για μια κοιλάδα κοντά στο Μοντερέυ, που ανακαλύφθηκε από έναν Ισπανό δεκανέα ενώ καταδίωκε δραπέτες γηγενείς Ινδιάνους σκλάβους. Το 1933 ο Στάινμπεκ δημοσίευσε Το Κόκκινο Πόνι (The Red Pony), μια 100σέλιδη ιστορία με τέσσερα κεφάλαια, μια συρραφή αναμνήσεων από την παιδική ηλικία του Στάινμπεκ. Το Σ' Έναν Άγνωστο Θεό (To A God Unknown) διηγείται τη ζωή κάποιου που ρυθμίζει νόμιμα με την κυβέρνηση την πρόθεση να αποκτήσει τον τίτλο του (homesteader) και της οικογένειάς του, απεικονίζοντας ένα χαρακτήρα με μία πρωτόγονη και παγανιστική λατρεία για τη γη στην οποία εργάζεται.
Ο Στάινμπεκ κατάφερε την πρώτη του επιτυχία με το μυθιστόρημα Η Πεδιάδα της Τορτίλια (Tortillia Flat,1935), το οποίο κέρδισε το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια. Το βιβλίο απεικονίζει τις περιπέτειες μιας ομάδας αταξικών και συνήθως άστεγων νεαρών αντρών στο Μοντερέυ μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο πριν την Ποταπαγόρευση. Οι χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιάζονται με μια ειρωνική σύγκριση με μυθικούς ιππότες σε μια αναζήτηση, απορρίπτουν όλα τα καθιερωμένα ήθη και έθιμα της αμερικανικής κοινωνίας για να απολαύσουν έναν έκλυτο βίο, επικεντρωμένο στο κρασί, τη λαγνεία, τη συντροφικότητα και τις μικροκλοπές. Το βιβλίο έγινε ταινία το 1942, με πρωταγωνιστές τους Σπένσερ Τρέισι, Χέντι Λαμάρ και Τζον Γκάρφιλντ, φίλο του Στάινμπεκ.
Ο Στάινμπεκ ξεκίνησε να γράφει μια σειρά με «ιστορίες της Καλιφόρνια» και φανταστικές ιστορίες σχετικά με τις αμμοθύελλες που σάρωσαν τις πεδιάδες των ΗΠΑ και του Καναδά από το 1930 έως το 1936 (Dust Bowl), προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Οι ιστορίες αυτές τοποθετούνταν ανάμεσα σε καθημερινούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle), Άνθρωποι και Ποντίκια (Of Mice and Men) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath). Το Άνθρωποι και Ποντίκια, που ασχολείται με τα όνειρα δύο μεταναστών εργατών που δουλεύουν το χώμα της Καλιφόρνια, επευφημήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς.
Η θεατρική μεταφορά του Άνθρωποι και Ποντίκια σημείωσε τεράστια επιτυχία, με πρωταγωνιστές τον Μπρόντερικ Κρόφορντ ως τον πνευματικά παιδαριώδη αλλά σωματικά δυνατό πλανόδιο εργάτη αγροκτημάτων, «Λένι» και τον Ουάλλας Φορντ ως τον σύντροφό του, «Τζορτζ». Παρολ'αυτά, ο Στάινμπεκ αρνήθηκε να ταξιδέψει από το σπίτι του στην Καλιφόρνια για να παρακολουθήσει μια παράσταση του έργου όσο παιζόταν στη Νέα Υόρκη, λέγοντας στον Κάουφμαν ότι το έργο όπως υπήρχε στο δικό του μυαλό ήταν «τέλειο» και οτιδήποτε παρουσιαζόταν στη σκηνή θα ήταν απλώς μια απογοήτευση. Ο Στάινμπεκ θα έγραφε δύο ακόμα θεατρικά έργα (Το Φεγγάρι Χαμήλωσε και Burning Bright).
Το Άνθρωποι και Ποντίκια μεταφέρθηκε το 1939 από το Χόλιγουντ στον κινηματογράφο, όπου έπαιζε ο Λον Τσάνι ο Νεότερος (ο οποίος είχε υποδυθεί αυτό τον ρόλο και στην παραγωγή του έργου στο Λος Άντζελες) τον Λένι και ο Μπέρτζες Μέρεντιθ τον Τζορτζ. Ο Στάινμπεκ ακολούθησε το κύμα της επιτυχίας με Τα Σταφύλια της Οργής (1939), βασισμένο σε άρθρα που είχε δημοσιεύσει σε εφημερίδα στο Σαν Φρανσίσκο. Το μυθιστόρημα θα θεωρούνταν από πολλούς το καλύτερο έργο του. Κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ το 1940, ενώ έγινε περίφημη ταινία σε σκηνοθεσία Τζον Φορντ, με πρωταγωνιστή τον Χένρι Φόντα ως Τομ Τζόουντ, ο οποίος προτάθηκε για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για αυτή την ερμηνεία του.
Η επιτυχία του Τα Σταφύλια της Οργής δεν στερήθηκε αμφισβητήσεων, καθώς οι φιλελεύθερες πολιτικές απόψεις του Στάινμπεκ, η απεικόνιση της αρνητικής πλευράς του καπιταλισμού και η επανερμηνεία των ιστορικών γεγονότων των μεταναστεύσεων εξαιτίας του Dust Bowl οδήγησαν σε αντιδράσεις εναντίον του συγγραφέα, ιδιαίτερα στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Πράγματι, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο ήταν και άσεμνο και παραπλανητικό σχετικά με τις συνθήκες στην επαρχία, το Συμβούλιο της επαρχίας Κερν απαγόρευσε το βιβλίο από τα δημόσια σχολεία και βιβλιοθήκες της επαρχίας τον Αύγουστο του 1939. Αυτή η απαγόρευση ίσχυε μέχρι τον Ιανουάριο του 1941. Σχετικά με αυτές τις αντιρρήσεις, ο Στάινμπεκ έγραψε, «Η δυσφήμισή μου εκεί έξω από τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τραπεζίτες είναι αρκετά κακή. Το τελευταίο είναι μια φήμη από αυτούς ότι οι κάτοικοι της Οκλαχόμα με μισούν και έχουν απειλήσει να με σκοτώσουν επειδή λέω ψέματα γι' αυτούς. Είμαι τρομοκρατημένος με την αυξανόμενη οργή από αυτό το καταραμένο πράγμα. Έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο, εννοώ ένα είδος υστερίας αναπτύσσεται για το βιβλίο και αυτό δεν είναι καθόλου υγιές.»
Οι κινηματογραφικές εκδοχές των Τα Σταφύλια της Οργής και Άνθρωποι και Ποντίκια (από δύο διαφορετικά κινηματογραφικά στούντιο) γυρίζονταν ταυτόχρονα, επιτρέποντας στον Στάινμπεκ να περνάει μια ολόκληρη μέρα στο πλατό του Τα Σταφύλια της Οργής και την επόμενη μέρα στο πλατό του Άνθρωποι και Ποντίκια.
Εντ Ρίκετς
Κατά τη δεκαετία του '30 και του '40, ο βιολόγος και οικολόγος, Εντ Ρίκετς, ενέπνευσε έντονα το γράψιμο του Στάινμπεκ. Ο Στάινμπεκ πήγαινε με συχνά μικρές εκδρομές με τον Ρίκετς στις ακτές της Καλιφόρνια για να βρίσκει ο Στάινμπεκ χρόνο για ανάπαυση από το γράψιμό του και να συλλέγουν βιολογικά δείγματα, τα οποία ο Ρίκετς πουλούσε ως επάγγελμα. Το κοινό τους βιβλίο για μία αποστολή για να συλλέξουν δείγματα από τον Κόλπο της Καλιφόρνια το 1940, το οποίο ήταν εν μέρει βιβλίο ταξιδιωτικού περιεχομένου και εν μέρει ασχολούνταν με τη φυσική ιστορία, δημοσιευμένο μόλις οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δε βρήκε κανένα κοινό και οι πωλήσεις δεν πήγαν καλά. Παρόλ' αυτά, το 1951, ο Στάινμπεκ επαναδημοσίευσε το αφηγηματικό μέρος του βιβλίου ως The Log from the Sea of Cortez, με το όνομά του μόνο (αν και ο Ρίκετς είχε γράψει λίγο από αυτό). Αυτό το βιβλίο κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
Ο Ρίκετς υπήρξε το μοντέλο του Στάινμπεκ για τον χαρακτήρα του «Ντοκ» από το Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Road, 1945) και Γλυικά Πέμπτη (Sweet Thursday, 1954), τον «Φίλο Εντ» στο Burning Bright και χαρακτήρες των Σε Αμφίβολη Μάχη (In Dubious Battle, 1936) και Τα Σταφύλια της Οργής (The Grapes of Wrath, 1939). Οικολογικά θέματα επαναλαμβάνονται συχνά σε μυθιστορήματα του Στάινμπεκ εκείνη την περίοδο.
Οι στενές σχέσεις του Στάινμπεκ με τον Ρίκετς τελείωσαν το 1941 όταν ο Στάινμπεκ μετακόμισε από το Πασίφικ Γκρόουβ και χώρισε με τη γυναίκα του, Κάρολ. Ο βιογράφος του Ρίκετς, Έρικ Ένο Ταμ, σημειώνει ότι, εκτός από το Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden, 1952), το γράψιμο του Στάινμπεκ παρήκμασε βαθμιαία μετά τον πρόωρο θάνατο του Ρίκετς το 1948.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος
Το μυθιστόρημά του Το Φεγγάρι Χαμήλωσε (1942) σχετικά με το πνεύμα αντίστασης, το οποίο έχει ως πηγή έμπνευσης το Σωκράτη, σε ένα κατειλημμένο από τους Ναζί χωριό στη Βόρεια Ευρώπη, έγινε σχεδόν αμέσως ταινία. Πολλοί υποθέτουν πως η ανώνυμη χώρα του μυθιστορήματος είναι η Νορβηγία και το 1945 ο Στάινμπεκ έλαβε το Μετάλλιο της Ελευθερίας από το Νορβηγό βασιλιά Χαακόν ΣΤ' για τη λογοτεχνική συνεισφορά του στο κίνημα της νορβηγικής αντίστασης.
Το 1943, ο Στάινμπεκ υπηρέτησε ως πολεμικός ανταποκριτής στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune και δούλεψε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (τον πρόγονο της CIA), Εκείνη την εποχή έγινε φίλος με τον Ουίλ Λανγκ Τζ. του περιοδικού Life. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Στάινμπεκ ακολούθησε τις αποστολές κομάντο του προγράμματος Beach Jumpers του Ντάγκλας Φέρμπανκς Τζ., οι οποίες εξαπέλυαν επιχειρήσεις αντιπερισπασμού με μικρές μονάδες εναντίον νησιών Μεσογείου που κρατούνταν από τους Γερμανούς. Κάποια από τα γραπτά του εκείνης της περιόδου ενσωματώθηκαν σε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο Ήταν Κάποτε ένας Πόλεμος (Once There Was A War,1958).
Ο Στάινμπεκ επέστρεψε από τον πόλεμο με αρκετά τραύματα από οβίδες αλλά φέροντας και ψυχολογικά τραύματα. Θεράπευσε τον εαυτό του, όπως πάντα, γράφοντας. Έγραψε το Στον ίσκιο του θανάτου (Lifeboat, 1944) του Άλφρεντ Χίτσκοκ και την ταινία A Medal for Benny (1945) μαζί με τον σεναριογράφο Τζακ Ουάγκνερ σχετικά με φίλους (paisanos) από την Πεδιάδα της Τορτίλια που πηγαίνουν στον πόλεμο. Αργότερα ζήτησε να αφαιρεθεί το όνομα του από τους τίτλους του Στον ίσκιο του θανάτου διότι πίστευε πως η τελική μορφή της ταινίας περιείχε ρατσιστικά υπονοούμενα. Το 1944, υποφέροντας από νοσταλγία για τη ζωή του στο Μοντερέυ και το Πασίφικ Γκρόουβ τη δεκαετία του '30, έγραψε και το Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες (Cannery Row,1945), το οποίο έγινε τόσο διάσημο ώστε η Λεωφόρος Ocean View στο Μοντερέυ, όπου διαδραματίζεται το βιβλίο, μετονομάστηκε τελικά σε Cannery Row το 1958.
Μετά το τέλος του πολέμου έγραψε Το Μαργαριτάρι (The Pearl, 1947) ξέροντας ήδη πως θα γυριστεί σε ταινία. Η ιστορία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τεύχος του Δεκεμβρίου του 1945 στο περιοδικό Woman's Home Companion ως Το Μαργαριτάρι του Κόσμου. Εικονογραφήθηκε από τον Τζον Άλαν Μάξγουελ. Το μυθιστόρημα είναι μια ευφάνταστη αφήγηση μιας ιστορίας που άκουσε ο Στάινμπεκ στη Λα Παζ το 1940, όπως αφηγείται στο The Log From the Sea of Cortez, την οποία περιέγραψε στο Κεφάλαιο 11 ως «τόσο σαν παραβολή που σχεδόν δεν μπορεί να είναι». Ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στο Μεξικό για τα γυρίσματα με τον Ουάγκνερ, ο οποίος βοήθησε με το σενάριο. Στο ταξίδι θα εμπνεόταν από την ιστορία του Εμιλιάνο Ζαπάτα και κατόπιν έγραψε ένα κινηματογραφικό σενάριο (Viva Zapata!) σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν
.
Νέα Υόρκη
Μετά το διαζύγιο του από την Γκουέντολιν Κόνγκερ και τον θάνατο του Εντ Ρίκετς (όταν το αυτοκίνητό του χτυπήθηκε από τρένο το 1948), ο Στάινμπεκ παντρεύτηκε για τελευταία φορά το 1950. Λίγο αργότερα άρχισε να δουλεύει πάνω στο Ανατολικά της Εδέμ (1952), το οποίο θεωρούσε το καλύτερο του έργο.
Το 1952, ο Τζον Στάινμπεκ εμφανίστηκε ως αφηγητής στην ταινία της 20th Century Fox Το Τελευταίο Φύλλο (O. Henry's Full House). Αν και ο Στάινμπεκ αργότερα παραδέχτηκε ότι ένιωθε άβολα μπροστά στην κάμερα, παρείχε ενδιαφέρουσες εισαγωγές σε αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές διηγημάτων του θρυλικού συγγραφέα Ο. Χένρι. Περίπου την ίδια εποχή, ο Στάινμπεκ ηχογράφησε αναγνώσεις αρκετών διηγημάτων του για την Columbia Records. Παρά την κάποια έλλειψη άνεσης από τον Στάινμπεκ, οι ηχογραφήσεις παρέχουν μια καταγραφή της βαθιάς, ηχηρής φωνής του.
Μετά την επιτυχία του Viva Zapata!, ο Στάινμπεκ συνεργάστηκε με τον Καζάν στο Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden), το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Τζέημς Ντην.
Νέα Υόρκη
Μετά το διαζύγιο του από την Γκουέντολιν Κόνγκερ και τον θάνατο του Εντ Ρίκετς (όταν το αυτοκίνητό του χτυπήθηκε από τρένο το 1948), ο Στάινμπεκ παντρεύτηκε για τελευταία φορά το 1950. Λίγο αργότερα άρχισε να δουλεύει πάνω στο Ανατολικά της Εδέμ (1952), το οποίο θεωρούσε το καλύτερο του έργο.
Το 1952, ο Τζον Στάινμπεκ εμφανίστηκε ως αφηγητής στην ταινία της 20th Century Fox Το Τελευταίο Φύλλο (O. Henry's Full House). Αν και ο Στάινμπεκ αργότερα παραδέχτηκε ότι ένιωθε άβολα μπροστά στην κάμερα, παρείχε ενδιαφέρουσες εισαγωγές σε αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές διηγημάτων του θρυλικού συγγραφέα Ο. Χένρι. Περίπου την ίδια εποχή, ο Στάινμπεκ ηχογράφησε αναγνώσεις αρκετών διηγημάτων του για την Columbia Records. Παρά την κάποια έλλειψη άνεσης από τον Στάινμπεκ, οι ηχογραφήσεις παρέχουν μια καταγραφή της βαθιάς, ηχηρής φωνής του.
Μετά την επιτυχία του Viva Zapata!, ο Στάινμπεκ συνεργάστηκε με τον Καζάν στο Ανατολικά της Εδέμ (East of Eden), το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Τζέημς Ντην.
Έργα (και οι ελληνικές εκδόσεις τους)
1929: Cup of Gold, μυθιστόρημα
Το χρυσό κύπελλο, μτφ. Σωτ.Πατατζής, (χχ)
Η χρυσή κούπα, μτφ. Κίρα Σίνου (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1995)
1932: The Pastures of Heaven, μυθιστόρημα
Οι Ουράνιες Βοσκές, μτφ. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη (εκδ. "Γ.Δ.Παπαδημητρίου", 1951)
Τα λιβάδια του ουρανού, μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος (εκδ. "Παπαδόπουλος", 2015)
1933: The Red Pony, νουβέλα σε 4 επεισόδια
Το κόκκινο πουλάρι , μτφ. Δ.Π.Κωστελένος (εκδ."Άγκυρα", 1975)
Το κόκκινο αλογάκι, μτφ. Φώντας Κονδύλης (εκδ. "Καστανιώτης" στη σειρά Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας, 1981)
1933: To A God Unknown, μυθιστόρημα (Σ' έναν Άγνωστο Θεό)
μτφ. Γιάννης Κριμπάς (εκδ. "Άγκυρα", 1972, 1975, 1998)
μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. "Αναστασιάδης", 1996)
1935: Tortilla Flat, μυθιστόρημα
Τορτίλα φλατ, μτφ. Άρης Αλεξάνδρου (εκδ."Γκοβόστης", α΄ έκδ. 1952, β΄ έκδ. 2003)
Τορτίλα φλατ, μτφ. Μάχη Δημοπούλου (εκδ. "Αυλός", 1967)
Η πεδιάδα της Τορτίλια, μτφ. Κώστας Π. Νεστορίδης (στο βιβλίο «Η πεδιάδα της Τορτίλια - Άνθρωποι και ποντίκια - Το μαργαριτάρι» των εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1989)
1936: In Dubious Battle, μυθιστόρημα
Σε Αμφίβολη Μάχη, μτφ. Άρης Σφακιανάκης (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1989)
1937: Of Mice And Men, (Άνθρωποι και Ποντίκια) μυθιστόρημα. Διασκευάστηκε στην συνέχεια από τον συγγραφέα σε θεατρικό έργο)
μτφ. Αλίκη Βρανά (εκδ. "Άγκυρα" 1971 & 1975)
μτφ. Κοσμάς Πολίτης, (εκδ. "Αναστασιάδης", 1996)
μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος (εκδ. "Παπαδόπουλος", 2013)
1938: The Long Valley, συλλογή διηγημάτων
Η Μακριά Κοιλάδα, μτφ. Γρηγόρης Αζαριάζης και Α. Χριστοφορίδης (εκδ. "Γράμματα", 1981)
1939: The Grapes of Wrath (Τα Σταφύλια της Οργής), μυθιστόρημα (βραβείο Βραβείο Πούλιτζερ (Μυθοπλασίας))
μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. Βιβλιοθήκη για όλους, χχ, και εκδ. "Γράμματα", α' έκδ. 1982, επανέκδοση 2006)
μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος (εκδ. "Παπαδόπουλος", 2014)
1941: The Log from the Sea of Cortez. Λογοτεχνική περιγραφή ενός θαλασσινού ταξιδιού που έκανε με τον φίλο του και μέντορά του Εντ Ρίκετς στο κόλπο της Καλιφόρνια.
Θάλασσα του Κορτέζ, μτφ. Παντελής Ανδρικόπουλος (απόσπασμα της νουβέλας στο βιβλίο «Θαλασσινές ιστορίες» των εκδ. "Νάρκισσος", 2005)
1941: The Forgotten Village (Το ξεχασμένο χωριό), σενάριο ντοκυμαντέρ
1942: The Moon is Down, μυθιστόρημα. Μετάφραση του Κοσμά Πολίτη που κυκλοφόρησε με τους τίτλους :
Το Φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", χχ)
Το φεγγάρι χαμήλωσε (εκδ. "Αναστασιάδης" για ενήλικες, 1997)
Το Φεγγάρι έπεσε (εκδ. "Νεφέλη" στη σειρά Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας, 1998)
1944: Lifeboat (Σωσίβια λέμβος), σενάριο κινηματογραφικού έργου με τον ελληνικό τίτλο Στον ίσκιο του θανάτου
1945: Cannery Row, μυθιστόρημα (Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες)
μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. "Γράμματα", 2011)
μτφ. Δ.Π.Κωστελένος (εκδ. "Παγκόσμια Λογοτεχνία", χχ)
1947: The Wayward Bus, μυθιστόρημα. Κατά λέξιν Το ιδιότροπο λεωφορείο. Κυκλοφόρησε στα Ελληνικά με τους τίτλους :
Ναυάγια, μτφ. Ρένος Πολίτης (εκδ."Κλασσική Βιβλιοθήκη", 1960)
Οι ταξιδιώτες μτφ. Αγγελική Βαλαβάνη (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1989)
1948: The Pearl, μυθιστόρημα (Το Μαργαριτάρι)
μτφ. Λέανδρος Πολενάκης (εκδ. "Άγκυρα" 1971 και 1975)
μτφ. Γιάννης Θωμόπουλος (εκδ. "Μίνωας", σειρά Παιδικής και Εφηβικής Λογοτεχνίας, 1991)
μτφ. Κώστας Π. Νεστορίδης (στο βιβλίο «Η πεδιάδα της Τορτίλια - Άνθρωποι και ποντίκια -Το μαργαριτάρι» των εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1989)
1948: A Russian Journal, ταξιδιωτικό
Ρωσικό Ημερολόγιο, μτφ. Κίρα Σίνου (εκδ. "Κέδρος", 2009)
1950: Burning Bright, νουβέλα
1952: East of Eden, μυθιστόρημα (Ανατολικά της Εδέμ)
μτφ. Κοσμάς Πολίτης (εκδ. "Αυλός", χχ. και εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1994)
μτφ. Μιχάλης Μακρόπουλος (εκδ. "Παπαδόπουλος", 2016)
1952: Viva Zapata!, σενάριο – Βίβα Ζαπάτα!
1954: Sweet Thursday, μυθιστόρημα
Γλυκιά Πέμπτη, μτφ. Αγγελική Βαλαβάνη (εκδ. "Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος", 1989)
1957: The Short Reign of Pippin IV, μυθιστόρημα πολιτικής σάτιρας
Η σύντομη βασιλεία του Πιπίνου, μτφ. Αλκμήνης Πάκα (εκδ. "Παρατηρητής", 1986)
1958: Once There Was a War, συλλογή άρθρων που έγραψε την περίοδο που δούλευε σαν πολεμικός ανταποκριτής για τη "New York Herald Tribune" από τον Ιούνιο ως και τον Δεκέμβριο του 1943
1961: The Winter of Our Discontent, μυθιστόρημα
Ο χειμώνας της πίκρας μας, μτφ. Μανώλης Κορνήλιος (εκδ."Αυλός", 1967)
Ο Χειμώνας της διχόνοιας, μτφ. Νέστορας Χούνος και Αλίκη Ακοντίδου (εκδ. "Αποσπερίτης", 1998)
1962: Travels With Charley: In Search of America, λογοτεχνική περιγραφή του ταξιδιού που έκανε με το αυτοκίνητό του και τον σκύλο του τον Τσάρλι, το 1960
Ταξίδια με τον Τσάρλυ: Αναζητώντας την Αμερική', μτφ. Σώτη Τριανταφύλλου (εκδ. "Νεφέλη", 2012)
1966: America and Americans (Η Αμερική και οι Αμερικανοί), συλλογή των δημοσιογραφικών άρθρων του συγγραφέα
https://el.wikipedia.org/
Ένα άρθρο του Τζον Στάινμπεκ, για την κρίση του 1929 στην Αμερική
ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΟ 1929. ΕΙΧΑΜΕ ΠΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΗ (εγώ όχι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι, ναι). Θυμάμαι τα ζαλισμένα και ευτυχισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που έφτιαχναν χάρτινες περιουσίες με τις μετοχές του χρηματιστηρίου. «Σήμερα κέρδισα δέκα χιλιάδες δολάρια μέσα σε δέκα λεπτά. Συνολικά, αυτήν τη βδομάδα κέρδισα ογδόντα χιλιάδες». ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΟΔΟΠΟΙΙΑΣ έτρεχαν στους τηλεφωνικούς θαλάμους για να καλέσουν τους παίκτες. Όλοι έπαιζαν στο χρηματιστήριο, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Στη διακοπή για γεύμα, υπάλληλοι και γραμματείς μελετούσαν το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου μασώντας σάντουιτς και λογάριαζαν τις περιουσίες που συσσωρεύονταν. Τα μάτια τους είχαν την ίδια έκφραση που βλέπουμε στο τραπέζι της ρουλέτας. ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΔΙΑΥΓΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΓΙΑΤΙ ΒΡΙΣΚΟΜΟΥΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, γράφοντας βιβλία που κανείς δεν αγόραζε. Δεν είχα ούτε τα ελάχιστα που ήταν αναγκαία, για να αρχίσω να φτιάχνω μια δική μου περιουσία. Από τις βιτρίνες έβλεπα τα τρελά ψώνια, το χαβιάρι και τη σαμπάνια, μύριζα το μεθυστικό άρωμα των ντυμένων με γούνες κυριών, που έβγαιναν λάμποντας από το θέατρο. ΕΠΕΙΤΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΠΑΨΑΝ ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΟΥΝ και αυτό το είδα με διαύγεια, επειδή είχα ασκηθεί από καιρό στην οικονομική ύφεση. Δε συμπαρασύρθηκα στην πτώση. Θυμάμαι ότι έδιναν συνεντεύξεις και ξανά συνεντεύξεις οι Big Boys, εκείνοι που γνώριζαν. Ορισμένοι αγόραζαν διαφημιστικό χώρο για να καθησυχάσουν τους εκατομμυριούχους που καταστρέφονταν: «Είναι μόνο μια φυσιολογική υποτίμηση», «Μη φοβάστε, αγοράστε, συνεχίστε να αγοράζετε». Ωστόσο, οι Big Boys πουλούσαν και η αγορά έκανε το μπαμ. ΕΠΕΙΤΑ ΗΡΘΕ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΤΡΑΠΗΚΕ ΣΕ ΑΠΑΘΕΣ ΣΟΚ. Όταν το χρηματιστήριο κατέρρευσε, έκλεισαν τα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα χαλυβουργεία και τότε κανείς δε μπορούσε πλέον να αγοράσει τίποτα, ούτε καν για να φάει. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΓΥΡΝΟΥΣΑΝ ΑΠΟ ΔΩ ΚΙ ΑΠΟ ΚΕΙ ΣΑΝ ΔΑΡΜΕΝΟΙ. Οι εφημερίδες έγραφαν για κατεστραμμένους ανθρώπους που έπεφταν από τα παράθυρα. ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΕΛΗΓΑΝ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ, είχαν καταστραφεί σοβαρά. Ένας φίλος είχε έναν θείο, πλουσιότατο εκατομμυριούχο. Μέσα σε λίγες βδομάδες πέρασε από τα εφτά εκατομμύρια στα δύο εκατομμύρια, αλλά δύο εκατομμύρια σε μετρητά. Έλεγε ότι δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να τρώει, και για κολατσιό έτρωγε μόνον ένα αυγό. Βαθούλωσαν τα μάγουλά του και τα μάτια του γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό. Κατέληξε να αυτοκτονήσει. Με δυο εκατομμύρια δολάρια νόμιζε ότι θα πεθάνει από πείνα. Αυτές ήταν οι αξίες. ΕΠΕΙΤΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ, μοναδική βεβαιότητα σε έναν ανασφαλή κόσμο. Έκαναν αγώνες δρόμου για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Υπήρξαν αγώνες και εξεγέρσεις και πλήθη αστυνομικών. Ορισμένες τράπεζες χρεοκόπησαν. Οι ειδήσεις άρχισαν να κυκλοφορούν. Έπειτα, τρομαγμένοι και οργισμένοι, οι άνθρωποι κατέληξαν να επιτίθενται στις τράπεζες και οι πόρτες τους έκλεισαν για πάντα. Ο ΧΟΥΒΕΡ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΟΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΕ ΤΟΝ ΟΙΚΤΟ. Στηρίχθηκε στο εγκυκλοπαιδικό του οπλοστάσιο των πεπαλαιωμένων διακηρύξεων. Η έμφυτη ανικανότητά του στο λόγο άγγιξε το μάξιμουμ του ταλέντου του. Η συμβουλή του προς τους ανέργους να πουλάνε μέλι έγινε το «ας φάνε παντεσπάνι» της δεκαετίας του ‘30. Τα συνθήματα της προεκλογικής του εκστρατείας -«Η ευημερία έρχεται σύντομα. Ένα κοτόπουλο σε κάθε τσουκάλι»- ηχούσαν σαρκαστικά στους ανήσυχους αρχάριους, που περίμεναν στις ουρές για να πάρουν λίγο ψωμί. Ομάδες μικρομετόχων έκαναν πορεία και ξεχύθηκαν στην Ουάσιγκτον. Το Κογκρέσο είχε εγκρίνει την πληρωμή των αποζημιώσεων, αλλά μόνο σε ένα μεταγενέστερο χρόνο. ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΓΚΙΤΑΤΟΡΕΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν πρώην στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει την πατρίδα, άνθρωποι φοβισμένοι, με οικογένειες πεινασμένες. Τα διαλυμένα πλήθη μπλοκάρισαν την κυκλοφορία και κόλλησαν σαν ένα μελίσσι στα σκαλοπάτια της πρωτεύουσας. Τα χρήματα χρησίμευαν αμέσως. Έφτιαξαν μια παραγκούπολη στην περιφέρεια της Ουάσιγκτον. Πολλοί είχαν μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους… Πηγή: www.doctv.gr
Ένα άρθρο του Τζον Στάινμπεκ, για την κρίση του 1929 στην Αμερική
ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ΤΟ 1929. ΕΙΧΑΜΕ ΠΙΑΣΕΙ ΤΗΝ ΚΑΛΗ (εγώ όχι, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι, ναι). Θυμάμαι τα ζαλισμένα και ευτυχισμένα πρόσωπα των ανθρώπων που έφτιαχναν χάρτινες περιουσίες με τις μετοχές του χρηματιστηρίου. «Σήμερα κέρδισα δέκα χιλιάδες δολάρια μέσα σε δέκα λεπτά. Συνολικά, αυτήν τη βδομάδα κέρδισα ογδόντα χιλιάδες». ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΜΑΣ ΠΟΛΗ ΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΤΕΣ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΟΔΟΠΟΙΙΑΣ έτρεχαν στους τηλεφωνικούς θαλάμους για να καλέσουν τους παίκτες. Όλοι έπαιζαν στο χρηματιστήριο, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο. Στη διακοπή για γεύμα, υπάλληλοι και γραμματείς μελετούσαν το δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου μασώντας σάντουιτς και λογάριαζαν τις περιουσίες που συσσωρεύονταν. Τα μάτια τους είχαν την ίδια έκφραση που βλέπουμε στο τραπέζι της ρουλέτας. ΕΓΩ ΕΙΧΑ ΜΙΑ ΔΙΑΥΓΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΓΙΑΤΙ ΒΡΙΣΚΟΜΟΥΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ, γράφοντας βιβλία που κανείς δεν αγόραζε. Δεν είχα ούτε τα ελάχιστα που ήταν αναγκαία, για να αρχίσω να φτιάχνω μια δική μου περιουσία. Από τις βιτρίνες έβλεπα τα τρελά ψώνια, το χαβιάρι και τη σαμπάνια, μύριζα το μεθυστικό άρωμα των ντυμένων με γούνες κυριών, που έβγαιναν λάμποντας από το θέατρο. ΕΠΕΙΤΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΠΑΨΑΝ ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΟΥΝ και αυτό το είδα με διαύγεια, επειδή είχα ασκηθεί από καιρό στην οικονομική ύφεση. Δε συμπαρασύρθηκα στην πτώση. Θυμάμαι ότι έδιναν συνεντεύξεις και ξανά συνεντεύξεις οι Big Boys, εκείνοι που γνώριζαν. Ορισμένοι αγόραζαν διαφημιστικό χώρο για να καθησυχάσουν τους εκατομμυριούχους που καταστρέφονταν: «Είναι μόνο μια φυσιολογική υποτίμηση», «Μη φοβάστε, αγοράστε, συνεχίστε να αγοράζετε». Ωστόσο, οι Big Boys πουλούσαν και η αγορά έκανε το μπαμ. ΕΠΕΙΤΑ ΗΡΘΕ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΤΡΑΠΗΚΕ ΣΕ ΑΠΑΘΕΣ ΣΟΚ. Όταν το χρηματιστήριο κατέρρευσε, έκλεισαν τα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα χαλυβουργεία και τότε κανείς δε μπορούσε πλέον να αγοράσει τίποτα, ούτε καν για να φάει. ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΓΥΡΝΟΥΣΑΝ ΑΠΟ ΔΩ ΚΙ ΑΠΟ ΚΕΙ ΣΑΝ ΔΑΡΜΕΝΟΙ. Οι εφημερίδες έγραφαν για κατεστραμμένους ανθρώπους που έπεφταν από τα παράθυρα. ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΤΕΛΗΓΑΝ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ, είχαν καταστραφεί σοβαρά. Ένας φίλος είχε έναν θείο, πλουσιότατο εκατομμυριούχο. Μέσα σε λίγες βδομάδες πέρασε από τα εφτά εκατομμύρια στα δύο εκατομμύρια, αλλά δύο εκατομμύρια σε μετρητά. Έλεγε ότι δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερνε να τρώει, και για κολατσιό έτρωγε μόνον ένα αυγό. Βαθούλωσαν τα μάγουλά του και τα μάτια του γυάλιζαν σαν να είχε πυρετό. Κατέληξε να αυτοκτονήσει. Με δυο εκατομμύρια δολάρια νόμιζε ότι θα πεθάνει από πείνα. Αυτές ήταν οι αξίες. ΕΠΕΙΤΑ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ, μοναδική βεβαιότητα σε έναν ανασφαλή κόσμο. Έκαναν αγώνες δρόμου για να αποσύρουν τα χρήματά τους. Υπήρξαν αγώνες και εξεγέρσεις και πλήθη αστυνομικών. Ορισμένες τράπεζες χρεοκόπησαν. Οι ειδήσεις άρχισαν να κυκλοφορούν. Έπειτα, τρομαγμένοι και οργισμένοι, οι άνθρωποι κατέληξαν να επιτίθενται στις τράπεζες και οι πόρτες τους έκλεισαν για πάντα. Ο ΧΟΥΒΕΡ ΣΤΟ ΛΕΥΚΟ ΟΙΚΟ ΜΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΣΕ ΤΟΝ ΟΙΚΤΟ. Στηρίχθηκε στο εγκυκλοπαιδικό του οπλοστάσιο των πεπαλαιωμένων διακηρύξεων. Η έμφυτη ανικανότητά του στο λόγο άγγιξε το μάξιμουμ του ταλέντου του. Η συμβουλή του προς τους ανέργους να πουλάνε μέλι έγινε το «ας φάνε παντεσπάνι» της δεκαετίας του ‘30. Τα συνθήματα της προεκλογικής του εκστρατείας -«Η ευημερία έρχεται σύντομα. Ένα κοτόπουλο σε κάθε τσουκάλι»- ηχούσαν σαρκαστικά στους ανήσυχους αρχάριους, που περίμεναν στις ουρές για να πάρουν λίγο ψωμί. Ομάδες μικρομετόχων έκαναν πορεία και ξεχύθηκαν στην Ουάσιγκτον. Το Κογκρέσο είχε εγκρίνει την πληρωμή των αποζημιώσεων, αλλά μόνο σε ένα μεταγενέστερο χρόνο. ΥΠΗΡΧΑΝ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΓΚΙΤΑΤΟΡΕΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν πρώην στρατιώτες που είχαν υπηρετήσει την πατρίδα, άνθρωποι φοβισμένοι, με οικογένειες πεινασμένες. Τα διαλυμένα πλήθη μπλοκάρισαν την κυκλοφορία και κόλλησαν σαν ένα μελίσσι στα σκαλοπάτια της πρωτεύουσας. Τα χρήματα χρησίμευαν αμέσως. Έφτιαξαν μια παραγκούπολη στην περιφέρεια της Ουάσιγκτον. Πολλοί είχαν μαζί τους τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους… Πηγή: www.doctv.gr
Ανατολικά της Εδέμ
Απ’ όλα τα έργα του Στάινμπεκ το Ανατολικά της Εδέμ είναι το πιο επικό και το πιο φιλόδοξο. Αφηγείται την ιστορία δύο οικογενειών, των Τρασκ και των Χάμιλτον, στην κοιλάδα Σαλίνας της Καλιφόρνια, αντλώντας έμπνευση και δύναμη από τη βιβλική ιστορία του Κάιν και του ʼβελ. Πατώντας με το ένα πόδι στο ρεαλισμό και με το άλλο σε μια μυθική, αρχετυπική σύλληψη του κόσμου ως κονίστρας όπου το καλό αντιμάχεται το κακό, ο Στάινμπεκ πλάθει εδώ μερικούς από τους πλέον αλησμόνητους χαρακτήρες του, όπως αυτόν της Κάθι –που ενσαρκώνει την απόλυτη κακία και την υπερβαίνει, φτάνοντας ως την ψυχρή απανθρωπιά μιας μηχανής–, και στους αντίποδες αυτόν του σοφού Κινέζου υπηρέτη, του Λι. Το 1955 ο Ηλίας Καζάν βασίστηκε στο δεύτερο μισό του βιβλίου για να σκηνοθετήσει την εξίσου θρυλική ομότιτλη ταινία, με πρωταγωνιστές τον Τζέιμς Ντιν στο ρόλο του Κέιλεμπ Τρασκ –ενός Κάιν που στο τέλος αποτινάσσει το βάρος της ενοχής του– και την Τζούλι Χάρις στο ρόλο της 'Aμπρα Μπέικον, της θαρραλέας και ώριμης κοπέλας που ταλαντεύεται ανάμεσα στους δύο αδελφούς Τρασκ. Κλασικό πλέον, το Ανατολικά της Εδέμ δεν έπαψε ποτέ να διαβάζεται από το 1952 που πρωτοεκδόθηκε μέχρι σήμερα. https://www.ianos.gr/
Απόσπασμα
ΠΑΣΚΑΛ ΚΟΒΙΤΣΙ
Αγαπημένε Πατ,
Με πέτυχες να σκαλίζω μια μικρή φιγούρα σε ξύλο και είπες, «Γιατί δε φτιάχνεις κάτι για μένα;» Σε ρώτησα τι ήθελες κι εσύ είπες, «Ένα κουτί». «Γιατί το θες;» «Για να βάζω πράγματα μέσα». «Τι πράγματα;» «Ό,τι έχεις» είπες. Ορίστε λοιπόν το κουτί σου. Σχεδόν ό,τι έχω υπάρχει μέσα, και δεν είναι γεμάτο. Πόνος και έξαψη υπάρχουν μέσα του, και ευφορία και δυσφορία και κακές και καλές σκέψεις η απόλαυση που ένας στόχος χαρίζει, και λίγη απόγνωση και η απερίγραπτη χαρά της δημιουργίας. Και πάνω από τούτα υπάρχει όλη η ευγνωμοσύνη και η αγάπη μου για σένα. Και το κουτί ακόμα δεν είναι γεμάτο. ΤΖΟΝ Κεφάλαιο 1 Η κοιλάδα Σαλίνας βρίσκεται στη βόρεια Καλιφόρνια. Είναι ένας στενόμακρος τόπος με νερά, ανάμεσα σε δυο οροσειρές, και στο κέντρο του φιδοσέρνεται ο ποταμός Σαλίνας και χύνεται τέλος στον Κόλπο του Μοντερέι. Θυμάμαι τις ονομασίες που είχα, όταν ήμουν παιδί, για τα χορτάρια και τα κρυφά λουλούδια. Θυμάμαι πού μπορεί να ζούσε ένας φρύνος και τι ώρα ξυπνούσαν τα πουλιά το καλοκαίρι, τι μυρωδιά είχαν τα δέντρα και οι εποχές μέχρι και πώς έδειχναν και βάδιζαν ή και μύριζαν ακόμα οι άνθρωποι. Η μνήμη των οσμών είναι στ’ αλήθεια πλούσια. Θυμάμαι ότι τα Όρη Γκάμπιλαν, ανατολικά της κοιλάδας, ήταν φαιδρά κι ανάλαφρα, γεμάτα ήλιο κι ομορφιά, και σαν να σε προσκαλούσαν, έτσι ήθελες να σκαρφαλώσεις στους ζεστούς λόφους, στις υπώρειές τους, σχεδόν όπως θέλεις να σκαρφαλώσεις μες στην αγκαλιά μιας λατρεμένης μάνας. Ήταν βουνά που σου έγνεφαν με μια καφετιά και χορταρένια αγάπη. Τα Σάντα Λουτσία ορθώνονταν μπρος στον ουρανό στα δυτικά, έκλειναν την κοιλάδα από την ανοιχτή θάλασσα και ήταν σκοτεινά και σκυθρωπά άφιλα κι επικίνδυνα. Πάντοτε ένιωθα φόβο για τη δύση κι αγάπη για την ανατολή. Δεν μπορώ να πω από πού πήρα τούτη την ιδέα, εκτός κι αν ο λόγος ήταν πως το πρωί ερχόταν πάνω από τις κορυφές των Γκάμπιλαν και η νύχτα τραβιόταν πάνω από τις βουνοκορφές των Σάντα Λουτσία. Μπορεί η γένεση και ο θάνατος της μέρας να ’παιξαν κάποιο ρόλο στα αισθήματά μου για τις δυο οροσειρές. Κι από τις δυο πλευρές της κοιλάδας ρυάκια ξεγλιστρούσανε μέσ’ από τα φαράγγια των λόφων και χύνονταν στην κοίτη του ποταμού Σαλίνας. Το χειμώνα, τις βροχερές χρονιές, τα ρυάκια κυλούσαν ξέχειλα και φούσκωναν τον ποταμό, ώσπου μερικές φορές αγρίευε, χόχλαζε και πλημμύριζε τους όχτους, και τότε γινόταν καταστροφέας. Ο ποταμός απόκοβε τις άκρες αγρο- τικών γαιών και παράσερνε ολόκληρα εκτάρια· γκρέμιζε μέσα του αχερώνες και σπίτια, και συνέχιζε την ταραγμένη του πορεία. Παγίδευε γελάδια και γουρούνια και πρόβατα, τα ’πνιγε στα λασπερά νερά του και τα κατέβαζε ως τη θάλασσα. http://www.timelink.gr/
Τα σταφύλια της οργής
Τα Σταφύλια της οργής, είναι το πιο πολυσυζητημένο αμερικάνικο βιβλίο του 20ού αιώνα. Από το 1939 που πρωτοεκδόθηκε, έχει κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί και ξαναμεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα-σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής. Ο Στέινμπεκ περιγράφει με μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο το Μεγάλο Κράχ, την αρχετυπική οικονομική κρίση που εντυπώθηκε με τρόμο στο συλλογικό φαντασιακό. Τα Σταφύλια της οργής είναι η ιστορία μιας από τις χιλιάδες οικογένειες του αμερικανικού Νότου που έχασαν τα πάντα στη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης, όταν καταστράφηκαν οι σοδειές τους από την παρατεταμένη ξηρασία και από τους θυελλώδεις ανέμους. Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε ένα σαραβαλιασμένο φορτηγάκι ταξιδεύουν προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια, ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί. Μα ακόμα και όταν φτάνουν στον προορισμό τους, δεν αργούν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει. Τα Σταφύλια της οργής είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και την ανθρωπιά, στη δύναμη της οικογένειας, στη μάχη για τον επιούσιο, στις μικρές πράξεις καλοσύνης των ανθρώπων.
Αποσπάσματα
Ένα τέτοιο έγκλημα ξεπερνά κάθε δημόσια καταγγελία. Μια τέτοια πίκρα είναι ανίκανα τα δάκρυα να τη συμβολίσουν. Όλες μας οι επιτυχίες καταρρέουν μπροστά σ’ αυτή μας την αποτυχία. Εύφορη γη, ολόισιες αράδες δέντρα, ρωμαλέοι κορμοί, καρποί ωριμασμένοι. Και τα ετοιμοθάνατα παιδιά από πελάγρα πρέπει να πεθάνουν, γιατί δεν βγαίνει κέρδος από τα πορτοκάλια. Και οι γιατροί της δημαρχίας συμπληρώνουν τα πιστοποιητικά- πέθανε από υποσιτισμό-γιατί τα τρόφιμα πρέπει να σαπίσουν, πρέπει να σαπίσουν με το ζόρι. Οι άνθρωποι έρχονται με δίχτυα να ψαρέψουν πατάτες από το ποτάμι, μα οι φύλακες τους συγκρατούν μακριά˙ έρχονται με αυτοκίνητα που βροντολογούν για να πάρουν τα πεσμένα πορτοκάλια, μα είναι ραντισμένα με πετρόλαδο. Και στέκονται σιωπηλοί να παρακολουθούν τις πατάτες να πλέουν μπροστά τους, ακούν τις στριγκλιές των γουρουνιών που τα σφάζουν μέσα σ’ ένα λάκκο και χύνουν πάνω ασβέστη, βλέπουν βουνά πορτοκάλια να λιώνουν σ’ ένα σάπιο πολτό˙ και ο λαός βλέπει τη σημερινή χρεωκοπία˙ και μεσ’ στα μάτια του πεινασμένου λαού η οργή μεστώνει. Μες στην ψυχή του λαού μεστώνουν και βαραίνουν τα σταφύλια της οργής, βαραίνουν για τον τρύγο.”
*******
Να φοβάσαι και τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μ’ όλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες-γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις-να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Άνθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπος ένα όν ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.http://hallofpeople.com/
"Ο Λένι είπε: "Πες πώς θα 'ναι όταν θα 'χουμε τη γη μας". Ο Τζορτζ αφουγκραζόταν ν’ ακούσει τους μακρινούς ήχους. Για μια στιγμή πήρε ύφος ανθρώπου πρακτικού και μεθοδικού. "Κοίτα πέρα από το ποτάμι, Λένι, και θα σου πω, ώστε σχεδόν να το δεις". Ο Λένι γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε προς την αντίπερα όχθη της λίμνης και ψηλά προς τις σκοτεινιασμένες πλαγιές των Γκάμπιλαν. "Θα ' χουμε λίγη γη" άρχισε ο Τζορτζ. Έβαλε το χέρι στην πλαϊνή του τσέπη κι έβγαλε το λούγκερ του Κάρλσον." Στην Αμερική του μεσοπολέμου, του κραχ, ο γιγαντόσωμος κι απλοϊκός Λένι κι ο μικρόσωμος κι έξυπνος Τζορτζ γυρνούν από τόπο σε τόπο, πλάνητες, αναζητώντας δουλειά. Ο Λένι δεν μπορεί να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος και του αρέσει ν’ αγγίζει τα απαλά πράγματα – τη γούνα ενός ζώου, τα μαλλιά μιας κοπέλας. Οι δυο αταίριαστοι αλλά αχώριστοι φίλοι πιάνουν δουλειά σ’ ένα αγρόκτημα, και εκεί, με αφορμή την όμορφη γυναίκα του μοχθηρού Κέρλι, που είναι ο γιος του αφεντικού, μια τραγωδία ξετυλίγεται. To "Άνθρωποι και ποντίκια" είναι μια σκληρή μα και βαθιά ανθρώπινη ιστορία διαψευσμένων ονείρων. Από το 1937 που εκδόθηκε, έχει παρουσιαστεί πάμπολλες φορές στο θέατρο, έχει διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, και θεωρείται από τα αναμφισβήτητα αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. https://www.ianos.gr/
Απόσπασμα
Ο Λένι έπαιξε ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. "Τζορτζ;"
"Ναι;"
"Τζορτζ, σε πόσο καιρό θα πάρουμε κείνο το σπιτάκι και θα την περνάμε ζωή και κότα... και θα'χουμε τα κουνέλια;"
"Δεν ξέρω" είπε ο Τζορτζ. "Πρέπει να κάνουμε ένα καλό κομπόδεμα οι δυο μας. Ξέρω ένα μέρος που δε θα μας κοστίσει πολύ, αλλά δεν το χαρίζουν κιόλας".
Ο γερο-Κάντι γύρισε αργά. Τα μάτια του ήταν ολάνοιχτα. Παρατήρησε προσεχτικά τον Τζορτζ.
Ο Λένι είπε: "Πες για κείνο το μέρος, Τζορτζ".
"Χτες βράδυ δε σου'πα;"
"Έλα, πες ξανά, Τζορτζ".
"Λοιπόν, έχει κάπου τριάντα στρέμματα" είπε ο Τζορτζ. "Έχει έναν μικρό ανεμόμυλο. Έχει ένα μικρό καλύβι και κοτέτσι. Έχει μαγερειό, περιβόλι, κεράσια, μήλα, ροδάκινα, βερίκοκα, καρύδια, φράουλες. Υπάρχει τόπος για τριφύλλι και νερό μπόλικο, να το πλημμυρίσεις. Υπάρχει στάβλος για γουρούνια..."
"Και για κουνέλια Τζορτζ".
"Δεν υπάρχει μέρος για κουνέλια τώρα, αλλά μπορώ εύκολα να φτιάξω μερικά κλουβιά κι εσύ θα μπορούσες να ταΐζεις με τριφύλλι τα κουνέλια".
"Ναι, θα μπορούσα" είπε ο Λένι. "Και βέβαια θα μπορούσα".
Τα χέρια του Τζορτζ σταμάτησαν να ρίχνουν τα χαρτιά. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο ζεστή. "Και θα'χαμε και γουρούνια. Θα'φτιαχνα ένα καλύβι για το κάπνισμα του κρέατος, σαν εκείνο που είχε ο παππούς μου, κι όποτε σκοτώναμε ένα γουρούνι θα καπνίζαμε το μπέικον και το χοιρομέρι, θα φτιάχναμε λουκάνικα. Κι όταν οι σολομοί θ'ανέβαιναν τον ποταμό, θα πιάναμε καμιά εκατοστή και θα τους παστώναμε ή θα τους καπνίζαμε. Θα τους τρώγαμε για πρωινό. Δεν υπάρχει άλλο τίποτα τόσο νόστιμο όσο ο καπνιστός σολομός. Θα'χουμε φρούτα, και ντομάτες, που'ναι εύκολες στο κονσερβάρισμα. Τις Κυριακές θα σκοτώναμε κάνα κοτόπουλο ή κάνα κουνέλι. Μπορεί να'χαμε μια αγελάδα ή μια κατσίκα, και το καϊμάκι θα'ναι τόσο πηχτό που θα το κόβεις με το μαχαίρι και θα το βγάζεις με το κουτάλι".
Ο Λένι τον παρακολουθούσε μ'ολάνοιχτα μάτια κι ο γερο-Κάντι τον παρακολουθούσε κι αυτός. Ο Λένι είπε σιγανά: "Θα την περνούσαμε ζωή και κότα".
"Βέβαια" είπε ο Τζορτζ. "Κάθε λογής ζαρζαβατικά στον κήπο, κι αν θέλουμε λίγο ουίσκι, θα πουλάμε κάνα αβγό ή λίγο γάλα. Θα ζούσαμε εκεί. Θ'ανήκαμε εκεί. Δε θα τριγυρνούσαμε πια σ'όλη τη χώρα, ούτε θα μας τάιζε ένας Γιαπωνέζος μάγερας. Όχι, κύριε, θα ριζώναμε σ'έναν τόπο, θα'χαμε το δικό μας σπιτικό και δε θα κοιμόμασταν σε κοιτώνες".
Ο Λένι έπαιξε ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. "Τζορτζ;"
"Ναι;"
"Τζορτζ, σε πόσο καιρό θα πάρουμε κείνο το σπιτάκι και θα την περνάμε ζωή και κότα... και θα'χουμε τα κουνέλια;"
"Δεν ξέρω" είπε ο Τζορτζ. "Πρέπει να κάνουμε ένα καλό κομπόδεμα οι δυο μας. Ξέρω ένα μέρος που δε θα μας κοστίσει πολύ, αλλά δεν το χαρίζουν κιόλας".
Ο γερο-Κάντι γύρισε αργά. Τα μάτια του ήταν ολάνοιχτα. Παρατήρησε προσεχτικά τον Τζορτζ.
Ο Λένι είπε: "Πες για κείνο το μέρος, Τζορτζ".
"Χτες βράδυ δε σου'πα;"
"Έλα, πες ξανά, Τζορτζ".
"Λοιπόν, έχει κάπου τριάντα στρέμματα" είπε ο Τζορτζ. "Έχει έναν μικρό ανεμόμυλο. Έχει ένα μικρό καλύβι και κοτέτσι. Έχει μαγερειό, περιβόλι, κεράσια, μήλα, ροδάκινα, βερίκοκα, καρύδια, φράουλες. Υπάρχει τόπος για τριφύλλι και νερό μπόλικο, να το πλημμυρίσεις. Υπάρχει στάβλος για γουρούνια..."
"Και για κουνέλια Τζορτζ".
"Δεν υπάρχει μέρος για κουνέλια τώρα, αλλά μπορώ εύκολα να φτιάξω μερικά κλουβιά κι εσύ θα μπορούσες να ταΐζεις με τριφύλλι τα κουνέλια".
"Ναι, θα μπορούσα" είπε ο Λένι. "Και βέβαια θα μπορούσα".
Τα χέρια του Τζορτζ σταμάτησαν να ρίχνουν τα χαρτιά. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο ζεστή. "Και θα'χαμε και γουρούνια. Θα'φτιαχνα ένα καλύβι για το κάπνισμα του κρέατος, σαν εκείνο που είχε ο παππούς μου, κι όποτε σκοτώναμε ένα γουρούνι θα καπνίζαμε το μπέικον και το χοιρομέρι, θα φτιάχναμε λουκάνικα. Κι όταν οι σολομοί θ'ανέβαιναν τον ποταμό, θα πιάναμε καμιά εκατοστή και θα τους παστώναμε ή θα τους καπνίζαμε. Θα τους τρώγαμε για πρωινό. Δεν υπάρχει άλλο τίποτα τόσο νόστιμο όσο ο καπνιστός σολομός. Θα'χουμε φρούτα, και ντομάτες, που'ναι εύκολες στο κονσερβάρισμα. Τις Κυριακές θα σκοτώναμε κάνα κοτόπουλο ή κάνα κουνέλι. Μπορεί να'χαμε μια αγελάδα ή μια κατσίκα, και το καϊμάκι θα'ναι τόσο πηχτό που θα το κόβεις με το μαχαίρι και θα το βγάζεις με το κουτάλι".
Ο Λένι τον παρακολουθούσε μ'ολάνοιχτα μάτια κι ο γερο-Κάντι τον παρακολουθούσε κι αυτός. Ο Λένι είπε σιγανά: "Θα την περνούσαμε ζωή και κότα".
"Βέβαια" είπε ο Τζορτζ. "Κάθε λογής ζαρζαβατικά στον κήπο, κι αν θέλουμε λίγο ουίσκι, θα πουλάμε κάνα αβγό ή λίγο γάλα. Θα ζούσαμε εκεί. Θ'ανήκαμε εκεί. Δε θα τριγυρνούσαμε πια σ'όλη τη χώρα, ούτε θα μας τάιζε ένας Γιαπωνέζος μάγερας. Όχι, κύριε, θα ριζώναμε σ'έναν τόπο, θα'χαμε το δικό μας σπιτικό και δε θα κοιμόμασταν σε κοιτώνες".
Το Μαργαριτάρι
Εμπνευσμένος από έναν μεξικανικό μύθο, ο Στάινμπεκ αφηγείται στο Μαργαριτάρι την τραγική ιστορία ενός φτωχού αντρόγυνου, του Κίνο και της Χουάνα. Ο Κίνο βρίσκει το Μαργαριτάρι του Κόσμου και κάνει όνειρα για το μέλλον, που όμως όλα γκρεμίζονται. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1947, στην ομώνυμη πολυβραβευμένη ταινία του Εμίλιο Φερνάντεζ, ενώ, χάρη στη δύναμη και στο βάθος του μύθου του, δεν έχει πάψει μέχρι σήμερα να διδάσκεται στα αμερικανικά σχολεία. https://www.ianos.gr/
Απόσπασμα
Ο λαός όπου ανήκε ο Κίνο είχε τραγουδήσει το κάθετι πούχε συμβεί ή πούχε υπάρξει. Είχανε σκαρώσει τραγούδια, για τα ψάρια, για την αγριεμένη θάλασσα και για τη θάλασσα την ήρεμη, για το φως και το σκοτάδι, τον ήλιο και το φεγγάρι. Και τα τραγούδια ζούσανε όλα, μες στην ψυχή του Κίνο και των δικών του - κάθε τραγούδι, πούχε γίνει, κάποτε, ακόμα κι εκείνα πούχανε λησμονηθεί. Κια καθώς γέμιζε το καλάθι του, το τραγούδι ηχούσε στην ψυχή τού Κίνο, και τον ρυθμό του τόν κρατούσε η καρδιά του, που χτύπαγε δυνατά, καθώς ξόδευε το οξυγόνο από την κρατημένη αναπνόή του. Κι η μελωδία του τραγουδιού ήταν το γκριζοπράσινο νερό και τα μικρά ζωάκια, που κολυμπούσαν σαν τρελά και τα σύννεφα από ψάρια, που γλιστρούσαν κοντά του κι έφευγαν. Μα μες στα βάθη του τραγουδιού υπήρχε ένα άλλο μυστικό, εσωτερικό τραγούδι, που μόλις ακουγόταν, μα που ήταν πάντα εκεί, γλυκό, μυστικό κι επίμονο και που σχεδόν το σκέπαζε η μελωδία του πρώτου τραγουδιού. Κι αυτό ήταν το τραγούδι του μαργαριταριού, που μπορούσε να βρεθεί, γιατί κάθε όστρακο που πετούσε στο καλάθι, μπορούσε νάχει παργαριτάρι. Η πιθανότητα ήταν μικρή, μα η τύχη κι ο Θεός μπορούσαν να βοηθήσουν. Κι ο Κίνο ήξερε, πως στην πιρόγα, από πάνω του, η Χουάνα έκανε ξόρκια, με το πρόσωπό της ακίνητο και τους μύς της συσπασμένους, για να βιάσει την τύχη, να ξεκολήσει την τύχη από τα χέρια των Θεών, γιατί την χρειαζόταν, για τον ώμο του Κογιοτίνο. Κι επειδή η ανάγκη ήταν μεγάλη, η μικρή μυστική μελωδία του μαργαριταριού, που μπορούσε ναβρεθεί, ήταν δυνατότερη από το πρωί. Ολόκληρε στροφές του φτάσανε καθάριες κι ανάλαφρες κι ανακατεύονταν με το τραγούδι του βυθού.
Είναι να θαυμάζει κανείς, για τον τρόπο, που μια μικρή πόλη παρακολουθεί την ίδια της τη ζωή και τη ζωή αυτών που την αποτελούνε. Αν κάθε άντρας και γυναίκα, κάθε παιδί και νήπιο, ενεργεί και φέρνεται πάνω σε γνωστά χνάρια και δεν σπάει τα τείχη, και δε διαφέρει από κανέναν και δε ριψοκινδυνεύει σε τίποτα, και δεν είναι άρρωστος και δε βάζει σε κίνδυνο την ησυχία και τη γαλήνη ή τπν αδιάσπαστο ρυθμό της πόλης, τότε μπορεί να εξαφανιστεί και να μην ξανακουστεί ποτέ. Αλλά μόλις ξεφύγει κάποιος από τη σειρά ή από τα γνωστά χνάρια, τότε τα νεύρα των κατοίκων της πόλης τρέμουν ξαναμμένα και το τρεμούλιασμα μεταδίνεται, με το νευρικό σύστημα της πόλης. Και, τότε, κάθε μονάδα επικοινωνεί με το σύνολο.
Όταν έφυγε ο γιατρός κι όλοι οι γείτονες γύρισαν, σιγά-σιγά, στα σπίτια τους, ο Κίνο κάθησε δίπλα στα πυρωμένα κάρβουνα της πυρωστιάς κι έστησε τ' αυτί του στους ήχους της νύχτας, στ' ανάλαφρο φλοίσβισμα των κυμάτων στην ακρογιαλιά, στα μακρυνά γαυγίσματα των σκυλιών, στο πέρασμα του αγέρα, ανάμεσα από τα κλαριά της σκεπής του σπιτιού και στο σιγανό κουβεντολόι των γειτόνων, στα σπίτια του χωριού. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν κοιμούνται όλη τη νύχτα βαθιά, μα ξυπνάνε κατά διαστήματα, κουβεντιάζουν λίγο και μετά ξανακοιμούνται. Σε λίγο, ο Κίνο σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα της καλύβας του.
Μύρισε το αεράκι και προσπάθησε ν' ακούσει κανέναν παράξενο ήχο, μυστικό και κρυφό κι έψαξε με τα μάτια του στο σκοτάδι, γιατί το τραγούδι του κακού αντηχούσε στο κεφάλι του κι ήταν αγριεμένος και φοβισμένος. Αφού έψαξε προσεχτικά, μες τη νύχτα, μ' όλες του τις αισθήσεις, πήγε στο μέρος, κοντά στο πλαϊνό δοκάρι, όπου είχε παραχώσει το μαργαριτάρι, το ξέχωσε και τόφερε στο στρωσίδι του, έσκαψε μια καινούργια τρύπα, στο χωματένιο πάτωμα, κάτω από το στρωσίδι, παράχωσε το μαργαριτάρι και το ξανασκέπασε.
Η Χουάνα, που καθότανε στην πυροστιά, τον κοιτούσε απορημένη κι όταν παράχωσε το μαργαριτάρι, τον ρώτησε:
- Ποιον φοβάσαι;
Ο Κίνο έψαξε να 'βρει μια σωστή απάντηση και στο τέλος είπε:
- Όλους.
Κι ένοιωσε σα να τον τύλιγε ένα σκληρό καβούκι.
Σε λίγο, πλαγιάσανε μαζί στο στρωσίδι, μα η Χουάνα δεν έβαλε το μωρό στη κούνια του απόψε, αλλά το κράτησε στην αγκαλιά της και το σκέπασε με το σάλι της. Κι η τελευταία φλόγα έσβησε στην ασβόλη της πυροστιάς.
Όμως το μυαλό του Κίνο έκαιγε ακόμα και στον ύπνο του κι ονειρευόταν, πως ο Κογιοτίνο μπορούσε να διαβάσει, πως ένας από τη φυλή του μπορούσε να του πει την αλήθεια των πραγμάτων. Κι έβλεπε στ' όνειρό του, πως ο Κογιοτίνο διάβαζε απόνα βιβλίο, μεγάλο σα σπίτι, με γράμματα μεγάλα σα σκυλιά κι οι λέξεις πηδούσαν και χόρευαν πάνω στο βιβλίο. Κι έπειτα, το σκοτάδι σκέπασε τη σελίδα και μαζί με το σκοτάδι ήρθε πάλι η μουσική του κακού κι ο Κίνο αναταράχτηκε, στον ύπνο του, και, καθώς αναταράχτηκε, η Χουάνα άνοιξε τα μάτια της, στο σκοτάδι. Ο Κίνο ξύπνησε, τότε, με την κακή μουσική να πάλλει μέσα του κι έμεινε ξαπλωμένος στο σκοτάδι, με τ' αυτιά του τεντωμένα.
Ο Κίνο και η Χουάνα πέρασαν μέσα από την πόλη, σα να μην υπήρχε πόλη. Τα μάτια τους δεν κοιτούσαν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε πάνω ούτε κάτω, αλλά ολόισα μπροστά τους. Τα πόδια τους κινιόντουσαν με μικρά τινάγματα, όπως οι καλοφτιαγμένες ξύλινες κούκλες, και μπροστά τους προχωρούσαν οι κολόνες της σκιάς τους, σαν τον μαύρο φόβο. Και καθώς περνούσαν, μέσα από την πέτρινη και ασβεστωμένη πόλη, οι μεσίτες τους κοιτούσαν πίσω από τα καγκελωτά παράθυρα κι οι υπηρέτες βάζανε το μάτι τους στις χαραμάδες της αυλόπορτας κι οι μανάδες γυρνούσαν τα πρόσωπα των μωρών τους και τάχωναν στις φούστες τους. Ο Κίνο κι η Χουάνα πέρασαν, πλάι-πλάι, από την πέτρινη κι ασβεστωμένη πόλη και τράβηξαν κατά κάτω, ανάμεσα από τα καλυβόσπιτα, κι οι γείτονες παραμέριζαν και τους άφηναν να περάσουν. Ο Χουάν Θωμάς σήκωσε το χέρι του, να χαιρετήσει, αλλά δεν μπόρεσε να μιλήσει και το χέρι του έμεινε αβέβαιο, στον αέρα, για μια στιγμή.
Στ' αυτιά του Κίνο το τραγούδι της οικογένειας ηχούσε άγριο, σαν κραυγή. Ήταν αδιάφορος και τρομερός και το τραγούδι του έγινε πολεμική κραυγή. Πέρασαν τότε κουρασμένα, από το καμμένο χωράφι, όπου ήταν, κάποτε, το σπίτι τους, χωρίς να ρίξουν ούτε μία ματιά. Προχώρησαν από τους θάμνους, που έφταναν ως την ακτή, και πήρανε το δρόμο της παραλίας προς τη θάλασσα. Κι ούτε κοίταξαν τη σπασμένη βάρκα του Κίνο.
Κι όταν έφτασαν, στην άκρη του νερού, σταμάτησαν και κοίταξαν πέρα, πάνω από τον κόλπο. Και, μετά, ο Κίνο ακούμπησε κάτω το τουφέκι, έψαξε στα ρούχα του κι έπιασε στο χέρι του το μεγάλο μαργαριτάρι. Κοίταξε την επιφάνειά του κι ήταν γκρίζα και γεμάτη πληγές. Διαβολικά πρόσωπα τον κοιτούσαν κατάματα από κει μέσα, κι είδε τη λάμψη της έξαψης. Κι επάνω στο μαργαριτάρι είδε τα ξετρελαμένα μάτια του ανθρώπου, μέσα στη λίμνη. Κι είδε τον Κογιοτίνο ξαπλωμένο στη μικρή σπηλιά, με την κορφή του κεφαλιού του χτυπημένη από τη σφαίρα. Και το μαργαριτάρι ήταν άσκημο και γκρίζο, σαν όγκος καρκίνου. Κι ο Κίνο άκουσε τη μουσική του μαργαριταριού παραμορφωμένη και τρελή. Το χέρι του τρεμούλιασε λίγο, γύρισε αργά προς τη Χουάνα δίπλα του, κρατώντας ακόμα το νεκρό δέμα της, πάνω στον ώμο της. Κοίταξε το μαργαριτάρι, στο χέρι του, για μια στιγμή, και μετά κοίταξε τον Κίνο στα μάτια κι είπε σιγανά:
- Όχι. Εσύ.
Κι ο Κίνο έσυρε πίσω το χέρι του και πέταξε το μαργαριτάρι, μ' όλη του τη δύναμη. Ο Κίνο κι η Χουάνα το κοιτούσαν, καθώς έπεφτε, στραφταλίζοντας κι αχνοφεγγοβολώντας, κάτω από τον ήλιο, που βασίλευε. Είδαν το νερό, μακρυά, να πετάγεται και στάθηκαν ο ένας κοντά στον άλλο και κοιτούσαν το μέρος εκείνο πολύ ώρα.
Και το μαργαριτάρι βυθίστηκε στο δροσερό, πράσινο νερό και γλίστρησε στον πυθμένα. Τα κλαριά των νερόφυτων, που κυμάτιζαν, το υποδέχονταν και του γνέφανε. Το φως, που αντανακλούσε η επιφάνειά του, ήταν πράσινο κι όμορφο. Κάθησε στον αμμουδερό βυθό, ανάμεσα στα φυτά, που μοιάζανε με φτέρες. Επάνω, η επιφάνεια του νερού ήταν σαν πράσινος καθρέφτης. Και το μαργαριτάρι κειτόταν στον πυθμένα της θάλασσας. Ένας κάβουρας, πούτρεχε βιαστικά, στον βυθό, σήκωσε ένα μικρό σύννεφο από άμμο κι όταν η άμμος κατακάθησε, το μαργαριτάρι είχε χαθεί.
Κι η μουσική του μαργαριταριού έγινε, σιγά-σιγά, ψίθυρος κι έπειτα έσβησε για πάντα.
Ο λαός όπου ανήκε ο Κίνο είχε τραγουδήσει το κάθετι πούχε συμβεί ή πούχε υπάρξει. Είχανε σκαρώσει τραγούδια, για τα ψάρια, για την αγριεμένη θάλασσα και για τη θάλασσα την ήρεμη, για το φως και το σκοτάδι, τον ήλιο και το φεγγάρι. Και τα τραγούδια ζούσανε όλα, μες στην ψυχή του Κίνο και των δικών του - κάθε τραγούδι, πούχε γίνει, κάποτε, ακόμα κι εκείνα πούχανε λησμονηθεί. Κια καθώς γέμιζε το καλάθι του, το τραγούδι ηχούσε στην ψυχή τού Κίνο, και τον ρυθμό του τόν κρατούσε η καρδιά του, που χτύπαγε δυνατά, καθώς ξόδευε το οξυγόνο από την κρατημένη αναπνόή του. Κι η μελωδία του τραγουδιού ήταν το γκριζοπράσινο νερό και τα μικρά ζωάκια, που κολυμπούσαν σαν τρελά και τα σύννεφα από ψάρια, που γλιστρούσαν κοντά του κι έφευγαν. Μα μες στα βάθη του τραγουδιού υπήρχε ένα άλλο μυστικό, εσωτερικό τραγούδι, που μόλις ακουγόταν, μα που ήταν πάντα εκεί, γλυκό, μυστικό κι επίμονο και που σχεδόν το σκέπαζε η μελωδία του πρώτου τραγουδιού. Κι αυτό ήταν το τραγούδι του μαργαριταριού, που μπορούσε να βρεθεί, γιατί κάθε όστρακο που πετούσε στο καλάθι, μπορούσε νάχει παργαριτάρι. Η πιθανότητα ήταν μικρή, μα η τύχη κι ο Θεός μπορούσαν να βοηθήσουν. Κι ο Κίνο ήξερε, πως στην πιρόγα, από πάνω του, η Χουάνα έκανε ξόρκια, με το πρόσωπό της ακίνητο και τους μύς της συσπασμένους, για να βιάσει την τύχη, να ξεκολήσει την τύχη από τα χέρια των Θεών, γιατί την χρειαζόταν, για τον ώμο του Κογιοτίνο. Κι επειδή η ανάγκη ήταν μεγάλη, η μικρή μυστική μελωδία του μαργαριταριού, που μπορούσε ναβρεθεί, ήταν δυνατότερη από το πρωί. Ολόκληρε στροφές του φτάσανε καθάριες κι ανάλαφρες κι ανακατεύονταν με το τραγούδι του βυθού.
Είναι να θαυμάζει κανείς, για τον τρόπο, που μια μικρή πόλη παρακολουθεί την ίδια της τη ζωή και τη ζωή αυτών που την αποτελούνε. Αν κάθε άντρας και γυναίκα, κάθε παιδί και νήπιο, ενεργεί και φέρνεται πάνω σε γνωστά χνάρια και δεν σπάει τα τείχη, και δε διαφέρει από κανέναν και δε ριψοκινδυνεύει σε τίποτα, και δεν είναι άρρωστος και δε βάζει σε κίνδυνο την ησυχία και τη γαλήνη ή τπν αδιάσπαστο ρυθμό της πόλης, τότε μπορεί να εξαφανιστεί και να μην ξανακουστεί ποτέ. Αλλά μόλις ξεφύγει κάποιος από τη σειρά ή από τα γνωστά χνάρια, τότε τα νεύρα των κατοίκων της πόλης τρέμουν ξαναμμένα και το τρεμούλιασμα μεταδίνεται, με το νευρικό σύστημα της πόλης. Και, τότε, κάθε μονάδα επικοινωνεί με το σύνολο.
Όταν έφυγε ο γιατρός κι όλοι οι γείτονες γύρισαν, σιγά-σιγά, στα σπίτια τους, ο Κίνο κάθησε δίπλα στα πυρωμένα κάρβουνα της πυρωστιάς κι έστησε τ' αυτί του στους ήχους της νύχτας, στ' ανάλαφρο φλοίσβισμα των κυμάτων στην ακρογιαλιά, στα μακρυνά γαυγίσματα των σκυλιών, στο πέρασμα του αγέρα, ανάμεσα από τα κλαριά της σκεπής του σπιτιού και στο σιγανό κουβεντολόι των γειτόνων, στα σπίτια του χωριού. Γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν κοιμούνται όλη τη νύχτα βαθιά, μα ξυπνάνε κατά διαστήματα, κουβεντιάζουν λίγο και μετά ξανακοιμούνται. Σε λίγο, ο Κίνο σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα της καλύβας του.
Μύρισε το αεράκι και προσπάθησε ν' ακούσει κανέναν παράξενο ήχο, μυστικό και κρυφό κι έψαξε με τα μάτια του στο σκοτάδι, γιατί το τραγούδι του κακού αντηχούσε στο κεφάλι του κι ήταν αγριεμένος και φοβισμένος. Αφού έψαξε προσεχτικά, μες τη νύχτα, μ' όλες του τις αισθήσεις, πήγε στο μέρος, κοντά στο πλαϊνό δοκάρι, όπου είχε παραχώσει το μαργαριτάρι, το ξέχωσε και τόφερε στο στρωσίδι του, έσκαψε μια καινούργια τρύπα, στο χωματένιο πάτωμα, κάτω από το στρωσίδι, παράχωσε το μαργαριτάρι και το ξανασκέπασε.
Η Χουάνα, που καθότανε στην πυροστιά, τον κοιτούσε απορημένη κι όταν παράχωσε το μαργαριτάρι, τον ρώτησε:
- Ποιον φοβάσαι;
Ο Κίνο έψαξε να 'βρει μια σωστή απάντηση και στο τέλος είπε:
- Όλους.
Κι ένοιωσε σα να τον τύλιγε ένα σκληρό καβούκι.
Σε λίγο, πλαγιάσανε μαζί στο στρωσίδι, μα η Χουάνα δεν έβαλε το μωρό στη κούνια του απόψε, αλλά το κράτησε στην αγκαλιά της και το σκέπασε με το σάλι της. Κι η τελευταία φλόγα έσβησε στην ασβόλη της πυροστιάς.
Όμως το μυαλό του Κίνο έκαιγε ακόμα και στον ύπνο του κι ονειρευόταν, πως ο Κογιοτίνο μπορούσε να διαβάσει, πως ένας από τη φυλή του μπορούσε να του πει την αλήθεια των πραγμάτων. Κι έβλεπε στ' όνειρό του, πως ο Κογιοτίνο διάβαζε απόνα βιβλίο, μεγάλο σα σπίτι, με γράμματα μεγάλα σα σκυλιά κι οι λέξεις πηδούσαν και χόρευαν πάνω στο βιβλίο. Κι έπειτα, το σκοτάδι σκέπασε τη σελίδα και μαζί με το σκοτάδι ήρθε πάλι η μουσική του κακού κι ο Κίνο αναταράχτηκε, στον ύπνο του, και, καθώς αναταράχτηκε, η Χουάνα άνοιξε τα μάτια της, στο σκοτάδι. Ο Κίνο ξύπνησε, τότε, με την κακή μουσική να πάλλει μέσα του κι έμεινε ξαπλωμένος στο σκοτάδι, με τ' αυτιά του τεντωμένα.
Ο Κίνο και η Χουάνα πέρασαν μέσα από την πόλη, σα να μην υπήρχε πόλη. Τα μάτια τους δεν κοιτούσαν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, ούτε πάνω ούτε κάτω, αλλά ολόισα μπροστά τους. Τα πόδια τους κινιόντουσαν με μικρά τινάγματα, όπως οι καλοφτιαγμένες ξύλινες κούκλες, και μπροστά τους προχωρούσαν οι κολόνες της σκιάς τους, σαν τον μαύρο φόβο. Και καθώς περνούσαν, μέσα από την πέτρινη και ασβεστωμένη πόλη, οι μεσίτες τους κοιτούσαν πίσω από τα καγκελωτά παράθυρα κι οι υπηρέτες βάζανε το μάτι τους στις χαραμάδες της αυλόπορτας κι οι μανάδες γυρνούσαν τα πρόσωπα των μωρών τους και τάχωναν στις φούστες τους. Ο Κίνο κι η Χουάνα πέρασαν, πλάι-πλάι, από την πέτρινη κι ασβεστωμένη πόλη και τράβηξαν κατά κάτω, ανάμεσα από τα καλυβόσπιτα, κι οι γείτονες παραμέριζαν και τους άφηναν να περάσουν. Ο Χουάν Θωμάς σήκωσε το χέρι του, να χαιρετήσει, αλλά δεν μπόρεσε να μιλήσει και το χέρι του έμεινε αβέβαιο, στον αέρα, για μια στιγμή.
Στ' αυτιά του Κίνο το τραγούδι της οικογένειας ηχούσε άγριο, σαν κραυγή. Ήταν αδιάφορος και τρομερός και το τραγούδι του έγινε πολεμική κραυγή. Πέρασαν τότε κουρασμένα, από το καμμένο χωράφι, όπου ήταν, κάποτε, το σπίτι τους, χωρίς να ρίξουν ούτε μία ματιά. Προχώρησαν από τους θάμνους, που έφταναν ως την ακτή, και πήρανε το δρόμο της παραλίας προς τη θάλασσα. Κι ούτε κοίταξαν τη σπασμένη βάρκα του Κίνο.
Κι όταν έφτασαν, στην άκρη του νερού, σταμάτησαν και κοίταξαν πέρα, πάνω από τον κόλπο. Και, μετά, ο Κίνο ακούμπησε κάτω το τουφέκι, έψαξε στα ρούχα του κι έπιασε στο χέρι του το μεγάλο μαργαριτάρι. Κοίταξε την επιφάνειά του κι ήταν γκρίζα και γεμάτη πληγές. Διαβολικά πρόσωπα τον κοιτούσαν κατάματα από κει μέσα, κι είδε τη λάμψη της έξαψης. Κι επάνω στο μαργαριτάρι είδε τα ξετρελαμένα μάτια του ανθρώπου, μέσα στη λίμνη. Κι είδε τον Κογιοτίνο ξαπλωμένο στη μικρή σπηλιά, με την κορφή του κεφαλιού του χτυπημένη από τη σφαίρα. Και το μαργαριτάρι ήταν άσκημο και γκρίζο, σαν όγκος καρκίνου. Κι ο Κίνο άκουσε τη μουσική του μαργαριταριού παραμορφωμένη και τρελή. Το χέρι του τρεμούλιασε λίγο, γύρισε αργά προς τη Χουάνα δίπλα του, κρατώντας ακόμα το νεκρό δέμα της, πάνω στον ώμο της. Κοίταξε το μαργαριτάρι, στο χέρι του, για μια στιγμή, και μετά κοίταξε τον Κίνο στα μάτια κι είπε σιγανά:
- Όχι. Εσύ.
Κι ο Κίνο έσυρε πίσω το χέρι του και πέταξε το μαργαριτάρι, μ' όλη του τη δύναμη. Ο Κίνο κι η Χουάνα το κοιτούσαν, καθώς έπεφτε, στραφταλίζοντας κι αχνοφεγγοβολώντας, κάτω από τον ήλιο, που βασίλευε. Είδαν το νερό, μακρυά, να πετάγεται και στάθηκαν ο ένας κοντά στον άλλο και κοιτούσαν το μέρος εκείνο πολύ ώρα.
Και το μαργαριτάρι βυθίστηκε στο δροσερό, πράσινο νερό και γλίστρησε στον πυθμένα. Τα κλαριά των νερόφυτων, που κυμάτιζαν, το υποδέχονταν και του γνέφανε. Το φως, που αντανακλούσε η επιφάνειά του, ήταν πράσινο κι όμορφο. Κάθησε στον αμμουδερό βυθό, ανάμεσα στα φυτά, που μοιάζανε με φτέρες. Επάνω, η επιφάνεια του νερού ήταν σαν πράσινος καθρέφτης. Και το μαργαριτάρι κειτόταν στον πυθμένα της θάλασσας. Ένας κάβουρας, πούτρεχε βιαστικά, στον βυθό, σήκωσε ένα μικρό σύννεφο από άμμο κι όταν η άμμος κατακάθησε, το μαργαριτάρι είχε χαθεί.
Κι η μουσική του μαργαριταριού έγινε, σιγά-σιγά, ψίθυρος κι έπειτα έσβησε για πάντα.
Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου