Μερσεντές τελευταίου τύπου.Πανακρίβου και πυρρέσουσα εν μέσω Κηφησίας.
Αλλόφρων μια χοντροπλουμιδιάρα πισωγλετζού, να κουνά τις αποτριχωμένες χερούκλες για ταξί.
Η ψυχραίμου ξανθιά με τις μαύρες τεράστιες γιαλαδούρες, κλειδώνει τ όχημα και τρέχει πάνω στα δωδεκάποντα 7:30' π.μ (αν έχεις Θεό), να χωθεί στου Μεμά.
Μαζί εννοείται με την απεριγράπτου φύλου.
-Πάμε για το ΣΚΑΙ, μορφούλη μου ( όχι που θάχανε ευκαιρία η λόλα η αμαρτωλή).
- Εμένα είπες " μορφούλη" ;
Κόβει δεξιά ο Μεμάς κι αγριοκοιτάζει τη θεσπεσία αποτριχωμένη.
- Κομένες οι σαλτσαδούρες ή πάρτε άλλο ταξί. Νταξ;
-Σας παρακαλώ. Επειγόμαι να φτάσω εγκαίρως στη δουλειά μου κύριε.
Η επέμβαση της ξανθομαλλούς και το λούφαγμα της " λόλας" επισπεύδει τις διαδικασίες φθοράς.
Με γλυκανάλατο τόνο κι ύφος (ο διάλος να δεις τον έβαλε), απευθύνεται ο σάλιας στο Μεμά.
-Ξέρεις ποια κυρία μεταφέρεις σήμερα;
-Αυτή με ξέρει; (αντεπιτίθεται ο Μεμάς)
-Ευτυχώς δεν θα χρειαστεί, χρυσό μου...
" Σύρε και γαμήσου ", σκέφτεται ο Μεμάς κι αρχίζει να παίρνει στο ψιλό την αφράτη τη " συκιά".
Η εν λόγω κυρία να επικοινωνεί νευρικά τώρα ( πέσαν σε κίνηση) μ' ένα Ματθαίο και κάποιους άλλους που τους διέταζε αυταρχικά.
- Για πες ρε " μπουμπού" ,ποιά είναι η κυρία;
-Αχ, πες το μου κι αυτό να τραβάω τα εξτέσιον σήμερις.Καλέ δεν την αναγνώρισες; Γιαυτό πάει κατά διαόλου η Ελλαδίτσα μας αγριάνθρωπε. Βρε ΑΥΤΗ η γυναίκα κάποτε θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του σύγχρονου πολιτισμού για την προσφορά της. Βάρβαρε.
-Άκου να σου πω...σουσουράδα...Αυτοί που γράφουν ιστορία, ιδέαν δεν έχουν όσο ζουν.Είναι κάτι τυπάκια που τους τρών' τα χρόνια τα μολύβια ,τ' αργαστήρια κι ο πόθος τους να ζήσουμε οι υπόλοιποι μια καλύτερη ζωή. Ψοφάνε στην ψάθα ,στις φυλακές, στην σιωπή τους, μα πάλε δεν ξέρουν τι έχουν προσφέρει.
Αη κούνα αλλού τα φτερούγια σου κι εγώ δεν μασάω τέτοια.
- Καλέ Ελένηηηη... Τον ακούς; Θέλει να μας πει, δεν σε γνωρίζει το μελαχρινοτέκναρο.
-Βγάλε το σκασμό Λαλάκη (επεμβαίνει η μυστήρια).
Και παρακολουθεί τώρα μ ενδιαφέρον τη στιχομυθία.
-Καλέ ταξιτζή. Ορκίσου πως δεν την αναγνώρισες, μην κάτσω να μου τις βρέξει ο Τάσος το βράδυ να ξεθυμάνω.
-Αααα...πες το μου ντε, πως σε λένε Λαλάκη να καταλάβω όλα σου τα ζόρια, μαρή αστέρω.
Και για να τελειώνουμε γιατί σε βαρέθηκα φιλαράκο άκου κι αυτό...
Δεν ξέρω την κυρία κι ούτε με νοιάζει ποια είναι. Μα για να σε σέρνει μαζί της, βρωμόνερα έχει το κουβαδάκι της. Έστω για σήμερα. Και κάτι ακόμα...
Εσένα θα σ' αναγνώριζα παντού. Κι όχι ότι μου πέφτει λόγος στον πισινό σου, μα θέλοντας και μη θ' άκουγα τα κουδούνια που βαράς στο πέρασμά σου.
Είπα...
Νταξ;
Η κούρσα έλαβε τέλος.
Απ το σταθμό, αγχωμένοι σάλιαγκες πετάνε τα κελύφη τους κι ανοίγουν την πόρτα να βγει η άγνωστη ξανθιά.
Σέρνονται έτσι γυμνοί, να πατηθούν απ τ' αγιασμένα πόδια.Το βράδυ θάχουν να μετράνε εκδουλεύσεις που τους χρωστά η Θεά και θα θα κόβουν κοστούμια για την αχαριστία ή την γενναιοδωρία της (ανάλογα).
Αν κι όταν είσαι σαλίγκαρος,σχεδόν πότε δεν θάσαι εις θέσην να εκτιμήσεις ,αυτούς που περπατάνε. Στραβά, ίσια...Τι σημασία έχει;
Και πάντα φταίνε οι " άλλοι".
Που δεν τους αναγνωρίζουν την αξία τους.
Την προσφορά ,τις θυσίες που κάνουν για αυτούς.
Οι αχάριστοι.
Εν τω μεταξύ παραμένουν το " κοινό " τους.
Στην πιάτσα μετά λίγες μέρες περίμενε ένα δεματάκι το Μεμά.
Μέσα είχε ένα κουβαδάκι. Καθαρό.
Κι ένα σημείωμα:
" Όπως είπες -έστω και για εκείνη τη μέρα- έσερνα βρωμισμένο νερό.
Ίσως η πηγή δεν μολύνθηκε ακόμα". Ε.
Νταξ... Ξανθιά είπαμε. Όχι απαραίτητα κι ολοσχερώς ηλίθια.
Νταξ... Ξανθιά είπαμε. Όχι απαραίτητα κι ολοσχερώς ηλίθια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου