Λες και ήταν βγαλμένη από άλλη εποχή, μικροκαμωμένη, αέρινη, συνεσταλμένη. Αν παρατηρούσες τον τρόπο που μιλούσε, διέκρινες μια εγκαρτέρηση όταν αναφερόταν στη λύπη, στον πόνο.
«...Έμαθα να λογαριάζω τον πόνο αλλιώτικα. Έλεγα, άλλος ο πόνος της ψυχής και άλλος της σάρκας, μα τώρα τον ορίζω ως ότι δε μπορεί να βαστάξει ο άνθρωπος. Τον μεταλαμβάνω με ευλάβεια απ’ το δισκοπότηρο της ζωής μου.
Δέχτηκα την ύπαρξή του όπως ένα κομμάτι ξύλο τον πελεκητή του, ανυπεράσπιστα, τον αφήνω να σμιλεύει τη μορφή μου.
Ο πόνος ποτέ δε σου χαρίζεται, μπήγει βαθιά τη μαχαιριά του, ένα βάθος που άλλος τρόπος να το νιώσεις δεν υπάρχει. Κι είναι φορές που τον προκαλείς, θαρρείς και έχεις ανάγκη κάθε τόσο να αγγίξεις τον πυθμένα σου.
Μαθαίνει όμως έτσι ο άνθρωπος, ν’ ανασκαλεύει τα σωθικά του, να ψάχνει γιατρικά εντός του, το μεγάλο κύμα που θα ξεπλύνει το αίμα απ’ τις πληγές του.
Είναι σπουδαίο αυτό... Όπως καθετί που μπορεί να σκάψει και να αφρατέψει το πατημένο χώμα της ψυχής του »
Αυτά είπε και γύρισε να φύγει. Καθώς ξεμάκραινε, έτσι όπως αναδεύονταν, έμοιαζαν με κύματα τα μακριά μαλλιά της.
/>*/<
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου