Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΡΑΓΙΟΥΔΑΚΗ ( Λυκαία Ιεροφίλη ) " V.I.T.R.I.O.L. "


Ελευθερία Παραγιουδάκη - V.I.T.R.I.O.L. 

ISBN 978-960-564-530-4,
Οσελότος, 2017
94 σελ.

V.I.T.R.I.O.L. 

VISITA I NTERIORE TERRA RECTIFICANDO I NVENIES OCCULTUM LAPIDEM
Επισκέψου το εσωτερικό της γης και καθαρίζοντας, θα ανακαλύψεις την μυστική(φιλοσοφική) λίθο…. Το VITRIOL συμβολίζει το παγκόσμιο διαλυτικό! Το εσωτερικό ταξίδι του ανθρώπου προς την προσωπική Ιθάκη του. Την αυτοπραγμάτωση. Μοναδικό νόημα της αυτογνωσίας η αγάπη. Η μοναδική ουσία της νοήμονος αγάπης συν-έχει τους κόσμους.

Οπισθόφυλλο

Κι ως οι αυγές λιγώνουν στα επινίκια νύχτας και 
οι ζεστές μέρες μισεύουν στων ανέμων το μεθύσι, 
μια ευχή μονάχα κάνω.
Γίγαντα αντρειωμένο τον ξανοίγω τον δεσμό μας, 
στο χάσιμο του ΕΓΩ!
Και του ΕΜΕΙΣ η υπόσταση, σκυταλοδρόμος ακούραστος, 
να παίρνει τη ρεβάνς στις σχέσεις.
Τα σκοτεινά δωμάτια ν' αερίσει η αυριανή παρέα 
και νέα τραγούδια να ζωντανέψουν σοβάδες 
και κουφώματα χάρβαλα.
Να κάμει φιλιά το ξέφτι του πόνου με της ψυχής το ντέρτι 
κι ο ξένος ομοαίματος να ζυγώσει - 
κοινή τράπεζα και θεία μεταλαβιά το ΕΝΑ!
Έτσι ονειρεύομαι κόσμο μυστικό, σε φύλλα κρυφά κι απόσκια. 
Μ' ένα όνειρο αληθινό καρτερώ 
του θερισμού το δρεπάνι να αγγίξει τον Άτλαντα. 
Και μ' ανάσα κι αναστεναγμό -χαλάλι η ζήση- του Άδη τις καστρόπορτες θαρρετά ν' αντικρύσω. 
Μάγισσας γέννα και πατρίδα μου οι βροχές!






Κείμενα

Εξομολόγηση (Μητέρα- Πόρνη- Παναγιά)

-Σιχάθηκα τον τρόπο του. Παράλυτη στην παραβίαση του με σαλεμένο λογικό, άκουσα τα βήματά του να φτάνουν στο κατώφλι μου . Με τη γλώσσα στο φάρυγγα και ακατοίκητο κορμί, κουφάρι καταραμένο της σιχασιάς μου, στο παραπέντε να πηδήξω, έφτασα συχνά, δίνοντας τέλος σε ζωή ανώφελη. Να κατεβάσω μονοκοπανιά τα υπνωτικά που μου’ δωσε o τρελογιατρός, για να ησυχάζω λίγο τις νύχτες. Κάθε μέρα, κάθε-κάθε μέρα σκεφτόμουν πως μου άξιζε. Κάθε -κάθε μέρα έλεγα στον εαυτό μου: -Φαίδρα είσαι μια άχρηστη, μια πουτάνα, σου αξίζει το φέρσιμό του! Νόμισμα που ταιριάζει, στης σάπιας σου ζωής το χρηματιστήριο. Μη μιλάς ! Μη κουνιέσαι ! Μην ανασαίνεις ! Γίνε διάφανη ή τράβα στη θανή σου! Όσο υπάρχεις σε βλέπει κι όσο σε βλέπει, θα πεθαίνεις ! Στον καθρέφτη μου μπροστά, μετά την κατάρα του έρωτά του, σαν χορτάτος με παρατούσε κατασπαραγμένη λεία για του σπιτιού του το καταφύγιο και την “ιερή” του οικογένεια. Έβλεπα το ναυάγιο του κορμιού μου και την δύση στα μάτια μου. Ναυάγιο, ναυάγιο ! Μόνον αυτό. Ήθελα να ξαπλώσω στο χώμα και μαγικά να χωθώ μέσα του, να με προστατέψει. Να γίνω σκόνη, λυτρωμένη απ’ το μαρτύριο. Μια μέρα πριν πάω στον ψυχίατρο, ήρθε το πρωί, μόλις δύο ‘μερών ξέμπαρκος τον περίμενα, σαν φύλλο τρεμάμενο. Πριν ακόμα διαβεί την πόρτα, απ’το κατώφλι, δάγκωσε τα χείλη μου. Πεθυμιά του το αίμα μου. Έτρεμα ! Απούσα η ηδονή κι η νοσταλγία του, μα εκεί, ο φόβος κι η αηδία με εμένα αποδέκτη. Αφέθηκα να με πετάξει στο κρεβάτι, χωρίς κανέναν σεβασμό. Άθυρμα ! Άνοιξε τις θύρες μου χωρίς αντίσταση. -Πουτάνα ! Βρυχήθηκε και χύθηκε στο κορμί μου, αρπάγη στην τροφή του. Μιλούσε ακατάπαυστα . Αγριάδα και γλύκα μπερδεμένες μες του μυαλού του την τρικυμία, σα να’χε κι ο ίδιος αποτρελαθεί. Το παραλήρημα του, σαν κάθε φορά απαράλλαχτο: -Η διχοτόμηση της Φαίδρας! Έτσι να ονοματίσεις το επόμενο έργο σου. Και θα μιλάς για μας τους καψούρηδες για πάρτη σου, που ξαναγεννιόμαστε στα σκέλια σου ανάμεσα. Με μάτια τρελού, πυρετικά, έδωσε στάση στο κορμί μου συνήθειο του, από γυναίκες μουσουλμάνες των λιμανιών, την ισορροπία της φύσης μου να συλήσει. -Τόσα λιμάνια, τόσες πόρνες! Σαν κι εσένα, καμιά δεν υπάρχει! Ο ζωώδης και διεστραμμένος τρόπος του, με έκοψε στα δυο. Η μόνη βεβαιότητα, ο άφατος πόνος, μου θύμισε πως είμαι ακόμα ζωντανή. Με φαγωμένη γλώσσα και στο μυαλό την υπακοή, αντίσταση καμιά να μην του φέρω, έμεινα παγωμένη. Να μην πονάω, να είμαι υπάκουη, να μην αντιστέκομαι, να μη μιλάω, να μη μου δίνει σημασία. Να μην πονάω. Να μη πονάω! Να μη πονάωωωω ! Το βράδυ βγήκα στην πίσω αυλή και ξάπλωσα στο χώμα. Κουκουλώθηκα σκόνες και χώματα κι άγια λάσπη κι έβαλα σκουλήκια και μιαρά να φυλάν τον ύπνο μου. Σα να’ νοιωσα μεγαλύτερη συγγένεια με δαύτα. Πιο τίμια μου φάνηκαν, πιο αυθεντικά. Κι ύστερα ζουλώντας και σκάβοντας τη γης κάτω απ’ την κοιλιά μου, σκέφτηκα, πως θα μεταφερθώ, στα Ηλύσια πεδία, στις νήσους των Μακάρων, στον Παράδεισο των χριστιανών με τους αγγέλους, ή σ'εκείνο τον τούρκικο παράδοξο, με τα πιλάφια. Στα χέρια του δε μένω. Πήρα απόφαση ! Ξημερώματα με βρήκε η Κική και με το ζόρι στον ψυχίατρο, μου ετοίμασε επίσκεψη. -Σταμάτα! Όλα γίνονται, με ενθάρρυνε, πληρώνοντας εξέταση και φάρμακα, για συμπαράσταση μου. Μού’ χε πετάξει εκείνος ένα πεντακοσάρικό στο κομοδίνο, δεν τ’ άγγιξα αυτά τα λεφτά, δε τα’ άγγιξα. Τίποτα δικό του! Απόφασή μου η πείνα, παρά οτιδήποτε δικό του. Έτσι ξεκίνησε η σκλαβιά μου. Μικρό κορίτσι με βρήκε, ο πρώτος που ‘κανα έρωτα. Έτσι νόμιζα πως είναι ο έρωτας ! Κι αν αυτό είναι το κέρασμά του, ποτέ μα ποτέ στη ζωή μου. Σπίτι, ρούχα, φαγητό, λογαριασμοί στην ευθύνη του, κι εγώ μία ευθύνη: Ν’ ανοίγω τα πόδια ! Σιχάθηκα τέτοιας ζωής μαρτύριο. Σήμερα, υπάρχει λόγος εξομολόγησης. Κάποιος να ξέρει! Δε πρόλαβα να τελειώσω το βιβλίο μου. Πόσο αποζητώ ηρεμία, ξεκούραση ! Γι’ αυτό ήρθα κοντά σου κι αν δε με δεχτείς εσύ, θα βρω άλλο τρόπο ! Θέλω ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου, ν’ αντικρίσω το σώμα μου χωρίς αποστροφή. Εγώ με σιχαίνομαι. Με σιχαίνομαι ! Θέλω επιτέλους να μιλήσω! Να μιλήσω. Αυτή η σιωπή! Η σιωπή. Σιωπή! Μια αιφνίδια ζάλη την υποχρέωσε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Μια σκιά χοροπήδησε στο τοίχο, σαν μαριονέτα απ' τα φώτα των διερχόμενων αυτοκινήτων. -Έλα μάνα κι άργησες σήμερα. Μυρωδιά από λιβάνι και κοκκινιστό χτύπησε τα ρουθούνια της. -Η Κική μαγειρεύει του Φώτη, σκέφτηκε. Νύχτα, κι ο Κωστάκης των νεανικών της χρόνων σ’ εκείνο το μοναδικό μπλουζ, στο πρώτο της πάρτι. -Πόσο ήμουνα άραγε; Δεκαπέντε. Αξημέρωτα η Κική, φύλακας άγγελος, με το αντικλείδι της, άνοιξε στο όργανο της τάξης. Η Φαίδρα από ώρες νεκρή στο κρεβάτι, με ξέπλεκα τα μακριά μαλλιά της, να στολίζουν πρόσωπο, ίδιο φεγγάρι βασιλεμένο. Στο μικρό τραπεζάκι μπροστά στο παράθυρο, στέκει μνημόσυνο μιά φωτογραφία της μάνας της, με το τρεμάμενο καντήλι να καίει ακόμα. Ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι, άδειο από μπαταρίες, το κενό κουτί με τα ηρεμιστικά και του καναρινιού της η φυλακή, με πόρτα ορθάνοιχτη, να χάσκει στο κενό. Μαρτυρία ομαδικής δραπέτευσης. Το βλέμμα της μοναδικής φίλης της, ραντάρ, επόπτευσε στα γρήγορα τον χώρο. Τράβηξε τις μπούκλες από τα μάτια της νεκρής και δίνοντας της ύστερο φιλί αποχαιρετισμού, άνοιξε την πόρτα: -Πέταξε το πουλί, είπε. Και βγήκε στην αυλή κλαίγοντας

✿ ✿ ✿ ✿

ΟΡΦΑΝΟΤΡΟΦΕΙΟ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ

Μια αυτοσχέδια βακτηρία χτυπούσε ρυθμικά, μαρμάρινα βήματα μετρώντας:
Ταπ..Ταπ..ταπταπ.... Ταπ...Ταπ...ταπταπ....
Μισοκρυμμένος πίσω απ' το τοίχο ο “νεαρός” υποστηριζόμενος, με κάλεσε να τον βοηθήσω στο τελευταίο σκαλοπάτι.
-Σίμωσε κοπελιά μου, γιάντα δε με καλοβοηθά η κατσούνα "
Πλησίασα, το σαν σε προσκυνητάρι ζωγραφισμένο από τη ζωή πρόσωπο, με ρυτίδες, ωραία κεντίδια και δύο μάτια λίμνες γαλάζιες, άπατες !
Στάθηκε μπροστά μου, κι όλο απορία με ρώτησε:
- ' ντα θες απατή σου, στο σπίτι με τα ΄ρφανά ;
Πρώτη φορά συναντούσα τον εκφραστικό γέροντα, στον Οίκο Ευγηρίας, που ζούσε η μητέρα μου, τους τελευταίους μήνες.
- Ήρθα να δω τη μητέρα μου, εξηγούσα, καθώς τον συνόδευε προς το θάλαμο, που ‘δειξε με την "κατσούνα".
-Πως σας λένε; Ρώτησα τη ζωντανή αγιογραφία, που συνόδευα.
-Ηρακλή, απάντησε χωρίς περιστροφές. -Και πάω εδά να σκοτώσω την Ύδρα !
-Το νησί; Τον ρώτησα κρυφογελώντας.
-Τη Λερναία μαθές ! Να! Θα στέκω μπροστά στο καρφίχτη και θα τσι μιλιώ, θα τσι μιλιώ, ίσαμε να τηνε καταφέρω! "
-Και πως θα την καταφέρετε να πεθάνει μόνο με την κουβέντα; αρπάχτηκα για να του λύσω τη γλώσσα.
-Όφου κοπελιά μου κι είσαι μικιό. ΄Ανε τσι ξιστορίσω τσι πόνους και τσι καημούς μου, θα ποθάνει ! Κατέεις εδά, κοτζάμ Ηρακλή απατή μου και εκαταφέρανέ με. Μόνο απατή σου, γλάκα μακριά, μη σαν ανιστορώ τζη ξυπνήσουνε οι δαιμόνοι και μακελέψουσί σε. Σάλευγε κοπελιά μου και τσι κρατώ με το ζόρε."
Μ’ έσπρωξε μαλακά με την κατσούνα και μπήκε στο θάλαμο, κλείνοντας την πόρτα με θόρυβο, σα να σφράγιζε την πύλη του Άδη.
Λίγο αργότερα στο δωμάτιο της μάνας μου, εξιστορώντας της το συναπάντημά μου με τον αξιαγάπητο γέροντα, μου ‘δωσε την πιο πικρή κι αληθινή απάντηση:
-Μα κοπελιά μου, εδώ που με φέρατε, τι θαρρείς πως είναι; Ορφανοτροφείο ανηλίκων γερόντων, είναι ! είπε και χαμήλωσε το κεφάλι...

Το επόμενο πρωί με βρήκε ξάγρυπνη σε υγρό μαξιλάρι. Όλη νύχτα μιλούσα με τσι δαιμόνους του μπάρμπα Ηρακλή. Μα σάμπως το ξημέρωμα, καθώς ανασήκωσε το φως, της σκοτεινιάς τον πέπλο, σε κάποιον αναγνώρισα έναν μεγάλο φόβο μου, κι άλλος μύριζε νυχτερινό μου εφιάλτη !
Ξαμόλησε ο γέροντας, τους δαίμονες του στο κατόπι μου ! Η ψυχή του κόσμου (Αnima munti) γεννά τους εφιάλτες μας, στ' απόσκια των ονείρων, στου ασυνείδητου τη χώρα. Πρώτη φορά δεν κράτησα υπόσχεση.

Όσο κι αν το προσπάθησα εκείνο το βράδυ, δεν σκότωσα την Ύδρα!"
______________

ΣΣ: Λέξεις Κρητικής διαλέκτου:
κατσούνα: το μπαστούνι
καρφίχτης: ο καθρέφτης
γλάκα: τρέξε
απατή σου: εσύ, ο εαυτός σου
σάλευγε: τρέξε, φύγε





Βιογραφικό & Ευχαριστίες
Μεγάλωσα στον κήπο του πατέρα μου,στο Δάσος Χαϊδαρίου, όπου είναι το «χωριό» μου από το 1963, όταν ήταν ακόμα αραιοκατοικημένο και παραδείσιο. Το κτήμα της οικογένειας έγινε από τα πρώτα μου βήματα, « ο κήπος της Εδέμ»,τράφηκα από τ΄αρώματα, τις γεύσεις και τη γη του. Σ΄αυτή την άκρη της Αθήνας μεγάλωσα, εκπαιδεύτηκα, ερωτεύτηκα, έγινα μητέρα και δημιουργός. Με τεράστια ευγνωμοσύνη στα χώματα που μ΄ανάθρεψαν και είδε το φώς ο μονογενής μου, στον οποίον είναι αφιερωμένο το πρώτο μου «λογοτεχνικό παιδί», σας το παραδίνω. Θέλω να ευχαριστήσω το γιό μου Χρήστο, που υπήρξε το μεγαλύτερο κίνητρό μου για ζωή. Τον «Δάσκαλο» της ζωής μου , Αντώνη Πάρδο, που από το γυμνάσιο ακόμα, αναγνώρισε την ποίηση μέσα μου, όταν εγώ δεν ήξερα καν πια είμαι. Τον φίλο και συνοδοιπόρο στην ανίχνευση του λόγου, Νίκο Περδίκη, που εμψύχωσε, επιμελήθηκε και έγραψε το εισαγωγικό σημείωμα. Την εικαστικό Ελευθερία Εμμανουήλ, που μου εμπιστεύθηκε το έργο της , κι έντυσε όμορφα με εικόνα τον λόγο μου. Όλους όσοι βρέθηκαν στον δρόμο μου μέχρι σήμερα και συμπορευτήκαμε στην αναζήτηση της προσωπικής μας φιλοσοφικής λίθου. Τέλος τον άνθρωπο που πυροδότησε την πένα μου, τον αγαπημένο μου Βασίλη …Ας αναπαύεται εν ειρήνη…
Λυκαία Ιεροφίλη







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου