Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ " Ο βιωμένος χρόνος – Μικρές ιστορίες "

Ο βιωμένος χρόνος σε συνέχειες
παραμονεύει σαν του παιδιού τα ίχνη μέσα μας
παράλογος εφιάλτης
όσο κι ο φόβος στα παραμύθια.


ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ " Ο βιωμένος χρόνος – Μικρές ιστορίες "
Εκδότης: ΑΩ Εκδόσεις
Χρονολογία Έκδοσης: Σεπτέμβριος 2017
Σελίδες: 120
Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
Σχήμα: 20χ13
ISBN13: 978-960-9484-88-6

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Η έννοια του χρόνου, ασύλληπτη στην ουσία της, με τα μετρήσιμα χρονικά διαστήματα μόνο προσωπικά να εννοούνται. Γι’ αυτό και ο μέσα χρόνος είναι και ο μόνος προσιτός. Μέσα του ζούμε και πάνω στις διαδρομές του πατάνε τα αβέβαια βήματά μας. Στο μεταξύ, ο χρόνος ο αληθινός τρέχει αδιάφορος για τη δική μας αντίληψη και εμείς μόνο στιγμές αποτυπώνουμε θεωρώντας πως έστω για λίγο πιάσαμε το νόημα. Μπορεί βέβαια όλο αυτό να είναι μια ψεύτικη αίσθηση του υπαρκτού, και ο χρόνος μόνο ως προσωπικός να βιώνεται. Σ’ αυτής της μαγικής συμπαντικής απάτης την αίσθηση ακουμπούν αυτές οι μικρές ιστορίες. Κάποιες ελάχιστες σε έκταση, ίσως για να υπαινιχθούν την αξία της στιγμής που χάνεται ανεπαίσθητα, αν δεν προλάβεις να την κρατήσεις υγρή στο χέρι σου.

ΚΕΙΜΕΝΑ 

Νυχτερινά απρόοπτα

Οι ράγες ήταν πάνω σε χωματόδρομο. Έτσι το τραίνο, μια παλιά ατμομηχανή από εκείνες τις μαυρισμένες, σήκωνε στο πέρασμά του και σκόνη πολλή εκτός από καπνό. Τώρα περνούσε μέσα από το μέρος που, καιρό τώρα, είχε εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους. Άγνωστος ο λόγος της φυγής. Πάντως έστεκε εκεί ερημωμένος τόπος, ίσα για να θυμίζει ότι και τα πιο όμορφα πράγματα κάποτε χάνουν την αίγλη τους ή έστω την απλή αλλά αγαπημένη καθημερινότητά τους.
Παράξενη η σκηνή. Είχε πέσει ήδη το σκοτάδι, έτσι μόνο σαν ίσκιος φαινόταν το μοναχό βαγόνι ανάμεσα στα ερειπωμένα πια σπίτια. Και πήγαινε αργά, λες και έπρεπε κάποιοι να προλάβουν να ανέβουν για τη συνέχεια του ταξιδιού. Με τον ρυθμό αυτόν διέτρεξε όλα τα σπίτια, όλες τις χορταριασμένες αυλές και απόσωνε ήδη το πέρασμά του για να ξεχυθεί στην έρημο. Λίγο πριν χαθεί στη φυσική στροφή που έκαναν οι ράγες του, λίγο πριν γίνει κι αυτό μια ανάμνηση απόντων, κάτι σάλεψε πίσω από ένα σπασμένο τζάμι, σ’ ένα χαμόσπιτο στην άκρη του συνοικισμού. Το μικρό κεφάλι, λίγο γερτό για να δει την άκρη του βαγονιού, με λίγο υψωμένο το χέρι σαν για χαιρετισμό, φαινόταν να είναι μια πιο σίγουρη παρουσία από μια οφθαλμαπάτη.
Μόνο στα θαύματα της νύχτας μπορεί να προστεθεί κι αυτό το μαγικό. Να περνάει το παλιό βαγόνι από έναν άδειο τόπο, έρημο και ξεχασμένο, κι εκεί να το παρατηρεί και να αντιχαιρετά έναν ανύπαρκτο χαιρετισμό ένα παιδί αφημένο στην τύχη του ή στη στοιχειωμένη ατυχία του.

[Για όσους ανέχονται στην τετράγωνη ζωή τους μια κυκλική πορεία των φυσικών πραγμάτων, ένα αλλιώτικο κοίταγμα των έρημων χώρων, το ξαναζωντάνεμα όλων των παλαιών εικόνων και, οπωσδήποτε, για εκείνους που διαβιούν στη νύχτα με όλα τα μαγικά της απρόοπτα. Χωρίς ξαφνιάσματα και απορίες. Κυρίως χωρίς να νιώθουν την ανάγκη κάποιας ερμηνείας. Η νύχτα όλα τα εξηγεί, όπως θέλει, και όλα τα ανατρέπει ανενδοίαστα, με το ασύγγνωστο της φύσης της. Ποιος θα την καταδικάσει όμως;]

❀  ❀  ❀  ❀
Μια φιγούρα

Με όλη του την αξιοπρέπεια, αν και του την πάτησαν κάτω και του την ευτέλισαν με τα χοντρά παχύδερμα πόδια τους. Στεκόταν ευθυτενής, ίδιος απόστολος εκείνης της Βίβλου που διαβάζαμε παιδιά, προτού γίνει κι αυτή πραμάτεια ιερών τάχα γερόντων. Και αμίλητος περίμενε κοιτάζοντας κάπου πέρα από όλους αυτούς, που περνούσαν δίπλα του αδιάφοροι. Ήταν η γιορτινή ατμόσφαιρα ολόγυρα που έμοιαζε παράταιρη, σαν λάθος σκηνικό σε προχειροφτιαγμένη ταινία του συρμού. Αυτός ήταν γερά αγκυροβολημένος στο πεζοδρόμιο, σαν πέτρα από τις πέτρες που το έχτισαν, σαν δέντρο από εκείνα που τα φύτεψαν κάποτε με αγάπη, πριν να ’ρθουν τα τροχοφόρα. 
Κι ήθελα να του πω ότι, αν κάποιος πρέπει να φύγει δεν είναι αυτός αλλά όλοι εμείς που του κόβουμε την ανάσα έτσι τυλιγμένοι στα ζεστά μας ρούχα, έτσι στεγανοποιημένοι μέσα στα σπίτια μας. Όμως δεν του είπα τίποτα. Ντράπηκα μόνο πολύ.

❀  ❀  ❀  ❀
Εμμονή με την αφή

Αν κάποτε όλα εξαφανιστούν, σκέφτομαι, μπορεί να μείνει η ανάμνηση των αγγιγμάτων. Χέρια που μας αγγίζουν και αποτυπώνουν πάνω μας ονόματα και χαρακτηριστικά προσώπων, γεύσεις και οσφρήσεις και κοιτάγματα πολλά, φωνές που αφήνουν τις λέξεις τους, πολύτιμα απομεινάρια μνήμης. Αλλά δεν είναι μόνο η αίσθηση ενός ανθρώπινου αγγίγματος. Θυμάμαι πώς έκαιγε κάτω από τα πέλματα η παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης, με τον ήλιο του βορρά να την αφήνει έκθετη. Κι αυτή κι εμένα. Μετά όλα άλλαξαν, μεγαλώσαμε, κι η παραλία το ίδιο. Επεκτάθηκε. Προσχώσεις απαραίτητες, και νέες εισβολές προσώπων που πάλι με το άγγιγμα διεκδίκησαν την παρουσία τους μέσα μου. Εκείνα τα μικρά στίγματα στη ράχη των χεριών, μικρές καφέ κηλίδες, δηλωτικές μιας ηλικίας. Άλλοτε πάλι, σκασίματα στο δέρμα (ευαίσθητο θα ήτανε πολύ) να γδέρνουν το δικό μου αναμετρώντας την παράλογη συνύπαρξη. Πώς θα έπρεπε τότε να το έχω καταλάβει ότι το δέρμα εξαπατά, έτσι όπως κρύβει φλέβες πάλλουσες από ζωή ή άλλοτε από αναισθησία. Κι ύστερα πάλι άλλα αγγίγματα, πολλά απ’ αυτά του σύντομου χρόνου, που δεν έλπιζαν καθόλου σε μια μνημονική διαχρονικότητα, να με ξαφνιάζουν με την επιμονή τους. Τα άλλα, τα ορκισμένα για μακροζωία, δεν άντεξαν στον χρόνο. Και λέω πως μάλλον κάποιο παιχνίδι του μυαλού κι αυτό μπορεί να είναι, που επιλέγει -με μια απολύτως δική του λογική- να κινεί τις αισθήσεις και να προτιμά αυτήν που δύσκολα κανείς θυμάται. Κι αν κάποιος πει ότι υπάρχει σε όσα γράφω μια εμμονή με την αφή, ίσως και να έχει δίκιο. Μήπως αυτή δεν είναι η νοητή προέκταση του σώματος;
❀  ❀  ❀  ❀
Μικρή συνωμοσία

Και όταν ξημέρωσε δεν είχαν πια τίποτα να πουν. Ήπιαν αμήχανα τον καφέ τους. «Θέλεις ζάχαρη;» «Όχι, πάντοτε σκέτο». Δεν ήξεραν πώς μπλέκονται τα λόγια όταν ξυπνήσει η μέρα κι η νύχτα ξεχαστεί. Κι εκείνο το «πάντοτε» πόσο παράταιρο ήταν! Γέλασαν συνωμοτικά.

❀  ❀  ❀  ❀
Ο σκοτεινός θάλαμος

Έριξε μια εξεταστική ματιά στο δωμάτιο, χαμήλωσε το βλέμμα και του είπε: «Να, εδώ. Έτσι». Και αφήνοντας νωχελικά να πέσει το χέρι της στον ώμο του, τον προσπέρασε και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Κι αυτός ίσα που ένιωσε την άκρη των δαχτύλων της. Ένα γρήγορο πέρασμα μπροστά από τα μάτια του. «Όπως θέλεις» απάντησε ψυχρά. 
Οι σκιές διαδέχονταν η μια την άλλη και ο σκοτεινός θάλαμος αποτύπωνε: κινήσεις του κορμιού, ένα γύρισμα του προσώπου στο πλάι, ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο μετά. Όλα στο γκρίζο, το ουδέτερο, που καταργεί όλα τα κόκκινα των υποσχέσεων, που αφήνει όλα τα σκιερά κυρίαρχα στη μέση της εικόνας.
Όταν έκλεισε η πόρτα, αυτός κοίταξε για λίγο το άδειο σκηνικό. Ανασήκωσε τους ώμους αποδιώχνοντας και την τελευταία ανάμνηση του αγγίγματος, και άρχισε να συμμαζεύει τον χώρο απομακρύνοντας όλα τα περιττά. 
Εκείνη κατέβηκε τις σκάλες και χύθηκε στον δρόμο με όλο το βάρος μιας λέξης που δεν ειπώθηκε. Ακόμη με την αίσθηση του μάταιου να ισοπεδώνει κάθε επιθυμία. «Ας είναι», είπε, «η στιγμή αποτυπώθηκε». Κι έτσι, με την ξαφνική πληρότητα που δίνει κάποτε η τέχνη, άνοιξε τον βηματισμό της και χάθηκε από τη σκηνή.

[Ίσως αυτό είναι το πρόβλημα στον έρωτα. Η μοναχική στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι υπάρχουν δύο θέσεις (ποτέ μία) και εσύ διαλέγεις, όπως πάντα, αυτήν μπροστά στον φακό. Και αφήνεσαι στην αυταπάτη ότι όλα τα όμορφα και τα εκστατικά γίνονται εκεί, στο άπλετο φως. Στη σκοτεινή πλευρά, όμως, συντελούνται τα άλλα θαύματα, τα αόρατα με γυμνό και εύπιστο μυαλό. Και αυτά είναι τα πιο σκληρά, τα αδιαπέραστα για την αφελή οπτική. Που πάντοτε χάνει το παιχνίδι.]

❀  ❀  ❀  ❀

Γυναίκα μια γκρίζα μέρα

Με το που ξύπνησε κοίταξε τον ουρανό από το παράθυρο. «Λίγο πιο γκρίζο και θα είναι σαν να έχω πεθάνει», μονολόγησε.
Σε λίγο βγήκε αθόρυβα από το σπίτι και κατηφόρισε μέχρι την παραλία. Κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Εκεί, σαν μια εικόνα του μυαλού, επίμονη και βασανιστική, βγαλμένη από την πρωινή ομίχλη, θυμήθηκε πάλι τη μάνα της που, χρόνια πολλά πριν σ’ αυτό το ίδιο μέρος, έβγαλε τα παπούτσια της, τα πέταξε στη θάλασσα και αφέθηκε να λαχταρά απέραντους θαλασσινούς δρόμους.
Γυρίζοντας σε λίγο στο σπίτι, σιγοπατώντας μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών, τα ξύπνησε γλυκά, αφού φρόντισε πρώτα να μεταμφιεστεί σε ανέμελο, μητρικό χαμόγελο.
Αρνήθηκε να απαντήσει στην επίμονη ερώτησή τους «μαμά, τι γίναν τα παπούτσια σου;»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 

Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1956 αλλά ζει εδώ και πολλά χρόνια στην Αθήνα. Αξιοποίησε τις σπουδές της σε Iστορία και Aρχαιολογία διδάσκοντας σε δημόσια λύκεια. Γράφει ποιήματα αλλά και πεζά (λογοτεχνικά και δοκιμιακά) και ασχολείται με τα γραπτά των άλλων κάνοντας επιμέλειες εκδόσεων και δημοσιεύοντας (έντυπα και ηλεκτρονικά) άρθρα κριτικής λογοτεχνίας. Έχει εκδώσει επτά βιβλία (πεζογραφίας, ποίησης και δοκιμιογραφίας) και έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις, ενώ ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, έντυπα και ηλεκτρονικά. Διατηρεί στο διαδίκτυο το λογοτεχνικό ιστολόγιο (blog) «Με ανοιχτά βιβλία».

Έργογραφία:

Εγχειρίδιο για την παραγωγή λόγου (2010, εκδόσεις Νοών)
Το ύφος και το ήθος, δοκίμια (2010, εκδόσεις Νοών)
Το ατελιέ, διηγήματα (2011, εκδόσεις Νοών)
Ο χώρος ανάμεσα, νουβέλα (2013,εκδόσεις Νοών)
Τα κοινά και τα ιδιωτικά, διηγήματα (2014, εκδόσεις Νοών)
Λέξεις Απόκρημνες, Ποιήματα, δίγλωσση έκδοση, μετάφραση στα αγγλικά; Robert Crist, Despina Lala-Crist (2017, Μικρές εκδόσεις)
Ο βιωμένος χρόνος – Μικρές ιστορίες, (2017, εκδόσεις ΑΩ)

Συμμετοχές:

Σύμη με τα μάτια της ψυχής, συμμετοχή με ιστορικό άρθρο: Σύμη, 19ος και 20ος
αιώνας, η ακμή (1998, εκδόσεις Σιδέρη)
Craftbook II Ετερότητα, συμμετοχή με ποιήματα (2015, Μικρές Εκδόσεις)
2η ποιητική ανθολογία, συμμετοχή με ποιήματα (2015, εκδόσεις Διάνυσμα)
3η ποιητική ανθολογία, συμμετοχή με ποιήματα (2016, εκδόσεις Διάνυσμα)
Ανθολόγιο ΣυνΠοιείν, συμμετοχή με ποιήματα και πεζά (2016, εκδόσεις Όστρια)
Έρως αιέν (επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης), συμμετοχή με ποιήματα (2016, Μουσείο
Ελιάς και Λαδιού Πηλίου)
Οι διαφορετικοί ((επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης), συμμετοχή με ποιήματα και πεζά
(2017, Μουσείο Ελιάς και Λαδιού Πηλίου)








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου