Φωτογραφία : Κώστας Μπαλάφας |
Xειμώνας του 63!
Δύσκολος ο φετινός χειμώνας, είπε αναστενάζοντας από τη γωνιά του τζακιού που καθόταν σταυροπόδι η γιαγιά. Δύσκολος και οι προμήθειες που έχουμε για μας και τα ζωντανά λίγες. Δεν πιστεύω ότι θα μας βγάλουν πέρα, μέχρι να ξεκαλύνει λιγάκι ο καιρός και να βγουν έξω και τα ζωντανά για λίγο χορτάρι της γης. Και άντε ποιον να βρεις για να φέρει τέσσερα πέντε σαμάρια σανό και λίγη βρώμη για να ταΐσουμε τόσα στόματα που καρτερούν στο μαντρί. Άρχισαν να βελάζουν κιόλας και σε κάμποσες μέρες θα αρχινήσουν και να γεννάν! Είναι και κάμποσα που θα μας δώκουν δυο και τρία αρνιά και κατσίκια, είπε και αναστέναξε με πόνο. Πέρσι ήταν ο γιος της που τα φρόντιζε όλα. Μα σαν ξενιτεύτηκε για να βρει καλύτερη δουλειά στην Αυστραλία έμειναν μόνες να φροντίζουν πράματα και κουτσούβελα. Τρία ήταν και αυτά, μα όλα μικρά. Ο Τάσος δέκα χρονών, η Θανασιά οχτώ και ο Γιωργής μόλις έξη χρονών και αδύνατος πολύ. Αυτά σκεφτόταν η γριά Κώσταινα και αναπαμό δεν μπορούσε να βρει. Γερασμένη πολύ και η ίδια και δεν κατάφερνε να προσφέρει τίποτε στη νύφη της, που όλη μέρα πάλευε με σπίτι, με παιδιά, με ζωντανά και με τον εαυτό της ακόμα έτσι που είχε απομείνει χρόνο τώρα μοναχή.
Μέσα στη μικρή κουζινούλα η μάνα φυσώντας και ξαναφυσώντας τα λιγοστά αναμμένα ξυλάκια προσπαθούσε να ζεστάνει το γάλα για να το δώσει στη γριά πεθερά της. Γριά ήταν και είχε ανάγκη για κάτι ζεστό. «Έλα, πιες το τώρα που καίει λίγο και βρέξε και λίγο ψωμάκι,» της είπε και απίθωσε το μικρό δισκάκι κοντά στη φωτιά. «Κόρα είναι μα δεν πειράζει, θα μαλακώσει σε λίγο. Θα σου κάνει καλό και στο στομάχι και στο βήχα που σε τρέλανε όλη τη νύχτα».
Σήκωσε τα ζαρωμένα της μάτια η γριά Θωμαή και κοίταξε τη νύφη της με λατρεία.
« Αχ! Αν δεν είχα και σένα κόρη μου γρήγορα θα έφευγα για τον άλλο κόσμο. Να είσαι καλά που με κοιτάς και μένα. Ένα κουφάρι άχρηστο είμαι, μα εσύ με βλέπεις σαν μάνα σου και κάτι παραπάνω. Να έχεις την ευκή μου νύφη μου και προκοπή να δεις στη ζωή σου..»
Έλα, μάνα, τίποτα δεν κάνω. Αυτό που πρέπει κάνω! και μην το σκέφτεσαι.
Μόνο να κοιτάς να είσαι καλά και όξω σήμερα μη βγεις. Θα κρυώσεις. Αγρίεψε πιο πολύ ο καιρός και σε λίγο το χιόνι θ’ αρχίσει να πέφτει τούφες, τούφες. Κάτσε στη γωνίτσα σου, κοιμήσου και λίγο και ησύχασε. Εγώ θα τα καταφέρω όλα. Ύστερα, μην ξεχνάς και η γειτονιά βάζει και αυτή ένα χεράκι και έχει και ο Θεός να κάνει».
Είπε τα τελευταία λόγια και τράβηξε γρήγορα προς το μικρό κουζινάκι. Είχε ανάγκη να μείνει μόνη της τώρα. Να μείνει μόνη της και να συλλογιστεί. Να βάλει όλα τα πράγματα σε μια σειρά και ύστερα να δει τι θα έπρεπε να κάνει. Σκούπισε τα κρύα δάκρυα που πάγωσαν αμέσως στα μάγουλά της, σηκώνοντας τη ζωστοποδιά της. Λερωμένη ήταν από τα ζωντανά, αλλά αυτό ούτε που το σκέφτηκε. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν να μην προφτάσουν να ‘ρθουν τα παιδιά της απ’ το σχολείο με παγωμένα χέρια και πόδια και τη δουν να κλαίει.
Αυτό το δικαίωμα δεν το είχε! Το είχε υποσχεθεί στον άντρα της, όταν έφευγε για τη μακρινή Αυστραλία. Αυστραλία! Και το όνομα της φαινόταν μακρινό και τα γράμματα αργούσαν και αυτά να πάνε και να ‘ρθουν! Τώρα τον επιζητούσε τον άντρα της. Τον ήθελε κοντά της, να μπορεί να τον αγγίζει, να του μιλά, να μοιράζεται μαζί του τις δυσκολίες και εκείνος να την ενθαρρύνει παίρνοντας πάνω του όλες τις αντρίκιες τις φροντίδες. Για μια στιγμή σκέφτηκε να του γράψει να τα αφήσει όλα εκεί και να γυρίσει στο χωριό τους. Μετάνιωσε! «Είμαι στα καλά μου; Τι σκέφτομαι τώρα; Μαζί δεν το αποφασίσαμε να φύγει, γιατί αλλάζω τώρα;» Ηρέμησε και άρχισε να φτιάχνει το φαί για την οικογένεια. Δεν είχε τίποτε σπουδαίο για να φτιάξει. Σκέφτηκε τον τραχανά. Τον έβγαλε από το μυαλό της. «Τι να φάνε για μεσημέρι μικρά παιδιά; Τι να τους κάνει ο τραχανάς ή οι χυλοπίτες;
Με το κρύο που κάνει θέλουν γερό φαί. Πήγε στο κοτέτσι και πήρε μια κοτούλα. Θα τη φτιάξω βραστή με ζεστή σουπίτσα. Θα τους πιαστεί η καρδούλα τους και θα ρουφήξει και λίγο ζουμάκι και η γιαγιά». Της άρεσε η σκέψη και στα γρήγορα έβαλε μπρος. Μοσχομύρισε το σπίτι από τη χωριάτικη κότα με τη γέμιση μέσα. Χάρηκε η μάνα! Τα παιδάκια της θα έτρωγαν καλά και θα ένιωθαν τη σπιτική ζεστασιά. Οι φωνούλες τους τάραξαν τον τόπο. Μπήκαν στο σπίτι σαν Αγιοβασίληδες χιονισμένα από την κορφή ως τα νύχια. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα σε χοντρές, μεγάλες τούφες και γέμιζε τον τόπο. Τα δέντρα λύγισαν από το βάρος του και σε μέρη που φύσαγε αέρας σχημάτισαν ολόκληρους λοφίσκους. Τα παιδιά μπήκαν βιαστικά στο σπίτι και πιο γρήγορα ξαναβγήκαν έξω για να χαρούν το παιχνίδι με τα χιόνια. Σε λίγα λεπτά είχαν ετοιμάσει και το χιονάνθρωπό τους. Δυο μαύρα μάτια από κάρβουνα, μια μύτη από ένα σουβλερό ξύλο , ένα τεράστιο στόμα με μαύρη μπογιά και ο χιονάνθρωπος έτοιμος. Γιόμισε ο τόπος απ’ τις φωνές τους. Τα κοίταξε η μάνα απ’ το μικρό παραθύρι του μαγειριού και αναγάλλιασε η καρδιά της. «Ευτυχώς που αυτά δεν καταλαβαίνουν τίποτα από τις δυσκολίες που μας δέρνουν!’ σκέφτηκε με ανακούφιση. Ανασήκωσε το μπαλωμένο κουρτινάκι του παραθυριού και κοίταξε προς τον μαυρισμένο ουρανό. Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και η καρδιά της πάγωσε περισσότερο. Απ’ το κατώι ακούστηκαν τα βελάσματα των ζωντανών. «Φαί θέλουν κι’ αυτά, φαί και πού να το βρούμε;» σκέφτηκε με πόνο. Πήρε από τις τελευταίες μπάλες που είχαν το χορτάρι και το σκόρπισε στις ταϊστρες. «Φάτε χρυσά μου τώρα και ύστερα βλέπουμε. Έλα ασπρούλα, έλα κοκκινοτρίχο, φάτε και σεις και έχει ο θεός».
Το χιόνι έπεφτε συνέχεια. Απόψε θα το πάγωνε κιόλας και το πρωί θα ήταν τόσο δύσκολο να κατεβεί στο μαντρί. Αχ! και πώς έμεινα έτσι μόνη και έρημη! συλλογίστηκε και πόνεσε η καρδιά της. Το πρωί τα πάντα ήταν σκεπασμένα από το παχύ στρώμα του χιονιού. Κανένας δεν είχε βγει ακόμα από το σπίτι του, πατημασιές δεν υπήρχαν και ούτε και η καμπάνα για το σχολείο χτύπησε. Ένα μοναχό τσονάκι ακούστηκε για λίγο και ύστερα σώπασε. Γκριζόλευκος ο ουρανός. Όμορφος μα έτοιμος για νέο χιόνι. Απελπίστηκε η μάνα! Πόσα πράγματα έπρεπε τώρα να σκεφτεί; Βγήκε στην πίσω πόρτα και κοίταξε προς το εκκλησάκι της Παναγιάς. Πάντα το κοίταζε. Πάντα, είχε δεν είχε ανάγκη. Τώρα όμως η καρδιά της πόναγε. Τώρα ένιωθε τη μοναξιά της. Και έκλαψε! Κοίταξε την Παναγιά και παραπονέθηκε και παρακάλεσε και έκλαψε. «Παναγιά μου συ που μ’ ακούς πάντοτε. Άκουσέ με και τώρα Βοήθα με τη μοναχή».
Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει σκληρά και ανελέητα! Όχι όμως και για τη μάνα.
Το θάμα έγινε! Ένα μεγάλο αυτοκίνητο έφερε τρόφιμα για τους ανθρώπους και χορτάρι για τα ζωντανά. Γέμισαν τα σπίτια των φτωχών, γέμισαν οι καρδούλες των μικρών σαν αντίκρισαν τις καραμέλες και τις σοκολάτες, τα παιχνίδια και τα παραμύθια!
Βγήκε ξανά η μάνα στην πορτοπούλα, κοίταξε την Παναγιά της, τη δική της Παναγιά και με μάτια γεμάτα από παγωμένα δάκρια την ευχαρίστησε.
Την προσευχή της είχε ακούσει! Τι άλλο μπορούσε να θέλει; Τι άλλο;
Και τα Χριστούγεννα σε λίγο πλησίαζαν!
Αλίκη Γιωτάκου...(αληθινές ιστορίες)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου