Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΝΤΟΣ "Η τρελή του χωριού"


Η τρελή του χωριού

Τα παιδιά που γυρνούν απ τον κάμπο,
κουβαλάνε τον ήλιο που γνέφει, 
σε φέτες,
καλά φυλαγμένο,
στου μπλου τζην την κρυφή πίσω τσέπη

Προσπερνούν του γκρεμού τις ακτές,
-όπου σέρνονται οι γέροι σκυφτοί,-
με βρισιές
και με γέλια°
της αυγής τα σχισμένα κουρέλια,
χρωματίζουν με κηρομπογιές.

Στην παλιά βρύση
στήνουν καρτέρι,
με κροτάλες
και πέτρες στο χέρι,
περιμένουν να πάει να γεμίσει,
η τρελή του χωριού.
Και τη μέρα του πανηγυριού,
κατεβαίνουν δύο δύο
τις σκάλες.

Αν περάσουν κοντά στην αυλή σου,
τη μεγάλη έπαυλη, που φυλάνε σκυλιά,
να σου κόψουν, κρυφά, γιασεμιά,
κράτα λίγο αν θες την οργή σου°
κουβαλάνε μαζί τους πουλιά,
και σου φέρνουν καινούρια μαντάτα °

πως αν βγεις πάλι πίσω στη στράτα,
-τόσα χρόνια μετά -
νερό,
μόνο στη βρύση θα βρεις,
στο παλάτι εκεί,
της τρελής,
στα κοράκια και στ άγρια βάτα.

-Τα παιδιά σαν πουλιά, 
θα σου δείξουν τα χνάρια
του δρόμου -.

Θα σ αφήσει, ωστόσο,
να πιεις °
δε γνωρίζει τη φράση
"δικό μου".
Πρώτα όμως θα σε βάλει 
να ακούσεις°
θα μιλήσει λοιπόν και θα πει:
"Βρε παιδί μου, δεν ακούει κανείς.
Αν ανέβεις στο πλοίο της αυγής,
θα σε πάει πιο πίσω απ τάστρα,
σε αργυρόφωτα πέτρινα κάστρα,
είμαι φίλος, να πεις, της τρελής!
.................................. 
Κάποτε έρχομαι
στα συγκαλά μου
και τρέμω°
Δεν αξίζει, μου λέω,
η ανθρωπότης,
σα σκουλήκι να έρπει
καταγής.
Στις αυλές σας το μήνυμα φέρνω.
Μάταια όμως °
δεν ακούει κανείς.
Είναι, λένε,
φαντασίες της τρελής.
Εγώ ξέρω το πικρό ριζικό μου.
Εσύ όμως
πώς θα σωθείς;"

" Σκύψε τώρα λιγάκι να πιεις,
γιατί φτάνει το τέλος του κόσμου!"

Χά χα χα χα χα χα χα!
Χά χά χα χα χα χα χα χα χα!
Χα χά.

Θοδωρής Κόντος 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου